Τασούδης Γεώργιος.

[«καὶ διὰ τοῦτο εὖ δοκεῖ ἔχειν τὸ τοῦ Βίαντος, ὅτι ἀρχὴ ἄνδρα δείξει• πρὸς ἕτερον γὰρ καὶ ἐν κοινωνίᾳ ἤδη ὁ ἄρχων» – Ἀριστοτέλης, Ἡθικά Νικομάχεια 1130a]

Τὴν 29η Δεκεμβρίου ἑκάστου ἔτους, καθιερώθηκε νὰ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων 14.000 ὑπὸ Ἡρώδου σφαγιασθέντων νηπίων στὴ Βηθλεέμ.

Μὲ τὴν ὑπόψιν θλιβερὴ ἀναθύμηση, ἡ συμπάσχουσα Ἐκκλησία ἀναδεικνύει τὸ ἦθος της, τασσόμενη ξεκάθαρα καὶ ἀταλάντευτα ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀθωότητας. Ὑπὲρ τῆς ὑπεράσπισης τῶν ἀδυνάμων καὶ τῶν ἀδικημένων. Ὑπὲρ τῶν αἰωνίως ἐξιλαστήριων ἤ/καὶ στοχοποιημένων θυμάτων· τῶν βρεφῶν καὶ παιδιῶν.

Ὅμως, ἡ ἐν λόγῳ ἀσύλληπτη κτηνωδία δίνει ἀφορμὴ ἀνάπτυξης ἑνὸς εὐρύτερου, διττοῦ προβληματισμοῦ. Ἡ πρώτη πτυχὴ τοῦ προβληματισμοῦ τούτου σχετίζεται μὲ τὶς νοσηρὲς πρακτικές, τὶς τυφλὲς καὶ ἀκραῖες ἀντιδράσεις ποὺ ἀδίστακτα ἀναπτύσσουν οἱ ἐξουσιαστές, ἐφόσον νιώσουν τὰ κεκτημένα νὰ ἀπειλοῦνται, τὴν αὐθεντία τους νὰ ἀμφισβητεῖται. Τὸ γεγονὸς ὑπενθυμίζει, πὼς ἅμα οἱ ἐξουσίες καθὼς καὶ οἱ πάσης φύσεως κάτοχοι ἰσχύος ἔχουν διαστραφεῖ ἀπό, ἀλλὰ καὶ διαστρέψει, τὴν ἐξουσία ποὺ τοὺς ἐδόθη -εἴτε προσωποποιώντας τὴν εἴτε νοθεύοντάς την μὲ κατώτερα ἀνθρώπινα ἔνστικτα εἴτε ἀποκόπτοντάς την ἀπὸ τὸν φυσικὸ της προορισμό, ἤτοι τὴν διακονία τοῦ συνόλου κ.ἅ., στὸ ὄνομα τῆς προάσπισης τῶν πλέον ἐγωτικῶν τους παραλογισμῶν καὶ δικαιωμάτων, καθίστανται ἐπιρρεπεῖς στὴν ἀπελευθέρωση βίαιων συμπεριφορῶν, στὴν προληπτικὴ καταστολή, στὴν ἀδυσώπητη δίωξη, στὴ διενέργεια ἀποτρόπαιων ἐγκλημάτων.

Πολλὰ μποροῦν νὰ ἐπισημανθοῦν γιὰ τοὺς ἰσχυροὺς -τὸν κάθε εὑρισκόμενο σὲ θέση ἰσχύος- καὶ τὴν ψυχολογία τους. Γιὰ τὸ πῶς αὐτὴ διασαλεύεται, ὅταν δὲν εἶναι ἀναφορικὴ ἑνὸς ἐπέκεινα καὶ τῆς ἀπόλυτης Ἀλήθειας, τῆς ἀνιδιοτέλειας καὶ τῆς συν-ἀνθρωπιᾶς. Ἢ γιὰ τὸ πῶς ἀπομονωμένοι στὸν ἐγωκεντρισμὸ καὶ τὴν ἀλαζονεία παραγκωνίζουν τὸν κάθε πλησίον, ἀρνοῦνται ἢ ἀδυνατοῦν νὰ τὸν ἀποδεχθοῦν ὡς ἰσότιμο ἄλλο, ἀνασύροντάς τον ἐν τέλει καιροσκοπικὰ καὶ συμφεροντολογικὰ στὸ προσκήνιο, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο, ὡς ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης ἢ ἐξιλέωσης.

Θὰ προχωρήσουμε, ὅμως, στὸ δεύτερο μέρος τοῦ προβληματισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἅπτεται τῆς ἱεράρχησης τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Οἱ ἐπιμέρους ἀνθρώπινες σχέσεις, λοιπόν, ὅπως ἐκεῖνες μεταξὺ ἀρχόντων – ἀρχομένων, ἐργοδοτῶν – ἐργαζομένων, συζύγων, γονέων – τέκνων κ.ὁ.κ. ἀποδεικνύονται ἐκπληκτικὰ εὐάλωτες καὶ μὲ μία τρομαχτικὴ (παρα)φυσικότητα διολισθαίνουν στὴν τυραννία, στὴν ἐκμετάλλευση, στὴν κακοποίηση, στὴ συζυγοκτονία ἢ παιδοκτονία ἀκόμη, ἐφόσον δὲν ἔχουν ἐμπεδωμένη, δυναμικὰ καὶ ἀπαρέγκλιτα, ὡς προαπαιτούμενο, τὴν κορωνίδα τῶν σχέσεων: τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, σὲ ὅλες τους τὶς ἐκφάνσεις, δὲν ἑδράζονται στὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως καὶ ὑποστάσεως, στὴν ἱερότητα τοῦ κάθε προσώπου -ἀσχέτως ἡλικίας, καταβολῆς ἢ συγκυρίας- μὲ ἐντυπωσιακὴ εὐκολία καθίστανται συνώνυμες τῆς ἐκμετάλλευσης, τῆς ἄρνησης, τῆς ὑποτίμησης ἀκόμη καὶ τῆς ἠθικῆς, ψυχικῆς ἢ βιολογικῆς ἐξόντωσης.

Ἡ κυριολεκτικὰ παρανοϊκὴ φιγούρα τοῦ Ἡρώδη ἴσως καὶ νὰ συγκεφαλαιώνει, ἂν ὄχι καθολικὰ σίγουρα σὲ μεγάλο ποσοστό, τὰ ὅσα ἀναφέρονται παραπάνω. Ἡ αὐτοαναφορική, ριζοσπαστικὰ ἐξατομικευμένη πρόσληψη τῆς ἐξουσίας μὲ ὄρους λατρείας, τὸν ὁδήγησαν ὄχι μόνο στὴν βρεφοκτονία τῆς Βηθλεέμ ἀλλὰ καὶ στὴν δολοφονία γιῶν, συζύγων καὶ συγγενῶν του, καθιερώνοντάς τον ὡς τὸ χαρακτηριστικὸ –ἀναφανδὸν πρὸς ἀποφυγή- παράδειγμα ἐξουσιαστῆ εὐρισκόμενου σὲ πλήρη πνευματικὴ σύγχυση, φρενήρη ἠθικὴ κατρακύλα καὶ ἀπόλυτη (κυριολεκτικὰ δαιμονική) ἀσέβεια ὡς α) πρὸς τὴν δωρεὰ τῆς ἐξουσίας καὶ τὶς εὐθύνες ποὺ αὐτὴ συνεπιφέρει, β) πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ εἰδικὰ πρὸς τὰ βρέφη/παιδιὰ ὡς τὰ πλέον ἀνυπεράσπιστα, γ) πρὸς τὴν ζωὴ καὶ τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε ἄλλου, δ) πρὸς τὸν Δημιουργὸ τῶν πάντων καὶ ἐν τέλει ἔ) πρὸς τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐν γένει.

Κλείνουμε ὑπενθυμιστικά. Ὡς ἐκκολαπτήρια Ἠρώδηδων καὶ συναφῶν (μικρ)σατράπηδων, δὲ λειτουργοῦν μόνον οἱ πολιτικὲς ἐξουσίες ἢ οἱ οἰκονομικὲς ἐλὶτ (ναί, τοῦτες ξεκάθαρα προσφέρουν εὐνοϊκότερες συνθῆκες ἐκκόλαψης) ἀλλὰ καὶ πολλὲς γειτονικές, ἐργασιακὲς ἢ λοιπὲς πόρτες, ὅπως τῆς ἀνέχειας, τῆς περιθωριοποίησης, τῆς ἀδικίας. Καὶ ἐκεῖ ὀφείλουν νὰ διαδραματίσουν ρόλο, ὄχι μόνο τὸ Κράτος καὶ οἱ δομές του ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι τὸ συν-διαμορφώνουν μὲ πράξεις ἢ μὲ παραλείψεις. Καὶ ἐκεῖ τσιτάτα καὶ ἀφορισμοὶ τοῦ τύπου «ἄδικη κοινωνία» καὶ «ἀνύπαρκτο κράτος» ἀποδεικνύονται δυστυχῶς ἀνεπαρκῆ νὰ καμουφλάρουν τὴ συνυπευθυνότητα.

Τέλος καὶ δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!