1.

Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἀπὸ σήμερα πιὰ μπαίνουμε φανερὰ στὴν περιοχὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει γιὰ τοὺς προγόνους τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε σὲ μᾶς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸν Ἰωσὴφ εἶν\’ ἕνας μακρὺς κατάλογος μὲ τὰ ὀνόματα τῶν προγόνων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σὰν ἀνθρώπου. Ὁ κατάλογος ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, γιατί ἐκεῖνος εἶναι γενάρχης τῶν Ἑβραίων καὶ σὲ κεῖνον ὁ Θεὸς ἔδωκε τὴν ὑπόσχεση πὼς ἀπὸ τὴ γενιά του θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός. Ἐμεῖς τώρα ἂς ἀφήσουμε τὸν κατάλογο μὲ τὰ ὀνόματα κι ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας γλώσσα τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ κεῖ ποὺ μᾶς μιλάει γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννηση ἦταν ἔτσι. Ἡ μητέρα του ἡ Μαρία, ὅταν ἀρραβωνιάσθηκε μὲ τὸν Ἰωσήφ, πρὶν νὰ συγκατοικήσουν, βρέθηκε νὰ εἶναι ἔγκυος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κι ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἐκθέση, θέλησε κρυφὰ νὰ τὴν διώξη. Κι ἐνῶ αὐτὸς σκέφθηκε ἐτοῦτα, νὰ καὶ φαίνεται στὸν ὕπνο του ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει· Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, νὰ μὴ φοβηθῆς νὰ πάρης μαζί σου τὴ γυναίκα σου Μαριάμ· γιατί αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε μέσα της εἶναι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Θὰ γέννηση λοιπὸν παιδὶ καὶ θὰ τὸ ὀνομάσης Ἰησοῦν· γιατί αὐτὸς θὰ σώση τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Κι ὅλο ἐτοῦτο ἔγινε γιὰ ν\’ ἀληθέψη ὁ λόγος Κυρίου, ποὺ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη· Νά, ἡ παρθένος θὰ μείνη ἔγκυος καὶ θὰ γέννηση παιδὶ καὶ θὰ τοῦ δώσουνε τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ, ποὺ θὰ πῆ· ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. Καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο ὁ Ἰωσὴφ κι ἔκαμε καθὼς τὸν πρόσταξεν ὁ ἄγγελος Κυρίου, καὶ πῆρε μαζί του τὴ γυναίκα του καὶ δὲν τὴν πλησίαζε, μέχρι ποὺ γέννησε τὸν υἱὸ της τὸν πρωτότοκο καὶ τοῦ \’δωκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γράφει πὼς τὸ ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», πάνω δηλαδὴ ἀπ\’ ὅλα τὰ ὀνόματα. Κι\’ ὅπως βλέπουμε σήμερα στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὄνομα Ἰησοῦς δὲν τὸ ἔδωκαν oi ἄνθρωποι στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Τὸ ἔδωκεν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἔτσι εἶπε ὁ ἄγγελος Κυρίου στὸν Ἰωσήφ, ποὺ θορυβήθηκε ὅταν κατάλαβε πὼς ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ἔγκυος. Θὰ γέννηση παιδί, τοῦ εἶπε, καὶ θὰ τὸ ὀνομάσης Ἰησοῦν. Μὰ πιὸ πρῶτα τὸ εἶχε πῆ καὶ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν παρθένο Μαρία, ὅταν πῆγε σταλμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ στὴ Ναζαρέτ, γιὰ νὰ εὐαγγελισθῆ τὴ μεγάλη χαρὰ ποὺ περίμενε ὁ κόσμος. Θὰ γέννησης, τῆς εἶπε, υἱὸ καὶ θὰ τοῦ δώσης τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτὸ τὸ ὄνομα, χριστιανοί μου, δὲν δόθηκε στὴν τύχη. Εἶναι τὸ ὄνομα ποὺ φανερώνει τί θὰ ἐρχότανε νὰ κάμη στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὸ ἴδιο τὸ ὄνομά του ὑπάρχει τὸ ἔργο καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ, γιατί τὸ Ἰησοῦς, ποὺ εἶναι ὄνομα ἑβραϊκό, στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα θὰ πῆ Σωτήρας. Ὁ ἄγγελος Κυρίου ποὺ παρουσιάσθηκε στὸν Ἰωσήφ, δὲν παράλειψε καὶ νὰ ἐξηγήση γιατί ὁ Χριστὸς θὰ ἔπαιρνε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς· γιατί αὐτός, εἶπε, θὰ σώση τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του.

Νὰ μὴ θαρροῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, χριστιανοί μου, πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε γιὰ τίποτ\’ ἄλλο ἐδῶ στὴ γῆ παρεκτὸς γιὰ νὰ μᾶς σώση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὅλα τὰ ἄλλα ὅσα μᾶς λείπουνε μποροῦμε νὰ τὰ βροῦμε καὶ νὰ τὰ φτιάξουμε μόνοι μας, καὶ ἐπιστῆμες καὶ τέχνες καὶ πλοῦτο· μόνο τὴν ἁμαρτία μας εἴμαστε ἀνήμποροι νὰ νικήσουμε καὶ μόνο τὴ σωτηρία μας δὲν εἶναι τρόπος νὰ βροῦμε. Μὰ εἶν\’ ἀλήθεια πὼς ἂν δὲ σωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ὅλα τὰ ἄλλα δὲ μᾶς ὠφελοῦνε σὲ τίποτα. Ἐκεῖ ποὺ θαρροῦμε πὼς εἴμαστ\’ εὐτυχισμένοι μέσα στὰ καλὰ ποὺ μᾶς δίνει ὁ κόσμος, ἐκεῖ κι αἰσθανόμαστε πὼς εἴμαστε δυστυχισμένοι καὶ ταλαίπωροι, γιατί μᾶς τρώγει μέσα μας τὸ σαράκι τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς βαραίνει ἡ ἔνοχη συνείδησή μας. Τὴν ἁμαρτία μας δὲν τὴν ξεπλένει καὶ τὴ συνείδησή μας δὲν τὴν ξαλαφρώνει ἄλλος κανένας, παρεκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας μας. Γι\’ αὐτὸ πάντα τὸ πιὸ ἀγαπητὸ σὲ μᾶς πρόσωπο καὶ τὸ ἀνώτερο καὶ τὸ ἐνδοξότερο ἀπ\’ ὅλα τὰ ὀνόματα, ὅπου τὸ προσκυνοῦνε καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ oi δαίμονες, εἶναι τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.

Ὅλα τὰ περιστατικά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅλα τὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, καθὼς μᾶς τὰ ἱστοροῦνε τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, μᾶς λένε πὼς ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, κι ἂς φαίνεται ἄνθρωπος κι ἂς ἔχη ὅλα τὰ φυσικά τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ πάψη νὰ \’ναι Θεός. Αὐτό, ὅσο καὶ νὰ τὸ συλλογιζώμαστε, δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Μένει πάντα γιὰ τὸ μυαλὸ μας μυστήριο τοῦ Θεοῦ· γι\’ αὐτό, ἀντὶ νὰ τὸ ἐρευνοῦμε, τὸ προσκυνοῦμε. Ὅταν τὸ προσκυνοῦμε, τότε ζεσταίνεται ἡ καρδιά μας καὶ τὸ αἰσθανόμαστε νὰ ζῆ μέσα μας. Τὸ ἴδιο σὰν ποὺ στέργουνε ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα τὰ παιδιά τους καὶ σὰν ποὺ ἀγαποῦνε τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα τους καὶ τὴ μητέρα τους. Δὲν κάθουνται νὰ τὸ σκεφθοῦνε πρῶτα μὲ τὸ μυαλὸ κι ὕστερα νὰ δείξουνε τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴ στοργή τους, μὰ ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ αἴσθημά τους καὶ κάνουν ἐκεῖνο, ποὺ ὕστερα τὸ μυαλὸ τὸ βρίσκει ἀληθινὸ καὶ πρεπούμενο.

Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια μᾶς λένε πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεὸς κι ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε κι ἂς μὴν τὸ καταλαβαίνουμε· τὸ δεχόμαστε, γιατί ἒχουμ\’ ἐμπιστοσύνη σὲ κεῖνον ποὺ μᾶς τὸ λέγει. Μᾶς τὸ λέγει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη, πὼς ἡ παρθένος θὰ μείνη ἔγκυος καὶ θὰ γέννηση παιδὶ καὶ θὰ τοῦ δώσουνε τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ. Αὐτὸ τὸ Ἐμμανουήλ, ποὺ εἶναι κι αὐτὸ ἑβραϊκὸ ὄνομα, στὴ γλώσσα μας θὰ πῆ· μαζί μας ὁ Θεός. Τί ἄλλο τάχα, χριστιανοί μου, θέλουμε καὶ τί μᾶς λείπει, ὅταν εἶναι μαζί μας ὁ Θεός; Τὸ μαζί μας ὁ Θεὸς δὲ θὰ πῆ μόνο τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, μὰ καὶ τὴν παρουσία του μεταξύ μας. Δὲν εἶναι μαζί μας ὁ Θεός, ἐκεῖνος μένοντας στὸν οὐρανὸ καὶ μεῖς ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ στέλνοντας σὲ μᾶς κάποιον ἄγγελό του καὶ σκεπάζοντάς μας ἀπὸ μακρινὰ μὲ τὴ χάρη του. Μὰ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας μὲ τὴν παρουσία του, κατεβασμένος ὁ ἴδιος στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἀνεβάση στὸν οὐρανό. Ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε κι ἀναστράφηκε μαζί μας, μένει μαζί μας κι ἂς ἀναλήφθηκε μετὰ τὴν Ἀνάσταση στοὺς οὐρανούς. Μένει στὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ἐβεβαίωσε στοὺς Ἀποστόλους μετὰ τὴν Ἀνάσταση.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τώρα ποὺ ἐρχόμαστε νὰ ξαναγιορτάσουμε τὴν θεία γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἂς νιώσουμε τὴν παρουσία του κι ἂς τὸν προσκυνήσουμε ζητώντας τὴ σωτηρία μας. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς μαζί μας. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ἦρθε στὴ γῆ, γιὰ ν\’ ἀνεβοῦμε κι ἐμεῖς μαζί του στὸν οὐρανό. Ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς μαζί του θεοί. Ἂς γιορτάσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μέσα στὴν ἀληθινὴ χαρὰ τῆς παρουσίας καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

2.

Πίστη καὶ ἐπαγγελίες.

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.

Τὴν Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴ μνήμη ὅλων ἐκείνων ποὺ εὐαρέστησαν στὸν Θεό, ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους μέχρι τὸν ἅγιο Ἰωσὴφ τὸν μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Αὐτὸς «ὁ θεοσύλλεκτος χορὸς τῶν ἁγίων», ὅπως λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς, μὲ προεξάρχοντες τοὺς ἁγίους Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, μᾶς ἑτοιμάζει νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν νεογέννητο Χριστό. Δὲν χρειάζονται, μᾶς λένε, πολυτελῆ ροῦχα καὶ πολυδάπανοι στολισμοί. Δύο μόνο εἶναι τὰ ἀπαιτούμενα, σύμφωνα μὲ ἄλλο τροπάριο: «τρόπος φιλόξενος» καὶ «πίστις ὑψηλή».

Ἡ πίστη τῶν Πατριαρχῶν

Μὲ τὶς δύο αὐτὲς ἀρετὲς ἦταν ἐξόχως κοσμημένος ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ· μὲ τὴν πρώτη ἀξιώθηκε νὰ φιλοξενήσει τὸν ἴδιο τὸν ἄσαρκο Θεὸ Λόγο μὲ μορφὴ ἀγγέλου καὶ «τυπικῶς» ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Τριάδα· τὴ δεύτερη, τὴν πίστη, τὴν καλλιέργησε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ γίνει πατέρας ὅλων τῶν πιστευόντων, καὶ ὁ παράδεισος νὰ ὀνομαστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ «κόλπος τοῦ Ἀβραάμ». Μᾶλλον δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ποὺ νὰ «πέρασε» μὲ ἄριστα τόσο δύσκολες ἐξετάσεις πίστης. Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀρχίζει μὲ μία ὑπέροχη ἐξύμνηση τῆς «ὑψηλῆς» πίστης του.

Ὁ Θεὸς τὸν «ξεσήκωσε» ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία καί, χωρὶς καν νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει, τὸν ἔφερε στὴν Παλαιστίνη μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ χαρίσει αὐτὴ τὴ γῆ. Ἄφησε τὴν πατρίδα του, ὅπου ἦταν ἐπιφανής, ἄφησε ὅλη τὴν ἀκίνητη περιουσία του, τοὺς φίλους, τοὺς συγγενεῖς, καθὼς καὶ τοὺς τάφους τῶν προγόνων του, μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ μὴν ξαναγυρίσει ποτέ. Καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν πέθανε ἡ γυναίκα του Σάρρα, ἀναγκάστηκε νὰ ἀγοράσει τὸν τάφο της· αὐτός, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅλη ἐκείνη τὴ γῆ, δὲν εἶχε ἀκόμα δικό του «οὐδὲ τριπηχυαῖον τόπον», ἀφοῦ ἔμενε ἀκόμα σὲ σκηνές. Ἀλλὰ καὶ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν συγκληρονόμοι τῆς θείας ὑπόσχεσης Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ σὲ σκηνὲς ἔμειναν, σὰν σὲ ξένη γῆ, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ χάσουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸν Θεό.

«Εἰργάσαντο δικαιοσύνην»

Τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι αὐτοὶ οἱ προπάτορες, ἂν καὶ τοὺς εἶχε δοθεῖ ὑπόσχεση γιὰ ἐπίγεια ἀγαθά, δὲν τοὺς ἔδιναν σημασία, ἀλλὰ ἀναζητοῦσαν τὴ μέλλουσα οὐράνια πόλη. Ἐνῶ ἐμεῖς, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ νεογέννητος Μεσσίας μὲ ὅλους τοὺς τρόπους μᾶς μίλησε καὶ μᾶς ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, συνεχίζουμε νὰ ἐπιζητοῦμε τὰ κάτω καὶ χοϊκά. «Ντροπή μας!», ἀναφωνεῖ μὲ πικρία ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Αἰσχυνθῶμεν», διότι ἐνῶ «ὁ Θεὸς περὶ τῆς ἄνω διαλέγεται πόλεως, ἡμεῖς τὴν ἐνταῦθα ἐπιζητοῦμεν».

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ λαμπρὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν, μνημονεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀθλητὲς τῆς πίστης, ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔλαμψαν μὲ τὸν φωτεινὸ βίο τους ἀλλὰ ἀκτινοβολοῦσαν μὲ τὴν πίστη τους. Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἐπιβράβευση καθαροῦ βίου, ἀλλὰ δῶρο σὲ ταπεινὲς ψυχές. Καὶ κάποτε ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση καὶ σὲ ἀνυψωτικὴ συντριβή. Ἡ πίστη δὲν εἶναι καρπὸς ἀναμάρτητης πολιτείας, ἀλλὰ – ἂν τὸ θελήσει ὁ «πνεύματι συντετριμμένῳ» μετανοῶν- μπορεῖ νὰ γίνει ἔναυσμα καὶ ἀφυπνιστικὴ δύναμη γιὰ ἐνάρετη πολιτεία καὶ στεφάνι ἁγιότητας. Κορυφαῖο παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ὑπὸ τοῦ Παύλου μνημονευόμενος προφητάναξ Δαβίδ, ποὺ τιμήθηκε καὶ ὡς κατὰ σάρκα γενάρχης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ εἶναι κορυφαῖο παράδειγμα πίστης ὁ Δαβίδ, διότι περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κατορθώματα πίστης, τὶς νίκες κατὰ τῶν ἐχθρῶν, τὴ χαλιναγώγηση λιονταριῶν, τὴ λύτρωση ἀπὸ φωτιά, ἀπὸ μαχαίρι φονικὸ ἢ καὶ ἀπὸ ἀρρώστιες, περισσότερο ἀπὸ μαρτυρικὸ θάνατο, ἀπὸ ὑπομονὴ σὲ κάθε εἴδους στερήσεις καὶ κακουχίες, περισσότερο ἀπὸ ὅλα αὐτά, βασικὴ προϋπόθεση ἀλλὰ καὶ ἀσφαλὴς καρπὸς πίστης εἶναι «ἡ ἐργασία τῆς δικαιοσύνης» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ ὑγιὴς καὶ σταθερὴ μετάνοια.

Προϋποθέσεις συμμετοχῆς στὴν τελικὴ ἐπαγγελία

Ὁ παρὰ λίγο ἱερομάρτυς Σαπρίκιος, ἔστω κι ἂν ὑπέμεινε μαρτύρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἔχασε τελικὰ καὶ τὸ στεφάνι τῆς ἁγιότητας καὶ τὴν ψυχή του, καὶ «διχοτομήθηκε» ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη του, γιατί δὲν θέλησε νὰ συγχωρήσει τὸν φίλο του Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἐπίμονα ζητοῦσε τὴ συγγνώμη του μέχρι τὴν τελευταία στιγμή· τὴ δόξα τοῦ μαρτυρίου τὴν κέρδισε ὁ Νικηφόρος, γιατί ἀποδείχθηκε πιὸ ταπεινὸς καὶ πιὸ ἐλεήμων. Αὐτὴ ἡ ταπείνωση καὶ ἡ εὐσπλαχνία εἶναι τὸ ἀσφαλὲς εἰσιτήριο εἰσόδου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ἔκρουσε τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου γιὰ πολλοὺς χαρισματούχους καὶ θαυματουργοὺς ὅτι, ἂν βρεθοῦν γυμνοὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀρετές, θὰ ἀκούσουν τὴν ἔσχατη ἡμέρα τὸ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» καὶ θὰ μείνουν ἔξω τοῦ νυμφῶνος του.

Ἡ ἀνυπέρβλητη τιμή, ποὺ μᾶς κάνει ὁ σὲ λίγες μέρες ἐν φάτνῃ ἀλόγων ἀνακλινόμενος Χριστός, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ εὐθύνη γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι τὸ ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι προπάτορες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιμένουν ἐμᾶς, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε μαζὶ τὴν ὕψιστη τελικὴ πρὸς ὅλους μας ἐπαγγελία του. Μᾶς περιμένουν νὰ γίνουμε συνοδοιπόροι τους πρὸς τὴ Βηθλεέμ, γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ σαρκωθέντα, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς συνανυψώσει στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴν ἔσχατη δόξα τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας του.

3.

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ, Ἀρχιμανδρίτης.

Ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ Ματθ. α\’, 1-17. Λουκ. γ\’, 23-38

Κείμενον Ματθαίου. «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ. Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ, Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ τὸν Βασιλέα, Δαυῒδ δὲ ὁ Βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς Οὐρίου, Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά, Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὀζίαν, Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν, Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ, Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ, Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα τῆς Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπό τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες.»

Παρατηρήσεις

Συγκρίνοντες τὰς γενεαλογίας τῶν δύο Εὐαγγελιστῶν Ματθαίου καὶ Λουκᾶ εὑρίσκομεν τὰς κάτωθι διαφοράς.

1) Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος γενεαλογεῖ τὸν Χριστὸν μέχρι τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς φθάνει μέχρι τοῦ Ἀδάμ. Τοῦτο γίνεται, διότι ὁ μὲν Ματθαῖος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἑβραίους θέλει νὰ ἀποδείξῃ, «ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὡς καταγόμενος ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Δαυῒδ συμφώνως πρὸς τοὺς προφήτας. Ὁ δὲ Λουκᾶς γενεαλογεῖ τὸν Χριστὸν μέχρι τοῦ Ἀδάμ, διότι ἀπευθυνόμενος πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους θέλει νὰ παρουσίασῃ τὸν Χριστὸν ὡς λυτρωτὴν ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ὁποία κατάγεται ἐκ τοῦ Ἀδάμ.

2) Ὁ Ματθαῖος μετὰ τὸν Δαυῒδ ἀναφέρει τὸν Σολομῶντα, ὁ δὲ Λουκᾶς τὸν Νάθαν. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Ὁ Σολομὼν καὶ ὁ Νάθαν ἦσαν καὶ οἱ δύο ἀπόγονοι τοῦ Δαυῒδ καὶ ὁ μὲν εἷς ἐκ τῶν εὐαγγελιστῶν λαμβάνει τὴν μίαν σειράν, ὁ δὲ ἕτερος τὴν ἑτέραν σειρὰν τῶν ἀπογόνων τοῦ Δαυῒδ. Ἐντεῦθεν καὶ αἱ διαφοραὶ τῶν ὀνομάτων Ματθαίου καὶ Λουκᾶ ἀπὸ Δαυῒδ μέχρι Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Θεοτόκου. Ὁ Λουκᾶς ἠρύσθη τοὺς ἀπογόνους τοῦ Νάθαν ἐξ ἰδιαιτέρου καταλόγου μὴ ὑπάρχοντος εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Ὁ δὲ Ματθαῖος μέχρι μὲν τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Βαβυλῶνος ἠρύσθη ἐκ τῆς Βίβλου, ἀπὸ δὲ τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Βαβυλῶνος μέχρι τοῦ Ἰωσὴφ ἐξ ἀγνώστου ἡμῖν καταλόγου.

Κυριωτέρα ὅμως διαφορὰ εἶναι

3) ἡ τὸν πατέρα καὶ πάππον τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Θεοτόκου ἀφορῶσα, διότι ὁ μὲν Ματθαῖος φέρει ὡς πατέρα τοῦ Ἰωσὴφ τὸν Ἰακὼβ καὶ πάππον τὸν Ματθάν, ὁ δὲ Λουκᾶς τὸν Ἠλεὶ ὡς πατέρα τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὸν Ματθὰτ ὡς πάππον του. Διατί; Ἰδού.

Ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἠλεὶ ἦσαν ἀδελφοὶ ἔχοντες τὴν αὐτὴν μητέρα διάφορον ὅμως πατέρα. Καὶ συγκεκριμένως: Πατὴρ τοῦ Ἰακὼβ κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον ἦτο ὁ Ματθάν, τοῦ δὲ Ἠλεὶ κατὰ τὸν Λουκᾶν ὁ Ματθάτ. Οὗτοι ἐνυμφεύθησαν ἀλληλοδιαδόχως τὴν αὐτὴν γυναῖκα, διότι κατὰ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον ὅταν ἔγγαμός τις ἀδελφὸς ἀπέθνησκεν ἄτεκνος, εἷς ἐκ τῶν ἄλλων ἀγάμων ἀδελφῶν ἐλάμβανε τὴν χήραν νύφην του ὡς γυναῖκα, ἵνα «ἀναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ» ἵνα ἀφήσῃ ἀπογόνους τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὁ πρῶτος λοιπὸν καρπὸς τοῦ γάμου τούτου ἦτο νομικὸς μὲν υἱὸς τοῦ ἀτέκνου ἀποθανόντος ἀδελφοῦ, φυσικὸς δὲ υἱὸς τοῦ ζῶντος ἀδελφοῦ. Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου: Εἷς ἐκ τῶν δύο ὁμομητρίων ἀδελφῶν Ἰακὼβ καὶ Ἠλεὶ νυμφευθεὶς ἀποθνήσκει ἄτεκνος. Ὁ ζῶν ἕτερος ἀδελφὸς λαμβάνει τὴν χήραν νύμφην του ὡς γυναῖκα καὶ ἀποκτᾷ υἷον τὸν μνήστορα τῆς Θεοτόκου, τὸν Ἰωσήφ. Οὕτω ὁ Ἰωσὴφ λοιπὸν εἶναι νομικὸς μὲν υἱὸς τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν δύο ἀδελφῶν Ἰακὼβ καὶ Ἠλεί, φυσικὸς δὲ τοῦ ἑτέρου. Ἰδοὺ ἡ διαφορὰ τοῦ Λουκᾶ καὶ Ματθαίου εἰς τὸν πατέρα καὶ πάππον τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ.

Οἱ δύο εὐαγγελισταὶ συμφωνοῦσιν, εἰς τὸ ὅτι θεωροῦσι τὸν Χριστὸν ἀπόγονον τοῦ Δαυΐδ, ἵνα δειχθῇ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας ὡς καταγόμενος ἐκ σπέρματος Δαυΐδ. Συναντῶνται δὲ εἰς πλεῖστα ὀνόματα ἀπὸ Ἀβραὰμ μέχρι τοῦ Δαυῒδ καὶ κατὰ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος εἰς τὰ δύο ὀνόματα Ζοροβάβελ καὶ Σαλαθιήλ. Ἰδοὺ αἱ διαφοραὶ καὶ αἱ ὁμοιότητες τῶν γενεαλογιῶν Ματθαίου καὶ Λουκᾶ.

Ἡ γενεαλογία αὕτη τοῦ Χριστοῦ ἔχει προγόνους καὶ προφήτας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ δύο δίδουσι μεγάλα διδάγματα εἰς ἡμᾶς. Ἂς ἴδωμεν.

2) Ὁ Ἰωσὴφ ἐκπλήσσεται διὰ τὴν ἐγκυμοσύνην τῆς Θεοτόκου (Ματθ. α΄, 18-25)

Ἡ Θεοτόκος ἔχει ἤδη ἐπιστρέψει ἐκ τῆς ὀρεινῆς χώρας, ὅπου εἶχε μεταβῇ πρὸς ἐπίσκεψιν τῆς Ἐλισσάβετ, εἰς τὴν πατρίδα της Ναζαρέτ. Ἀπὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της, ὅτε ἔγινεν ἡ σύλληψις τοῦ Ἰησοῦ, ἔχει παρέλθει χρονικὸν διάστημα ἄνω τῶν τριῶν μηνῶν. Ἑπομένως ἡ ἐγκυμοσύνη της γίνεται ἀντιληπτὴ εἰς τὸν Ἰωσήφ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σημειώνει ὡς ἑξῆς τὴν πρώτην ἐντύπωση τοῦ Ἰωσὴφ ἐκ τῆς ἐγκυμοσύνης ταύτης. «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης τῆς Μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσὴφ πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Ὁ Εὐαγγελιστὴς περιγράφει ἐν συνεχείᾳ μετὰ θαυμαστῆς λεπτότητος τὸν ψυχικὸν σπαραγμὸν τοῦ Ἰωσὴφ μεταξὺ τῆς εὐσυνειδησίας καὶ τῆς εὐγενείας του, ὅταν ἀντελήφθη πλήρως τὴν ἐγκυμοσύνην τῆς Μαρίας ὡς ἑξῆς.

«Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν». Ἡ μνηστεία τότε ἱερολογεῖτο καὶ ἑπομένως διὰ τὴν διάλυσίν της ἀπῃτεῖτο διαζύγιον μνηστείας σύμφωνα μὲ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον, ὁ ὁποῖος διέτασσεν, ὅπως ἡ μνηστή, ἡ ὁποία θὰ ἡμάρτανεν, ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῇ παραδειγματικῶς δημοσίᾳ. Ὁ Ἰωσὴφ ἐγνώριζε τὸν χαρακτῆρα τῆς Θεοτόκου, ὅτι ἦτο ἠθική. Εὑρισκόμενος ὅμως πρὸ γεγονότος ἀπροσδοκήτου ἀπεφάσισε νὰ συνδυάσῃ νομιμοφροσύνην του καὶ εὐγένειάν του δίδων εἰς αὐτὴν διαζύγιον μνηστείας οὐχὶ δημοσίᾳ ἀλλὰ κρυφίως. Ἐκ τῆς ἐκπλήξεως καὶ τῆς ἀποφάσεως τοῦ Ἰωσὴφ διὰ τὴν ἐγκυμοσύνην τῆς Θεοτόκου φαίνεται, ὅτι ἡ Θεοτόκος οὐδὲν ἐπὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ εἶχεν ἀνακοινώσει εἰς αὐτόν. Δὲν εἶχε δὲ ἀνακοινώσει οὐδὲν εἰς τὸν Ἰωσὴφ ἡ Μαρία ἐξ αἰδημοσύνης της προφανῶς πρὸς τὸν ἑαυτόν της καὶ τὸν μνηστῆρα της. Ἔχουσα ὅμως πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὴ δυναμένη νὰ ἀποδείξῃ τὴν θείαν προέλευσιν τῆς ἐγκυμοσύνης ἄφισε νὰ ὁμιλήσῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸν μνηστῆρα της ἐπὶ τοῦ λεπτοῦ τούτου ζητήματος. Καὶ ὁ Θεὸς ὡμίλησεν. Ἰδοὺ δὲ πῶς.

«Ταῦτα αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος» λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ἀφοῦ δηλαδὴ ἐσκέφθη αὐτὸ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ προβῇ εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ἀποφάσεώς του, νὰ ἀπολύσῃ τὴν Θεοτόκον, «Ἰδοὺ» ἤτοι αἰφνιδίως «ἄγγελος Κυρίου κατ’ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων» ἤτοι ἄγγελος ἐνεφανίσθη εἰς τὸν ὕπνον τοῦ Ἰωσὴφ καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν

Ἰωσὴφ υἱὸς (ἀπόγονε) Δαυῒδ μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκα σου. Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου» Ὁ Ἄγγελος συνιστᾷ εἰς τὸν Ἰωσὴφ «παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκα» ἤτοι νὰ λάβῃ εἰς τὸν οἶκον του τὴν Μαρίαν, διότι τὸ ἐν τῇ κοιλίᾳ της συλληφθὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ τρίτον πρόσωπον τῆς ἁγίας Τριάδος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ ἄγγελος ταυτοχρόνως ὁρίζει τὸ ὄνομα τοῦ γεννησομένου παιδίου καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ ὡς ἑξῆς: «Τέξεις δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» ἰδοὺ τὸ ὄνομά του «Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ». Ἰδοὺ τὸ ἔργον του, ἡ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν!

Ὁ Εὐαγγελιστὴς δικαιολογεῖ τὴν ἐκ Παρθένου σύλληψιν τοῦ Ἰησοῦ φέρων τὴν σχετικὴν προφητείαν τοῦ Ἡσαΐου 7, 14 λέγων «τοῦτο δὲ ὅλον» ἤτοι τὸ ἐν στίχ. 16-21 «γέγονεν» ἔγινε «ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν» ἵνα ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος «τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου» Ἡσαΐου «λέγοντος. Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν» ἰδοὺ ἀνελπίστως δηλ. ἡ Παρθένος θὰ συλλάβῃ καὶ θὰ γεννήσῃ υἱὸν «καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». Τὸ ὄνομα αὐτό, Ἐμμανουήλ, σημαῖνον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἡ ὀνομασία Αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸ ἐχέγγυον τῆς προστασίας τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰωσὴφ γνωρίσας τὴν θείαν προέλευσιν τοῦ ἀγγέλου τούτου ἐκ τῆς ἀποκαλύψεως τῶν ἐσωτερικῶν του σκέψεων, ἐπίστευσεν εἰς τὰ λόγια του καὶ «ἐγερθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν, ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ Ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ». Παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ δὲν σημαίνει ἔκαμε τὴν μνηστήν του σύζυγόν του ἀλλὰ παρέλαβε αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον του, διότι μέχρι τώρα ὡς μνηστὴ ἦτο εἰς τὸν οἶκον τῶν γονέων της.

Ἵνα μὴ ὅμως νομισθῇ, ὅτι ἀφοῦ ὁ Ἰωσὴφ παρέλαβε ταύτην εἰς τὸν οἶκον του, ἐχρησιμοποίησε ταύτην καὶ ὡς σύζυγόν του, ὁ Εὐαγγελιστὴς προσθέτει: Ὁ Ἰωσὴφ «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν». Ἡ φράσις «ἕως οὗ» δὲν σημαίνει ὁρισμένην χρονικὴν διάρκειαν μέχρι τῆς γεννήσεως δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ ὥστε νὰ ὑποθέσωμεν, ὅτι πρὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν «ἐγνώρισεν» δὲν ἐχρησιμοποίησε ὁ Ἰωσὴφ τὴν Θεοτόκον ὡς σύζυγόν του, μετὰ δέ, τὴν γέννησιν ἐχρησιμοποίησε ταύτην. Τὸ «ἕως οὗ» εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ πάντοτε. Λ.χ. ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ ἀναφέρεται οὐκ ἐπέστρεψεν ὁ κόραξ «ἕως οὗ ἐξηράνθη ἡ γῆ»(1). Ὁ κόραξ ὅμως ποτὲ δὲν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν κιβωτόν. Ὅμοια τοιαῦτα χωρία εἶναι τὰ ἑξῆς. Ἐν Παλαιᾷ καὶ Καινῇ Διαθήκῃ Ἀριθ. XX, 17. I Τιμοθ. 4, 13, Ψαλμὸς πθ\’, 2. Ἡ λέξις ἐπίσης πρωτότοκος δὲν σημαίνει πρῶτος μεταξὺ ἄλλων ἔπειτα γεννηθέντων ἀλλὰ πρῶτος γεννηθείς, ὁ ὁποῖος ἐλάμβανε καὶ τὰ πρωτοτόκια παρὰ τοῖς Ἑβραίοις, ἀδιαφόρως ἂν κατόπιν ἐγεννήθησαν ἢ ὄχι ἄλλοι. Πρωτότοκος εἶναι ὁ μονογενής. Περὶ αὐτοῦ πρόκειται ἐνταῦθα, ἰδὲ τὸ ἔργον μου: Διάλογοι Ὀρθοδόξου καὶ Εὐαγγελικοῦ σελίδα 145.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἐφάνη ἡ εὐγένεια καὶ ἡ εὐσυνειδησία τοῦ Ἰωσὴφ πρὸς τὴν Θεοτόκον καὶ ἡ αἰδημοσύνη τῆς Θεοτόκου ὡς μνηστῆς πρὸς τὸν Ἰωσήφ. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὰ δύο εἰς τὴν ἰδικήν μας ζωήν.

Θέμα: α) ἀνδρικὴ εὐγένεια καὶ εὐσυνειδησία

Καὶ Α\’.

Ἀνδρικὴ εὐσυνειδησία καὶ εὐγένεια τοῦ Ἰωσήφ. Δύο πράγματα κάμνουν τὸν ἄνδρα τραχὺν πρὸς πάντας ἰδίᾳ ὅμως ἔναντι τῆς γυναικός του. Ἡ σκληρὰ ἀνδρικὴ φύσις καὶ τὸ καθῆκον. Ὅταν ταῦτα θιγῶσιν, ὁ ἄνδρας ἐπαναστατεῖ. Ὁ μνηστὴρ τῆς Θεοτόκου ὁ Ἰωσὴφ ἦτο ἄνδρας καὶ δίκαιος. Ἡ ἀνδρική του ἀξιοπρέπεια καὶ ἡ δικαιοσύνη του προσεβλήθησαν, ὅταν εἶδε τὴν μνηστήν του ἔγκυον. Ὁ Νόμος τότε καὶ ἡ κοινωνία ἐπέτρεπον «παραδειγματίσαι» νὰ τιμωρήσῃ δηλαδὴ ὁ Ἰωσὴφ τὴν Θεοτόκον παραδειγματικῶς διαπομπεύων αὐτήν. Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως ὡς εἴδομεν, συνεδύασε νομιμότητα καὶ εὐγένειαν ἀποφασίσας νὰ διαζευχθῇ τὴν μνηστήν του οὐχὶ δημοσίως ἀλλὰ κρυφίως. Τόση δὲ ἦτο ἡ εὐγένεια τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἐσυλλογίζετο νὰ ἀπολύσῃ αὐτὴν κρυφά, ὥστε ὡς ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὁ Ἰωσὴφ ὄχι μόνον δὲν ἐτιμώρησε ταύτην ἀλλὰ εἰς οὐδένα εἶπε τι καὶ ἐφρόντιζε νὰ κρύψῃ τὴν αἰτίαν τῆς ἀπολύσεως καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Θεοτόκον. Ὁποῖος συνδυασμὸς εὐσυνειδησίας καὶ εὐγενείας!

Βον΄.

Ἡ ἰδική μας εὐγένεια καὶ εὐσυνειδησία. Πόσοι ἐξ ἡμῶν τῶν ἀνδρῶν σήμερον εἶναι εὐγενεῖς καὶ εὐσυνείδητοι πρὸς πάντας ἰδίως ὅμως πρὸς τὰς γυναῖκας των; Δυστυχῶς! Μερικοὶ ἄνδρες εἶναι εὐσυνείδητοι ἀλλὰ ἀγενεῖς πρὸς τὰς συζύγους των. Ἕνα σφάλμα τῆς συζύγου των εἶναι ἱκανὸν νὰ κάμῃ αὐτούς, ὥστε νὰ διασύρωσι, νὰ διαπομπεύσωσι τὰς συζύγους των εἰς τὸ καφενεῖον καὶ τὴν ταβέρναν. Ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν φθάσωσιν εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο, φέρονται πρὸς αὐτὰς ἀγενῶς, διότι ἐντὸς τοῦ οἴκου των ὑβρίζουν αὐτὰς μὲ τὰ αἰσχρότερα λόγια. Τόσον εἶναι δὲ τὰ λόγια ταῦτα αἰσχρά, ὥστε ἐὰν oἱ σύζυγοι οὗτοι ἤκουον αὐτὰ λεγόμενα ὑπὸ ἄλλου ἀνδρὸς εἰς τὰς γυναῖκας των, θὰ προέβαινον εἰς φόνους. Τινὲς δὲ ἐκ τῶν ἀνδρῶν φθάνουσι καὶ μέχρι ξυλοδαρμοῦ κατὰ τῶν γυναικῶν των. Πόση ἀγένεια καὶ τραχύτης!

Ἄλλοι ὅμως ἄνδρες εἶναι εὐγενεῖς ἀλλὰ ἀσυνείδητοι. Τοῦτο συμβαίνει κυρίως οὐχὶ ἐνώπιον τῶν γυναικῶν των ἀλλὰ ἐνώπιον τῶν ἄλλων ἀνδρῶν. Εἶναι πρὸς πάντας ὑποχωρητικοί, ἵνα ὑποχρεώνουν ὅλους. Καὶ συγκεκριμένως: Κάποιος διὰ νὰ συγκαλύψῃ μίαν ἐντροπήν του, ζητεῖ ψευδῆ βεβαίωσιν ἀσθενείας ἀπὸ κάποιον ἰατρόν. Ὁ ἰατρὸς οὗτος τὴν δίδει μὲ ἐλαφρὰν συνείδησιν. Ὁ ἰατρὸς οὗτος εἶναι εὐγενὴς ἀλλὰ ἀσυνείδητος. Εἶσαι ὑπάλληλος καὶ διὰ νὰ φανῇς εὐγενὴς πρὸς ὁρισμένους φίλους σου, πολλὰς φορὰς πατᾷς τὴν συνείδησίν σου. Εἶσαι κόρη καὶ διὰ νὰ φανῇς εὐγενὴς πρὸς τὰς φίλας σου, κάμνεις πολλάκις ἀβαρίας εἰς τὴν συνείδησίν σου. Χειρότεροι ὅμως καὶ τῶν δύο ἀνωτέρω εἶναι, ὅσοι εἶναι ἀγενεῖς καὶ ἀσυνείδητοι. Αὐτοὶ εἶναι ὅσοι οὔτε δίκαιον ἔχουν, οὔτε καλὴν συμπεριφοράν. Οὗτοι κλέπτουν καὶ τοὺς δῆθεν κλέπτας ὑβρίζουν, διὰ νὰ κρύψουν τὴν ἐνοχήν των. Ἀδικοσκοτώνουν καὶ τὸ θῦμα των κλωτσοπατοῦν. Ἔχουν ἄδικον ἐνώπιον τῶν γυναικῶν των καὶ τὰς γυναῖκας των ὑβρίζουν.

Ἀλλ’ ὄχι. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι εὐσυνείδητος καὶ εὐγενής. Ἡ τραχύτης τῆς εὐσυνειδησίας του πρέπει νὰ μαλακώνεται μὲ τὴν εὐγένειαν τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς του. Δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ ἔχωμεν δίκαιον εἰς τὰς ἀπόψεις μας ἀλλὰ καὶ καλὸν τρόπον ὑπερασπίσεως τοῦ δικαίου μας. Ὁ Μέγας Ναπολέων, ὅταν εὕρισκε στρατιώτην τινὰ σκοπὸν κοιμώμενον ἐν τῇ σκοπιᾷ του, ἐλάμβανε αὐτὸς τὸ ὅπλον του καὶ ἐφύλαττε σκοπὸς μέχρις ὅτου ξυπνήσῃ ὁ στρατιώτης. Ὅταν ξυπνοῦσεν ὁ στρατιώτης καὶ ἔβλεπεν ἔκπληκτος τὸν στρατηγόν του ἐμπρός του νὰ φυλάττῃ σκοπός, ἀνέμενε τὴν καταδίκην του. Καὶ ὅμως! Ὁ Μ. Ναπολέων ἔδιδεν εἰς αὐτὸν τὸ ὅπλον του, ἵνα συνέχισῃ τὸ ἔργον του. Πόσον ὡραῖος συνδυασμὸς εὐγενείας καὶ εὐσυνειδησίας τοῦ στρατηγοῦ! Ἐφάνη ὁ στρατηγὸς εὐγενής, διότι ὄχι μόνον δὲν ἐτιμώρησε τὸν στρατιώτην του ἀλλὰ οὐδὲ τὸν ἐξύπνησεν. Ἐφάνη εὐσυνείδητος, διότι ἡ ἐργασία τοῦ στρατιώτου ἐγένετο ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ. Μὴ δὲ νομισθῇ, ὅτι μὴ τιμωρήσας τὸν στρατιώτην ὁ στρατηγὸς δὲν ἐφάνη εὐσυνείδητος. Διότι ποία ἄλλη τιμωρία διὰ τὸν στρατιώτην ἦτο βαρυτέρα ἀπὸ τὸ νὰ βλέπῃ τὸν στρατηγόν του νὰ φυλάττῃ σκοπὸς καὶ νὰ μὴ τιμωρηθῇ οὗτος ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ.

Ἐὰν ἕνας στρατηγὸς εὗρε τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ συνδυάσῃ καθῆκον καὶ εὐγένειαν, πόσους τρόπους δὲν δύναται νὰ εὕρῃ ὁ Χριστιανὸς φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ μιμηθῇ τὸν Ἰωσὴφ συνδυάζων εὐσυνειδησίαν καὶ εὐγένειαν; Ὁ σύζυγος λ.χ. πρέπει νὰ κάμῃ παρατήρησιν εἰς τὴν σύζυγόν του δι’ ἕνα σφάλμα της ὄχι ὅμως καὶ μὲ βάναυσον τρόπον. Ὁ προϊστάμενος δύναται νὰ εὕρῃ πολλοὺς τρόπους προκειμένου νὰ παρατηρήσῃ ὑφιστάμενόν του εὐσυνειδήτως καὶ εὐγενῶς. Ὁ πατὴρ καὶ ὁ διδάσκαλος ἔχουσι πολλοὺς τρόπους νὰ συνδυάσωσιν ἐπιπλήττοντες τὰ παιδιὰ μὲ εὐσυνειδησίαν καὶ εὐγένειαν. Ὁ ἰατρὸς θὰ ἀρνηθῇ τὴν ψευδῆ δήλωσιν χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ὑβρίσῃ ἢ νὰ διαπομπεύσῃ τὸν αἰτοῦντα ταύτην. Θὰ ἀρνηθῇς καὶ σὺ νὰ παραβῇς τὴν συνείδησίν σου, χωρὶς ὅμως νὰ ἐξαφθῇ ὁ ἐγωισμός σου.Θὰ ἀπολογηθῇς, ὅταν ἀδικῆσαι ἀλλὰ δὲν θὰ ὑβρίσῃς τοὺς ἀδικοῦντας σε. Θὰ ἐπιπλήξῃς τὰ παιδιά σου, ὅταν ἀτακτοῦσιν, ἀλλὰ δὲν θὰ τὰ ὑβρίζῃς, οὐδὲ θὰ καταρᾶσαι αὐτά. Καθῆκον σου εἶναι νὰ ἀπολογηθῇς διὰ τὸν ἑαυτόν σου, νὰ συμβουλεύσῃς τὰ παιδιά σου. Εὐγενὴς ὅμως θὰ φανῇς, ἂν δὲν ὑβρίσῃς τοὺς ἄλλους, οὐδὲ καταρασθῇς τὰ παιδιά σου.

Πόσον δύσκολον, ἀλλὰ καὶ ὡραῖον εἶναι νὰ συνδυάζῃ τις εὐγένειαν καὶ εὐσυνειδησίαν! Ἂς ἔχωμεν ὑπ’ ὄψιν μας, ὅτι ἡ καλὴ ἐξωτερικὴ συμπεριφορά μας προσθέτει πολλὰ στολίδια εἰς τὸ ἐσωτερικόν μας καλὸν περιεχόμενον. Ἐνῶ τοὐναντίον ἐξωτερικὴ ἀπρόσεκτος συμπεριφορὰ αφαιρεῖ πολλὰ στολίδια τοῦ περιεχομένου, ὅσον σοφὸν καὶ ἂν εἶναι τοῦτο. Ἂς φροντίζωμεν λοιπὸν νὰ εὑρίσκωμεν τρόπους συμπεριφορᾶς, ὥστε νὰ εἴμεθα εὐσυνείδητοι καὶ εὐγενεῖς. Ἐπειδὴ ὅμως τοῦτο εἶναι δύσκολον, ἂς παρακαλῶμεν τὸν Θεὸν νὰ μᾶς φωτίζῃ πρὸς εὕρεσιν τῶν καταλλήλων τρόπων καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύσῃ πρὸς ἐφαρμογὴν τῶν τρόπων τούτων.

Ἰδοὺ ἡ εὐγένεια καὶ εὐσυνειδησία τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἡμῶν.

Θέμα: Πρόγονοι καὶ προφῆται τοῦ Χριστοῦ

1) Οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ.

Οὗτοι εἶναι ἄνθρωποι καλοὶ καὶ κακοί. Λ.χ. Ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εἶχε τόσην πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ὥστε διαταχθεὶς νὰ ἀφίσῃ πατρίδα καὶ συγγενεῖς τῆς πόλεως Οὒρ τῆς Μεσοποταμίας, εἰς τὴν ὁποίαν κατῴκει καὶ νὰ μεταβῇ εἰς ξένην ἄγνωστον χώραν, δὲν ἐδίστασε νὰ τὸ κάμῃ. Ἔχομεν τὸν Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος ἦτο τόσον ἀνεξίκακος πρὸς τοὺς ἐχθρούς του, ὥστε τὸν Σαούλ, ὁ ὁποῖος ἐμίσει αὐτὸν θανασίμως, ἂν καὶ πολλάκις ἔπεσεν εἰς τὰ χέρια του, δὲν τὸν ἐξεδικήθη. Τοὐναντίον μάλιστα ὅταν ἐφονεύθη ὁ Σαοὺλ ὑπὸ τῶν Ἀμαληκιτῶν, ὁ Δαυῒδ ἔκλαυσε πολὺ τὸν θάνατον τοῦ ἐχθροῦ του. Ἔχομεν τὴν Ρούθ, ἡ ὁποία ἐφάνη τόσον καλὴ πρὸς τὴν πενθεράν της, ὥστε, ὅταν ἀπέθανεν ὁ ἄνδρας της, παρὰ τὴν προτροπὴν τῆς πενθερᾶς της δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ χωρισθῇ ἀπ’ αὐτῆς κ.λπ.

Δὲν ἔχομεν μόνον προγόνους τοῦ Χριστοῦ, oἱ ὁποῖοι εἶχον ἀρετὰς ἀλλὰ ἔχομεν καὶ προγόνους, οἱ ὁποῖοι εἶχον καὶ ἐλλείψεις. Ἔχομεν δηλαδὴ τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος τῇ συμβουλῇ τῆς μητρός του Ρεβέκκας λέγει ψέματα εἰς τὸν Ἰσαὰκ καὶ ἀπατῶν αὐτὸν καὶ τὸν ἀδελφόν του λαμβάνει τὰ πρωτοτόκια. Δὲν ἀργεῖ ὅμως νὰ ἔλθῃ καὶ ἡ τιμωρία. Ξενιτεύεται 20 χρόνια μακρὰν τῆς μητρός του φεύγων τὴν ὀργὴν τοῦ ἀδελφοῦ του Ἠσαῦ. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε καὶ αὐτὸς ὁ Ἰακὼβ πατήρ, ἠπατήθη ὑπὸ τῶν υἱῶν του κατὰ τὴν πώλησιν τοῦ Ἰωσὴφ εἰς Αἴγυπτον. Ἔχομεν τὸν Δαυῒδ ἁμάρτησαντα μετὰ τῆς γυναικὸς τοῦ Οὐρίου καὶ κατόπιν πικρῶς μετανοήσαντα. Καρπὸς τῆς πικρᾶς μετανοίας ἦτο ἡ γέννησις τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος. Πόσον δίκαιος καὶ ἀμερόληπτος εἶναι ὁ Θεὸς εἰς τὰς ἀμοιβὰς καὶ τιμωρίας του! Ἔχομεν ὅμως καὶ προγόνους τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν κακοὶ μέχρι τέλους. Ἔχομεν δηλαδὴ τὸν Σολομῶντα, ὁ ὁποῖος παρ’ ὅλην τὴν σοφίαν του ἔλαβε γυναῖκας εἰδωλολάτριδας ὡς συζύγους του καὶ ἵδρυσε θυσιαστήρια αὐτῶν εἰδωλολατρικά. Δὲν γνωρίζομεν, ἐὰν κατὰ τὸ τέλος τοῦ βίου του μετενόησεν. Ἔχομεν ὀνόματα γυναικῶν προγόνων τοῦ Χριστοῦ ὄχι εὐπρεπῆ. Ἡ Θάμαρ ἦτο ἀθεμιτόγαμος, διότι ἡμάρτησε μετὰ τοῦ πενθεροῦ της Ἰούδα, ἡ Ραχὰβ πόρνη, ἡ Ροὺθ ἀλλόφυλος, ἡ Βηρσαβεὲ μοιχαλίς.

2) Οἱ Προφῆται.

Οἱ προφῆται μᾶς ὁμιλοῦν διὰ τὴν προϊστορίαν τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχομεν προγόνους, οὐδεὶς ὅμως ἐξ ἡμῶν ἔχει προϊστορίαν. Μόνον ὁ Χριστὸς ἔχει προϊστορίαν. Τὸ θαυμαστὸν τῆς προϊστορίας ἔγκειται εἰς τοῦτο. Ἐπὶ 5000 ἔτη ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τοῦ Χριστοῦ πλῆθος ἁγίων ἀνδρῶν συνέγραψαν τὴν ἱστορίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἕκαστος ἐξ αὐτῶν προσέθηκεν ἰδίαν λεπτομέρειαν. Ὁ Ἀδὰμ λ.χ. προεῖπε τὴν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, τὴν σταύρωσιν καὶ τὸν θάνατόν του ἐν σπέρματι. Ὁ Ἀβραὰμ προεῖπε τὸ πλῆθος τῶν ἀπογόνων τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι θὰ εἶναι ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Ἰακὼβ προλέγει τὸν χρόνον καὶ τὴν φυλὴν ἐξ ἧς θὰ προέλθῃ ὁ Χριστός, ὁ Δαυῒδ ψάλλει λεπτομερείας τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Δανιὴλ κατὰ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος 500 ἔτη π.Χ. προλέγει τὸ αἰώνιον τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ κ.λπ. Αἱ προφητεῖαι αὗται εὑρίσκονται εἰς χεῖρας τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἐσταύρωσαν τὸν Χριστόν, ἑπομένως οὐδεμία σκέψις νοθείας τῶν προφητειῶν τούτων ὑπάρχει. Τὰ δὲ γεγονότα τῆς ἐκπληρώσεως τῶν προφητειῶν τὰ ἔχει ἡ ἱστορία λαμπρὰ καὶ ἀναντίρρητα.

3) Πόσα διδάγματα!

Ποῖος δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴν μεγάλην πίστιν τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἀφῆκε τὰ πάντα χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡμεῖς δὲν θέλομεν νὰ θυσιάσωμεν τίποτε χάριν τοῦ Χριστοῦ; Ποῖος δὲν ἐλέγχεται βλέπων τὴν μεγάλην ἀνεξικακίαν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος θρηνεῖ τὸν θάνατον τοῦ ἐχθροῦ του, ἐνῶ ἡμεῖς χαιρόμεθα, ὅταν ἀκούσωμεν τὸν θάνατον τοῦ ἐχθροῦ μας; Ποία νύμφη δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴν διαγωγὴν τῆς Ροὺθ πρὸς τὴν πενθεράν της, ἐνῶ αἱ σημεριναὶ νύμφαι καὶ πενθεραὶ φιλονικοῦν; Ποῖος δὲν συμμορφώνεται, ἀκούων, ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ ἐτιμωρήθη μὲ 20 ἔτη ἐξορίας, διότι ἐψεύσθη εἰς τὸν πατέρα του καὶ ἠπάτησε τὸν ἀδελφόν του καὶ ἑπομένως πολλαὶ ἰδικαί μας τιμωρίαι δὲν εἶναι παρὰ τιμωρίαι ἁμαρτημάτων μας, ψεύδους, ἀπληστίας κ.λπ. χωρὶς νὰ λαμβάνωμεν γνῶσιν, ὅτι τιμωρούμεθα δι’ αὐτά; Ὁ Χριστὸς εἶχε καὶ προγόνους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν καλοί. Καὶ ὅμως οὐδόλως ἐμειώθη ἡ ἀξία του ἐκ τῆς κακίας των.

Σὺ λοιπόν, χριστιανέ, διατί καυχᾶσαι διὰ τὴν οἰκογένειαν εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκεις καὶ εἰς τοὺς λαμπροὺς προγόνους, τοὺς ὁποίους ἔχεις; Διατί καυχᾶσαι εἰς ὀνόματα μόνον καὶ εἰς ξένην ἀξίαν, τῆς οἰκογενείας σου; Διατί καυχᾶσαι εἰς τοὺς προγόνους σου, οἱ ὁποῖοι εἶναι τώρα στάχτη; Καὶ σὺ χριστιανέ, διατί μαραζώνεις, διότι δὲν ἀνήκεις εἰς μεγάλην οἰκογένειαν καὶ ὁ πατήρ σου εἶναι ἐργάτης; Ἔχασεν ὁ Χριστός, διότι εἶχε πατέρα τέκτονα καὶ ἄσημον μητέρα; Ἔχασεν ὁ Χριστός, διότι εἶχεν, ὡς εἴδομεν, προγόνους ἁμαρτωλούς; Ὄχι. Ἡ προσωπικὴ ἀρετὴ ἀνέδειξε τὸν Ἰησοῦν καὶ ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ θὰ ἀναδείξῃ σέ! Πόσον φῶς, πόσον ἔλεγχον, πόσον παράδειγμα ὠφέλιμον δίδουσιν εἰς τὰς καρδίας μας οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ! Δίδουσιν ὅμως καὶ οἱ προφῆται. Καὶ ἰδού!

Θαυμάσιον εἶναι νὰ προείπῃ τις τὸ μέλλον ἑνὸς ἀνθρώπου, ὅταν προφητεύων καὶ προφητευόμενος εἶναι σύγχρονοι. Πόσον ὅμως, θαυμάσιον εἶναι νὰ προείπῃ ὄχι εἷς ἀλλὰ πολλοὶ ἕκαστος ἰδίαν λεπτομέρειαν προσθέτων, τὸ μέλλον ὄχι συγχρόνου ἀνθρώπου ἀλλὰ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ μετὰ ἑκατοντάδας καὶ χιλιάδας ἐτῶν! Ἐὰν θαυμαστὸν εἶναι νὰ προείπῃ τις τὴν ζωὴν ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ μετὰ χιλιάδας ἐτῶν, ἀκόμη θαυμαστότερον καὶ ἀνθρωπίνως ἀκατανόητον εἶναι νὰ προείπῃ πρὸ χιλιάδων ἐτῶν τὸ μέλλον ὄχι ἀνθρώπου ἀλλὰ ὑπερανθρώπου, τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι αἰώνιος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς προσκαίρους ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸς ὁ προφητευόμενος εἶναι ὁ Χριστός. Οὗτος ὑπῆρξε πάντοτε ἐπὶ τῆς γῆς ἀναμενόμενος καὶ ἐλθών. Ἐὰν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν τὸ ἄναρχον τοῦ Χριστοῦ πρὶν ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον καὶ τὸ αἰώνιον μετὰ τὸν κόσμον τοῦτον, ὁ Χριστὸς παρομοιάζεται πρὸς κύκλον, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀρχὴ οὔτε τέλος, οἱ δὲ ἄλλοι ἄνθρωποι μεγάλοι καὶ μικροὶ ὁμοιάζουσι πρὸς εὐθείας ἢ τεθλασμένας μεγάλας ἢ μικρὰς γραμμάς, ὅπου ὑπάρχει ἀρχὴ καὶ τέλος. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός μας. Εἶναι τὸ μόνον πρόσωπον τὸ ὁποῖον ὑπῆρξε πάντοτε ἐπὶ τῆς γῆς. Ὑπῆρξε ὡς νοσταλγία καὶ λαχτάρα πρὶν ἔλθῃ ὡς σκάνδαλον καὶ λυτρωτὴς ὅταν ἦλθεν. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μοναδικὸν πρόσωπον. Πόσον στερεώνεται ὁ νοῦς ἐκ τοῦ φωτὸς τούτου καὶ διδάσκεται ἡ καρδία μας ἐκ τῶν διδαγμάτων Ἐκείνου!

Ἑπομένως οἱ προφῆται καὶ οἱ πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ στερεώνουσι τὸν νοῦν μας καὶ τὴν πίστιν διὰ τῶν προφητειῶν, αἵτινες ἐξεπληρώθησαν εἰς τὸν Χριστόν, διδάσκουσι τὴν καρδίαν μας διὰ τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν κακιῶν των.

Ὁ κόσμος εἶναι ἕνας κύκλος. Κέντρον τοῦ κύκλου τούτου εἶναι ὁ Θεός, ἀκτῖνες κύκλου οἱ πιστοὶ ἄνθρωποι καὶ περιφέρεια κύκλου οἱ ἄπιστοι. Ὅσον περισσότερον εὐσεβεῖς εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσον ἐγγύτερον εἶναι τοῦ κέντρου, τοῦ Θεοῦ καὶ πλησιέστεροι μεταξύ των, ἔστω καὶ ἂν ἀνήκουν εἰς διαφόρους ἀκτῖνας, εἰς διαφόρους ἐποχάς .Ὅταν γυρίζῃ ὁ κύκλος πέριξ τοῦ ἄξονός του, οἱ πιστοὶ εὑρίσκονται πλησίον τοῦ κέντρου, διαγράφουσι κύκλους μικροτέρους, ζαλίζονται ὀλιγώτερον, σκέπτονται περισσότερον, καλλίτερον! Ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Θεός!

Θέμα: β) Περὶ αἰδημοσύνης γενικῶς

Α΄. Ἡ Αἰδημοσύνη τῆς Θεοτόκου ὡς μνηστῆς.

Ἡ Θεοτόκος ὅμως ἐντράπηκε ὡς μνηστὴ τὸν μνηστῆρα της Ἰωσήφ, ἂν καὶ ἦτο ἁγνή. Δεῖγμα δὲ τῆς ἐντροπῆς της εἶναι, ὅπως εἴδομεν ἀνωτέρω, ὅτι δὲν εἶπε τίποτε εἰς τὸν Ἰωσὴφ περὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ὑπὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Ἐὰν ἔλεγε αὕτη τὸν Εὐαγγελισμὸν τοῦτον εἰς τὸν Ἰωσήφ, οὐδέποτε ὁ Ἰωσὴφ θὰ ἤθελε νὰ σκεφθῇ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὴν διαζύγιον μνηστείας. Τόση δὲ ἦτο ἡ ἐντροπή της, ὥστε ἐνῶ ἔβλεπε, ὅτι ἐκινδύνευε νὰ διαπομπευθῇ καὶ νὰ λάβῃ διαζύγιον μνηστείας, οὐδὲν λέγει εἰς τὸν Ἰωσὴφ περὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της. Ἀφίνει τὰ πράγματα εἰς τὸν Θεόν. Ὅση ἡ ἐντροπὴ τόση καὶ ἡ πίστις της. Ἡ Θεοτόκος ἦτο γενικῶς αἰδήμων καὶ πρὸς τὸν Ἄγγελον Γαβριήλ.

Β΄. Αἰδημοσύνη μνηστευμένων παρ’ ἡμῖν.

Ἡ ἐντροπὴ εἶναι φυτευμένη εἰς ὅλους μας εἰς ζητήματα σαρκικῶν σχέσεων. Περισσότερον ὅμως εἶναι φυτευμένη αὕτη εἰς τὴν γυναῖκα. Ἡ ἐντροπὴ δὲ αὕτη φεύγει ἐκ τῆς οἰκειότητος, τὴν ὁποίαν ἀποκτοῦν μεταξύ των ἄνδρες καὶ γυναῖκες λόγῳ τοῦ ὁμοφύλου τῆς στενῆς συγγενείας. Ἄνδρες λ.χ. μὲ ἄνδρας, νέοι μὲ νέους, γυναῖκες μὲ γυναῖκας, νέαι μὲ νέας ἀποκτοῦν μεγάλην οἰκειότητα καὶ ἀποδιώκουν τὴν ἐντροπὴν ἀπὸ τὰ λόγια των, διότι ἀνήκουσιν εἰς τὸ αὐτὸ φῦλον. Ἡ ἐντροπὴ ἐπίσης φεύγει πολλάκις διὰ τῆς οἰκειότητος καὶ μεταξὺ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, νέων καὶ νεανίδων, ἂν καὶ ἀνήκουν εἰς διάφορον φῦλον, ὅταν εἶναι συγγενεῖς, ἐξάδελφοι καὶ ἐξαδέλφαι, θεῖος καὶ ἀνεψιὰ κ.λπ. Περισσότερον ὅμως ἡ οἰκειότης ἀποδιώκει τὴν ἐντροπήν, ὅταν τὰ ἑτερόφυλα ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἶναι μνηστευμένοι, ἀρραβωνιασμένοι. Πόσον ἡ ἐντροπὴ μεταξὺ μνηστευμένων φεύγει, φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι σχεδὸν πάντες οἱ μνηστευμένοι νομίζουσιν, ὅτι δὲν ὑπάρχει καὶ μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ γάμου καὶ ἀρραβῶνος. Καὶ ὅμως! Εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ σημερινὸς ἀρραβών, ὁ ὁποῖος γίνεται ὑπὸ τῶν ἐνδιαφερομένων, πρὶν εὐλογηθῇ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ὥραν τῆς στέψεως, εἰς τὰ ὄμματα τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀρραβὼν ἀλλὰ ἕνα κοινωνικὸν συμβόλαιον. Ἡ ἐκκλησία καὶ ὁ Θεὸς ἀγνοοῦσι τὸν ἀρραβῶνα τοῦτον. Παρ’ ὅλα ὅμως ταῦτα εἶναι τόση ἡ οἰκειότης τῶν ἀρραβωνιασμένων, ὥστε φεύγει πᾶσα ἐντροπὴ ἀπὸ αὐτούς.

Πόσον ὡραῖον πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐντροπή! Ἰδίως πόσον ὡραῖον εἶναι νὰ ἐντρέπεται ἡ μνηστὴ τὸν μνηστῆρα της καὶ ὁ μνηστὴρ τὴν μνηστήν του, δεδομένου ὅτι εἰς τὴν σημερινὴν μνηστείαν οἱ ἀρραβωνιασμένοι εἰς τὰ ὄμματα τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὅπως ἦσαν πρὶν ἀρραβωνιασθοῦν, ἀφοῦ ἀκόμη δὲν ἔχει ἱερολογηθῇ ἡ μνηστεία των. Μεγαλειῶδες εἶναι νὰ βλέπωμεν μνηστῆρας νὰ σέβωνται τὰς μνηστάς των. Ἀλλὰ ἐὰν μεγαλειῶδες εἶναι ὁ μνηστὴρ νὰ σέβεται τὴν μνηστήν του, μεγαλειῶδες καὶ συμφέρον εἶναι νὰ σέβεται ἡ μνηστὴ τὸν μνηστῆρα της διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ἡ μνηστεία ὡς γίνεται ὑπὸ τῶν ἐνδιαφερομένων ἄνευ ἱερολογίας δύναται ἄνευ ποινῶν τῆς ἐκκλησίας νὰ διαλυθῇ. Ἡ μνηστὴ μὲ τὴν διάλυσιν τῆς μνηστείας, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἣν δὲν ἦτο προφυλακτικὴ κατὰ τὴν περίοδον τῆς μνηστείας, αὐτὴ θὰ ἐντρέπεται πειρισσότερον διὰ τὰς ἀδιακρίτους σχέσεις, τὰς ὁποίας εἶχε μὲ τὸν μνηστῆρα της. Ἂν δὲ ἡ ἀπροσεξία της ἦτο μεγάλη πρὸ τῆς διαλύσεως τῆς μνηστείας, μεγάλη θὰ εἶναι καὶ βραδύτερον ἡ ἐντροπή της ἐνώπιον τοῦ κόσμου, ἂν διαλυθῇ ἡ μνηστεία. Δὲν πρέπει δὲ νὰ χάσῃ τὴν ἐντροπήν της ἡ μνηστὴ ἐνώπιον τοῦ μνηστῆρος της φοβουμένη μήπως ὁ μνηστήρ της ὑποπτευθῇ μὲ τὴν ἐντροπήν της ἄλλα πράγματα. Πρέπει νὰ δηλώσῃ ἡ μνηστὴ εἰς τὸν μνηστῆρα, ὅτι ἡ ἐντροπή της προέρχεται ἀπὸ λόγους θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Καὶ τότε θὰ πρέπῃ ὁ μνηστήρ της νὰ τὴν σεβασθῇ. Ἀλλὰ ἐὰν ὁ μνηστὴρ ἐπιμένῃ εἰς τὰς ἀδιακρίτους σχέσεις του μαζί της, ἡ μνηστὴ δὲν πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ, θὰ ἐπιμείνῃ. Ἴσως ἀκούσῃ διάλυσιν ἀρραβῶνος, ὅπως ἤκουσε καὶ ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, διότι παρεξήγησεν οὗτος ἐκείνην. Ἡ μνηστὴ πρέπει νὰ ἐπιμένῃ καὶ νὰ ἀφίσῃ τὰ πράγματα εἰς τὸν Θεόν, ὅπως τὰ ἀφῆκεν ἡ Θεοτόκος καὶ ὁ Θεὸς θὰ τὴν κατευθύνῃ, ὅπως κατηύθυνε καὶ τὴν Θεοτόκον.

Ἀλλὰ ἐὰν πρέπῃ νὰ ὑπάρχῃ ἐντροπὴ μεταξὺ μνηστῆρος καὶ μνηστῆς, πόση ἐντροπὴ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ μεταξὺ ἐξαδέλφου καὶ ἐξαδέλφης, θείου καὶ ἀνεψιᾶς, φίλου καὶ φίλης, κουμπάρου καὶ κουμπάρας; Ἐὰν ἡ Θεοτόκος ἐντράπηκε τὸν μνηστῆρα της καὶ δὲν εἶπε τίποτα εἰς αὐτὸν περὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της κινδυνεύουσα νὰ διαπομπευθῇ ἢ ἔστω καὶ νὰ διαλύσῃ τὸν ἀρραβῶνα της, πόσον περισσότερον πρέπει νὰ ἐντρέπωνται εἰς λόγια καὶ σχέσεις ἀπρεπεῖς αἱ ἐξαδέλφαι τοὺς ἐξαδέλφους, ἡ κουμπάρα τὸν κουμπάρον της, ἡ ἀνεψιὰ τὸν θεῖον, ὁποὺ οὔτε ἡ μεταξύ των σχέσις τόσον στενὴ εἶναι ὡς ἦτο ἡ τῆς μνηστευομένης Θεοτόκου πρὸς τὸν Ἰωσὴφ οὔτε κίνδυνος διαπομπεύσεως ὑπάρχει, ὅπως ἦτο εἰς τὴν Θεοτόκον, ἂν φανοῦν ντροπαλαί. Τοὐναντίον μάλιστα. Θὰ κινδυνεύσουν νὰ διαπομπευθοῦν ἂν δὲν φανοῦν ντροπαλαί.

Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Ἡ Θεοτόκος διὰ νὰ ἐντραπῇ τὸν ἄγγελον Γαβριὴλ καὶ τὸν μνηστῆρα της Ἰωσὴφ σημαίνει, ὅτι ἐντρεπόταν τὸν ἑαυτόν της. Μάλιστα! Πόσον πρέπει ὁ ἄνθρωπος ἄνδρας ἢ γυναῖκα νὰ ντρέπεται τὸν ἑαυτόν του. Ὑπάρχουν περιστάσεις, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος μόνος του εὑρισκόμενος δι’ ἀπροσέκτων βλεμμάτων, χειρονομιῶν, συλλογισμῶν, κοιμώμενος ἢ ξυπνητὸς δὲν ἐντρέπεται τὸν ἑαυτόν του. Ἐὰν τὸ ὁμόφυλον καὶ ἡ συγγένεια πρὸς ἄλλα πρόσωπα μᾶς δίδουσιν, ὡς εἴδομεν, μεγάλην οἰκειότητα καὶ ἀδιακρισίαν, νομίζομεν, ὅτι τὸ σῶμα μας, ἐπειδὴ εἶναι τὸ ἐγγύτερον εἰς συγγένειαν καὶ ὁμόφυλον, ἐπιτρέπεται νὰ χάσωμεν πρὸς αὐτὸ τὴν ἐντροπήν μας; Ὄχι! Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐντρέπεται τὸν ἑαυτόν του, θὰ ἐντραπῇ καὶ τοὺς ἄλλους, θὰ τὸν ἐντραποῦν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι. Ἡ ἐντροπὴ πρέπει νὰ ἀρχίσῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας. Ἡ ἐντροπὴ λοιπὸν ἂς ὑπάρχῃ ὄχι μόνον μεταξὺ ἑτεροφύλων ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀλλὰ καὶ ὁμοφύλων ἀνδρὸς καὶ ἀνδρός, γυναικὸς καὶ γυναικός. Ἡ ἐντροπὴ ἂς ὑπάρχῃ ὄχι μόνον μεταξὺ ξένων ἀλλὰ καὶ συγγενῶν καὶ τῆς στενωτάτης συγγενείας μνηστῆς καὶ μνηστῆρος. Ἡ ἐντροπὴ ἂς ὑπάρχῃ καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν μας!

4.

Ἀπόστολος Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως.(Ἑβρ. ια΄ 9-10, 32-40)

Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὴ μεγάλη γιορτὴ ποὺ πλησιάζει, μᾶς φέρνει πάλι κοντὰ στὰ μεγάλα κατορθώματα τῆς πίστεως τῶν ἀρχαίων Ἁγίων, τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Δικαίων, ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν ὑποσχέσεις ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δὲν τὶς εἶδαν νὰ ἐκπληρώνωνται. Μία ἦταν ἡ μεγάλη ὑπόσχεση, ποὺ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὴν ἀνανέωνε ὁ Θεός, ὁ ἐρχομὸς τοῦ Λυτρωτῆ. Αὐτὸς ὁ ἐρχομός, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὸν προσδοκοῦσαν καὶ τὸν περίμεναν μὲ πίστη, ἔφτασε νὰ γίνη μόνο στὰ χρόνια τὰ δικά μας. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα.

Ἀδελφοί, γιὰ νὰ \’χη πίστη ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινε προσωρινὰ στὴ γῆ ποὺ τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Θεός, σὰν καὶ νὰ ἦταν ξένος καὶ κατοίκησε μέσα σὲ σκηνὲς μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ κι ἐκεῖνοι ἦσαν μαζὶ μ\’ αὐτὸν κληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Γιατί περίμενε κι εἶχε τὴν ἐλπίδα του στὴν πόλη μὲ τὰ γερὰ θεμέλια, ἐκείνη τὴν πόλη ποὺ τὴν τεχνούργησε καὶ τὴν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Καὶ τί νὰ λέγω περισσότερα; Γιατί δὲν θὰ μὲ φτάση ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι γιὰ τὸ Γεδεών, γιὰ τὸ Βαρὰκ καὶ τὸ Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε, γιὰ τὸ Δαβὶδ καὶ τὸ Σαμουὴλ καὶ γιὰ τοὺς προφῆτες. Ὅλοι τους αὐτοί, γιὰ νὰ \’χουν πίστη, ἔβαλαν κάτω βασίλεια, ἐργάσθηκαν τὴν ἀρετή, πέτυχαν νὰ λάβουν ἐπαγγελίες ἀπὸ τὸ Θεό, ἔκλεισαν τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, γλύτωσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ μαχαιριοῦ, γιατρεύτηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἔγιναν δυνατοὶ στὸν πόλεμο, νίκησαν καὶ κυνήγησαν ἐχθρικὰ στρατεύματα, γυναῖκες εἶδαν ἀναστημένα τὰ πεθαμένα παιδιά τους, ἄλλοι ἐδάρθηκαν καὶ δὲν ἔστερξαν ν\’ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ γλυτώσουν, μὲ σκοπὸ νὰ δοῦνε μία καλύτερη λύτρωση· κι ἄλλοι ἐμπαίχθηκαν καὶ μαστιγώθηκαν κι ἀκόμη δέθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πειρασμούς, τοὺς ἔφαγε τὸ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι προβιὲς καὶ γιδοτόμαρα, μέσα σὲ στέρηση καὶ θλίψη καὶ κακουχία (δὲν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους), γυρίζοντας στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βουνά, στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς τρύπες τῆς γῆς. Κι ὅλοι ἐτοῦτοι, ἂν καὶ μὲ τὴν τέτοια πίστη τους φάνηκαν τί ἤσανε, ὅμως δὲν εἴδανε νὰ ἐκπληρώνεται γι\’ αὐτοὺς ἡ θεία ὑπόσχεση, γιατί ὁ Θεὸς πρόβλεψε κάτι καλύτερο γιά μᾶς, νὰ μὴ λάβουνε δηλαδὴ ἐκεῖνοι χωρὶς ἐμᾶς τὸν τέλειο μισθό τους.

Τέτοιο ἦταν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ· οἱ ἀρχαῖοι Ἅγιοι, οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Δίκαιοι, νὰ περιμένουνε μὲ πίστη χωρὶς καὶ νὰ δοῦνε τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτῆ· ὁ Λυτρωτὴς νὰ \’ρθῆ καὶ νὰ γεννηθῆ στὰ χρόνια τὰ δικά μας, ὁ Θεὸς ταπεινὸς ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῶν Πρωτοπλάστων καὶ νὰ μᾶς ἀνοίξη δρόμο σωτηρίας. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἔργο τοῦ Λυτρωτῆ. Μὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ δὲν τελείωσε καὶ δὲν ὡλοκληρώθηκε ἀκόμη στὴν ἐκτέλεσή του. Οἱ ἀρχαῖοι περίμεναν τὸ Λυτρωτή, ὁ Λυτρωτὴς ἦρθε, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια, κι ἐμεῖς τὸν εἴδαμε καὶ τὸν ἀκούσαμε, καὶ τὸν βλέπουμε καὶ τὸν ἀκοῦμε κάθε μέρα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τί λοιπὸν ἀκόμη μένει καὶ γιὰ τοὺς ἀρχαίους καὶ γιά μᾶς; Γιατί ὁλόκληρο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ δὲν ἐκπληρώθηκε. Οἱ ἀρχαῖοι ἔζησαν μὲ μία προσδοκία κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο ζοῦμε σὲ μία προσδοκία· ἐκεῖνοι περίμεναν τὸ Λυτρωτή· τώρα κι ἐκεῖνοι κι ἐμεῖς περιμένουμε τὸν Κριτή. Ὅλο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα μυστήριο πίστεως καὶ μία προσδοκία ἐλπίδος. Πιστεύουμε στὸ Λυτρωτὴ κι ἐλπίζουμε στὸν Κριτή. «Προσδοκῶ ἀνάστασι νεκρῶν» λέμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας, περιμένουμε δηλαδὴ ὁ καθένας μας, κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ καὶ μεῖς ποὺ ζοῦμε μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτῆ, περιμένουμε «ὅλοι μας μαζὶ νὰ λάβουμε» τὸν τέλειο μισθό μας. Ἐδῶ ὁλοκληρώνεται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀνάσταση καὶ τὴ μισθαποδοσία.

Ἂς ξαναγυρίσουμε τώρα, χριστιανοί μου, κι ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ μᾶς εἶπε τὴν περασμένη Κυριακή. Τί μᾶς εἶπε λοιπὸν τότε ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος; Ὅτι «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». Αὐτό, ὅπως τὸ ἐξηγήσαμε, θὰ πῆ· ὅταν φανερωθῆ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας, τότε καὶ σεῖς μαζὶ μ\’ αὐτὸν θὰ φανερωθῆτε δοξασμένοι. Αὐτὴ ἡ φανέρωση, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ἡ ἔνδοξη παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ ἔλθη ὄχι πιὰ σὰν λυτρωτής, ἀλλὰ σὰν κριτής. Ἀμέσως παραπάνω ὁ Ἀπόστολος λέγει· «ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Τώρα ἡ ζωὴ μας εἶναι κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ μέσα στὸ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος μας στὸ Θεό. Ὅπως ὁ Ἀβραὰμ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἔτσι κι ἐμεῖς σ\’ ἐτοῦτο τὸν κόσμο εἴμαστε σὰν ξένοι καὶ παρεπίδημοι καὶ «ἐκδεχόμεθα τὴν τοὺς θεμέλιους ἔχουσα πόλιν»· περιμένουμε κι ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας στὴν πόλη τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ θὰ εἶναι ἡ μόνιμη ἐγκατάστασή μας μαζὶ μὲ ὅλους τους Ἁγίους.

Πῶς τὰ ἀκοῦμε ὅλ\’ αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί; Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν μᾶς εὐχαριστοῦνε καὶ πολύ. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ ἔχουμε μία θρησκεία χωρὶς πίστη· μία θρησκεία ποὺ νὰ μᾶς ἐξασφαλίζη ἐδῶ μία καλὴ ζωή. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα, γιὰ τὴν πόλη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ μισθαποδοσία, ποιὸς τὰ εἶδε καὶ ποιὸς τὰ ξέρει; Εἶναι ἀλήθεια πὼς κανένας δὲν τὰ εἶδε. Ἂν ἔχουμε τὴν ἀξίωση νὰ δοῦμε μὲ τοῦτα μας τὰ μάτια τί γίνεται ἐκεῖ, δὲν θὰ τὸ κατορθώσουμε ποτέ. Τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος πὼς τὰ ἀγαθὰ ποὺ φυλάγει ὁ Θεὸς γιὰ κείνους ποὺ πιστεύουνε κι ἐλπίζουν «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὔς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη»· δὲν τὰ εἶδαν τὰ μάτια ἀνθρώπου καὶ δὲν τ\’ ἄκουσαν τ\’ ἀφτιά του μήτε καὶ ποὺ τὰ \’βαλε στὸ νοῦ του. Γι\’ αὐτὸ μᾶς χρειάζεται ἡ πίστη ποὺ γεννάει τὴν ἐλπίδα, γιὰ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ προσμένουμε ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουνε τὰ μάτια μας. Γιατί ἡ ζωή μας κι ὁ προορισμός μας δὲν εἶναι μόνο ἐτοῦτος ὁ βίος, ὅσα βλέπουνε τὰ μάτια μας, ὅσα πιάνουνε τὰ χέρια μας, ὅσα θέλουμε γιὰ τροφὴ καὶ ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεών μας. Ἂν ἦταν ἔτσι, τότε δὲν θὰ μᾶς χρειαζότανε ἡ θρησκεία. Ἔτσι εἶναι μόνο γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, γι\’ αὐτὸ ἐκεῖνα δὲν ἔχουνε θρησκεία. Ἡ ἀληθινὴ θρησκεία πρὶν ἀπ\’ ὅλα καὶ πάνω ἀπ\’ ὅλα εἶναι πίστη σ\’ ἐκεῖνο ποὺ δὲν βλέπουμε, γιὰ τὸ ὁποῖο ὅμως μᾶς πληροφοροῦνε καὶ μᾶς βεβαιώνουνε πολλὰ πράγματα· μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, μᾶς πληροφορεῖ καὶ ὁ ἔξω κόσμος, καὶ προπάντων μᾶς πληροφορεῖ καὶ μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὴν θεόπνευστη Ἁγία Γραφή.

Γιὰ ὅλα ὅμως ἐτοῦτα εἴπαμε κι ἄλλες φορές, γι\’ αὐτὸ ἐδῶ στὸ τέλος νὰ ποῦμε τώρα λίγα γιὰ κείνους ποὺ λένε πὼς δὲν πιστεύουν. Αὐτοὶ δὲν εἶναι μόνο κάποιοι ποὺ κάνουν τοὺς ἄθεους μὰ εἶναι κι ἄλλοι ποὺ κάνουν τοὺς χριστιανούς· κι ὅμως στ\’ ἀλήθεια κι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, γιατί ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ καταλάβουν πρῶτα μὲ τὸ μυαλό τους, νὰ δοῦνε μὲ τὰ μάτια τους καὶ νὰ ψηλαφήσουνε μὲ τὰ χέρια τους γιὰ νὰ πιστέψουνε. Ἂν εἶναι ἔτσι, δὲν μᾶς χρειάζεται ἡ θρησκεία ποὺ εἶναι πίστη, κι ἔχουμε δίκηο νὰ θέλουμε μία θρησκεία χωρὶς πίστη. Κάτι τέτοιοι χριστιανοὶ δὲν εἶναι λίγοι μεταξύ μας, εἶναι ὅσοι ἔμαθαν πέντε πράγματα παραπάνω κι ἔχουν τάχα μία ἀνώτερη γνώμη γιὰ τὴ θρησκεία. Αὐτοὶ λένε πὼς θρησκεύουνε, ἀλλὰ δὲν πιστεύουν. Μὰ εἶναι καὶ οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν τοὺς ἄθεους. Αὐτοὶ μήτε πιστεύουνε μήτε θρησκεύουν, μήτε Θεὸ δέχονται πὼς ὑπάρχει μήτε ἄλλος κόσμος ἀπὸ ἐτοῦτον ποὺ βλέπουν τὰ μάτια μας. Καὶ ποιὰ νὰ εἶναι τάχα ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἀθεΐας; Ἤ ὁ ἐγωισμὸς ἤ ἡ ἁμαρτία. Ὁ ἐγωισμός, ποὺ σὲ βάζει νὰ κάνης τὸν ἄθεο, γιατί αὐτὸ τάχα εἶναι καθὼς πρέπει στὸν καιρὸ μας· καὶ ἡ ἁμαρτία ποὺ θέλει νὰ σὲ πείση πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς κι ἄλλος κόσμος, ὅπου θὰ δώσουμε λόγο.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Θρησκεία χωρὶς πίστη δὲν θὰ πῆ τίποτα. Μιλοῦμε γιὰ τὴ μία καὶ ἀληθινὴ θρησκεία, γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ κι ἀκόμη καλύτερα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Θέλοντας μὴ θέλοντας ἡ θρησκεία μᾶς δένει μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ δεσμὸ τῆς πίστεως. Μυστήριο τῆς πίστεως καὶ προσδοκία ἐλπίδος εἶναι ἡ θρησκεία. Ἂς πιστεύουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ κι ἂς ἐλπίζουμε νὰ δοῦμε τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐκπλήρωσή τους στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Ἀμήν.