1.
Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Μέσα στὶς παραβολὲς ποὺ ἐδίδαξε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι καὶ ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου, αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Θέλει νὰ μᾶς διδάξη ὁ Κύριος σὲ τούτη τὴν παραβολὴ πόσα κάνει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ πόσα προφασίζονται οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ μὴ σωθοῦνε, γιατί δὲν καταλαβαίνουνε καὶ δὲν ἐκτιμοῦνε τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς σωτηρίας δὲ θὰ καθίσουν ὅλοι κι ἂς τοὺς καλῆ ὅλους ὁ Θεός· γιατί κι ἂν εἶναι ὅλοι καλεσμένοι, μὰ δὲν εἶναι ὅλοι ἄξιοι καὶ διαλεχτοί. Οἱ διάλεχτοι εἶναι πάντα λίγοι. Ἂς ἀκούσουμε τὴν παραβολὴ στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
Εἶπεν ὁ Κύριος ἐτούτη τὴν παραβολή. Ἕνας ἄνθρωπος ἔκαμε τραπέζι μεγάλο καὶ κάλεσε πολλούς. Κι ἔστειλε τὸν ὑπηρέτη του τὴν ὥρα τοῦ τραπεζιοῦ νὰ πῆ στοὺς καλεσμένους. Ἐλᾶτε, γιατί ὅλα εἶν\’ ἕτοιμα. Κι ἄρχισαν ὅλοι σὰν συνεννοημένοι νὰ ξεφεύγουν. Ὁ πρῶτος εἶπε· ἀγόρασα χωράφι κι ἔχω ἀνάγκη νὰ βγῶ νὰ τὸ δῶ· σὲ παρακαλῶ, βγάλε με ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση. Κι ἄλλος εἶπε· ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω· σὲ παρακαλῶ, βγάλε μ῝ε ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση. Κι ἄλλος εἶπε· ἔκαμα τὸ γάμο μου καὶ γι\’ αὐτὸ δὲ μπορῶ νὰ \’ρθω. Καὶ παρουσιάσθηκε ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶπε τοῦτα στὸν Κύριό του. Τότε ὠργίσθηκε ὁ Κύριος κι εἶπε στὸν ὑπηρέτη του. Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως καὶ τοὺς φτωχοὺς καὶ σακάτηδες καὶ κουτσοὺς καὶ στραβοὺς φέρε τους ἐδῶ μέσα. Κι εἶπε ὁ ὑπηρέτης· Κύριε, ἔγινε ὅπως διάταξες κι ἀκόμα ὑπάρχει τόπος. Κι εἶπε ὁ Κύριος στὸν ὑπηρέτη· ἔβγα στὶς στράτες καὶ τὰ μονοπάτια κι ἀνάγκασε νὰ μποῦνε καὶ νὰ γεμίση τὸ σπίτι μου. Σᾶς λέγω λοιπὸν πὼς κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τοὺς καλεσμένους δὲ θὰ φάγη ἀπὸ τὸ τραπέζι μου. Γιατί πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, μὰ λίγοι εἶναι oἱ διαλεχτοί.
Ἐτούτη τὴν παραβολή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν εἶπε πρῶτ\’ ἀρχὴ γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Οἱ Ἑβραῖοι μὲ διάφορες προφάσεις δὲν ἄκουσαν καὶ περιφρόνησαν τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους δὲν τοὺς ἄκουσαν οἱ Ἑβραῖοι, κι ὄχι μόνο δὲν τοὺς ἄκουσαν, μὰ καὶ τοὺς ἐδίωξαν.
Μὰ ἂς ἀφήσουμε τώρα τοὺς Ἑβραίους κι ἂς ἔρθουμε σὲ μᾶς· γιατί ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ἔχει ἐφαρμογὴ σὲ κάθε λαὸ καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὁ Θεὸς τὸν καλεῖ στὴ βασιλεία του κι ἐκεῖνος ξεφεύγει μὲ διάφορες προφάσεις. Στὸ τέλος θὰ βρεθοῦν νὰ \’ναι ὅλοι καλεσμένοι, γιὰ νὰ μὴν πῆ κανεὶς πὼς δὲν τὸν κάλεσε ὁ Θεός, μὰ θὰ φανῆ πὼς ὅλοι δὲν ἦσαν ἄξιοι γιὰ τέτοιο κάλεσμα. Δὲν τὸ κατάλαβαν καὶ δὲν τὸ πρόσεξαν, ἦταν τὸ μυαλό τους κι ἡ καρδιὰ τους ἀλλοῦ, καὶ στοὺς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, ποὺ καλοῦνε τὸν κόσμο στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς σωτηρίας, ἀπάντησαν μὲ τὰ ἴδια λόγια τῆς παραβολῆς· «Σὲ παρακαλῶ, ἄφησέ με ἥσυχο». Ἄφησέ με ἥσυχο λένε καὶ σήμερα πολλοί, ὅταν τοὺς μιλῆς γιὰ τὴν ψυχή τους, γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτά, λένε, εἶναι γιὰ τοὺς καλογέρους· σάμπως μόνο οἱ καλόγεροι ἔχουν ψυχὴ καὶ μόνο ἐκεῖνοι πρέπει νὰ σκεφθοῦνε γιὰ τὴ σωτηρία τους.
Μὰ θ\’ ἀφήσουμε ὅλες τὶς ἄλλες προφάσεις καὶ θὰ μιλήσουμε σήμερα γιὰ μιὰ μόνο πρόφαση. Ὅλες τὶς προφάσεις μᾶς τὶς βάζει στὸ μυαλό μας ὁ διάβολος, ποὺ εἶναι μεγάλος τεχνίτης γιὰ νὰ μᾶς πλανάη ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Μὰ τούτη ἡ πρόφαση, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε σήμερα, εἶναι ἡ πιὸ ἁμαρτωλὴ κι ἂς φαίνεται πὼς εἶναι τάχα φόβος Θεοῦ καὶ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας μας. Εἶναι ἡ σατανικὴ εὐλάβεια, καθὼς τὴ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γι\’ αὐτὴ τὴ σατανικὴ εὐλάβεια πρέπει νὰ ποῦμε σήμερα, γιατί τὸ μεγάλο δεῖπνο, ποὺ λέγει ὁ Χριστὸς στὴν παραβολή, εἶναι ἡ θεία Κοινωνία καὶ τώρα εἶναι οἱ μέρες ποὺ οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ κοινωνήσουν.
Κάμποσοι λοιπὸν λένε· «Δὲν πάω νὰ κοινωνήσω, γιατ\’ εἶμαι ἁμαρτωλός». Αὐτὴ εἶναι ἡ σατανικὴ εὐλάβεια, ἡ ἁμαρτωλὴ πρόφαση ποὺ βάζει στὸ μυαλὸ καὶ στὸ στόμα τῶν χριστιανῶν ὁ διάβολος γιὰ νὰ μὴν κοινωνήσουν. Ἔτσι τοὺς κερδίζει καὶ τοὺς κρατάει μακρυὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο καὶ τὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ, μακρυὰ δηλαδὴ κι ἔξω ἀπὸ τὴ σωτηρία τους. Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε πὼς χωρὶς τὸ σῶμα του καὶ τὸ αἷμα του δὲ μποροῦμε νὰ \’χουμε ζωὴ αἰώνιο, γι\’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ μεταλαβαίνουμε, ἔστω τέσσερις φορὲς τὸ χρόνο, μιὰ καὶ δὲ μάθαμε νὰ μεταλαβαίνουμε κάθε ποὺ γίνεται ἡ θεία Λειτουργία. Κι ἂν καταλαβαίνουμε πὼς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, νὰ μετανοήσουμε λοιπὸν καὶ νὰ ξομολογηθοῦμε. Ὅποιος θέλει τὴ σωτηρία του ξέρει πὼς πρέπει νὰ μεταλαβαίνη, κι ὅποιος καταλαβαίνει πὼς εἶναι ἁμαρτωλὸς μετανοεῖ καὶ πάει καὶ ξομολογιέται. Ὅλα τ\’ ἄλλα εἶναι ἁμαρτωλὴ πρόφαση καὶ σατανικὴ εὐλάβεια.
Μὰ ἡ πρόφαση, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲ σταματάει ἐδῶ· πάει ἀκόμα πιὸ πέρα, γιατί ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ξεστρατίση κι ἀρχίση νὰ προφασίζεται, δὲν ἔχει σταμάτημα. Εἶναι λοιπὸν πολλοὶ ποὺ λένε· «Τί χρειάζεται νὰ μεταλαβαίνης; Νὰ \’σαι καλὸς ἄνθρωπος· αὐτὸ εἶν\’ ὅλο». Μὰ τί θὰ πῆ, χριστιανοί μου, καλὸς ἄνθρωπος καὶ πῶς γίνεσαι καλὸς ἄνθρωπος; Καλὸς ἄνθρωπος εἶναι ὅποιος ἔχει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν ἔχει ὅποιος μεταλαβαίνει. Ἔξω ἀπὸ τὴ θεία χάρη δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ καλωσύνη κι ἔξω ἀπὸ τὴ θεία Μετάληψη καὶ τ\’ ἄλλα ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ὑπάρχει θεία χάρη. Ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος τάχα καλοὺς ἀνθρώπους, μὰ καλοὶ δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἐκεῖνοι ποὺ μετανοοῦν, ποὺ ξομολογιοῦνται, ποὺ μεταλαβαίνουν. Ἐτοῦτοι μὲ μιὰ λέξη λέγονται χαριτωμένοι. Ἐμεῖς χαριτωμένους λέμε τοὺς ὄμορφους καὶ τοὺς εὐχάριστους, μὰ πραγματικὰ χαριτωμένοι εἶναι ὅσοι ἔχουνε μέσα τους τὴ θεία χάρη.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Μεγάλη μας τιμὴ ποὺ μᾶς κάλεσε ὁ Θεός, ποὺ βρεθήκαμε νὰ \’μαστε χριστιανοί. Μὰ ἐτοῦτο δὲ φτάνει· πρέπει ν\’ ἀνταποκριθοῦμε στὸ κάλεσμα καὶ νὰ δείξουμε πὼς εἴμαστε ἄξιοι γιὰ τέτοια τιμή. Δὲ φτάνει πὼς εἴμαστε καλεσμένοι, πρέπει νὰ \’μαστε καὶ διαλεχτοί. Νὰ προσέλθουμε χωρὶς πρόφαση στὴν τράπεζα τῆς θείας Κοινωνίας, γιὰ νὰ \’χουμε θέση καὶ στὸ μεγάλο δεῖπνο τῆς θείας βασιλείας. Ἀμήν.
2.
Ἡ παραβολὴ τοῦ Δείπνου (Λουκ ιδ΄ 16-24)
Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ξανὰ καὶ ξανὰ ἀκοῦμε τούτη τὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἂν μονάχα τὴν δεχόμασταν βαθιὰ στὴν καρδιά μας, ἐὰν βλέπαμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως ἀπεικονίζονται σ’ αὐτήν! Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιγράφονται στὴν παραβολή, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν στὸν Κύριο ὅταν τοὺς καλεῖ – ὄχι νὰ κάνουν κάτι ἰδιαίτερο, ἀλλὰ ἁπλὰ νὰ εἶναι μαζί Του, νὰ μοιραστοῦν τὴν χαρά Του, νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς Θείας Χάριτος- πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς θὰ Τοῦ ἔλεγαν (καὶ τὸ κάνουμε, ἀλλὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε;): Κύριε, ἀνήκω στὴν γῆ, δὲν μὲ ἔφτιαξες ἀπὸ τὴν γῆ, δὲν ἔχω δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὴν σκόνη; Ἡ γῆ εἶναι ἡ μητέρα μου, εἶναι τὸ πιὸ κοντινὸ πράγμα σὲ μένα, τῆς ἀνήκω. Ξεχνώντας ὅτι πράγματι τῆς ἀνήκουμε· ἔχουμε φτιαχτεῖ ἀπὸ αὐτήν, ἔχουμε διαμορφωθεῖ ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ θὰ ἐπιστρέψουμε σ’ αὐτὴν σὰν σκόνη, ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἄλλη προοπτική, ἐκτὸς ἐὰν συνειδητοποιοῦμε, ὄχι μονάχα μὲ τὸ νοῦ, ὅτι πράγματι δημιουργηθήκαμε ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλὰ ὅμως ἀπὸ τὸν ἰσχυρό, δημιουργικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ἀνήκουμε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ πρόφερε αὐτὸν τὸν λόγο, ὅτι συγγενεύουμε μ’ Ἐκεῖνον πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι μὲ τούτη τὴ γῆ. Νοιώθουμε σὰν νὰ ἔχουμε ριζώσει βαθιὰ σ’αὐτήν, σὰν ν’ ἀντλοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε: τὴ ζωὴ· ἀλλὰ ἐπίσης αὐτὰ ποὺ ἡ γῆ γεννᾶ, ὀμορφιὰ καὶ χαρά, καὶ τὸ κάθε τι· καὶ εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεχάσουμε ὅτι ἔχουμε κληθεῖ νὰ γίνουμε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ σκόνη αὐτῆς τῆς γῆς!
Καὶ ὕστερα πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε, ὅτι δὲν μᾶς μένει καιρὸς γιὰ νὰ σχετιστοῦμε μὲ τὸν Θεό, νὰ εἴμαστε μαζί Του, νὰ εἴμαστε ἁπλὰ χαρούμενοι, νὰ εἴμαστε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον; Μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι ποὺ νοιώθω ὅτι εἶναι σημαντικό! Ἴσως νὰ εἶναι κάτι ποὺ φανταζόμαστε ὅτι εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὸν Θεὸ- ἔχω τὸ χρόνο νὰ βρίσκομαι μαζί Του; Ἴσως ἀργότερα νὰ εἴμαστε μαζί, ὅταν ὅλα θὰ ἐκπληρωθοῦν ἢ ὅταν ὁ θάνατος θὰ ἔχει κόψει τὰ δεσμὰ τῆς ζωῆς, τὸν σύνδεσμό μας μὲ τὴ γῆ καὶ αὐτὸ ποῦ φανταζόμαστε ὅτι εἶναι τὸ ἔργο μας ποὺ δὲν ἔχει τέλος· ἄλλος ἕνας θεολόγος τοῦ παρελθόντος εἶχε πεῖ ὅτι ἡ εἰκόνα μὲ τὰ πέντε ζευγάρια βόδια μᾶς μιλάει πράγματι γιὰ τὸ ἔργο ποὺ πρέπει νὰ φέρουμε εἰς πέρας· ἢ δὲν ἀντιπροσωπεύουν ἴσως τὶς πέντε αἰσθήσεις μας; Τὶς πέντε αἰσθήσεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε συνεχῶς πρὸς κάθε κατεύθυνση, ἄναρχα, χωρὶς σκοπό, ποὺ μᾶς καθιστοῦν τυφλοὺς σὲ ὅ,τι δὲν βλέπουμε;
Καὶ τότε, ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς εἶπε, δὲν μπορῶ νὰ μοιραστῶ τὴ χαρά σου, Κύριε, ἔχω τὴ δική μου. Ἔχω γυναίκα, ἡ καρδιά μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ χαρά! Μπορῶ νὰ γυρίσω τὴν πλάτη στὴν χαρὰ ποὺ νοιώθω, νὰ τὴν ξεχάσω γιὰ μία στιγμή, νὰ τὴν ἀφήσω καὶ νὰ μοιραστῶ τὴ δική σου; Ἂς γίνει ἡ χαρά μου, χαρὰ τῆς κάθε ἡμέρας· ἂς χάσει τὴ φρεσκάδα της, καὶ ἴσως τότε νὰ μοιραστῶ τὴ δική σου χαρά.
Αὐτὲς δὲν εἶναι διάφορες εἰκόνες ποὺ περιγράφουν τὴ ζωή μας; Καὶ τί μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ κάνει γι’ αὐτό; Προσφέρει τὸν ἑαυτό Του· θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας ὅ,τι ὑπάρχει: ναί, τούτη ἀκόμα τὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους Του· γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία εἰκόνα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο, γιὰ νὰ κάνει γιὰ μᾶς τὴ γῆ μύηση ἑνὸς μυστηρίου: ἕνα μυστήριο, μιὰ θεϊκὴ πράξη ὅπου ὁ ἴδιος ἀποκαλύπτεται, καὶ τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του, γίνονται ἱερά, ἅγια, λάμπουν μέσα στὸ φῶς τῆς Θεϊκῆς δόξας. Ναί, θέλει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἐκπληρώσουμε ἕνα ἔργο στὴ γῆ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔργο θὰ πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει Ἐκεῖνος, θέλει νὰ μᾶς κάνει συνεργάτες Του, ὄχι ἀνθρώπους ποὺ ἡ παρουσία Του τοὺς ἔδιωξε μακρυά, ἀλλὰ ἀνθρώπους ποὺ τόσο τέλεια, εἶχαν γίνει ἕνα μαζί Του, ὥστε νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνει Ἐκεῖνος καὶ νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ εἶναι, ὥστε τελικὰ ἡ χαρά Του θὰ εἶναι καὶ δική μας χαρά, ἡ χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ἡ καρδιά μας, τόσο μεγάλη εἶναι- γεμίζει τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος; Ναί: Ἂς γίνουμε ὅπως οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ὁ Βασιλιὰς ἔστειλε τοὺς ὑπηρέτες Του: ἦταν χωλοί, ζητιάνοι, ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἦταν καθάρματα τῆς γῆς· ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν στερημένοι ἀπὸ τὰ πάντα, λαχταροῦσαν τὰ πάντα· δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἁπλὰ τὶς μικρὲς χαρὲς τῆς γῆς, ποὺ μᾶς φαίνονται τόσο σπουδαῖες, ἀλλὰ κάτι μεγαλύτερο: ὅλη τὴ ζωὴ τους ποθοῦσαν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὅλα θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὀμορφιά, ἀγάπη· καὶ σ’ αὐτοὺς στάλθηκαν οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιᾶ!
Τί συμβαίνει μέ μᾶς; Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ μοιάσουμε σ΄ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἴμαστε τόσο τυφλοὶ ὅπως οἱ τυφλοί, τόσο χωλοί, τόσο φτωχοὶ ὅσο οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους; Γιατί δὲν στρεφόμαστε στὸν Θεὸ καὶ δὲν δεχόμαστε τὴ γῆ, καὶ τὸ ἔργο ποὺ ἔχουμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας, καὶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν καρδιά μας μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Θεοῦ, μ’ Ἐκεῖνον; Καὶ αὐτὸ μᾶς προσφέρει τὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεώς Του, ποὺ θὰ γιορτάσουμε τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα· τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἐνῶ εἶναι ἐντελῶς ἄνθρωπος, τέλεια, ἀνεπιφύλακτα ἄνθρωπος καὶ ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη φύση Του διαπνέται ἀπὸ τὴν θεότητα, μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα μ’ Ἐκεῖνον, μέτοχοι τῆς θεϊκῆς φύσεως, τοῦ Σταυροῦ, καὶ τῆς δόξας Του. Ἂς συλλογιστοῦμε τούτη τὴν παραβολή· ἂς γίνουμε οἱ ἀπόκληροι καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ τυφλοί, καὶ οἱ πεινασμένοι· καὶ τότε, κατὰ τοὺς Μακαρισμούς, θὰ τρέφεται αἰώνια ἡ ψυχή μας. Ἀμήν.
3.
Ἡ Παραβολὴ τοῦ Δείπνου.
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ, Ἀρχιμανδρίτης.
Εἴδομεν προηγουμένως, πῶς ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ Φαρισαίου. Κάποιος ὅμως «τῶν συνανακειμένων» ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ δείπνου ἐκείνου ἀκούσας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς στιγμὴν ἐνθουσιασθεὶς ἐκ τῶν λόγων τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων εἶπε «μακάριος ὅστις φάγεται ἄρτον ἐν τῇ βααιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» εὐτυχὴς δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θ\’ ἀπολαύσῃ μετὰ τοῦ Μεσσίου καὶ τῶν Πατριαρχῶν τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος λαβὼν ἐκ τούτου ἀφορμὴν καὶ θέλων νὰ διδάξῃ, ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ τονίζῃ τὸ μεγαλεῖον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται τὴν κλῆσιν πρὸς αὐτὸ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀσχολούμεθα μὲ πνευματικὰ ζητήματα καὶ νὰ μὴ προσκολλώμεθα εἰς τὰ ἐπίγεια, εἶπε τὴν παραβολὴν ταύτην τοῦ Μεγάλου Δείπνου. Αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς :
«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα» κάποιος ἄνθρωπος ἔκαμε μεγάλο βραδινὸ συμπόσιον «καὶ ἐκάλεσε πολλοὺς καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου» κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου «εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις» νὰ εἴπῃ εἰς τοὺς προσκεκλημένους˙ «ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» ἐλᾶτε, ἄνευ βραδύτητος προετοιμασίας καὶ φαγητῶν, διότι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. «Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι, πάντες». Οἱ προσκεκλημένοι, ὡς ἀπὸ συμφώνου, ἠρνήθησαν ὅλοι τὴν πρόσκλησιν. «Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ˙ ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτὸν». Πρόφασις! «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος εἶπε: «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» ἔχω ἀνάγκην νὰ δοκιμάσω τὰ 10 βόδια, τὰ ὁποῖα ἠγόρασα εἰς δύναμιν, εὐπείθειαν, παραγωγήν˙ «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος προσκεκλημένος εἶπε: «γυναῖκα ἔγημα» ἐνυμφεύθην «καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ἔλθω. «Καὶ παραγενομένος» καὶ μεταβὰς «ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε» ἀνήγγειλε «τῷ Κυρίῳ αὐτοῦ» εἰς τὸν Κύριόν του «ταῦτα.
Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ˙ ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας» ἔβγα εἰς πλατείας καὶ στενωποὺς «τῆς πόλεως καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους» ἤτοι τοὺς σακάτηδες καὶ συγκεκριμένως «χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε» ὁδήγησε «ὧδε» ἐδῶ. «Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος˙ Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας» ἔγινε ὅ,τι διέταξες «καὶ ἔτι τόπος ἐστὶ» καὶ ὑπάρχει κενὸς χῶρος καὶ δι\’ ἄλλους. «Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον˙ ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς» ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους ἐντὸς τῆς πόλεως «καὶ φραγμοὺς» καὶ φράκτας ἐκτὸς τῆς πόλεως «καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν» διότι σᾶς λέγω «ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων» οὐδεὶς ἐκ τῶν προσκεκλημένων καὶ μὴ ἐλθόντων «γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» θὰ φάγῃ εἰς τὸ δεῖπνον μου!
Ὁ καλέσας οὗτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός. Δεῖπνον εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν γῇ καὶ Οὐρανῷ. Ἡ ὥρα τοῦ δείπνου εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν θαυμάτων Του καλεῖ τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἵνα συμμετάσχωσιν εἰς τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως δεμένοι μὲ τὰ πάθη των καὶ τὰς ψευδεῖς Μεσσιανικὰς ἰδέας δὲν ἐδέχθησαν. Προβάλλουσι δὲ ὡς ἀφορμὰς διαφόρους ἤτοι ἀγορὰν βοῶν καὶ ἀγροῦ, γάμον ἤτοι τὴν ἀλαζονείαν διὰ τῆς ἐπιθεωρήσεως τῶν κτημάτων, τὴν πλεονεξίαν διὰ τῆς δοκιμασίας τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν βοδιῶν καὶ τὴν σαρκικὴν ἀπόλαυσιν διὰ τοῦ νωποῦ γάμου των. Πράγματι ὅμως «ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἤρξαντο παραιτεῖσθαι πάντες» ἀπὸ τὴν κακίαν των.
«Πλατεῖαι καὶ ρύμαι» εἶναι οἱ πλατεῖς καὶ στενοὶ δρόμοι. Ὁ Κύριος δηλαδή, ἀφοῦ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν, τότε ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τοὺς ἠθικῶς ἀναπήρους, χωλούς, τυφλοὺς ἤτοι τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ «ἔτι τόπος ἐστὶν» δεικνύει τὴν ἀφθονίαν τῆς θείας χάριτος. «Ὁδοὶ καὶ φραγμοὶ» «οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτὸς τῆς πόλεως, εἶναι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτραι. Τὸ «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν» δὲν θέλει νὰ δηλώσῃ, ὅτι διὰ τῆς βίας πρέπει νὰ εἰσέλθωσιν οἱ πιστοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διὰ τῆς πειθοῦς. Ἡ πειθὼ ὅμως αὕτη πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη εἰς λογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ εἰς διαγωγὴν τῶν πιστῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ κάμπτωσι πειστικῶς τὰς καρδίας τῶν ἀπίστων.
Ἑπομένως ὁ Κύριος ἐκάλεσε πρῶτον τους Φαρισαίους, τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Μετὰ ταῦτα καλεῖ τοὺς Τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὰς ρύμας, τοὺς Σαμαρείτας καὶ ἐθνικοὺς ἀπὸ τοὺς φραγμούς, ἵνα γεμισθῇ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πιστῶν.
Θέμα: Ἡ κλῆσις μας, ἄρνησις καὶ τιμωρία.
Ἡ παραβολὴ αὕτη εἶναι εἰλημμένη ἐκ τῆς ζωῆς παρούσης καὶ μελλούσης. Πρὶν ἢ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν ζωήν, ἂς ἀναλύσωμεν τὴν παραβολήν, ἵνα διὰ ταύτης χειραγωγηθῶμεν εἰς τὴν ζωήν.
Α\’. Ἡ παραβολὴ αὕτη περιέχει τρία κύρια σημεῖα. Τὴν χαρὰν τῆς κλήσεως, τὴν ἀναιδῆ ἄρνησιν, τὴν σκληρὰν τιμωρίαν.
Καὶ πρῶτον ἡ χαρά. Πολλαὶ εἶναι αἱ χαραὶ τοῦ κόσμου. Μία ὅμως χαρὰ εἶναι ἀπὸ κοσμικῆς ἀπόψεως καὶ θείας ζωηρὰ καὶ νόμιμος, ὁ γάμος, νὰ ὑπανδρεύεσαι σὺ ἢ νὰ ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου. Ἡ πρώτη χαρά, ὅταν ὑπανδρεύεσαι, εἶναι σαρκική, ἡ δευτέρα χαρά, ὅταν ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου, εἶναι πνευματική. Τί περισσότερον χαρούμενον τῆς πατρικῆς καρδίας, ὅταν ὑπανδρεύῃ τὸ παιδί του! Πρὸς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, παρομοιάζει ὁ Κύριος τὴν χαρὰν τῶν πιστῶν, ὅταν συνδεθῶσι μὲ τὸν Χριστόν. Εἰς ἐπίμετρον τῆς χαρᾶς ταύτης εἶναι ἡ τιμὴ τῆς κλήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀνάλογος τῆς ὑψηλῆς θέσεως τοῦ καλοῦντος καὶ τῆς ἐσχάτης θέσεως τοῦ καλουμένου. Ὅσον δηλαδὴ μεγάλος εἶναι ὁ καλῶν καὶ ἀσήμαντοι οἱ καλούμενοι, τόσον μεγάλη εἶναι ἡ τιμὴ τῶν καλουμένων καὶ ἑπομένως ἡ ἐκ ταύτης χαρά. Ποῖος ὁ καλῶν εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην; Ὁ Βασιλεύς, ὁ Θεός. Ποῖοι οἱ καλούμενοι; Πρόσκαιροι ἄνθρωποι καὶ τῶν τριόδων! Μεγίστη ἑπομένως ἡ τιμὴ καὶ ἡ χαρὰ τῶν καλουμένων, τῶν πιστῶν !
Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἠρνήθησαν! Ἡ ἄρνησίς των ἦτο ἀναιδεστάτη! Περιφρόνησις, προφάσεις, κακοποίησις τῶν ἀπεσταλμένων. «Ἀγρὸν ἠγόρασα» ὁ εἷς, «γυναῖκα ἔγημα» ὁ ἄλλος, «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα» ὁ τρίτος. Ἔναντι τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ καὶ τοῦ διὰ τούτου σημαινομένου οὐρανοῦ μερικὰ μέτρα χωραφιοῦ! Ἔναντι τῆς χαρᾶς ὅλως οὐρανίας ἀντιβάλλεται ἡ γήινη ἡδονή. Ἔναντι τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ οὐρανίου γάμου, τῶν ἀγγέλων, χιλιάδων καὶ μυριάδων, 5 ζεύγη βοῶν, 10 βόδια! Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις, ὅπως ἀναφέρει ἑτέρα ὁμοία πρὸς ταύτην παραβολὴ τοῦ βασιλικοῦ γάμου ( Ματθ. 22,2—10), ἡ ἐπιθετικὴ στάσις κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων οὐχὶ ἅπαξ, ἀλλὰ κατ\’ ἐπανάληψιν, οὐχὶ μόνον δι\’ ὕβρεων ἀλλὰ καὶ διὰ θανάτου! Χαρὰν καλοῦνται νὰ λάβουν ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων, λύπην δίδουν εἰς αὐτούς. Τιμὴν ἐκεῖνοι δίδουν, ὕβριν αὐτοὶ ἀνταποδίδουν.
Ἡ ἀναίδειά των αὕτη κορυφοῦται, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀπευθύνονται εἰς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἐφάνηκε τόσον ἀγαθός, ὥστε νὰ μὴ ἐπιβαρυνθῶσι καὶ φέρωσι δαπανῶντες καὶ τὸ ἐλάχιστον διὰ γαμήλιόν τι δῶρον, καλεῖ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου καί, ἀφοῦ ἅπαξ καὶ δὶς ἐκακοποιήθη διὰ τῶν ἀπεσταλμένων, συνεχίζει τὴν πρόσκλησιν!
Ἔναντι αὐτῶν ἔχομεν τὴν σκληρὰν τιμωρίαν. «Οὐδεὶς γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» λέγει διὰ τοὺς ἀρνηθέντας. Διὰ δὲ τὸν εἰσελθόντα εἰς τὸν γάμον ἄνευ τοῦ οἰκείου φορέματος, διατάσσει νὰ ριφθῇ ἐκεῖ ἔνθα «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» ὅπως συμπληροῖ ὁ Κύριος διὰ τῆς ἐν Ματθαίῳ 22,2-10 ὁμοίας παραβολῆς. Ἀντὶ τοῦ φωτὸς τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου σκότος φυλακῆς! Ἀντὶ τῆς χαρᾶς, ὁ κλαυθμός. Ἀντὶ ὀργάνων παιζόντων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου, ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων! Ὁποία πράγματι σκληρὰ ἀντίθεσις μεταξὺ τοῦ βιολιοῦ καὶ τοῦ ἐπ\’ αὐτοῦ τριβομένου δοξαριοῦ κατὰ τὸ παίξιμον καὶ τῆς τριβῆς, τοῦ τριγμοῦ, βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων τῆς ἄνω καὶ κάτω σιαγόνος κατὰ τὴν τιμωρίαν! Ὥστε ἡ χαρὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ὁ ἐκ τῆς ἀναιδοῦς ἀρνήσεως βρυγμὸς τῶν ὀδόντων ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ἰδοὺ ἡ εἰκὼν τῆς παραβολῆς!
Βʹ. Ἐκ τῆς Ζωῆς μας: Γίνεται εἰς ἡμᾶς ὅ,τι καὶ εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἡ κλῆσις μας εἶναι μεγάλη, ἡ ἄρνησις τρομερά, ἡ τιμωρία τραγική. Καὶ πράγματι!
Ἡ κλῆσις μας! Ὅταν ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἀπέθνῃσκεν, ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, διότι ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ὄχι γάιδαρος, Ἕλλην καὶ ὄχι βάρβαρος καὶ τρίτον ἐγεννήθη τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ φιλόσοφος Σωκράτης. Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι ἐγεννήθημεν Χριστιανοὶ καὶ ἀκούομεν ὄχι τὸν Σωκράτην, ἀλλὰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐπερίμενεν ὁ Σωκράτης; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι καλούμεθα διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, μετανοίας, Θείας Μεταλήψεως, Μελλούσης ζωῆς εἰς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, ὅπου ἡ ψυχή μας νυμφεύεται τὸν Χριστόν; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ αἰσθανώμεθα, διότι εἰς τὴν ὑψίστην ταύτην χαρὰν μᾶς καλεῖ διὰ ποικίλων ἀγγελιοφόρων, διὰ διαφόρων τρόπων; Θρησκευτικὰ βιβλία, κηρύγματα, πόλεμοι, νόσοι, σεισμοί, κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμπνεύσεις ἐσωτερικαί, παραδείγματα εὐσεβῶν καὶ τιμωρίαι ἀσεβῶν εἶναι ἀγγελιοφόροι, οἱ ὁποῖοι μᾶς καλοῦν εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ ποικίλην κλῆσιν τῆς χαρᾶς.
Ἔναντι τῆς ὑψηλῆς ταύτης κλήσεως, τῆς ποικίλης χαρᾶς διὰ ποικίλων μέσων, ποικίλη εἶναι καὶ ἡ ἰδική μας ἄρνησις. Οἱ μὲν προβάλλουσιν τὸ « γυναῖκα ἔγημα ». Νόμιμος καὶ παράνομος σαρκικὴ ἀπόλαυσις προβάλλονται ὡς ἐμπόδιον εἰς τὴν κλῆσιν. Καὶ πράγματι! Πῶς θὰ πλησιάσῃ ὁ παρανόμως συζῶν μετά τινος νέας εἰς τὸν Χριστόν; Ὁ δὲ νομίμως ζῶν προβάλλει ὡς πρόφαση τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἐκ τῆς ἐκκλησίας, ὅπου γίνεται ὁ γάμος ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, σπίτια, παιδιά, σκοτοῦρες οἰκογενειακές. Δὲν εὐκαιρῶ, λέγουν, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διότι ἔχω τὸ σπίτι μου, τὰ παιδιά μου, λέγει ἡ γυναῖκα. Ἔχω τὸ μαγαζί μου, τὸ κυνήγι μου, λέγει ὁ ἄνδρας. Δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν κοινωνοῦν οὗτοι, ὥστε νὰ συμμετάσχωσι τῆς χαρᾶς τοῦ γάμου ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, διότι αἱ σαρκικαὶ ἀπολαύσεις πνίγουν τὴν χαρὰν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ψυχήν των.
Πλὴν ὅμως τοῦ «γυναῖκα ἔγημα» τῶν σαρκολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ πλειονότητα εὑρίσκονται εἰς τὰς πόλεις, ἔρχεται ὡς δικαιολογία «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» τῶν ἀγροτῶν, τῶν ἀνθρώπων τῆς ὑπαίθρου. Καὶ πράγματι! Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγρόται καὶ κτηνοτρόφοι δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν κοινωνοῦν, ἀποφεύγουν δηλαδὴ τὸν γάμον αὐτὸν τῆς ψυχῆς των μετὰ τοῦ Χριστοῦ, διότι τὴν Κυριακὴν θὰ ἀσχοληθοῦν ὅπως καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας μὲ τὰ χοιρινά των, τὰ πρόβατά των, τὰ γαϊδούρια των, ὥστε νὰ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς βοσκήν. Κατ\’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν των, ἀμελοῦν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θείαν κοινωνίαν.
Πλὴν τῶν ἀνθρώπων τῶν πόλεων μὲ τὴν σαρκολατρείαν καὶ τῶν κτηνοτρόφων τῆς ὑπαίθρου μὲ τὴν κτηνοτροφίαν, ἔρχονται ἀστοὶ καὶ ἀγρόται, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν κλῆσιν τῆς ἐκκλησίας ἀπαντοῦν: «ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Οἱ εἰς τὰς πόλεις δηλαδὴ καὶ τὰ χωρία μένοντες μεγαλοκτηματίαι τὴν Κυριακὴν θὰ εὕρωσιν ὡς κατάλληλον ἡμέραν καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας λειτουργίας νὰ μεταβῶσιν εἰς τὸν ἀγρόν των πρὸς ἐπίσκεψιν ἢ διὰ κυνήγι. Τὴν πρωΐαν τῆς Κυριακῆς θὰ εὕρωσιν οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων νὰ ἐκδράμωσιν, ἵνα ἴδωσι κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας τοὺς ἀγροὺς τῆς ὑπαίθρου. Κατ\’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουσιν ἀπὸ τὸ δεῖπνον, τὸ ὁποῖον τελεῖται διὰ τῆς θείας εὐχαριστίας εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦν καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ παρευρεθῶσιν εἰς τὸ δεῖπνον τῆς θείας εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ὅμως κωφεύουν εἰς τοὺς κώδωνας τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τρέχουν εἰς τὰ κλάξον τῶν αὐτοκινήτων διὰ τὴν ἐκδρομήν!
Ὡς δικαιολογητικὸν οἱ ἀνωτέρω περιφρονηταὶ τοῦ δείπνου φέρουσι τὴν πρόφασιν, ὅτι δὲν εὐκαιροῦν λόγω τῶν ἀποσχολήσεών των μὲ ζῶα, παιδιά, ἐμπόριον, νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ἐξομολογηθοῦν, κοινωνήσουν.
Ἀπαντῶ: Ὅταν ἀσθενήσῃς ἡμέρας καὶ ἑβδομάδας ἴσως καὶ μῆνας, πῶς τότε ἀφίνεις τὶς δουλειές σου; Ὅταν ἀποθάνῃς ποῦ θὰ ἀφίσης τὰς ἀσχολίας σου; Ὁ ἐκκλησιασμός σου εἶναι μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἡ νόσος σου ὅμως δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἑβδομάδας, ὁ δὲ θάνατός σου πάντοτε. Ὅταν γίνῃ ἐπιστράτευσις, πῶς τὰ ἀφίνεις ὅλα καὶ φεύγεις; Φροντίζει ἡ Κυβέρνησις διὰ τὰ παιδιά σου; Μήπως καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀφίνῃ σε ἀπροστάτευτον, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουσι μέτρα διὰ τοὺς ἐπιστρατευθέντας; Ἀδικαιολόγητοι αἱ ἀρνήσεις καὶ αἱ δικαιολογίαι τούτων.
Διὰ τοῦτο ἔρχονται αἱ σκληραὶ τιμωρίαι. Ἐπειδὴ λέγεις, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα νὰ σηκώσῃς τὸ βλέμμα σου εἰς τὸν Θεόν, στέλλει ὁ Θεὸς ἀρρώστεια, διὰ τῆς ὁποίας σὲ ἐξαπλώνει ἀνάσκελα εἰς τὸ κρεβάτι σου καὶ ἐκεῖ θὰ βλέπῃς ἑβδομάδας καὶ μῆνας πρὸς τὰ ἄνω! Ἐπειδὴ προφασίζεσαι, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς νὰ ἐπικαλεσθῇς τὸν Θεὸν μίαν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, στέλλει ὁ Θεὸς τὸν Ἀλβανικὸν πόλεμον, ὅπου ἐπὶ μῆνας ὄχι μόνον ἀπουσιάζεις ἀπὸ τὶς δουλειές σου, ἀλλὰ δὲν ἔπαυες νύχτα καὶ ἡμέραν νὰ ἐπικαλῆσαι τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν εἰς βοήθειάν σου. Ἐπειδὴ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα δὲν ὑψώσαμε τὰ χέρια μας ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν, ἦλθεν ἡ κατοχή, ἐντοπία καὶ ξένη, σοῦ ἐστραπάτσαρε τὶς δουλειές σου, τὰ βόδια σου, τὰ πρόβατά σου, τὰ χοιρινά σου, τὰ παιδιά σου, τὰ σπίτια σου καὶ μὲ τὰ πιστόλια εἰς τὰ χέρια σοῦ ἐφώναζον «ψηλὰ τὰ χέρια». Ἀφοῦ δὲν τὰ ἐσήκωνες εἰς προσευχὴν ἀπὸ ἀγάπην, ὅταν σοῦ τὸ ἔλεγεν ὁ Θεός, τὰ σηκώνεις ἀπὸ ἀνάγκην, διότι σοῦ τὸ λέγουν οἱ ἐχθροί σου.
Ἀλλὰ ἡ τιμωρία αὕτη πρόσκαιρος καὶ πρὸς συμμόρφωσιν εἶναι ἐλαχίστη ἐνώπιον τῆς πέραν τοῦ τάφου, ὅπου ἔσται ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ὅπου οὐδεὶς γεύσεται τοῦ δείπνου τῆς χαρᾶς ἐκείνης! Ὁποία τιμωρία!
Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ χριστιανική μας χαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς: Γύρω ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα τὸν Α\’ εἶχον συγκεντρωθῇ οἱ μεγαλύτεροι στρατηγοί του. Ἐρωτᾶ αὐτούς: Κύριοι γνωρίζετε, ποία εἶναι ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου; Ἡ μάχη τοῦ Μαρέγκο, ἀπαντᾷ ὁ ἕνας. Ἡ νίκη εἰς τὰς Πυραμίδας, παρατηρεῖ ἕνας ἄλλος. Ἡ δόξα τοῦ Ἀούστερλιτς, διαβεβαιοῦν ἄλλοι. Ὄχι, διακόπτει ὁ Ναπολέων. Ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου εἶναι ἡ ἀξέχαστη ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκοινώνησα διὰ πρώτην φοράν. Οἱ ἀξιωματικοί του ἀλληλοεκοιτάχθησαν μὲ ἔκπληξιν. Ἕνας μόνον ἐδάκρυσεν ἀπὸ συγκίνησιν. Ὁ Ναπολέων κτυπῶν αὐτὸν ἐλαφρῶς εἰς τὸν ὦμον του τοῦ λέγει. Πολὺ καλά, φίλε μου, εἶμαι εὐτυχής, διότι μὲ ἐκατάλαβες. Ἡ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς κλήσεως ἦτο ἀνωτέρα πάσης κατακτήσεως. Πόσον βαθεῖα εἶναι ἡ χαρὰ αὕτη καὶ ἐπιπόλαιοι αἱ ἄλλαι χαραὶ τοῦ ἐγωισμοῦ!
Ἂς σκεφθῶμεν τὴν ὑψηλὴν τιμὴν τῆς κλήσεως, τὰς τιμωρίας διὰ τὴν ἄρνησίν μας καὶ ἂς μετανοήσωμεν πλησιάζοντες τὸν Χριστόν.
4.
Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες.
Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)
Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προπάτορες εἶναι οἱ τρεῖς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ὁ Ἰακὼβ κάλεσε τὰ δώδεκα παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε· «Συναχθῆτε καὶ ἀναγγείλω ὑμῖν τί συναντήσει ὑμῖν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν». Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογῆ ἕναν – ἕναν, κι ὅταν ἔφτασε στὸν Ἰούδα εἶπε· «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ προφητεία ὅτι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός.
Δὲν θὰ μείνωμε τώρα περισσότερο, ἀκολουθώντας τὴ συνέχεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα ὥς τὸν βασιλέα Δαβὶδ κι ὕστερα ὥς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτοὺς ὅλους στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια εἶναι δυὸ κατάλογοι, ἕνας ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καὶ δεύτερος ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ…», καθὼς ἀκοῦμε στὴ θεία Λειτουργία μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὅλοι ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναφέρονται στὸν γενεαλογικὸ αὐτὸν κατάλογο, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὥς τὸν Ἰούδα, ἀπὸ τὸν Ἰούδα ὥς τὸν Δαβὶδ κι ἀπὸ τὸ Δαβὶδ ὥς τὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα, εἶναι οἱ προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Θὰ ὁμιλήσουμε τώρα μόνο γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Προπάτορες καὶ ὁ γενάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετὰ τὸν ὑπαινιγμὸ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στοὺς Πρωτοπλάστους, ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Δυὸ χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴ δημιουργία καὶ τετρακόσια χρόνια μετὰ τὸν κατακλυσμό, κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν Παλαιστίνη, θὰ γίνουν μέγα ἔθνος καὶ αὐτοὶ θὰ μεταδώσουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι ἡ Γένεση, διαβάζομε τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θέλη νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴν πίστη, πάντα καὶ μάλιστα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, φέρνει γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δυὸ μόνο περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ πίστη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή του σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεός. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἂν σοὶ δείξω». Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Θεός· νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ νὰ μὴν ξέρη ποῦ πηγαίνει. Ὁ Ἀβραάμ ἀδιαμαρτύρητα «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος».
Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο κεφάλαιο πάλι τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Πάρε τὸ γιό σου τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω καὶ πρόσφερε τὸν θυσία σ’ ἐμένα…» Ἡ θεία Γραφὴ λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπείραζε τὸν Ἀβραάμ», τὸν δοκίμαζε δηλαδὴ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ κάμη κάτι, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἴδιος δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Ὁ Ἀβραάμ, μὲ πίστη ποὺ χαρίζει ὑπεράνθρωπη δύναμη, πῆρε τὸν Ἰσαάκ, τὸν φόρτωσε καὶ τὰ ξύλα τῆς θυσίας κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἒχτισ’ ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο, ἔβαλε τὸ παιδὶ ἐπάνω στὰ ξύλα καὶ σήκωσε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ σφάξη. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποίησῃς αὐτῷ μηδὲν νῦν γὰρ ἔγνων ὅτι φοβῇ τὸν Θεὸν σύ, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ…».
Ἄλλο παράδειγμα τέτοιας πίστης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Ἰσαὰκ ἦταν «υἱὸς τῆς ἐπαγγελίας», τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Σάρα σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς πὼς στὰ γεράματά του θὰ γέννηση παιδί, δὲν ἀπίστησε· κι ὅταν ὕστερα τοῦ εἶπε νὰ τὸ θυσιάση, πάλι δὲν ἀπίστησε, ἀλλὰ συμμορφώθηκε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γιὰ τὰ δυὸ αὐτὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὰ ὁποῖα εἴπαμε, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μὲ πίστη ὑπήκουσε ὁ Ἀβραὰμ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο του, «μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». Καὶ πάλι μὲ πίστη «προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος». Ἀμήν.
5.
π. Αθανάσιος Μυτιληναίος.
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος σχετικά με την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής ΙΑ΄ Λουκά με θέμα: «Ο ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΟΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 16-12-2001] (Β 449) Έκδοσις Β΄
Κάποτε ο Κύριος, αγαπητοί μου, εκλήθη σε ένα δείπνο από κάποιον Φαρισαίον. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Κύριος είπε στον οικοδεσπότη να μην καλεί φίλους και συγγενείς στο τραπέζι του, αλλά αναγκεμένους ανθρώπους, που δεν θα είχαν τη δυνατότητα να του ανταποδώσουν την ευεργεσία.
Μάλιστα προσέθεσε ο Κύριος: «Ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων». Δηλαδή «θα έχεις την αμοιβή σου κατά την ανάσταση των νεκρών. Τώρα μην περιμένεις αμοιβή, γιατί το κάλεσμα συγγενών και φίλων δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά γεμάτο επαίνους: ‘’Ήταν ωραίο το φαγητό. Σε ευχαριστούμε που μας κάλεσες’’» και άλλα τέτοια. Κάποιος ανακείμενος ενθουσιάστηκε και είπε εις τον Κύριον: «Μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή είναι ευτυχισμένος εκείνος ο οποίος θα καθίσει στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Και τότε ο Κύριος, σαν απάντηση και εις επήκοον, μάλιστα, πάντων, είπε την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου, που σήμερα ακούσαμε σαν ευαγγελική περικοπή.
Λέγει: «Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα…». Βέβαια δεν θα επαναλάβουμε την περικοπή, γιατί θα μας καταναλώσει χρόνον. Πιστεύω την προσέξατε την παραβολήν.
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ἐποίησεν, έκανε δείπνον μέγα, μεγάλο δείπνο; Ο άνθρωπος της παραβολής, αγαπητοί μου, είναι ο Θεός· που στρώνει το μεγάλο δείπνο στη γη και που είναι η Βασιλεία Του. Είδατε, λέμε «Αγία Τράπεζα», «Σώμα και Αίμα Χριστού», «τά παρατιθέμενα ἐπί τῆς ἁγίας τραπέζης». Πραγματικά είναι ένα δείπνον.
Και ο «παρατιθέμενος μόσχος» που λέγει, ποιος είναι; Ή ο αμνός; Είναι η θυσία του Υιού Του, που με αυτήν βέβαια στρώνεται το τραπέζι. Είναι το δείπνον μέγα, γιατί μεγάλος είναι Εκείνος που το παραθέτει. Είπαμε, ο Θεός. Μεγάλα δε και τα παρατιθέμενα. Όπως είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Αλλά και όλα τα άλλα· η Θεία Χάρις, η άφεσις των αμαρτιών, η υιοθεσία, τα μυστήρια της Εκκλησίας, όλα που απορρέουν από αυτήν την τράπεζα, όλα είναι μεγάλα και φοβερά.
Αλλά είναι μεγάλο το δείπνο ακόμη γιατί είναι και οικουμενικό, είναι και παγκόσμιον. Μην το ξεχνούμε αυτό. Ἀεί παρατιθέμενον· το οποίον παρατίθεται πάντοτε. Βλέπετε; Έως ότου έλθει ο Κύριος ξανά εις τον κόσμον αυτόν, το δείπνο αυτό θα παρατίθεται. Και πάντα θα είναι εκείνο που χορταίνει και ευφραίνει και αιωνίζει όποιον σε αυτό το τραπέζι όντως καθίσει.
«Και το δείπνον ετοιμάστηκε», όπως μας λέγει η παραβολή. Και εδώ αρχίζει τώρα το δεύτερο μέρος. Αυτά, το πρώτο μέρος, όσον αφορά τον οικοδεσπότη· τώρα εδώ, στο κάλεσμα των συνδαιτυμόνων. Εδώ έχομε μία περίεργη, αγαπητοί μου, συμπεριφορά, όπως θα δούμε και θα εκπλαγούμε πραγματικά.
«Ἢρξαντο», λέγει η παραβολή, «ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». «Απ’ την πρώτη στιγμή, οι καλεσμένοι άρχισαν να παραιτούνται». Δηλαδή να ζητούν να μη μετέχουν εις το τραπέζι αυτό. Η αιτία; Λέγει ο πρώτος καλεσμένος: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον». Λέγει: «Αγόρασα ένα χωράφι και έχω ανάγκη να βγω να πάω να το δω το χωράφι αυτό. Γι΄αυτό, σε παρακαλώ, άφησέ με. Δεν θα μπορέσω να έλθω εις το δείπνον που με καλείς». Ο δεύτερος απήντησε εις τον δούλον εκείνον που έστειλε ο οικοδεσπότης βέβαια για το κάλεσμα. Και εκείνος με ανάλογο τρόπο απήντησε ότι είχε να κάνει κάτι αγορές ζώων. Ήθελε με τον τρόπον αυτόν να πάει να τα δοκιμάσει τα βόδια του, ας το πούμε, αν είναι καλά, γερά το όργωμα κ.λπ. Και ο τρίτος; Και ο τρίτος, ο ταλαίπωρος ο τρίτος, έκανε καινούρια οικογένεια και τώρα είχε πολλές βιοτικές ανάγκες τις οποίες έπρεπε να καλύπτει και φυσικά δεν είχε καιρό, δεν είχε δυνατότητα να ανταποκριθεί εις το μεγάλο αυτό δείπνο…
Πάντως, έτσι, δειγματοληπτικά, αναφερομένη η παραβολή, όλοι δεν ανταποκρίθηκαν εις αυτήν την πρόσκλησιν. Ας προσέξομε τη διατύπωση, γιατί πάνω στη διατύπωση μιας προτασούλας θα μείνομε και θα αναλύσομε το θέμα μας σήμερα, αγαπητοί μου.
«Ἒχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν»· που θα πει: «Έχω ανάγκη να βγω». Ο πρώτος. «Να πάω να δω το χωράφι που θα αγοράσω». Ο δεύτερος: «Να πάω να δω τα ζώα». Ο τρίτος: «Να πάω να δουλέψω, γιατί πώς θα ζήσω την καινούρια μου οικογένεια;». «Ἀνάγκη ἐξελθεῖν». Αυτό το «έχω ανάγκη» μας θυμίζει έναν εξαναγκασμό ακούσιον· που μας ωθεί να πραγματοποιήσομε κάτι. Και αυτό είναι κάθε μέρα, όλη τη μέρα. Είναι κάθε μέρα όλη τη μέρα. Ένας εξαναγκασμός μέσα εις την καθημερινότητα, που κάπου μας θυμίζει την καταναγκαστική ψύχωση. Έχετε ακούσει περί καταναγκαστικής ψυχώσεως;
Η καταναγκαστική ψύχωσις είναι μία ψυχική αρρώστια πολύ βασανιστική. Αυτός που πάσχει από την αρρώστια αυτή, δεν είναι σίγουρος για τις ενέργειές του και διαρκώς επιθεωρεί τις ενέργειές του κατά έναν βασανιστικό τρόπο. Αυτό είναι η καταναγκαστική ψύχωσις. Π.χ. «Έκλεισα το πετρογκάζ;». Πάμε να κοιμηθούμε. «Έκλεισα το πετρογκάζ; Μπας και το άφησα ανοιχτό; Και τότε κάπου καμία διαρροή και πεθάνομε;». «Κλείδωσα την πόρτα; Μη καμιά φορά ξεχάσομε την πόρτα του σπιτιού μας ανοιχτή και μπει κάποιος κλέφτης;»· κ.ο.κ. Όλα αυτά μας βασανίζουν. Αυτό λέγεται «καταναγκαστική ψύχωσις». Έτσι και ο άνθρωπος της πολλής μερίμνης, σαν να πάσχει από καταναγκαστική ψύχωση, κινείται όλη την ημέρα στις βιοτικές του μέριμνες, κατά έναν βασανιστικό τρόπο. Βέβαια, η εργασία είναι νόμος πνευματικός και βιολογικός, αν το θέλετε. Και εδόθη στον άνθρωπο μέσα εις τον Παράδεισον. Αυτό το «ἐδόθη» είναι σύμφωνο βέβαια με τη δομή του ανθρώπου να εργάζεται.
Υπάρχει όμως και ένα αλλά. Είπε μεν ο Θεός εις τον Παράδεισον εις τους πρωτοπλάστους: «Ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν τόν Παράδεισον». Και ο Χριστός είπε: «Ὁ Πατήρ μοῦ ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι». Όμως δεν πρόκειται για την εργασία καθ’ εαυτήν. Αλλά για έναν ανόητο και επικίνδυνο καταναγκασμό στην εργασία. Είναι γνωστό ότι μετά την απώλεια του Παραδείσου, η εργασία έγινε δουλεία. Γι΄αυτό και το λέμε στη νεοελληνική μας γλώσσα· λέμε: «Έχω δουλειά». Δηλαδή είμαι δούλος σε μία υπόθεση. Αυτό θα πει δουλειά. Είμαι στη δουλεία. Πάω στο χωράφι, πάω στο κατάστημα, πάω οπουδήποτε, από έναν εξαναγκασμόν. Αυτή η δουλεία στην εργασία, γίνεται στον άνθρωπο μία τρόπον τινά και πρέπει να το πούμε, καταναγκαστική ψύχωση. Όχι ότι θα είχαμε τόση προθυμία να δουλέψομε, αλλά γιατί κάτι μας σπρώχνει. Σημαίνει ότι ο κύριος της εργασίας δεν είναι ο άνθρωπος. Αντίστροφα. Η εργασία είναι η αφεντικίνα και ο άνθρωπος είναι δούλος· που θα πάει τώρα σε αυτή τη δουλεία, σε αυτή τη δουλειά. Πώς αλλιώτικα θα μπορούσε να ερμηνευθεί η συμπεριφορά και των τριών καλεσμένων στον δείπνο που έβαλαν πιο πάνω από το σπουδαίο δείπνο, την εργασία που ο καθένας είχε; Πώς αλλιώτικα μπορεί αυτό να εξηγηθεί; Σαν ένας νόμος να αναγκάζει τον άνθρωπο να μένει μόνον στη μέριμνα του βίου και να μην ατενίζει στον ουρανό, να μη βλέπει τη σωτηρία Του.
Και αυτός ο παράσιτος νόμος είναι η πλεονεξία στον πλουτισμό. Είδατε τι ακούσαμε σήμερα στην αποστολική περικοπή που λέει ο Απόστολος Παύλος, Κολοσσαείς, ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία. Και δεν μπορείς, όταν είσαι πλεονέκτης και φυσικά αποδεικνύεσαι ότι είσαι ειδωλολάτρης, να μπορείς να εκτιμήσεις τα πνευματικά αγαθά. Δεν είναι δυνατόν.
Είναι ακόμη και η προσκόλληση στην ικανοποίηση των αισθήσεων. Όπως λέμε «Πάω να δω, να δοκιμάσω τα βόδια μου». Οι Πατέρες ερμηνεύουν ότι είναι η υπηρεσία που κάνει ο άνθρωπος στις πέντε του αισθήσεις. Να ικανοποιεί τις πέντε του αισθήσεις. Αλλά και η ειδωλοποίηση της οικογενείας. «Α, οικογένεια» σου λέει. «Ιερόν πράγμα». Ιερό πράγμα κάνουν και την εργασία, όλα ιερά σαν δικαιολογία, να μην κοιτάξουν, να μην ατενίσουν τίποτε απ’ ό,τι ανήκει εις τον ουρανόν και την σωτηρία.
Η εργασία, αγαπητοί μου, είναι νόμιμος. Αρκεί να μένει στα όριά της. Εκεί που πρέπει να μένει. Στους όρους της, χωρίς να γίνεται σκοπός της ζωής. Το καταλάβαμε; Δεν είναι σκοπός της ζωής η εργασία. Η εργασία είναι ένα μέσον για να υπάρχομε. Είτε βιολογικά, είτε ακόμη και πνευματικά. Και όταν επιτελείται η εργασία, θα γίνεται βεβαίως πάντοτε με την μνήμη του Θεού. Λέμε: «Μπορείς να εργάζεσαι οτιδήποτε. Διανοητική ή χειρονακτική εργασία και να λες την μονολόγιστη ευχή: ‘’Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’’»; Ή να έχεις την μνήμη του Θεού διαρκώς. Όταν μάλιστα μας λένε οι Πατέρες λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «πιο συχνότερο πρέπει να είναι η μνήμη του Θεού από την αναπνοή!».Τότε βεβαίως δεν παραδοθήκαμε στην εργασία.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι δεν ομιλεί εδώ η παραβολή περί γεύματος. Προσέξτε κάτι. Μια λεπτομέρεια είναι. Αλλά περί δείπνου. Γεύμα στην ελληνική γλώσσα λέμε το τραπέζι που στρώνεται για το μεσημέρι. Δείπνο λέμε το τραπέζι που στρώνεται για το βραδινό φαγητό. Εδώ λέει ότι έκανε δείπνο μέγα. Άρα λοιπόν η τράπεζα εδώ είναι βραδινή. Προσέξτε, είναι βραδινή. Όταν εσύ λες: «Πάω να δω το χωράφι μου, πάω να δω τα βόδια μου», άνθρωπε, το βράδυ θα πας γι’ αυτά; Το βράδυ θα πας γι’ αυτά; Αφού υποτίθεται ότι έχει τελειώσει η εργασία η ημερινή, για να βρεθείς σε ένα δείπνο. Αυτό σημαίνει μας έχει πάρει ο στρόβιλος της μερίμνης και έχομε παραθεωρήσει το δείπνο της Βασιλείας του Θεού. Ο Κύριος μάς παρήγγειλε: «Προσέχετε ἑαυτοῖς(:προσέχετε τους εαυτούς σας) μήποτε (:μήπως) βαρυνθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐκ κραιπάλει καί μέθη καί μερίμναις βιοτικαῖς». «Προσέξτε», λέει, «μη βαρύνουν οι καρδιές σας με την κραιπάλη και τη μέθη». Πράγματι γίνεται μία μέθη η βιοτική φροντίδα και μέριμνα, που ο άνθρωπος δεν μπορεί από εκεί να ξεκολλήσει.
Πρέπει ακόμη να αναφέρομε και μερικές περιπτώσεις που μας εξαναγκάζουν ή αν θέλετε, καταναγκάζουν, ώστε να μην έχομε ούτε καιρό ούτε διάθεση για πνευματική ζωή. Και πρώτα είναι ο βιοπορισμός αυτός καθ’ εαυτόν. Έχομε την εντύπωση ότι δεν μας φθάνουν τα χρήματα του μισθού και πρέπει να κάνομε και μία δεύτερη δουλειά. Ακόμη… ω, πω, πω, να βγει και η γυναίκα έξω να δουλέψει. Και ναι μεν η γυναίκα βγήκε στο χωράφι μαζί με τον άνδρα της για να βοηθήσει. Τώρα η γυναίκα δεν είναι πια στο χωράφι με τον σύζυγον. Ή στο κατάστημα να βοηθήσει. Αλλά είναι σε ξεχωριστή δουλειά, με ξεχωριστή σύνταξη. Να, αυτές τις μέρες λογαριαζόταν… αν , λέει, ο άνδρας παίρνει σύνταξη, η γυναίκα θα πρέπει να παίρνει κι αυτή; Και το Συμβούλιο της Επικρατείας είπε: «Βεβαίως». Και πολύ σωστά. Διότι είναι ξεχωριστόν πρόσωπον και πρέπει να πάρει ξεχωριστή σύνταξη. Βλέπετε λοιπόν τι γίνεται εδώ; Ο βιοπορισμός. Κι όμως αν ήξεραν, το ζεύγος, να οργανώνουν τη ζωή τους από πλευράς οικονομικής, δεν θα χρειαζόταν η γυναίκα να βγει έξω να δουλέψει. Πάντως, το ότι βγαίνει και η γυναίκα έξω, εδώ υπάρχει μία δικαιολογία αποφυγής της πνευματικής ζωής. «Δεν έχω καιρό», σου λέει. «Να πάω στην εκκλησία δεν έχω καιρό. Να ακούσω λόγο Θεού δεν έχω καιρό». Κ.λπ. κλπ.
Μετά είναι η μόρφωσίς μας και η μόρφωση των παιδιών μας. Εκεί δα υπάρχει ένας κυριολεκτικά πυρετός. Φροντιστήρια, μουσικές.. «Το παιδί να μην πάρει και μουσικήν κατάρτισιν, να μην πάει στο Ωδείον;». Μετά, γυμναστικές επιδόσεις, ξένες γλώσσες και βάλε και βάλε και βάλε. Όλα αυτά δεν αφήνουν χρόνον ούτε για μας ούτε για τα παιδιά μας. Κι αυτά, δεν νομίζετε ότι αποτελούν μία καταναγκαστικήν ψύχωσιν, ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίον δεν μπορούμε να ξεφύγομε για κάτι το πνευματικόν; Εκείνο που μου κάνει εντύπωση πολλές φορές, παίρνει τηλέφωνο, ας πούμε, κάποιος, πατέρας ή μητέρα, για να ‘ρθει το παιδί για εξομολόγηση, να το δούμε εμείς ιδιαιτέρως…· γιατί το παιδί την ημέρα που έχομε εξομολόγηση έχει φροντιστήριο, έχει ξένες γλώσσες, έχει να πάει στο Γυμναστήριο. Α, δηλαδή εγώ, που είμαι πνευματικός, να υποβληθώ εις τον κόπον να δεχθώ το παιδί σου μία άλλη μέρα και μία άλλη ώρα, μόνο και μόνο για να μην χάσει το …φροντιστήριό του. Βλέπετε παρακαλώ; Κι αν πω εγώ –είναι πολύ φυσικό- «Δεν μπορώ άλλη μέρα», τότε το παιδί θα μείνει χωρίς εξομολόγηση. Φταίω εγώ που είπα: «Δεν μπορώ;». Ή φταις εσύ που δεν θυσιάζεις το φροντιστήριο του παιδιού σου, μόνο και μόνο για να μην το χάσει;
Μετά, οι κοσμικές ενασχολήσεις. Εκεί δα, τελειωμό δεν υπάρχουν. Και οι ψυχαγωγίες. Έχομε να πάμε εδώ, έχομε να πάμε εκεί, ταξίδια, και δεν μπορούμε να σκεφθούμε καν για θέματα πνευματικής ζωής και σωτηρίας.
Μετά, η ικανοποίηση των αισθήσεων. «Πολύ ωραίο έργο προβάλλει ο κινηματογράφος, πρέπει να το δούμε, να πάμε να δούμε». Κι εκείνο, κι εκείνο. «Η τηλεόραση προβάλλει τούτο, πρέπει κι εκεί να το δούμε». Και δεν έχομε χρόνο να κοιτάξομε την πνευματική μας ζωή.
Βέβαια η άρνηση των καλεσμένων δεν σημαίνει και ματαίωσις του δείπνου. Δεν σημαίνει επειδή κάποιοι αρνούνται και τον δείπνο του Θεού, μπορεί αυτό να ματαιωθεί. Αν είναι δυνατόν αυτό ποτέ. Γιατί; Απλούστατα υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι οι οποίοι περιμένουν την κλήσιν. Δεν είναι όλοι οι οποίοι θα πουν το «όχι». Με μύριες δικαιολογίες «όχι». Υπάρχουν κι εκείνοι που μπορούν και ανταποκρίνονται. Και αυτό είναι βέβαια ένα ευτυχές γεγονός. Είναι οι αποδεχόμενοι λοιπόν το δείπνον της Βασιλείας του Θεού. Και παρακάθηνται εις αυτό το δείπνο. Είναι η μυστηριακή ζωή. Είναι ο εκκλησιασμός. Είναι η μελέτη του λόγου του Θεού. Είναι η άσκησις. Κι αυτοί δουλεύουνε. Δεν είναι τεμπέληδες. Κι αυτοί έχουν οικογένεια. Κι αυτοί έχουν επάγγελμα. Αλλά σου λέει: «Άλλο αυτό, άλλο εκείνο· όλα με τη σειρά τους. Θα πάω και στο μαγαζί, θα πάω και στο χωράφι, αλλά θα πάω και στην Εκκλησία».
Μάλιστα το θέμα της αργίας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Η Εκκλησία μας έχει αρκετές αργίες μέσα εις το έτος. Το κάνει αυτό, για να σου δώσει την ευκαιρία να αφήσεις τις ενασχολήσεις σου τις βιοτικές και να πας στην Εκκλησία. Και να ακούσεις τον λόγο του Θεού. Θυμούμαι, στη Λάρισα, είχα πει κάποτε στα παιδιά του Κατηχητικού σχολείου.. ένα παιδί το εφήρμοσε, ένα παιδί· ήταν στο Λύκειο. Τι έκανε; Σε μία αργία… σχολείο βέβαια είχαν, γιατί και οι αργίες έχουν δυστυχώς καταργηθεί. Στην εποχή μου είχαμε πολλές αργίες. Αγίου Δημητρίου, να είναι το σχολείο ανοιχτό; Αγίου Αντωνίου; Μπα! Είχαμε αργία. Τι λοιπόν; Το παιδί, όπως του είχα πει…-είχα πει σε όλα τα παιδιά, ένα το εφήρμοσε- τι έκανε το παιδί αυτό; Έπαιρνε τη σάκα του, έτρωγε πρωινό, ερχότανε στην Εκκλησία, όταν έχομε μία αργία, και δεν είναι αργία που να ‘ναι κλειστά όλα, δυστυχώς εκεί βλέπετε, δεν πανηγυρίζει ο ναός, εκεί τελειώνομε και γρήγορα, 9 η ώρα έχει τελειώσει η Εκκλησία. Ε, τότε, τι; Ερχότανε με τη σάκα του το πρωί, εκκλησιαζόταν το παιδί, ευθύς μετά έφευγε και πήγαινε στο σχολείο. Έχανε μόνο μία ώρα. Το πρωί. Μόνο μία ώρα. Ελάτε να μου πείτε τώρα, που καταργήσαμε τις αργίες…-γιατί ξέρετε τι λένε οι εχθροί του Θεού; Είναι στο Ψαλτήρι γραμμένο. «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς». «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς»! Δεν μου λέτε, πόσες ώρες τα παιδιά σήμερα είναι εκτός σχολείου; Πάρα πολλές… Δεκάδες ώρες χάνουν. Γιατί; Γιατί θυσιάζουν αυτές τις πέντε ώρες να πάνε στην Εκκλησία. Και έτσι, από άλλο μέρος πληρώνομε τα σπασμένα. Αγαπητοί μου, έτσι είναι. Καταργείς εκείνο που θεσμοθετεί ο Θεός; Αλίμονό σου…
Αγαπητοί, σε λίγες ημέρες θα γιορτάσομε το μεγάλο γεγονός, το μεγαλύτερο γεγονός που είναι η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου. Εκείνος που δημιούργησε τα πάντα, τώρα θα γίνει άνθρωπος. Και θα ΄ρθει ανάμεσά μας. Η παρουσία Του στη γη είναι το δείπνον της Βασιλείας του Θεού. Ορατόν σημείον της Βασιλείας του Θεού στη γη επάνω είναι η Εκκλησία. Και μάλιστα η τέλεσις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Πόσοι όμως από μας γνωρίζουμε το νόημα της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου; Πόσοι από μας έχομε δημιουργήσει προϋποθέσεις υποδοχής, όπως είναι μία Τεσσαρακοστή, όπως τώρα που διερχόμεθα; Πόσοι από μας ετοιμάσαμε την οδόν Κυρίου και κάναμε «εὐθείας τάς τρίβους αὐτοῦ», όπως ειδοποιεί ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος; Μη νομίσομε ότι Χριστούγεννα σημαίνει φαγοπότι και ευκαιρίες ταξιδίων και δώρων και ψυχαγωγίας. Χριστούγεννα σημαίνει ότι κατανοήσαμε Ποιος ήλθε ανάμεσά μας. Αυτό θα πει Χριστούγεννα. Και βέβαια και Τον δεχθήκαμε. Να μη μείνομε λοιπόν σε εκείνο το μελαγχολικό και απογοητευτικό, που καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στο Α΄ του κεφάλαιο: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». «Ήλθε ανάμεσά μας, ήλθε στο σπίτι μας, ήλθε στη γη μας και εμείς δεν Τον παραλάβαμε. Του γυρίσαμε την πλάτη».
Αδελφοί, Χριστούγεννα, και το τραπέζι της Βασιλείας στρώθηκε. Μη χάνομε καιρό. Οι βιοτικές μέριμνες ποτέ δεν τελειώνουν· γιατί είναι ένας φαύλος κύκλος. Η ζωή μας είναι μία ευθεία. Από τη γη στον ουρανό. Όλες οι συστροφές είναι εκ του πονηρού. Και τώρα μας δίδεται η ευκαιρία. Ο Θεός Πατήρ έστρωσε Μέγα Δείπνον και εκάλεσε πολλούς. Ανάμεσα στους πολλούς, να σπεύσομε και εμείς. Ίσως αύριο, κατόπιν μιας αναβολής, να είναι πολύ αργά. Ίσως τελεσίδικα αργά… Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο, μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.