1.
Ἐξαναγκασμός καὶ Ἐκκλησία (Λουκ. ιδ΄16-24)
Ἡ ἐποχή μας, ἄν καί διεκδικεῖ τήν κατοχύρωση ὅρων ἐλευθερίας καί δυνατότητας ἐπιλογῶν, χαρακτηρίζεται ἀπό στυγνό πειθαναγκασμό καί χειραγώγηση. Παρ’ ὅλους δέ τούς σχετικούς ἀγῶνες πολλῶν, μᾶλλον ἀποτυγχάνει τό ὅραμα τῆς ἐλευθερίας καί κυριαρχεῖ ἡ πραγματικότητα τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Στό ὄνομα ἰδεῶν, εὐγενῶν σκοπῶν, ἀκόμη καί θρησκειῶν, προκαλεῖται ὑποχρεωτικοτητα καί ἀσκεῖται ποικιλότροπη βία, εἴτε ἀπό φορεῖς τῆς ἐξουσίας πού ἐπικαλοῦνται βάσιμα ἤ καταχρηστικά τήν πρός τοῦτο ἁρμοδιότητά τους, εἴτε ἀπό φορεῖς πού διεκδικοῦν τήν ἐξουσία καί ἐπικαλοῦνται τό πρός τοῦτο δικαίωμά τους, εἴτε ἀπό ὁμάδες πού ἀντιστρατεύονται τήν ὅποιας μορφῆς ἐξουσία, ἀλλά ἐπικαλοῦνται τήν ἀνάγκη σύγκρουσης μαζί της γιά νά δικαιολογήσουν τίς ἐνέργειές τους. Ὅμως καί πέραν τῆς ἐξουσίας, ἀπό τό χρηματοοικονομικο πεδίο ἐκπηγάζει καταναγκασμός καί ὑποδούλωση, μέ κυρίαρχο προτάγμα τήν ὑποταγή τῶν πάντων στήν παραγωγή κερδῶν, δικαίωμα καί πρόσβαση στά ὁποῖα δέν ἔχουν ὅλοι μέ κριτήρια δικαιοσύνης καί ἠθικῆς, ἀλλά μέ ὅρους ζούγκλας. Καί στόν ἰδεολογικό στίβο ὅμως, ἡ ἰδεοληψία καί ἡ πεισματική ἐμμονή σέ θεωρήσεις καί πιστεύματα, ὁ ἐγκλωβισμός σέ ἀνεδαφικές ἡ οὐτοπικές ἰδέες, οἱ ἀγκυλώσεις τῆς ἡμιμάθειας καί τῆς στρατευμένης ἐκπαίδευσης, δέν προκαλοῦν καί δέν καλλιεργοῦν τίποτε ἄλλο παρά ἀντιπαλότητες, πού δέν ἐξελίσσονται σέ διάλογο, ἀλλά σέ πολλαπλές κοινωνικές πολώσεις, οἱ ὁποῖες μέ τή σειρά τούς συνεπιφέρουν συγκρούσεις μέ κύρια διεκδίκηση τήν ἐπιβολή καί τήν κυριαρχία, ἀποκλείοντας στόν ὁποῖο ἄλλο τή δυνατότητα ὕπαρξης.
Ὀφείλουμε ἐδῶ νά κάνουμε εἰδικό λόγο γιά τίς θρησκεῖες, μιᾶς πού ἀπό ὁρισμένα κέντρα ἐντέχνως καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἔχουν τόν πρῶτο λόγο στόν πειθαναγκασμό καί τήν ἐπιβολή. Ὀφείλουμε νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι στό ὄνομα τοῦ ὅποιου θεοῦ ἔχουν διαπραχθεῖ φρικτά ἐγκλήματα, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὑπεύθυνοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, συνήθως ὄχι οἱ πραγματικά πιστοί, ἀλλά ὅσοι ἐκμεταλλευόμενοι τό θρησκευτικό συναίσθημα πρός ἴδιον ὄφελος, ἐπιδιώκουν ἐπιμελῶς ἐγκοσμιοκρατικους στόχους καί σκοπούς μέ ὄχημα τήν ἰδεολογικοποιηση τῆς ὅποιας πίστης. Ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι σέ καμιά θρησκεία ὁ ἐξαναγκασμός δέν ἀποτελεῖ μέσο διάδοσης, ἀφοῦ ἀκόμη καί γιά τό Ἰσλάμ, ὁ ἱερός πόλεμος (τζιχαντ) δέν εἶναι ἕνας ἀπό τούς πέντε ὑποχρεωτικούς πυλῶνες τῆς ζωῆς τοῦ μουσουλμάνου, λογίζεται μᾶλλον ὡς ἐξαίρεση.
Ἡ προτροπή «ἀνάγκασον»
Κι ὅμως, στό Εὐαγγέλιο ὑπάρχει ἡ προτροπή «ἀνάγκασον». Τό διαβάζουμε στή σημερινή περικοπή, ἡ ὁποία πραγματεύεται τήν παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου. Στήν ἀρχή τῆς παραβολῆς περιγράφεται ἡ προσβλητική γιά τόν οἰκοδεσπότη ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του ἀπό ὅσους κατ’ ἀρχήν θεώρησε ὡς ἐπιφανέστερους, ἄξιους νά κληθοῦν. Τό πνίξιμό τούς ὅμως, ἀπό βιοτικές μέριμνες δέν τούς ἐπέτρεψε ν’ἀξιολογήσουν σωστά τήν πρόσκληση καί φθάνουν νά γυρίσουν τήν πλάτη σ’ ἐκεῖνον πού σκοπεύει νά τούς προσφέρει ὄχι ἁπλῶς ἀκόμη μία χάρη, ἀλλά τή μονή σωστική καί ἁγιαστική εὐεργεσία.
Πῶς ἀντίδρα ὁ οἰκοδεσπότης στήν ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του; Τονίζει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ὀργίζεται γιά νά ὑπογραμμίσει τήν εὐθύνη ὅποιου ἀπορρίπτει τήν πρόσκληση πού τοῦ ἀπευθύνει ὁ Ἅγιος Θεός καί μάλιστα κατά προτεραιότητα. Στή συνέχεια δίνει νέα ἐντολή στούς ἀνθρώπους του νά ξεχυθοῦν στίς πλατεῖες καί τίς ὁδούς καί νά μαζέψουν ὅσους ὑπάρχουν ἐκεῖ ὡς περιφρονημένοι, τούς φτωχούς, τούς ἀνάπηρους, τούς ἄρρωστους καί τυφλούς γιά νά προσέλθουν στό σπουδαῖο δεῖπνο καί νά ἀπολαύσουν ὅ,τι οἱ ἄλλοι δέν μπόρεσαν νά ἀξιολογήσουν ὡς ἀνώτερο καί σωτήριο. Κι ὅταν ὁλοκληρώνεται κι αὐτή ἡ διαδικασία καί διαπιστώνεται ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει χῶρος στό στρωμένο τραπέζι, πάλι ὁ οἰκοδεσπότης δίνει ἐντολή σ’ ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες του νά βγεῖ στά πλέον ἀπόμερα σοκάκια, στούς πιό ξεχασμένους καί περιθωριοποιημένους ἀνθρώπους καί αὐτούς ν’ ἀναγκάσει νά εἰσέλθουν στό σπίτι τοῦ κυρίου του καί ν’ ἀπολαύσουν τό πλούσιο δεῖπνο.
Τί νόημα ἔχει στή συνάφεια τοῦ κειμένου αὐτό τό «ἀνάγκασον»; Ἤ καλύτερα, ἕνας ἄνθρωπος μόνος του πῶς θά μποροῦσε ν’ «ἀναγκάσει» ὅλους αὐτούς πού προσκαλεῖ ὁ κύριός του; Καί πῶς συνδέεται τό «ἀνάγκασον» μέ τό «μέγα δεῖπνο»; Εἶναι προφανές ὅτι τό «ἀνάγκασον» ἐδῶ σημαίνει τό νά πιέσει ὁ ἕνας καί μόνος ὑπηρέτης ὅλους ἐκείνους τούς προσκεκλημένους πού εἴτε ἀπό αὐτοσυνειδησία γιά τήν κατάστασή τους, εἴτε ἀπό φυσική συστολή, θά δίσταζαν ν’ ἀνταποκριθοῦν στήν πρόσκληση. Πῶς ἕνας φτωχός, ἕνας περιθωριοποιημένος, ἕνας ἀνάπηρος ἡ ἕνας φοβισμένος ἄνθρωπος νά πιστέψει ὅτι ὑπάρχει μιά πρόσκληση γι’ αὐτόν, ἐκεῖ πού οὔτε ἔχει ὀνειρευθεῖ πότε ὅτι θά μποροῦσε νά βρεθεῖ. Ἄρα, καλεῖται ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος νά πιέσει πείθοντας, ὥστε νά ξεπερασθεῖ ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ ἐπιφυλακτικότητα. Δέν ἀμνηστεύονται οἱ θρησκευτικές διώξεις, ἀλλά κατοχυρώνεται ἡ παρακλητική πειθώ ὡς μεθολογια ἱεραποστολῆς.
Φιλότιμο
Κι ἐμᾶς σήμερα ἔτσι μᾶς χειρίζεται ἡ Ἐκκλησία μας. Δέν μᾶς χειραγώγει, οὔτε μᾶς πειθαναγκάζει. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, σέ περιβάλλον κοσμικό, ὅπου καί ἡ ἁπλή ἀναφορά θεμάτων πίστης συνεπιφέρει στήν καλύτερη περίπτωση εἰρωνικά μειδιάματα, ἄν ὄχι καί προσβλητικές ἀναφορές; Ἀλλά καί στό παρελθόν, ὅταν θεωροῦνταν «κρατοῦσα» ἡ Ἐκκλησία μας, πότε ὑποχρέωσε; Πότε δέσμευσε; Πότε ἐξανάγκασε; Μέ ὄπλα τό κήρυγμα καί τήν προσευχή ἡ Ἐκκλησία δέεται νά μᾶς φωτίσει τό Πανάγιο Πνεῦμα, ὥστε νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀλήθεια καί νά ζήσουμε σύμφωνα μέ αὐτή.
Κι ὅμως, ὑπάρχουν στήν πίστη μας στοιχεῖα, τά ὁποία θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι μᾶς «πιέζουν» σέ μία συνειδητή πνευματική πορεία. Ὅταν ἀναλογιστεῖ κανείς τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τόν ἑκούσιο θάνατό του, τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, πώς μπορεῖ νά μείνει ἀσυγκίνητος καί νά μή φιλοτιμηθεῖ ν’ ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτή τήν εὐεργεσία; Ὅταν μελετήσει κανείς τούς βίους τῶν Ἅγιων καί δεῖ τούς ποταμούς αἱμάτων τῶν μαρτύρων μας καί τούς κόπους τῶν ἀσκητῶν μας, πώς μπορεῖ νά μή θαυμάσει καί νά μή ζηλέψει φιλοτιμούμενος σέ κάτι νά τούς μοιάσει; Ὅταν ἐντρυφήσει κανείς στόν πλοῦτο τῶν κείμενων τῶν Πάτερων τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν Ἱερά Παράδοση πού αὐτά ἐπιστηρίζουν, πῶς νά μήν ποθήσει φιλοτιμούμενος νά ἐμβαπτισθεῖ σέ αὐτά γιά νά ἀναγεννηθεῖ «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος»;
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξέρει νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς αἰχμαλωτίζει, ὄχι σέ δίκτυα βίας καί ψυχαναγκασμοῦ, ἀλλά σέ περιβάλλον ἐλευθερίας κεντρίζοντάς μας στό φιλότιμο, ἐνισχύοντας τή φωνή τῆς συνείδησής μας, χαρίζοντας βιώματα ἅγια καί μοναδικά. Τό πόσο δεχόμαστε ν’ ἀνταποκριθοῦμε σέ ὅλ’ αὐτά, ἀναδεικνύει καί τί εἴδους ἄνθρωποι τελικά εἴμαστε.
2.
Ἀντίφαση ἀγάπης (Ἐφεσ. ε΄8-19)
Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς παρακμῆς μιᾶς κοινωνίας ἱστορικά, εἶναι ὁ κατακερματισμός της καὶ ἡ διαίρεση. Ἡ διχόνοια κορυφώνεται σὲ μία ἐσωστρεφῆ πολεμική, ὄχι πάντα μὲ ἐκδηλώσεις βίας, ἀλλὰ πάvτως μὲ κυρίαρχο τὸν καταγγελτικὸ λόγο. Δημαγωγοὶ ἐξανίστανται καὶ χειραγωγοῦν τὸ πλῆθος ἐκμεταλλευόμενοι συvήθως τὴν ἔλλειψη παιδείας, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὑπονομεύουν θεσμοὺς χάριν τοῦ δικοῦ τους συμφέροντος. Ἱστορικά, πάντα ἡ κατάληξη εἶναι ἡ ἴδια ἡ κοινωνικὴ ἀποσύνθεση.
Δυστυχῶς, παρόμοια φαινόμενα παρατηροῦνται ἐνίοτε καὶ σὲ ἐκκλησιαστικὰ περιβάλλοντα. Ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας, πολλοὶ ἐπιμένουν νὰ ἀναλώνουν δυvάμεις μαχόμενοι ὄχι ἐναντίον τῆς τραγικότητος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, ἀλλὰ ἐναντίον ἄλλων ἀδελφῶν. Στὴ συγκυρία ποὺ ὁ κόσμος ἔχει τόση ἀνάγκη, ἐμφανίζονται στεῖρες ἐvδοεκκλησιαστικὲς ἀvτιπαραθέσεις μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμούς, ἐξαιτίας λόγων ἢ πράξεων ποὺ προφαvῶς ἐξηγοῦνται διαφορετικά. Σὰν νὰ ξεχνᾶμε τὸν δηκτικὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στοὺς Γαλάτες, «εἰ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπὸ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. 5,15), ὅπως καὶ τὸ ἀντίστοιχο παράπονό του στοὺς Κοριvθίους, «ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοὶ ἐστέ, καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;» (Α\’ Κορ. 3,3).
Ὁ ἐλεγκτικὸς λόγος
Πολλοὶ αἰτιολογοῦν τὴν ἐλεγκτικὴ τακτικὴ ἐπικαλούμενοι στιγμὲς ποὺ ἀκόμη καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου ἔγινε ἐλεγκτικό, ἢ πάλι καταφεύγουν στὸ παράδειγμα τοῦ Προδρόμου ἢ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὅμως, ἀντιπαρέρχονται τὸ γεγοvὸς ὅτι ὁ ἐπιθετικὸς λόγος ἦταν ἐξαίρεση καὶ γι’ αὐτὸ κάτι τὸ ἀξιοσημείωτο. Εἰδικῶς δὲ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ ὄvτως αὐστηρός, ἀλλὰ καὶ γεμάτος ἀγάπη, ἤλεγχε, ἀκόμη καὶ τὸν Ἡρώδη, ὄχι μὲ βαναυσότητα καὶ ἀπόρριψη, ἀλλὰ μὲ ἁγιοπνευματικὰ ἐμπνευσμένο τρόπο. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ κατὰ Μάρκον διαβάζουμε ὅτι ὁ Ἡρώδης σεβόταν τὸν Ἰωάννη περισσότερο, ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος καὶ ἅγιος. Κι ὅταν κάποτε τὸν ἄκουσε στὴ φυλακή, ἔκανε πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τὸν συμβούλευσε ὁ Ἰωάννης. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὸν συναντοῦσε τὸν ἄκουγε μὲ εὐχαρίστηση (Μάρκ. 6,20). Ὁ ἐλεγχόμενος Ἡρώδης ἄκουγε μὲ εὐχαρίστηση τὸν ἀρθρώνοντα καταγγελτικὸ λόγο ἐναντίον του Τίμιο Πρόδρομο! Χαρακτηριστικὸ λοιπόν, τοῦ πνευματικοῦ ἐλεγκτικοῦ λόγου δὲν εἶναι ἡ ἐξουθένωση καὶ συντριβὴ ἐκείνου πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται, ἀλλὰ ἡ πρόκληση σεβασμοῦ, κατανόηση τοῦ δικαίου καὶ ὀρθοῦ καὶ βεβαίως, ἡδύτητα ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ καὶ μὲ πόνο προσέγγιση τοῦ κηρύττοντος.
Παράδειγμα γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ διάκριση μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε τὸν Παῦλο. Ὁ Παῦλος ὡς Σαῦλoς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ φύλασσε τὰ ροῦχα ὅσων λιθοβολοῦσαν τὸν ἅγιο Πρωτομάρτυρα καὶ Ἀρχιδιάκονο Στέφανο (Πράξ. 7,58). Πῶς τὸν κρίνει ἡ Ἐκκλησία; Δὲν λέει τίποτε ἐναντίον του, παρὰ μόνον προφυλάσσεται γιὰ νὰ μὴν ὑποστεῖ χειρότερα, ἐνῶ καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἡ καταγραφὴ περὶ Σαύλου ὡς διώκτη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πραγματικὴ στὴν ἀπειλητικότητά της, χωρὶς ὅμως συναισθηματικὴ φόρτιση καὶ ἀπαξία (8,3). Ἡ δὲ στάση τοῦ Ἀνανία στὴ μεταστροφὴ τοῦ Σαύλου καὶ τὴν ἀνάδειξή του ὡς Παύλου εἶναι μὲν διστακτική, ἐξαιτίας τῶν ὅσων ἔχει ἀκούσει περὶ τοῦ ἀvδρός, χωρὶς ὅμως, νὰ ἐμπεριέχεται κατάκριση, ἀπόρριψη ἢ καχυποψία (9,10-18). Στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος μεταβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἀντιμετωπίζει τὸν ἔναντί του φόβο τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὄχι τὴν κατηγορία, τὴ σκληροκαρδία ἢ τὴν ἐξουθένωση (9,26-28).
«Ὁ ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ ἔλεγχος»
Ἡ παραπάνω στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ Παύλου, στάση προφύλαξης τοῦ ποιμνίου xωρὶς μίσος γιὰ τὸν ἐπιβουλέα, τὸν προκαλεῖ νὰ γράψει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ὄχι μόνο γιὰ νὰ παροτρύνει καὶ νὰ διδάξει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνώμονα ἐμπειρία του ἀπὸ τὰ ὅσα εἰσέπραξε ὡς ἐκκλησιαστικὴ συμπεριφορά.
Γιὰ νὰ ἀποτυπώσει μάλιστα τὸ βίωμά του χρησιμοποιεῖ τὴν ἀντίφαση. Ἀπὸ τὴ μιὰ προτρέπει τοὺς ἀδελφοὺς νὰ μὴ γίνονται συγκοινωνοὶ καὶ συνένοχοι στὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, γιατί δὲν φέρνουν καρπὸ ὠφέλιμο, γι\’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τὰ ἐλέγχουν ἀναδεικνύοντας πόσο ὀλέθρια εἶναι. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὸν ἀμέσως ἑπόμενο στίχο λέει ὅτι τὰ ἔργα αὐτά, ἰδίως ὅσα γίνονται κρυφά, εἶναι τόσο αἰσχρά, ὥστε καὶ μόνον τὸ νὰ μιλᾶ κανεὶς γι\’ αὐτὰ φέρνει ντροπή. Κι ὅλα αὐτά, ἀφοῦ προηγουμέvως ἔχει τονίσει ὅτι ὅποιος εἶναι «τέκνον φωτός», χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ πνεύματος ποὺ εἶναι οἱ κάθε εἴδους ἐκδηλώσεις καλοσύνης καὶ δικαιοσύνης καὶ ἀλήθειας.
Τί κατανοοῦμε μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτά; Πρῶτον, ὅτι ὁ Παῦλος θέλει νὰ ἀναδείξει τὴν κομβικὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ἀποστρεφόμαστε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἁμαρτάνοντα. Σκοπὸς μας εἶναι ὄχι ἡ ἀπόρριψη, ἡ ἐξουθένωση καὶ ἡ συντριβὴ τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλὰ ἡ μετάνοιά του καὶ ἡ σωτηρία του! Δεύτερον, ὅτι ὁ Παῦλος θέλει νὰ ἐπιστήσει τὴν προσοχὴ στὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, xωρὶς ὅμως, νὰ τὴ διαφημίσει. Πράγματι, πολλὲς φορὲς στὴν προσπάθειά μας νὰ στηλιτεύσουμε μορφὲς ἁμαρτίας, οὐσιαστικὰ τὶς διδάσκουμε καὶ καλλιεργοῦμε σχετικοὺς λογισμοὺς σὲ ὅσους μᾶς ἀκοῦν. Τρίτον ὅτι ὁ Παῦλος ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναφέρεται στὴν ἀνάγκη ἐλέγχου, προτάσσει τὴν ντροπή, τὴν καλοσύνη, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια ὡς προϋποθέσεις ἀπαραίτητες γιὰ νὰ ἀποτολμηθεῖ ὁ ὁποιοσδήποτε ἔλεγχος.
Ἀδελφοί, ἡ ἱκανότητα ἀρθρώσεως ἐλεγκτικοῦ λόγου, προϋποθέτει μεγάλα πνευματικὰ μέτρα καὶ πολλὴ ἀρετή. Γι\’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἔργο τοῦ ὁποιουδήποτε. Ἡ διάκριση πρέπει νὰ κυριαρχεῖ.