Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.

Ὁ Χριστὸς διδάσκοντας στὴ συναγωγὴ συναντάει μία γυναίκα, ποὺ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ταλαιπωρεῖται ἀπὸ «πνεῦμα ἀσθενείας» καὶ εἶναι συγκύπτουσα. Ἡ γυναίκα δὲν πῆγε στὴ συναγωγὴ γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θεραπεία της. Προφανῶς δὲν ἤξερε οὔτε ποιὸς ἦταν ὁ Χριστός. Πῆγε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ δοξάσει τὸν Θεό. Ποιὸς ἄλλος θὰ δώσει «δόξαν καὶ δικαίωμα τῷ Κυρίῳ»; Μήπως «οἱ πεποιθότες ἐπὶ τῇ δυνάμει αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτῶν» (Ψαλμ. 48,7); Ὄχι, ἀλλὰ «ἡ ψυχὴ ἡ λυπουμένη ἐπὶ τὸ μέγεθος ὃ βαδίζει κύπτον καὶ ἀσθενοῦν, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ ἐκλείποvτες καὶ ἡ ψυχὴ ἡ πεινῶσα δώσει σοι δόξαν καὶ δικαιοσύνην, Κύριε» (Βαροὺχ 2,17).

Ἡ παραφροσύνη τοῦ φθόνου

Μία τέτοια πονεμένη καὶ πεινασμένη ψυχή, σκυφτὴ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, μὲ μάτια ποὺ κουράστηκαν νὰ βλέπουν μόνο τὸ χῶμα, τὴ σπλαχνίστηκε ὁ Χριστός· καὶ χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει, τὴ θεράπευσε μὲ τὴ «θεοπρεπέστατη καὶ ἐξουσιαστικὴ φωνή του καὶ μὲ τὸ βασιλικό του νεῦμα» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξαvδρείας). Ὁ σατανᾶς ὅμως ποὺ τόσα χρόνια τὴν ταλαιπωροῦσε, διωγμένος τώρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ θέλοvτας νὰ μειώσει τὴ δόξα τοῦ θαύματος, «δεσμεῖ τὸν ἀρχισυνάγωγον φθόνῳ» (ἅγιος Θεοφύλακτος)· τὸν βρῆκε διαθέσιμο, γιατί ἡ ὑποκριτικὴ ζωὴ του τὸν εἶχε καταντήσει «συγκύπτοντα» πολὺ χειρότερα ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἐκείνη εἶχε δεσμευτεῖ ἀκούσια, ἐνῶ αὐτὸς -παρερμηνεύοντας τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο- ἑκούσια σκύβει κάτω ἀπὸ ἀσήκωτη σωρεία τύπων ψευτοευσέβειας. Καὶ δὲν ταλαιπωρεῖ μόνο τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «δεσμεύει φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 23,4).

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τὴν ἐξωφρενικὴ σύστασή του τὴν ἀπευθύνει μόνο στὸν ὄχλο. Δὲν τολμάει νὰ στραφεῖ καθόλου στὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο φθονεῖ πλέον ἀφάνταστα, βλέποντάς τον νὰ κερδίζει τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ κόσμου. Κατὰ τὴν παράλογη, λοιπόν, ἀπαίτησή του θὰ ἔπρεπε ἡ ταλαίπωρη συγκύπτουσα νὰ ἀπαντήσει στὸ σωτήριο πρόσταγμα τοῦ Κυρίου: «Ὄχι, Κύριε, εἶναι Σάββατο σήμερα καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀνορθωθῶ. Πρέπει νὰ ἀναβάλεις γιὰ αὔριο τὴ θεραπεία μου». Ὁ Χριστὸς ἐλέγχει τὸν ἀρχισυνάγωγο σὲ αὐστηρότατο τόνο. Τὸν ἀποκαλεῖ «ὑποκριτὴ» καὶ ἐπισημαίνει τὸ κατάντημά του νὰ θεωρεῖ «ἀτιμότερον τοῦ κτήνους τὸν ἄνθρωπον», ἀφοῦ τὰ ζῶα του δὲν τὰ ἀφήνει οὔτε γιὰ μία μέρα ἀπότιστα, ἐνῶ τὴν -γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια- ἄρρωστη γυναίκα «οὐ βούλεται ἁπαλλαγῆναι τῆς ἀσθεvείας»· καὶ μάλιστα μία ψυχή, ποὺ «ὄχι τόσο ἐξαιτίας τῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς πίστης της εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ» (ἅγιος Κύριλλος).

«Ἁγιασμὸς τοῦ Σαββάτου» καὶ «σύνδρομο τῆς Κυριακῆς»

Φυσικὰ δὲν παρερμήνευε μόνο ὁ συγκεκριμένος ἀρχισυvάγωγoς τὸν Νόμο σχετικὰ μὲ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ Χριστὸς τέλεσε θαῦμα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἡ ἀντίδραση ἦταν τόσο ἔντονη, ὥστε «ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ» (Ἰωάν. 5,16). Ἡ πώρωση στὴν ὁποία τοὺς εἶχε ὁδηγήσει ἡ ὑποκρισία τους δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ δεχθοῦν ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο», οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ ὁ κύριος καὶ τοῦ Σαββάτου. Γι’ αὐτὸ δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι «τὸ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων» (Ἔξοδ. 20,8) δὲν ἔχει σχέση μὲ μία στείρα καὶ τυπικὴ ἀργία «τοῦ γράμματος», ἀλλὰ μὲ τὴν ἐν Πνεύματι λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ φιλάνθρωπη ἀγαθοποιία.

Στὴ σημερινὴ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία αὐτὰ φαίνονται μᾶλλον ἀκατανόητα. Σήμερα ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ Κυριακὸ Δεῖπνο τῆς Λειτουργίας, κατάντησε ἁπλῶς μία ἄδεια μέρα, ποὺ μάταια προσπαθεῖ ὁ ἀλειτούργητος ἄνθρωπος νὰ τὴ γεμίσει μὲ διασκεδάσεις, δηλαδὴ μὲ ἄγονο διασκορπισμὸ vοὸς καὶ καρδίας. Αὐτὰ τὰ ἄγονα κενὰ ἐκδικοῦνται μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ «συνδρόμου τῆς Κυριακῆς», μίας παράξενης ἀρρώστιας, ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχουν παρατηρήσει ψυχίατροι σὲ ὅλο τὸν σύγχρονο κόσμο. Τὰ συμπτώματα αὐτοῦ τοῦ συνδρόμου εἶναι: πλήξη, ἀνία, τάση φυγῆς, νευρικότητα καὶ ἀπρόβλεπτα ξεσπάσματα.

Τὰ ἄνω ζητεῖτε

Ἡ βασικὴ αἰτία τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βγάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ του ἔπαψε νὰ ζητεῖ καὶ νὰ φρονεῖ τὰ ἄνω, ὅπου «ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολ. 3,1) καὶ κατάντησε «συγκύπτων», κοιτάζοvτας μόνο τὰ χοϊκὰ καὶ τὰ γήινα. Ὁ μακαριστὸς Ρουμάνος Γέροντας Κλεόπας Ἰλίε ἀναφέρεται σὲ κάποιον ποὺ εἶχε ὑποδουλωθεῖ στὸ πάθος τῆς κλοπῆς. Κάποτε πῆγε νὰ κλέψει θημωνιὲς ἀπὸ τὸ ἀγρόκτημα ἑνὸς πλουσίου παίρνοντας μαζὶ καὶ τὴν πεντάχρονη κορούλα του, ποὺ ζητοῦσε ἐπίμονα περίπατο. Φθάνοντας στὸν τόπο τῆς κλοπῆς ἄρχισε προσεκτικὰ νὰ κοιτάζει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ μήπως τὸν δεῖ κανένας. Τότε τὸ μικρὸ κοριτσάκι, ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει τί γινόταν, «θείᾳ νεύσει» τοῦ λέει μὲ ἁπλότητα: «Μπαμπά, κοίταξες σὲ ὅλα τὰ μέρη, ἀλλὰ ξέχασες νὰ κοιτάξεις στὸν οὐρανό». Ἡ ἀθώα ὑπόδειξη τῆς μικρῆς τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ἀφύπνισε. «Παραχρῆμα ἀνωρθώθη» καὶ κατάλαβε ὅτι μόνο φρονώντας καὶ ζητώντας τὰ ἄνω, πλουτίζει ἀληθινὰ ὁ ἄνθρωπος.

Μαζὶ μὲ τὸν μετανοήσαντα κλέφτη ἂς παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ μὲ τὰ λόγια της Παρακλητικῆς: «Ὡς τὴν συγκύπτουσαν πρὶν ἀνόρθωσόν με, τοῦ βηματίζειν ὀρθῶς πρὸς τὰς τρίβους σου, Φιλάνθρωπε».