– Χθὲς μιλήσανε στὸν «Παρνασσό». Καὶ τί ὡραῖα πράγματα εἶπαν! Τὰ εἶχε πάρει τὸ ραδιόφωνο. Προσπαθοῦν τώρα νὰ ἐπαναφέρουν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ἐγὼ λέω, δὲν μπορεῖ, θὰ τὴ φέρουνε τὴ γλῶσσα πάλι. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, τὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλησία ἀρχίζουν νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸ Εὐαγγέλιο. Πολὺ ἄσχημο πράγμα.

Ἔμενα κλωτσάει ἡ καρδιά μου. Πρέπει νὰ φωνάξομε τώρα καὶ νὰ τονίσομε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ξεχάσομε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Νὰ βλέπατε τί ἔγινε χθὲς τὸ ἀπόγευμα στὸν «Παρνασσό»! Τί ὡραῖα πράγματα! Πολὺ ὡραῖα πράγματα! Πολὺ ἐξαρτᾶται τὸ τί θὰ γίνει ἀπὸ τοὺς καθηγητές. Χωρὶς νὰ δημιουργεῖτε πεῖσμα στοὺς ὑπεναντίους, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη Χριστοῦ θὰ λέτε στοὺς μαθητές σας γιὰ τὰ ἑλληνικά. Δὲν πρέπει τὰ παιδιὰ νὰ τὰ γνωρίζουν; Θὰ σοῦ ποῦν οἱ συνάδελφοι: «Δὲν τὰ γράφει τὸ βιβλίο». «Ἔ, δὲν τὰ γράφει τὸ βιβλίο, ἀλλὰ παρεμπιπτόντως μὲ ρώτησαν τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς μίλησα». Καταλάβατε; Ἢ δὲν εἶναι ἔτσι;

Νὰ πᾶτε σήμερα ν’ ἀγοράσετε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔγραψε ἕνας καθηγητής. Εἶναι σχολικὸ μὲ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Νὰ μοῦ διαβάζετε κι ἐμένα. Μεγάλα συγχαρητήρια ἀνήκουν στὸν καθηγητὴ γιὰ τὴν προσπάθεια ποὺ ἔκανε νὰ διατηρήσει τὴ γλῶσσα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σοφία ποὺ μεταχειρίστηκε. Δηλαδὴ δὲν ἔκανε κανένα συλλαλητήριο, γιὰ νὰ διεγείρει τοὺς ὁμοϊδεάτες του ποὺ ἀγαποῦν τὴ γλῶσσα. Δὲν τοὺς παρακίνησε νὰ βγοῦν στὸ πεζοδρόμιο καὶ νὰ φωνάζουν: «Θέλομε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα!». Δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Ἀλλὰ ἀναίμακτα, ἁπλά, ἁπαλά, σιωπηλὰ ἀγωνίζεται νὰ κάνει τὰ ἑλληνόπουλα νὰ ἀγαπήσουν τὴ γλῶσσα τῶν προγόνων τους.

Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μουσική. Καὶ αὐτοὶ ποὺ παλαιὰ ξέρανε καλὰ τὴ γλῶσσα, ὅπως τὰ ἔψαλλαν, ὅπως τὰ ὁμιλοῦσαν, ὅλα τὰ νοήματά τους τῆς ψυχῆς, ὅπως τὰ αἰσθανόντουσαν, τὰ μετέδιδαν ἀκριβῶς μὲ τοὺς τόνους, τὴ βαρεία, τὴν ὀξεία, τὴν περισπωμένη, τὴ δασεία καὶ ξέρω κι ἐγὼ πῶς τὰ λένε… Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει πολύτιμους θησαυρούς, εἶναι ἡ γλῶσσα ποὺ τὴν πλούτισαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τόσο ὡραία καὶ τὴν τόρνευσαν ἔκαναν τὸ κτίσιμό της τόσο τέλεια, σὰν νὰ εἶναι —μία λέξη νὰ πῶ— «ἰσοδομική».

Τί θὰ πεῖ «ἰσοδομική»; Νὰ σᾶς πῶ ἐγώ. Δὲν τὸ ἔχω διαβάσει σὲ λεξικό, ἀλλὰ μόνος μου νὰ σᾶς πῶ πῶς τὸ καταλαβαίνω. Ξέρετε, ἔχομε στὸ μοναστήρι κάτι τσιμεντόλιθους, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἔχουνε βγεῖ ἀπὸ ἕνα καλούπι. Αὐτοὶ οἱ τσιμεντόλιθοι εἶναι ὅλοι ἰσοδομικοί, ταιριάζουνε ὅπου νὰ τοὺς βάλεις. Λοιπόν, παλαιὰ δὲν εἴχανε τσιμέντο νὰ κάνουνε καλούπια, ἀλλὰ παίρνανε τὰ μάρμαρα καὶ τὰ μετρούσανε τὰ ἴδια καὶ τὶς γωνίες τους, τὸ ὕψος, τὸ βάθος, μὲ τὸ χιλιοστό. Τὴν Ἀκρόπολη καὶ πολλὰ μνημεῖα ποὺ εἴχανε κτίσει, ἔτσι τὰ εἴχανε μετρήσει. Δηλαδὴ ταιριάζανε. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, οἱ Πατέρες τοῦ Ἔθνους — μποροῦμε κι ἐκείνους νὰ τοὺς ποῦμε Πατέρες— ξέρανε τόσο καλὰ τὴ γλῶσσα, ὥστε, ὅταν μιλοῦσαν, δὲν μποροῦσαν νὰ ποῦνε μία λέξη ποὺ δὲν ταιρίαζε μὲ τὸ θέμα ποὺ λέγανε. Ἡ λέξη «ἰσοδομικὴ» εἶναι δική μου λέξη, δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει. Κοιτάξτε τώρα στὸ λεξικό. Μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ αὐτὰ τὰ λέγω ἀπὸ μόνος μου, δὲν τὰ ξέρω, δὲν τὰ ’χω διαβάσει. Ρωτάω ἐσᾶς ποὺ ξέρετε γράμματα.

— «Ἰσόδομος»: ὁ ἐκτισμένος κατὰ σειρὰς ἰσομεγεθῶν λίθων ἢ τεχνοτροπία τοῦ κατ` ἴσους δόμους κτισίματος.

— Ἐγὼ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω, ἀλλὰ φαίνεται φώτισις Θεοῦ. Εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπ’ εὐθείας! Στὸ λόγο, ὅμως, καταλαβαίνεις ὅτι ὁ λόγιος ἔχει ταιριαστὲς λέξεις ποὺ λέγει σὲ κάθε ὑπόθεση. Ὅταν δὲν εἶναι ταιριαστὲς οἱ λέξεις, τὶς λέμε «σόλοικες». Τὸ γράψιμό σου, λέμε, εἶναι σόλοικο.

Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἰσοδομική. Τὸ ἰσοδομικόν, ὅπως ἐγὼ τὸ καταλαβαίνω, ἔχει σειρά, ὁμαλότητα, γραμμή. Ὅλοι οἱ λίθοι εἶναι βαλμένοι, ὅπως πρέπει. Κανεὶς δὲν ἐξέχει πιὸ ἔξω ἢ πιὸ μέσα ἢ ἔχει κενό. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἰσοδομικὴ γλῶσσα. Πῶ, πῶ, τί ὡραῖα πράγματα!

Θυμάστε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, στὴν ἀρχαία γλῶσσα; Μοιάζουνε μὲ τοῦ Δημοσθένη καὶ μὲ ὅλων τῶν ρητόρων. Αὐτοὺς τοὺς εἴχανε μελετήσει, τοὺς εἴχανε φάει, τρόπον τινα, οἱ Πατέρες. Ναί, ἀλλὰ ζοῦσαν μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι στὰ ἔργα τους εἶχαν τέλειο περιεχόμενο καὶ τὸ ἐξέφραζαν μὲ τὴν τέλεια γλῶσσα τους. Τοὺς ἀρχαίους τοὺς εἶχαν ξεπεράσει στὴ δομή.

Ἀκοῦστε νὰ δεῖτε, ἐγὼ δὲν ξέρω ὀρθογραφία, δυστυχῶς. Δὲν ἔχω διδαχθεῖ οὔτε γραμματική, οὔτε συντακτικό. Ὅμως στὴν πρώτη Δημοτικοῦ ποὺ πήγαινα εἶχα μάθει τὰ φωνήεντα, τὰ σύμφωνα καὶ τὴ δευτέρα κλίση. Αὐτὰ τὰ ξέρω. Μετὰ ἐπῆρα καὶ μελέτησα μεγάλος, μόνος μου. Τὰ μελέτησα ὄχι μὲ ἐπίγνωση, νὰ καθίσω νὰ τὰ μάθω. Τὰ μελέτησα ἔτσι, μὲ περιέργεια καὶ μὲ ἔφεση, γιὰ νὰ καταλάβω τί ἔχουνε μάθει στὸ Δημοτικό, ποὺ ἐγὼ δὲν πῆγα, ἢ στὸ Γυμνάσιο, ποὺ ἐγὼ δὲν προχώρησα. Καταλάβατε; Διάβασα ἔτσι, ὄχι γιὰ νὰ τὰ μάθω, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξέρω τί διδάχθηκαν οἱ ἄλλοι. Διάβασα βιβλία θεολογικά, γιὰ νὰ μάθω τί διδάχθηκαν οἱ θεολόγοι. Δὲν προσπάθησα νὰ τὰ μάθω. Ὄχι. Μάλιστα, γιὰ νὰ μὴν κουράζομαι, διάβασα πίνακα περιεχομένων καὶ στὴ Δογματικὴ καὶ στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία καὶ στὴν Ἠθικὴ καὶ στὴ Συμβολικὴ καὶ στὴν Εἰσαγωγὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ στὴν Εἰσαγωγὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἴδατε ποὺ τὰ θυμᾶμαι; Δὲν τὰ ἔχω διδαχθεῖ, ἀλλὰ τὰ ἔχω δεῖ ὅλα τὰ βιβλία καὶ ἔχω διαβάσει πίνακα περιεχομένων.