Κόντογλου Φώτης.
Στὶς 30 τοῦ Νοέμβρη εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι πεθάνανε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, κηρύχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορες χῶρες. Στὴν Ἑλλάδα μαρτύρησε μοναχὰ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, δηλαδὴ ποὺ πῆγε πρῶτος κοντὰ στὸν Χριστό. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα. Πολὺ τιμημένη εἶναι ἡ Πάτρα μέσα στὸν κόσμο, γιατί ἀξιώθηκε νὰ ποτισθεῖ τὸ χῶμα της μὲ τὸ αἷμα ἐκείνου ποὺ τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἕντεκα, πρὶν ἀπὸ τὸν ἀδερφὸ του τὸν Πέτρο.
Ὁ Ἀνδρέας ἤτανε στὴν ἀρχὴ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μιὰ μέρα καθότανε ὁ Πρόδρομος μαζὶ μὲ τοὺς δύο μαθητές του, κ’ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Χριστὸ νὰ περπατᾶ, καὶ γυρίζει καὶ τοὺς λέει: “Νά, αὐτὸς εἶναι τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ”. Καὶ σὰν ἀκούσανε οἱ μαθητὲς τὸ δάσκαλό τους νὰ μιλᾶ ἔτσι, πήγανε ξοπίσω ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ Κεῖνος γύρισε καὶ τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθᾶνε, καὶ τοὺς λέγει: “Τί ζητᾶτε;” Κι’ αὐτοὶ τοῦ εἴπανε:”Δάσκαλε, ποῦ κάθεσαι;” Κι’ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: “Ἐλᾶτε νὰ δῆτε”. Πήγανε λοιπὸν κ’ εἴδανε ποῦ καθότανε, κι’ ἀπομείνανε μαζί του ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς δύο ἤτανε ὁ Ἀνδρέας. Ὁ ἄλλος εἶναι φανερὸ πὼς ἤτανε ὁ Ἰωάννης, γιατί αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω τὰ γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του (Ἰω. α΄, 35), καὶ λέγει “ἧν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ τοῦ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ” (Ἰω. α΄, 41).
Βλέπεις πῶς κρύβει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἤτανε μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα; Καὶ τὸ κάνει ἀπὸ σεμνότητα, ὄχι μοναχὰ σ’ αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ Εὐαγγελίου του, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα. K’ ἐνῷ εἶναι πάντα λιγόλογος στὰ καθέκαστα τῆς ἱστορίας του, σ’ αὐτὸ τὸ μέρος γράφει καὶ τὴν ὥρα ποὺ πήγανε κοντὰ στὸν Χριστό, κι’ ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται πόσο τυπώθηκε μέσα στὴν ψυχὴ του ἐκείνη ἡ στιγμὴ ποὺ πρωτογνώρισε τὸν ἀγαπημένο του δάσκαλο. Γράφει λοιπόν: “Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη” (Ἰω. α΄, 40).
Ὕστερα, πηγαίνει ὁ Ἀνδρέας καὶ βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο ποὺ τὸν λέγανε τότε ἀκόμη Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει: “Βρήκαμε τὸν Μεσσία ποὺ θὰ πεῖ Χριστός”. “Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός”. Καὶ τὸν πῆρε καὶ τὸν πῆγε στὸν Χριστό. Κι’ ὁ Χριστός, σὰν γύρισε καὶ εἶδε τὸν Σίμωνα, εἶπε: “Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γυιὸς τοῦ Ἰωνᾶ• ἐσένα τόνομά σου θὰ γίνει Κηφᾶς, ποὺ θὰ πεῖ Πέτρος”.
Ὁ Ἀνδρέας γεννήθηκε στὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἕνα ψαραδοχώρι χτισμένο στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Κατὰ τὰ παραπάνω ποὺ εἴπαμε, ὁ Πέτρος ἤτανε ἀδελφός τοῦ Ἀνδρέα, κ’ οἱ δύο ἤτανε γυιοὶ τοῦ γέρο Ἰωνᾶ, ψαραδόσογο. Ὁ Πέτρος ἤτανε φουριόζος καὶ ἐνθουσιαζότανε εὔκολα, ἐνῷ ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἥσυχος καὶ λιγόλογος, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος: “Πέτρος θερμὸς τῷ πνεύματι ἦν πάνυ καὶ εἰς κοσμικῶν χρεῶν μέριμναν ἐπιτήδειος, ὁ δὲ Ἀνδρέας πραΰς καὶ ὀλιγόλαλος”.
Ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο φαίνεται πὼς ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἴχανε πιὸ πολὺ θάρρος μαζί του, σὰν τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Φίλιππο. Ὡστόσο τὰ λόγια ποὺ ἔλεγε ἦταν πάντα λιγοστά. Τὴ μέρα ποὺ μαζεύθηκε πολὺς κόσμος κι\’ ἄκουγε τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πεινάσανε, γύρισε ὁ Χριστὸς κ’ εἶπε στὸν Φίλιππο: “Ἀπὸ ποῦ θὲ ν’ ἀγοράσουμε ψωμιὰ γιὰ νὰ φάει ὁ κόσμος;” Κι’ ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε: “Διακόσια τάλληρα ψωμιὰ δὲν φτάνουνε γιὰ νὰ φάγει ὁ καθένας τους ἀπὸ μία μπουκιά”. Τότε ὁ Ἀνδρέας λέγει στὸν Χριστό: “Εἶναι ἐδῶ πέρα ἕνα παιδάριο ποὺ ἔχει πέντε ψωμιὰ κριθαρένια καὶ δύο ψάρια” (Ἰω. στ΄, 5-10).
Κι’ ἄλλη φορὰ πάλι, τὴ μέρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὰ βάγια, κάποιοι Ἕλληνες θέλανε νὰ τὸν δοῦνε, καὶ πήγανε στὸν Φίλιππο καὶ τοῦ εἴπανε: “Κύριε, θέλουμε νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦ”. Καὶ ὁ Φίλιππος πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, κ’ ὕστερα κ’ οἱ δύο μαζὶ τὸ εἴπανε στὸν Χριστό. Καὶ τότες ὁ Χριστὸς εἶπε: “Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου” (Ἰω. ιβ΄, 23). “Ἔφταξε ἡ ὥρα γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου”, δηλαδὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες θὰ κηρυχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Λοιπόν, βλέπεις; Πάλι ὁ Ἀνδρέας τοῦ μίλησε. Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τόπανε στὸν Φίλιππο γιατί θάξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τόνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι’ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι’ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ’ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλῶσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δύο εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα.
Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, τὴν τελευταία φορὰ ποὺ φανερώθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του, τοὺς εἶπε: “Πηγαίνετε καὶ μαθητέψετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαφτίζοντάς τα στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ διδάσκοντάς τα νὰ κρατᾶνε ὅλα ὅσα σᾶς παράγγειλα. K’ ἐγὼ θᾶμαι πάντα μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες, μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου”.
Ἀφοῦ λοιπὸν πήρανε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τραβήξανε ὁ καθένας κατὰ τὴ φώτιση ποὺ πῆρε, στόνα καὶ στ\’ ἄλλο μέρος. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τράβηξε, κατὰ τὴν παράδοση, καὶ πῆγε κατὰ πρῶτο στὰ μέρη τῆς Μαύρης Θάλασσας. Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Τραπεζούντα καὶ στὴν Ἀμισό, ἔχοντας μαζί του κάποιους ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, καὶ γύρισε στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες Ἕλληνες καὶ Ἰουδαίους. Ἀπὸ κεῖ τράβηξε στὴν Κολχίδα, δηλαδὴ στὸ σημερινὸ Λαζιστάν, ποὺ κατοικούσανε οἱ ἄγριοι κουρσάροι οἱ λεγόμενοι Κερκέτες.
Κατόπι γύρισε πίσω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ πάλι ξανάφυγε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ πήγανε στὴν Ἔφεσο. Στὴν Ἔφεσο εἶδε στόνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τὸν πρόσταξε νὰ πάγει στοὺς Σκύθες νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Πηγαίνοντας στὴ Σκυθία, πέρασε ἀπὸ τὴ Βιθυνία καὶ κήρυξε στὴ Νικομήδεια, στὴ Χαλκηδόνα καὶ στὴν Ποντοηράκλεια. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Παφλαγονία καὶ κήρυξε στὴν Ἄμαστρη καὶ στὴ Σινώπη, κ’ ἐκεῖ βάφτισε τοὺς πιὸ πολλοὺς χριστιανοὺς καὶ κατόπι πῆγε πάλι στὴν Ἀμισὸ καὶ στὴν Τραπεζούντα. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὰ Σαμόσατα ποὺ βρισκότανε ἀπάνω στὸν ποταμὸ Εὐφράτη καὶ δίδαξε τοὺς Ἕλληνες, ποὺ κατοικούσανε πολλοὶ σ’ αὐτὸ τὸ μέρος.
Ἀπὸ τὰ Σαμόσατα ξαναγύρισε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τότες εἶδε τὸν Παῦλο. Μετὰ τὸ Πάσχα, ἔφυγε πάλι καὶ πέρασε τὴν Καππαδοκία καὶ τὴ Λαζικὴ κ’ ἔφταξε στὸ Κίεβο τῆς Σκυθίας, ποὺ ἤτανε τὸ Πάνθεο τῆς σλαυωνικῆς πολυθεΐας, κι’ ἀπάνω σ’ ἕνα χαμοβούνι ἔστησε ἕναν πέτρινο σταυρό. Κατόπι πέρασε τὸν Καύκασο καὶ τὴν Κασπία Θάλασσα, καὶ κήρυξε στὴ Χορασμία, στὸ σημερινὸ Χορωσάν. Ὕστερα ἔστρεψε πίσω κατὰ τὸ βασίλεμα καὶ πῆγε στὴν Κριμαία, κι\’ ἀφοῦ δίδαξε καὶ βάφτισε πολλούς, πέρασε στὴ Σινώπη, κι’ ἀπὸ κεῖ πῆγε στὸ Βυζάντιο, ποὺ ἤτανε τότες ἕνα χωριό, πρὶν χτιστεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη, κι’ ἀφοῦ χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυν, ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, πῆγε στὴ Θρᾴκη καὶ στὴ σημερινὴ Βουλγαρία καὶ Σερβία.
Ἔπειτα κατέβηκε στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία καὶ στὴ Ρούμελη, κι’ ἀπὸ κεῖ πέρασε στὸν Μοριὰ καὶ πῆγε στὴν Ἀχαΐα ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Πάτρα, μεγάλη πολιτεία τιμημένη ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ποὺ ἀφεντεύανε τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἀπάνω σ’ ὅλον τὸν κόσμο, κ’ ἤτανε στολισμένη μὲ ἐπίσημα χτίρια καὶ μὲ ἀγάλματα. Ἀνθύπατος τῆς Ἀχαΐας ἤτανε τότες ἕνας ποὺ τὸν λέγανε Αἰγεάτη. Σὲ λίγο ἀκούσθηκε πὼς ὁ Ἀνδρέας γιάτρεψε πολλοὺς ἀρρώστους μονάχα μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν χεριῶν του κι’ ὁ κόσμος ἔτρεχε σ’ αὐτόν. Ἔτυχε τότε ν’ ἀρρωστήσει κι’ ἡ γυναῖκα τοῦ Αἰγεάτη, λεγόμενη Μαξιμίλλα, κι’ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὴν ἔγιανε. Σὲ λίγον καιρὸ ἔφυγε στὴ Ρώμη ὁ Αἰγεάτης γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸν αὐτοκράτορα Νέρωνα γιὰ κάποιες ὑποθέσεις, κι’ ἄφησε στὸ πόδι του τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ. Αὐτὸς ὁ Στρατοκλὴς ἤτανε σοφὸς καὶ φημισμένος μαθηματικὸς στὴν Ἀθῆνα, κ’ εἶχε ἕνα δοῦλο ποὺ τὸν λέγανε Ἀλκαμανά, καὶ τὸν γιάτρεψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπὸ σεληνιασμὸ ποὺ ὑποφέρνε. Ὁ Στρατοκλῆς κ’ ἡ Μαξιμίλλα πιστέψανε στὸν Χριστὸ καὶ βαφτισθήκανε, κι’ ἄλλος πολὺς κόσμος μαζί τους.
Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ. Πρὶν νὰ τὸν πιάσουνε, χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στρατοκλῆ.
Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησία του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ’ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δύο ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς.
Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, “ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστὴ μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια”. Τὸ σκήνωμά του τὸ ἔθαψε ὁ ἐπίσκοπος Στρατοκλῆς μὲ τὴ Μαξιμίλλα καὶ κόσμος πολύς, ἀφοῦ τὸ ἀλείψανε μ’ ἀκριβὰ ἀρώματα καὶ τὸ ἐνταφιάσανε σ’ ἕνα μνῆμα μαρμάρινο κοντὰ στὴ θάλασσα. Ὁ τάφος του βρίσκεται ὡς τὰ σήμερα μέσα στὴν ἐκκλησία του, ἀλλὰ τὸ ἅγιο λείψανο λείπει, γιατί 350 χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ μαρτύριό του τὸ ἀνακομίσανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ καταθέσανε στὴν ἐκκλησιὰ τῶν ἁγίων ἀποστόλων μαζὶ μὲ τῶν ἄλλων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Στὰ 1204 πήγανε στὴν Πόλη οἱ Φράγκοι, κι\’ ἁρπάξανε ὅ,τι ἤβρανε. Ἕνας καρδινάλης Πέτρος, ἀπὸ τὴν Καπούα, πῆρε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα καὶ τὸ πῆγε στὸ Ἀμάλφι τῆς Ἰταλίας, καὶ κεῖ χτίσανε ἐκκλησία σὲ μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ βάλανε μέσα μὲ μεγάλη πομπὴ τὸ λείψανό του κλεισμένο σὲ ἀσημένια θήκη, στὶς 8 Μαΐου 1208.
Στὴν Πάτρα ἀπόμεινε μοναχὰ ἡ ἁγία κάρα ποὺ τὴ δώρισε στοὺς Πατρινοὺς ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών. Μὰ στὰ 1460 ποὺ κατεβήκανε οἱ Τοῦρκοι στὸν Μοριᾶ, ὁ Θωμᾶς ὁ Παλαιολόγος, ἀδελφός τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τελευταῖος ἄρχοντας τῆς Πάτρας, πῆρε τὴν ἁγία κάρα καὶ μπαρκάρησε ἀπὸ τὴν Πύλο καὶ πῆγε στὴ Ρώμη καὶ τὴν πρόσφερε στὸν πάπα Πίο τὸ B΄. Ὁ σταυρὸς του βρίσκεται στὴ Μαρσίλια, στὸ μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Βίκτωρος.
Στὴν Πάτρα καὶ στὰ περίχωρα ὑπήρχανε πολλὲς ἐκκλησίες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, πλὴν τώρα δὲν σῴζεται καμμιά. Ἡ σημερινὴ ἐκκλησία του εἶναι βασιλικὴ κατὰ τὸ σχέδιο ποὺ συνηθιζότανε στὰ Ἑφτάνησα, καὶ χτίσθηκε στὰ 1845. Τὸ ταβάνι εἶναι ζωγραφισμένο ἀπὸ τὸν Δημήτριο Βυζάντιο ποὺ ἔγραψε τὴ Βαβυλωνία καὶ ποὺ ἤτανε ἁγιογράφος. M’ ὅλο ποὺ ἡ ἐκκλησία αὐτὴ δὲν εἶναι κανωμένη καὶ ζωγραφισμένη κατὰ τὸ βυζαντινὸ τρόπο, εἶναι ὡστόσο κατανυχτική. Ἐνῷ ἡ μισοτελειωμένη ἐκκλησία ποὺ φαίνεται κοντὰ της εἶναι ἕνα ἔκτρωμα ποὺ πρέπει νὰ τὸ γκρεμίσουνε οἱ Πατρινοί.
Ξέρω πὼς παιδεύουνται χρόνια τώρα χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ κατασταλάξουνε σὲ μιὰ ἀπόφαση γιὰ τὸ σχέδιο μιᾶς μεγάλης ἐκκλησιᾶς ποὺ θέλουνε νὰ χτίσουνε. Εἶδα τὸ σχέδιο ποὺ σκάρωσε ἕνας Φραντσέζος, ποὺ εἶναι ἴδια τοῦρτα. Μὰ ὑπάρχει πιὸ ἁπλὸ πρᾶγμα ἀπὸ τοῦτο; : νὰ ἀναθέσουνε σ’ ἕναν καλὸν ἀρχιτέκτονα, ποὺ νὰ νογᾷ ἀπὸ βυζαντινά, νὰ κάνει μίαν ἐκκλησιά, ἀντιγράφοντας πιστὰ κάποια ἀπὸ τὶς πιὸ ἔμορφες βυζαντινὲς ἐκκλησιές, π.χ. τὸν ὅσιο Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς, τὸ Βροντόχι τοῦ Μυστρᾶ ἢ μία ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἢ ἀπὸ τ’ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Πάτρα εἶναι τὸ λιμάνι τῆς Ἑλλάδας ποὺ κοιτάζει κατὰ τὸ πέλαγο τῆς Εὐρώπης, κι ὅποιος ἔρχεται ἀπὸ κεῖ, εἶναι ντροπὴ νὰ πρωτοδεῖ μίαν ἐκκλησιὰ φράγκικη στὸ μέρος ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Πρέπει νὰ δεῖ μιὰ ἐκκλησιὰ ἑλληνική, βυζαντινή. Τί καθόσαστε καὶ συζητᾶτε χρόνια τώρα, σὰν νὰ μὴν ἔχετε τὴν πιὸ σπουδαία τέχνη στὸν τόπο σας;
Ἐδῶ στὴν Ἀθῆνα ζωγράφισα μιὰ μικρὴ καὶ παλαιὰ ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ποὺ βρίσκεται στὴν ὁδὸ Λευκωσίας, κοντὰ στὴν πλατεῖα Ἀγάμων. Ἡ πιὸ πολλὴ δουλειὰ ἔγινε. Σὰν τελειώσει ἡ ἁγιογραφία, πιστεύω νὰ γίνει ἕνα μικρὸ μουσεῖο τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.