1.
Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Συνήθεια τὸ \’χει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μᾶς μιλάη συχνὰ πυκνὰ γιὰ τὰ ἴδια πράγματα. Εἶναι γιατί θέλει νὰ τὰ ἐντυπωθοῦμε καλὰ στὸ μυαλό μας καὶ νὰ τὰ προσέχουμε· ἤ νὰ τὰ φυλαγώμαστε, ὅταν εἶναι κακὰ ἤ νὰ τὰ ἐκτελοῦμε, ὅταν εἶναι καλά. Θέλοντας λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μᾶς διδάξη πὼς πρέπει νὰ φυλαγώμαστε ἀπὸ τὴν φιλαργυρία καὶ τὴ φιλοχρηματία, μᾶς μιλάει καὶ σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν πλοῦτο. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ἱερὸ κείμενο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας ἄνθρωπος ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦ, πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας· Ἅγιε διδάσκαλε, τί ἂν κάμω θὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Γιατί μὲ λὲς ἅγιο; Κανένας δὲν εἶναι ἅγιος παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς ξερεις· μὴν πειράξης ξένη γυναίκα, μὴ σκοτώσης, μὴν κλέψης, μὴν πάρης ψεύτικο ὅρκο, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Κι ἐκεῖνος εἶπε· ὅλα ἐτοῦτα τὰ ἐτήρησα πιστὰ ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Κι ὅταν ἄκουσε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε· ἒν\’ ἀκόμα σοῦ λείπει· ὅλα ὅσα ἔχεις πώλησέ τα καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ \’χης θησαυρὸ στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθᾶς. Μὰ ἐκεῖνος, ὅταν ἄκουσε τοῦτα, ἔπεσε σὲ μεγάλη λύπη· γιατί ἦταν πάρα πολὺ πλούσιος. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ποὺ λυπήθηκε τόσο πολύ, εἶπε· πόσο δύσκολα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα θὰ μποῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Γιατί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάση μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε εἶπαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουσαν· καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε· τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶπε πὼς εἶναι δύσκολο πράγμα πλούσιος ἄνθρωπος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶπε πὼς εἶναι ἀδύνατο, μὰ εἶπε πὼς εἶναι δύσκολο. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο καὶ πειρασμός· εἶν\’ ἕνας θεὸς ὁ πλοῦτος γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἔχουν, ἕνας θεὸς ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν λατρεύουν. Ὅλοι ποὺ ἀγαποῦν τὰ χρήματα, ὅλοι oἱ πλούσιοι λίγο πολὺ εἶναι εἰδωλολάτρες· λατρεύουνε τὸ εἴδωλό τους, τὸν ψεύτικο θεὸ ποὺ εἶναι ὁ πλοῦτος. Γιατί ἀληθινὰ εἴδωλο καὶ ψεύτικος Θεὸς εἶναι ὁ πλοῦτος· σήμερα εἶναι κι αὔριο δὲν εἶναι, σήμερα τὸν ἔχεις κι αὔριο φεύγει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἐδῶ δὲ χρειάζεται πολλὴ θεωρία γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, γιατί ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοια παραδείγματα. Εἴδαμε πολλοὺς ποὺ εἶχαν πλοῦτο καὶ τὸν προσκυνοῦσαν καὶ τὸν λάτρευαν κι ἄξαφνα τοὺς ἔφυγε ὁ θεός τους κι ἔμειναν στὸ δρόμο. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι καὶ ψεύτικος καὶ ἄπιστος θεός.
Μὰ τί νὰ ἐννοοῦσε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν ἔλεγε πὼς εἶναι δύσκολο πράγμα πλούσιος ἄνθρωπος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἐννοοῦσε βέβαια πὼς δύσκολα οἱ πλούσιοι θὰ μποῦνε στὸν παράδεισο, πὼς δύσκολα ὕστερ\’ ἀπὸ τὸ θάνατό τους θὰ βροῦνε ἀνάπαυση καὶ μακαριότητα. Ὅ,τι πόθησαν τὸ εἶχαν σὲ τούτη τὴ ζωή· ξώφλησαν λοιπὸν κι ἔφυγαν. Μὰ δὲν ἐννοοῦσε μόνο τοῦτο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔλεγε πὼς δύσκολα θὰ μπῆ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο στὸν οὐρανό, εἶναι καὶ στὴ γῆ· μέσα μας καὶ ἀνάμεσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶπε κάποτε ὁ Χριστός. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας καὶ σὲ τούτη τὴν Ἐκκλησία οἱ πιὸ πολλοὶ καὶ οἱ πιὸ καλοὶ χριστιανοὶ δὲν εἶναι οἱ πλούσιοι. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὸν πλοῦτο ξεγελιοῦνται καὶ θαρροῦν πὼς δὲν τοὺς χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ἔχουν τὴ δική τους βασιλεία, ἔχουν τὸ δικό τους θεό. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύουν πὼς εἶναι γιὰ παρηγοριὰ τῶν φτωχῶν.
Κι ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγάλη παρηγοριὰ καὶ τῶν πλουσίων, μιὰ ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτὸς μέσα στὴν ὁποία σώζονται ὅλοι oi ἄνθρωποι. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πλοῦτος τῶν πλουσίων ἐξαγιάζεται καὶ βρίσκει σκοπό. Κάποτε ὁ Χριστὸς ἔφτασε νὰ πῆ πὼς κι ὁ ἄδικος ἀκόμα πλοῦτος μπορεῖ νὰ βρῆ κάποιο δίκαιο σκοπό. Κάμετε φίλους, εἶπε, ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας. Οἱ πλούσιοι, ποὺ κι ἂν ἔχετε τὸ χριστιανικὸ ὄνομα, εἴσαστε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιατί ὁ πλοῦτος σᾶς δυσκολεύει τὴν εἴσοδο, ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἡ δικαιοσύνη ἐδῶ ἡ φιλανθρωπία, ἐδῶ ἡ ἀγάπη, ἐδῶ ἡ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους· ἐδῶ ἡ φτώχεια βρίσκει ν\’ ἀκουμπήση κι ὁ πλοῦτος νὰ δικαιωθῆ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν πιστεύει στὸν πλοῦτο, πιστεύει στὸ Θεὸ· δὲν ἀγαπᾶ τὰ χρήματα, ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν καλεῖ καὶ τοὺς πλουσίους, νὰ πιστέψουν στὸ Θεὸ καὶ ν\’ ἀγαπήσουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἂς τὸ θελήσουνε κι ἂς εἶναι δύσκολο· ἂς ἔρθουνε στὴν Ἐκκλησία κι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση. Ὅσα δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, τὰ μπορεῖ ὁ Θεός.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί.
Εἴπαμε καὶ σήμερα ὅσα μπορέσαμε γιὰ τὸν πλοῦτο. Μὰ ἐτοῦτο τὸ θέμα εἶναι τόσο μεγάλο καὶ κατάντησε στὸν καιρὸ μας τόσο δύσκολο, ποὺ ὅσο νὰ μιλοῦμε δὲ σώνεται. Ἐμεῖς ἕνα πράγμα νὰ ξέρουμε, πὼς ἂν θέλουμε τὴ σωτηρία μας, ἡ σωτηρία μας δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος μὰ ὁ Θεός. Ἂν δὲν εἴμαστε πλούσιοι, ἂς μὴν τὸ θαρροῦμε συμφορά· φτάνει νὰ \’χουμε τὸ καθημερινό μας. Κι ἂν εἴμαστε πλούσιοι, ἂς μὴν τὸ θαρροῦμε εὐτυχία, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι κίνδυνος. Ὅ,τι κι ἂν εἴμαστε, ἂς ἔχουμε πίστη καὶ ἀγάπη· πίστη στὸ Θεὸ κι ἀγάπη μεταξύ μας. Καὶ τότε θὰ ξέρουμε οἱ φτωχοὶ πῶς θὰ σηκώσουμε τὴ φτώχειά μας κι οἱ πλούσιοι πῶς θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν πλοῦτο μας, γιὰ νὰ μποῦμε ὅλοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
2.
Ὁ πλούσιος νεανίας (Λουκ. ιη΄18-27)
Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ σήμερα πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἕναν ἄνθρωπο πλούσιο νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνοιχτὴ μόνο στοὺς ἀναγκεμένους, σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι φτωχοί, ποὺ στεροῦνται τὰ πάντα στὴ γῆ; Ὄχι. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους ποὺ δὲν εἶναι σκλαβωμένοι στὰ πράγματα ποὺ κατέχουν.
Ὅταν διαβάζουμε τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ, «Εὐλογημένοι εἶναι οἱ φτωχοὶ στο πνεῦμα, διότι σ’ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν», μᾶς δίνεται ἕνα κλειδὶ νὰ κατανοήσουμε τοῦτον τὸν λόγο : πτωχοὶ στὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατανόησαν ὅτι δὲν ἔχουν τὴν κυριότητα σὲ τίποτα ἀπ’ ὅσα κατέχουν. Εἴμαστε δημιούργημα τῆς Θεϊκῆς ἐνέργειας, ἔχουμε ἀγαπηθεῖ σὰν ὑπάρξεις· ἔχουμε προσφερθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία μαζί Του στὴν ὁποία δὲν ἔχουμε καθόλου δικαιώματα. Ὅ,τι εἴμαστε, ὅ,τι κατέχουμε δὲν μᾶς ἀνήκει μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔχουμε φτιάξει τοὺς ἑαυτούς μας, δὲν δημιουργήσαμε ὅ,τι φαίνεται, ὅ,τι μᾶς ἀνήκει – κάθε τι ποὺ εἴμαστε καὶ ποὺ ἔχουμε εἶναι ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, καὶ τίποτα δὲν κατέχουμε ἐπειδὴ τὰ πάντα εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ τὸ χάνουμε τὴ στιγμὴ ποὺ θέλουμε νὰ τὸ κάνουμε κτῆμα μας και λέμε, «Εἶναι δικό μου».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινὰ ἡ βασιλεία ἐκείνων ποὺ γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἀπέραντα πλούσιοι ἐπειδὴ μποροῦμε νὰ περιμένουμε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη. Εἴμαστε πλούσιοι ἐπειδὴ δὲν κατέχουμε τίποτα, εἴμαστε πλούσιοι ἐπειδὴ τὰ πάντα μᾶς ἔχουν δοθεῖ· καὶ ἔτσι εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον ποὺ φαντάζεται ὅτι εἶναι πλούσιος δικαιωματικὰ νὰ ἀνήκει σὲ τοῦτο τὸ βασίλειο ὅπου τὸ κάθε τι εἶναι δεῖγμα ἀγάπης, καὶ ποὺ τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ κατέχουμε, ποὺ ἔχει ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ ἄλλους· ἐπειδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ λέμε ὅτι κατέχουμε κάτι ποὺ δὲν μᾶς ἔχει δοθεῖ εἴτε ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπινη φροντίδα, τὸ ἀποκόβουμε ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγκιστρωνόμαστε σὲ ὁτιδήποτε, γινόμαστε σκλάβοι του.
Θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν νέος, ἕναν ἄνδρα νὰ μοῦ λέει: Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνεις στὰ χέρια σου ἕνα νόμισμα και δεν εἶσαι προετοιμασμένος νὰ ἀνοίξεις τὸ χέρι σου γιὰ νὰ τὸ ἀφήσεις, δὲν χρησιμοποιεῖς σωστὰ τὸ χέρι σου, τὸ σῶμα σου, ἐπειδὴ ὅλη ἡ προσοχὴ σου θὰ ἐπικεντρώνεται στὸ νὰ μὴν χάσεις αὐτὸ τὸ νόμισμα, – τὰ ὑπόλοιπα θὰ ξεχαστοῦν.
Εἴτε κρατᾶμε ἕνα χάλκινο νόμισμα, εἴτε νοιώθουμε πλούσιοι – διανοητικὰ, συναισθηματικὰ, ὑλικὰ, – εἴμαστε φυλακισμένοι, ἔχουμε χάσει τὴ χρήση ἑνὸς μέρους τοῦ σώματος μας, τοῦ μυαλοῦ μας, τῆς καρδιᾶς μας· δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε πιὰ ἐλεύθεροι, καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἐλευθερίας.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλερὰ ἐπίσης, πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ κάποιον ποὺ ποτὲ δὲν τοῦ ἔχει λείψει τίποτα, ποὺ πάντοτε εἶχε περισσότερα ἀπὸ ὅσα χρειαζόταν, νὰ συνειδητοποιήσει τὴν φτώχεια ἤ τὴν ἀνάγκη κάποιου ἄλλου: φτώχεια ὑλικὴ, συναισθηματικὴ, διανοητικὴ ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνάγκη. Ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἐμᾶς νὰ εἴμαστε προσεχτικοὶ στὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς ἄλλων ἀνθρώπων καὶ στὶς ἀνάγκες τους ὥστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὲς.
Κάποιος εἶπε στὰ Ρωσικὰ: «Ἕνας ἱκανοποιημένος δὲν κατανοεῖ πλέον ἕναν πεινασμένο»· ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄποψη; Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λὸγος ποὺ δὲν κατανοοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων – τὶς ἀνάγκες ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, ἤ αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν πέρα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς δικῆς μας ἐκκλησίας.
Λοιπὸν, ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ· φτώχεια δὲν σημαίνει ἔνδεια· σημαίνει ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σὲ μιὰν αὐταπάτη ὅτι εἴμαστε αὐτάρκεις, δημιουργοὶ σ’ ὅ,τι εἴμαστε καὶ σὲ ὅ,τι κατέχουμε. Καὶ ἐπίσης ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνεται γιὰ νὰ γίνουμε γεωργοὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἄς τὸ λάβουμε αὐτὸ ὑπόψιν μας· ἐπειδὴ ἄν τὸ μάθουμε, ἄν μάθουμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι εἴτε εἶναι πλούσιος, εἴτε πτωχὸς, εἶναι ἐξίσου πλούσιος ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος του βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη, τότε θὰ μποροῦμε, εἴτε ἔχουμε ὑλικὰ πράγματα εἴτε ὄχι, νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπὸ αὐτὰ, καὶ νὰ ἀνήκουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ Βασίλειο τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, ἤ τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς συμπόνοιας τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι τὸ Βασίλειο τῆς προσφορᾶς τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον σὲ ὅ,τι μᾶς δόθηκε δωρεάν. Ἀμήν.
3.
Τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (ΙΓ΄Λουκᾶ)
Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, Ἐπίσκοπος.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.
Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.
Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.
Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα.
Ἀπ’ αὐτὸ προῆλθαν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δόξες, οἱ θρησκεῖες, οἱ προσδοκίες γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἔχουν πάρει πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς διαφορετικὴ ἑρμηνεία, θὰ ἔλεγα λάθος ἑρμηνεία, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμίες εἶναι ἁγνὲς καὶ γνήσιες. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως, τῆς προοδευτικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλπίδας, τῆς προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος καὶ πίστεως ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καλύτερο μέλλον, εἶναι δεδομένο, δοσμένο ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου στὸ εὐαγγέλιο ἦταν ἡ πιὸ ριζική, ἡ ὁριακὴ ἐρώτηση: «τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος ἤδη μὲ τὴν ὕπαρξή του (μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν κόσμον καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ) στὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ τί εἶναι αἰώνια ζωή, τί περιεχόμενο θὰ ἔχει; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἤ, μὲ τὰ λόγια τὰ σημερινά, μία προπαγάνδα γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι μία κλίση στὴν πιὸ βαθειὰ διαίσθηση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ ζωή, ἄλλα ζωὴ «ἐν κοινωνίᾳ», ζωὴ προσώπων, ἀδελφῶν ἐν ἀγάπῃ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς ἡ θεία Λειτουργία ὡς μία πρόγευση, ὡς μία προετοιμασία, ὡς μία προειδοποίηση. Ἔτσι κάπως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἀδελφοί, σὲ χαρά, σὲ πανηγύρι.
Ἀποτελεῖται ἡ κοινωνία καὶ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ πρόσωπα· καὶ ὅσο πιὸ ἀνεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιὸ καλὴ κοινωνία. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ἀναπτύσσονται καὶ ζοῦν φυσικὰ μόνον «ἐν κοινωνίᾳ». Ἕνας ἀτομισμὸς (τὸ κάθε ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του), μία ἰδιοτέλεια, ἕνας ἐγωισμὸς δὲν δημιουργεῖ κοινωνία προσώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη (καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη) εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλληλοπληροφορία (μὲ τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως πληροφορία, ὅτι κυκλοφορεῖ, φορεῖται μέσα μας πλήρως ἕνα περιεχόμενο, ποὺ λέγεται ἀγάπη), ἀλληλοδιείσδυση· εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων «ἐν κοινωνίᾳ», καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης «ἐν τοῖς προσώποις». Γι’ αὐτό, ὅταν λέμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα Του, εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία ἀγάπης (γι’ αὐτὸ λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη), καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία.
Θυμᾶμαι ἕνα φίλο μου ποὺ εἶχε ἕναν ἀδελφὸ θὰ ἔλεγα λίγο ἄρρωστο, λίγο πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ἀγνόησε τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴν ψυχική του ὑγεία. Πίστευε βέβαια στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι καὶ τὸν Θεὸ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ ἕνα σκοπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ εἶπε μία ἡμέρα ὁ φίλος μου (εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτός): « Ἀδελφέ μου, ξέχασες ὅτι εἴμαστε καλεσμένοι σὲ μία μεγάλη, αἰώνια σύναξη, σὲ μία σύνοδο, νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ ἀσχολούμεθα ὅλοι μὲ ὅλους μὲ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὁ καθένας μὲ τὸν ἑαυτό του;» Εἴμαστε καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία. Μὴ ξεχνᾶμε τὴ μεγάλη σοφία τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ποὺ αὐτὴ τὴ λέξη βρήκανε νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς καλεσμένους πολίτες μιᾶς πόλεως νὰ λάβουν μέρος σὲ μία κοινὴ ὑπόθεση. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ ὡς συναγωγὴ εἶναι τὸ ἴδιο. Πάρθηκε λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ λέξη ὡς πιὸ κατανοητή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἔχει, μόνον ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ καλεῖ τοὺς πολίτες ποὺ ὅλοι εἶναι ἴσοι, ποὺ ὅλοι εἶναι ἀδέλφια· ὅλοι ἔχουμε καὶ δικαιώματα καὶ εὐθύνες, ὅλοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν σύνοδο αὐτή. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὅταν καλεῖ, καλεῖ πιὰ ὡς Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φανερώσει ἐδῶ, ἁπτά, προσιτὰ σέ μᾶς, τὸ Θεό. Ἔχει γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια πιὰ καὶ ἄφθαρτη κοινωνία, στὴν Ἐκκλησία, ἀλλιῶς, φθείρεται ὁ κόσμος, φθείρεται ἡ ὕπαρξή μας, φθείρεται τὸ σύμπαν. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια σύναξη, στὴν αἰώνια σύνοδο, στὴν αἰώνια Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ χαρά, ἡ πανήγυρις, ἡ θεία Λειτουργία στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους θὰ συναντηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἐπικοινωνοῦμε καὶ ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, διότι εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· ὅλος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου· ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα, μὲ ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη ἐξισώνει ὅλους, ὅπως ἐξίσωσε τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Κι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ πολὺ ἁπλὰ λόγια τὸ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ σὰν σῆμα, σὰν σημεῖο φανερώνεται ὁ Σταυρός. Εἶναι πολὺ ἁπλὰ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀληθινά. Ὁ Σταυρὸς ἔχει δύο ξύλα ποὺ τὸν δημιουργοῦν, ἕνα κάθετο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἕνα ὁριζόντιο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ ὁριζόντιο δὲν ἔχουμε Σταυρό, ἔχουμε ἕνα δοκάρι. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε πάλι τὸ κάθετο δὲν ἔχουμε Σταυρό. Μόνον οἱ δύο ἀγάπες ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἶναι πάρα πολὺ ἀνθρώπινα αὐτά, μία ἀνθρωπιὰ πρωταρχικὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ἔτσι οἰκοδομούμεθα ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία.
Ἔτσι, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία δέσμη πρωταρχικῶν ἀληθινῶν σχέσεων, προσωπικῶν σχέσεων. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ Πατέρα, γιὰ Υἱό, γιὰ φίλους, γιὰ οἰκογένεια, γιὰ σπίτι. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ καὶ σὲ ἁπλὰ παιδιά· καὶ δὲν εἶπε τυχαῖα ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ γίνουμε ὅλοι σὰν παιδιά. Ὁ μόνος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὰ παιδιὰ εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἤξερε γιατί εἶναι δημιουργημένα, καὶ τί δυνάμεις ἔχει ἡ παιδικότητα καὶ ἡ νεότητα, τί γνησιότητα ἔχει γιὰ νὰ διψάει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ προέρχομαι ἀπὸ μία γειτονική, ἀδελφικὴ χώρα, στὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, κυρίως δὲ τῶν νέων. Σήμερα, δόξα σοι ὁ Θεός, οἱ νέοι εἶναι οἱ περισσότεροι ποὺ γυρίζουν ἀκριβῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι ἄφθαρτο, ἀθάνατο περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀνοικτὰ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσφέρει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μαζεύει ὅλους καὶ μᾶς δείχνει, μᾶς φανερώνει πὼς θὰ εἶναι ὅλη ἡ αἰωνιότητα: Χαρὰ ὅλων μὲ ὅλους, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ κοινωνία προσώπων. Τὸ κάθε ἕνα πρόσωπο, ἀντάξιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλὰ μὴ χωρισμένο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, βρίσκει τὴ χαρά του, τὸ πλήρωμά του στὴν ἀγάπη μὲ ὅλους.
Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ τὸ νοιώθουμε μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ ὅλες τὶς ἐλλείψεις μας, μὲ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μας θὰ ἔλεγα. Παρὰ ταῦτα μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου ἀνθρώπου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ προχωροῦμε πέρα ἀπὸ τὸν νέο, διότι αὐτός, ναὶ μὲν ἤθελε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ δεσμεύτηκε μὲ πάρα πολλὰ ἄλλα, ποὺ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δὲν ἤτανε κακὰ (π.χ. τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κτήματα), ἀλλὰ δεσμεύτηκε περισσότερο μὲ αὐτὰ παρὰ μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὸν Χριστό. Ὅλα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι εὐλογημένα, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔχει δώσει ὅλα γιά μᾶς. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπ’ αὐτά, καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πλήρης ἡ χαρά μας, ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ἀγάπης σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα, ὡς παροχὴ δυνατότητας, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλὰ εἶναι πράγματι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου χωρᾶμε ὅλοι, εἶναι ἡ Χώρα τῶν ζώντων (ὅπως λέγεται καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας), καὶ θὰ ζήσουμε ἐκεῖ ὡς πρόσωπα, ὡς ἀδελφοὶ μὲ ἀγάπη, μὲ κοινωνία, διότι γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεός.
Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ Ἐκεῖνος καὶ ὅσοι τὸν ζητᾶνε, διότι ζητᾶνε τὴν πιὸ ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, τὴν πιὸ ἀληθινὴ γνησιότητα, τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἀληθινῆς δίψας καὶ ἐλπίδας τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς.
(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρ. Ἐπισκόπου Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέβτιτς)
4.
Τὸ κόστος τῆς ὄντως ἐλευθερίας.
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του ὁ Χριστὸς μακάρισε τοὺς «πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν δικαιοσύνην» καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοὺς χορτάσει. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἑρμηνεύοντας λέει ὅτι αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη δὲν ἀναφέρεται στὴ διοίκηση, διανομὴ ἢ διαχείριση ἀγαθῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῆς «εὐαγγελικῆς τραπέζης»· μὲ ἄλλα λόγια, «δικαιοσύνη» εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὴν ὁποία «πεινοῦσε καὶ διψοῦσε» ὁ ἄρχοντας τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Ἡ ἀτέλεστη τελειότητα
Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ εἰλικρίνεια πεινοῦσε καὶ διψοῦσε γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ νιάτα του εἶχε τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνήσια ὅμως ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς «οὐ κόρῳ περιορίζεται», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ὁ Χριστὸς ὑπόσχεται σ’ αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν τὴν αἰώνια ζωὴ «πλησμονὴν ἐξάπτουσαν τὴν ὄρεξιν, οὐκ ἀμβλύνουσαν». Καὶ ὅταν ἀνοίγει ἡ ὄρεξη, ἀκόμη καὶ ἡ «τελεία τῶν τελείων τελειότης», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, εἶναι «ἀτέλεστη».
Σ’ αὐτὴν τὴν ἀτέλεστη τελειότητα κάλεσε ὁ Χριστὸς τὸν πλούσιο ἄρχοντα ζητώντας του νὰ μοιράσει ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Οὐσιαστικὰ ἦταν μία κλήση σὲ μοναχικὴ ἀφιέρωση· σὲ ὁλοκληρωτικὴ παράδοση στὸν Χριστό. Τέτοιες κλήσεις ἀπευθύνονται «στοὺς κραταιούς τοῦ Θεοῦ», οἱ ὁποῖοι -κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ- «τῆς γῆς σφόδρα ἐπήρθησαν» (Ψαλμ. 46,10). Ἀλλὰ γιὰ νὰ σηκωθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴ γῆ σφόδρα, χρειάζεται νὰ εἶναι ἀποφασισμένος νὰ κόψει καὶ τὴν πιὸ μικρὴ κλωστή, ποὺ τὸν δένει μὲ τὰ τῆς γῆς. Καί, ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, στὸν συγκεκριμένο πλούσιο δὲν ἦταν ἁπλῶς κλωστές, ἀλλὰ σχοινιά, ποὺ τὸν κρατοῦσαν δεμένο μὲ τὰ ὑπάρχοντά του. Γι’ αὐτὸ καί, ἀντὶ νὰ πετάξει ἀπὸ τὴ χαρὰ του ἀκούγοντας τὸ κορυφαῖο κάλεσμα, «περίλυπoς ἐγένετο».
Βαθμοὶ ἐλευθερίας
Οἱ μηχανικοὶ στὶς στατικές τους μελέτες μιλᾶνε γιὰ «βαθμοὺς ἐλευθερίας» τῶν κτιρίων, τοὺς ὁποίους ἐκεῖνοι ρυθμίζουν. Οἱ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντες ἄνθρωποι, τοὺς «βαθμοὺς ἐλευθερίας» μας τοὺς ἐπιλέγουμε μόνοι μας. Ὁ Χριστὸς κάλεσε τὸν πλούσιο στὸν ὕψιστο βαθμὸ ἐλευθερίας μὲ τὶς λέξεις: «Δεῦρο ἀκολούθει μοι». Σὲ ὅλα νὰ εἶσαι μαθητής μου. Καὶ πάντοτε νὰ μὲ ἀκολουθεῖς· «μὴ σήμερον μέν, αὔριον δ’ οὔ». Καὶ μὴν κρατήσεις τίποτε δικό σου. «Εἰ γὰρ τι ἐναπομείνῃ, ἐκείνου δοῦλος εἶ» (ἅγιος Θεοφύλακτος). Καὶ τὸ πιὸ μικρὸ πράγμα ἢ θέλημα, ποὺ κρατᾶμε «εἰς τιμὴν καὶ δόξαν» τοῦ «ἐγώ» μας, θὰ γίνει ἀφεντικὸ μας· καὶ θὰ μᾶς ἐμποδίζει νὰ χαροῦμε τὴ μόνη ὑπαρκτὴ ἐλευθερία, ποὺ εἶναι ἡ ἐλευθερία ποὺ μᾶς κάνει «δούλους Χριστοῦ»· «δούλους» τοῦ μόνου φιλανθρώπου Κυρίου καὶ ἐλευθερωτῆ μας.
Ἡ σημερινὴ παραβολή, φυσικά, δὲν εἶναι οὔτε μία ὑποχρεωτικὴ πρόσκληση στὴ μοναχικὴ ἀφιέρωση οὔτε ἕνας γερὸς κόλαφος κατὰ τῶν πλουσίων. Καὶ οἱ δύο παρερμηνεῖες ὄζουν ἀνελεύθερου πνεύματος. Ὁ Χριστός, ὁ μόνος ποὺ ξέρει καλὰ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐπισημαίνει ὅτι ἡ σωτηρία ὅλων μας κινδυνεύει ἀπὸ κάποιες προσκολλήσεις, ποὺ δὲν ἔχουν πάντοτε σχέση μὲ χρήματα. Τὰ χρήματα, βέβαια, εἶναι «κολλητικώτερα καὶ δυσκόλως ἀποσπᾶται ὁ τούτοις συσχεθεὶς», κατὰ τὸν Ἅγιο τῆς Ἀχρίδος· τόσο δύσκολα, ὥστε νὰ φτάσει ὁ Χριστὸς νὰ κάνει παρομοίωση μὲ τὴ δυσκολία ποὺ ἔχει μία καμήλα νὰ περάσει τὴν τρύπα βελόνας. Ὅμως, δὲν ἔλειψαν καὶ πλούσιοι ποὺ τὰ κατάφεραν, ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀβραάμ, Ἰώβ, Ζακχαῖος καὶ πολλοὶ ἄλλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀκόμη καὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες ποὺ ἔγιναν μοναχοί.
Ὁ «πλοῦτος» ποὺ ὑψώνει τεῖχος
Ὑπάρχουν ὅμως ἐκτός τῆς φιλαργυρίας καὶ πολλὰ ἄλλα πάθη, προκαταλήψεις καὶ προσκολλήσεις -ὅλα καρποὶ τῆς φιλαυτίας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ- ποὺ κόβουν τὰ φτερὰ ἀκόμη καὶ σὲ ὑψιπετεῖς ἐραστὲς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Κάποτε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στὴν ἐρώτηση ἀδελφῶν «πῶς θὰ σωθοῦμε;» τοὺς ὑπέδειξε τὸν σύντομο εὐαγγελικὸ δρόμο τῆς ταπείνωσης: «Ἂν κάποιος σὲ ραπίσει στὴ δεξιὰ σιαγόνα, στρέψε του καὶ τὴν ἄλλη». Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε αὐτό». «Τότε», τοὺς ἀπαντάει ἀρχίζοντας τὶς ἐκπτώσεις ὁ Ἅγιος, «ὑπομείνετε τὸ ἕνα ράπισμα». «Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε», τοῦ λένε. «Τότε, τουλάχιστον, μὴν ἀνταποδώσετε τὸ χτύπημα», συγκατέβηκε ὁ Ἅγιος δίνοντάς τους μία τελευταία εὐκαιρία. «Οὔτε κι αὐτὸ μποροῦμε», εἶπαν οἱ τάχα πεινασμένοι γιὰ σωτηρία. Τότε στρέφεται ὁ Ἅγιος στὸν ὑποτακτικό του καὶ τοῦ λέει: «Φτιάξε τους λίγο κουρκούτι νὰ φᾶνε, γιατί εἶναι ἄρρωστοι». Καὶ ἀπευθυνόμενος καὶ σ’ αὐτοὺς εἶπε: «Τὸ ἕνα δὲν μπορεῖτε· τὸ ἄλλο δὲν θέλετε. Τί νὰ σᾶς κάνω; Χρειάζεσθε πολλὴ προσευχή».
Ἑπομένως, μπορεῖ κάποιος νὰ μὴν εἶναι πλούσιος σὲ χρήματα, ἀλλὰ σὲ «δικαιολογημένα» πείσματα, σὲ αὐτοδικαίωση καὶ ἑτερομεμψία, σὲ κρυφὴ ἔπαρση, σὲ ἀδιόρατη κενοδοξία· καὶ νὰ καμαρώνει ὅτι ἐκ νεότητός του ἐφύλαξε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τελικὰ νὰ εἶναι κολλημένος σὲ «δικαιώματά του», ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἁμαρτωλὰ θελήματά του. Καὶ ὅσο κολλάει σ’ αὐτά, τόσο γίνεται ὄχι μόνο καμήλα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περάσει ἀπὸ τρύπα βελόνας, ἀλλὰ -κατὰ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα- ὑψώνει «τεῖχος χαλκοῦν ἀναμέσον αὐτοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ».
Τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Γιὰ τοὺς «κάτω συρομένους καὶ ἐπιθυμοῦντας τῶν γηίνων» δὲν ὑπάρχει σωτηρία, λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Μόνο ὅταν κάποιος σηκώσει τὰ μάτια του στὸν Θεό, ἐμπιστευτεῖ τὸ θεῖο θέλημα καὶ ζητήσει τὴ βοήθειά του, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ πλησιάσει σὲ τέτοιοι «βαθμοὺς ἐλευθερίας», ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσει ὁλοκαρδα.
5.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ;
Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἄν εἶναι τόσο σκληροί, τόσο ἀπόλυτα ἀκριβεῖς οἱ λόγοι τοῦ Εὐαγγελίου, ποιὸς μπορεῖ τότε νὰ σωθεῖ; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐρώτηση ποὺ ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι στὸν Κύριο, καὶ ἡ ἀπάντηση Του ἦταν ταυτόχρονα ἐνθαρρυντικὴ κι ἐπίσης τόσο ἀποκαρδιωτικὴ, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπιτύχουν πράγματα μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις. Εἶπε ὅτι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό. Ὑπάρχει μιὰ παραβίαση τῆς συνέχειας ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὰ οὐράνια καὶ τὰ γήινα· τὰ γήϊνα πράγματα ποτὲ δὲν φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ γίνουν οὐράνια· ὁ οὐρανὸς πρέπει νὰ ἔλθει σ΄ἐμᾶς γιὰ νὰ γεμίσουμε μὲ τὴν χάρη τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ σημεῖο στὴν ψυχὴ μας, ἡ ζωὴ τῆς αἰωνιότητας δὲν εἶναι ἡ πληρότητα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς. Τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι θεϊκὰ καὶ μποροῦμε μόνο νὰ τὰ δεχόμαστε, νὰ τὰ κατέχουμε σὰν δῶρο, ὄχι νὰ τὰ φτάνουμε ἤ νὰ τὰ κατακτᾶμε ἁπλὰ μεγαλώνοντας γιὰ νὰ φτάσουμε τὸν οὐρανό· ὅταν προσπαθοῦμε νὰ τὸ κάνουμε, χτίζουμε ἕναν καινούργιο Πύργο τῆς Βαβέλ, πηγαίνουμε σὲ λάθος κατεύθυνση καὶ δὲν φθάνουμε στὸν οὐρανό.
Ἀλλὰ πῶς τότε μποροῦμε νὰ γίνουμε ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦμε αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς δώσει; Στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἰπώθηκε ὅτι ἡ Θεία Χάρις εἶναι ἐκείνη ποὺ φώτισε τοὺς Ἀποστόλους νὰ γράψουν ὅ,τι ἔγραψαν, ὅτι εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπινη νοημοσύνη καὶ δύναμη καὶ εὐφυία, ἔτσι ὁ μόνος δρόμος μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει, πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἐξ υἱοθεσίας, εἶναι νὰ μπορέσουμε νὰ δεχθοῦμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δίνεται τόσο ἐλεύθερα, τόσο γενναιόδωρα, ἀλλὰ ποὺ λαμβάνουμε σπάνια ἐπειδὴ εἴμαστε στενόκαρδοι καὶ ἄνθρωποι κλειστοί. Πρέπει νὰ μάθουμε ν’ἀνοιγόμαστε, νὰ γινόμαστε δεκτικοὶ καὶ αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔλεγε, με τὰ λόγια ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸν εἶχε φωτίσει νὰ πεῖ: «Ἡ δύναμη Μου διακηρύσσεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία σου». Μόνο ἄν γίνουμε δεκτικοὶ τῆς χάριτος, τότε ἡ θεϊκὴ δύναμη μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιηθεῖ, διαφορετικὰ βάζουμε ἐμπόδια στὸν δρόμο τῆς θεϊκῆς ἐνέργειας. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο θέμα ἀδυναμίας. Ὅλοι μας εἴμαστε ἀδύναμοι, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε ὅλοι δεκτικοὶ τῆς χάριτος· ὑπάρχει ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος νὰ γίνουμε ἀδύναμοι γιὰ νὰ γίνουμε δεκτικοί καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἐξηγήσω ἤ νὰ ἀναφερθῶ σ’αὐτὸ μὲ τρία παραδείγματα.
Τὸ πρῶτο δὲν ἀπέχει ὅσο φαίνεται ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη, αὐστηρὴ πραγματικότητα. Ἄν θυμᾶστε ὅτι στὴν Γραφή, ἡ λέξη « Πνεῦμα», σημαίνει τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου, τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια Του, τότε αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἴσως νὰ ἔχει νόημα: ὅταν ὁδηγοῦμε μιὰ βάρκα, εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ τὴν κατευθύνουμε χάρη στὸν ἄνεμο ποὺ φυσάει· ὅταν ἀνοίγουμε τὸ πανὶ, τότε ἐκεῖνο ἁρπάζει τὸν ἄνεμο ἐπειδὴ εἶναι εὐαίσθητο, προσαρμόζεται εὔκολα, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ κατευθύνεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο πρὸς κάθε κατεύθυνση. Πρέπει μοναχὰ νὰ μάθουμε νὰ τὸ χειριζόμαστε γιὰ νὰ ἐγκλωβίσουμε τὸν ἄνεμο. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πρώτη μορφὴ ἀδυναμίας ποὺ μᾶς βοηθάει στὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, νὰ προσαρμοζόμαστε εὔκολα καὶ νὰ μαθαίνουμε νὰ δεχόμαστε τὸν ἄνεμο ὅπου φυσάει, ὅπου τὸ πνεῦμα πνέει καὶ ν’ ἀνοιγόμαστε μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ γεμίζουμε ἀπ’ αὐτόν, ὥστε νὰ ἐπιτρέψουμε στὸ Πνεῦμα τὸ ἴδιο νὰ κατευθύνει τὴ ρότα τοῦ καραβιοῦ μας. Ἀλλὰ πολὺ συχνὰ ἡ ἀδυναμία μας παραμένει κι ὅμως προσπαθοῦμε νὰ εἴμαστε νευρικοὶ καὶ συνετοὶ καὶ ἐνεργητικοὶ καὶ ἡ ἀδυναμία μας αὐτὴ ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἄν μοναχὰ δὲν βοηθούσαμε μὲ τρόπο ἀνάρμοστο.
Ἔχετε βέβαια δεῖ πῶς δίνονται σ’ ἕνα μικρὸ παιδὶ τὰ πρῶτα μαθήματα γραφῆς: ἀφοῦ τὸ βάλει νὰ κρατήσει ἕνα μολύβι ἡ μητέρα κινεῖ τὸ χεράκι τοῦ παιδιοῦ. Καὶ ὅσο τὸ παιδὶ δὲν γνωρίζει τὶ σκοπεύει νὰ κάνει ἡ μητέρα, ὅσο τὸ χέρι κινεῖται ἀδύναμο μέσα στὸ χέρι της, πόσο ὄμορφες εἶναι οἱ γραμμὲς! Εὐθεῖες, ἐλεύθερες. Ἀλλὰ ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ τὸ παιδὶ φαντάζεται πὼς γνωρίζει τὶ σκοπεύει νὰ κάνει ἡ μητέρα του καὶ νοιώθοντας ἀβοήθητο, σπρώχνει,τραβάει καὶ οἱ γραμμὲς πᾶνε στραβά. Αὐτὸ κάνουμε συνεχῶς: Ὁ Κύριος προσπαθεῖ νὰ κατευθύνει τὸ χέρι μας, νὰ γράψουμε τὴν σωστὴ ἱστορία τῆς ζωῆς μας στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς, ἀλλὰ φανταζόμαστε ὅτι γνωρίζουμε καλύτερα, ὅτι ξέρουμε καλύτερα τὰ σχέδια Του καὶ εἴμαστε τόσο ἀβοήθητοι! Καὶ εἶναι τὸσο κακογραμμένο τὸ γραπτὸ μας στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Ἄν μόνο μαθαίναμε ν΄ἀφήναμε τὸ χέρι μας νὰ τὸ κατευθύνει ὁ Θεὸς μέχρι νὰ καταλάβουμε ἀληθινὰ τὶ σκοπεύει νὰ κάνει ὁ Θεὸς, μέχρι νὰ καταλάβουμε τὶ εἶναι οἱ γραμμὲς καὶ τὸ τελικὸ σχέδιο! Ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε καὶ ἡ φαντασία μας, ἡ εὔθραυστη δυναμή μας φαίνεται ὅτι εἶναι δυνατὴ ἀρκετὰ γιὰ νὰ μουτζουρώνει αὐτὸ ποὺ γράφει μὲ τὸ χέρι Του ὁ Θεός.
Αὐτὰ τὰ δύο παραδείγματα δείχνουν ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε εὐαίσθητοι μὲ νοῦ ἀνοιχτὸ κι ἐξυπνάδα, μὲ τὴν εὐελιξία ποὺ μποροῦμε, ἄγρυπνοι· καὶ τότε θὰ μάθουμε πρῶτα καὶ μετὰ θὰ γίνουμε δημιουργικοὶ. Δύναμη καὶ ὅρια, δύναμη καὶ ἀπάθεια πάντα πηγαίνουν μαζί· ζωὴ καὶ ἀνθρώπινη ἀδυναμία πάντα συνδέονται μεταξύ τους.
Ἕνας ἀρχαῖος συγγραφέας ἔδωσε ἕνα παράδειγμα πάνω σ’ αὐτὸ ὅταν εἶπε: κοιτᾶξτε μιὰ βελανιδιά, πόσο δυνατή καὶ ἰσχυρὴ εἶναι, κι ὅμως, πόση λίγη ζωὴ ὑπάρχει στὸν κορμό της καὶ πόσο προστατευμένη καὶ φυλακισμένη εἶναι αὐτὴ ἡ ζωὴ μέσα στὸν κορμὸ· καὶ κοιτᾶξτε τὸ ἀμπέλι: πόσο εὐαίσθητα εἶναι τὰ μικρὰ κλαδιὰ καὶ τὰ ἀκριανὰ κλωνάρια καὶ εἶναι γεμάτα ἀπὸ ζωή… Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μάθουμε, νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴ μεγάλη, εὐφυη κατανόηση, νὰ ξεχωρίζουμε τὸ σχέδιο τῆς θεϊκῆς γραφῆς καὶ τότε, ἡ σωτηρία ἔρχεται ἐπειδὴ βρίσκεται στὴν τέλεια ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, στὴν πλήρη ἁρμονία ἀνάμεσα σ’ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τὰ πάντα, κι ἐμᾶς, ποὺ καλούμαστε νὰ μετέχουμε στὴν θεϊκὴ φύση, στὴν θεϊκὴ ζωή.
Ὁ Θεὸς ἄς δώσει νὰ καλύψουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ τὴν ἀπατηλή μας δύναμη, νὰ ξεμάθουμε τὴν λανθασμένη δημιουργικότητα ποὺ ἔχει κάνει τὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε τόσο τρομακτικὸ καὶ νὰ μάθουμε ἐκείνη τὴν ἐπαγρύπνιση, τὴν ἱκανότητα τῆς προσαρμογῆς καὶ την ἀδυναμία μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐργαστεῖ ἐλεύθερα καὶ νὰ οἰκοδομήσει τὸ Βασίλειο Του, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν πολιτεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀμήν.
6.
Πλοῦτος: Πρόκληση Ζωῆς (Λουκ. ιη΄18-27)
Καραγιάννης Νικάνωρ, Ἀρχιμανδρίτης.
Μπροστὰ σὲ μία βασικὴ πρόκληση τῆς ζωῆς μᾶς τοποθετεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νέου. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνατρεπτικὸς γι’ αὐτὸ καὶ ἀκούγεται ἰδιαίτερα σκληρός, καθὼς ζητᾶ τὴν ὑπέρβαση μιᾶς ἰσχυρῆς γήινης ἐξάρτησης: «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς (…) καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι»
Ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου εἶναι κοινὸς σκοπὸς πολλῶν ἀνθρώπων, γιατί ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι τὸ θεμέλιό τῆς εὐημερίαs τους. Ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι σχετικό, σίγουρα δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τὴ ζωὴ μαs χωρὶς τὸ χρῆμα, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἱκανοποιοῦμε βασισικὲς ἀνθρώπινεs ἀνάγκες. Ὅμως τὸ χρῆμα, ὅπωs καὶ τόσα ἄλλα πράγματα καὶ μεγέθη τῆς καθημερινότητάs μαs, εἶναι διφορούμενο, ἀμφιλεγόμενο καὶ δισήμαντο. Ἔχει θετικὴ ἀλλὰ καὶ ἀρνητικὴ σημασία. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς στεκόμαστε ἀπέναντί του. Τὸ ἴδιο πράγμα γιὰ κάποιον μπορεῖ νὰ γίνει ἑστία κατάραs καὶ γιὰ ἄλλον πηγὴ ἁγιασμοῦ, γιὰ τὸ ἕναν αἴτια σωτηρίαs καὶ γιὰ τὸν ἄλλον ἀφορμὴ καταστροφῆς. Τὸ χρῆμα εἶναι ἀγαθό, ὅταν βελτιώνει τὴ ζωὴ μαs καὶ γίνεται μέσο ἀνακούφισης γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Μπορεῖ, ὅμως, νὰ γίνει ὀλέθριο πάθοs, ὅταν προσκολληθοῦμε σὲ αὐτὸ καὶ τὸ εἰδωλοποιήσουμε. Τότε τὸ χρῆμα γίνεται σκοπός, ἄμετρη καὶ ἄσβεστη ἐπιθυμία ποὺ μᾶς καταδυναστεύει.
Ἡ στάση καὶ ἢ συμπεριφορὰ τοῦ πλούσιου νέου τὸ ἐπιβεβαιώνει. Τὸ χρῆμα τὸν κρατοῦσε γερὰ δεμένο στὴ γῆ, παρὰ τὶς ὅποιες καλὲs του διαθέσεις καὶ τὶς πνευματικές του εὐαισθησίεs. Στὴν κρίσιμη, ὡστόσο, στιγμὴ ἔπρεπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὴ γήινη ἐξάρτησή του. Ἡ ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. Ζητοῦσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ προβλεπόμενο τυπικὸ καθῆκον. Ἤθελε τὴν ὑπέρβαση, τὴν τελειότητα, τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴ θυσία, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴ γνησιότητα τῆς πίστης του. Μᾶλλον, γιὰ νὰ συναισθανθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν «ἐξάρτησή» του, γιατί ὁ Χριστὸς τὴ γνώριζε. Ὅμως ὁ νέος δὲν μπόρεσε νὰ ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπὸ τὸ ὀχυρό τοῦ πλούτου. «Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη καὶ ἐγκατέλειπε τὸν Θεὸν» (Δευτ. 32,15). Καὶ τότε οἱ αὐταπάτες καὶ οἱ ψευδαισθήσεις του κατέρρευσαν, καθὼς ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ πίστη του ἦταν ἐπιφανειακή. Καὶ αὐτό, γιατί δὲν κάλυπτε οὔτε τὸ σύνολο τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του. Τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς του ἦταν τὸ ἐγώ του καὶ ὄχι ὁ Θεὸς ποὺ νόμιζε ὅτι πίστευε. Εἶχε τοποθετήσει στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἕνα δημιουργημένο ἀγαθό, τὸν πλοῦτο, καὶ ἔτσι, λατρεύοντας τὸ «ἀγαθό» του, λάτρευε τὸ ἐγώ του. Νὰ γιατί δὲν μποροῦσε νὰ δώσει τὸν πλοῦτο του, γιατί ἦταν σὰν νὰ ἔδινε τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.
Τὸ πάθος τοῦ πλουτισμοῦ
Ἡ παθιασμένη ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν κατοχὴ ὅλο καὶ περισσότερων ἀγαθῶν δὲν γνωρίζει διαχωριστικὲς γραμμὲς καὶ σύνορα θρησκευόμενων ἢ ἀδιάφορων ἀνθρώπων. Εἶναι πάθος καί, ὅπως κάθε πάθος, ἀναφέρεται στὸν κάθε ἄνθρωπο, γιατί εἶναι σύμπτωμα τῆς πεσμένηs ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κοινῆς ἀνθρώπινης φύσης μας. Αὐτὴ ἡ τάση, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου γιὰ πλουτισμὸ ὑποδηλώνει ὄχι μόνο ὑπέρμετρο ἐγωισμό, ἀλλὰ καὶ αἰσθήματα ἀνασφάλειας, ἀβεβαιότητας καὶ φοβίας. Ὁ ἀνθρωποs ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο, ἡ ζωὴ ἀπρόβλεπτη καὶ ἡ ὕπαρξή του παροδικὴ καὶ εὔθραυστη. Ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ μοιάζουν νὰ εἶναι τὰ μοναδικὰ στηρίγματα ποὺ τοῦ προσφέρουν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Εἶναι προτεραιότητεs ζωῆς, ποὺ ἀξίζουν, γιατί τὸν ἐξασφαλίζουν. Αὐτό, βέβαια, εἶναι μιὰ ἀπατηλὴ ἐντύπωση καὶ μιὰ ἐσφαλμένη κατεύθυνση τῆς ζωῆς μαs. Ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ ἐξάρτησή μαs ἀπὸ τὸ χρῆμα εἶναι εἰδωλολατρία ποὺ μᾶς κατευθύνει, μᾶς ὑποτάσσει καί, τελικά, μᾶς καταδυναστεύει.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος καὶ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ δὲν κρίνουν καὶ δὲν καταδικάζουν ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο. Ὅπου αὐτὸ τὸ λέμε καὶ τὸ καταλαβαίνουμε ἔτσι, εἶναι γιὰ νὰ βοηθήσουμε καὶ νὰ βοηθηθοῦμε. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς δείχνει τὴν τελειότητα, ποὺ ἔγκειται στὴν ὑπέρβαση τῶν ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, πραγμάτων καὶ σχημάτων. Αὐτὸ μοιάζει νὰ εἶναι ἕναs ἀνέφικτος ἰδεώδηs στόxοs. Καὶ τότε καλούμαστε νὰ ταπεινωνόμαστε γιὰ νὰ ζοῦμε ἰσορροπημένα καὶ νὰ δίνουμε στὰ ἀγαθά, στὰ πράγματα καὶ στὰ σχήματα τοῦ κόσμου τὴ σχετικὴ ἀξία ποὺ ἔχουν. Νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν ἀπόλυτη ἀξία τῆς ζωῆς μας, τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προέρχεται καὶ καταλήγει σὲ Αὐτόν. Ἀμήν.