Δίψυχοι (Λουκ. ιη΄ 18-27)
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας μας στόν 21ο αἰώνα εἶναι τό γεγονός ὅτι ἐνῶ ἔχει πολλούς φίλα προσκείμενους πρός Αὐτήν, δέν ἔχει πολλούς χριστιανούς. Αὐτό πρακτικά σημαίνει ὅτι πολλοί συνωθοῦνται κάθε Κυριακή στούς Ναούς, ἀκοῦν κηρύγματα, ἔχουν συναναστροφή μέ πνευματικούς ἀνθρώπους, ἀποδέχονται θεωρητικά τήν πίστη, ἀλλά ὡς ἕνα σημεῖο. Μόλις φθάσει ἡ ὥρα ὥστε ὅλα αὐτά νά μεταφραστοῦν σέ βίωμα, σέ πράξη, σέ τρόπο ζωῆς, ἐκεῖ ἀποκαλύπτονται τελείως διαφορετικοί. Κι ὄχι ἀπό ἀδυναμία. Ὄχι ἐπειδή ἀγωνιζόμενοι ἀπέτυχαν, ἀλλά ἐπειδή στά μύχια τῆς καρδιᾶς τους ὑπάρχουν ἄλλες «ἀγάπες», προσκολλήσεις σέ ὑλικά ἤ ἄυλα, θεωρήσεις καί πιστεύματα «τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Ἀποτέλεσμα, τό πρωί τῆς Δευτέρας, πολλοί ἀπό αὐτούς πού τό πρωί τῆς Κυριακῆς ἔδειχναν ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἐμφανίζουν ἕναν ἄλλο ἑαυτό, ἄσχετο μέ αὐτόν τῆς ἀμέσως προηγούμενης ἡμέρας.
Ὄχι μόνον αὐτό. Ἐπειδή ἡ ἀντιφατική αὐτή συμπεριφορά ἐμφανίζεται στήν πλειοψηφία πολλῶν ἀπό ὅσους διεκδικοῦν τόν τίτλο τοῦ χριστιανοῦ, ἔχει καταντήσει νά θεωρεῖται ἀναμενόμενη καί κυριαρχοῦσα. Πολλοί πού ἐκδηλώνουν τή συμπάθειά τους πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν πίστη της, συνηθίζουν νά πιστεύουν ὅτι ἔχουν τό δικαίωμα στήν ἐπιλογή ὄχι τοῦ νά ἐγκολπωθοῦν αὐτούσια τήν Ἐκκλησία ἤ ὄχι, ἀλλά νά διαλέξουν κάποια κομμάτια τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας, παραθεωρώντας τά ὑπόλοιπα, προφασιζόμενοι ὅτι «δέν εἶναι γιά ἐμᾶς αὐτά», ἤ ἀκόμη χειρότερα διαγράφοντάς τα μέ τήν αἰτιολογία τοῦ παρωχημένου καί ξεπερασμένου, καλώντας συνάμα τήν Ἐκκλησία νά κάνει τό ἴδιο σέ μιά «προσπάθεια ἐκσυγχρονισμοῦ», ὅπως λένε, «προκειμένου νά ἐνταχθεῖ καλύτερα στήν ἐποχή μας». Ἔτσι, μόλις ἡ Ἐκκλησία παιδαγωγικῶς τούς θίξει ἐκεῖ πού πάσχουν, ἀμέσως ἐξεγείρονται, τήν ἀρνοῦνται, προφασίζονται τά μύρια ὅσα, πολλές φορές μάλιστα κατηγορώντας ἤ λοιδορώντας…
Ἡ σαφής ἀπόσταση
Ἕνας «ἄρχων» (Λουκ. 18,18) πλησίασε τόν Διδάσκαλο γιά νά τόν ρωτήσει, προσφωνώντας τον ἀγαθό, τί νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Τό ἔκανε αὐτό ξεπερνώντας τήν ἐχθροπάθεια τῶν Φαρισαίων, τή μικρόνοια ἕως παράνοιας τῶν Γραμματέων, τήν ἀποστροφή τῶν Σαδδουκαίων ἔναντι τοῦ Χριστοῦ. Καί τόν πλησιάζει παρά τίς ἤδη κυκλοφοροῦσες ἀπειλές ὅλων αὐτῶν ὅτι θά ἔκαναν ἀποσυναγώγους ὅσους πλησίαζαν τόν Χριστό καί μάλιστα ἀπό τήν ἀνώτερη τάξη. Ἑπομένως, προφανῶς τόν πλησιάζει ἕτοιμος νά πληρώσει τό ὅποιο τίμημα.
Πῶς τόν ἀντιμετωπίζει ὁ Χριστός; Μᾶλλον τόν ἀποπαίρνει καί μέ μιά σύντομη, ἄν ὄχι καί βιαστική ἀπάντηση, δείχνει νά θέλει νά ὁλοκληρώσει τή συζήτηση μαζί του μιά ὥρα ἀρχύτερα. Μάλιστα τή στιγμή πού τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι κομβικό καί ἐπιδεκτικό μεγάλης ἀνάλυσης. Κι ὅμως ὁ Χριστός ἀπαντᾶ λακωνικά: «Γιατί μέ ἀποκαλεῖς ἀγαθό; Κανείς δέν εἶναι ἀγαθός παρά μόνον ὁ Θεός. Γνωρίζεις τίς ἐντολές. Νά μή μοιχεύσεις, νά μή φονεύσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου».
Ἕνας νέος ἄνθρωπος, «ἄρχων», εὐκατάστατος, ἕτοιμος νά ὑποστεῖ τίς συνέπειες, πλησιάζει τόν Χριστό κι Αὐτός τόν κρατᾶ σέ ἀπόσταση. Γιατί; Πόσο διαφορετική ἡ συμπεριφορά τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή στάση πολλῶν ἀπό ἐμᾶς ὅταν μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά συναναστραφοῦμε ὅποιας λογῆς ἐπιφανεῖς ἀνθρώπους καί μάλιστα ὅταν ἔχουν σχέση μέ μεγαλύτερη ἤ μικρότερη ἐξουσία. Πολλές φορές ἀκόμη καί μέσα σέ Ναούς, ὅταν ἐμφανίζονται δημόσια πρόσωπα, παρατηροῦνται φαινόμενα ὑπερβολῆς καί διαχυτικότητας τόσο ἔντονης πού ὑπερβαίνει τό μέτρο τῆς εὐπρέπειας καί προβληματίζει τούς ἐχέφρονες. Κι ὅμως, ὁ Χριστός ἄλλη συμπεριφορά διδάσκει.
Ὁ λόγος
Γιά δύο βασικά λόγους ὁ Χριστός δείχνει νά θέλει ν’ ἀπεμπλακεῖ γρήγορα ἀπό τήν ἄνευ οὐσιαστικοῦ ἀποτελέσματος συζήτηση μέ τόν πλούσιο νέο. Κι οἱ δύο ἀποτυπώνονται ὡς βασική παθογένεια στήν πνευματικότητα τῆς ἐποχῆς μας. Κι ὁ Χριστός μέ τή διορατικότητα τοῦ Πλάστη πού γνωρίζει τό πλάσμα του καλύτερα ἀπό τόν καθένα, τούς ἀναδεικνύει, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά τούς ἐπισημάνει ὡς διαχρονικούς πνευματικούς κινδύνους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκφράζοντας τή λύπη του νά φιλοτιμήσει σέ προσπάθεια ὑπερνικήσεώς τους.
Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ἡ προδιάθεση τοῦ ἀρχοντικοῦ νέου νά πλησιάσει τόν Χριστό γιά νά ὠφεληθεῖ ἀπό αὐτόν, χωρίς ὅμως νά τόν πιστεύει ὡς τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ. Στά μάτια του ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀκόμη ἕνας ταλαντοῦχος διδάσκαλος τοῦ Ἰσραήλ, ὄχι ὅμως τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ἐπισημαίνει τήν ἀντιφατικότητα τῆς εὐγενικῆς προσφώνησης, ἡ ὁποία δέν ἀντιστοιχοῦσε στό ἐσωτερικό πίστευμα. Τί μέ λές ἀγαθό; Ἀγαθός εἶναι μόνον ὁ Θεός κι ἐσύ δέν μέ δέχεσαι μέ τήν ἰδιότητά μου αὐτή. Εἶναι τό λάθος πολλῶν πού πλησιάζουν τόν Χριστό μέ σεβασμό ὠς μεγάλο διδάσκαλο, μύστη, καινοτόμο, ταλαντοῦχο, ἀλλά πάντως ἄνθρωπο κι ὄχι Θεό. Κι αὐτό τή στιγμή πού ὁ Χριστός ὄχι ἁπλῶς ἔχει τονίσει τήν ἰδιότητά του ὡς τοῦ δεύτερου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά τήν ἔχει ἀναδείξει ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, ἀφοῦ ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς διακήρυξης ὁδηγήθηκε στό ἑκούσιο Πάθος.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ἡ ὑπερβολική προσκόλληση τοῦ πλούσιου νέου στόν πλοῦτο του. Στήν καρδιά του δέν ὑπῆρχε χῶρος γιά ἄλλη ἀγάπη. Γι’ αὐτό καί μόλις ὁ Χριστός τοῦ προτείνει νά ἀποποιηθεῖ τῶν ὑπαρχόντων του χάριν τῶν πτωχῶν, μέ ἀντάλλαγμα μιά θέση στό χορό τῶν Ἀποστόλων, δηλαδή πολύ κοντά στόν Χριστό «καί ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί ἐν τῷ μέλλοντι», αὐτός «περίλυπος ἐγένετο» (Λουκ. 18,23). Ὁ ἄνθρωπος πάντα πιστεύει ὅτι «ξέρει καλύτερα». Γι’ αὐτό καί στήν ἐποχή μας μέ μεγάλη εὐκολία αὐτοθεοποιεῖται, εἰδωλοποιεῖ τίς ἀπόψεις του, τίς πεποιθήσεις του καί τίς προβάλλει ὡς τή «μόνη ἀλήθεια». Ὅταν ἀκόμη καί ὁ Πανυπερτέλειος Θεός τοῦ δώσει ἀφορμή ἀμφισβήτησης τῶν πιστευμάτων αὐτῶν, ἤ ἀκόμη χειρότερα τά κλονίσει, τότε ὁ ἄνθρωπος προτιμᾶ νά «καταργήσει» τόν Θεό, νά τόν ἀρνηθεῖ, νά τόν ἀποστραφεῖ, παρά νά ἀνατάξει τήν καρδιά του, νά ἀναθεωρήσει τά λάθη γιά νά ἱεραρχήσει ὡς πρώτη τή σωτήρια ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἡ ἐμμονή μας σέ ἀγκυλώσεις, πιστεύματα, πάθη εἶναι ἀποτρεπτική τῆς οὐσιαστικῆς γνωριμίας καί σχέσης μέ τόν Θεό, μέ ἀποτελέσματα καταστρεπτικά γιά μᾶς κι ὄχι γιά τόν Θεό.