Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Ιερομόναχος.

Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τὰ ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (250) καὶ τοῦ ἡγεμόνος Σεκούνδου στὴν πόλη Ἔμεσα (σήμ. Χὸμς στὴ Συρία).

Οἱ γονεῖς τοῦ Γαλακτίωνος, Κλειτοφῶν καὶ Λευκίππη, ἦταν πλούσιοι εἰδωλολάτρες τῆς πόλεως. Εἶχαν ὅμως ἕναν καημὸ ποὺ τοὺς ἔτρωγε. Ἡ Λευκίππη παρέμενε στείρα παρ’ ὅλες τὶς θερμὲς ἱκεσίες τους στὰ εἴδωλα. Στὴν πόλη διέμενε τότε ἕνας μοναχός, ὀνόματι Ὀνούφριος. Ζητοῦσε ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς περαστικοὺς -ὄχι γιὰ νὰ τρέφεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ μοιράζει ἐν συνέχεια ὅ,τι τοῦ ἔδιναν στοὺς φτωχούς— καὶ ἐπωφελοῦνταν γιὰ νὰ κηρύσσει παντοῦ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο.

Μία ἡμέρα, κτύπησε τὴν πόρτα τῆς Λευκίππης γιὰ νὰ ζητήσει ἐλεημοσύνη. Βλέποντας τὴ θλιμμένη ὄψη τῆς γυναίκας ρώτησε νὰ μάθει τὸν λόγο. Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ κάνει παιδιά. Ὁ Ὀνούφριος τότε εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα σοφὸ μέτρο τῆς θείας Πρόνοιας καὶ ὅτι ὁ Θεὸς μὴν ἐπιθυμώντας νὰ προσφέρει αὐτὴ τὸ τέκνο της στοὺς δαίμονες, τὴν ἐμπόδιζε νὰ γεννήσει ὅσο θὰ παρέμενε ἀσεβής. Τῆς δίδαξε τὰ μυστήρια τῆς πίστεως καὶ τὴν βάπτισε. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ γέννησε καὶ ἔπεισε τὸν ἄνδρα της νὰ ἀσπαστεῖ κι αὐτὸς τὴν πίστη στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶχε λυτρώσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀπὸ τὴν αἰσχύνη τους.

Τὸ παιδὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Γαλακτίων στὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ὅταν μεγάλωσε, ὁ πατέρας του ποὺ εἶχε μείνει χῆρος, τὸν πάντρεψε μὲ μία νέα εἰδωλολάτρισσα, ὀνόματι Ἐπιστήμη. Ὁ Γαλακτίων δέχθηκε ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν πατέρα του, ἀλλὰ ἀρνήθηκε νὰ πλησιάσει τὴ νέα, ἀπὸ φόβο μήπως μολύνει τὸ βάπτισμά του. Πεπεισμένη ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἀνδρός της, ἡ Ἐπιστήμη ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν ἀσέβειά της καὶ βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Γαλακτίωνα.

Ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴ βάπτισή της, εἶδε σὲ ἕνα ὄνειρο τὴ δόξα ποὺ ἐπιφυλάσσεται στοὺς οὐρανοὺς σὲ ὅσους θὰ ἔχουν διαφυλάξει τὴν παρθενία τους, γιὰ νὰ ἀφοσιωθοῦν ἀκέραιοι στὸν Θεό. Φανέρωσε τὸ ὅραμά της στὸν Γαλακτίωνα καὶ οἱ δύο σύζυγοι ἀποφάσισαν νὰ παρατείνουν παρθένοι μέχρι τὸ τέλος της ζωής τους.

Μοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν στὸν οὐρανὸ ἕναν ἀκατάλυτο θησαυρό, καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὴν ἔρημό του Σινᾶ. Φθάνοντας σὲ ἕνα μέρος ποὺ λεγόταν Πούπλιον, βρῆκαν μία ὁμάδα δώδεκα ἐρημιτῶν, οἱ ὁποίοι δέχθηκαν νὰ πάρουν μαζί τους τὸν Γαλακτίωνα καὶ ἔστειλαν τὴν Ἐπιστήμη σὲ τέσσερις γυναῖκες ποὺ ἀσκήτευαν σὲ ἕνα κοντινὸ ἐρημητήριο. Ὁ Γαλακτίων ἀνέλαβε τέτοιους ἀγῶνες στὶς νηστεῖες, τὶς ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ στὴν ἐγρήγορση κατὰ τῶν περισπασμῶν, ποὺ πολὺ γρήγορα ἔφθασε σὲ ὑψηλὸ μέτρο ἀρετῆς.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ διάβολος ὑπέβαλε στὸν τύραννο νὰ καταδιώξει τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἀποσύρονταν στὴν ἔρημο. Καθὼς ἕνα στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα κατευθυνόταν πρὸς τὸ ἀσκηταριὸ τοῦ Γαλακτίωνος, ἀποκαλύφθηκε στὴν Ἐπιστήμη ἡ δόξα ποὺ ἐπιφυλάσσεται στοὺς μάρτυρες καὶ εἶδε ὅτι ἐκλήθη νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τὸν Γαλακτίωνα.

Ἔλαβε τὴν εὐλογία ἀπὸ τὴν ἡγούμενή της νὰ τὸν συναντήσει καὶ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό της στὸν θάνατο γιὰ τὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἦταν διδάσκαλός της στὴν πίστη καὶ συναθλητής της στὴ στενὴ ὁδό. Παρουσιάσθηκαν μαζὶ ἐνώπιον τοῦ διοικητῆ Θύρσου. Καθὼς περιφρόνησαν τὶς ἀπειλὲς καὶ ἔμειναν στέρεοι στὴν πίστη, ὑποβλήθηκαν σὲ τρομερὰ μαρτύρια: τοὺς κτύπησαν ἀπάνθρωπα, ἐξέθεσαν τὴν Ἐπιστήμη γυμνὴ στὴ δημόσια χλεύη, τοὺς ἔμπηξαν μυτερὰ καλάμια κάτω ἀπὸ τὰ νύχια, τοὺς ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Τέλος, ὁλοκλήρωσαν τὸν ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου μὲ τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ὁ ἅγιος Γαλακτίων ἦταν τότε τριάντα ἐτῶν καὶ ἡ Ἐπιστήμη δεκαέξι. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ ἑνωθοῦν κατὰ σάρκα σὲ τούτη τὴν ἐφήμερη ζωή, ἑνώθηκαν ἔτσι ἐν Θεῷ γιὰ τὴν αἰωνιότητα.