Γαλίτης Γεώργιος Α.,Ὁμότιμος Καθηγητὴς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Προϋπόθεση τῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ γνώση δηλαδή ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας μας νά προσεγγίσουμε καί νά γνωρίσουμε τόν Θεό διά τῆς νοητικῆς ὁδοῦ. Παρά ταῦτα ὁ ἀπρόσιτος κατά τήν οὐσία Θεός γνωρίζεται καί ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ὁ ἄνθρωπος δέν νοεῖ τόν Θεό, ἀλλά τόν βιώνει. Ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ σ’ αὐτόν εἶναι βιωματική, εἶναι μία πορεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς τέρμα τήν θέωση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἀ-λογίας φτάνει στήν δοξο-λογία τοῦ Θεοῦ.
\”\”
Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι μέν ἀπρόσιτος, ἀλλά κατά τήν οὐσία. Εἶναι ὅμως προσιτός σέ μᾶς κατά τήν ἐνέργεια: διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, μέ τίς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο. Στήν πραγματικότητα λοιπόν δέν πρόκειται γιά ἀντίφαση, ἀλλά γιά μία διαλεκτική σύνθεση. Ἄς τά δοῦμε αὐτά πιό ἀναλυτικά.
Ξεκινᾶμε ἀπό τήν ἐρώτηση, τί εἶναι Θεός. Θεός εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ τό τελείως ἀπρόσιτο. Ἄν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι Θεός, αὐτή εἶναι μία ἀνόητη ἐρώτηση, δέν ἔχει νόημα, γιατί Θεός εἶναι αὐτό γιά τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά ρωτήσουμε, νά ὁρίσουμε τί εἶναι: γιατί ὁ Θεός ἁπλά εἶναι. Ὁ Θεός εἶναι τό εἶναι. Γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά τόν συλλάβουμε. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τό Θεό στή φλεγομένη βάτο, «ἀπό ποιόν ἐγώ θά πῶ ὅτι ἔχω τήν ἐντολή αὐτή, ποιό εἶναι τό ὄνομά σου», ἐκεῖνος ἀπάντησε «ἐχγιέ ἀσέρ ἐχγιέ», ἐγώ εἶμαι ὁ «ἐγώ εἶμαι», αὐτός πού ἐγώ εἶμαι. Αὐτό τό μετέφρασαν οἱ Ἑβδομήκοντα «ἐγώ εἰμί ὁ ὤν». Αὐτό τό «ὁ ὤν», πού σημαίνει ὁ ὑπάρχων, ἀποδίδει κατά κάποιον τρόπο τό Γιαχβέ τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἶναι παλαιότερη μορφή τοῦ «ἐχγιέ». Τό Γιαχβέ σημαίνει, λοιπόν, «ἐγώ εἰμί». Ὅταν στήν Ἁγία Γραφή, στήν Καινή Διαθήκη, στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο κυρίως, ὁ Χριστός ἀναφέρει τίς λέξεις «ἐγώ εἰμί», αὐτό τό «ἐγώ εἰμί» εἶναι τό Γιαχβέ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει ὡς σκοπό νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Κάθε Εὐαγγελιστής ἔχει ἕναν εἰδικό θεολογικό σκοπό. Ὁ σκοπός τοῦ Ἰωάννη εἶναι αὐτός. Ὅσες φορές ὁ Χριστός εἶπε «ἐγώ εἰμί», ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ, καί γι’ αὐτό ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». «Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου». «Ἐγώ εἰμί ἡ θύρα»…
Ὁ Χριστός εἶναι λοιπόν ὁ Λόγος τοῦ Γιαχβέ, εἶναι ἐκεῖνος, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύφθη ὁ Γιαχβέ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Γιαχβέ, ἐκεῖνος διά τοῦ ὁποίου πηγαίνει κανείς στόν Γιαχβέ: «Ἐγώ εἰμί ἡ θύρα»• «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός» «ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμί». Ἐάν κανείς δέν ξέρει, δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τό «ἐγώ εἰμί ὁ ὤν». Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιά νά τόν συλλάβουν, ὁ Χριστός τούς ρώτησε: «Τίνα ζητεῖτε»; Καί ὅταν αὐτοί εἶπαν «Ἰησοῦν τόν Ναζωραῖον», ὁ Χριστός ἀπάντησε «ἐγώ εἰμί». Ἀκούγοντας «ἐγώ εἰμί» ὀπισθοχώρησαν καί ἔπεσαν πρηνεῖς, σάν μία δύναμη νά τούς ἔσπρωξε, γιατί ἄκουσαν τή λέξη, τή φράση αὐτή, πού κανείς δέν μποροῦσε νά πεῖ. Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς «ἐγώ εἰμί», τούς ἔλεγε ἐγώ εἶμαι ὁ Γιαχβέ. Αὐτή εἶναι λοιπόν ἡ οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.
Γιά νά μπορέσουμε νά μιλήσουμε γιά τό Θεό, γιά νά μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε δύο δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀποφατικός, δηλαδή ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος. Ὅλα αὐτά τά ἀρνητικά εἶναι ὁ ἀποφατικός δρόμος. Λέγοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀόρατος, ἀναφής, ἀπρόσιτος, στήν πραγματικότητα λέμε τί δέν εἶναι. Λέμε τί εἶναι, λέγοντας τί δέν εἶναι. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὁ καταφατικός. Λέμε, ὁ Θεός εἶναι δίκαιος, ἤ, στήν εὐχή τῆς Θείας Λειτουργίας, («Σύ γάρ εἰ Θεός ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…»), «ἀεί ὤν, ὠσαύτως ὤν»• ἐδῶ μιλᾶμε καταφατικά. Ἀλλά καί ἀπό τά καταφατικά πού λέμε γιά τόν Θεό, πάλι δέν λέμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ: λέμε τά περί τόν Θεό, λέμε ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ• «ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀνεπλάσθη τά τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ὑπάρχουμε ἐν χρόνῳ, ὁ Θεός εἶναι ἀεί ὤν· ἐμεῖς ἀλλοιούμεθα, ὁ Θεός εἶναι ὡσαύτως ὤν. Αὐτά ὅλα, ἡ καταφατική ὁδός, δέν μᾶς λέει πάλι τί εἶναι ὁ Θεός.
Στήν Α’ πρός Τιμόθεον Ἐπιστολή, στό 6ο κεφάλαιο, ὁ Θεός ἀναφέρεται ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν» (πάλι ἀποφατικός δρόμος), «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Τό ἀναλύσαμε ἤδη. Ἀπρόσιτο φῶς, τό ὁποῖο «οὐδείς ἀνθρώπων εἶδεν ἤ ἰδεῖν δύναται» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ὅμως, «φῶς οἰκῶν». Αὐτός εἶναι λοιπόν ὁ καταφατικός δρόμος, συνδυασμένος ἐδῶ μέ τόν ἀποφατικό.
*****
Γιά νά προσεγγίσει τήν ἔννοια τοῦ ἀπροσίτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὅλως ἄλλου, τοῦ ὁλοκληρωτικά διαφορετικοῦ ἀπό ὅ,τι γνωρίζουμε καί ἀπό ὅ,τι εἶναι δυνατόν νά γνωρίσουμε καί νά συλλάβουμε, ἡ κλασική θεολογία, ἀκολουθοῦσα τή φιλοσοφία, κυρίως τήν ἀριστοτελική, διακρίνει μεταξύ φυσικοῦ καί μεταφυσικοῦ. Βέβαια ὁ Ἀριστοτέλης δέν εἶπε τίποτε περί τῆς ἐννοίας μεταφυσική, ἁπλῶς μετά τά Φυσικά ἔγραψε ἕνα ἄλλο κείμενο, πού ὀνομάσαμε Μετά τά Φυσικά, ὅθεν τά Μεταφυσικά. Ἡ διάκριση μεταξύ φυσικοῦ καί μεταφυσικοῦ δέν εἶναι κυρίως εἰπεῖν ὀρθόδοξη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τή λέξη ὑπερφυσικό. Καί αὐτό τό λέμε πάλι γιά νά συνεννοηθοῦμε: ὑπέρ τήν φύσιν. Ἡ μόνη θεολογική ὀρθόδοξη διάκριση εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπρόσιτος μέν κατά τήν οὐσία, προσιτός δέ κατά τίς ἐνέργειες. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές του ἐπίσης ἄκτιστες, ἀλλά ὅμως προσιτές. Κτιστός εἶναι ὁ κόσμος, τό σύμπαν, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καί ὅτι ἄλλο ὑπάρχει ἐκτός τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλη διάκριση πού γίνεται, εἶναι ἡ μεταξύ τοῦ ὑλικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στόν πνευματικό κόσμο ὅμως τοποθετοῦνται οἱ ἄγγελοι, ἡ ψυχή, ὁ Θεός. Συμφυρμός δηλαδή κτιστοῦ καί ἀκτίστου.
Οἱ δύο ἔννοιες, τό κτιστό καί τό ἄκτιστο, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μή συμβατές, εἶναι δύο ἔννοιες πού δέν μποροῦν νά ἔχουν καμία ἐπαφή μεταξύ τους. Ἡ συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου αὐτῆς τῆς ἀποστάσεως μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο τό ὑπαρξιακό ἄγχος. Ἡ προσπάθεια γεφυρώσεως αὐτοῦ τοῦ ἄγχους γεννᾶ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις πού ὀνομάζουμε θρησκεία. Ἡ θρησκεία δέν κάνει τίποτε ἄλλο, παρά νά προσπαθεῖ νά γεφυρώσει τήν ἀπόσταση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου.
Ζοῦμε στόν κόσμο καί καταλαβαίνουμε ὅτι πάνω ἀπό τόν κόσμο ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ ὑπέρ-κόσμος. Ἕνα κάλυμμα σκεπάζει τόν κόσμο καί ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά διαπεράσουμε τό κάλυμμα, νά δοῦμε ἀπό πάνω. Αὐτή ἡ προσπάθεια λέγεται θρησκεία.
Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τή θρησκεία καί τά ὑποκατάστατα τῆς θρησκείας νά γεφυρώσει τό χάσμα, νά φτάσει ψηλά. Ὑποκατάστατα μπορεῖ νά εἶναι καί οἱ ἰδεολογίες, αὐτές πού τελειώνουν σέ -ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· ὅλα αὐτά εἶναι προσπάθειες νά γεφυρώσουμε τό χάσμα. Ἄλλος προσπαθεῖ νά φτάσει ἐπάνω μέ μία ἰδεολογία, ἄλλος μέ τήν τέχνη, μέ τά ταξίδια, μέ τήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, εἴτε αὐτά λέγονται χρῆμα, εἴτε δόξα, εἴτε ἡδονή, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅλα αὐτά εἶναι ὑποκατάστατα, μέ τά ὁποῖα προσπαθοῦμε νά γεμίσουμε τήν ψυχή μας, τό ὑπαρξιακό κενό, τό ὑπαρξιακό χάος, νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό ὑπαρξιακό ἄγχος καί νά φτάσουμε στόν ὑπερκόσμο. Ἀκόμη ἔχουμε, χειρότερες μορφές ὑποκαταστάτων, τά ναρκωτικά, τά βαριά, ἤ καί πιό ἀθῶα ναρκωτικά, ὅπως τό κάπνισμα. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀσυνείδητες ἀναζητήσεις μιᾶς χαμένης Ἐδέμ.
Ὅσο κι ἄν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ἀνέβει ἐπάνω, ὅλες αὐτές οἱ προσπάθειες τῆς θρησκείας ἤ τῶν ὑποκαταστάτων της, εἶναι ἀνίκανες νά λυτρώσουν τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνίκανες νά μᾶς δείξουν τί βρίσκεται στόν ὑπερκόσμο. Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, ὁ Ἐπάνω νά ἀνοίξει μία καταπακτή, νά ρίξει μία σκάλα, νά ἔρθει κάτω ὁ ἴδιος καί νά μᾶς ἀνεβάσει ἐπάνω. Αὐτό ἔκανε ὁ Χριστός, αὐτό εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, αὐτή εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός κατέβηκε κάτω, γι’ αὐτό λέει ὁ Χριστός «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός» καί «ἡ θύρα», γι’ αὐτό καί λέμε στήν Παναγία: «Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».
Ἤ, γιά νά χρησιμοποιήσω μίαν ἄλλην εἰκόνα, περπατᾶμε στό σκοτάδι, καί ἐκεῖ πού δέ βλέπουμε μπροστά μας τίποτα, ξαφνικά μία ἀστραπή μᾶς φωτίζει καί βλέπουμε ποῦ βαδίζουμε. Αὐτή εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Δέν ἀνακαλύψαμε μόνοι μας ποῦ βαδίζουμε, αὐτό εἶναι ἀποκάλυψη. Κάποιος μοῦ ἀποκαλύπτει κάτι.
Ἄρα λοιπόν ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θρησκεία. Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νά φτάσει μόνος, δι’ ἰδίων δυνάμεων ἐκεῖ πάνω, πρᾶγμα ἀδύνατο. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Γιά νά τό πῶ ἀλλιῶς, εἶναι ἡ εἰσβολή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία. Ὁ Θεός ὁ ἄκτιστος ἔφτιαξε τόν κτιστό κόσμο. Ὁ κόσμος ὁ κτιστός ἔπεσε διά τῆς ἁμαρτίας στή φθορά καί στόν θάνατο. Βρίσκεται στήν ταλαιπωρία, στό ἄγχος, καί πρέπει κάποιος νά τόν λυτρώσει. Γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός εἰσέβαλε στό χῶρο, στήν ἱστορία, ἔγινε ἄνθρωπος, καί ἐν Χριστῷ μᾶς ἔσωσε. Ἄρα τό περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως δέν εἶναι μία ἰδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοί χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο χριστιανική κοσμοθεωρία, ἤ χριστιανική ἰδεολογία. Δέν πιστεύουμε σέ μία κοσμοθεωρία. Τό πρόβλημά μας δέν λύνεται μέ ἰδέες καί θεωρίες, ἀλλά μέ τήν πίστη στόν ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε. Σ’ αὐτόν πού κατέβηκε ἀπό τήν κλίμακα, νά τοῦ δώσουμε τό χέρι νά μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πάνω. Αὐτό εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ἀποκάλυψη.
Δέν εἶναι λοιπόν τό περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως μία ἰδέα καί μία θεωρία, ἀλλά ἕνα πρόσωπο, τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλοί λένε, ὁ Χριστός ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ἠθικός ἀναμορφωτής, κοινωνικός ἐργάτης. Ἄν ἦταν κάτι ἀπό αὐτά, ἀλίμονό μας. Ἡ σωτηρία μας θά ἦταν ἀδύνατη. Θά μποροῦσε κάποιος νά πεῖ, ὁ Κομφούκιος εἶπε πολύ ὡραῖα πράγματα, καί ὅτι ὁ Μωάμεθ δέν εἶπε ἄσχημα πράγματα. Καί ὁ Μωϋσῆς στήν Παλαιά Διαθήκη εἶπε ὡραῖα πράγματα, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει ὅμως, κανείς δέν εἶναι ὁ σωτήρας. Δέν σώζουν οἱ ἠθικές διδασκαλίες, δέν σωζόμαστε ἄν γίνουμε καλοί ἄνθρωποι. Καί ἕνας ἄθεος, βουδδιστής, ἰνδουϊστής, μπορεῖ νά εἶναι καλός ἄνθρωπος. Σώζεται κανείς ἄν ἀφήσει τό χέρι του νά τό πιάσει ὁ Χριστός, ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, καί νά τόν ὁδηγήσει ἐπάνω. Δέν ἀρκεῖ νά πιστεύεις στόν Θεό. Σέ θεό πιστεύουν ὅλες οἱ θρησκεῖες. Πρέπει νά πιστεύεις στόν Χριστό. Τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Θεός πού ἀποκαλύφθηκε• «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα καί ἀρκεῖ ἡμῖν», λέγει ὁ Φίλιππος (Ἰω. 14, 8). Καί ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καί οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα»: διότι στό πρόσωπό μου βλέπει κανείς τόν Πατέρα. Γι’ αὐτό γράφει καί ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ «εἰκών τοῦ Θεοῦ» (Β’ Κορ. 4, 4) «τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).
Αὐτό εἶναι λοιπόν τό περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.
*****
Ἡ κλασική θεολογία διακρίνει μεταξύ φυσικῆς καί ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ φυσική ἀποκάλυψη πραγματώνεται στόν κόσμο, στήν ἱστορία καί στή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι στή θέα τοῦ κόσμου, «τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται τά ἀόρατά του Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 20). Ἄρα λοιπόν ὑπάρχει ἡ φυσική ἀποκάλυψη. Ὅμως ἡ φυσική ἀποκάλυψη δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Χρειάζεται καί ἡ ὑπερφυσική ἀποκάλυψη. Χρησιμοποιοῦμε τή λέξη, ὅπως εἶπα, τῆς κλασικῆς, ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοῶ τήν πατερική θεολογία, αὐτή ἡ διάκριση μεταξύ φυσικοῦ καί ὑπερφυσικοῦ δέν εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής. Οἱ Πατέρες δέν συμπαθοῦν αὐτόν τόν ὅρο. Περισσότερο χρησιμοποιοῦν ἄλλες εἰκόνες:
Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Τά τρία πρόσωπα περιχωροῦνται καί εἶναι ἑνωμένα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὁ Θεός, τό μόνο ὄντως μακάριο Ὄν, ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Ἐπειδή εἶναι ἀγάπη, δέν θέλησε νά κρατήσει τή μακαριότητά του γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἀνοίγει, τρόπον τινα, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ καί δημιουργεῖ ἄλλα ὄντα γιά νά μετάσχουν στήν μακαριότητά του. Τά ὄντα αὐτά πρέπει, γιά νά μπορέσουν νά μετάσχουν στήν μακαριότητά του, νά εἶναι λογικά καί ἐλεύθερα. Ἄν ἦταν λογικά, ἀλλά δέν ἦταν ἐλεύθερα, σκεφθεῖτε τό βάσανο ἑνός λογικοῦ ὄντος πού εἶναι καταναγκασμένο νά κάνει κάτι. Ἐάν ἦταν ἐλεύθερα, ἀλλά δέν ἦταν λογικά, μπορεῖτε νά καταλάβετε τίς συνέπειες, ἀπό τά μικρά παιδιά. Ἀφῆστε τα νά κάνουν ὅ,τι θέλουν. Θά ἦταν καταστροφή. Αὐτό σημαίνει τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ. Ἀλλά ἐπλάσθη καί «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιά νά μπορέσει νά ἐκπληρώσει τό «καθ’ ὁμοίωσιν» πρέπει νά εἶναι ἐλεύθερος καί λογικός. Ἀλλιῶς δέν θά μποροῦσε νά ἔχει ἀξία ἡ προσπάθειά του, δέν θά μποροῦσε τό καλό νά εἶναι καλό. Τό καλό εἶναι καλό, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τό κακό εἶναι κακό, γιατί πάλι ἐλεύθερα τό ἐπέλεξε ὁ ἄνθρωπος. Καλό καί κακό εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.
Ἀνοίγει λοιπόν ὁ Θεός, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο, δημιουργεῖ τήν κτίση γιά νά βάλει τόν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτήν, καί τοῦ δίνει τήν ἐντολή.
Ἐδῶ θά κάνω μία παρένθεση. Ὅλο αὐτό τό σύμπαν πού ὑπάρχει – ζοῦμε σέ ἕναν κόσμο ὅπου τό ἡλιακό σύστημα εἶναι ἕνα μέρος, ἕνας κόκκος, ἕνα ἀπό τά πολλά δισεκατομμύρια ἀστέρια τοῦ γαλαξία μας, καί ὑπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – ὅλα αὐτά τά ἔφτιαξε ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο; Ναί, γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ σημερινοί φυσικοί καί οἱ ἀστρονόμοι δέχονται στήν πλειοψηφία τους ὡς λόγο γιά τόν ὁποῖο ἔγινε τό σύμπαν τή λεγόμενη ἀνθρωπική ἀρχή. Τό σύμπαν ἔγινε γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅλα συντείνουν στόν ἄνθρωπο. Ἀλλά τό τέρμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ἄν θέλετε ἀπό τό μηδέν, ἀπό τή στιγμή τῆς λεγομένης μεγάλης ἐκρήξεως, μέχρι τή στιγμή πού ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅλα κατατείνουν στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλα ἔγιναν γιά τόν ἄνθρωπο. Τό ἄνοιγμα αὐτό τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τήν ἀρχή τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν… καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς… Καί εἶπεν ὁ Θεός… Καί εἶπεν ὁ Θεός…» (Γεν. 1, 1 κ.ἑ.). Αὐτό τό «καί εἶπεν» εἶναι μία ἀνθρωποπαθὴς ἔκφραση. Σημαίνει ὅτι διά τοῦ Λόγου του ἐποίησε τά πάντα, «τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου ἐστερεώθησαν οἱ οὐρανοί», «αὐτός εἶπε καί ἐγενήθησαν, αὐτός ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν». «Ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύμαπ ποιεῖ τά πάντα». Αὐτό ἦταν ἡ ἀρχή τοῦ ἀνοίγματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχή τῆς ἀποκαλύψεως δηλαδή. Τό τέλος; «Πολυμερῶς καί πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεός λαλήσας τοῖς πατρᾶσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. 1, 1-2). «Ὁ μονογενής υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1, 18). Ἐκεῖνος. Δέν χρειαζόμαστε ἄλλον. Δέν χρειαζόμαστε δηλαδή γκουρού, τόν τεκτονισμό, τόν ἕνα ὁποιονδήποτε -ισμό γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, νά μᾶς ἐξηγήσει τά τοῦ Θεοῦ, δέν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πληρότης. «Καί ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καί χάριν ἀντί χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διά Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1,17). Ὁ νόμος ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια ἐγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετική λέξη, μία διαφορετική ἔννοια. Καί τό ἴδιο μᾶς λέγει πάλι ὁ Ἰωάννης: «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 14). Τό ἴδιο ρῆμα. Τό ἐγένετο σημαίνει τήν πραγματοποίηση, τήν ὑλοποίηση, κάτι τό χειροπιαστό. Ὁ Λόγος αὐτός τοῦ Θεοῦ «σάρξ ἐγένετο». Ὁ Θεός, τόν ὁποῖον «οὐδείς ἑώρακε πώποτε», ἀπεκαλύφθη διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ μεσίτης τῆς ἀποκαλύψεως.
Ἐδῶ μποροῦμε νά διακρίνουμε τρεῖς βαθμίδες ἀποκαλύψεως. Ἡ πρώτη εἶναι ὅταν ὁ Θεός ἀνοίγει, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τόν κόσμο («Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν»)· στήν δεύτερη ἔχουμε τήν πλήρωση τῆς ἀποκαλύψεως («Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»)· καί ἔχουμε καί μίαν τρίτη ἀποκάλυψη, πού εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση, εἶναι ἡ μέλλουσα κρίση. Ἐκεῖ θά ἀποκαλυφθεῖ πάλι ὁ Θεός, ἀλλά θά ἀποκαλυφθεῖ ὡς φῶς γιά τούς ἀξίους καί ὡς «πῦρ καταναλίσκον» γιά τούς ἀναξίους («Ἀποκαλύπτεται ὀργή Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπί πᾶσαν ἀσέβειαν καί ἀδικίαν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1,18).
*****
Τό περιεχόμενο λοιπόν τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδή ὁ Θεός ἀποκαλυπτόμενος ἐν Υἱῷ, δηλαδή σέ μία συγκεκριμένη ἀνθρώπινη μορφή, ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικό πρόσωπο, στό ὁποῖο, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἑνώθηκε ἡ θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα.
Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ποῦ φυλάσσεται, ποιός τήν προσφέρει;
Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ, ἔζησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη, ἀλλά δέν ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο. Συνεχίζει νά ζεῖ παρατεινόμενος στούς αἰῶνες ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος μέ τή σταυρική του θυσία, καί τήν ὁποία τρέφει καί συντηρεῖ μέ τό αἷμα του διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτός ἔστειλε ἀπό τό θρόνο τοῦ Θεοῦ τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού συνήγαγε στό ὄνομά του ὅλους ὅσοι πίστευσαν καί βαπτίσθηκαν γιά νά ἀποτελέσουν τήν μεσσιανική σύναξη, τήν κοινωνία τῶν ἁγίων, τόν νέο Ἰσραήλ, τό λαό τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό μετά τήν θεία κοινωνία τῶν πιστῶν, λέει ὁ ἱερέας: «Σῶσον, ὁ Θεός, τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαός τοῦ Θεοῦ, κληρονομιά του, διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού μόνον στήν Ἐκκλησία προσφέρεται καί ἡ ὁποία μόνον δομεῖ τήν Ἐκκλησία. Ὅπου Ἐκκλησία, ἐκεῖ καί Θεία Εὐχαριστία, καί ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία.
Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία: ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ κεφαλή τό Χριστό καί μέλη ἐκείνους πού μπολιάσθηκαν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τρέφονται ἀπό τούς ζωτικούς χυμούς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία: τρέφονται ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ μπορεῖ νά βρεῖ κανείς τόν, ἀπρόσιτο μέν, ἀλλὰ ἀποκαλυπτόμενο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Θεό.
Αὐτήν τήν ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τήν προσφέρει ὡς θεματοφύλαξ της μέ δύο τρόπους:
α). ὡς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Παίρνοντας τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ παίρνουμε τόν ἴδιο τόν ἀποκαλυφθέντα Θεό πού κατέβηκε κάτω στή γῆ·
β). ὡς κήρυγμα, ὡς προφορικό καί γραπτό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Τήν μέν πρώτη μορφή τῆς ἀποκαλύψεως τήν παίρνουμε διά τοῦ στόματος, τή δεύτερη διά τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς· βρώση καί ἀκοή. Αὐτά συμβολίζουν καί οἱ δύο Εἴσοδοι πού γίνονται στήν Ἐκκλησία, Μικρά καί Μεγάλη. Στή Μικρά Εἴσοδο ὁ διάκονος ἤ ὁ ἱερέας κρατεῖ τό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο λιτανεύει διά μέσου τῶν πιστῶν – ὅλοι, ὅλος ὁ λαός μετέχει σ’ αὐτό – καί λέει: «Σοφία»: αὐτό πού κρατῶ εἶναι ἡ Σοφία· «ὁ Χριστός ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπό Θεοῦ» (Α’ Κορ. 1, 30). Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτό πού κρατῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Σοφία. «Ὀρθοί» λοιπόν. Καί ψάλλεται κατόπιν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Χριστῷ…», δηλαδή τή Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθως ἐναποτίθεται τό Εὐαγγέλιο στήν Ἁγία Τράπεζα καί στή συνέχεια διά τῆς ἀναγνώσεως καί τοῦ κηρύγματος γίνεται ὁ ἀποκαλυφθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ προσιτός σέ μᾶς διά τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς.
Στή Μεγάλη Εἴσοδο παίρνει ὁ διάκονος ἤ ὁ ἱερέας τά Τίμια Δῶρα πού δέν ἔχουν μεταβληθεῖ ἀκόμη σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἔχουν ὅμως προετοιμασθεῖ στήν Προσκομιδή, καί ἐν λιτανείᾳ λέει πάλι: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἐν τῆ βασιλείᾳ αὐτοῦ. Ὅλη αὐτή ἡ λιτανεία συμβολίζει τήν πορεία πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασιλεία ἀνοίχθηκε μέ τήν πόρτα τοῦ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» στήν ἀρχή τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀνοίγουμε μέ τή Λειτουργία τίς πύλες: «Ἐγώ εἰμί ἡ θύρα» (Ἰω. 10, 7.9), ἐλᾶτε νά μπεῖτε δί’ ἐμοῦ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ὅλοι μας γνωρίζουμε ὅτι στή θέση τοῦ τρίτου Ἀντιφώνου, στό σημεῖο πού σήμερα ψάλλουμε γιά λόγους συντομίας τό Ἀπολυτίκιο, κανονικά ψάλλονται οἱ Μακαρισμοί, στούς ὁποίους ἀναλύεται πῶς ὁ Ἀδάμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου καί πῶς ὁ ληστής «παρεβίασε» τίς πύλες του μέ τό «μνήσθητί μου». Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἄρα λοιπόν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μέ τίς δύο αὐτές πομπές, λιτανεῖες, εἰσόδους, πού εἶναι ἕνα νόμισμα μέ δύο πλευρές. Δέ μποροῦμε νά τίς χωρίσουμε. Δέ μποροῦσε νά κάνουμε Θεία Εὐχαριστία χωρίς ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, οὔτε ἀνάγνωση Εὐαγγελίου χωρίς τή Θεία Εὐχαριστία. Αὐτοί εἶναι οἱ δύο πόλοι, γύρω ἀπό τούς ὁποίους περιστρέφεται ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία καί συνεπῶς ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας. Ἄρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη, εἶναι κηρυσσομένη καί βιουμένη, κηρυγματική καί βιωματική. Πρῶτα κηρύσσεται καί ὕστερα βιοῦται. Πρῶτα διαβάζουμε τό Εὐαγγέλιο καί μετά κοινωνοῦμε. Πῶς θά σωθοῦν, ἄν δέν πιστέψουν; καί πῶς θά πιστέψουν, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἄν δέν ἀκούσουν; καί πῶς θά ἀκούσουν ἄν κάποιος δέν τούς κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Ἀπόστολος, Εὐαγγέλιο, καί μετά πᾶμε νά κοινωνήσουμε. Πρίν ὅμως, ὁμολογοῦμε τί πιστεύουμε. Αὐτά ὅλα εἶναι μέ σοφία, θεόπνευστα βαλμένα ἔτσι. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρόσληψη τοῦ ἀποκαλυφθέντος Χριστοῦ, ἄρα ἡ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ σωτηρίας. Πρίν ἀπό τή βίωση πρέπει νά πιστέψουμε. Σ’ αὐτό συντελεῖ ἡ Γραφή, πού εἶναι ἡ κηρυσσομένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, προϋπόθεση γιά τήν βιουμένη. Κηρυσσομένη καί βιουμένη ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία. Δέν χωρίζονται, γιατί καί τά δύο οἰκοδομοῦν, συντηροῦν, τρέφουν καί αὐξάνουν τήν Ἐκκλησία. Καί ἡ Γραφή δέν εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι ἐνσωματωμένη στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μόνον στήν Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, μόνον ἐκεῖ βιώνει ὁ ἄνθρωπος τό Θεό.
******
Ἕνα λάθος πολλῶν πού διαβάζουν τήν Ἁγία Γραφή εἶναι ὅτι βλέπουν σέ αὐτήν ἁπλῶς ἕνα ἠθικό μήνυμα. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς εὐσέβειας. Δέν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφή γνωρίζεται, παραλαμβάνεται καί ἑρμηνεύεται διά τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί διά τήν Ἐκκλησίαν. Ἀκόμη καί ὁ ψάλτης, πού εἶναι κατώτερος κληρικός, καί αὐτός παραλαμβάνει τόν Ἀπόστολο ἀπό τό χέρι τοῦ ἱερέως καί σ’ αὐτόν τό ἐπιστρέφει· αὐτή εἶναι μία συμβολική κίνηση, πού δείχνει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Βιβλίο βεβαίως πού οἰκοδομεῖ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά οἰκοδομεῖ πρωτίστως τήν Ἐκκλησία. Ἄν ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομηθεῖ μόνος του, αὐτόνομα, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν κάνει τίποτα. Ἄν ἀπομονώσουμε τή Γραφή ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ Γραφή εἶναι ἕνα ξεριζωμένο δένδρο καί δέν μᾶς χρειάζεται σέ τίποτε.
Ποιός μᾶς λέει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή; Μᾶς τό λέει ἡ Ἐκκλησία διά τῆς παραδόσεως. Τί εἶναι ἡ παράδοση; Παλιά τά σχολικά βιβλία ἔλεγαν ὅτι, δύο εἶναι οἱ πηγές τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοσις. Αὐτό τό ἀντιγράψαμε ἀπό ἐγχειρίδια Δογματικῆς τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, πού θέλησαν νά ἀπαντήσουν στό Λούθηρο, πού ὑποστήριζε τό sola scriptura, μόνον ἡ Γραφή.
Δέν κυριολεκτοῦμε ὅταν λέμε γιά τήν παράδοση, ὅτι εἶναι πηγή τῆς πίστεώς μας. Ὡς παράδοση ἐννοοῦμε τήν πράξη τοῦ παραδίδειν, ἀλλά καί αὐτό πού παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, ἀλλά γιά νά τό παραδώσω, τό παρέλαβα ἀπό κάπου. Τήν παράδοση παραλάβαμε ἀπό τούς Πατέρες μας καί ἐκεῖνοι ἀπό τούς ἄλλους Πατέρες κ.ο.κ., γιά νά φθάσουμε μέχρι τούς Ἀποστόλους, πού τήν παρέλαβαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολοι τήν παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αὐτό λέγεται ἀποστολική παράδοση καί παρεδόθη ὄχι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί λέγεται ἡ Ἐκκλησία μας ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἄρα παράδοση εἶναι, πρῶτα ἡ πράξη τοῦ παραλαμβάνειν καί παραδίδειν, καί ὕστερα αὐτό τό περιεχόμενο τοῦ τί παραλαμβάνουμε καί παραδίδουμε.
Τό περιεχόμενο τῆς παραδόσεως εἶναι ἡ πίστη μας πού κατεγράφη στήν Ἁγία Γραφή. Ἀλλά καί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι μέρος τῆς παραδόσεως. Τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφτηκε περί τό 50 (πρόκειται γιά τήν Α’ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή), τά τελευταῖα βιβλία (κατά Ἰωάννην, Ἀποκάλυψη) γύρω στό 100. Στό μεταξύ διάστημα τῶν 50 ἐτῶν δέν εἴχαμε πλήρη τήν Ἁγία Γραφή. Ἤ, ἄν θέλετε, πρό τοῦ 50 δέν εἴχαμε κἄν Καινή Διαθήκη. Καί ὅμως ὑπῆρχε ἡ παράδοση καί ἡ πίστη. Ἄρα ἡ παράδοση εἶναι κάτι τό ζωντανό, κάτι πού περιέχει τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Γραφή εἶναι ἡ γραπτή παράδοση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ παράδοση εἶναι ἡ ἄγραφη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τό ἄγραφο βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι παράδοση τύπων, ἰδεῶν, δογματικῶν ἀπόψεων, παράδοση ἠθῶν ἤ ἐθίμων· εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἱδρυτή της καί τά πρῶτα βήματά της, εἶναι ἡ καταγραφή τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό πιστεύουμε «κατά τάς Γραφάς». Εἶναι θεόπνευστη, γιατί ὅλη ἡ ζωή τῆς ‘Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη. Ἔτσι στό sola scriptura ἤ στό sola fide τοῦ Λουθήρου θά μπορούσαμε νά ἀπαντήσουμε καί ἐμεῖς sola ecclesia. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τήν πίστη, τή Γραφή. Ἔτσι Γραφή, παράδοση καί Ἐκκλησία περιχωροῦνται, ὅπως τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν χωρίζονται, τό ἕνα περιέχεται στό ἄλλο, τό ἕνα μαρτυρεῖται, ζωοποιεῖται, ἑρμηνεύεται καί ἐλέγχεται ἀπό τό ἄλλο.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος πού ἡ Ἁγία Γραφή ζεῖ μέσα στήν Ἱερά Παράδοση, ἀποκαλύπτουσα τόν ἀπρόσιτο Θεό. Ἡ παράδοση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διά τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες εἶναι τά στόματα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν Γραφή ἐφάπαξ ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε τήν ἐμπειρία της ὡς πρός τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τούς Πατέρες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς τήν ἐμπειρία της ὡς πρός τήν πορεία της μέσα στήν ἱστορική πραγματικότητα.
Τήν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ἀκοῦμε στήν Ἐκκλησία μας τό λεγόμενο «Συνοδικόν», τό ὁποῖο ἐκφράζει ἄριστα ὅσα εἴπαμε γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ πού διαφυλάσσεται μέσα στήν Ἐκκλησία:
«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον [πρβλ. Παλαιά Διαθήκη], οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν [πρβλ. Καινή Διαθήκη], ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν [πρβλ. Ἱερά Παράδοση], οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οἰκουμενικές Σύνοδοι], ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τό ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξεν».
*****
Ὕστερα ἀπό αὐτή τή διαδρομή στό μυστήριο τοῦ ἀπροσίτου πλήν ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, μποροῦμε νά κλείσουμε τήν εἰσήγησή μας συνοψίζοντας ἐν εἴδει συμπεράσματος τά λεχθέντα:
Ὁ ἀπρόσιτος Θεός ἀπεκαλύφθη ὅταν «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο». Ἡ πληρότης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Πατρός ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι διά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» (ἱ. Αὐγουστῖνος). Συνεπῶς: στήν ‘Ἐκκλησία κηρύσσεται διά τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού ζεῖ, φυλάσσεται καί ἑρμηνεύεται μέσα στήν Ἱερά Παράδοση, ὁ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεὶς ἀπρόσιτος Θεός. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ πιστός ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ μοναδική ὁδός καί θύρα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στόν διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθέντα ἀπρόσιτο Θεό. Ἀκολουθώντας αὐτήν τήν ὁδό, περνώντας ἀπό αὐτήν τήν θύρα, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τόν Θεό. Καί ἔτσι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο, παύει νά εἶναι ἀπρόσιτος καί εἶναι πλέον πατέρας.