Νικόλαος Ρεντάκης.
«Περὶ ἐμφανίσεως τῆς Παναγίας καὶ τῶν δοθεισῶν μοὶ ὑπ’ Αὐτῆς ἐντολῶν».
«Λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ ἀναφέρω ὑμῖν, ὅτι χθὲς Κυριακήν, 2 Μαρτίου ἔ.ἔ. καὶ περὶ ὧραν 8ην μ.μ. μετέβην εἰς τί παρακείμενον τοῦ καταυλισμοῦ 2ου Λόχου Τάγματος ὑμῶν μικρὸν ὕψωμα, ἀπέχον περὶ τὰ 300 μέτρα, χάριν περιπάτου, αἰσθανθεῖς τὴν ἀνάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ὡσὰν νὰ μὲ ὤθη πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ὁ ἀὴρ ἔχει ἤδη παύσει νὰ φυσᾶ καὶ ὁ οὐρανὸς ἦτο ἀστερόης. Κατὰ τὴν ἐπιστροφήν μου εἰς τὴν σκηνήν, δὲν ἔχω ἀριθμήση 10 βῆματα, ὄτε αἰφνιδίως ἐνεφανίσθη ἐμπρός μου καὶ μοῦ ἀνέκοψε τὸν δρόμον μία γυνὴ μαυροφόρα, ἔχουσα σεμνήν τὴν ἐμφάνισίν της. Τὸ πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικῶς εἰς τὸ βραδυνὸ ἡμίφως. Εἰς τὸ θέαμα τοῦτο καταληφθεῖς ἐξ ἀπροόπτου, κατ’ ἀρχᾶς ἐξεπλάγην, κατόπιν ὅμως αὐτοστιγμεὶ συνῆλθον ἐκ τοῦ τρόμου, ἐπειδὴ ἐγνώριζον, ὅτι πολλάκις ἡ Παναγία ἐνεφανίσθη εἴτε ὡς ὅραμα, εἴτε καθ’ ὕπνον κατὰ τᾶς πολεμικᾶς ἐπιχειρήσεις τοῦ Στράτου μας.
Ἐγὼ, ὅλως μηχανικῶς, ἔλαβον θέσιν ἠμιγονυπετή, ἴνα ἀσπασθῶ τὴν δεξιάν Της. Ἐκ τῆς συγκινήσεως οἱ ὀφθαλμοί μου ἐδάκρυζον, οἱ πόδες καὶ τὰ χείλη μου ἔτρεμον ἐπὶ πολλήν ὧραν. Ἤκουσα νὰ ὁμιλῆ: «Εἶμαι ἡ Παναγία. Μὴ φοβεῖσαι παιδί μου, εἶπε! Ἐγὼ ἐνεφανίσθην νὰ σοῦ εἴπω τρεῖς λόγους, τοὺς ὁποίους νὰ μὴ λησμονήσης:
1) Ὁ παρὼν πόλεμος ἐκηρύχθη ἀπροκαλύπτως καὶ ἀναιτίως ὑπὸ τῆς Ἰταλίας ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος. Θελήματί μου ἡ Ἑλλὰς θὰ ἐξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ὁ πόλεμος οὗτος ἐκηρύχθη ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, ἴνα γνωρίση ὁ κόσμος, ὅτι ἀφορμὴ τούτου εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσίς του ἐκ τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, καθ’ ἢν ὕβριζεν, ἐβλασφήμει τὰ θεία της καὶ ἔρρεπε πρὸς τὸν ἐκφυλισμὸν καὶ τὴν ἀκολασίαν καὶ οὕτως συμμορφωθῆ, ἴνα μάθη ὅτι ὑπάρχει καὶ προΐσταται ὁ Θεός. Τρανώτατα δὲ τεκμήρια τῆς ὑπάρξεως ταύτης εἶναι τὰ συχνὰ θαύματα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
3) Ἔπρεπε νὰ μάθη ὁ κόσμος, ὅτι ὁ δίκαιος πάντοτε ὑπερισχύει τῆς βίας.
Ἀνάφερε, λοιπόν, ταῦτα καὶ ἐγγράφως εἰς τὸν Διοικητήν σου, ἴνα μὴ πτοηθῆ πρὸ οὐδενὸς κωλύματος, καθότι ὑπὸ τὴν προστασίαν Μου ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς θὰ νικήση!».
Μεθ’ ὁ ἐν τῇ ἐξαφανίσει Της, οἱ ὀφθαλμοί μου ἐθαμβώθησαν.
Ἐν τέλει συνῆλθον ἐν μέρει καὶ κατηυθύνθην ἀμέσως εἰς τὴν σκηνὴν ὑμῶν, ὅπου ἔξωθι ταύτης ἀνέφερονυμιν τὸ συμβὰν προφορικῶς.
Νικόλαος Γκάτζαρος
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐμφάνισι αὐτή, ὅλοι μας οἱ στρατιῶτες ἐδώσαμε τὸν φτωχὸ ὄβολό μας καὶ μὲ προθυμία κτίσθηκε στὸ μέρος αὐτὸ ὁ ναὸς τῆς Παναγίας.
Τὸ ἀδέσποτο μουλάρι
Ὁ Ν. Ντραμουντιανὸς διηγεῖται μία θαυμαστὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40:
«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νὰ καταλάβει ἕνα προχωρημένο ὕψωμα νιὰ προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στὰ βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχισε νὰ πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δυὸ μερόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δυὸ μέτρα. Ἀποκλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στὸ σακίδιό του γιὰ μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο δὲν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καὶ τὶς καταβροχθίσαμε.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τὴ δίψα μας τὴ σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πείνα μᾶς θέριζε. Περάσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε.
Τὸ ἠθικό μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύση ἔχει καὶ τὰ ὅρια της.
Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέναμε ὅλοι «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἀπ’ τὸν κόρφο τοῦ μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στὸ ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύρω του:
-Παλικάρια μου! εἶπε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τὴ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου, νὰ μᾶς βοηθήσει!
Πέσαμε στὰ γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δὲν προλάβαμε νὰ σηκωθοῦμε κι ἀκούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὄπλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».
Δὲν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νὰ πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῶο χωρὶς ὁδηγὸ νὰ περνᾶ τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγότερο – ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλάβαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῶο εἶχε πάνω του μία ὁλόκληρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.
Ἕνας στρατιωτικός ἱερέας λέει τό ἐξῆς:
Λίγο ἀργότερα, συγκεντρώνεται ὅλος ὁ λόχος. Τοὺς μιλάει μ’ ἀγάπη καὶ ἐνδυναμώνει τὸ πατριωτικό τους αἴσθημα.
«Σέ σᾶς ἔλαχε ἡ μεγάλη τιμή, νὰ ὑπερασπίζετε σήμερα τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια της Πατρίδας μας…».
Τοὺς προετοιμάζει ἀκόμα γιὰ τὴν αὐριανὴ Θ. Λειτουργία καὶ Θ. Κοινωνία. Τὰ παλικάρια ἀποθέτουν στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου ὅ,τι βάραινε τὴ νεανική τους ψυχή.
Τὴν ἄλλη μέρα πρωί-πρωί, ἐτοιμάζονται γιὰ τὸ Ἱερὸ Μυστήριο.
-Νὰ πᾶμε στὸ ξέφωτο, λέει στὸ Λοχαγὸ ὁ π. Ἀλέξιος. Ἐκεῖ θὰ εἴμαστε ἀσφαλεῖς.
Ὁ ἀξιωματικὸς τρόμαξε.
-Ὄχι πάτερ μου, θὰ γίνουμε στόχος στὰ ἀεροπλάνα. Εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο. Νὰ μείνουμε ἐδῶ, ἀνάμεσα στ’ ἀντίσκηνα.
Ὅμως παράξενο, ὁ πατὴρ Ἀλέξιος δὲν ὑποχώρησε.
Ἄρχισε ἡ Θ. Λειτουργία.
Πλησίαζε νὰ τελειώσει. Λίγο πρὶν τὰ παλικάρια προσέλθουν στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς, φάνηκε στὸν ὁρίζοντα ἕνα σμῆνος ἀπὸ ἐχθρικὰ ἀεροπλάνα.
«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλὰ ὁ ἱερέας, «πρόλαβε τὸ κακό, μὴν πάρω στὸ λαιμό μου τόσα παλικάρια».
Τ’ ἀεροπλάνα ἔφτασαν καὶ ἄρχισαν μανιακὰ νὰ βομβαρδίζουν τ’ ἀντίσκηνα. Στὸ ξέφωτο ἁπλώθηκε ἕνα λευκὸ σύννεφο, ποὺ σκέπασε τὰ πάντα. Τὶς στιγμὲς ἀγωνίας διαδέχτηκαν στιγμὲς χαρᾶς
Ἕνας λόχος ὁλόκληρος γονατιστὸς προσευχόταν πάνω στὸ χιόνι. Τώρα εὐχαριστοῦσε γιὰ τὴν ἀνέλπιστη σωτηρία του.
Ἀκόμα εὐχαριστοῦσε θερμὰ τὸν Πλάστη καὶ Πατέρα του γιὰ τὸν ἅγιο αὐτὸ λευίτη ποὺ τοῦ ‘χε στείλει, σὰν θεῖο δῶρο, γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ στὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμὲς τοῦ πολέμου.
Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν τ’ ἀεροπλάνα, ἡ Θ. Λειτουργία συνεχίστηκε.
Μὲ ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ πλησιάζουν τὰ ἡρωικὰ παλικάρια καὶ κοινωνοῦν.
Σὲ λίγο θὰ χυθοῦν σὰν λιοντάρια στὸν ἐχθρὸ καὶ θὰ θριαμβεύσουν ἀκόμα μία φορά!!!