Ἰδιοτέλεια καὶ συμφέρον (Λουκ. η΄ 26-39).
Στά νέα ἑλληνικά ἔχουμε μπερδέψει τήν ἔννοια τῶν δύο αὐτῶν λέξεων. Καί τείνουμε νά δίνουμε ἀρνητική σημασία στή λέξη «συμφέρον», ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τήν ὠφέλεια σέ κάθε ἐπίπεδο πού μποροῦμε νά ἀποκομίσουμε εἴτε προσωπικά, εἴτε συλλογικά, ἔχοντας κάθε δικαίωμα πρός αὐτό. Ἀντίθετα, ἡ λέξη «ἰδιοτέλεια», ἀποτυπώνοντας τήν προτεραιότητα τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος ἔναντί του συλλογικοῦ, ἤ καλύτερα καταστρατηγώντας τήν κοινή ὠφέλεια, εἶναι χαρακτηριστικά φορτισμένη μέ τήν ἀρνητική ἐκείνη σημασία πού προσιδιάζει σέ ἄνθρωπο ἐγωκεντρικό καί ἐμπαθή.
Κι αὐτό τό φρόνημα τῆς ἰδιοτέλειας, ὄντας ἀκόμη μία παθολογία στόν ἄρρωστο ψυχισμό τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, διασπείρεται πολλαπλασιαζόμενο ὡς ἄλλο καρκινικό κύτταρο, σέ μία προσπάθεια νά προσβάλλει ἀκόμη καί τά πιό ὑγιή στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπότητας. Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος, προσκολλημένος στίς ὑλικές ἀναζητήσεις, δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό συμφέρον του, ὑποταγμένος στήν ἰδιοτέλειά του, ἀκόμη κι ἄν αὐτό ὁδηγεῖ στήν αὐτοκαταστροφή του. Ἔτσι, γιά βραχυπρόθεσμες προσωπικές ὠφέλειες ἀρνεῖται τήν προοπτική του συμφέροντος, ἀκόμη κι ἄν τόν ἐξασφαλίζει ἕως τήν αἰωνιότητα.
Ὁ εὐεργέτης Χριστός
Δέν ὑπῆρξε στή γῆ ἄλλος τόσο μεγάλος εὐεργέτης ὅσο ὁ Χριστός μας. Σκοπός του, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ λύτρωσή του ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς, τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί ἡ προσφορά τῆς ἁγιότητας ὡς τῆς μοναδικῆς ἰδιότητας πού ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπο κατά χάριν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Τρόπος κατορθώσεως ὅλων αὐτῶν, μία ἰδιότυπη συνεργασία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, τῆς ὁποίας τή διαχείριση ἀνά τούς αἰῶνες ἔχει ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία. Προϋπόθεση, ἡ ἐλεύθερη κατάφαση τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό. Κι ὅλ’ αὐτά τά βλέπουμε ν’ ἀποτυπώνονται στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή.
Μέ πλοιάριο περνοῦν ὁ Χριστός καί οἱ Μαθητές του στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς Γαλιλαίας. Πρῶτος πού τούς ὑποδέχεται, ἕνας ταλαίπωρος ἄνθρωπος, καταβασανισμένος ἀπό τήν κυριαρχία τῶν δαιμονίων. Ἀναγνωρίζοντας τά δαιμόνια τόν Θεάνθρωπο, ρίχνουν τόν δαιμονισμένο ἱκετευτικά στά πόδια του, ὄχι γιά νά παρακαλέσει γιά τήν ἀπελευθέρωσή του, ἀλλά γιά νά διαμαρτυρηθοῦν ὅτι δέν ἦλθε ἀκόμη ὁ καιρός τους ν’ ἀποπεμφθοῦν στόν ἔσχατο Ἅδη, καθώς ὁ Χριστός ἤδη εἶχε δώσει ἐντολή ν’ ἀφήσουν ἥσυχο τόν ἄνθρωπο. Κι ὁ Χριστός, ἀφοῦ πρῶτα ρωτᾶ τόν ἄνθρωπο γιά τό ὄνομά του καί λάβει τήν ἀπάντηση «λεγεών», γιά νά κατανοήσουν οἱ μαθητές του, ἀλλά καί οἱ διαχρονικοί μελετητές τοῦ Εὐαγγελίου του, τό πλῆθος τῶν δαιμονίων, ἐπιτρέπει νά διαφύγουν πρός μία ἀγέλη χοίρων πού ἔβοσκε ἐκεῖ δίπλα. Καί ἀφοῦ ἄφησαν οἱ δαίμονες ἥσυχο τόν ἄνθρωπο, στράφηκαν στά ἄλλα πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα κατά παράβαση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου ἐξετρέφοντο, τά ὁδήγησαν στόν γκρεμό καί τά κατέπνιξαν στήν ἀποκάτω λίμνη, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἔργο τοῦ δαίμονα εἶναι ἡ σέ κάθε περίπτωση καταστροφή εἴτε τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε τῆς κτίσεως, ὡς τρόπος προσβολῆς τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός μέ τή διπλή του αὐτή ἐνέργεια -τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ δαιμονισμένου, ἀλλά καί τῆς συγκατάβασής του νά καταφύγουν τά δαιμόνια στούς χοίρους- εὐεργετεῖ τόσο τόν πρώην δαιμονισμένο χαρίζοντάς του τήν πνευματική ἐλευθερία, ἀλλά καί τό δικαίωμα σέ μία οὐσιαστική ζωή, ὅσο καί τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς, διορθώνοντας τήν ἐνσυνείδητη παράβαση τοῦ Νόμου, χωρίς ἄλλες συνέπειες γι’ αὐτούς, παρέχοντάς τους τήν εὐκαιρία ν’ ἀνακρούσουν πρύμνα καί ἀλλάζοντας πορεία ζωῆς ν’ ἀνανοηματοδοτήσουν τή σχέση τους μέ τόν Θεό.
Ἰδιοτέλεια καί ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ
Πῶς ἀντιδροῦν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς στή διπλή εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ; Μ’ ἕναν εὐγενή, εἶναι ἀλήθεια, τρόπο παρακάλεσαν τόν Χριστό νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τους, νά περάσει τά ὅριά της καί νά μήν ξανασχοληθεῖ μαζί τους. Δέν ἐκφράζουν εὐχαριστίες γιά τό ὅτι τουλάχιστον τούς λύτρωσε ἀπό τόν πρώην δαιμονισμένο, ὁ ὁποῖος χωρίς νά τό θέλει ἦταν μάστιγα γιά τήν περιοχή, δέν ζητοῦν συγγνώμη, οὔτε προσπαθοῦν νά δικαιολογηθοῦν γιά τήν ἐκτροφή τῶν χοίρων, ζητοῦν μόνο «ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν».
Γιατί; Τό πνευματικό συμφέρον ἐπέβαλλε νά προσπαθήσουν νά ἐκμεταλλευθοῦν τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν περιοχή τους στό ἔπακρο. Στό κάτω κάτω κι ὁ Χριστός γι’ αὐτό ἦλθε στόν κόσμο, γιά νά προσφερθεῖ στούς ἀνθρώπους. Κι ὅμως, ἡ ἰδιοτέλειά τους, ὡς καρκινωματική παθογένεια τῆς ψυχῆς, δέν τούς ἐπιτρέπει ν’ ἀντιληφθοῦν τό συμφέρον τους καί τούς ὁδηγεῖ σέ αὐτοκαταστροφική συμπεριφορά. Διώχνουν τόν Χριστό, θεωρώντας τον ἀφορμή ζημίας. Γιατί; Διότι ἡ καταστροφή τῆς ἀγέλης, ἀπό τήν ὁποία θά ἀποκόμιζαν χρηματικά ὀφέλη, βάρυνε περισσότερο στή σκοτισμένη συνείδησή τους ἀπό τήν πνευματική ὠφέλεια πού θά ἀποκόμιζαν ἀπό τή συναναστροφή μέ τόν Χριστό.
Εὔκολα καταδικάζουμε τούς Γαδαρηνούς, χωρίς ν’ ἀναλογιζόμαστε ὅτι σέ πολλές περιπτώσεις τούς ἀντιγράφουμε. Κάθε φορά πού προτιμᾶμε τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ἀρετή τούς μιμούμαστε διώχνοντας τόν Χριστό καί τή λυτρωτική του χάρη γιά νά προσκολληθοῦμε στόν στεῖρο ἐγωισμό μας. Κάθε φορὰ πού ἀρνούμαστε τή φωνή τῆς συνείδησής μας γιά ν’ ἀκολουθήσουμε τήν ἐμπαθή ἐπιθυμία μας, τούς δικαιώνουμε στή συμπεριφορά τους, ἐγείροντας ἐμπόδια στή σχέση μας μέ τόν Θεό. Κάθε φορὰ πού ἀπαξιώνουμε στή ζωή μας τό εὐαγγελικό παράγγελμα ἀξιώνοντας τά σκύβαλα τοῦ κόσμου τούτου, τούς καταξιώνουμε ὡς παραδείγματα πρός μίμηση ἐνῶ εἶναι πρός ἀποφυγή. Ἀδελφοί, ἄς μάθουμε νά μήν ἐπιτρέπουμε στήν ἐμπαθή ἰδιοτέλειά μας νά ἀναιρεῖ τό οὐσιαστικό μας συμφέρον, τῆς γνωριμίας καί ἀναστροφῆς μας μέ τόν Χριστό.