Κόντογλου Φώτης.
«Ποιήσατε ὑμῖν βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει» (Λουκ. ιβ\’, 33)
«Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία» (Α\’ Τιμοθ., στ\’, 10)
Ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρρώστειες ποὺ παθαίνει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πιὸ σιχαμερή, κατὰ τὴν κρίση μου, εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ τσιγγουνιά. Ἀπὸ μικρὸς τὴν ἀπεχθανόμουνα. Καὶ τώρα, μ\’ ὅλο πού, μὲ τὴν ἡλικία, ἄλλαξα γνώμη γιὰ πολλὰ πράγματα, γιὰ τὴν τσιγγουνιὰ δὲν ἄλλαξα. Προτιμῶ νάχω νὰ κάνω καὶ μ\’ ἕναν φονιὰ ἀκόμα, παρὰ μ\’ ἕναν τσιγγούνη. Γιατί, ὁ φονιὰς μπορεῖ νὰ σκότωσε σὲ ἀναβρασμὸ ψυχῆς, ἀπάνω στὸν θυμό του, καὶ νὰ μετανοίωσε ὕστερα, ἐνῶ ὁ τσιγγούνης εἶναι ψυχρὸς ὑπολογιστής, ὡς τὸ κόκκαλο χαλασμένος. Στὸν φονιὰ μπορεῖ νὰ βρεῖς καὶ κάποια αἰσθήματα, στὸν τσιγγούνη δὲν θὰ βρεῖς κανένα. Ὁ τσιγγούνης, εἶναι βέβαια πάντα ἐγωιστής, ἀγαπᾶ μοναχὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλά, πολλὲς φορές, εἶναι ἕνα τέρας χειρότερο κι ἀπὸ τὸν ἐγωιστή, γιατί μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ μήτε τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα.
Μ\’ αὐτὸ δείχνει ὁ ἄνθρωπος πὼς μπορεῖ νὰ καταντήσει σὲ μία κατάσταση ποὺ δὲν καταντᾶ κανένα ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα. Μοναχὰ αὐτός, ποὺ ὠνόμασε τὸν ἑαυτὸ του «βασιλέα τῶν ζώων», φτάνει σὲ τέτοια σιχαμερὴ ἀνοησία, ὥστε, ἀπὸ τὴν τσιγγουνιά του, νὰ κρύβει τὰ λεφτὰ μέσα στὸ στρῶμα ἢ στὸ μαξιλάρι, καὶ νὰ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα. Εἴδατε κανένα σκύλο τσιγγούνη; Ἢ κανέναν γαίδαρο, ποὺ νάχει μπόλικον σανὸ γιὰ νὰ φάγει, κι ὡστόσο νὰ μὴν τὸν ἐγγίζει, καὶ νὰ τὸν βρίσκουνε ψόφιον ἀπὸ τὴν πείνα; Βλέπεις πῶς ὁ τσιγγούνης καταντᾶ τρελλός, καὶ μάλιστα ὁ πιὸ ἀσυμπάθιστος, ὁ πιὸ ἀντιπαθητικὸς τρελλός.
Ἀλλὰ κι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι συνηθισμένος φιλάργυρος καὶ ποὺ δὲν φτάνει στὸ πάθος ποὺ εἶπα, καὶ κεῖνος ἔχει ἀπάνω του κάποια κρυάδα. Τὸν πλησιάζεις δισταχτικά. Δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ φερθεῖς ἐλεύθερα, γιατί κι ἐκεῖνος εἶναι διπλοκουμπωμένος, «σπαγγοραμένος», ὅπως τὸν λένε. Γιατί, ἡ τσιγγουνιὰ τὸν κάνει ὑποκριτὴ καὶ καχύποπτον.
Τὰ λεφτὰ εἶναι ἐπικίνδυνα πράγματα, καὶ πολὺ φαρμακερὰ γιὰ τὴν ψυχή. Πολλοὶ ἀρχίζουνε ἀπὸ οἰκονομία, καί, σιγὰ – σιγά, γίνουνται φιλάργυροι, στὸ τέλος τοὺς καβαλλικεύει ὁ Μαμωνᾶς. Μὲ τὴ φιλαργυρία, στενεύει ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως μὲ τὴν ἀνοιχτοχεριὰ πλαταίνει. Ὁ τσιγγούνης εἶναι τσιγγούνης καὶ στὰ αἰσθήματα, δὲ μπορεῖ νάχει μέσα του τίποτα γενναῖο. Πῶς νὰ κάνει θυσία γιὰ τὸν ἄλλον ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος;
Ἡ ἀγάπη τῶν λεφτῶν φέρνει τὶς μεγαλύτερες συμφορὲς στὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ Ἰούδας ὁ φιλάργυρος παράδωσε τὸν Χριστό. Κι οἱ περισσότεροι καυγάδες ἀνάμεσα στοὺς ἀνθώπους, οἱ γκρίνιες μέσα στὶς οἰκογένειες, οἱ πόλεμοι ποὺ ρημάζουνε τὸν κόσμο καὶ τὸν γεμίζουν αἵματα, τὰ καταραμένα λεφτὰ ἔχουνε γιὰ αἰτία. Τὰ συμφέροντα.
Ἡ Ἐκκλησία, τὴ Μεγάλη Βδομάδα, ψέλνει πολλὰ τροπάρια ποὺ κατακρίνουνε τὴ φιλαργυρία. Τὸν Ἰούδα τὸν λέγει «γέννημα ἐχιδνῶν, δόλιον, προδότην, παράνομον», καὶ μᾶς ξορκίζει νὰ διώξουμε ἀπὸ πάνω μας τὴ φιλαργυρία.
Τούτη ἡ κακὴ ἀρρώστεια εἶναι σήμερα πολὺ ξαπλωμένη καὶ πολὺ βαρειά, πάθος παγκόσμιο ποὺ τρώγει τὶς καρδιὲς σὰν σκούληκας, σ\’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ποτὲ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀγαπήσανε τὸ χρῆμα τόσο πολύ, ὅσο σήμερα. Γιατί, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὑλιστής, δὲν πιστεύει σὲ ἄλλη ζωή, ἐπειδὴ δὲν πιστεύει σὲ Θεό, καὶ ρίχνεται μὲ τὰ μοῦτρα ν\’ ἀπολάψει τούτη τὴ ζωή. Τούτη τὴ ζωή, πού, ὡς νὰ προφτάσεις νὰ τὴ δεῖς, φεύγει καὶ χάνεται, σὰν ἴσκιος. Αὐτόν, λοιπόν, τὸν ἴσκιο κυνηγᾶ ὁ δύστυχος ἄνθρωπος, σήμερα, καὶ παιδεύεται καὶ σκοτώνεται γι\’ αὐτὸν τὸν ἴσκιο, θαρρώντας πὼς μὲ τὰ λεφτὰ κάνει κάτι.
Γνώρισα κάμποσους ἀπὸ κείνους, ποὺ ἔχουνε πολλὰ πλούτη κι εἶδα τὴν ἀγωνία τους καὶ τὴ δυστυχισμένη εὐτυχία τους. Δὲν μιλῶ γιὰ ὅσους μποδίζουνται ν\’ ἀπολάψουνε τὴ ζωὴ γιατί ἔχουνε ἀρρώστειες ἢ ἄλλες συμφορές, ἀλλὰ μιλῶ γιὰ κείνους ποὺ ἔχουνε ὑγεία καὶ κάθε μέσο γιὰ νὰ ζήσουνε καλά. Ὅλα τὰ ἔχουνε, παρεκτὸς τῆς εὐτυχίας. Ἡ εὐτυχία, ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία, βρίσκεται πολὺ μακρυά τους, κατὰ πρῶτο γιατί ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα πράγμα ἄστατο, σὰν τὴ βελόνα τοῦ Ναστραντὶν – Χότζα, ποὺ στεκότανε ἀπάνω σ\’ ἕνα αὐγό. Εὐτυχία δίχως σιγουριά, δὲ μπορεῖ νὰ γίνει. Ὁ πλούσιος εἶναι ὁλοένα ἀνήσυχος, φοβᾶται τί θὰ τοῦ ἔρθει αὔριο, τί θὰ ξημερώσει. Ὕστερα, τὰ πλούτη φέρνουνε ταραχή, μπερδέματα, φροντίδες, κι ὅποιος εἶναι πολυμέριμνος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι εὐτυχισμένος, γιατί δὲν βρίσκεται ποτὲ μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό του. Κι ὅποιος δὲν μένει ποτὲ μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν γνωρίζει τί λογῆς εἶναι ἡ εὐτυχία. Ἡ πηγὴ ποὺ ἀναβρύζει ἡ εὐτυχία, δὲν εἶναι ἡ Τράπεζα, μήτε ὁ μπεζαχτάς, ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη καρδιά.