1.

Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. ζ΄11-16)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.

«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’αὐτῇ»

Ὅπως οἱ διδάσκαλοι τῶν μικρῶν παιδιῶν τὰ μορφώνουν μὲ σύστημα, δηλαδὴ προσπαθοῦν νὰ μάθουν τοὺς μαθητὲς τὸ ἀντικείμενο τῆς γνώσεως ἀρχίζοντας ἀπ’ τὰ πιὸ μικρὰ καὶ προχωρώντας στὰ πιὸ μεγάλα, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἔκανε μὲ τοὺς μαθητές Του. Πρῶτα πρῶτα ἐνώπιόν τους θεράπευσε ἁπλὲς ἀσθένειες, μετὰ ἔβγαλε δαιμόνια ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, μετὰ ἄνοιξε τὰ μάτια τυφλῶν, ὕστερα χάρισε τὴν ὑγεία αὐτῶν ποὺ εἶχαν πλησιάσει τὸ θάνατο καὶ στὸ τέλος ἔκανε τὶς ἀναστάσεις, ὅπως π.χ. τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου ἢ τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν ποὺ περιγράφεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ Κύριος ἀνέστησε τοὺς νεκρούς, προκειμένου νὰ «προοδοποιήσῃ», δηλαδὴ νὰ προετοιμάσει τὸ δρόμο γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς ἀναστάσεως τῆς δικῆς Του καὶ γενικὰ τῶν νεκρῶν, τονίζει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς. «Ἄς δοῦμε μερικὲς πτυχὲς τοῦ θαύματος τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας γυναικός».

Ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ

Ἐὰν παρατηρήσουμε τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, θὰ δοῦμε πὼς στὸ πένθος τῆς χήρας γυναικὸς συμμετεῖχε ὅλη ἡ πόλη· «καὶ ὄχλος ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ» (Λουκ. 7,12). Συναλγοῦσαν μαζί της, γράφει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, γιατί δὲν ἔχασε μόνον τὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ κηδεύει τώρα καὶ τὸ γιό της «καὶ τοῦτον μονογενῆ». Ἐὰν ὁ κόσμος συναλγοῦσε μαζί της καὶ τὴν ἐλεοῦσε μὲ τὴν παρουσία τόσων ἀνθρώπων, «πολλῷ μᾶλλον αὐτός, ἡ τοῦ ἐλέους πηγή», πολὺ περισσότερο ἔδειξε τὴν ἀγάπη Του ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγαθότητας ποὺ εἶναι ὁ Κύριος. Τὴν εὐσπλαχνία Του πρὸς τὴ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναίκα τὴ δείχνει μὲ πολλοὺς τρόπους ὁ Χριστός. Δὲ ζήτησε ἀπ’αὐτὴν νὰ ἐκδηλώσει τὴν πίστη της πρὸς τὸ σεπτὸ πρόσωπό Του, οὔτε διαπραγματεύτηκε μαζί της τίποτε, οὔτε κἄν προσευχήθηκε, ἀλλὰ μὲ τὸ πρόσταγμά του ἀνέστησε τὸ νεαρὸ παιδὶ τῆς χήρας.

Ὁ Κύριος ἦλθε αὐτόκλητος «ἐπὶ τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα τῆς ἀναστάσεως», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι μόνο γιὰ νὰ δείξει τὴ ζωοποιό Του δύναμη, ἀλλὰ «καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν εὐσπλαγχίαν ἀσύγκριτον ἔχων», δηλαδὴ γιὰ νὰ φανερώσει καὶ τὴν ἀσύγκριτη καὶ μοναδική Του ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαχνία. Ὁ Κύριος, ποὺ ἀπέναντι στὸ θάνατο ἦταν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ψύχραιμος, σπλαχνίζεται τὴ χήρα.

Τὸ ρῆμα σπλαχνίζομαι σημαίνει βαθύτατη συγκίνηση, καὶ μάλιστα συγκίνηση ποὺ συγκλονίζει τὸ ἐσωτερικὸ κάποιου. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς συγκλονίσθηκε ἀπ’ τὸ θέαμα τῆς κηδείας τοῦ νέου. Πόσο παρηγορητικὲς εἶναι οἱ λέξεις ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13). Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου ἦταν γεμάτος χάρη καὶ δύναμη. Ἡ γυναίκα ἔνιωσε μέσα της παράκληση καὶ δύναμη. Μία σπίθα ἐλπίδας ἄναψε στὴν ψυχή της. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά της. Χαρακτηριστικὴ ἀκόμη εἶναι καὶ ἡ κίνηση ποὺ ἔκανε μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ νέου. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, γιὰ νὰ δείξει πὼς εἶναι ὁ κυρίαρχος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ μὲ τρυφερότητα τὸν ἔδωσε «τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (ὅπ. π. 7,15). Τὸ ἄγγιγμα τοῦ Κυρίου εἶναι ζωοποιό. Ὁ Θεὸς ἐκδηλώνεται, γράφει ἕνας Ἐπίσκοπος, ὡς παντοδύναμος καὶ ὡς πανάγαθος. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ καὶ ἐπειδὴ μπορεῖ, μὲ τὴ δύναμή Του ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη Του. «Ἡ θεϊκὴ δύναμη δὲν εἶναι μιὰ δύναμη αὐτὴ καθ’ αὑτή, ἀλλὰ εἶναι δύναμη τῆς ἀγάπης· ἢ μᾶλλον ἡ ἀγάπη εἶναι δύναμη» (Ἀλ.Σμέμαν). «Ἄλλωστε ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε. Ἔγινε νεκρὸς γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς.

Τὸ ἄγγιγμα τοῦ Χριστοῦ

Στὸ βιβλίο τῆς «Φιλοκαλίας» ἀναφέρεται ἕνας λόγος κάποιου νηπτικοῦ πατρός. Λέγει, ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μαζί μας καὶ μᾶς σπρώξει, τότε θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ὕπαρξή του ἀπ’ τὸ ἄγγιγμα καὶ τὸ σπρώξιμο. «Ἄς σκεφθοῦμε τί γίνεται ὅταν ἔλθουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεό. Ἀσφαλῶς θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Θὰ νιώσουμε τὴν εὐσπλαχνία Του. Ἡ μετάληψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ μᾶς δίνει αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Καταλαβαίνουμε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Νιώθουμε τὴν ἕνωσή μας μαζί Του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας αἰσθανόντουσαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ἔνιωθαν νὰ ἑνώνεται τὸ αἷμα τους μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος καὶ τῆς δυστυχίας ποὺ ζοῦμε, ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι ἡ ἄνευ ἀνταλλαγμάτων ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ νὰ ἐπιδιώξουμε. Νὰ δεχθοῦμε τὴν παρουσία καὶ τὸ ἄγγιγμα τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ ἀποτινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου καὶ νὰ ζήσουμε αἰώνια στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

2.

Μπροστὰ στὸν θάνατο (Λουκ. ζ, 11-16)

Καραγιάννης Νικάνωρ, Ἀρχιμανδρίτης.

Μπροστὰ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου μᾶς τοποθετεῖ ἡ εὐαγγελικὴ διήγηση τῆς ἀνάστασης τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν: «Μὴ κλαῖε (…) Νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Τὸ σκοτεινὸ αἴνιγμα τοῦ θανάτου φωτίζεται καὶ ἡ θλίψη διαλύεται, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς συναντᾶ τὸ θάνατο καὶ τὸν συντρίβει.

Θάνατος, ζωὴ καὶ ἀνάσταση

Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονόs, ποὺ φαίνεται νὰ τερματίζει τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ μᾶς κάνει νὰ φοβόμαστε γιὰ τὴν ὕπαρξή μας, ἀλλὰ καὶ νὰ πονᾶμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶμε, καθὼς φεύγουν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Ἄν, ὅμως, ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διάλυση καὶ ἀφανισμός, τότε δὲν ὑπάρχει Θεός. Μιὰ τέτοια θεώρηση τοῦ θανάτου εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς «θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ τέρπεται ἐπ\’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σ. Σολ. 1,13). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται πὼς εἶναι τὸ φυσιολογικὸ τέλος μιᾶς διαδικασίας φθορᾶς, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀφύσικος, διότι δὲν ἔχει τὴ ρίζα του στὸ Θεό. Προέρχεται ἀπὸ μιὰ δύναμη ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἰσῆλθε στὸν κόσμο «διὰ τῆς ἁμαρτίας\”, κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Εἶναι τραγικὸ λάθος νὰ πιστέψουμε ὅτι ἢ χριστιανικὴ διδασκαλία μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸ θάνατο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «διὰ τὸ ἀεὶ εἶναι». Ὁ λόγοs τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς συμβιβάζουν μὲ τὸ θάνατο, ἀλλὰ μᾶς δίνουν τὴ δυνατότητα νὰ τὸν ὑπερνικήσουμε ἐν Χριστῷ. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποστολῆς τους. Ὁ Θεὸs εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ \”διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα\” (Πράξ. 17,25).

Ὅσες φορὲς ὁ ἄνθρωπος θέλει μόνος του τὴ ζωή, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι γιὰ τὸν Θεό, ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καί, νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νὰ ζήσει ἀφ\’ ἑαυτοῦ, πεθαίνει.

Τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ παρουσία Του γεμίζει τὰ πάντα καὶ διαλύει τὸ φόβο τοῦ θανάτου. Ζωὴ εἶναι ἡ σχέση καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του καὶ θάνατος ἡ ἄρνηση τῆς ἀγάπης Του. Τὰ βιολογικὰ φαινόμενα μεταμορφώνονχαι μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, γι\’ αὐτὸ καὶ ζωὴ γιὰ τὸν πιστὸ δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ φυσικὴ ἐπιβίωση οὔτε ὁ θάνατος ἡ τελευταία πράξη της καὶ ὁ τερματισμός της. Εἶναι τὸ πέρασμα στὴν πραγματικότητα τῆς αἰωνιότητας, στὴν ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς.

Τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς εἶναι δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐκμηδενίζεται. Ὁ βιολογικὸς θάνατος παρουσιάζεται ὡς ἀναγκαῖο κακό, συνέπεια τῆς πτώσης μας. Γι\’ αὐτὸ μπροστὰ στὴν τραγωδία του θλιβόμαστε καὶ κλαῖμε (ἄλλωστε, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστὸς δάκρυσε στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου καὶ δὲν χάρηκε, ποὺ σὲ λίγο θὰ τοῦ ἔδινε ζωή). Ἀλλὰ ἡ λύπη μας γιὰ τὸ χωρισμὸ δὲν εἶναι πένθoς ἄλυτο, ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία. Ἡ λύπη μας ἔχει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσμονὴ τῆς ἀνάστασης. Ὁ ἀνθpωπoς καὶ ὁ κόσμος εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔγιναν γιὰ νὰ πεθάνουν καὶ νὰ σβήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουν. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι, ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χάνεται ἡ ὕπαρξή του, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκμηδενίζεται ἡ ζωή, ἁπλῶς ἀναστέλλεται προσωρινά, «κοιμᾶται», γιὰ νὰ ξυπνήσει μεταμορφωμένη καὶ νὰ ἀναστηθεῖ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ στὴν αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Μὴ κλαῖε» ὁ λόγoς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ συνέχειά του, τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι μία ἀκόμη κοσμοθεωρία καὶ φιλοσοφία ἀνάμεσα στὶς τόσες πολλὲς γιὰ τὸν θάνατο. Δὲν εἶναι μιὰ φθηνὴ παρηγοριά, γιὰ νὰ ξεγελάσει τὴν τραγικὴ μοίρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ τὸ ψέμα της, ἀλλὰ εἶναι ζωὴ καὶ ἀλήθεια ποὺ σώζει.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ σύγχρoνoς ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ὁ πολιτισμός του, ἔστω καὶ ἂν ἔχει ἀκούσει τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα τῆς ἀνάστασης, δὲν φαίνεται νὰ τὸ ἀποδέχεται, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ τρόπος καὶ ἡ στάση τῆς ζωῆς του. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει θάνατος, γιατί, ὅταν τὸν ἀντικρίζει, τρομάζει καὶ ἀπελπίζεται μέσα στὸ μηδενισμό του. Μόνο ἡ σταθερὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ζωὴ ποὺ νίκησε τὸ θάνατο μᾶς δίνει τὴν πληρότητα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας ποὺ ἀναζητοῦμε. Ἀμήν.

3.

Ἡ ἀνάστασις τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας (Λουκ. 7,11—16)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ, Ἀρχιμανδρίτης.

Ἡ ἀνάστασις αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς : Ὁ Κύριος μετὰ τὴν θεραπείαν τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου «ἐν τῷ ἑξῆς» κατὰ ἑπομένην ἡμέραν πιθανώτατα «ἐπορεύθη εἰς πόλιν Ναΐν», ἐξέρχεται ἐκ τῆς Καπερναοὺμ καὶ βαδίζει πρὸς τὴν Ναΐν, ἡ ὁποία εὑρίσκετο δώδεκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικῶς τῆς Ναζαρὲτ καὶ εἰς ἀπόστασιν 38 χιλιομέτρων πορείας μιᾶς δηλαδὴ ἡμέρας ἀπὸ τῆς Καπερναούμ. Ἡ λέξις Ναΐν σημαίνει ὡραία, καλλονή. Φαίνεται, ὅτι ἦτο εἰς ὡραίαν μαγευτικὴν τοποθεσίαν. Καὶ ὅμως εἰς τὴν ὡραίαν αὐτὴν πόλιν ἦτο ἡ θλίψις, ὅπως εἰς τὸν ὥριμον καρπὸν εὑρίσκεται τὸ σκουλῆκι. Μετ’ Αὐτοῦ «συνεπορεύοντο οἱ μαθηταί Αὐτοῦ καὶ ὄχλος πολύς». Ὁ Κύριος ἐξεκίνησε τὴν πρωΐαν ἀπὸ τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἔφθασε τὸ ἑσπέρας εἰς Ναΐν, ὅτε oἱ ἐνταφιασμοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐγίνοντο. «Οἱ μαθηταί αὐτοῦ» ἐνταῦθα εἶναι πιθανώτατα ὄχι μόνον οἱ δώδεκα μαθηταὶ του ἀλλὰ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν του.

«Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως» ὅταν δηλαδὴ ὁ Κύριος μετὰ τῶν μαθητῶν του καὶ τοῦ λαοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν πύλην τοῦ τείχους τῆς πόλεως Ναΐν, «ἰδοὺ» αἴφνης συναντοῦν τὴν κηδείαν ἐξερχομένην ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Κατὰ τὴν κηδείαν ταύτην «ἐξεκομίζετο τεθνηκώς μονογενὴς υἱὸς τῇ μητρί αὐτοῦ καὶ αὕτη ἦν χήρα». Μετεφέρετο δηλαδὴ διὰ φορείου νεκρικοῦ ἀκαλύπτου κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, νεκρὸς μονογενὴς τις υἱός. Οἱ νεκροὶ ἐθάπτοντο ἐκτός τῆς πόλεως, διότι οὗτοι παρ’ Ἑβραίοις ἐθεωροῦντο νομικῶς ἀκάθαρτοι. Ὁ νεκρὸς οὗτος δὲν ἦτο μόνον νέος καὶ μονογενὴς εἰς τὴν μητέρα του, ἀλλὰ ἡ μήτηρ ἦτο καὶ χήρα νεαρά. Ἑπομένως ἡ χήρα αὕτη γυνὴ εἶχε δύο πόνους. Ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ τώρα χάνει τὸ παιδί της. Ὁ πόνος οὗτος τῆς χήρας ταύτης ἦτο ἔκδηλος ὄχι μόνον, διότι αὕτη ἔκλαιεν, ἀλλὰ «καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς» ἀρκετὸς «ἦν σὺν αὐτῇ» εἰς ἐκδήλωσιν τῆς συμπαθείας του πρὸς αὐτήν.

Ὁ Κύριος «ἰδὼν αὐτὴν» ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ εὐσπλαγχνισθῇ ταύτην. Διά τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγει «ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ μὴ κλαῖε». Ἐὰν ἀπηύθυνεν ἄλλος τὸ «μὴ κλαῖε» εἰς τὴν χήραν αὐτήν, οἱ κλαυθμοὶ θὰ ἐγίνοντο περισσότεροι. Ἐδῶ ὅμως ὄχι. Ὁ Κύριος θεραπεύει. «Προσελθών δὲ» πλησιάσας δηλαδὴ τὸ φέρετρον «ἥψατο τῆς σοροῦ» ἤγγισε τοῦ φερέτρου, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν σορὸν τοῦ νεκροῦ, ἵνα σταματήσωσιν οἱ νεκροφόροι. Εἰς τοῦτο «οἱ βαστάζοντες ἔστησαν» οἱ νεκροφόροι ἐσταμάτησαν. Ὁ Κύριος ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν νεκρὸν νεανίσκον λέγει πρὸς αὐτόν˙ «Νεανίσκε σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Ὁ νεανίσκος ἠγέρθη «ἀνεκάθησεν» ἐπὶ τοῦ νεκρικοῦ φορείου «καὶ ἤρξατο λαλεῖν» εἰς δήλωσιν, ὅτι ἀνέστη. Τοιαύτας νεκραναστάσεις ὄχι σωμάτων ἀλλὰ ψυχῶν μὲ ἕνα του μόνον λόγον ὁ Κύριος εἶχε κάμῃ μέχρι τώρα ἀπείρους! Ὁ Κύριος «ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρί αὐτοῦ» δὲν ἐκράτησεν δηλ. αὐτὸν ὡς μαθητὴν Του ἀλλά, ἀπέδωσεν αὐτὸν εἰς τὴν μητέρα του.

Λόγῳ τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὐτοῦ γεγονότος «ἔλαβε φόβος πάντας» διότι ἀντελήφθησαν, ὅτι ἔχουν ἐνώπιόν των θείαν δύναμιν. Τὸ ἱερὸν τοῦτο δέος ἠκολούθει δοξολογία. «Ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες, ὅτι προφήτης μέγας ἠγέρθη ἐν ἡμῖν καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη τὸν λαὸν του ἀποστείλας τὸν μεγάλον τοῦτον προφήτην. «Ὁ λόγος οὗτος» ἡ ἀνάστασις δηλαδὴ τοῦ νεκροῦ τούτου «ἐξῆλθεν» μετεδόθη «ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ» ἤτοι εἰς πᾶσαν τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Παλαιστίνην λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ θαῦμα τῆς νεκραναστάσεως ἦτο πρωτάκουστον.

Θέμα: Περὶ θανάτου.

Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ποία ἡ θέσις μας ἀπέναντι τοῦ θανάτου;

Ἰδοὺ αἱ δύο ὄψεις τοῦ θανάτου.

Καὶ πρῶτον. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων. Ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα εἶναι ἀβέβαια πλὴν τοῦ θανάτου. Καὶ πράγματι! Ὅτι ὁ παῖς θὰ γίνῃ νέος καὶ θὰ γηράσῃ, εἶναι ἀβέβαιον, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ ἀποθάνῃ παῖς. Ὅτι ὁ νέος καὶ ἡ νέα θὰ δυνηθῶσι νὰ σπουδάσωσι καὶ νὰ πραγματοποιήσωσι τὰ ἰδικὰ των χρυσᾶ ὄνειρα καὶ τὰ τῶν γονέων των, εἶναι ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θὰ ἀποθάνωσιν, εἶναι βεβαιότατον. Ὅτι ὁ γέρων θὰ φθάσῃ τὰ χιονισμένα χρόνια τῆς ἡλικίας τοῦ βαθέος γήρατος, εἶναι περισσότερον ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θ’ ἀποθάνῃ, εἶναι ἀναντίρρητον. Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα οὔτε τὸ νεανικὸν σφρῖγος εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐμποδίσωσι τὸ βέβαιον τοῦ θανάτου. Τοὐναντίον μάλιστα ταῦτα ἐνώπιον τοῦ θανάτου εἶναι ἀβέβαια. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὀγκόλιθος, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλα τὰ ἄλλα συντριβόμενα γίνονται ἀβέβαια εἴτε φήμη εἴτε νεότης λέγονται ταῦτα.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων ἀλλὰ καὶ τὸ τρομακτικώτερον. Μάλιστα! Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον φυματίωσις, καρκῖνος, ἡμιπληγία, καρδιακὸν τι νόσημα, χωλότης, πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡρισμένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ὅλα ταῦτα καὶ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ δηλαδὴ εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι φυματικοί, δὲν πάσχουν ἀπὸ καρκῖνον ἤ καρδιακὸν τι νόσημα κτλ. ἀλλ’ ὅμως οὗτοι δὲν θὰ ἀπαλλαγῶσι τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι δυστύχημα γενικόν, ὥστε ἐνῷ σήμερα εἴμεθα αὐτόπται μάρτυρες, αὔριον θὰ γίνωμεν τραγικὰ θύματα. Ὁ θάνατος εἶναι τρομερὸς ὄχι μόνον, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀφορᾷ καὶ ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον. Ὅταν δηλαδὴ χάσῃς τὸ ἕνα σου μάτι, αὐτί, χέρι, πόδι, ἔχεις τὸ ἄλλο. Ὅταν χάσῃς τὰ δύο μάτια, δύνασαι νὰ ἀναπληρώσῃς αὐτὰ κατὰ τι μὲ τὴν ἀκοήν, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς τυφλούς. Ὅταν χάσῃς τὴν ἀκοὴν καὶ τῶν δύο αὐτιῶν σου, δύνασαι νὰ συνεννοῆσαι διὰ νευμάτων, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς κωφούς. Ὅταν χάσῃς τὰ περὶ σὲ ἀγαθά, χρήματα ἤ κτήματα, ἔχεις τὸν ἑαυτόν σου. Ὅταν ὅμως ἀποθάνης, ἔχασες τὰ περὶ σὲ καὶ τὸν ἑαυτόν σου. Ἔχασες τὸ πᾶν! Ὁ θάνατος λοιπὸν εἶναι τρομερός, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ εἰς ὅλον τὸν ἄνθρωπον. Τί τρομερώτερον λοιπὸν τοῦ θανάτου, ὅταν οὗτος εἶναι καὶ βεβαιότατος ;

Ὁ θάνατος ὅσον τρομερὸς καὶ βέβαιος καὶ ἂν εἶναι ὡς γεγονὸς εἶναι ἀβεβαία ὅμως ἡ ὥρα του. Τὸ μῆκος τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι εἰς ὅλους μας τὸ αὐτό. Ἄλλοι βλέπουν υἱοὺς υἱῶν καὶ ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ πλήθους ἀπογόνων. Ἄλλοι ὅμως σταματοῦν εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς των καὶ ἄλλοι εἰς τὴν ἀνθίζουσαν ἡλικίαν των. Εἶναι τέλος ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν προφθάνουν νὰ ἀνθίσουν, νὰ μπουμπουκιάσουν καὶ ἐξαφανίζονται. Ὁμοιάζουν σὰν τὰ λουλούδια, τὰ ὁποῖα ἀνθίζουν τὸ πρωὶ διὰ νὰ μαρανθοῦν τὸ ἑσπέρας. Διά τοῦτο ἀκούομεν συχνά, ὅτι ὁ μὲν ἀπέθανεν, ἐνῷ ἔτρωγεν, ὁ ἄλλος ὅταν ἐχόρευεν, ὁ τρίτος ἐκοιμήθη καὶ δὲν ἐξύπνησε καὶ ἄλλος ἐνῷ ἔπινε νερό, ἀπέθανε καὶ «δὲν εἶπε νερό». Πόσον ἀβεβαία ἡ ὥρα τοῦ θανάτου!

Δεύτερον. Ἡμεῖς; Ποίαν θέσιν ἔχομεν ἀπέναντι τοῦ θανάτου; Ἰδού!

Εἴπομεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον, τρομακτικώτερον πρᾶγμα καὶ ἡ ὥρα του ἀβεβαία. Ἐνώπιον τοιούτου φαινομένου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε στραφῇ σπουδαίως ἡ προσοχὴ ἀπίστων καὶ πιστῶν. Καὶ πράγματι. Εἶσαι ἄπιστος εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴν ὁ ἀναγιγνώσκων; Νομίζω, ὅτι πρέπει ὁ θάνατος νὰ σὲ ἀπασχόλησῃ σοβαρῶς διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πρόκειται νὰ χάσῃς τὸ μάτι σου, τὸ χέρι σου, μία καρφίτσα. Τὸ ἐνδιαφέρον σου ξυπνᾷ. Πρόκειται νὰ ὑπερασπισθῇς τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη εἰς τὸ μέλλον δυσφημισθῇ. Τὸ ἐνδιαφέρον σου διεγείρεται. Ἀφοῦ διεγείρεται τὸ ἐνδιαφέρον σου δὶ’ ἕνα σου χέρι διὰ μίαν καρφίτσαν διὰ τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη δυσφημισθῇ, δὲν πρέπει νὰ κινηθῇ τὸ ἐνδιαφέρον σου διὰ τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος θὰ σοὺ ἀφαιρέσῃ ὄχι ἕνα χέρι ἤ μία καρφίτσα ἀλλὰ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν σου; Εἶναι λογικὸν νὰ ἔχῃς τόσην εὐαισθησίαν εἰς τὰ ἐλάχιστα, εἰς τὴν ἀπώλειαν μιᾶς καρφίτσας καὶ ἀναισθησίαν εἰς τὰ μέγιστα, εἰς τὸν θάνατόν σου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἴσως μου εἴπῃς, ὅτι ἂν ψάξω τὰ περὶ τοῦ θανάτου μου καὶ πέραν αὐτοῦ, τί θὰ εὕρω ; Ἀπαντῶ. Ψάξε καὶ ἂν μὲν εὕρῃς τὴν πέραν τοῦ θανάτου ζωήν, θὰ εὕρῃς τὸ πᾶν. Ἐὰν δὲν εὕρῃς, δὲν ἔχεις νὰ χάσῃς τίποτα. Εἶσαι ποὺ εἶσαι ἄπιστος. Ἑπομένως τὸ τρομερὸν καὶ βέβαιον τοῦ θανάτου καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς ὥρας του πρέπει νὰ κινήσωσι τὸ ἐνδιαφέρον παντὸς ἀνθρώπου.

Σὺ ὁ ἀναγιγνώσκων εἶσαι πιστός; Βλέπεις, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι βέβαιος, τρομερὸς καὶ ἀβεβαία ἡ ὥρα του. Πιστεύεις, ὅτι θ’ ἀπολογηθῇς μίαν ἡμέραν. Ἐνθυμουμένου τὴν ὥραν τοῦ θανάτου σου πόσα πάθη δὲν θὰ σβύσουν, πόσαι ἐκδικήσεις δὲν θὰ παύσουν, πόσαι ἐπαναστάσεις τῆς σαρκὸς δὲν θὰ κατευνασθοῦν, πόσα σχέδιά σου δὲν θὰ τροποποιηθοῦν, ἀφοῦ πιστεύῃς, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἀπολογηθῇς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἡ ὥρα αὕτη εἶναι ἀβεβαία. Συνεπῶς πᾶσα σκέψις καὶ πρᾶξις σου, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ γίνῃ, πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη, ὥστε νὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ ἀποθάνῃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν, ἀφοῦ δὲν γνωρίζῃς, ἐὰν θὰ ζήσῃς ἀργότερον. Κανόνισε τὸ παρόν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ χέρι σου, διὰ νὰ μὴ ἔχῃς ἀνάγκην τὸ μέλλον, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τρομερός, διότι καταστρέφει τὴν ζωήν, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ θύρα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἐὰν εἶναι τρομερὸς ὁ θάνατος, διότι γκρεμίζει τὴν ζωήν, πόσον τρομερὸς εἶναι διὰ σὲ τὸν πιστόν, ὁ ὁποῖος πιστεύεις εἰς τὸ αἰώνιον τῆς κολάσεως, ἐὰν δὲν ἑτοιμασθῇς καταλλήλως; Ἐὰν προσθέσωμεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι καὶ ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, πόσον τρομερὸς διὰ σὲ πιστὲ πρέπει νὰ εἶναι ὁ θάνατος, ὅταν λόγῳ τῆς ἀμελείας σου, ἀντὶ νὰ εἰσέλθῃς διὰ τοῦ θανάτου εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, κατέρχεσαι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν; Ταῦτα εἶναι βέβαια καὶ τρομερὰ διὰ σέ, ὅσον ἀβεβαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ὥρα των.

Ἑπομένως πιστοὶ καὶ ἄπιστοι πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῶμεν διὰ τὸ βέβαιον καὶ τρομερόν του θανάτου καὶ τὴν ἀβεβαίαν του ὥραν, ὥστε οἱ μὲν ἄπιστοι νὰ γίνωσι πιστοί, οἱ δὲ πιστοὶ νὰ τακτοποιήσωσι τὸν ἑαυτὸν των, εἰς τρόπον ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς πᾶσαν ὥραν νὰ ἐμφανισθῶσιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τρεῖς φίλους. Ὁ ἕνας τὸν ἐγκαταλείπει κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου, ὁ ἄλλος κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸν καὶ ὁ τρίτος τὸν συνοδεύει πέραν τοῦ τάφου. Ὁ πρῶτος εἶναι τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὁ δεύτερος oἱ φίλοι του καὶ ὁ τρίτος τὰ καλὰ ἔργα. Διά τοῦτο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ φροντίζῃ, ὥστε ἐνῷ, ὅταν ἐγεννήθη, ὅλοι γελοῦσαν καὶ αὐτὸς ἔκλαιεν, ὅταν ἀποθάνῃ, οἱ ἄλλοι νὰ κλαίουν καὶ αὐτὸς νὰ γελάῃ.

4.

Οἱ δύο Ἀναστάσεις.

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.

Μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια «ὄχλου ἱκανοῦ» μιᾶς μικρῆς πόλης, ποὺ κηδεύουν τὸν μονάκριβο νεαρὸ γιὸ μιᾶς χήρας, ἕνας Διδάσκαλος, ἀκολουθούμεvος ἐπίσης ἀπὸ ὄχλο πολὺ καὶ τοὺς μαθητές του, ἀπρόσκλητος, σταματάει αὐτοὺς ποὺ βαστάζουν τὸ φέρετρο καὶ λέει στὴ μητέρα: «Μὴν κλαῖς»! Μᾶλλον εἶναι σίγουρο ὅτι τόσο παράδοξη σκηνὴ δὲν ἔχει ἐπαναληφτεῖ στὴν παγκόσμια ἱστορία. Καὶ προφανῶς οἱ πιὸ φυσικὲς ἀντιδράσεις τῶν κηδευόντων τὸν νεαρὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν: «Ποιὸς εἶσαι; Ποιὸς σὲ κάλεσε; Πῶς τολμᾶς;».

«Μὴ φοβεῖσθε»

Πρὶν ὅμως προλάβουν νὰ κάνουν τέτοιες ἐρωτήσεις, ὁ Χριστὸς ἀκουμπάει τὴ σορὸ καὶ λέει στὸν νεκρό: «Νεαρέ, σὲ σένα μιλάω, σήκω»! Καὶ ὁ νεκρὸς ἀνακάθησε μέσα στὸ νεκροκρέβατο καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς -ὁ μόνος ποὺ διασώζει τὸ γεγονὸς- δὲν μᾶς ἀναφέρει κάτι γιὰ τὶς ἀντιδράσεις τῆς χαροκαμένης μάνας, στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς «ἔδωσε» πάλι τὸ παιδί της. Μιλάει μόνο γιὰ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ὄχλου, ποὺ ἦταν: ἀπὸ τὴ μιά φόβος, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δοξολογία.

Ἀπόλυτα δικαιολογημένος ὁ φόβος· δὲν ἔβλεπαν καὶ κάθε μέρα ἀναστάσεις νεκρῶν. Εἶχαν περάσει κάποιοι αἰῶνες ἀπὸ τότε ποὺ οἱ προφῆτες Ἠλίας καὶ Ἐλισσαῖος εἶχαν ἐπιτελέσει τέτοια θαύματα. Ἀλλὰ καὶ στὸ κενὸ Μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἂν ὁ ἄγγελος εἶπε «μὴ φοβεῖσθε» στὶς Μυροφόρες, ἐκεῖνες ἔφυγαν μὲ τέτοιο «τρόμο καὶ ἔκσταση», ποὺ δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανέναν.

Ἴσως δὲν εἶναι παράξενο, ποὺ τόσο ὁ θάνατος ὅσο καὶ ἡ ἀναίρεσή του, ἡ ἀνάσταση, προκαλοῦν παρόμοιο συναίσθημα: μεγάλο φόβο· φόβο μπροστὰ στὸ ἀφύσικο τοῦ θανάτου καὶ στὸ ὑπερφυσικό τῆς ἀνάστασης· φόβο μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ δὲν ἀντέχουμε καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς ξεπερνάει.

Ἦλθε ὁ vικητὴς τοῦ θανάτου

Στὴν ἀνάσταση ὅμως τοῦ γιοῦ τῆς χήρας ἔχει σημασία ὅτι ὁ φόβος συνοδεύεται, ἢ μᾶλλον ξεπερνιέται μὲ ἕνα δοξολογικὸ ξέσπασμα: «Ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ὁ Θεὸς ὄχι ἁπλῶς μᾶς θυμήθηκε ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐπισκέφθηκε. Καὶ μάλιστα ἦλθε καὶ ἔλυσε τὸ «ἔσχατο» πρόβλημά μας: τὸν θάνατο. Ἀπὸ ὁριστικὸ τέλος τὸν ἔκανε «ὕπνο», «κοίμηση». Αὐτὸ ἔδειξε καὶ στὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου, ποὺ θὰ περιγράψει στὸ ἑπόμενο κεφάλαιό του ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. «Μὴν κλαῖτε. Δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται», εἶπε σ\’ ἐκείνους ποὺ θρηνοῦσαν τὸ μικρὸ κορίτσι. Ὅμως, τόσο ὁ γιὸς τῆς xήρας τῆς Ναΐν, ὅσο καὶ ἡ κόρη τοῦ Ἰάειρου, καὶ φυσικὰ κάθε νεκρὸς ποὺ θαυματουργικὰ ἀνέστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, πέθαναν πάλι· καὶ περιμένουν μαζὶ μὲ ὅλους μας τὴν «κοινὴν ἀνάστασιν» κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ἐδῶ εἶναι ἐπιβεβλημένος ὁ μόνος γόνιμος καὶ σωτήριος φόβος: Ἄραγε «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» μὲ τὴ λαχτάρα νὰ «προϋπαντήσω ἐν νεφέλαις τὸν Ποιητὴν καὶ Πλάστην μου;». Ἔχω μετανοήσει ἀρκετὰ καὶ θέλω μέχρι τέλους νὰ μετανοῶ, ὥστε νὰ φτάσω «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τὸ ἄρρητον κάλλος τοῦ Προσώπου του;».

Ἡ ἀνάσταση τῆς μετάνοιας

Κάποτε εἶπε στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο ὁ μαθητὴς του Πέτρος: «Πάτερ, θεωρῶ ὅτι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει, εἶναι ἡ ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ». Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τοῦ ἀπάντησε: «Ἂν δοῦμε τὰ πράγματα ἐπιφανειακά, τότε πράγματι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ σωματικὴ ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ. Ἂν ὅμως τὰ δοῦμε βαθύτερα καὶ οὐσιαστικά, τότε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ μετάνοια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Γιατί στὴν περίπτωση τῆς σωματικῆς ἀνάστασης, ξαναγυρίζει στὴ ζωὴ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο πάλι θὰ πεθάνει. Ἐνῶ στὴν περίπτωση τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀνίσταται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια».

Ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει, ὅτι «ἐκεῖνος ποὺ συναισθάνθηκε καὶ μετανόησε εἰλικρινὰ καὶ ἔμπρακτα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀνασταίνει σωματικὰ νεκροὺς μὲ τὴν προσευχή του». Γι\’ αὐτό, καὶ ὅταν πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Μεταφραστὴ προσευχόμαστε: «Κύριε, ἐσὺ ποὺ μὲ τὴν τριήμερη καὶ ζωηφόρο σου Ἀνάσταση ἀνέστησες τὸν προπάτορά μας Ἀδάμ, ἀνάστησέ με κι ἐμένα ποὺ κατρακύλησα στὴν ἁμαρτία, δείχvοvτάς μου τρόπους νὰ μετανοῶ». Ἄρα μόνο τότε γευόμαστε τοὺς καρποὺς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τώρα, ὅταν ἀνασταίνουμε τὸν ἑαυτό μας στὴ συνεχῆ ὑπακοὴ τοῦ θελήματός του: ἀνάσταση γιὰ προσευχή, ἀνάσταση γιὰ νηστεία, ἀνάσταση γιὰ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀνάσταση γιὰ συγχώρηση καὶ εὐσπλαχνία πρὸς τοὺς ἄλλους, ἀνάσταση γιὰ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν.

Μόνο μὲ μία τέτοια ἀνάσταση διαρκοῦς μετανοίας, ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματός μας, ποὺ -οὕτως ἢ ἄλλως θὰ γίνει- τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, θὰ ὁλοκληρώσει τὴ μετοχή μας στὴ χαρὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς κοντά του. Αὐτὸς ὁ συνεχὴς ἀγώνας μετανοίας εἶναι καὶ «ἡ πρώτη ἀνάσταση», γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη: «Μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν» (Ἀποκ. 20,5). Μὲ ἄλλα λόγια: Ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ ὁριστικὸς χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, δὲν θὰ ἀπειλήσει κανέναν ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται ἐδῶ καὶ τώρα γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ «πρώτη ἀνάσταση». Δὲν ὑπάρχει πιὸ παρήγορη προφητεία ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια. Μόνο ποὺ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δὲν θὰ ἐπαληθευτεῖ χωρὶς τὴ δική μας ἐλεύθερη συμμετοχή.

5.

Κυριακὴ Δεκάτη Ἕκτη (Β΄ Κορινθ. στ΄1-10)

Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα εἶναι, καθὼς καὶ τὸ ἀκούσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο, περικοπὴ ἀπὸ τὴ δεύτερη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅπως κι ἄλλη φορὰ τὸ εἴπαμε, ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου εἶναι πάντα πυκνὸς καὶ τὸ ὕφος του σ’ ἐτούτη τὴν ἐπιστολὴ παρὰ στὶς ἄλλες εἶναι περισσότερο προσωπικό, γι’ αὐτὸ καὶ δύσκολα μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴ συνέχεια τοῦ λόγου καὶ νὰ βαθύνουμε στὰ νοήματά του. Ἂς προσπαθήσουμε ὅμως καὶ τώρα νὰ ἀποδώσουμε ὅσο μᾶς εἶναι δυνατὸ πιὸ πιστὰ καὶ πιὸ ζωντανὰ στὴ γλώσσα μας τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ κείμενο.

Ἀδελφοί, ἐπειδὴ ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι συνεργοῦμε στὴ σωτηρία σας, γι’ αὐτὸ καὶ παρακαλοῦμε νὰ μὴν πάη ἄδικα σὲ σᾶς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δεχθήκατε. Λέγει δὲ ἡ Γραφὴ· «Στὸν καιρὸ τὸν κατάλληλο ἔσκυψα καὶ σὲ ἄκουσα καὶ στὴν ἡμέρα ποὺ ἦταν γιὰ νὰ σωθῆς σὲ βοήθησα». Νά, τώρα εἶναι αὐτὸς ὁ κατάλληλος καιρός· νά, τώρα εἶναι αὐτὴ ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Συνεργοῦμε λοιπὸν καὶ παρακαλοῦμε, καὶ νὰ πῶς. Δὲν δίνομε σὲ κανέναν τὴν παραμικρὴ ἀφορμή, γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθῆ τὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ σὲ ὅλα παρουσιάζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀποδείχνουμε πὼς εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, μὲ πολλὴ ὑπομονή, μὲ στερήσεις, μὲ στενοχώριες, μὲ ξύλο, μὲ φυλακές, μὲ μετακινήσεις ἐδῶ ἐκεῖ χωρὶς σταμάτημα, μὲ κόπους, μὲ ἀγρυπνίες, μὲ πείνα, μὲ ἁγνότητα, μὲ φρόνηση, μὲ μακροθυμία, μὲ καλωσύνη, μὲ πνεῦμα ἅγιο, μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη, μὲ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερά, μὲ δόξα καὶ μὲ ἀτιμία, μὲ κακὴ καὶ μὲ καλὴ φήμη· σὰν ἀπατεῶνες καὶ σὰν εἰλικρινεῖς, σὰν τελείως ἄγνωστοι καὶ σὰν πολὺ γνωστοί, σὰν καὶ νὰ πεθαίνουμε κι ὅμως νὰ ποὺ ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴ ζωὴ· σὰν καὶ νὰ πνιγώμαστε στὴ λύπη, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε πάντα γεμάτοι χαρά· σὰν φτωχοί, ἐνῶ ἀπὸ μᾶς πολλοὶ γίνονται πλούσιοι· σὰν καὶ νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα, ἐνῶ ἐμεῖς κατέχουμε τὰ πάντα.

Μιλάει λοιπὸν σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ μακάριος Παῦλος γιὰ τὸ ἔργο καὶ γιὰ τὴ θέση τῶν Ἀποστόλων στὸν κόσμο. Γιὰ ἕνα ἔργο, ποὺ σὰν αὐτὸ μεγάλο δὲν εἶν’ ἄλλο. Τί παραπάνω ἀπὸ τὸ νὰ εἶσαι συνεργάτης τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Καὶ γιὰ μία θέση, ποὺ σὰν αὐτὴ πιὸ δύσκολη δὲν εἶν’ ἄλλη. Ποιὸς ἀντέχει σ’ ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ ποιὸς νικάει ὅλα τὰ ἐμπόδια, ὅπου γι’ αὐτὰ μιλάει σήμερα καὶ γράφει ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ; Δὲν πρόκειται βέβαια γιὰ σωματικὴ ἀντοχή, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ λιγώτερο καὶ τὸ τελευταῖο, ὅπου δὲν τὸ ἔχουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ὅπου περισσότερο ἀπ’ ὅλους δὲν τὸ εἶχε ὁ ἅγιος Παῦλος. Πρόκειται γιὰ εὐψυχία, γιὰ συνείδηση χρέους, γιὰ συναίσθηση εὐθύνης, γιὰ πνεῦμα αὐταπαρνήσεως καὶ θυσίας, γιὰ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Ἀνάσταση. Χωρὶς αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας δὲν γίνεται. Κι ὅλες αὐτὲς πάλι δὲν εἶναι ἀνθρώπινες δυνάμεις, μὰ εἶναι καρποφορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἀγρὸ τῆς ἀνθρώπινης προαιρέσεως. Οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅ,τι λέμε δυνατοὶ ἄνθρωποι, μὰ εἶναι πήλινα σκεύη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ. Μελετώντας τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ κείμενο, ξαναθυμώμαστε τὶς ἀφορμὲς ποὺ εἶχε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ γράφη ἔτσι στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, καθὼς τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὶς δύο ἐπιστολὲς πρὸς Κορινθίους ποὺ ἔχουμε στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἐπειδὴ βέβαια ὁ Ἀπόστολος, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν ἔγραφε γιὰ νὰ γράψη, μὰ γιατί κάποια σπουδαῖα ζητήματα ἀπασχολοῦσαν τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ. Γιατί δὲν ἔφθαναν οἱ κόποι γιὰ νὰ ἱδρυθῆ μόνο μία Ἐκκλησία, ἦταν ἀνάγκη καὶ νὰ ὀργανωθῆ καὶ χρειαζότανε πολλὴ φροντίδα, γιὰ νὰ μποῦν σὲ σειρὰ καὶ τάξη ἐκκλησιαστικὴ ἄνθρωποι ποὺ ἔφερναν μαζί τους πολλὲς κακὲς συνήθειες ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή τους καὶ ποὺ πρὶν ἀπ’ ὅλα εἶχαν τὴν κακὴ παράδοση τοῦ κομματισμοῦ καὶ ἦσαν καὶ τώρα χωρισμένοι σὲ φατρίες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ φθάνουν μερικοὶ νὰ μὴν ἀναγνωρίζουνε τὸν Παῦλο γιὰ ἀληθινὸ Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ στηρίξη τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα, ἀναγκαζότανε νὰ παρακαλῆ καὶ νὰ ἀπολογῆται, καὶ πάσχιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς δώση νὰ καταλάβουν ποιὸ εἶναι τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα, ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τῶν ἀληθινῶν Ἀποστόλων καὶ ποιὰ εἶναι ἡ θέση τους στὸν κόσμο, καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν χριστιανῶν γενικά. Γιατί καὶ σὲ κεῖνο τὸν καιρὸ καὶ πάντα οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους προσέχουνε καὶ θαυμάζουν ὅ,τι βλέπουν στὴν ἐπιφάνεια, καὶ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη, γιατί τοὺς λείπει ἡ διάθεση, νὰ βαθύνουνε στὴν οὐσία καὶ στὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Ἔρχονται ὕστερα οἱ δημαγωγοί, εἴτε πολιτικοὶ εἴτε ἐκκλησιαστικοὶ εἶναι αὐτοί, καὶ τοὺς κερδίζουν μὲ φανταχτεροὺς τρόπους καὶ μὲ παχιὰ λόγια, κι αὐτοὶ τότε ἀφήνουνε τοὺς γνήσιους ἀποστόλους, παρατοῦνε τοὺς πραγματικοὺς ποιμένας, διώχνουνε τοὺς ἀληθινοὺς ἡγέτες καὶ τρέχουνε πίσω ἀπὸ κείνους ποὺ καπηλεύουνε κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο· τὴν ἐλευθερία, τὴ δικαιοσύνη, τὴν εἰρήνη, τὴν πίστη κι ὅλα τὰ ἰδανικά.

Οἱ ἀληθινοὶ τότε ἀπόστολοι καὶ ποιμένες τοῦ λαοῦ βρίσκονται σὲ δύσκολη θέση, γιατί αὐτοὶ δὲν ξέρουν καὶ δὲν θέλουνε νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ μέσα τῶν δημαγωγῶν. Τότε λοιπὸν ὁπλίζονται μὲ πολλὴ πίστη καὶ μὲ μεγάλη ὑπομονὴ καὶ παρακαλοῦν. Αὐτὸ τὸ «παρακαλοῦμεν», ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι πιὸ ἀνδρεῖο καὶ πιὸ δυνατὸ ἀπ’ ὅλες τὶς διαταγὲς καὶ τοὺς δικτατορικοὺς ἐξαναγκασμούς, εἴτε τῶν καισάρων εἴτε τοῦ ὄχλου. Γιατί δὲν εἶναι μόνο οἱ καίσαρες ποὺ ἐξαναγκάζουν δικτατορικά τοὺς λαούς, εἶναι καὶ οἱ λαοί, ποὺ ὅταν μεταπέσουν σὲ ὄχλους, ἐπιβάλλουνε τοὺς δικτατορικοὺς των ἐξαναγκασμούς.

Μὰ δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, ἱερώτερη ἀποστολὴ καὶ μεγαλύτερη ἐξουσία καὶ δύναμη παρὰ νὰ συνεργάζεσαι μὲ τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, κι ὅταν πολλοὶ γύρω τοὺς ἐξαπατοῦν, ἐσὺ νὰ τοὺς παρακαλῆς γιὰ νὰ καταλάβουν τὸ ἀληθινό τους συμφέρον. Ἐδῶ πιὰ δὲν σοῦ χρειάζονται τὰ ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια μέσα, ὅπου μ’ αὐτὰ ἐπιβάλλονται τὰ ἐγκόσμια καθεστῶτα, γιατί ἔχεις βοηθὸ καὶ συνεργό σου τὸ Θεὸ καὶ γιατί δὲν πᾶς νὰ ἐπιβληθῆς, μὰ νὰ ἔχης τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων.

Ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, oἱ ἀληθινοὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ γνήσιοι ποιμένες, ὄχι μόνο παρακαλοῦν μὰ καὶ ἀπολογοῦνται. Χαρὰ τους τὸ ἔχουν νὰ βρεθοῦνε στὴν ἀνάγκη ν’ ἀπολογηθοῦν, ἂν καὶ ὅ,τι ἔχουν γιὰ νὰ ποῦν τὸ λένε μὲ πολὺν κόπο. Μία ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου εἶναι καὶ ἡ σημερινὴ περικοπὴ στὴ συνέχεια της μετὰ ἀπὸ τὰ πρῶτα λόγια. Καὶ βλέπουμε σὲ τούτη τὴν ἀπολογία τί, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ ἀληθινοὶ ἀπόστολοι καὶ πῶς φαίνονται στὰ μάτια τοῦ κόσμου. Αὐτὸς ὁ κόσμος, καὶ τότε ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος καὶ τώρα, δὲν εἶναι μόνο οἱ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἄνθρωποι, οἱ ἐθνικοὶ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἀντίχριστοι. Εἶναι πολλὲς φορὲς καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μπήκανε στὴν ἱερὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ καὶ κουβαλᾶνε μαζί τους πολλὲς κακίες τοῦ ἔξω κόσμου καὶ δὲν κατάλαβαν ἀκόμα τί πνεῦμα καὶ τί νοοτροπία πρέπει νὰ ‘χουν οἱ χριστιανοί. Οἱ ἔξω στ’ ἀλήθεια ποτὲ δὲν βλάφτουν, γιατί ὅσο αὐτοὶ διώκουνε τόσο καὶ δοξάζεται ἡ Ἐκκλησία. Μὰ οἱ μέσα κάνουν πάντα μεγάλη ζημία καὶ καταστροφή, γιατί γίνονται αἰτία νὰ διχάζεται καὶ νὰ διαιρῆται ἡ Ἐκκλησία, ὅταν φθάνουν ν’ ἀρνιοῦνται τὴ θέση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία τῶν ποιμένων. Τότε ὅλα γίνονται ἀνωκάτω, χάνεται ἡ τάξη, ἡ πειθαρχία καὶ ἡ ἑνότητα καὶ διαλύεται ἡ Ἐκκλησία. Τότε γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς ποιμένας δὲν μένει ἄλλο παρὰ νὰ παρακαλοῦν καὶ νὰ ἀπολογοῦνται, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλώσσα ἀπὸ τούτη ποὺ μιλάει σήμερα ὁ Ἀπόστολος, καὶ ποὺ μακάρι νὰ ἦταν στὴν εὐχάριστη θέση νὰ τὴν μιλᾶνε πάντα ὅλοι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἴδια παρρησία καὶ μὲ τὰ ἴσα δικαιώματα ποὺ τὴν μιλοῦσε ὁ μακάριος Παῦλος. Ὁ ἀληθινὸς ποιμένας, ποὺ καὶ τὴν ἀποστολὴ του ξέρει καὶ τὸ ἔργο του ἀγαπᾶ, ποὺ καὶ τὶς εὐθύνες του αἰσθάνεται καὶ τὸ λαὸ πονάει, ποὺ καὶ γιὰ τὰ δικά του ἁμαρτήματα κλαίει καὶ γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ ἁγνοήματα λυπᾶται, ὁ ἀληθινὸς λοιπὸν ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἴδια γλώσσα ἔχει νὰ μιλήση καὶ σήμερα πρὸς τοὺς ἐσωτερικὰ ἀπειθάρχητους κι ἐξωτερικὰ σκαιοὺς ἀνθρώπους, παίρνοντας τὰ λόγια του ἀπὸ τὴ γραφὴ τοῦ Ἀποστόλου.

Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, ξέρω τί σοῦ λένε ἐκεῖνοι ποὺ σὲ ξεσηκώνουν, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοὶ κι ὅποια μέσα κι ἂν χρησιμοποιοῦν. Σὲ ὅσα σοῦ λένε ἐκεῖνοι ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ σοῦ πῶ, πὼς ἂν καὶ ἀνάξιος, εἶμαι συνεργάτης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία σου, καὶ στοὺς τρόπους ποὺ χρησιμοποιοῦν ἐκεῖνοι, ἐγὼ ἕναν τρόπο ἔχω· νὰ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ μὲ βρίζεις καὶ μὲ λοιδορεῖς· ἐγὼ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ μὲ κατηγορεῖς καὶ μὲ δυσφημεῖς· ἐγὼ σὲ παρακαλῶ. Ἐσύ μοῦ ἀρνιέσαι πὼς εἶμαι πατέρας σου· ἐγὼ σὲ ξέρω γιὰ παιδί μου καὶ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ ξυπάζεσαι ἀπὸ τὸ θόρυβο καὶ τὶς φωνὲς ἐκείνων ποὺ γαυριοῦν καὶ λαλοῦν ὑπέρογκα, ἐγὼ φοβοῦμαι καὶ σὲ παρακαλῶ. Σὲ παρακαλῶ γιὰ τὴ σωτηρία σου, ποὺ εἶναι καὶ σωτηρία μου, γιατί ἐγὼ ἐλπίζω πὼς ὅταν ἐσὺ σωθῆς, μαζί σου σώζομαι κι ἐγώ, γιατί δὲν θ’ ἀρνηθῆ τὸ ἔλεός του ὁ Θεὸς καὶ σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι ἁμαρτωλὸ συνεργάτη του.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Σὰν ἀλλιώτικο ἀκούγεται τὸ σημερινό μας κήρυγμα. Ἀσυνήθιστα καὶ λίγο σκληρὰ εἶναι τὰ λόγια μου σήμερα. Σκληρὰ περισσότερο γιὰ μένα καὶ λιγώτερο γιὰ σᾶς. Μὰ ἐγὼ κρίνω πὼς καὶ τὸ ἀποστολικὸ κείμενο καὶ ἡ κρισιμότητα τῶν καιρῶν ἔτσι μοῦ ἐπιβάλλουν νὰ σᾶς μιλήσω. Ἐδῶ ποὺ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας ἔφθασαν τὰ πράγματα καὶ στὸν τόπο μας καὶ στὴν Ἐκκλησία μας, δὲν ξέρω τί ἐγὼ πρέπει νὰ σᾶς πῶ καὶ τί ἐσεῖς πρέπει νὰ περιμένετε ν’ ἀκούσετε ἀπὸ μένα. Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μιὰ γλώσσα ξέρει, τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας· κι εἶναι ἀνάγκη πάντα, μὰ πιὸ πολὺ σήμερα, ν’ ἀκούγεται ἡ ἀλήθεια. Μὰ ὄχι βέβαια ὅπως τὸ κάνουν κάποιοι πού, ὅταν φωνάζουν καὶ γκρεμίζουν, θαρροῦνε πὼς λένε τὴν ἀλήθεια. Γιατί ὁ λόγος ποὺ γκρεμίζει δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι λόγος παρακλήσεως καὶ οἰκοδομῆς. Στὸν καιρὸ μας κάμποσοι ποὺ τὸ ἔκαμαν δουλειά τους νὰ φωνάζουν, θέλουνε νὰ περάσουν γιὰ ἄνθρωποι πνευματικοί, ὅμως λαλοῦνε ὑπέρογκα καὶ ἄμετρα καὶ ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι μιλάει ὁ Ἀπόστολος σήμερα. Μὰ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, καθὼς τὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, εἶναι ἄνθρωπος διακρίσεως. Ὅποιος λοιπὸν φωνάζει χωρὶς διάκριση, δὲν μιλάει τὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σὰν γλώσσα τῆς ἀλήθειας, εἶναι γλώσσα διακρίσεως. Ἂν εἶναι νὰ φωνάξω καὶ νὰ ἐλέγξω τὰ βάζω πρῶτα μὲ τὸν ἑαυτό μου κι ἐλέγχω τὴ συνείδησή μου· κι ἂν εἶναι νὰ σᾶς πῶ δύο λόγια, φροντίζω αὐτὰ νὰ εἶναι λόγια οἰκοδομῆς.

Παρακαλῶ λοιπόν, χριστιανοί μου, παρακαλῶ κι ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ σήμερα· κρατῆστε καὶ θυμώσαστε ἐτοῦτα τὰ λόγιά μου καὶ ἔχετε τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

6.

Τὸ κόστος τῆς καταλλαγῆς (Β΄Κορ στ΄1-10)

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.

Ὅταν διαταραχθοῦν οἱ σχέσεις μας μὲ κάποιον ἀπὸ δική του ὑπαιτιότητα, εἶναι ἴσως δικαιολογημένο νὰ δυσφοροῦμε μὲ ὁποιονδήποτε ἔλθει καὶ μᾶς προτρέψει νὰ κάνουμε ἐμεῖς τὸ πρῶτο βῆμα συμφιλίωσης. Ὅταν ὅμως τὸ φταίξιμο εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικό μας, θὰ ἔπρεπε ἀπὸ μόνοι μας, χωρὶς νὰ περιμένουμε καμιὰ παρακίνηση καὶ χωρὶς καμιὰ ἀναβολή, νὰ σπεύδουμε νὰ ζητᾶμε συγγνώμη. Θὰ ἦταν, ἑπομένως, μεγάλη ντροπὴ γιὰ ἐμᾶς τὸ νὰ ἀναγκάζεται τὸ πρόσωπο ποὺ πληγώσαμε νὰ βάζει μεσολαβητὲς γιὰ νὰ τὰ βροῦμε. Πολὺ περισσότερο θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς συγκινεῖ τὸ νὰ ἔρχεται ὁ ἴδιος καὶ νὰ μᾶς παρακαλεῖ γι’ αὐτό.

«Μὴ εἰς κενὸν δέξασθε τὴν χάριν»

Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὶς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων σχέσεις, πόσο θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς συγκλονίζει ἡ πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ νὰ «καταλλαγοῦμε» μαζί του, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ διάρρηξη τῶν σχέσεών μας ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ σὲ μας· στὶς δικές μας ἁμαρτίες. «Δὲν ἔγινε ὁ Θεὸς ἐχθρός μας» θὰ πεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσοστομος· «ἐμεῖς γίναμε ἐχθροί του μὲ τὴν ἀποστασία μας· Θεὸς γὰρ οὐδέποτε ἐχθραίνει».

Στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἤδη μιλήσει γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ ἀναθέσει «τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς», ξανατονίζει ὅτι εἶναι συνεργὸς τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸ σωτήριο ἔργο τῆς συμφιλίωσής μας μὲ Αὐτόν. Καὶ μιμούμενος τὴν ταπείνωση καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ καταδέχεται νὰ μᾶς παρακαλεῖ καὶ νὰ μᾶς προτρέπει σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, ἐπαναλαμβάνει γιὰ τρίτη φορὰ τὴ λέξη «παρακαλοῦμεν», παρακινώντας μας κι αὐτὸς νὰ μὴν περιφρονήσουμε αὐτὴ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ μία ὄντως δωρεὰν συμφιλίωση· ἐμεῖς δὲν θυσιάζουμε κάτι. Σὲ Ἐκεῖνον ὅμως κόστισε τὸν θάνατό του πάνω στὸν Σταυρό. Ὁ Ἀναμάρτητος δέχθηκε νὰ πεθάνει ὡς κατάδικος, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε καὶ νὰ σωθοῦμε ἐμείς· γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ξαναγίνουμε παιδιά του καὶ «φίλοι» του (Ἰωάν. 15,14).

Κι ὅμως, παρ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ δική του θυσία μᾶς χάρισε τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς σωτηρίας μας, ἐμεῖς ἀμελοῦμε νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε. Κορυφαῖο παράδειγμα πρὸς ἀποφυγή, ποὺ δέχθηκε «εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ», ἀποτελεῖ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ἀπὸ φίλος ἔγινε ὄχι ἁπλῶς ἐχθρός, ἀλλὰ «δοῦλος τοῦ ἐχθροῦ». Μία πόρνη «ἠλευθεροῦτο (ἀπὸ τὴν κόλαση τῶν παθῶν της), καὶ αὐτὸς δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ», λέει ἕνα τροπάριο τῆς Μεγάλης Τετάρτης· «ἡ ἁμαρτωλὸς ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον μύρον, ὁ δὲ μαθητὴς ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον. Δεινὸν ἡ ραθυμία».

Ὄχι ἀναβολὲς καὶ σκάνδαλα

Αὐτὴ ἡ φοβερὴ ραθυμία, ποὺ ὁδήγησε ἕναν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν αἰώνια ἀπώλεια, ἔχει -κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο- τὴν ἀρχή της στὴν ἀναβολή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος μᾶς θυμίζει τὸ τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα: «Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς εὐπρόσδεκτος καὶ καταλληλος· ἰδοὺ τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας». Δικαιολογημένα θὰ ρωτήσει καὶ ὁ ἐχθρός τῆς ἀναβολῆς καὶ ἀκάματος ἐργάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ Μέγας Βασίλειος: «Ποιὸς παραμένοντας ἀργὸς στὸ σπίτι του ἢ κοιμώμενος κατὰ τὸν καιρὸ τῆς σπορᾶς γέμισε τὴν ἀγκαλιά του μὲ τὰ σπαρτά, ὅταν ἦλθε ὁ θερισμός; Ποιὸς τρύγησε ἀμπέλι ποὺ δὲν φύτεψε καὶ δὲν κουράστηκε νὰ καλλιεργεῖ ὁ ἴδιος;».

Δὲν περιορίζεται ὅμως ὁ Ἀπόστολος σὲ παρακλήσεις καὶ συστάσεις πρὸς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἐπαγρυπνεῖ καὶ ἐλέγχει καὶ τὸν ἑαυτό του νὰ μὴ δώσει τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ σκανδάλου, γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ στὸ ἐλάχιστο ἡ διακονία τῆς καταλλαγῆς, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἀνέθεσε. Οἱ ψευδάδελφοι καὶ οἱ ψευδαπόστολοι καιροφυλακτοῦσαν νὰ βροῦν κάτι γιὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν καὶ νὰ κλονίσουν τὸ κύρος του ὡς Ἀποστόλου. Ἐνθυμοῦνταν πάντοτε ὅτι ὁ Παῦλος «ἐδίωξεν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», κάτι τὸ ὁποῖο ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε μὲ συντριβή, ἔχοντας γράψει στὴν προηγούμενη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους ὅτι «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι Ἀπόστολος». Ἀλλά, ἔστω κι ἂν θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ του «ἔκτρωμα», δὲν ξεχνοῦσε τὸν συγκλονιστικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς «τὸν κυνήγησε» γιὰ νὰ συμφιλιωθοῦν στὸν δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκό.

Χαρὰ διὰ τοῦ σταυροῦ

Ἂν λοιπὸν ὁ Χριστὸς «ὁ καταλλάσσων Ἑαυτῷ τὸν κόσμον» ὑπέμεινε γι\’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ θάνατο Σταυρικό, δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Πρωτοκορυφαῖος διάκονος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου νὰ διάγει «ἐν ἀναπαύσει καὶ πλατυσμῷ»· ὁ Διδάσκαλος εἶχε προειδοποιήσει τοὺς μαθητές του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Καὶ στὴ σημερινὴ περικοπὴ βρίσκει τὴν εὐκαιρία πάλι ὁ Ἀπόστολος, χωρὶς καμιὰ κενοδοξία ἢ διάθεση αὐτοπροβολῆς, νὰ ἀναφερθεῖ ὄχι μόνο σὲ «οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκεν» (Β\’ Τιμ. 3,11), ἀλλὰ καὶ στοὺς κόπους, στὶς νηστεῖες, στὶς ἀγρυπνίες, στὴ μακροθυμία καὶ στὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του πρὸς ὅλους· καὶ φυσικὰ πρὸς ἐκείνους, ποὺ -ἀμφισβητώντας τον- τὸν ἀναγκάζουν νὰ κάνει αὐτὴ τὴν ἀνεπιθύμητη σ\’ αὐτὸν «περιαυτολογία».

7.

Διαλεκτική τῆς χριστιανικῆς ζωῆς (Β΄Κορ. 6,1-10)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης, Καθηγητής Πανεπιστημίου.

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς προέρχεται ἀπό τή Β΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ.Παύλου καί ἀναφέρεται ἀφενός μέν στή διαλεκτική ἀντίθεση μεταξύ φαινομένων καί πραγματικότητας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀφετέρου στή σωτηριολογική ἀξία τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα σέ μετάφραση εἶναι τό ἑξῆς:

«Ἀδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε, γιατί ἡ Γραφή λέει: Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Κανένα πρόσκομμα δέν φέρνουμε σέ κανένα, γιά νά μή δυσφημηθεῖ τό ἔργο μας. Ἀντίθετα, μέ κάθε τρόπο συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ: μέ τή μεγάλη ὑπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, τίς κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς ἐναντίον μας ἐξεγέρσεις, τίς ταλαιπωρίες, τίς ἀγρύπνιες, τήν πείνα. Συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν ἐντιμότητα, τή γνώση τῆς ἀλήθειας, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τή φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέ τό κήρυγμα γιά τήν ἀλήθεια, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τά ὅπλα τῆς σωτηρίας τά ἐπιθετικά καί τά ἀμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους, καί ὅμως λέμε τήν ἀλήθεια· μᾶς ἀγνοοῦν καί ὅμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στόν θάνατο, καί νά πού ζοῦμε· μᾶς βασανίζουν, ἀλλά δέν πεθαίνουμε· μᾶς προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλούς νά πλουτίσουν· τίποτα δέν ἔχουμε καί τά πάντα κατέχουμε» (Β΄ Κορ 6,1-10).

I

Θά σταματήσουμε πρῶτα στήν πτυχή τῶν ἀντιθέσεων πού ἰσχύουν γιά τή ζωή τῶν ἀποστόλων καί κατ’ ἐπέκταση γιά τή ζωή τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Τή ζωή αὐτή χαρακτηρίζει μία διαλεκτική ἀντίθεση ἀνάμεσα σ’ αὐτό πού νομίζουν οἱ πολλοί καί σ’ αὐτό πού ἀποτελεῖ τήν ἐσωτερική πραγματικότητα καί τό προσωπικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου ἀλλά καί τοῦ πιστοῦ. Τό «ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν» (φτάνουμε στόν θάνατο, καί νά πού ζοῦμε) δείχνει ἀπό τή μία μεριά τή σχέση τοῦ χριστιανοῦ μέ τή ζωή τοῦ κόσμου καί ἀπό τήν ἄλλη τή συμμετοχή του σέ μία ἄλλη ποιότητα ζωῆς. Ἡ ἀπονέκρωση τῶν ἐγωϊστικῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ παραίτηση ἀπό αὐτονόητα δικαιώματα, ἡ ἀπαγκίστρωση ἀπό ὑλικά συμφέροντα μπορεῖ νά παρουσιάζουν τόν χριστιανό σάν νεκρό ἔναντι τοῦ κόσμου, ἀλλά ἡ νέκρωση αὐτή δέν εἶναι παρά ἐξωτερική. Μέσα ἀπό αὐτή τή νέκρωση προβάλλει μία ζωή πού τροφοδοτεῖται ἀπό τό λόγο καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μία δύναμη ζωῆς πού κάνει τόν χριστιανό νά ἀντιμετωπίζει «στενοχώριες» ἀλλά νά μή καταβάλλεται, νά λυπᾶται γιά ὅσα δυσάρεστα συμβαίνουν μέσα στόν κόσμο ἀλλά καί νά χαίρει γιατί γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Κύριος τῆς ἱστορίας πού ἔχει τόν τελευταῖο λόγο, νά εἶναι φτωχός ἀπό ὑλικά ἀγαθά ἀλλά συγχρόνως νά κάνει πλούσιους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του μέ τήν ἀγάπη του, μέ τή ζωή του, μέ τή θυσία του. Τέλος ἡ δύναμη τῆς ζωῆς πού σφύζει μέσα του τόν κάνει, ἐνῶ δέν ἔχει φαινομενικά τίποτε, στήν οὐσία «νά κατέχει τά πάντα». Στά πάντα πρέπει νά ἐννοήσουμε τόν ἀπέραντο πλοῦτο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς βασιλείας τῆς ἀγάπης.

Γιά τόν χριστιανό ὅμως πού διαβάζοντας τά παραπάνω διαπιστώνει ὅτι δέν διαθέτει τά περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, ὁ Παῦλος δέν ἀπευθύνει ἀπειλές θείας τιμωρίας ἀλλά μήνυμα ἀφυπνίσεως καί προσκλητήριο μετανοίας. Αὐτή ἡ σκέψη μᾶς ὁδηγεῖ στό δεύτερο σημεῖο πού θέλουμε νά ὑπογραμμίσουμε στήν ἀποστολική περικοπή.

II

Στήν ἀρχή τῆς περικοπῆς ὁ Παῦλος παραθέτει μία φράση ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα καί τήν σχολιάζει: «ἡ Γραφή λέει. Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας». Στή φράση τοῦ προφήτη καί στό σχόλιο τοῦ Ἀποστόλου προβάλλεται ἡ θετική ἀξιολόγηση τοῦ χρόνου ἀπό χριστιανικῆς πλευρᾶς.

Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τή ζωή μας νά γνωρίζουμε μέ ποιά βαθύτερη σωτηριολογική σπουδαιότητα εἶναι φορτισμένη ἡ κάθε χρονική στιγμή καί ποιές ἐπιπτώσεις μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἀνέμελη σπατάλη τοῦ χρόνου. Πολλές φορές ὁρισμένοι χριστιανοί, ἐπηρεασμένοι ἀπό κάποια φιλοσοφική ἀντίληψη ἀρνητικῆς ἀξιολόγησης τοῦ χρόνου, δείχνουν νά περιφρονοῦν τόν χρόνο, ἔχοντας στραμμένα τά βλέμματά τους πρός τήν αἰωνιότητα. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι ἡ αἰωνιότητα κερδίζεται ἤ χάνεται ἀπό τόν τρόπο πού χρησιμοποιεῖ κανείς τόν χρόνο του, τήν κάθε ἀνεπανάληπτη στιγμή τῆς ζωῆς του, τήν κάθε μικρή καί ἀσήμαντη χρονική μονάδα πού φεύγει μέ ἀσύλληπτη ταχύτητα, γιά νά μεταβληθεῖ σέ παρελθόν, τό ὁποῖο δέν βρίσκεται πλέον ὑπό τόν ἔλεγχό μας, ἀλλ’ ἀπεναντίας μᾶς ἐλέγχει καί μᾶς κυβερνᾶ διά μέσου τῆς μνήμης μας.

Ὁ χρόνος εἶναι τό πεδίο τῆς ζωῆς καί δράσης τοῦ ἀνθρώπου, καί κάθε προσπάθεια φυγῆς ἀπό τόν χρόνο εἶναι τελείως ἀντίθετη μέ τόν Χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος ἔχει σάν κεντρικό πυρήνα τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν χρόνο καί τή συγκεκριμένη ἱστορική στιγμή. Γι’αὐτό καί τό χριστιανικό μήνυμα δέν εἶναι ἡ ἀπάθεια καί ἀταραξία γιά τόν χρόνο πού περνᾶ ἀλλά τό πάθος γιά τή σωτηριολογική ἐκμετάλλευση τοῦ χρόνου. Ἡ σωτηρία, κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Παύλου, εἶναι βέβαια δῶρο τοῦ Θεοῦ ἀλλά δῶρο πού ὁ ἄνθρωπος τό δέχεται καί προσπαθεῖ νά τό διατηρήσει μέσα στόν χρόνο τῆς ζωῆς του. Ἡ σωτηρία δέν εἶναι κάποια ἀσαφής μελλοντική ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ἀλλά μία νέα ζωή πού ἀρχίζει ἀπό τώρα, ἀπό τή στιγμή πού λέγει κανείς τό Ναί στή θεία δωρεά.

Ἡ κάθε στιγμή πού περνάει γρήγορα καί χάνεται μέσα στό παρελθόν εἶναι ἀποφασιστική, γιατί μπορεῖ νά ὁδηγήσει εἴτε στή λύτρωση εἴτε στόν χαμό. Γεννιέται ὅμως ἐδῶ τό ἐρώτημα: Δέν ἔχει ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος τή δυνατότητα νά ἀναθεωρήσει ἕνα προηγούμενο χρονικό διάστημα τῆς ζωῆς του ποὺ χάθηκε ἄκαρπο; Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας γραφῆς εἶναι σαφής: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι βέβαια δεσμευμένος καί περιορισμένος στά ἀσφυκτικά πλαίσια τοῦ χρόνου, συγχρόνως ὅμως εἶναι καί ἐλεύθερος ἔναντι τοῦ χρόνου. Καί ἡ ἐλευθερία του αὐτή φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναθεωρεῖ προηγούμενες ἀπερίσκεπτες καί ἀρνητικές πράξεις του καί νά ξαναρχίζει μία καινούργια δημιουργική ζωή. Εἶναι αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει μυστήριο τῆς μετανοίας, δηλαδή ἡ δυνατότητα νά ξανακερδίσει κανείς τόν χαμένο χρόνο τοῦ παρελθόντος καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις γιά ἕνα πιό ἐλπιδοφόρο μέλλον.

Ὁ φόβος γιά τό ἐπερχόμενο μέλλον ἁπαλύνεται καί γίνεται αὐτό τό μέλλον μία εὐχάριστη προσμονή, ὅταν κανείς χρησιμοποιεῖ δημιουργικά τό παρόν ἤ μετανοεῖ γιά τό χαμένο παρελθόν του. Ἀρκεῖ νά καταλάβει καλά ὅτι ἡ κάθε χρονική στιγμή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού τό χάσιμό της μπορεῖ νά τοῦ στοιχίσει ἀκριβά γιά τό μέλλον του. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ «χαμένου χρόνου» πού ἀπασχολεῖ ὁρισμένους φιλοσόφους μπορεῖ νά βρεῖ τήν ἀπάντηση στή δυνατότητα ἐπανεύρεσης τοῦ χαμένου χρόνου πού προτείνει ἡ Ἐκκλησία.