Τοὺς γράφει, “Σᾶς γνωρίζω πὼς ὁφείλετε νὰ ἀγαπᾶσθε, ἔτσι ὥστε νὰ ἀποθνήσκετε γιὰ τοὺς ἄλλους, ἐὰν πρέπει, καὶ ΟΧΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΝΑ ΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΓΑΠΗ. ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΕΤΟΙΟΝ ΦΟΒΟ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΤΗΣ (ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ) ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΦΙΕΡΩΘΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶστε πρωτόπειρες καὶ ἀρχάριες γι’αὐτὸ σᾶς τὸ συγχωρῶ, διὰ δὲ τὴν ΜΙΚΡΟΨΥΧΙΑ σας καὶ ΟΛΙΓΟΨΥΧΙΑ σας θὰ πῶ στὴν Μαρίκα (τὴν ἀσθενή) νὰ ζεῖ καὶ νὰ τρώει μόνη. Θέλω μόνο νὰ δείκνυτε ἀγάπη καὶ συμπάθεια πρὸς αὐτήν”.

Στὸ τέλος ὁ Ἅγιος καταλήγει γράφοντας στὴν ἡγουμένη γιὰ τὶς κινήσεις τρίτων ποὺ θέλουν νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τὴν ἀσθενή :

“Ἐπιθυμῶ, ἐπαναλαμβάνω οὐδεὶς νὰ μὴν ἀναμιγνύεται εἰς τὰ τῆς Μονῆς, διότι οὐδένα ἀνέχομαι διευθύνοντα καὶ διατάσσοντα. Ἐὰν δὲν ἔχουν τελείαν αὐταπάρνηση, ὁ Χριστὸς λέει ὅτι δὲν εἶναι ἄξιες.”