Μουρτζανός Θεμιστοκλῆς, Ἱερεύς.
«Κάποιος, ἀτενίζοντας σωματικὸ κάλλος, παρακινούμενος ἀπὸ αὐτὸ δοξολόγησε τὸν Δημιουργὸ» (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
Ὁ πολιτισμὸς μας ἔχει ὡς σῆμα κατατεθὲν του τὴν λαγνεία τοῦ σώματος. Ἡ ὀμορφιὰ δὲν προβάλλεται γιὰ νὰ καλλιεργηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀντιστεκόμενος στὴν ὅποια ἀσχήμια καὶ κακογουστιά. Δὲν γίνεται ἀφορμὴ δοξολογίας στὸν Θεὸ διότι μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ κάλλος τῆς φύσης καὶ τῆς δημιουργίας, τὴν συμμετρία, τὴν ἁρμονία, τὴν λειτουργικότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ὄψη τους καὶ νὰ γνωρίζουμε, διὰ τῆς φυσικῆς αὐτῆς θεωρίας, τὸν Παντουργέτη. Ἀντίθετα, ἡ ὀμορφιὰ ἀπολυτοποιεῖται στὸ ἐπίπεδό της σάρκας. Ὁ πόθος ποὺ εἶναι ἐκ φύσεως κατάσταση, γίνεται στοὺς καιροὺς μας μικρὸς θεός. Θεᾶται ἀπομονωμένος ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, δὲν μπαίνει εὔκολα σὲ μέτρο, ἀλλὰ λειτουργεῖ τυραννικὰ καὶ ὡς ὁ μόνος σκοπός.
Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ σῶμα. Ὡς ἐλευθερία νοεῖται ὄχι ἡ κοινωνία τῶν προσώπων, ἡ συνάντηση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου μὲ τὸν πλησίον του, ἀλλὰ ἡ θέα, ἡ κατανάλωση, ἡ χρήση τοῦ σώματος τοῦ ἄλλου. Τὸ διαπιστώνουμε καὶ στὸ μεῖζον θέμα τῶν ἡμερῶν, τὴν σεξουαλικὴ παρενόχληση. Ὁ δράστης ποθεῖ. Χρησιμοποιεῖ τὴν ἐξουσία του καὶ τὴν δύναμή του, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸν πόθο του, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ὅτι κουρελιάζει τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἄλλου, τὰ συναισθήματά του, τὴν ἐλευθερία του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν παιδοφιλία. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν βιασμό. Νόμος εἶναι τὸ δίκιο τοῦ ποθοῦντος. Κάποτε μάλιστα, ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνίας ἔρχεται νὰ δικαιολογήσει αὐτὸν τὸν νόμο, κουρελιάζοντας ἀκόμη μία φορὰ τὴν ἀκεραιότητα, τὴν ἀξιοπρέπεια, τὴν προσωπικότητα τοῦ θύματος.
Σὲ ὅσους ἐξανίστανται, ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸ πήλινο σῶμα μας, ἀλλὰ νὰ τὸ βλέπουμε στὴν προοπτική της σχέσης καὶ ὄχι τῆς χρήσης. Δὲν πρέπει νὰ ἀθωώνουμε καὶ τὴν σκέψη, ἡ ὁποία λαγνεύει ἀπὸ συνήθεια καὶ ἐκζήτηση τῆς ἡδονῆς. Πού θεωρεῖ ὅτι δικαιοῦται νὰ βλέπει τὴν γυμνότητα καὶ νὰ τὴν καταναλώνει. Πού κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ τὴν θεματοποιεῖ στὰ κάθε λογὴς Μέσα, ποὺ ἐμπορευματοποιεῖ τὸ σῶμα, καθὼς δὲν θέλει νὰ τὸ δεῖ στὴν προοπτική της ἀγάπης. Ἀρνεῖται τὴν σχέση ὡς εὐθύνη διαφύλαξης τῆς αὐθεντικῆς ἐλευθερίας. Ἀρνεῖται τὸ σῶμα ὡς ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁδὸς ποὺ ἀποδίδει τὴν ὀμορφιὰ στὴν πληρότητά της. Δὲν ἔπαψε νὰ εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία τὸ σῶμα καὶ νὰ τὸ ἁγιάζει. Ἡ ὅλη μας ὕπαρξη ἔλαβε γιὰ δῶρο τὸ μυστήριο τοῦ γάμου, ὡς κοινωνία ἔρωτα ποὺ βλέπει τὸν ἄλλον ὡς συμβοηθὸ καὶ συνοδοιπόρο στὴν ὁδὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς σταυρὸ πιστότητας καὶ μέτρου.
Γιατί ἡ κοινωνία τῶν σωμάτων περιλαμβάνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὁλότητά του. Περιλαμβάνει τὸν χρόνο ὅλης τῆς ἀπὸ κοινοῦ ζωῆς, τὰ νιάτα καὶ τὰ γηρατειά. Περιλαμβάνει τὰ χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἰδιοτροπίες. Τὴν καλὴ ἀλλὰ καὶ τὴν κακὴ διάθεση. Τὸ θάρρος καὶ τὸν φόβο. Τὰ ὅσα ὁ ἄλλος θέλει νὰ μοιραστεῖ καὶ τὰ ὅσα διστάζει. Ἡ ὀμορφιὰ δένεται μὲ τὴν συγχώρηση, δηλαδὴ τὸ νὰ χωρᾶ ὁ ἕνας στὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου. Γι’ αὐτὸ καὶ γίνεται δοξολογία. Ὁ ἀπρόσωπος πόθος ἢ ἡ δοκιμὴ τοῦ ἄλλου γιὰ νὰ ξεδώσουμε, γιὰ νὰ εὐχαριστηθοῦμε, γιὰ νὰ περάσουμε καλὰ καὶ «αὔριο φεύγω», μπορεῖ νὰ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸν πολιτισμό μας. Δὲν σώζει ὅμως τὸ αἴσθημα τῆς ἀληθινῆς ὀμορφιᾶς, ποὺ βρίσκεται στὴν ἀγάπη.