Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος.

Μὴ φοβᾶσαι δέν εἶσαι μόνος. Μόνος εἶναι ἐκεῖνος πού δέν γνωρίζει τόν Θεό ἀκόμα καί ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συναναστρέφονται μαζί του. Αὐτός, καί στήν πιό πολυάριθμη κοινωνία, θά ἔλεγε- ὅπως καί τώρα λένε κάποιοι- «βαριέμαι, δέν ξέρω τί θέλω νά κάνω μέ τόν ἑαυτό μου, ὅλα εἶναι βαρετά». Αὐτές εἶναι ψυχές ἄδειες ἀπό τόν Θεό, φλοῖδες χωρίς κουκούτσι, στάχτη χωρίς κάρβουνο. Ἀλλά ἐσύ δέν εἶσαι μόνος ἀφοῦ εἶσαι πλάι στόν Κύριο καί ὁ Κύριος δίπλα σου.

Ἄκουσε πῶς ὁ μεγάλος Παῦλος, ὁ ἀπόστολος τῆς οἰκουμένης, ἦταν κάποτε ἐγκαταλελειμμένος ἀπ’ ὅλους, καί πῶς μιλᾶ: «Ἐν τῇ πρώτῃ μου ἀπολογίᾳ οὐδείς μοι συμπαρεγένετο, ἀλλὰ πάντες με ἐγκατέλιπον· μὴ αὐτοῖς λογισθείη· ὁ δὲ Κύριός μοι παρέστη καὶ ἐνεδυνάμωσέ με, ἵνα δι᾿ ἐμοῦ τὸ κήρυγμα πληροφορηθῇ καὶ ἀκούσῃ πάντα τὰ ἔθνη· καὶ ἐῤῥύσθην ἐκ στόματος λέοντος.» ( Β’ Τιμ. 4, 16-17 ) . Βλέπεις, λοιπόν, πόσο ἅγια σκέφθηκε καί μίλησε ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Παῦλος σ’ ἐκεῖνες τίς πρῶτες μέρες, ὅταν στόν κόσμο δέν ὑπῆρχε ἀκόμα οὔτε ἕνας χριστιανικός ναός, οὔτε ἕνας χριστιανός ἄρχοντας! Ἐνῶ σήμερα ὅλη ἡ γῆ εἶναι στολισμένη μέ χριστιανικούς ναούς καί οἱ χριστιανοί ἀπαριθμοῦνται σέ κάτι ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια.

Μή λυπᾶσαι, λοιπόν, ἐπειδή αἰσθάνεσαι μοναξιά στόν δικό σας τόπο. Ἄν αἰσθάνεσαι σάν νά εἶσαι στήν ἔρημο, ὅπως γράφεις, γνώριζε ὅτι πολλοί στήν ἔρημο σώθηκαν. Ἀλλά ὅλοι αὐτοί οἱ ἐρημίτες τοῦ Θεοῦ ἀνῆλθαν στή μεγάλη κοινωνία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού γιά πενῆντα ὁλόκληρα χρόνια δέν εἶδαν ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ὅμως δέν ἔλεγαν «εἴμαστε μόνοι»! Ἀφοῦ ὁ Θεός ἦταν μαζί τους καί αὐτοί μέ τόν Θεό. Μπορεῖς νά ζήσεις χωρίς κανέναν καί χωρίς τίποτα· χωρίς τόν Θεό ὅμως δέν μπορεῖς. Αὐτή εἶναι ἡ δική τους μαρτυρία πού τήν παρέδωσαν στήν Ἐκκλησία ὡς κάποιο κεφάλαιο δικό της. Δέν εἶναι γνωστό ἐάν κάποιος ἄθεος μπόρεσε νά ἐπιζήσει ἐπί πενῆντα χρόνια σέ πλήρη μοναξιά στήν ἔρημο. Αὐτό δέν ἔχει σημειωθεῖ στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δέν εἶναι σέ θέση ἕνας ἄθεος νά πράξει κάτι τέτοιο. Σέ κάποιον σάν αὐτόν εἶναι βαρετό νά ζεῖ μέσα στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων καί ἀκόμα πιό μονότονο- ἀκόμα καί ἀδύνατο- ἔξω ἀπό τήν κοινωνία. Διότι ὁ ἄθεος ἀναζητᾶ τούς ἀνθρώπους γιά νά τούς κεντρίσει τήν καρδιά μέ τήν ἀθεΐα του καί νά θρέψει τόν ἑαυτό του μέ τόν πόνο τους. Ἀλλά στήν ἔρημο ποιόν νά βρεῖ νά φάει παρά μόνον τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό; Καί μέ ποιανοῦ τόν πόνο νά τραφεῖ παρά μέ τόν δικό του;

Γι’ αὐτό ἀπογείωσε τίς σκέψεις σου στά πνευματικά ὕψη ὅπου κατοικεῖ Ἐκεῖνος πού μόνος Του εἶναι ἡ μεγαλύτερη καί τρυφερότερη κοινωνία ἀπό κάθε ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἐκεῖνον νά ὑπηρετεῖς, μ’ Ἐκεῖνον νά συναναστρέφεσαι, σ’ Ἐκεῖνον νά μιλᾶς, γιά Ἐκεῖνον ἀγωνίσου, Ἐκεῖνον ἀγάπα μέ ὅλη σου τήν καρδιά, μέ ὅλον τόν νοῦ σου. Ἐκεῖνος θά βρεῖ τρόπους νά ἀνοίξει τά μάτια τῶν γειτόνων σου καί τήν καρδιά τους, ὥστε νά ἐμφανίσει σ’ αὐτούς τή ζωντανή πίστη σ’ Αὐτόν. Τότε στόν τόπο σου θά ψάλλεται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνον ἀπό ἕναν σολίστ, ὅπως τώρα, ἀλλά ἀπό μιὰ χορωδία.

Εἰρήνη καί ὑγεία ἀπό τόν Θεό.