(Εγκώμιο στην Κοίμηση της Θεοτόκου Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού).

Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο τό μέγα, πού συντελεῖται γύρω ἀπό τό πρόσωπό σου, ἱερή Μητέρα καί Παρθένε; «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θά σέ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σύ εἶσαι ἄξια γιά μακαρισμό!

Καί νά πού ὅλες οἱ γενιές Σέ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, καί σέ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδή οἱ ψυχές τῶν δικαίων, καί θά σέ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σύ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στόν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τόν Βασιλέα καί Δημιουργό νά κάθεται ἐπάνω του. Σύ ἔγινες Ἐδέμ νοητή, πιό ἱερή καί πιό θεϊκή ἀπό τήν παλιά. Γιατί σ’ ἐκείνη τήν Ἐδέμ ἔμεινε ὁ Ἀδάμ ὁ γήϊνος, ἐνῶ σ’ Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σύ γέννησες τόν Χριστό, τή σωτηρία τοῦ κόσμου, πού καταπόντισε τήν ἁμαρτία καί κατασίγασε τά κύματά της.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος. Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες. Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτός τοῦ Νόμου κι Ἐσένα εἶχαν φανερά προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσή καί ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού ’χε βλαστήσει. Ἀπό Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τό μέτρο καί ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τό γλυκύτατο καί οὐράνιο μάννα, τό ὄνομα τό ἀπερίγραπτο καί πάνω ἀπ’ ὅλα τά ὀνόματα, τό φῶς τό αἰώνιο καί ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπός πού δέν γεωργήθηκε, ἀλλά βλάστησε ἀπό Σένα μέ σῶμα ἀνθρώπινο.

Ἐσένα δέν προμηνοῦσε τό καμίνι πού ἔβγαζε φωτιά καί ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλά καί ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε; Παρά λίγο ὅμως θά ξεχνοῦσα τή σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δέν εἶναι φανερό σέ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακώβ εἶχε δεῖ τίς ἄκρες τῆς σκάλας νά ἑνώνουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί νά ἀνεβοκατεβαίνουν σ’ αὐτήν ἄγγελοι, ἔτσι κι Ἐσύ ἕνωσες αὐτά πού ἦσαν πρίν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στή μέση Θεοῦ καί ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιά νά κατεβεῖ σ’ ἐμᾶς ὁ Θεός, πού πῆρε τό ἀδύναμο προζύμι μας καί τό ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του κι ἔκανε τόν ἀνθρώπινο νοῦ νά βλέπει τόν Θεό.

Ποῦ θά ἀποδώσουμε ἀκόμη τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ’ Ἐσένα, ἄν θέλουμε νά δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιό εἶναι τό Δαυϊτικό μαλλί τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σάν βροχή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μέ τόν Πατέρα; Δέν εἶσαι Σύ ὁλοφάνερα; Ποιά εἶναι ἐπίσης ἡ παρθένος πού ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θά συλλάβει καί θά γεννήσει Υἱόν, δηλ. τόν Θεό πού εἶναι μαζί μας; Καί ποιό εἶναι τό βουνό τοῦ Δανιήλ, ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, χωρίς νά ὑποκύψει σέ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο; Ἄς ἔρθει ὁ Ἱεζεκιήλ ὁ θεϊκότατος κι ἄς δείξει τήν κλειστή πύλη πού πέρασε ἀπό μέσα της μόνο ὁ Κύριος καί παραμένει κλειστή.

Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καί ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθώς ἀναχωροῦσες πρός τόν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων καί Πατριαρχῶν καί τό ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, σάν μέσα σέ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱερούς σ’ Ἐσένα, τήν πηγή τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπό τά θεία συναισθήματα.

Ὦ, πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρός τήν ζωή διά μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νά ὀνομάσουμε τό μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μ’ Ἐσένα; Θάνατο; Μά, ἄν καί ἡ πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπό τό ἀμίαντο σῶμα Σου καί αὐτό τό σῶμα Σου παραδίδεται στήν ταφή, ὅμως δέν παραμένει στό θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπό τή φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καί πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιά λίγο ἀπό τό σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σάν νά χάνεται καί τό σκοτάδι νά παίρνει τή θέση τῆς λάμψης του, μά αὐτός δέν χάνει τό φῶς του, ἀλλά ἔχει μέσα του τήν πηγή τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἄν καί καλύπτεσαι σωματικά ἀπό τόν θάνατο γιά κάποιο χρονικό διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ἀτελείωτα τά νάματα τοῦ θείου φωτός καί τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμούς χάριτος καί πηγές ἰαμάτων.

Ἐσύ ἄνθισες σάν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στό στόμα τῶν πιστῶν! Γι’ αὐτό καί δέν θά ὀνομάσω θάνατο τήν ἱερή μετάστασή Σου, ἀλλά κοίμηση ἤ ἀποδημία ἤ ἐνδημία, γιά νά ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπό τήν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νά κατοικήσεις στά καλύτερα, στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.

Ἄγγελοι μαζί μέ Ἀρχαγγέλους Σέ μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στούς οὐρανούς. Καθώς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καί ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανός τήν ψυχή Σου. Σέ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ ὕμνους ἱερούς καί τελετή χαρμόσυνη: «τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σάν τό φεγγάρι, κι ὅλα τά Χερουβείμ ἐκπλήσσονται καί τά Σεραφείμ Σέ δοξάζουν, Ἐσένα πού δέν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τόν οὐρανό, σάν τόν προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τόν τρίτο οὐρανό, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά ἔφτασες μέχρις αὐτόν τόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καί στέκεις κοντά Του μέ πολλή κι ἀνείπωτη παρρησία.

Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανός Αὐτήν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ’ αὐτόν; Καί πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτήν πού δέχθηκε μέσα Της τόν Θεό; Ὦ, μνῆμα ἱερό καί θαυμαστό καί σεβάσμιο καί προσκυνητό, πού καί τώρα τό περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μέ πολύν σεβασμό καί φόβο, καί ἄνθρωποι πού ἔρχονται σ’ αὐτό μέ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μέ μάτια καί χείλια καί μέ πόθο ψυχῆς, ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.Ἔγινες λοιπόν εὐλογία γιά ὅλον τόν κόσμο, ἁγιασμός γιά τό σύμπαν, ἄνεση γιά τούς κουρασμένους, παρηγοριά γιά τούς πενθοῦντες, θεραπεία γιά τούς ἀρρώστους, λιμάνι γιά τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιά τούς ἁμαρτωλούς, παρηγοριά γιά τούς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιά ὅλους πού σέ ἐπικαλοῦνται, ἀρχή καί μέση καί τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ξεπερνοῦν τόν νοῦν μας.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ταξιδέψουμε νοερά μακριά ἀπ’ τή ζωή αὐτή μαζί μέ τήν Παρθένο πού φεύγει ἀπ’ τή γῆ αὐτή. Ἐλᾶτε ὅλοι μέ πόθο καρδιακό, ἄς κατεβοῦμε στόν τάφο μαζί μέ τήν Παρθένο πού κατέρχεται σ’ αὐτόν. Ἄς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στό ἱερότατο κρεβάτι της. Ἄς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά ᾅσματα:

« Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.

Χαῖρε ἀμνάς πού γέννησες τόν Ἀμνό τοῦ Θεοῦ.

Χαῖρε Σύ πού εἶσαι πάνω ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις.

Χαῖρε ἡ δούλη καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ.»

Ἀμήν.