Εὐθύμιος Στύλιος, Μητροπολίτης Ἀχελώου (+)

Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμά μου ἐπί τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί, ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός καί ἅγιον τό ὄνομα αὐτοῦ, καί τό ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεάς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν. Ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ, διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν· Καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὕψωσε ταπεινούς, πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καί πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς. Ἀντελάβετο Ἰσραήλ παιδός αὐτοῦ μνησθῆναι ἐλέους, καθώς ἐλάλησε πρός τούς πατέρας ἡμῶν, τῷ Ἀβραάμ καί τῷ σπέρματι αὐτοῦ εἰς τόν αἰῶνα .

(Κατά Λουκᾶν α´ 46 –55)

1. «Καί εἶπε Μαριάμ· μεγαλύνει» (Λουκ. α´ 46).

Μόλις ἡ Ἐλισάβετ τελείωσε τόν ἐμπευσμένο χαιρετισμό της, ἡ Μαριάμ ἄρχισε ν᾿ ἀπαγγέλη μιά δική της Ὠδή! Ἡ πανηγυρική, εὐχαριστήρια καί δοξολογική ὠδή (=τραγούδι), μετά ἀπό ἐξαιρετικά γεγονότα ἦταν κάτι τό συνηθισμένο στήν ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἑβραίων. Ἔτσι, τόσο ὁ χαιρετισμός τῆς Ἐλισάβετ ὅσο καί ἡ Ὠδή τῆς Παρθένου Μαρίας ἔρχονται νά προστεθοῦν στίς Ὠδές τῆς ἀδελφῆς τοῦ Μωϋσῆ Μαριάμ (Ἐξοδ. ιε´ 1-19), τῆς Δεββώρας (Κριταί ε´ 2-31) καί τῆς προφήτιδος Ἄννης μητέρας τοῦ προφήτου Σαμουήλ (Α´ Βασ. β´). Ἰδίως ἡ Ὠδή τῆς Θεοτόκου ἔχει πολλές ἀπηχήσεις ἀπό τούς ψαλμούς καί τήν Ὠδή τῆς Ἄννης. Αὐτό φανερώνει, ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ὅπως καί οἱ ἄλλες παρθένες τοῦ Ἰσραήλ, γνώριζε ἀπό τήν παιδική της ἡλικία τούς Ψαλμούς καί τίς Ὠδές τῆς Π. Διαθήκης πού ἀναφέραμε πιό πάνω (ΥΛ, 63).

Ἡ Ὠδή τῆς Θεοτόκου ἔμελλε νά γίνη ἡ κατ᾿ ἐξοχήν εὐχαριστήρια Ὠδή τῆς ἀνθρωπότητος. Διότι ἀποτελεῖ μιά περίληψι τῶν Ὠδῶν τῆς Π. Διαθήκης καί ἀφετηρία τῶν πιό ἐμπνευσμένων συνθέσεων τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς (πρβλ. Τή θέσι τῆς Ὠδῆς αὐτῆς στήν ὀρθόδοξο Λατρεία, καθώς καί τοῦ ὕμνου (MAGNIFICAT) (=μεγαλύνει) στήν λατρεία καί τή θρησκευτική μουσική τῆς Δύσεως).

Ἡ Θεοτόκος, ὑπό τήν ἔξαρσι τῶν θαυμαστῶν γεγονότων τῆς ζωῆς της συνθέτει τήν ἐμπνευσμένη δοξολογική Ὠδή της. Οἱ μεγάλες στιγμές τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ στήν προσωπική ἤ τήν συλλογική ζωή ἐμπνέουν ἰδιαίτερα τίς εὐσεβεῖς καί ἀφιερωμένες ψυχές. Πρῶτες αὐτές βλέπουν τό εὐεργετικό χέρι τοῦ Θεοῦ· ἀκοῦνε τή φωνή του καί νοιώθουν τό περπάτημά του στήν ἱστορία (πρβλ. «Φωνή ἀδελφιδοῦ μου· ἰδού οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπί τά ὄρη… ὅμοιός ἐστιν ἀδελφιδός μου τῇ δορκάδι ἤ νεβρῷ (=ἐλαφάκι) ἐλάφων». Ἆσμα Ἀ. Β´ 8-9)· διαισθάνονται τό πέρασμά του κοντά τους (πρβλ. «ὀπίσω σου εἰς ὀσμήν μύρων σου δραμοῦμεν» Ἆσμα Α´. α´ 4) καί ξεσποῦν σέ ὕμνους καί ὠδές.

Οἱ ποιηταί ἔγραψαν τά πιό ὄμορφα ποιήματα καί τραγούδια σέ στιγμές ἰδιαίτερης ἐμπεύσεως καί ἐξάρσεως. Οἱ ἅγιες ψυχές γράφουν τίς πιό ὡραῖες ὠδές τους σέ στιγμές παρουσίας τοῦ Θεοῦ στήν προσωπική τους ζωή καί στήν ἱστορία τοῦ κόσμου…

2. «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον» (Λουκ. α´ 46).

Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξίς μου ὑμνεῖ καί δοξολογεῖ τόν Κύριον! Ὁ πρῶτος αὐτός στίχος τῆς Ὠδῆς τῆς Θεοτόκου ἀποκαλύπτει τήν κατάστασι στήν ὁποία βρισκόταν ἡ Παρθένος Μαρία: Κατάστασι ἐξάρσεως καί ἐμπνεύσεως πού βρίσκει διέξοδο στόν ὕμνο. Ὁ Κύριος μέ ὅσα τῆς ἀπεκάλυψε καί ὅσα ἐνήργησε στό πρόσωπό της ἔθεσε τήν ὕπαρξί της σέ κίνησι, σέ ἔξαρσι καί ἡ ἔξαρσίς της ὡδήγησε στόν ὕμνο. Ὁ Κύριος ἀνάβει τή φωτιά, ἡ χύτρα τῆς ψυχῆς βράζει καί ἀπό τό στόμα βγαίνει ὁ ἀτμός τῆς δοξολογίας. Χωρίς τή φωτιά τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ὕμνος. Γιά νά τραγουδήσης τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ χρειάζεται «ἐνθουσιασμός» μέ τήν ἀρχαία ἔννοια τῆς λέξεως «ἐνθουσιάζω», πού σημαίνει ἔχω μέσα μου τό Θεό.

Ὁ ὕμνος καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ φυτρώνει στά χείλη τῶν πιστῶν μέσα στούς ναούς. Ἡ πίστι καί ἡ ἀγάπη στόν Θεό θερμαίνουν τήν ψυχή τῶν χριστιανῶν καί ἀπό τό στόμα τους ἀνεβαίνει ὁ ὕμνος. Ἄν λιγοστεύουν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι εἶναι γιατί ἔχει λιγοστέψει ἡ πίστη καί ἠ ἀγάπη στόν Θεό. Καί ἄν ἡ σύγχρονη γενεά εἶναι «γενεά χωρίς τραγούδι» καί ἀπό τό στόμα τῶν παιδιῶν δέν ἀκούγονται πιά τραγούδια τοῦ Θεοῦ εἶναι γιατί ἡ φωτιά τῆς ἀγάπης καί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἔχει σβήσει μέσα στίς καρδιές.

Μέ πόση νοσταλγία θυμᾶται κανείς τά χρόνια τοῦ ᾿40 καί τά πρῶτα μεταπολεμικά χρόνια. Τήν ἐποχή τοῦ πολέμου καί τά ἐλαφρά ἀκόμα τραγούδια εἶχαν μεταποιηθῆ σέ τραγούδια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας, σέ τραγούδια τῆς Νίκης! Μέ πόσο ἐνθουσιασμό τραγουδήσαμε ἔπειτα τούς ὕμνους καί τά χριστιανικά τραγούδια! Κάτω ἀπ᾿ φωτεινούς θόλους τῶν ναῶν, στίς ἐξοχές, στούς δρόμους, στίς βουνοκορφές καί τίς ἀκρογιαλιές. Ἀτέλειωτα δοξαστικά, ἀπό νεανικές ὑπάρξεις, γεμάτες ἱερό ἐνθουσιασμό… Τά πιό πολλά δοξαστικά, τά ὡραιότερα τραγούδια τῆς ζωῆς μας τά τραγουδήσαμε τόν καιρό πού ἡ παρουσία καί ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ πυρπολοῦσαν τήν ψυχή μας…

3. «Καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμά μου ἐπί τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου» (Λουκ. α´ 47).

Ὅ,τι συνέβη στήν Ἐλισάβετ, στό κυοφορούμενο βρέφος της—τόν Ἰωάννη— συμβαίνει τώρα καί στή Θεοτόκο· «ἠγαλλίασε τό πνεῦμα της»! Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ προκαλεῖ σκιρτήματα χαρᾶς στήν ἀνθρώπινη ψυχή.

Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν προχριστιανική ἐποχή προκαλοῦσε δέος καί τρόμο στόν ἄνθρωπο. Καί αὐτός ὁ Θεός τῶν Ἑβραίων, ὁ Γιαχβέ, ἦταν Θεός τρομερός. Ἐπίσης ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου στά ἱερά καί στούς οἴκους τοῦ Θεοῦ γινόταν ὕστερα ἀπό ἀλλεπάλληλους καθαρισμούς, μέ δαπανηρές θυσίες καί μέσα στό ζόφο τοῦ τρόμου καί τῆς φρίκης…

Μόνο ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἄλλαξε τήν κατάστασι αὐτή. Ἡ ἔλευσις τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἔφερε τή χαρά καί τήν ἀγαλλίασι πρῶτα στήν Μητέρα του, ἔπειτα στόν μικρό κύκλο τῶν γνωστῶν του καί ὕστερα σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ὅπως ἡ πέτρα πού πέφτει στά νερά τῆς λίμνης καί δημιουργεῖ ὁμόκεντρους κύκλους, πού συνεχῶς διευρύνονται ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἡ παρουσία του στόν κόσμο ἀγκαλιάζει ὅλο καί πιό πολλούς. Ἔτσι ὅλο καί πιό πολλοί πηδοῦν καί χορεύουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίασι.

Δές τε τί συμβαίνει μέ τούς πιστούς. Ἔξω ἀπό τό ναό, εἴμαστε συνηθισμένοι ἄνθρωποι. Ὅταν ὅμως μποῦμε μέσα στό ναό μεταβαλλόμαστε· γινόμαστε διαφορετικοί. Καί πρῶτα – πρῶτα γινόμαστε δοξολογικά πλάσματα. Μέσα στό ναό δέν ὁμιλοῦμε, ἀλλά δοξολογοῦμε. Ἀπό τό στόμα μας βγαίνουν ὕμνοι καί δοξολογίες. Αὐτό μάλιστα ἰσχύει ἀπόλυτα γιά τή Θ. Λειτουργία, στήν ὁποία κατά τήν ἀρχαία συνήθεια, πρέπει νά ψάλλουν ὅλοι οἱ πιστοί καί ὄχι μόνο οἱ ἱεροψάλται ἤ μιά μικρή χορωδία, ὅπως ἄλλωστε γίνεται καί σήμερα σέ ὅλες τίς ἄλλες ὁμόδοξες Ἐκκλησίες!

Μετά τόν ὕμνο καί πολλές φορές μαζί μέ τόν ὕμνο μέσα στό ναό ὑπάρχει καί ὁ θρησκευτικός χορός. Μέ χορό πανηγυρίζει ὁ χριστιανός τήν εἴσοδό του στήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετά τό βάπτισμα, γύρω ἀπό τήν ἱερή κολυμβήθρα γίνεται χορός ἐνῶ ὅλοι ψάλλουν τόν ὕμνο:

«Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε»! Ὁ χορός εἶναι πάλι χαρακτηριστικό στοιχεῖο τοῦ χριστιανικοῦ γάμου. Μετά τήν στέψι ἀρχίζει «ὁ χορός τοῦ Ἡσαΐα», ὅπως λέει ὁ λαός. Οἱ νεόνυμφοι χορεύουν στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, ἐνῶ ἀκούγεται ὁ χαρούμενος ὕμνος: «Ἡσαΐα χόρευε ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί…»! Ἡ χαρά αὐτή γιά τή σωτηρία τοῦ Χριστοῦ, τοὐλάχιστον μιά φορά τό χρόνο, στό ἐτήσιο πανηγύρι τοῦ προαστικοῦ ἑλληνικοῦ χωριοῦ πού ἦταν μαζί καί ἡ ἑορτή τοῦ προστάτου Ἁγίου τῆς Κοινότητος, ξεχυνόταν καί ἔξω ἀπό τό ναό, στόν εὐρύχωρο αὐλόγυρο τοῦ Ναοῦ. Τό χορό αὐτό τόν ἄρχιζε πρῶτος ὁ Ἱερεύς τοῦ χωριοῦ.

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔφερε τή χαρά, τήν ἀγαλλίασι καί τό σκίρτημα στόν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε, ὅπως καί ἡ Θεοτόκος, «σκιρτᾶ ἐν ἀγαλλιάσει»!

4. «Ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. α´ 48).

Τό πρῶτο συναίσθημα, πού ἐκφράζει ἡ Παρθένος στήν Ὠδή της, ἀναφέρεται στήν μηδαμινότητα τοῦ προσώπου της. Σχολιάζει σχετικά ὁ Ὠριγένης: «Τίς γάρ εἰμί ἐγώ πρός τοσοῦτον ἔργον; Αὐτός ἐπέβλεψεν, οὐκ ἐγώ προσεδόκησα. Ταπεινή γάρ ἤμην καί ἀπερριμμένη καί νῦν ἀπό γῆς εἰς οὐρανόν μεταβαίνω καί εἰς ἄρρητον οἰκονομίαν ἕλκομαι» (ΥΛ, 64).

Μαζί μέ τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται συγχρόνως καί ἡ μηδαμινότης καί ἡ ἀναξιότης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Δαβίδ, ἀτενίζοντας τόν ἔναστρο οὐρανό, ἔνοιωσε τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ταυτοχρόνως ὅμως ἔνοιωσε καί τήν ἀνθρώπινη μηδαμινότητα (Ψαλμ. 8, 1-5). Τό γεγονός τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας κάνει τόν ἀπόστολο Πέτρο νά αἰσθανθῆ τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν προσωπική του ἁμαρτωλότητα. Ἡ διπλῆ αὐτή συναίσθησις τόν ἔκανε νά πέση στά γόνατα, μέσα στή βάρκα του, καί νά πῆ τόν ὑπέροχο ἐκεῖνο λόγο: «Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. ε´ 8).

Ὅταν ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, φαίνεται ὅτι δημιουργοῦνται δύο ἀντίθετες κινήσεις πού διατηροῦν τήν ἀνθρωπίνη ὕπαρξι στήν ἰσορροπία καί ἁρμονία: ἡ μία, τό θάμβος τοῦ Θεοῦ, τόν ἑλκύει πρός τά πάνω καί ἡ ἄλλη, τό δέος τῆς μηδαμινότητός του, τόν πιέζει πρός τά κάτω. Χάρις στίς δύο αὐτές δυναμικές κινήσεις ζῆ καί ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος.

Σέ μιά μικρή χειρουργική ἐπέμβασι πού μοῦ ἔγινε στήν περιοχή τοῦ προσώπου, αἰσθάνθηκα λιποθυμία… Ὁ γιατρός τότε, μέ μιά δυναμική κίνησι πίεσε τό κεφάλι μου, χαμηλώνοντάς το ἀνάμεσα στά γόνατά μου… Ὅταν, κατά κάποιον τρόπο, ἐπεμβαίνει ὁ Θεός στή ζωή μας, τό μέτωπό μας πρέπει νά ἐγγίζη τό χῶμα. (Γεν. ιζ´ 1-3).

5. «Ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. α´ 48).

Ἡ Παρθένος ἐδῶ προφητεύει γιά τόν ἑαυτό της. Αὐτό πού γιά μᾶς σήμερα φαίνεται φυσικό, γιά τήν Θεοτόκο ἦταν θέμα ἀποκαλύψεως. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔσυρε τό πέπλο τῆς ἱστορίας καί ἔδειξε στήν Θεοτόκο τήν προσωπική της τύχη. «Μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» τοῦ μέλλοντος. Ἐκείνη πού ἔμελλε νά γίνη Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ θά γινόταν ταυτόχρονα καί τό πιό σημαντικό πρόσωπο ὅλων τῶν γενεῶν. Αὐτή πού θά ἔδινε τήν ἀνθρώπινη φύσι στόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔμελε νά πάρη ἀπ᾿ Αὐτόν —σάν μιά ἀντίδοσι ἰδιωμάτων— ὑπερχρονική τιμή καί δόξα.αν κανείς μπαίνει στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἡ ὕπαρξίς του διευρύνεται. Ὁ Ἄβραμ, ὅταν συνέδεσε τήν τύχη του μέ τόν Θεό ἔγινε Ἀβραάμ· ἀπό ἀρχηγός δηλαδή μιᾶς οἰκογένειας, ἔγινε γενάρχης καί πατριάχης πολλῶν λαῶν: «ἰδού ἡ διαθήκη μου μετά σοῦ, καί ἔσῃ πατήρ πλήθους ἐθνῶν» (Γεν. ιζ´ 4 ἑξ.) Ὅποιος μπαίνει στόν κύκλο τοῦ Θεοῦ, μπαίνει στόν κύκλο τῆς αἰωνιότητος. «Τό ἔλαττον ἀπό τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται» (Ἑβρ. ζ´ 7). Ὅταν τό μηδέν μπαίνει κοντά στήν μονάδα, χάνει τήν μηδαμινότητά του καί ἀποκτᾶ μεγάλη ἀξία. Ἐκείνη πού ἀξιώθηκε νά γίνη Νύμφη καί Μητέρα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, πῆρε τήν πρώτη θέσι κοντά στήν Τριαδική Μονάδα.

Ὁ χριστιανός δέν εἶναι παρά ἕνα ἀπό τά πολλά μηδενικά πού βρίσκονται πίσω ἀπό τήν Τριαδική Μονάδα. Μέσα στόν πολυψήφιο αὐτό ἀριθμό ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τρισμέγιστη ἀξία. Ἔξω ὅμως ἀπ᾿ αὐτόν παραμένει ἕνα ἄχρηστο μηδενικό…

6. «Ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός» (Λουκ. α´ 49).

Ἡ δοξολογική προσευχή ἀναφέρεται συνήθως στά μεγάλα καί θαυμαστά ἔργα τῆς δημιουργίας, ἡ θεώρησις τῶν ὁποίων προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο τόν ὕμνο καί τήν δοξολογία τοῦ Δημιουργοῦ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οἱ δοξολογικοί ψαλμοί. Σχεδόν ὅλοι ἀναφέρονται στά μεγαλειώδη ἔργα τῆς Δημιουργίας καί προσφέρονται σέ Ἐκεῖνον πού «ἐποίησε τόν οὐρανόν καί τήν γῆν, τήν θάλασσαν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς» (Ψαλμ. 145, 6) καί ὁ Ὁποῖος «πάντα ὅσα ἠθέλησεν ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ» (Ψαλμ. 134, 6).

Στήν περίπτωσι ὅμως τῆς Παρθένου ὁ δοξολογικός ὕμνος της ἀναφέρεται σέ ὅσα ἐποίησε ὁ Θεός σέ μιά ὕπαρξι τοῦ μικροκόσμου, δηλαδή στήν Θεοτόκο. Πρόκειται βέβαια γιά τή σύλληψι, τήν κυοφορία καί τήν μέλλουσα γέννησι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τά ἔργα αὐτά πού συνδέονται μέ τό σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό μεγαλειώδη ἀπό ἐκεῖνα πού ἀναφέρονται στόν ἄψυχο μακρόκοσμο.

Τή μεγαλειώδη διαδικασία τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ ἡ Παρθένος ἀποδίδει στήν παντοδυναμία καί τήν ἁγιότητα τοῦ Δημιουργοῦ. Ἡ παντοδυναμία του ὑπερνικᾶ τήν τάξι τῆς φύσεως (παρθενογέννησις) καί ἡ ἁγιότης του διατηρεῖ τήν ἁγιότητα καί τήν ἀκεραιότητα τῆς Θεοτόκου (ἀειπαρθενία) σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ θείου αὐτοῦ σχεδίου.

Ὁ πιστός τῆς Π. Διαθήκης ἔβλεπε τά «ἔργα τῶν δακτύλων» τοῦ Δημιουργοῦ (Ψαλμ. 8, 4) στόν μακρόκοσμο καί δοξολογοῦσε τόν Κύριο. Οἱ πιστοί τῆς Κ. Διαθήκης ἀρχίζουν νά βλέπουν τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ στόν μικρόκοσμο, τόν ἄνθρωπο. Πρώτη ἐπισημαίνει τήν ἀλλαγή ἡ Θεοτόκος. Εἶναι ἡ πρώτη θεολόγος καί ποιήτρια τῆς Κ. Διαθήκης. Ὁ πρῶτος ψαλμωδός καί ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ποίημα καί δημιούργημα τῆς παντοδυναμίας καί τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ. Ἡ παναγία μορφή καί ἡ ζωή της ἔμελλε ν᾿ ἀποτελέσουν τό ὡραιότερο ποίημα τῆς ἀνθρωπότητος.

7. «Τό ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεάς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν» (Λουκ. α´ 50).

Ἡ Παρθένος ἀπό τήν προσωπική της ἐμπειρία ἀνάγεται τώρα στήν κοινή ἐμπειρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τό ἐπί μέρους ὁδηγεῖται στό γενικό. Ὅπως σ᾿ αὐτήν ἐκδηλώθηκε τό θεῖον ἔλεος, ἔτσι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται καί σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους. Ἡ εὐσπλαχνική ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ στήν προσωπική της ζωή τήν ὁδηγεῖ στήν διαπίστωσι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους. Ὁ ἕνας πιστός εἶναι μαρτυρία γιά τούς ὑπόλοιπους. Ὁ ἕνας εἶναι λεπτομέρεια τοῦ συνόλου.

Ἡ Παρθένος ἔμελλε νά γίνη μιά ἀκόμη ζωντανή μαρτυρία γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώθηκε πλούσιο καί στίς γενεές τῆς Π. Διαθήκης. Αὐτή ἦταν ἡ συνισταμένη τοῦ θείου ἐλέους. Ἀπό τήν ἀγάπη πού ὁ Κύριος ἔδειξε στό πανάγιο πρόσωπό της μποροῦμε σάν σέ καθρέφτη νά δοῦμε τόν πλοῦτο τῆς εὐσπλαχνίας μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἐκάλυψε ὅλες τίς προχριστιανικές γενεές.

Ἀλλ᾿ ἡ Θεοτόκος ἔγινε ἡ μαρτυρία γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώθηκε καί μετά ἀπ᾿ αὐτήν, στίς χριστιανικές γενεές. Τό ἔλεος πού ἔδειξε ὁ Θεός στό πρόσωπο τῆς Θεομήτορος βλέπομε νά ἔχη ἀπεριόριστες προεκτάσεις μέσα στήν ἱστορία, ἀπό γενεά σέ γενεά. Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού ἄρχισε νά πηγάζη μέ τήν Ἐνσάρκωσι αὐξάνεται κλιμακωτά καί πλημμυρίζει ὁλοένα καί περισσότερους ἀνθρώπους, ἀπό γενεά σέ γενεά κι αὐτό μέχρις ὅτου καλύψει πάντα τά ἔθνη. Τό πρόσωπο πού συνεκέντρωσε τό μεγαλύτερο ἔλεος τοῦ Θεοῦ μέχρι τήν Ἐνσάρκωσι ἦταν ἡ Θεοτόκος. Καί μετά τήν Ἐνσάρκωσι, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε σ᾿ ὅλες τίς γενεές εἶχε ἀφετηρία του τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.

8. «Ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ» (Λουκ. α´ 51).

Τό θαυμαστό γεγονός τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο ἐκλήθη ἡ Παρθένος Μαρία νά συμμετάσχη προσωπικά, ἦταν μιά ἀπόδειξις καί μαρτυρία γιά τά θαυμαστά ἔργα τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ πού ἔγιναν στό παρελθόν καί πού θά γίνουν στό μέλλον. Τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον ἑνώνονται μέσα στήν παντοδύναμη παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία δέν εἶναι μιά παρέλασις ἄσχετων γεγονότων. Ἡ ἱστορία δέν εἶναι «τό ποτάμι τοῦ χρόνου πού στό χάος κυλᾶ». Τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον ἔχουν ἕνα κοινό συντελεστή: τό παντοδύναμο χέρι τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Παρθένος, ξεκινώντας ἀπ᾿ τό προσωπικό θαυμαστό γεγονός τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, κάνει φιλοσοφία καί θεολογία τῆς ἱστορίας. Ἡ ἱστορία—λέγει— γράφεται μέ τό παντοδύναμο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Προσωπικά ἤ ὁμαδικά περιστατικά ἤ γεγονότα ὀφείλονται στόν ἰσχυρό «βραχίονα» τοῦ Κυρίου.

Πολλοί ἀμφιβάλλουν ἄν ὁ «βραχίων τοῦ Κυρίου» εἶναι καί σήμερα ἀρκετά ἰσχυρός γιά νά ἐλέγξη τά παρόντα «σεσαλευμένα» στοιχεῖα τῆς ἐξελισσομένης ἀνθρωπότητος: πυρηνική ἐνέργεια, ὑπερπληθυσμός, μόλυνσις τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἀλλοτρίωσις τοῦ ἀνθρώπου κλπ. Ὅσοι ἀμφιβάλλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τήν μέθοδο τῆς Θεοτόκου. Μιά ματιά στό παρελθόν καί στό παρόν — προσωπικό καί ὁμαδικό— θά τούς πείσει καί γιά τό μέλλον· θά τούς δείξη ὅτι «ὁ βραχίων Κυρίου» δέν ἔγινε ἀσθενέστερος, ὥστε νά μή μπορῆ νά ἐλέγξη καί τά μελλοντικά γεγονότα. Ὅσοι μαζί μέ τή Θεοτόκο θά φιλοσοφήσουν καί θά θεολογήσουν πάνω στήν ἱστορία καί τήν πορεία της τελικά θά ὁμολογήσουν ὅτι ἡ παντοδύναμη παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πιό βασικός καί θετικός παράγων πού ἐπηρεάζει, κατευθύνει καί δίνει νόημα στά γεγονότα τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος, στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καί τοῦ κόσμου.

9. «Διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν» (Λουκ. α´ 51).

Ἡ Παρθένος τώρα ἀναφέρεται σέ συγκεκριμένα περιστατικά τῆς ἱστορίας πού φανερώνουν τήν παντοδύναμη ἐπέμβασι τοῦ Δημιουργοῦ. Πρόκειται γιά τίς περιπτώσεις πού ὁ Θεός ἐπεμβαίνει καί ματαιώνει τά ὑπεροπτικά σχέδια καί διαλύει τά ματαιόδοξα ἔργα τῶν ἀνθρώπων.

Ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀκόμη ἡ ὑπερηφάνεια, «τό ὑπερφρονεῖν παρ᾿ ὅ δεῖ φρονεῖν» (Ρωμ. ιβ´ 3) ἐθεωρεῖτο τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν ἡ «ὕβρις» πρός τόν Θεό. Ὁ μικρός, θνητός καί φθαρτός ἄνθρωπος νά ὑψώνη τό ἀνάστημά του μπροστά στόν παντοδύναμο καί αἰώνιο Θεό. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, τόσο οἱ φιλόσοφοι ὅσο καί οἱ τραγωδοί, μᾶς κληροδότησαν μοναδικά κείμενα πάνω στό θέμα αὐτό: «Ζεύς μεγάλης γλώσσης κόμπους (=κομπορρημοσύνες) ὑπερεχθαίρει (=μισεῖ θανάσιμα)» (Σοφ. Ἀντιγόνη, 127). Καί ὁ Πύργος τῆς Βαβέλ (Γέν. ια´ 1-9) θά παραμείνη χαρακτηριστικό δεῖγμα τῆς ἀλαζονικῆς διαστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί μαρτυρία τῆς ἀμέσου ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἐπηρμένος καί ὑπερήφανος νοῦς εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο σέ λανθασμένη κατεύθυνσι, σέ ὕβρι καί ἀσέβεια πρός τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἀντίθεσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄμεση: «Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Παρ. Γ´ 34). Ἡ ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ στίς περιπτώσεις αὐτές δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἀρνητικά (σάν τιμωρία), ἀλλά θετικά (σάν φιλανθρωπία). Διότι στήν πραγματικότητα ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά προχωρήση σέ κάτι πού θά τοῦ προκαλέση μεγαλύτερες συμφορές… Ἔτσι ἡ ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται κι ἐδῶ φιλάνθρωπη καί εὐεργετική.

10. «Καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὕψωσε ταπεινούς» (Λουκ. α´ 52).

Οἱ καταχρασταί τῆς ἐξουσίας εἶναι οἱ δεύτεροι πού δέχονται τήν ἄμεση ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι ἀποκτοῦν δύναμι καί τή χρησιμοποιοῦν γιά τήν καταπίεσι καί τή καταδυνάστευσι τῶν λαῶν· οἱ ἰσχυροί γενικά, πού ἐξασφαλίζουν πολιτική, στρατιωτική, κοινωνική καί θρησκευτική δύναμι· ὅσοι ἀναρριχόνται στούς θρόνους τῆς ζωῆς καί γίνονται αὐθέντες καί διαχειρισταί τῆς ἐλευθερίας τῶν ἄλλων· αὐτοί πού συνήθως εἶναι ὑπερήφανοι καί ἀλαζόνες —ὅλοι αὐτοί προκαλοῦν τήν ἄμεση ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ ζωή, ἡ τιμή καί ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀγαθά πού δόθηκαν ἀπ᾿ τόν ἴδιο τόν Δημιουργό. Καί Ἐκεῖνος δέν ἐπιτρέπει νά καταπατοῦνται οἱ ἀναφαίρετες αὐτές δωρεές του πρός τά δημιουργήματά του. «Οὐκ ἀφήσει τήν ράβδον τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπί τόν κλῆρον τῶν δικαίων» (Ψαλμ. 124, 3).

Ἡ ἐξουσία, ὅταν δέν προέρχεται ἐκ τοῦ Θεοῦ, γίνεται «σύντριμμα καί ταλαιπωρία» γι᾿ αὐτούς πού τήν κατακτοῦν, «πατώντας ἐπί τῶν πτωμάτων» τῶν ἄλλων. Ὁ θρόνος, στόν ὁποῖο ἀναρριχᾶται κάποιος, ἀνατρέποντας τόν φυσικό του κάτοχο ζζἀποδεικνύεται τελικά ἀσταθής γιά τόν ἐπιβήτορα. Θρόνος ἤ θέσι πού κατακτήθηκε μέ ἀδικίες, συναλλαγές καί ἐγκλήματα δέν πρόκειται ποτέ νά στεριώση.

Ἡ Παρθένος Μαρία ἔμελλε νά γίνη ὄργανο ἀποκαταστάσεως τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Υἱός της θά ἀνέτρεπε τό «κατεστημένο» τῆς ἐποχῆς του, τούς ἰσχυρούς τῆς μέρας, τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τούς «δοκοῦντας ἄρχειν» (Μαρκ. ι´ 42) καί θά ἀνύψωνε τούς «πτωχούς τῷ πνεύματι» (Ματθ. ε´ 3), τούς τελῶνες καί ἁμαρτωλούς, τούς ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, τήν Παρθένο τῆς Ναζαρέτ.

Ὁ χριστιανός δέν πρέπει ποτέ νά καταφεύγη στή συναλλαγή γιά νά ἀποκτήση μιά θέση, γιά ν᾿ ἀποκτήση δύναμι καί ἐξουσία. Ἔστω καί ἄν ἔχη καλές διαθέσεις γιά τήν μετέπειτα καλή διαχείρησι τῆς ἐξουσίας. Ἐπίσης, ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Χριστό δέν πρέπει ποτέ νά γίνη «κατεστημένο» καταδυναστεύσεως καί κατατυραννήσεως τῶν ἄλλων· «δεσπότης καί αὐθέντης» τῶν ὑφισταμένων. Ἀντίθετα, ὁ χριστιανός πρέπει νά γίνεται ὄργανο στά χέρια τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἰσότητος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του.

11. «Πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καί πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς» (Λουκ. α´ 53).

Ὁ Θεός ἐπεμβαίνει καί σέ μιά τρίτη κατηγορία ἀνθρώπων, λέει ἡ Παρθένος Μαρία, συνεχίζοντας τήν Ὠδή της: στούς πλουσίους. Ὅσοι πιστεύουν στό χρῆμα· ὅσοι βασίζονται στή δύναμι τοῦ χρήματος· ὅσοι νοιώθουν ἀσφαλισμένοι στόν πλοῦτο, ἔρχεται στιγμή πού γίνονται φτωχότεροι τῶν φτωχῶν. Εἶναι ἡ πιό κοινή ἐμπειρία σέ ὅλους τούς κοινούς θνητούς!

Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἄλλη πλευρά: ἡ αὐτάρκεια τῶν φτωχῶν. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά τό φτωχό πού δέν πιστεύει στόν Θεό ἤ τεμπελιάζει ἤ δέν ἐργάζεται τίμια ἤ σπαταλάει σέ ἀσωτεῖες τό μεροκάματό του. Πρόκειται γιά τό φτωχό πού πιστεύει στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό: Πρόκειται γιά τό φτωχό πού ἐργάζεται μέ τιμιότητα καί δικαιοσύνη καί πού χρησιμοποιεῖ μέ σύνεσι καί σωφροσύνη τά λίγα εἰσοδήματά του.

Σ᾿ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο τά λίγα τοῦ φθάνουν. Ὄχι ὅτι δέν θά ἤθελε νά ἔχη περισσότερα. Τά περισσότερα τά περιμένει ἀπό τόν Θεό. Στήν ὥρα τους. Αὐτός ἐν τῷ μεταξύ συνεχίζει νά ζῆ καί νά ἐργάζεται τίμια.

Ἡ ἀρχή αὐτή τῆς Θεοτόκου ἦταν καί τό «πιστεύω» τῶν φτωχῶν πατέρων μας. Ἀπό τά κακοτράχαλα βουνά τῆς πατρίδος μας κατέβαιναν στίς πολιτεῖες τοῦ κάμπου. Ξυπόλυτοι. Γυμνοί. Ἀδέκαροι! Καί ἄρχιζαν νά ἐργάζωνται, παιδιά μόλις 11-13 ἐτῶν! Καί ὄχι ὀκτάωρο, ἀλλά ὁλημερίς. Μικρά καί ἀσήμαντα τά κέρδη. Ἀρκοῦσαν μόνο γιά τήν προσωπική τους ἐπιβίωσι. Μόνο ὕστερ᾿ ἀπό 20 καί πλέον ἐτῶν σκληρῆς προσωπικῆς ἐργασίας ἄρχιζαν νά γνωρίζουν τό κέρδος, τήν καλλιτέρευσι, κάποια στοιχειώδη ἄνεσι καί ὕστερα τόν πλοῦτο. Ἀλλά καί τόν πλοῦτο αὐτό δέν τόν θεωροῦσαν δικό τους. Δέν τόν χαίρονταν. Δέν τόν σπαταλοῦσαν γιά τόν ἑαυτό τους. Οἱ ἴδιοι, μαθημένοι δεκάδες χρόνια νά ζοῦν μέ ἀνήκουστες στερήσεις, δέν χρησιμοποιοῦσαν γιά τόν ἑαυτό τους παρά ἐλάχιστα. Τά πολλά τά προώριζαν γιά τούς ἄλλους. Γιά τά παιδιά τους, τήν πόλι τους, τό χωριό τους, τήν πατρίδα. Δέν ὑπάρχει καλύτερο σχόλιο γιά τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ «κατά Θεόν πλουτεῖν» (Λουκ. ιβ´ 21).

Παίρνοντας ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά χείλη τῆς Παρθένου τόν ὡραῖο αὐτό στίχο τῆς Ὠδῆς της τόν ἔκανε καί δικό της πιστεύω: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ».

Ὅσοι ἀγαποῦμε τήν Θεοτόκο δέν μπορεῖ παρά νά ἔχωμε μαζί της τίς ἴδιες ἀπόψεις.

12. «Ἀντελάβετο Ἰσραήλ παιδός αὐτοῦ» (Λουκ. α´ 54).

Ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Θεοῦ ἦταν συγχρόνως καί ἐνσάρκωσις τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ πρός τούς πιστούς Ἰσραηλίτες. Ὁ Θεός διά τοῦ Μεσσίου ἔμελλε νά ἐκπληρώση ὅλες τίς ὑποσχέσεις του «πρός τούς πατέρες ἡμῶν» —λέει ἡ Παρθένος— «τῷ Ἀβράμ καί τῷ σπέρματι αὐτοῦ εἰς τόν αἰῶνα»! Ἡ Θεοτόκος βρίσκεται σέ πλεονεκτική θέσι, ἀπ᾿ τήν ὁποία βλέπει τήν ἱστορία τῆς πατρίδος της. Μέ τόν φακό τῆς Ἐνσαρκώσεως βλέπει πιό καθαρά τά γεγονότα τῆς ἱστορίας καί τά ἑρμηνεύει εὐκολώτερα καί τά κατανοεῖ βαθύτερα. Οἱ προσωπικές της ἐμπειρίες τήν βοηθοῦν τώρα νά κατανοήσει καλύτερα τήν γενικώτερη ἱστορία τοῦ τόπου της καί τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου.

Γιά νά κατανοήση κανείς τήν ἱστορία πρέπει νά τήν διαβάση μέσα ἀπ᾿ τόν κρυστάλλινο φακό τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μυστικό κλειδί τῆς κατανοήσεως τῶν γεγονότων τῆς ἱστορίας τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος. Χωρίς τήν Ἐνσάρκωσι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος φαίνεται τυχαία καί ἄσκοπη. Ἕνα παιδί —λέει τό ἀνέκδοτο— προσπαθεῖ νά ταιριάση ἕναν χάρτη πού εἶναι κομμένος σέ μικρά κομμάτια, διαφορετικοῦ σχήματος. Ἐπειδή δυσκολεύεται, κάποιος γιά νά τό διευκολύνη τοῦ λέει: «Πίσω ἀπό τόν χάρτη ὑπάρχει μιά Εἰκόνα. Φτιάξε πρῶτα τήν Εἰκόνα καί ὁ χάρτης ἀπ᾿ τήν ἄλλη μεριά θά ταιριάξη μόνος του»!

Τά γεγονότα τῆς ἱστορίας, αὐτά καθ᾿ ἑαυτά, φαίνονται ἄσχετα μεταξύ τους. Ὅταν ὅμως τά δοῦμε ὑπό τό πρῖσμα τῆς Ἐνσαρκώσεως, τότε τά πιό ἀσήμαντα περιστατικά ἀποκτοῦν ἕνα μεγάλο νόημα.

Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή ζωή μας. Ἡ ὕπαρξις τοῦ καθενός μας μέσα στόν Γαλαξία τοῦ σύμπαντος ἔχει τόση ἀξία ὅση καί ἕνα μόριο σκόνης. Ὅταν ὅμως τή δοῦμε ὑπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος (SUB SPECIAE AETERNITATIS), τότε ἀποκτᾶ αἰώνια ἀξία. Τόσο μεγάλη ἀξία, ὥστε ὄχι μόνο ὁ Γαλαξίας, ἀλλά τό Σύμπαν ὁλόκληρο νά μή μπορῆ νά ἰσοφαρίση τήν ἀξία μιᾶς καί μόνης ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως: «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ»; εἶπε ὁ Κύριος (Μαρκ. η´ 36).