Merton Thomas.
Ἡ πικρία καὶ ἡ δυστροπία εἶναι οἱ συνηθέστεροι καρποὶ ἑνὸς ἀσκητισμοῦ, ποὺ περιορίζεται στὸ νὰ ἀσκεῖ μόνο τὸ σῶμα. Τὸ πνεῦμα μου εἶναι φυσικὰ ἀνώτερο ἀπὸ τὴν σάρκα μου, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν σάρκα μου. Θερίζει ὅ,τι σπέρνει σ’ αὐτήν. Καὶ ἐὰν μὲν τῆς φέρεται μὲ ὑπερβολικὴ ἀδυναμία, ἀργὰ ἤ γρήγορα θὰ ἀνακάλυψει σ’ αὐτήν, τὴν εἰκόνα καὶ τὴν καταδίκη τῆς ἀδυναμίας του. Ἂν ὅμως πάλι τῆς φέρεται μὲ βιαιότητα, ἀργὰ ἤ γρήγορα θὰ δεχθεῖ ἀπὸ αὐτὴν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς βιαιότητάς του. Ὁ ψευδοασκητὴς ἀρχίζει συνήθως μὲ τὸ νὰ εἶναι ὑπερβολικὰ αὐστηρὸς μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καταλήγει, ἐξ ἴσου συνήθως, μὲ τὸ νὰ εἶναι ὑπερβολικὰ αὐστηρὸς μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
2. Ἄλλος εἶναι ὁ πραγματικός, ὁ χριστιανικὸς ἀσκητισμός. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐμπνέεται καὶ κατευθύνεται ὄχι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀσκητισμὸς αὐτὸς διδάσκει ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου πρέπει αὐτὸ πρῶτο νὰ ὑποταγεῖ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ• καὶ μόνον τότε θὰ μπορέσει νὰ ὑποτάξει καὶ τὴν σάρκα ὄχι τόσο στὸν ἑαυτό του, ὅσο καὶ πάλι στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. «Εἰ Πνεύματι -δηλαδὴ μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. η΄ 13).
Ἀλλ’ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι γεμάτη ἀγάπη, γεμάτη ἔλεος, γεμάτη καλωσύνη· εἶναι γεμάτη συμπάθεια, κατανόηση, τρυφερότητα, ὑπομονή. Πρὸ πάντων, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ἡ μόνη ἐπιθυμία, ποὺ ἐμπνέει στὴν ψυχή μας, εἶναι ἡ ἐπιθυμία νὰ πράξουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁποιοδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτὸ τὸ θέλημα, ὁσοδήποτε εὐχάριστο ἤ δυσάρεστο καὶ ἂν εἶναι στὴν ἀνθρώπινη φύση μας.
Ὅσοι λοιπὸν προσπαθοῦν νὰ θανατώσουν τὰ πάθη τους ὄχι μὲ τὸ δηλητήριο τῆς ἀνθρώπινης φιλοδοξίας (τῆς φιλοδοξίας νὰ γίνουν τέλειοι, νὰ γίνουν ἀνώτεροι καὶ καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ ἐπιτύχουν ἐκεῖ ποὺ ἀποτυγχάνουν τόσοι καὶ τόσοι συνάνθρωποί τους), ἀλλὰ μὲ τὴν καθαρὴ λεπίδα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (τῆς ἀγάπης, ποὺ ἐμπνέει στὴν ψυχή μας ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ), αὐτοὶ γνωρίζουν τελικῶς τὴν ἡσυχία καὶ τὴν σιωπὴ τῆς πραγματικῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, γιατί ἡ ζωὴ τοὺς \”κρύπτεται ὄντως σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ\”. Αὐτοὶ εἶναι οἱ «πραεῖς» γιὰ τοὺς ὁποίους μιλοῦν οἱ Μακαρισμοί, οἱ «πραεῖς» ποὺ ἐν τούτοις «βιάζουν» τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
3. Ἡ «πνευματικὴ ζωὴ» δὲν εἶναι ἄρνηση τῆς ὕλης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη μιλάει βεβαίως περὶ τῆς «σαρκὸς» σὰν τὸν μεγαλύτερο ἐχθρὸ μας· χρησιμοποιεῖ ὅμως τὸν ὅρο αὐτὸ ὑπὸ μία πολὺ εἰδικὴ ἔννοια. «Σάρξ», ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτή, δὲν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς ὀνομάζουμε σήμερα σῶμα, δηλαδὴ ἡ ὑλικὴ πλευρὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀλλ’ εἶναι ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ψυχὴ καὶ σῶμα, ὕλη καὶ πνεῦμα, ποὺ ἔχει ἀρνηθεῖ καὶ ἔχει ἀπορρίψει τὸ «Πνεῦμα», δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν λοιπὸν ὁ Κύριος διδάσκη ὅτι «ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδὲν» (Ἰωάν. στ\’ 63), δὲν ἐννοεῖ τὸ σῶμα ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει πλάσει καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἔχει δώσει, ἀλλ’ ἐννοεῖ ἕνα τρόπο ὕπαρξης ποὺ ἀρνεῖται ἤ ἀγνοεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἕνα τρόπο ζωῆς ποὺ διαπνέεται ἀπὸ μιά καθαρὰ ἀνθρώπινη νοοτροπία, ποὺ ἐπιδιώκει σκοποὺς καθαρὰ ἀνθρώπινους καὶ ἐνδοκοσμικοὺς ὄχι μόνο στὰ ὑλικά, ἀλλὰ καὶ στὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Εἶναι ἄλλο πράγμα νὰ ζεῖ κάνεις «ἐν τῆ σαρκὶ» καὶ ἄλλο, τελείως ἄλλο, νὰ ζεῖ κανεὶς «κατὰ σάρκα». Στὴν πρώτη περίπτωσιν, ἐκπληρώνει ἁπλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ὄχι «ἄγγελον» (καθαρὸ πνεῦμα) οὔτε «ζῶον» (καθαρὴ ὕλη), ἀλλὰ μία ἀδιαίρετη καὶ ἀδιάσπαστη προσωπικὴ ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος, ἕνα «ἔνσαρκον πνεῦμα» ἤ, ἂν προτιμᾶτε, μία «ἔμψυχον σάρκα». Στὴν δεύτερη ὅμως περίπτωση, τὰ πράγματα ἀλλάζουν• γιατί ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ «κατὰ σάρκα», δὲν ζεῖ «κατὰ φύσιν», ἀλλὰ «παρὰ φύσιν». Θεωρεῖ ἕνα μέρος τῆς φύσεώς του, τὸ ὑλικό, σὰν τὸ ὅλο• καὶ προσπαθεῖ νὰ συμμορφώσει -στὴν πραγματικότητα, νὰ παραμορφώσει- ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του πρὸς τὸ ἐπινόημα καὶ ἐφεύρημά του αὐτό. Ἀλλὰ αὐτὸ σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι ἀρνεῖται ἤ ἀγνοεῖ τὸ γεμάτο ἀγάπη θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σημαίνει ὅτι, ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ, θέτει τὸ κτιστὸ καὶ πεπερασμένο «ἐγώ» του στὴν θέση τοῦ Ἀκτίστου, Ἀπείρου καὶ Πανσόφου Θεοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄρνηση ἤ ἡ παραγνώριση τοῦ θελήματος τοῦ πάνσοφου Θεοῦ εἶναι ἡ πηγὴ ἐκείνου τοῦ «φρονήματος τῆς σαρκὸς» -ἐκείνης τῆς «σαρκικῆς», δηλαδὴ τῆς καθαρὰ ἀνθρώπινης, τῆς καθαρὰ κοσμικῆς σοφίας- πού, ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἀπόστολος, εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν». Ἡ σοφία αὐτὴ φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀρνεῖται σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως τὸν Θεὸ καὶ κάθε τι ποὺ ἔχει σχέση μ’ Αὐτόν. Φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ θεωρεῖ σὰν μόνη πραγματικότητα καὶ σὰν μόνη ἀλήθειαν, σὰν τὸ κέντρο τῶν πάντων, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπ’ αὐτὴ τὴν σοφία, ἀπ’ αὐτὸ τὸ «φρόνημα» ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς λυτρώση ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση, ὄχι ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ γενικῶς τὴν ὕλη. Ἐὰν ἐπεδίωκε τὸ δεύτερο, τότε θὰ κατέληγε καὶ αὐτὴ (ἀπὸ ἄλλο δρόμο φυσικὰ) στὸ ἴδιο τέρμα: στὸ νὰ γίνει καὶ αὐτὴ «σαρκική», στὸ νὰ ἀρνηθεῖ ἤ νὰ ἀγνοήσει καὶ αὐτὴ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, ψυχὴ καὶ σῶμα, ὕλη καὶ πνεῦμα. Καὶ ὡρισμένοι μὲν πιθανὸν νὰ ἐπέμεναν νὰ τὴν ὀνομάζουν ἀκόμη πνευματική, ἀφοῦ θὰ ἔστρεφε ὅλη τὴν προσοχή της πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ θὰ περιφρονοῦσε τὴν ὕλη, ἀλλὰ μὲ τὰ κριτήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς θὰ ἦταν τόσο σαρκικὴ ὅσο καὶ ὁ ὑλισμὸς ὁρισμένων ἀθέων, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ στὴν θέση τοῦ πάνσοφου θελήματος τοῦ Θεοῦ θὰ ἔθετε τὴν σοφία τῆς «σαρκός», τὴν σοφία τοῦ \”πεπτωκότος\” ἀνθρώπου. Ἀλλ’ ὅπως εἴπαμε, τίποτε τὸ παρόμοιο δὲν συμβαίνει μὲ τὴν χριστιανικὴ ἄσκηση.
Κατὰ τὴν χριστιανικὴ ἀντίληψη, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ψυχὴ καὶ σῶμα, πρέπει νὰ ὑψωθεῖ ἀπὸ τὴν θεία χάρη καὶ νὰ «πνευματοποιηθῆ», νὰ γεμίσει Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε σάρκα καὶ συμμερίσθηκε πλήρως τὴν ἀνθρώπινη κατάστασή μας, αὐτὸς ποὺ παρέδωσε τὴν σάρκα του γιὰ νὰ γίνει τροφὴ καὶ ζωή μας, αὐτὸς ποὺ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς μὲ ἕνα σῶμα ὅμοιο μὲ τὸ δικό μας, ἀλλὰ γεμάτο δόξα, καὶ ὁ ὁποῖος μιά μέρα θὰ ἀναστήσει καὶ τὰ δικά μας σώματα ἀπὸ τὸν τάφο καὶ θὰ τὰ ντύσει μὲ τὴν δική του δόξα καὶ τὴν δική του ἀθανασία -ὁ Λόγος αὐτὸς δὲν δίδαξε ὅτι πρέπει νὰ καταστρέφουμε ἡ νὰ περιφρονοῦμε τὰ σώματά μας, ἀλλ’ ἀντιθέτως δίδαξε ὅτι πρέπει νὰ τὰ ἐξαγιάζουμε ὅπως ἐξαγιάζουμε καὶ τὶς ψυχές μας. Πρὸς αὐτὸν τὸν Λόγο, ποὺ σαρκώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μᾶς πῆρε στὸν οὐρανὸ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ἀπευθύνεται ἡ Ἐκκλησία, ὅταν προσεύχεται: «τὰς ψυχας ἡμῶν ἁγίασον, τὰ σώματα ἅγνισον…». Καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν Λόγο μᾶς λένε οἱ Πατέρες ὅτι «ἐσαρκώθη, ἵνα ψυχῆ τε καὶ σῶμα καὶ πᾶν τὸ ἀνθρώπειον λογωθῆ…». Βεβαίως, τὸ ὅτι πρέπει νὰ ἐλέγχουμε τὴν σάρκα, τὸ ὅτι πρέπει νὰ ἀσκοῦμε καὶ νὰ δουλαγωγοῦμε τὸ σῶμα, εἶναι ἀναμφισβήτητο. Ἀλλ’ ὁ ἔλεγχος, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ δουλαγωγία αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητα, ὄχι γιατί τὸ σῶμα εἶναι κακό, ἀλλ’ ἀντιθέτως γιατί καὶ αὐτὸ εἶναι προωρισμένο γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὴν χάρη, τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία. Ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος γίνεται ὄχι μόνον γιὰ τὸ καλό τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ καλό τοῦ σώματος. Ἀσκοῦμε τὸ σῶμα, ἐπειδὴ εἶναι ἀναφαίρετο στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μας, ἐπειδὴ χωρὶς αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε πλήρεις ἄνθρωποι οὔτε στὴν παροῦσα ζωὴ οὔτε στὴν μέλλουσα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸ (τὸ σῶμα) πρέπει νὰ γίνη σημεῖο τοῦ Λόγου καὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ θὰ ὑμνεῖ, θὰ λατρεύει, θὰ δοξάζει τὸν Θεὸ ἡ ψυχή μας σὲ ὅλη τὴν αἰωνιότητα.
4. Ὁ «πνευματικὸς ἄνθρωπος», ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ζεῖ σὰν υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀναζητεῖ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς του ὄχι μόνον ὑπεράνω τῆς σαρκός, ἀλλὰ καὶ ὑπεράνω τῆς ψυχῆς καὶ γενικῶς ὑπεράνω τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Σὰν διαρκῆ ὁδηγὸ του ἔχει τοὺς λόγους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ: «ὅσοι δὲ ἔλαβον Αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι… οἵ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» ( Ἰωάν. α΄ 12-13). Ὁ Θεὸς λοιπὸν ὁ ἴδιος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς «πνευματικῆς ζωῆς». Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μεταδίδει τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν ζωή του σὲ ἀνθρώπους ἀποτελούμενους ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή. Τὸ σχέδιό του δὲν εἶναι νὰ ἀποπλανήση τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ νὰ ἁγιάσει καὶ τὰ δύο μαζί, θεώνοντας ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπον, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ λέει ὁ Χριστιανός: «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β 20).
5. Δὲν γίνεται ποτὲ κανένας ἅγιος μὲ τὸ νὰ τρέπεται σὲ φυγὴ μπροστὰ στὰ ὑλικὰ πράγματα. Ἅγιος ἄνθρωπος, «πνευματικὸς ἄνθρωπος», γίνεται κανείς, μόνον ὅταν ἀγωνίζεται, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ καταστήση ἁγία, νὰ καταστήση «πνευματικὴ» ὅλη τὴν ζωή του, νὰ τὴν καταστήσει, δηλαδή, μιὰ ζωὴ στὴν ὁποία ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος θὰ εἶναι ἅγιες ἐξ αἰτίας τῆς ψυχῆς, ἡ δὲ ψυχὴ θὰ εἶναι ἁγία ἐξ αἰτίας τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ ἐνοικεῖ σ’ αὐτὴν καὶ θὰ ἐνεργεῖ δι’ αὐτῆς. Ὅταν ζεῖ κάνεις μία τέτοια ζωή, ὅλες οἱ πράξεις τοῦ σώματός του θὰ κατευθύνωνται πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ θὰ ἀποτελοῦν μία ἀδιάκοπη προσευχή, μία συνεχῆ καὶ ἔμπρακτη δοξολογία, συνάμα δὲ θὰ συμβάλλουν καὶ στὸν ἐξαγιασμὸ τῆς ψυχῆς του.
Ὁ ἅγιος, ἑπομένως, δὲν ἁγιάζεται μόνο μὲ τὸ νὰ νηστεύει ὅταν πρέπει νὰ νηστεύσει, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ τρώει ὅταν πρέπει νὰ φάει. Δὲν ἁγιάζεται μόνον μὲ τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὶς μεσονύκτιες προσευχές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ὕπνο ποὺ κοιμᾶται ἀπὸ ὑπακοὴ πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἔπλασε ὅπως μᾶς ἔπλασε. Ὄχι μόνον ἡ ἡσυχία καὶ ἡ μόνωση συμβάλλουν στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ ἀγάπη ποὺ τρέφει γιὰ τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς του καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ συζοῦν καὶ συνεργάζονται μὲ αὐτόν.
Ὁ Θεός, μὲ τὴν ἴδια ἄπειρη πράξη ἀγάπης καὶ θέλησης, θέλει τὸ καλὸ ὅλων τῶν ὄντων μαζὶ καὶ τὸ καλὸ κάθε ὄντος χωριστὰ· γιατί ὅλα τὰ ἐλάσσονα καλὰ συμπίπτουν στὸ ἕνα τέλειο καλό, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη του γιὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν του. Εἶναι φανερό, συνεπῶς, ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι θὰ φθάσουν στὴν ἁγιότητα διὰ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγαμίας, ἐνῶ πολλοὶ ἄλλοι, οἱ περισσότεροι, θὰ ἁγιασθοῦν μὲ τὸν ἔγγαμο βίο (ἀφοῦ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρχουν περισσότεροι ἔγγαμοι παρὰ ἄγαμοι). Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν νὰ φαντάζωνται μερικοὶ ὅτι τὸ μοναστήρι εἶναι ὁ μόνος τόπος, στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν ἁγιότητα; Φυσικά, στὰ μοναστήρια ἀποδίδεται λιγότερη προσοχὴ στὴν ζωὴ τοῦ σώματος καὶ περισσότερη στὴν ζωὴ τῆς ψυχῆς. Ἀλλὰ μήπως καὶ στὸν ἔγγαμο βίο, γιὰ νὰ εἶναι ἐπιτυχής, δὲν χρειάζεται, παράλληλα πρὸς μία συνεχῆ καλλιέργεια καὶ ἀνάπτυξη τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς, μία διαρκῆς καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση τοῦ σώματος; Πόσες θυσίες ὑφίστανται οἱ σύζυγοι, ὁ ἕνας χάριν τοῦ ἄλλου, καὶ πόσες στερήσεις καὶ θυσίες πρέπει νὰ κάμουν καὶ οἱ δύο χάριν τῶν παιδιῶν; Ἡ ὕπαρξη τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου δείχνει σαφέστατα ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑποτιμᾶ καθόλου τὶς δυνατότητες τοῦ ἐγγάμου βίου νὰ γίνει «ἐργαστήριον ἁγιότητος» οὔτε θεωρεῖ τὸ σῶμα καὶ τὶς λειτουργίες τοῦ σώματος σὰν ἐμπόδια στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἁγιότητα. Ἀντίθετα πιστεύει, ὅτι ἡ σάρκα, πνευματοποιουμένη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (χωρὶς νὰ χάσει ὀ,τιδήποτε ἀπὸ τὴν ἀρχική της ὑλικότητα) μπορεῖ νὰ παίξει σημαντικὸ καὶ ἀποφασιστικὸ ρόλο στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
6. Προσφέρει μεγάλη δόξα στὸν Θεὸν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμον, ἐκτιμώντας καὶ χρησιμοποιώντας τὰ καλὰ πράγματα τῆς ζωῆς χωρὶς φόβο, χωρὶς ἀγωνία καὶ χωρὶς ἄτακτο πάθος. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμον, ἂν δὲν χρησιμοποιήσουμε τὰ δῶρα του. Βεβαίως, ἡ χρήση αὐτὴ -ὅπως μᾶς προειδοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Κορ. ζ\’ 31)- δὲν πρέπει νὰ γίνει κατάχρηση• ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πάψει νὰ εἶναι χρήση. Χρησιμοποιοῦμε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ «ὡς μὴ καταχρώμενοι», ὅταν τὰ χρησιμοποιοῦμε χωρὶς ἐγωϊσμὸ καὶ χωρὶς ἰδιοτέλεια, μὲ πλήρη εὐγνωμοσύνη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μὲ ἀληθινὴ ἀγάπη γι’ Αὐτόν. Κάθε ὑπερβολικὴ μέριμνα γιὰ τὴν ὑλικὴ πλευρὰ τῆς ζωῆς καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅταν εἶπε: «Τὶς ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα» (Ματθ. στ\’ 27). Γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦμε ὅμως τὰ ὑλικὰ πράγματα -καὶ γενικῶς τὰ δῶρα, ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς- χωρὶς ὑπερβολικὴ μέριμνα καὶ χωρὶς περιττὴ ἀγωνία, πρέπει νὰ κατορθώσουμε νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπ’ αὐτά. Καὶ ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ φθάσουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἀποκόλληση εἶναι νὰ μάθουμε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε μὲ σωστὸ τρόπο.
Πολλοὶ ἄνθρωποι τρέμουν καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση, ποὺ μᾶς προσφέρουν τὰ ὑλικὰ πράγματα. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, γιατί περιορίζονται ἁπλῶς στὸ νὰ φοβοῦνται τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἀντὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπ’ αὐτά. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ γίνουν πνευματικοὶ ἁπλὰ καὶ μόνο ἐπειδὴ ἀνησυχοῦν γιὰ τὴν σάρκα• καὶ λησμονοῦν ὅτι ἔργο τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ «πνευματοποιήσει», νὰ γεμίσει μὲ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σάρκα. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ τρόμος καὶ ἡ ἀγωνία τους ἐνώπιον τῶν πραγμάτων, ποὺ φοβοῦνται καὶ ὅμως κατὰ βάθος ἐξακολουθοῦν νὰ ἀγαποῦν μὲ μιά ἀγάπη ἐγωϊστική, στενεύει τὴν ψυχή τους, τὴν παραλύει, τὴν κάνει ἀνίκανη νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν τυραννία ποὺ τόσο φοβᾶται, ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῆς σάρκας. Στὸ τέλος ἡ ψυχή τους δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ ἄλλη σκέψιν ἤ φροντίδα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σκέψη καὶ τὴν φροντίδα τῆς σάρκας.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καταντοῦν στὴν σάρκα, γιατί ἄρχισαν ἀπὸ τὴν σάρκα. Συχνότατος δὲ καρπὸς τοῦ ἀγχώδους αὐτοῦ ἀσκητισμοῦ τους εἶναι τὸ νὰ «μὴ χρῶνται» πολλῶν πραγμάτων, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνουν κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ εἶναι σὰν νὰ «καταχρῶνται» αὐτῶν. Ἔτσι ἡ αὐταπάρνησή τους γίνεται ὄχι μέσον ἁγιασμοῦ, ἀλλὰ πηγὴ μολύνσεως ὅλης τῆς ζωῆς τους. Δὲν ἔχουν τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση ποὺ κρυφὰ ποθοῦν, γεύονται ὅμως ὅλην τὴν πικρὴ ἀπογοήτευση, τὴν κουραστικὴ ἀποθάρρυνση καὶ τὸ ἐκνευριστικὸ ἐκεῖνο αἴσθημα ἐνοχῆς ἀπὸ τὸ ὁποῖο τόσον θὰ ἤθελαν νὰ λυτρωθοῦν.
Ὁ δρόμος τοῦ Πνεύματος εἶναι τελείως διαφορετικός. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν πίστη ὅτι, ὅταν ὅλη ἡ ζωὴ μας εἶναι προσανατολισμένη πρὸς τὸν Θεό, τότε ἡ χρήση ἀκόμη καὶ τῶν ὑλικότερων πραγμάτων, ἀκόμη καὶ αὐτῶν ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται λιγώτερο πνευματικά, εἶναι δυνατὸν νὰ ἁγιάσει καὶ αὐτὰ καὶ ἐμᾶς, γιατί ὅλα τὰ πράγματα, \”καθ’ ἐαυτά\”, εἶναι καλὰ καὶ «καλὰ λίαν». Καὶ ὅλα μποροῦν, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνουν ὁδηγοί μας πρὸς μία διαρκῶς μεγαλύτερη γνώση καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε χωρὶς ἐγωϊσμὸ καὶ χωρὶς οἴηση, εὐτυχεῖς γιατί τὰ ἔχουμε ἀπὸ τὰ χέρια Ἐκείνου ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό, ἡ μεγαλύτερη ἀπόλαυση καὶ ἡ μεγαλύτερη χαρὰ γιά μᾶς.
7. Ἡ αὐταπάρνηση εἶναι στείρα καὶ παράλογη ὅταν γίνεται γιὰ λανθασμένους λόγους ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ὅταν γίνεται χωρὶς κανένα λόγο. Γι’ αὐτό, μολονότι εἶναι ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε σὲ μιὰ ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐξ ἴσου ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε προηγουμένως κάποια γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν σχέσεών μας μαζί Του γιὰ νὰ μπορέσει ἡ αὐταπάρνησή μας νὰ εἶναι γόνιμη καὶ λογική. Μία πολὺ ἐπιβλητικὴ χορεία ἀσκητῶν, μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀληθινὴ «θεολογία», τὸ κατὰ Θεὸν καὶ ἐν τῷ Θεῶ ζῆν, εἶναι καρπὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως· ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ ἱστορία ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία θεώρησε πάντοτε σὰν προϋπόθεση ὄχι τῆς μεγάλης ἄσκησης καὶ τῆς τέλειας προσευχῆς, ἀλλὰ ἁπλά τῆς στοιχειώδους χριστιανικῆς ζωῆς τὴν κατήχηση, δηλαδὴ τὴν ἀπὸ μέρους τῶν μελλόντων Χριστιανῶν μελέτη καὶ ἀφομοίωση τῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Γιὰ νὰ ἀποφασίσουμε νὰ ἀρχίσουμε τὸν ὀδυνηρὸ ἀγώνα τῆς αὐταπάρνηση, (δηλαδὴ τῆς ὑπερνικήσεως τῶν ἀντιστάσεων, ποὺ προβάλλει ἡ πεσμένη φύση μας στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ), γιὰ νὰ μείνουμε σ’ αὐτὸν καί, πρὸ πάντων, γιὰ νὰ τὸν διεξαγάγουμε σωστὰ καὶ μὲ ἐπιτυχία, πρέπει νὰ ἔχουμε κάποια ἰδέα περὶ τοῦ «τὶς ὁ Θεὸς ἡμῶν» καὶ περὶ τοῦ «τί ζητεῖ ἀπὸ ἡμᾶς» ἤ, ἴσως ἀκριβέστερα, «τί προσφέρει ἀδιακὸπως εἰς ἡμᾶς». Διαφορετικά, θὰ πλανιώμαστε ἄσκοπα στὸ σκοτάδι καὶ θὰ περιπίπτουμε ἀπὸ τὸ ἕνα λάθος στὸ ἄλλο. Ἐννοεῖται ὅτι μεταξύ τῆς γνώμης τῶν θεολόγων ποὺ ἀνεφέραμε καὶ τῆς πράξεως ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἐφαρμόζει ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑφίσταται στὴν πραγματικότητα καμμία ἀντίφαση. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ οἱ πρῶτοι ὀνομάζουν «θεολογία» δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἄνθος καὶ ὁ καρπὸς τοῦ σπέρματος ποὺ σπέρνει στὶς ψυχὲς τῶν μελλόντων Χριστιανῶν μὲ τὴν «κατήχηση» ἡ Ἐκκλησία. Ἴσως πολλὲς ἀπὸ τὶς παρεξηγήσεις ποὺ ἐπικρατοῦν στὸν χῶρο αὐτὸ νὰ ὀφείλωνται στὴν διάδοση, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, τῆς ἰδέας ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μία καθαρὰ «ἐπιστημονικὴ θεολογία», μία θεολογία δηλαδὴ ἀσχολουμένη μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ κατὰ τρόπο καθαρῶς θεωρητικὸ καὶ ἀφηρημένο, ἐντελῶς ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πράξη.
Ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς καθολικῆς παραδόσεως, μία τέτοια θεολογία εἶναι καθαρὴ ἀνοησία. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιατί ἡ θεολογία δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλ’ ὅπως καὶ ἡ πίστη, ὅπως καὶ ἡ ἐλπίδα, εἶναι ἕνα μέσο πρὸς τὴν ἀγάπη, τὴν ἕνωση δηλαδὴ καὶ κοινωνία μὲ τὸν ζωντανὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιατί ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀντικείμενο κάθε ἐπιστήμης -καί, κατὰ μείζονα λόγο, ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια, ὁ Θεὸς καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀντικείμενο τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης- δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πράξη. Ἡ ζωή, ἡ πραγματικὴ ζωή, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ ἡ πράξη δὲν ἔχει νόημα χωρὶς τὴν ἀλήθεια. «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», διακήρυξε ὁ Χριστός. Καὶ ἡ Ἐκκλησία καθημερινὰ προσεύχεται: «ἁγίασον -δηλαδὴ ζωοποίησον- ἡμᾶς τῆ ἀληθείᾳ σου». Ἡ αὐταπάρνησή μας λοιπὸν γιὰ νὰ εἶναι γόνιμη καὶ λογικὴ πρέπει νὰ εἶναι ἀληθινὴ· πρέπει νὰ στηρίζεται ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ἀλήθεια, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς καὶ μᾶς διδάσκει τώρα ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλ’ ἡ ἀληθινὴ καὶ λογικὴ αὐταπάρνηση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ ταπεινή. Ἐὰν ἡ αὐταπάρνησή μας ἀποβλέπει ἁπλὰ καὶ μόνο στὴν κατάρριψη ρεκὸρ ἠθικῆς, ἐὰν ἔχει σὰν σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι εἴμαστε τελειότεροι, καλύτεροι καὶ δυνατότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τότε δὲν εἶναι αὐταπάρνηση, ἀλλ’ εἶναι ἁπλούστατα φιλαρέσκεια καὶ αὐτοϊκανοποίηση. Ἡ πραγματικὴ αὐταπάρνηση ὄχι μόνο γεννιέται ἀπὸ γνήσια ταπεινοφροσύνη, ἀλλὰ καὶ ἐπιδιώκει τὴν ἑξάλλειψη κάθε ἴχνους ἐγωϊσμοῦ, κάθε ἴχνους φιλαυτίας. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀπάρνηση αὐτοῦ τοῦ «ἐγὼ» ποὺ θέλει διαρκῶς νὰ διακρίνεται καὶ νὰ ὑπερέχει τῶν ἄλλων, αὐτοῦ τοῦ «ἐγὼ» ποὺ θέλει νὰ ὑψωθεῖ καὶ νὰ ἐνθρονισθεῖ στὴν θέση ποὺ δικαιωματικὰ ἀνήκει μονάχα στὸν Θεό.
Τὸ πράγμα ὅμως δὲν τελειώνει ἐδῶ. Ἡ αὐταπάρνησή μας δὲν ἀρκεῖ μονάχα νὰ εἶναι ἀληθινή, νὰ εἶναι λογική, νὰ εἶναι ταπεινή. Πρέπει ἐπίσης νὰ εἶναι ὑπερφυσική. Νὰ μὴ ἔχει σὰν τέρμα ἁπλὰ τὴν ἠθικὴ τελείωση τοῦ ἑαυτοῦ μας ἤ τὸ καλό τῆς κοινωνίας στὴν ὁποία ἀνήκουμε, ἀλλὰ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ «τέλος» τῆς αὐταπαρνήσεώς μας, ὁ σκοπὸς πρὸς τὸν ὁποῖο θὰ τείνει, πρὸς τὸν ὁποῖον θὰ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου προσανατολισμένη. Ἀλλ’ ὡς γνωστόν, τίποτε δὲν τείνει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν πηγαίνει πρὸς Αὐτόν, ἂν δὲν προέρχεται ἀπὸ Αὐτόν. Ἔτσι ἡ αὐταπάρνησή μας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὑπερφυσικὴ παρὰ μονάχα ἂν ἐμπνέεται καὶ ἂν κατευθύνεται ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ φῶς τῆς χάριτός του μᾶς διδάσκει νὰ διακρίνουμε τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακὸ μέσα μας, τί προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τί προέρχεται μόνον ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, τί εἶναι εὐάρεστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Θεὸ καὶ τί ἱκανοποιεῖ ἁπλῶς τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωϊσμό μας. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς διδάσκει ἐπίσης τὴν διαφορὰ μεταξὺ ἀσκητισμοῦ καὶ θυσίας• καὶ μᾶς βοηθεῖ νὰ καταλάβουμε ὅτι, γιὰ τὸν Χριστιανό, μόνος ὁ ἀσκητισμὸς δὲν εἶναι ἀρκετός.
Ὁ ἀσκητισμὸς ἀρκεῖται στὸ νὰ ἀπονεκρώνει καὶ νὰ ἐλέγχει συστηματικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ θυσία ὅμως κάνει κάτι τὸ ἀσύγκριτα σπουδαιότερο: προσφέρει αὐτὴ τὴν φύση καὶ ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἐκδηλώσεις της στὸν Θεό. Μᾶς ἐπιβάλλει τὴν στέρηση πολλῶν ἀγαθῶν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου τούτου. Ὄχι ὅμως ἐπειδὴ τὰ περιφρονεῖ ἤ ἐπειδὴ τὰ θεωρεῖ κακά, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλει νὰ τὰ «θυσιάσει», νὰ τὰ προσφέρει ὡς δεῖγμα λατρείας καὶ ἀγάπης στὸν Θεό. Ἡ ὑπερφυσική, ἡ ὄντως χριστιανικὴ αὐταπάρνηση ἀπὸ ἕνα καὶ μόνον πόθο διαπνέεται, ἀπὸ τὸν πόθο νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ ὅλα ὅσα ἐμεῖς ἀπαρνιόμαστε. Θεωρεῖ δὲ σὰν κορύφωμα καὶ τελείωσή της τὴν ὁλοκληρωτικὴ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν Θεὸ \”ἐν ἑνώσει μετὰ τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ\”.
Τὸ νόημα αὐτῆς τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θυσίας τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ὅτι παραδίδουμε τὴν κυριότητα ὅλων τῶν πράξεων, τῶν σκέψεων, τῶν λόγων μας, ὅλης τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου μας, στὰ χέρια τοῦ μόνου Κυρίου, τοῦ Θεοῦ, ὥστε πάντοτε νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτόν μας ἤ κατὰ τὸ δικό μας θέλημα καὶ τὶς δικές μας ἐπιθυμίες, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τὸ πνεῦμα αὐτῆς τῆς θυσίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο ὅλης τῆς χριστιανικῆς λατρείας, τὸ ἔχει θαυμάσια ἀποδώσει ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν: «Οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῶ ζῆ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῶ ἀποθνήσκει. Ἐὰν τε ζῶμεν, τῷ Κυρίω ζῶμεν• ἐὰν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. Ἐὰν τε οὖν ζῶμεν ἐὰν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν. Εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύση» (Ρωμ. ιδ΄ 7-9).
Γιὰ νὰ προσφέρουμε αὐτὴ τὴν θυσία καὶ αὐτὴ τὴν λατρεία στὸν Θεό, χρειαζόμαστε τὸν ἀσκητισμό. Τὸν χρειαζόμαστε ὅμως σὰν μέσο• σὰν τὸ μέσο ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀποκτήσουμε ἐπαρκῆ ἔλεγχο τῆς καρδιᾶς καὶ τῶν παθῶν μας καὶ νὰ φθάσουμε στὸ σημεῖο νὰ ἀδιαφοροῦμε ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατό μας. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ πάλι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει ὅτι μόνη ἡ ἀδιαφορία δὲν ἀρκεῖ. Ἤ μᾶλλον ὅτι ἡ ἀδιαφορία στὴν ὁποία προσπαθοῦμε νὰ φθάσουμε μέσῳ τοῦ ἀσκητισμοῦ, γιὰ νὰ εἶναι χριστιανική, πρέπει νὰ εἶναι ὁ καρπὸς καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστιανὸς ἀδιαφορεῖ -ἤ, σωστότερα, προσπαθεῖ νὰ ἀδιαφορεῖ- γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ὄχι ἐπειδὴ τὰ θεωρεῖ κακὰ ἤ περιφρονητέα, ἀλλὰ γιατί ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ πάνω καὶ πέρα ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη τοῦ δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει ἀπείρως σὲ ἀγαθότητα ὅλα τὰ πράγματα. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη αὐτή, ποὺ κάνει τὸν Χριστιανὸ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, τὸν βοηθᾶ συγχρόνως νὰ ἀνακαλύψει καὶ νὰ ξαναβρεῖ στὸν Θεὸ ὅλα τὰ πράγματα, νὰ ἀνακαλύψει σ’ Αὐτὸν τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀλήθεια ὅλων τῶν πραγμάτων ποὺ ἔχει ἀπαρνηθεῖ πρὸς χάρη του. Χάρις στὴν ἀπάρνηση αὐτή, ὁ Χριστιανὸς γίνεται ἱκανὸς νὰ δεῖ Ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ, σὲ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἀπαρνεῖται, καί, ταυτοχρόνως, νὰ ξαναβρεῖ σ’ Αὐτὸν -ὄχι πλέον σὰν φευγαλέες σκιὲς καὶ ἀπατηλοὺς ἀντικατοπτρισμούς, ἀλλὰ σὰν ἀλήθεια καὶ πραγματικότητα- ὅλα ὅσα ἀπαρνεῖται. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἡ ἀπάρνηση τῶν πραγμάτων γίνεται καὶ χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ χάριν τῶν ἰδίων τῶν πραγμάτων, γιὰ νὰ κατορθώσουμε νὰ βροῦμε τὴν πραγματικὴ ἀξία καὶ τὴν ἀλήθειά τους. Γιατί, ὅταν μὲ τὴν χάρη τὸν Ἁγίου Πνεύματος ἀρχίσουμε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε «ὡς μὴ καταχρώμενοι», ὅταν δηλαδὴ ἀρχίσουμε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε μὲ ἀποκόλληση καὶ ἀδιαφορία, οὐσιαστικὰ δὲν σταματᾶμε νὰ ἐνδιαφερόμαστε γι’ αὐτά, δὲν γινόμαστε ἀδιάφοροι γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὴν πραγματικότητα ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτὰ ὁ Δημιουργός τους, ἀλλὰ ἁπλὰ παύουμε νὰ ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὴν σημασία ποὺ ἔχουν γιά μᾶς, παύουμεν νὰ τὰ βλέπουμε ἁπλὰ καὶ μόνο σὰν μέσα ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωϊσμό μας. Μόνον ὅταν κατορθώσουμε νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα, μποροῦμε νὰ ἀρχίσουμε νὰ τὰ ἐκτιμοῦμε πραγματικά. Μόνον ὅταν γίνουμε «ἀδιάφοροι» γι’ αὐτά, μποροῦμε νὰ ἀρχίσουμε νὰ τὰ ἀγαποῦμε ἀληθινά. Καὶ ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὰ ἁπλὰ πράγματα, καταλαβαίνει κανεὶς πόσο ἰσχύει γιὰ τὰ πρόσωπα, τὰ ἀριστουργήματα αὐτὰ τῆς θείας σοφίας καὶ παντοδυναμίας, στὰ ὁποῖα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δίδει ἄπειρη ἀξία καὶ τὰ ὁποία ἔχουν πλασθεῖ γιὰ ἕνα αἰώνιο προορισμό.
Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτὸ του περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀγαπᾶ πρόσωπα καὶ πράγματα μόνον γιὰ τὸ καλὸ ποὺ αὐτὸς μπορεῖ νὰ κερδήσει ἀπὸ αὐτά. Ἡ ἐγωιστικὴ ἀγάπη του, τείνει νὰ καταστρέψει τὰ πάντα, νὰ ἀναλώσει τὰ πάντα, νὰ ἀπορροφήσει τὰ πάντα στὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀγάπη του γι’ αὐτὰ -ἀκόμη καὶ ὅταν συνεπάγεται στερήσεις καὶ θυσίες- δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἄλλη ὄψη τῆς φιλαυτίας του, τοῦ ἐγωϊσμοῦ του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶναι μὲ κανένα τρόπο ἀδιάφορος γιὰ τὴν σημασία ποὺ ἔχουν τὰ πρόσωπα, τὰ πράγματα ἤ τὰ γεγονότα γιὰ τὴν ζωὴ του• εἶναι μόνον ἀδιάφορος γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὸ καλὸ ποὺ ἔχουν \”καθ’ ἑαυτά\”, θεωρούμενα, ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὰ ὀφέλη ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ προσπορίσουν. Ὅσον ἀφορᾶ τὰ κέρδη καὶ τὰ ὀφέλη δὲν εἶναι οὔτε ἀδιάφορος οὔτε ἀποκεκολλημένος· ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ἔχουν \”καθ’ ἑαυτά\”, εἶναι καὶ ἀδιάφορος καὶ ἀποκεκολλημένος.
Ἀντιθέτως, ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, εἶναι ἐπίσης σὲ θέση νὰ ἀγαπᾶ πρόσωπα καὶ πράγματα ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ἔχουν \”καθ’ ἑαυτά\”. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ νὰ ἀνακαλύπτει σὲ κάθε πρόσωπο καὶ κάθε πράγμα ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει, ὅ,τι καλὸ ἔχει βάλει ἐκεῖ ὁ Θεός. Τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ νὰ διακρίνει σὲ ὅλα τὰ ὄντα τὴν ἀνταύγεια, τὸν ἀντικατοπτρισμὸ τῆς δόξας καὶ τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ ἀγαπᾶ, σ’ αὐτὰ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν σημασία ποὺ ἔχουν τὰ πρόσωπα, τὰ πράγματα ἤ τὰ γεγονότα γιὰ τὴν ζωή του. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ κυρίως τὸν ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ σχέση ποὺ ἔχουν μὲ τὴν δόξα καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ τὰ πρόσκαιρα ὀφέλη ἤ τὴν πρόσκαιρη ἱκανοποίηση ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκομίσει ἀπὸ αὐτά, εἶναι καὶ ἀδιάφορος καὶ ἀποκεκολλημένος. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ἔχουν \”καθ’ ἑαυτά\”, δὲν εἶναι διόλου ἀδιάφορος. Ἐνδιαφέρεται ὅσο ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὸν Χορηγὸ αὐτῆς τῆς ἀξίας, γιὰ τὸν Δημιουργὸ αὐτῆς τῆς ἀγαθότητας, γιὰ τὸν Θεό. Ἀγαπᾶ τὰ πάντα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Μὲ ἄλλες λέξεις, τὰ ἀγαπᾶ μὲ τὴν ἴδια πράξη μὲ τὴν ὁποία τὰ ἀπαρνεῖται! Καὶ ἐπειδὴ τὰ ἀπαρνεῖται ἀπὸ ἀγάπη, τὰ ξαναβρίσκει σὲ ἕνα ἀσυγκρίτως ὑψηλότερο καὶ τελειότερο ἐπίπεδο, τὰ ξαναβρίσκει \”ἐν τῷ Θεῶ\”.
8. Ὅταν λέμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ αὐταπάρνηση πρέπει νὰ εἶναι ὑπερφυσική, προσανατολισμένη ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον πρὸς τὸν Θεό, ἐννοοῦμε ὅτι πρέπει νὰ ἔχει ὡς φυσικὸ καὶ λογικὸ καρπό της, μία ζωὴ προσευχῆς καὶ καλῶν ἔργων, ἔργων ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν. Ἡ χριστιανικὴ αὐταπάρνηση δὲν εἶναι μία ἁπλὴ τεχνική, ποὺ ἀρχίζει καὶ τελειώνει μέσα στὰ στενὰ ὅρια τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς. Εἶναι ἡ πρώτη κίνηση μιᾶς ἐλευθερίας ποὺ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀτομικότητας, ποὺ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατορθώνει νὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ γενικώτερα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, δηλαδὴ ὅλη τὴν σφαίρα τοῦ «σχετικῶς ὄντος», καὶ νὰ μπεῖ σὲ μία σχέση φιλίας καὶ κοινωνίας μὲ τὸν «ἀπολύτως ὄντα», μὲ τὸν ἄπειρο καὶ πανάγαθο Θεό, ἀπὸ ἐκεῖ δὲ νὰ στραφεῖ πρὸς ὅλα ὅσα ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς καὶ ἑνωμένη μὲ τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ νὰ προσπαθήσει νὰ τὰ ἀγκαλιάσει, νὰ προσπαθήσει νὰ τὰ ἀγαπήσει καὶ αὐτὴ ὅπως τὰ ἀγαπᾶ ὁ Θεός, δηλαδὴ χωρὶς ὑστεροβουλία καὶ χωρὶς ἰδιοτέλεια.
Ἡ χριστιανικὴ αὐταπάρνηση εἶναι ἡ ἀρχὴ μονάχα τῆς πληρώσεως καὶ ὁλοκληρώσεως τοῦ ἀνθρώπου \”ἐν τῷ Θεῶ\”. Εἶναι δὲ ἀχώριστη ἀπὸ τὴν μετάνοια, τὴν ἐσωτερικὴ στροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν Θεό. Ἡ χριστιανικὴ αὐταπάρνηση εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς καταστάσεώς της μὴ \”πεπληρωμένης\” καὶ μὴ δυναμένης νὰ \”πληρωθῆ\” στὴν ὁποία μᾶς ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἄρνηση τῆς φτώχειας καὶ τῆς κενότητάς μας, ἡ ἄρνηση τοῦ μηδενὸς μας• τὸ πρῶτο βῆμα τῆς στροφῆς μας πρὸς τὸ πλήρωμα καὶ τὸν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλης τῆς δημιουργίας του.
Ἡ αὐταπάρνηση μᾶς ἀπολυτρώνει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν φιλαυτία μας. Μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν προληπτικὴ ἐκείνη προσκόλληση στὸ «ἐγώ» μας, ἕνα «ἐγὼ» ποὺ ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ μας ἔχει γίνει γιὰ μᾶς τὸ κέντρο τῶν πάντων, θεὸς δηλαδή. Μὲ ἄλλες λέξεις, μᾶς σώζει ἀπὸ τὴν «σάρκα», ὅταν ἡ λέξη ἐννοεῖ τὴν κατάσταση ἐκείνη τοῦ χωρισμοῦ καὶ τῆς ἀποξένωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ προανεφέραμε. Ἡ χριστιανικὴ αὐταπάρνηση δὲν εἶναι φυγὴ ἀπὸ τὴν ὕλη ἤ τὶς αἰσθήσεις ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός• εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν μεταμόρφωση ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ προβλέπει τὸ «θέλημα», δηλαδὴ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μιὰ μεταμόρφωση ποὺ θὰ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ζήσουν καὶ τὰ σώματά μας μέσα στὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταστοῦν μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς μας κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
9. Τίποτε ποὺ θεωροῦμε κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ προσφερθεῖ θυσία στὸν Θεό. Τὸ νὰ ἀπαρνιόμαστε, ἑπομένως, τὴν ζωή μας ἐπειδὴ τὴν ἔχουμε ἀηδιάσει ἤ ἐπειδὴ ἔχουμε κουρασθεῖ ἀπὸ αὐτή, δὲν εἶναι θυσία καὶ δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν χριστιανικὴ αὐταπάρνηση. Προσφέρουμε στὸν Θεὸ ὅ,τι καλύτερο ἔχουμε, γιὰ νὰ διακηρύξουμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἀπείρως καλύτερος. Θυσιάζουμε πρὸς χάρη του ὅ,τι περισσότερο ἐκτιμοῦμε καὶ ἀγαποῦμε, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξουμε ὅτι τὸν θεωροῦμε σὰν ἀσυγκρίτως ἀνώτερο καὶ προσφιλέστερο ἀπὸ ὅ,τι ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς τὸ «πᾶν». Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια ἔργα τῆς χριστιανικῆς ἄσκησης εἶναι ἀκριβῶς νὰ καταστήση τὴν ζωή μας καὶ τὸ σῶμα μας ἀρκετὰ ἔντιμα, ἀρκετὰ πολύτιμα, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τὰ προσφέρουμε θυσία στὸν Θεό.
Πλανῶνται ὅσοι νομίζουν ὅτι ὁ χριστιανικὸς ἀσκητισμὸς ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ μᾶς κάνει νὰ καταλάβουμε πόσο ἄθλια ἤ πόσο κουραστικὴ εἶναι ἡ ζωὴ• νὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἐννοήσουμε πόσο ἀποκρουστικὸς ἤ μάταιος εἶναι ὁ κόσμος• νὰ μᾶς πείσει ὅτι τὸ σῶμα μας καὶ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸ σῶμα μας, στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι καλό, ἂλλ εἶναι κάτι τὸ κακὸ καὶ τὸ πονηρό. Ἕνας ἀσκητισμὸς ποὺ θὰ εἶχε αὐτὸ τὸν σκοπό, ποὺ θὰ θεώρουσε κάθε χαρὰ καὶ ἀπόλαυση ἀθεράπευτα χυδαία ἤ ἐπικίνδυνη, ποὺ θὰ ἔβλεπε τὸ σῶμα καὶ ὅλες τὶς ἐνέργειες τοῦ σώματος μὲ φόβο ἤ, ἀκόμη χειρότερα, μὲ βδελυγμία -ἕνας τέτοιος ἀσκητισμὸς δὲν θὰ ἦταν ἁπλούστατα χριστιανικός, γιατί θὰ παρέβλεπε ἕνα βασικὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης: ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὰ πάντα καλὰ καὶ καλὰ λίαν καὶ ὅτι οὔτε οἱ μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ οὔτε οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου κατόρθωσαν ποτὲ νὰ τὰ καταστήσουν τελείως κακά, νὰ τοὺς ἀφαιρέσουν ἐντελῶς τὴν ἀρχικὴ ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀρχική τους ἀξία. Παρὰ τὴν ἀνταρσία τοῦ Διαβόλου καὶ τῶν ἀγγέλων του, παρὰ τὴν ἀφροσύνη καὶ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ κόσμος παραμένει κατὰ βάθος «κόσμος», ἕνα κόσμημα τῆς θείας σοφίας καὶ τῆς θείας ἀγάπης, ἕνας «ἔπαινος» (μία διακήρυξη, ἕνα διαλάλημα) τῆς δόξας τοῦ ἀγαθοῦ καὶ φιλάνθρωπου Θεοῦ. Αὐτὸ συνεχῶς μᾶς βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅλη ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ στηρίζεται σ’ αὐτήν.
Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τοῦ χριστιανικοῦ ἀσκητισμοῦ εἶναι νὰ μᾶς ἀποκαλύψη τὴν διαφορὰ ποὺ ὑφίσταται μεταξύ τῆς κακῆς χρήσης τῶν κτιστῶν ὄντων (πραγμάτων ἤ προσώπων), ποὺ εἶναι ἁμαρτία, καὶ τῆς καλῆς χρήσης τους, ποὺ εἶναι ἀρετή. Ὁ ἀσκητισμὸς αὐτὸς σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως διδάσκει ὅτι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀπὸ ὠρισμένη ἄποψη μπορεῖ ἴσως νὰ φαίνεται καλή, στὴν πραγματικότητα εἶναι βδελυρὴ καὶ καταστρεπτική. Ποτὲ ὅμως δὲν παραλείπει νὰ τονίση τὴν ἀνάγκη μιᾶς οὐσιαστικῆς διάκρισης· τῆς διάκρισης μεταξύ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶναι ἄρνηση, καὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀπόλαυσης, ποὺ εἶναι θετικὸ καλό. Ἀντιθέτως μάλιστα, μὲ κάθε τρόπον προσπαθεῖ νὰ κάνει αὐτὴ τὴν διάκριση ὅσον τὸ δυνατὸν γνωστότερη καὶ σαφέστερη. Ὁ πραγματικὸς ἀσκητισμὸς ἐπιμένει ὅτι μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ ἀπόλαυσης δὲν ὑφίσταται κὰτ’ ἀνάγκη σχέση καὶ σύνδεσμος, καὶ ὅτι ὑπάρχουν ἁμαρτίες ποὺ δὲν ἐπιδιώκουν τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση ἤ καὶ ἄλλες ποὺ δὲν βρίσκουν καμμία.
Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀπόλαυση ἔχουν μεγαλύτερη σχέση μὲ τὴν ἀρετὴ παρὰ μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἀρετή, ποὺ εἶναι ἀρκετὰ ἀποφασιστικὴ ὥστε νὰ \”πληρώσει\” τὸ τίμημα τῆς αὐταπάρνησης, ἀπολαμβάνει τελικῶς πολὺ περισσότερο τὰ πράγματα, ποὺ ἔχει ἀπαρνηθῆ, ἀπὸ ὅ,τι τὰ ἀπολαμβάνει ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ μὲ ἀγωνία προσπαθεῖ νὰ παραμείνει προσκολλημένος σ’ αὐτὰ σὰν νὰ ἦταν ὁ θεός του.
Προορισμὸς ἑπομένως τοῦ ἀσκητισμοῦ εἶναι νὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἀποκτήσουμε κυριαρχία στὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὸν προσφέρουμε θυσία στὸν Θεό. Ποτὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν θὰ μᾶς ἐμπνεύσει τὴν ἐπιθυμίαν νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ σῶμα μας σὰ νὰ ἦταν κάτι τὸ κακὸ ἤ νὰ καταστρέψουμε τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἱκανότητες, μὲ τὶς ὁποῖες τὸ ἔχει προικίσει ὁ Θεός, σὰν νὰ ἦταν ἀμείλικτοι ἐχθροί τοῦ Δημιουργοῦ καὶ συντηρητοῦ τους, ἀνίκανοι νὰ διδαχθοῦν, νὰ ὑπακούσουν, στὴν χάρη του. Ἐκεῖνος, ποὺ τὸ ἔπλασε μὲ τὰ ἴδια τὰ χέρια του, δηλαδὴ μὲ τὸν Λόγο καὶ τὸ Πνεῦμα του, καὶ τὸ ἔδωσε στὴν ψυχή μας σὰν αἰώνιο σύντροφο καὶ βοηθό, δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ εὐχαριστηθεῖ μὲ μία θυσία, στὴν ὁποία τοῦ προσφέρουμε τὸ σῶμα μας δολοφονημένο ἀπὸ τὸ πνεῦμα μας, ἄψυχο πτῶμα, σάρκα στερημένη τῆς πνοῆς τῆς ζωῆς.
Ἂλλ ἴσως νὰ παρατήρηση κανεὶς ὅτι πολλοὶ ἅγιοι βάδισαν πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν ἐρειπίων τοῦ σώματός τους. Ἐὰν ὄντως τὸ ἔκαναν, καὶ ἐὰν ἦταν ὄντως ἅγιοι, αὐτὸ ἀσφαλῶς δὲν ὠφειλόταν στὸ ὅτι θεωροῦσαν τὸ σῶμα τους σὰν κάτι τὸ κακὸ καὶ ἄξιο καταστροφῆς, ἀλλ’ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης τους γιὰ τὸν Θεό, ἡ ὁποία εἶχε παραμερίσει κάθε ἄλλη σκέψη στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά τους καὶ τοὺς ὠδηγοῦσε συχνὰ σὲ καταστάσεις, ὅπου ἡ ἀπάρνηση τῆς ὑγείας ἤ καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς ζωῆς ἦταν ἀναγκαία πρὸς χάρη ἑνὸς μεγαλύτερου καλοῦ. Ἡ θυσία τους ἦταν δικαιολογημένη καὶ ἁγία. Δὲν ἦταν καρπὸς μίσους ἤ περιφρόνησης πρὸς τὸ σῶμα, ἀλλὰ καρπὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς. Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ γνώριζαν ἄριστα ὅτι τὸ σῶμα τους ἦταν ἀγαθό, ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμών· ἀλλὰ γνώριζαν ἐπίσης ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι πολὺ μεγαλύτερο ἀγαθό, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ οὔτε μὲ τὸ σῶμα οὔτε μὲ ὅλη τὴν ζωή, καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ μᾶς κάνει νὰ θυσιάζουμε καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη μας τὴν ζωὴ πρὸς χάρη τῶν φίλων μας. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, τοὺς ἐνέπνευσε καὶ τὴν θυσία τοῦ σώματός τους, ὅπως προηγουμένως τοὺς εἶχε ἐμπνεύσει καὶ τὴν θυσία τόσων ἄλλων ἀγαθῶν. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοὺς ὡδήγησε στὴν ἁγιότητα, ἀποτέλεσε καὶ στὴν περίπτωσή τους -ὅπως ἀποτελεῖ παντοῦ καὶ πάντοτε- τὴν ἁγιότητα. Γιατί, ἂς μὴ πλανιώμαστε, κανεὶς ποτὲ δὲν γίνεται ἅγιος μὲ τὸ νὰ μισεῖ ἁπλῶς τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο τῆς αὐτοκτονίας. Εἶναι ἕνας καρπός, ποὺ μόνο μία ρίζα μπορεῖ νὰ παραγάγει καὶ νὰ θρέψει: ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ \”ἐν τῷ Θεῶ\” ὅλων ὅσα \”ἐποίησε καὶ ποιεῖ ὁ Θεός\”.
10. Τὸ νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτὸ μας θυσία στὸν Θεὸ δὲν ἰσοδυναμεῖ καθόλου μὲ τὸ νὰ καταστρέφουμε τὸν ἑαυτό μας. Θυσιάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεό, «πνευματοποιοῦντες» ὅλη τὴν ὕπαρξή μας διὰ τῆς ὑπακοῆς στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ μόνη θυσία, ποὺ εἶναι εὐάρεστη καὶ εὐπρόσδεκτη σ’ Αὐτόν, εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς μας, ἡ καθαρότητα τῆς ἀγάπης μας. Μία αὐταπάρνηση, ποὺ μᾶς βοηθᾶ νὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεό, εἶναι καλὴ καὶ χρήσιμη. Ὑπάρχουν ὅμως μορφὲς αὐταπάρνησης, ποὺ πιθανὸν νὰ εἶναι εὐγενεῖς καὶ ὑψηλὲς κὰθ’ ἑαυτές, ἀλλὰ οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν τὴν παραμικρὴ χρησιμότητα ἀπὸ πνευματικῆς ἄποψης, γιατί ἁπλούστατα δὲν τὶς ζητᾶ ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός.
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ «πνευματοποιηθεῖ» ἡ ζωὴ μας εἶναι ἡ ἡσυχία. Τίποτε τὸ σημαντικὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε στὸν τομέα αὐτό, ἂν προηγουμένως δὲν μάθουμε νὰ εἴμαστε «ἥσυχοι». Ὡς γνωστόν, ἡ ὑπερβολικὴ (καὶ συχνὰ ἄσκοπη) δραστηριότητα τοῦ σώματος ταράσσει καὶ ἀναστατώνει τὴν ψυχή μας, τὴν ἐμποδίζει νὰ αὐτοκυριαρχηθεῖ, νὰ περισυλλέξει τὶς δυνάμεις της, νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό της, νὰ διακρίνει τὸν σκοπό της, νὰ λειτουργήσει ὁμαλὰ καὶ ἀποδοτικά. Ἀλλὰ φυσικὰ μιὰ ἡσυχία, ποὺ θὰ προϋπέθετε τὴν ἀπόλυτη καὶ μόνιμη ἀκινησία τοῦ σώματος καὶ τῶν πέντε αἰσθήσεών του, δὲν θὰ ἦταν ἡσυχία τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἡσυχία τοῦ τάφου. Ἐφ ὅσον ζοῦμε, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι καὶ νὰ ἀναπνέουμε καὶ νὰ κινούμαστε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε. Ἡ ἡσυχία λοιπὸν ποὺ ἔχουμε κατὰ νοῦν δὲν εἶναι ἡ ἡσυχία τῆς ἀπόλυτης ἀκινησίας καὶ τῆς μόνιμης ἀδράνειας, ἀλλ’ ἐκείνη ποὺ γνωρίζει νὰ κυβερνᾶ τὸ σῶμα κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἐργάζεται ὁμαλὰ καὶ εἰρηνικά, χωρὶς τὶς βίαιες καὶ βεβιασμένες ἐκεῖνες ἐνέργειες ἤ τὶς ἄσκοπες καὶ μάταιες ἐκεῖνες ἀναστατώσεις ποὺ τελικὰ ἀναστατώνουν καὶ τὴν ψυχή. Ἡ ἡσυχία αὐτὴ εἶναι καρπὸς τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν τέλεια ἀποκόλληση καὶ ἀδιαφορία μας (μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἐξηγήσαμε) γιὰ πρόσωπα καὶ πράγματα• ἤ, τουλάχιστον, ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη μας καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἄπειρης ἀγάπης, ἀγαθότητας καὶ συμπάθειας τοῦ Θεοῦ, τοῦ ζῶντος καὶ ἀληθινοῦ.
Ἡ ἡσυχία καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς δὲν ἐξαρτῶνται, συνεπῶς, ἀπὸ τὴν σωματικὴ ἀδράνεια. Ἀντίθετα μάλιστα, ὑπάρχουν ὁρισμένοι ἄνθρωποι, ποὺ μποροῦν κάλλιστα νὰ διατηροῦν τέλεια πνευματικὴ εἰρήνη καὶ ἡσυχία μέσα σὲ μία ἐξαιρετικὰ δραστήρια ζωὴ καὶ οἱ ὁποῖοι κυριολεκτικὰ θὰ τρελλαινόντουσαν, ἂν κανεὶς τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μείνουν ἔστω καὶ γιὰ ἕνα σύντομο διάστημα στὴν μόνωση καὶ τὴν σιωπή. Τὸ πᾶν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς κυβερνοῦμε τὸ σῶμα μας καὶ πῶς ρυθμίζουμε τὴν δραστηριότητά μας. Καὶ αὐτὸ πάλι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς ὑπερφυσικῆς «ἀδιαφορίας» μας ἤ ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς ταπεινοφροσύνης μας καὶ τὴν δύναμη τῆς πίστεώς μας.
Στὸν καθένα ἔγκειται νὰ βρεῖ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας καὶ τοῦ περιβάλλοντος, ποὺ θὰ τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ζεῖ «πνευματικά». Ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ τέτοιες συνθῆκες -καὶ ἐὰν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ αὐτὲς- ἂς τὸ κάνει. Ὅμως ἀλήθεια! τί δυσκολοκατόρθωτο καὶ κυριολεκτικὰ ἀπελπιστικὸ πράγμα θὰ ἦταν ἡ ὑπερφυσικὴ ζωή, ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ βιωθεῖ μόνο ὑπὸ ἰδεώδεις συνθῆκες; Τέτοιες συνθῆκες ἐλάχιστοι μόνον ἄνθρωποι μποροῦν νὰ ἐξασφαλίσουν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμη γίνεται διαρκῶς σπανιώτερον στὸν σύγχρονο κόσμο μας. Τὸ κάθε τι στὴν ζωὴ τῶν συγχρόνων πόλεων εἶναι, θὰ ἔλεγε κανείς, ὑπολογισμένο ὥστε νὰ ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ συγκεντρωθεῖ, νὰ εἰσέλθει στὸ ταμιεῖο τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Στὸ τέλος τῆς ἡμέρας, ἀκόμη καὶ ὁ πνευματικώτερος ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν νὰ αἰσθανθεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἐξαντλημένο, ἐξουθενωμένο καὶ τελείως ἀποδιωργανωμένο ἀπὸ τὸν συνεχῆ θόρυβο τῶν μηχανῶν, ἀπὸ τὴν ἀναρχικὴ ποικιλία τῶν παραστάσεων ποὺ ἐκτυλίσσονται μπροστὰ στὰ μάτια του, ἀπὸ τὰ ἐκτυφλωτικὰ φῶτα καὶ τὸν στάσιμο ἀέρα τῶν γραφείων, τῶν καταστημάτων ἤ ἁπλῶς τῶν δρόμων.
Ὅλος ὁ μηχανισμὸς τῆς σύγχρονης ζωῆς, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι εἶναι κατὰ τέτοιο τρόπο ρυθμισμένος ὥστε νὰ ματαιώνει τὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζήσει «πνευματικὰ» καὶ νὰ τὸν ὠθεῖ στὴν ἄνυδρη καὶ ἄγονη ἔρημο τῶν νευρώσεων. Ἀκόμα καὶ οἱ τοῖχοι τῶν μοναστηριῶν μας δὲν ἀποδεικνύονται πάντοτε ἱκανοὶ νὰ μᾶς προστατεύσουν ἀπὸ αὐτὸ τὸν κίνδυνο.
Τί πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε; Ἕνας τρόπος ὑπάρχει μετὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν τέλεια ἐγκατάλειψή μας στὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλάνθρωπη κρίση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ ἡσυχία, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀποκόλλησή μας ἀπὸ πρόσωπα καὶ πράγματα, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες μας, ἀπὸ τὴν προσπάθειά μας νὰ ζήσουμε πνευματικά. Πρέπει δηλαδή, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ὑπερφυσικὴ ἐκείνη προοπτική, ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ κρίνουμε ὅλα τὰ πράγματα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς πίστεως, νὰ βλέπουμε πρόσωπα, γεγονότα καὶ καταστάσεις στὶς πραγματικές τους διαστάσεις. Ἔτσι ὑπάρχει ἐλπίδα, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ εἰρηνεύσουμε καὶ νὰ ἡσυχάσουμε. Καί, χάρις στὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ ἡσυχία, νὰ ἀντιμετωπίσουμε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἐξωτερικὴ ταραχὴ καὶ ἀνησυχία καὶ νὰ ἀφήσουμε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς Ἀγάπης, νὰ μᾶς μεταβάλει μέσα σὲ ἕνα ταραγμένο κόσμο, σὲ στοιχεῖα εἰρήνης, σὲ ἑστίες ἀγάπης.
11. Ἕνα ἀπὸ τὰ κυριώτερα ἐμπόδια στὴν προσπάθειά μας νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ ἡσυχία εἶναι ἀναμφίβολα ἡ ἄτακτη καὶ σπασμωδικὴ δραστηριότητα. Ἡ δραστηριότητα αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ συγχέεται ποτὲ μὲ τὴν εὔρυθμη καὶ ἰσορροπημένη ἐργασία τοῦ φυσιολογικοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἐργασία ἀπασχολεῖ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑγεία. Ἡ ἐργασία βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ προσεύχεται καὶ νὰ διατηρεῖ τὴν πνευματικὴ περισυλλογή του καὶ τὸν προφυλάσσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῶν ἄσκοπων μετεωρισμῶν καὶ τῶν ἐπικινδύνων αὐταπατῶν. Στὴν ψυχὴ ἐκείνων ποὺ ἔχουν βρεῖ κάπως τὸν δρόμο τους, ποὺ ἔχουν καταλάβει κάπως τὸν προορισμό τους, ἡ ἐργασία φέρνει τὴν εἰρήνη. Γιατί, χωρὶς νὰ τοὺς ἀποκρύπτει τὶς ἀτέλειες καὶ τὶς ἀδυναμίες τους, χωρὶς νὰ τοὺς ἀποκρύπτει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ συγκεκριμένη ὕπαρξή τους πολὺ ἀπέχει ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἀπαιτεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ -χωρὶς νὰ τοὺς ἀποκρύπτει, δηλαδή, τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι «ἁμαρτωλοί»- τοὺς βοηθᾶ νὰ συγκεντρώσουν ὅλη τὴν προσοχή τους στοὺς βασικοὺς σκοποὺς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ νὰ ἀρχίσουν σιγὰ-σιγά, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ τοὺς πραγματοποιοῦν. Ἀντίθετα, ἡ ἄτακτη καὶ σπασμωδικὴ δραστηριότητα ὄχι μόνο δὲν φέρνει τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν ἐργασία μας κάθε πνευματικὴ χρησιμότητα καὶ τελικῶς ματαιώνει καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν φυσικὸ καὶ κοινωνικό της σκοπό. Ἡ ἄτακτη καὶ σπασμωδικὴ δραστηριότητα εἶναι σημεῖο τῆς ἐσωτερικῆς σύγχυσης τῆς ψυχῆς. Σκοπὸς της εἶναι νὰ κρύψει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὸν πραγματικὸ ἑαυτό της καὶ τὴν πραγματική της κατασταση• νὰ δημιουργήσει ἕνα προπέτασμα καπνοῦ ποὺ θὰ ἐμποδίζει τὴν ψυχὴ νὰ βλέπει τὸ κενό της καὶ θὰ τῆς ἐπιτρέπει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι «κάτι κάνει», ὅτι δὲν ζεῖ τελείως ἄσκοπα καὶ ἀνώφελα. Ἡ ψυχὴ ὅταν δὲν ἔχει κανένα συγκεκριμένο σκοπό, προσπαθεῖ νὰ «τὰ κάνει ὅλα». Ὅταν δὲν γνωρίζει πῶς νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὰ προβλήματα, τὶς συγκρούσεις, τὴν ἀβεβαιότητα καὶ τὴν ἀνία ποὺ τῆς γεννάει ἡ «ματαιότητά» της, καταφεύγει στὴν «δράση», στρεφομένη συνεχῶς ἀπὸ τὸ ἕνα «ἔργο» στὸ ἄλλο καὶ προσπαθώντας νὰ ἀντιδράσει ταυτοχρόνως σὲ χίλιους δύο ἐρεθισμούς. Καὶ κάτω ἀπὸ ὅλα, σὰν μία ὑποχθόνια, τερατώδης καὶ ἀνεξάντλητη πηγή, κρύβεται ὁ φόβος, ἕνας παράλογος καὶ πρωτόγονος φόβος, καὶ ἡ ἐξ ἴσου παράλογη καὶ πρωτόγονη ἀπληστία γιὰ τὴν δύναμη, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν αὐτοεπιβεβαίωση. Ὅσο περισσότερο περίπλοκα εἶναι τὰ πάθη ἑνὸς ἀνθρώπου, τόσο περισσότερο ἄτακτη καὶ σπασμωδικὴ εἶναι καὶ ἡ δραστηριότητά του. Ἀλλὰ ἐννοεῖται, ὅλα αὐτὰ εἶναι θάνατος γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τὸ νὰ πηγαίνει κανεὶς κάποτε-κάποτε στὴν ἐκκλησία ἤ νὰ λέει μερικὲς βιαστικὲς προσευχὲς δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα, γιατί ἁπλούστατα δὲν ἔχει τὴν δύναμη νὰ καθαρίσει καὶ νὰ θεραπεύσει τὴν βαθειὰ αὐτὴ πληγὴ.
Γιὰ νὰ προστατεύσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν μάστιγα τῆς ἄτακτης καὶ σπασμωδικῆς δραστηριότητας, ὁ καλύτερος τρόπος εἶναι ἴσως ἡ ἀποκόλλησή μας ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ ἄμεσα ἀποτελέσματα τῆς ἐργασίας μας (καὶ ἡ ἀποκόλληση αὐτὴ εἶναι δύσκολη καὶ σπάνια), ἀλλὰ γενικώτερα ἀπὸ τὸ ὅλο σύμπλεγμα τῶν σκοπῶν ποὺ κυβερνοῦν συνήθως τὴν ἐπίγεια ζωή μας. Πρέπει νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὴν ὑγεία καὶ τὴν ἀσφάλεια, ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὰ παντὸς εἴδους «κτήματά» μας, ἀπὸ πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ τόπους καὶ συνθῆκες τῆς ζωῆς. Πρέπει νὰ γίνουμε «ἀδιάφοροι» (μὲ τὴν εὐαγγελικὴ σημασία τῆς λέξεως) πρὸς τὴν ζωὴ καὶ πρὸς τὸν θάνατο, ζώντας ὅπως τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, ζητώντας πρῶτον τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄντας βέβαιοι ὅτι ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ προσθέσει ὁ Θεός. Φυσικά, αὐτὸ δὲν εἶναι διόλου εὔκολο. Οὔτε μπορεῖ νὰ γίνει ἀπὸ τὴν μία μέρα στὴν ἄλλη. Ἀπαιτεῖ πίστη, ἀπαιτεῖ προσευχὴ καὶ ἄσκηση. Καὶ πρὸ παντός, ἀπαιτεῖ τὴν «χάρη», δηλαδὴ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν δύναμη τοῦ Πνεύματος τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ.
12. Μπορεῖ κανεὶς εὐκολώτατα νὰ προσκολληθεῖ σὲ μία μορφὴ ἀσκητισμοῦ, ὅπως προσκολλᾶται σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο ὑλικὸ ἤ κοσμικὸ πράγμα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει φυσικὰ ὅτι πρέπει νὰ παύσουμε νὰ εἴμαστε συστηματικοὶ στὴν αὐταπάρνησή μας. Ἂς ἔχουμε μόνο κατὰ νοῦ ὅτι τὰ συστήματα δὲν εἶναι ὁ σκοπός, ἂλλ εἶναι ἁπλὰ μέσα πρὸς τὸν σκοπό. Ὁ ἄμεσος σκοπὸς τῶν διαφόρων ἀσκητικῶν συστημάτων εἶναι νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς διάφορες προσκολλήσεις μας καὶ ἔτσι νὰ βροῦμε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν γαλήνη μας· νὰ ἐλευθερώσουμε τὸ πνεῦμα μας ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν καὶ τῆς φαντασίας, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀνταποκρίνεται μὲ προθυμία καὶ εὐκολία στὶς ὑποδείξεις τῆς λογικῆς καὶ τῆς χάριτος. Ὁ οὐσιαστικότερος σκοπὸς ὅλων τῶν ἀσκητικῶν τεχνικῶν, ὅταν χρησιμοποιοῦνται μέσα στὸ χριστιανικὸ πλαίσιο, εἶναι ἡ ἀγάπη• ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό.
Ἡ ἄσκησή μας, γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματική, πρέπει νὰ εἶναι συστηματική. Ἡ ἔλλειψη συστήματος φανερώνει ἔλλειψη σκοποῦ. Οἱ καλὲς συνήθειες ἀναπτύσσονται μόνο μὲ τὴν ἐπανάληψη τῶν καλῶν πράξεων. Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ἐπιβάλουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ ἐπαναλαμβάνει καλὲς πράξεις μὲ κάποια λογικὴ καὶ κατανόηση, ἂν δὲν υἱοθετήσουμε κάποιο σύστημα. Εἶναι ἀνάγκη, πρὸ πάντων στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, νὰ κάνουμε ὁρισμένα πράγματα σὲ ὁρισμένους καιρούς: νὰ νηστεύουμε σὲ ὁρισμένες μέρες, νὰ προσευχώμαστε καὶ νὰ κάνουμε τὴν πνευματική μας μελέτη σὲ ὁρισμένη ὥρα τῆς ἡμέρας, νὰ ἐξετάζουμε τὴν συνείδησή μας, νὰ προσερχόμαστε τακτικὰ στὰ Μυστήρια, νὰ ἐκτελοῦμε συστηματικὰ τὰ καθήκοντα ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει τὸ ἐπάγγελμα καὶ γενικὰ ἡ θέση μας, νὰ προσπαθοῦμε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ νὰ ἀποβάλουμε ὁρισμένα συγκεκριμένα πάθη μας καὶ νὰ ἀποκτήσουμε ὁρισμένες συγκεκριμένες ἀρετές.
Τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε, λοιπόν, τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν συνετὴ πειθαρχία. Διαφορετικά, ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι αὐταπάτη. Βεβαίως, αὐτὴ ἡ συνετὴ πειθαρχία ἔχει σὰν σκοπὸ νὰ μᾶς ὁδηγήσει τελικὰ στὴν πνευματικὴ ἐλευθερία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀσκητισμός μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἄκαμπτος, ἀλλὰ πνευματικὰ εὔκαμπτος καὶ εὐέλικτος. Ἡ ἀκαμψία δὲν εἶναι συνετὴ πειθαρχία οὔτε μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει μέσο πρὸς τὴν ἐλευθερία. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ ἄλλο ἄκρο• σὲ μιὰ κατάσταση πραγμάτων, τὴν ὁποία ἐμεῖς θὰ ὀνομάζουμε πειθαρχία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λείπει κάθε στοιχεῖο αὐστηρότητας. Γιατί τότε δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας.
Ἂν δὲν εἴμαστε ἐπαρκῶς αὐστηροὶ μὲ τὸν ἑαυτό μας, ὁ ἐαυτός μας θὰ μᾶς ἐξαπατᾶ. Ἂν δὲν εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ ὑποφέρουμε τὸν κόπο καὶ τὸν μόχθο καὶ ἀρκετὰ συχνὰ τὰ δάκρυα ποὺ συνεπάγεται ἡ ἐφαρμογὴ ἑνὸς συγκεκριμένου προγράμματος, τότε οἱ δικαιολογίες καὶ τὰ προσχήματα ποὺ ἐφευρίσκει ὁ ἐαυτός μας θὰ μᾶς ἀποκοιμίζουν καὶ πολὺ γρήγορα θὰ μᾶς ὁδηγήσουν καὶ πάλι στὴν τυραννία τῆς ἀδυναμίας μας καὶ τῶν ὑποκειμενικῶν μας ἰδιοτροπιῶν.
13. Στὴν προσπάθειά μας γιὰ ἀπόκτηση τῆς αὐτοπειθαρχίας, ποὺ ἀποτελεῖ ἀναφαίρετο στοιχεῖο τοῦ ἀληθινοῦ ἀσκητισμοῦ, θὰ μᾶς βοηθήσει πολὺ ἡ ὕπαρξη ἑνὸς πνευματικοῦ πατέρα, ἑνὸς πνευματικοῦ καθοδηγητῆ. Θεωρητικά, ἡ πνευματικὴ αὐτὴ καθοδήγηση δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη γιὰ μία ὑγιὰ πνευματικὴ ζωή. Στὴν πράξη ὅμως, οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ κατόρθωναν ποτὲ νὰ ἐπιτύχουν ὁ,τιδήποτε στὸν τομέα αὐτὸ χωρὶς τὴν βοήθεια ἑνὸς πνευματικοῦ καθοδηγητῆ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πολύτιμο καθοδήγηση στὰ ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὁ πνευματικὸς πατέρας μᾶς βοηθάει καὶ μὲ τὴν ἐνθάρρυνση καὶ τὶς διορθώσεις του. Εἶναι πολὺ εὐκολώτερο γιὰ μᾶς νὰ ἐπιμείνουμε στὸ πρόγραμμά μας, στὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ μελέτη μας, ὅταν ἔχουμε κάποιον ποὺ διαρκῶς θὰ μᾶς ὑπενθυμίζει τὶς ἀρχικὲς ἀποφάσεις μας. Ὁ πνευματικὸς πατέρας μας προστατεύει ἀπὸ τὴν ἀστάθειά μας. Ὅπως μᾶς προφυλάσσει καὶ ἀπὸ τὴν κούραση καὶ τὴν εὔκολη ἀποθάρρυνσή μας. Ἔργο τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητῆ εἶναι ἐπίσης νὰ προσανατολίζει τὴν ἀσκητική μας πειθαρχία πρὸς τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία. Φυσικά, γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ χρειάζεται καλὸς πνευματικὸς καθοδηγητής. Καὶ οἱ πνευματικοὶ καθοδηγητὲς εἶναι σπάνιοι• εἶναι ἀληθινὰ δῶρα τοῦ ἐλεήμονα Θεοῦ.
14. Ὁ ἀσκητισμὸς εἶναι τελείως ἄχρηστος, ὅταν μᾶς μεταβάλλει σὲ ἐκκεντρικούς. Ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ γνήσιου, τοῦ πραγματικὰ χριστιανικοῦ ἀσκητισμοῦ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἀλλὰ ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ χριστιανικὴ ταπεινοφροσύνη, δὲν εἶναι παρὰ ὑπερφυσικὴ λογική. Μᾶς διδάσκει νὰ παραδεχώμαστε, τὸν ἑαυτόν μας ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἀντὶ νὰ προσποιούμαστε ὅτι εἴμαστε κάτι τὸ καλύτερο ἤ τὸ διαφορετικό, αὐτὸ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ εἴμαστε ἡ ὑπερηφάνειά μας. Ὅταν γνωρίζουμε ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό μας, παίρνουμε ἥσυχα τὴν θέση μας μέσα στὴν τάξη τῶν πραγμάτων ποὺ ἔχει σχεδιάσει ὁ Θεός. Ἔτσι ἡ ὑπερφυσικὴ ταπεινοφροσύνη προσθέτει πολὺ στὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπειά μας, μὲ τὴν βοήθεια ποὺ μᾶς παρέχει νὰ ἐνταχθοῦμε μέσα στὴν κοινωνία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ νὰ τοποθετηθοῦμε σωστὰ ἀπέναντί τους καὶ ἀπέναντί τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς κάνει ψεύτικους καὶ τεχνητούς· ἡ ταπεινοφροσύνη μᾶς κάμνει γνησίους καὶ ἀληθινούς.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὴν Β\’ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴ του (κεφ. 3), δείχνει πὼς ἡ χριστιανικὴ ταπεινοφροσύνη καὶ ὁ ἀσκητισμὸς μᾶς βοηθοῦν νὰ ζήσουμε μία πολὺ ἁπλὴ καὶ πολὺ συνηθισμένη ζωή, κερδίζοντας εἰρηνικὰ τὸ ψωμί μας καὶ ἐξαγιάζοντας τὴν κάθε μέρα μας μέσα σ’ αὐτὸν τὸν παρερχόμενο κόσμο. Ἡ ἐργασία καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ παραδοχὴ τῆς συνηθισμένης ζωῆς ἀποτελοῦν, κατὰ τὸν Ἀπόστολο, προστασία κατὰ τῆς ἄτακτης καὶ ἄσκοπης δραστηριότητας, κατὰ τῆς ἀνόητης καὶ ἐπικίνδυνης ταραχῆς τοῦ ψεύτικου ἀσκητισμοῦ. Ὁ Χριστιανὸς ἔχει ἀπορρίψει ὅλες τὶς ψεύτικες ἀξίες τοῦ κόσμου τούτου. Δὲν ἔχει πλέον καμμιὰ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν εὐτυχία τῆς παρούσης ζωῆς. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ αἰσθάνεται εὐτυχὴς καὶ ἱκανοποιημένος μέσα σ’ αὐτόν. Ἐργάζεται καὶ ζεῖ μὲ ἁπλότητα, μὲ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ ἀσφάλεια ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, γιατί δὲν ἀναζητᾶ τὴν τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς του σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἀποφεύγει τὴν μάταιη ταραχὴ καὶ ἀναστάτωση, ποὺ συνοδεύουν πάντοτε τὴν ἐπιδίωξη καθαρὰ πρόσκαιρων σκοπῶν. Ζεῖ μὲ εἰρήνη μέσα στὴ ματαιότητα τῶν παρερχόμενων πραγμάτων· χωρὶς ἐν τούτοις νὰ περιφρονεῖ τὴν ματαιότητά τους, γιατί πίσω ἀπὸ τὴν σκιὰ βλέπει τὴν οὐσία• καὶ κάτω ἀπὸ τοὺς θορύβους ξέρει νὰ ἀναγνωρίζει τὴν φωνὴ τῶν πραγμάτων, ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν χαρὰ τοὺς «ἐν τῷ Δημιουργῶ». Ὕψιστη ταπεινοφροσύνη εἶναι νὰ καταλάβουμε ὅτι μία ἁπλὴ καὶ συνηθισμένη ζωή, ὅταν γίνεται δεκτὴ μὲ τέλεια πίστη στὸν Θεό, μπορεῖ νὰ εἶναι ἁγιώτερη καὶ περισσότερη ὑπερφυσικὴ ἀπὸ ὁποιαδήποτε θεαματικὰ καὶ ἐντυπωσιακὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα. Ἡ ταπεινοφροσύνη αὐτὴ τολμᾶ νὰ εἶναι συνηθισμένη• καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι, ποὺ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ βλάψει ἢ νὰ καταστρέψει ἡ πνευματικὴ ὑπερηφάνεια. Ἡ ὑπερηφάνεια ἐπιδιώκει πάντοτε τὸ ἀσυνήθιστο. Ἡ ταπεινοφροσύνη δὲν διστάζει νὰ ἀρκεσθεῖ στὸ ἁπλὸ καὶ συνηθισμένο. Ἡ ταπεινοφροσύνη ζεῖ καὶ τρέφεται μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἐπανέλθει καὶ πάλι καὶ ὅτι θὰ ὑψώσει καὶ θὰ μεταμόρφωσει ὅλα τὰ συνηθισμένα πράγματα, λαμπρύνοντάς τα μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας του καὶ δίδοντας σ’ αὐτὰ νέα οὐσία καὶ νέο περιεχόμενο μὲ τὴν ἀτελεύτητη παρουσία του.
15. Ὁ Θεὸς δοξάζεται καὶ μεγαλύνεται περισσοτέρο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ χρησιμοποιεῖ τὰ καλὰ πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς μὲ ἁπλότητα καὶ εὐγνωμοσύνη, παρὰ ἀπὸ τὸν νευρικὸ ἀσκητισμὸ ἐκείνου, ποὺ ἀναστατώνεται μὲ τὴν παραμικρότερη λεπτομέρεια τῆς αὐταπάρνησής του. Ὁ πρῶτος χρησιμοποιεῖ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ σκέπτεται τὸν Δωρητή τους. Ὁ δεύτερος φοβᾶται τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς δὲν μπορεῖ οὔτε αὐτὰ νὰ χρησιμοποίησει σωστά, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ σκεφθεῖ ὅπως πρέπει γιὰ τὸν Δωρητή τους. Τρομοκρατεῖται μπροστὰ στὴν χαρά, ποὺ ἔχει βάλει ὁ Θεὸς στὰ δημιουργήματά του• καὶ μέσα στὸν τρόμο του δὲν σκέπτεται οὔτε τὸν Δημιουργὸ οὔτε τὰ δημιουργήματά του, ἀλλὰ μόνο τὸν ἑαυτό του. Φαντάζεται ὅτι ὁ Θεὸς τοποθέτησε ὅλα τὰ ἀγαθὰ μπροστά του ὅπως τοποθετοῦμε ἐμεῖς τὸ δόλωμα μέσα σὲ μία παγίδα. Σκεπτόμενος μόνο τὸν ἑαυτό του καὶ μὴ μπορώντας νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἀντικρύσει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δημιουργίας του, μεταβάλλει τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τελείωση σὲ ἕνα ἐξαντλητικὸ ἀνταγωνισμὸ πρὸς τὸν Θεό, τὸν κτίστη καὶ χορηγὸ ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἀγαθότητα τῶν κτισμάτων τὸν πειράζει, τὸν ἐνοχλεῖ. Ἀποτελεῖ ἀπειλὴ γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του! Θὰ ἤθελε πολὺ νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὸ κάθε τί. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ. Εἶναι ἄνθρωπος. Καὶ σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι καὶ αὐτὸς ἀναγκασμένος νὰ τρώει, νὰ πίνει, νὰ κοιμᾶται. Σὰν τοὺς ἄλλους πρέπει καὶ αὐτὸς νὰ βλέπει τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἥλιο. Καὶ πὰρ ὅλες τὶς ἀγωνιώδεις προσπάθειές του, ἐξακολουθεῖ καὶ αὐτὸς σὰν τοὺς ἄλλους νὰ τὰ ἀγαπᾶ ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ κάθε χαρὰ ἢ ἀπόλαυση τὸν γεμίζει μὲ ἕνα αἴσθημα ἐνοχῆς. Ἔχει θεοποιήσει τόσο πολὺ τὴν τελειότητά του, ὥστε στὸ τέλος ξεχνᾶ ὅτι ἀτέλεια καὶ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἡ ἀπόλαυση τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐχαριστήσεως ποὺ μᾶς προσφέρει οἰκειοθελῶς ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ μὴ συμμόρφωσή μας πρὸς τὸ θέλημά του, εἴτε τὸ θέλημα αὐτὸ εἶναι δυσάρεστο εἴτε εἶναι εὐχάριστο καὶ ἀπολαυστικὸ γιά μᾶς. Καὶ τὸ καταπληκτικὸ εἶναι ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ στὰ μοναστήρια, καὶ οἱ ὁποῖοι ἄνθρωποι, ὑποτίθεται, δὲν ἔχουν ἄλλο λόγο ὕπαρξης παρὰ μόνον τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
16. Ὅλη ἡ φύση ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Δάση, ἀγροί, ὄρη, κοιλάδες, οἱ ποταμοὶ καὶ ἡ θάλασσα, τὰ σύννεφα ποὺ ταξιδεύουν στὸν οὐρανό, τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι, ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη, μᾶς πληροφοροῦν κάθε στιγμὴ ὅτι ὁ κόσμος αὐτὸς πλάσθηκε γιὰ νὰ εἶναι γιὰ τὸν Ἀδὰμ ἕνας παράδεισος καὶ ὅτι -παρὰ τὴν ἁμαρτία του καὶ τὶς δικές μας ἁμαρτίες- θὰ γίνει καὶ πάλι μία ἡμέρα παράδεισος, ὅταν ὅλοι ἀναστηθοῦμε ἀπὸ τοὺς τάφους «ἐν τῷ δευτέρῳ Ἀδάμ». Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τώρα ὁ οὐρανὸς ἀντικατοπτρίζεται στὰ κτιστὰ πράγματα. Ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ μᾶς προσκαλοῦν νὰ ἀποθέσουμε τὶς μάταιες μέριμνες καὶ φροντίδες μας καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν καρδιά μας, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔκτισε καὶ προώρισε νὰ γίνει παράδεισός του καὶ παράδεισός μας. Ἂν ὅμως ἀναζητοῦμε τὸν παράδεισο ἐκτὸς ἀπὸ ἐμᾶς, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μὴ τὸν βροῦμε ποτέ. Γιατί, ἂν δὲν κατορθώσουμε νὰ εἰρηνεύσουμε καὶ νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸν ἑαυτό μας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βροῦμε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀνάπαυση σὲ κάτι ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς. Μονάχα ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι «ἀδιάφορος» καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ προσκολλήσεις, ἀνακαλύπτει ὅτι ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι φίλοι του. Ἐφ’ ὅσον παραμένει προσκεκολλημένος σ’ αὐτά, τοῦ μιλοῦν διαρκῶς γιὰ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ ἄτακτα πάθη του ἢ τοῦ ὑπενθυμίζουν συνεχῶς τὶς ἁμαρτίες του. Ἐφ’ ὅσον εἶναι φίλαυτος καὶ ἐγωϊστής, τοῦ μιλοῦν γιὰ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωϊσμό του. Ἂν ὅμως, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνει ἁγνὸς καὶ καθαρός, τότε ὅλα τοῦ μιλοῦν γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγιότητά του.
17. Ἂν δὲν εἴμαστε εὐγνώμονες πρὸς τὸν Θεό, εἶναι ἀδύνατο νὰ δοκιμάσουμε τὴν χαρὰ νὰ τὸν βροῦμε μέσα στὰ κτίσματά του. Ἡ ἀγνωμοσύνη ἰσοδυναμεῖ μὲ ὁμολογία, τοῦ ὅτι δὲν γνωρίζουμε ἀληθινὰ τὸν Θεὸ καὶ ὅτι ἀγαπᾶμε τὰ ἔργα τῶν χειρῶν του ὄχι πρὸς χάριν του, ἀλλὰ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ἂν δὲν εἴμαστε εὐγνώμονες πρὸς τὸν Θεό, εἶναι ἀδύνατον νὰ γνωρίσουμε πραγματικὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀνακαλύψουμε, τί πράγματι εἴμαστε καὶ ποιὰ ἀξία καὶ σημασία ἔχει ἡ ὕπαρξή μας! Μπορεῖ νὰ ἔχουμε πολὺ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ τὶς ἱκανότητές μας, γιὰ τὴν ἀγαθότητά μας· ἀλλ’ ἡ ἰδέα αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ προσδίδει στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς τὸ γεγονὸς ὅτι πλασθήκαμε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ προωρισθήκαμε νὰ ζήσουμε αἰώνια σὰν παιδιά του. Ὅλα τὰ πράγματα φανερώνουν τὴν πραγματικὴ ἀξία τους, ὅταν τὰ δοῦμε σὰν ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωὴ μας ἀποκαλύπτει ὅλο τὸ μεγαλεῖο της, ὅταν καταλάβουμε ὅτι εἶναι δῶρο τοῦ τρισαγίου Θεοῦ. Ὁ ἀσκητισμὸς μᾶς βοηθᾶ νὰ δοῦμε αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, νὰ ἐννοήσουμε τὴν θεμελιώδη αὐτὴ ἀλήθεια. Καὶ ὅταν δοῦμε καὶ ἐννοήσουμε ὅλα αὐτά, ὁ ἀσκητισμὸς ἔρχεται νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει ἡ λογικὴ καὶ ἡ θεία χάρις: νὰ τὰ προσφέρουμε ὅλα καὶ πρὸ παντὸς τὸν ἑαυτὸ μας θυσία εὐχαριστίας στὸν Θεό. Ἀμήν.