1.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς τοῦ κόσμου.
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.
Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα γιορτάζει τοὺς Πατέρες ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν τετάρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε καὶ ἀποφάνθηκε ὁριστικὰ γιὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζεται σήμερα στοὺς Ναοὺς εἶναι ἀφιερωμένο σ’ αὐτοὺς καὶ εἶναι ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Θεάνθρωπος ὀνομάζει τοὺς μαθητὲς Του φῶς τοῦ κόσμου. Ἂς δοῦμε πιὸ ἀναλυτικὰ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ.
\”\”
Τὸ παράδειγμα τοῦ φωτὸς τί ὑπονοεῖ;
Ὁ Κύριος χρησιμοποίησε γιὰ τοὺς μαθητὲς Του τὸ παράδειγμα τοῦ ἁλατιοῦ (Ματθ. 5,13) καὶ τοῦ φωτός. Τὸ παράδειγμα τοῦ φωτὸς εἶναι τὸ ὑψηλότερο. Ὅταν λέγει πὼς ἡ πόλη ποὺ εἶναι πάνω στὸ βουνό, δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ, θέλει νὰ τοὺς τονίσει «ἀκρίβειαν τοῦ βίου, καθαρὴ ζωή», λέγει ὁ Χρυσόστομος. Τοὺς διαπαιδαγωγεῖ νὰ εἶναι ἐναγώνιοι στὴ ζωή τους, νὰ ἔχουν στραφεῖ τὰ μάτια ὅλων τῶν ἀνθρώπων πάνω τους καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐνώπιον ὅλης τῆς οἰκουμένης.
Ὁ Χριστὸς ἄναψε τὸ φῶς τῆς χάριτός Του μέσα μας. Ἡ δική μας προσπάθεια εἶναι νὰ διατηρήσουμε τὸ φῶς αὐτὸ ἄσβεστο. Ἡ λαμπρότητα τῆς ζωῆς μας ἔχει ἐπίδραση στοὺς ἄλλους. Ἀπόλυτο φῶς εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ μάλιστα εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό Του, πὼς εἶναι “τὸ φῶς τοῦ κόσμου” (Ἰω. 8,12). Φῶς καὶ φωστῆρες εἶναι μὲ σχετικὴ ἔννοια καὶ οἱ πιστοὶ καὶ οἱ ἅγιοι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: “διότι κάποτε ἤσασταν στὸ σκοτάδι, τώρα ὅμως ποὺ πιστεύετε στὸν Κύριο, εἶστε στὸ φῶς· νὰ ζεῖτε λοιπὸν σὰν ἄνθρωποι ποὺ ἀνήκουν στὸ φῶς.” (Ἐφ. 5,8). Ὁ ἴδιος θὰ πεῖ σὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς πιστοὺς πὼς εἶναι “σὰν λαμπερὰ ἀστέρια στὸν κόσμο, μένοντας σταθεροὶ στὸ εὐαγγέλιο ποὺ δίνει ζωὴ” (Φιλιπ. 2,15-16).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου
Πράγματι ὁ Κύριος εἶναι φῶς, ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν πλάνη στὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ἀρετή, ποὺ φωτίζει τὸ ἡγεμονικὸ (τὸ νοῦ) τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ τὸ κάνουν κι οἱ πιστοί. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος θὰ τὸ πεῖ αὐτὸ χαρακτηριστικά: Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀτομικὴ ὑπόθεση, οὔτε περιορίζεται σὲ κάποιο στενὸ κύκλο “ἐκλεκτῶν”, ἀλλὰ προσφέρεται σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἕνα εἶδος πνευματικότητας, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀντίθεση σὲ κάποιο δαιμονικὸ κατεστημένο, στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀποσύνθεση.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει τὴν καθολικὴ καὶ παγκόσμια εὐθύνη της, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ καθενός μας. Δὲ ζοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἢ γιὰ ἕναν ὁρισμένο κύκλο ἐθνικό, ἰδεολογικό, θρησκευτικὸ· ζοῦμε γιὰ τὰ ἀδέλφια μας παντοῦ πάνω στὴ γῆ, ὅσο κι ἂν διαφέρουν ἀπὸ μᾶς κι ὅσο κι ἂν μᾶς ἀντιμάχονται. Ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ στοὺς μαθητὲς του τὸ ἑξῆς σπουδαῖο παράγγελμα· “καὶ θὰ γίνετε δικοί μου μάρτυρες στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἰουδαία καὶ Σαμάρεια καὶ ὥς τὰ πέρατα τῆς γῆς” (Πράξ. 1,8). Μέχρι καὶ στὸ τελευταῖο μέρος τῆς γῆς ὀφείλουμε νὰ ἀνάψουμε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἠσαΐας ἀναφέρεται στὸν Πατέρα ποὺ ἀπευθύνεται στὸ Μεσσία καὶ τοῦ λέγει· “Ἰδοὺ δέδωκά σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναι σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς” . Τὸ φῶς τῶν ἐθνῶν, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς πιστοὺς νὰ τὸ μεταδώσει στὰ πέρατα τῆς γῆς. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ καθαρίζουν συνέχεια τὸν ἑαυτό τους μὲ πόνους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ταπεινώνουν τὴ σάρκα τους μὲ διάφορες ἀσκήσεις, ποὺ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη γεμίζουν τὸ νοῦ τους μὲ φῶς, αὐτοὶ ποὺ γνώρισαν «τοὺς λόγους τῶν ὄντων» καὶ ξεπέρασαν κάθε αἴσθηση τοῦ κόσμου, αὐτοὶ μποροῦν νὰ κηρύξουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ μεταδώσουν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, λέγει ὁ ὅσιος Νικήτας. Πρὸς αὐτοὺς ἀπευθύνεται ὁ Κύριος, ὅταν λέει:” Σεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου” (Ματθ. 5,14).
Τὸ χρέος τῶν πιστῶν
Μεγάλη εἶναι ἡ εὐθύνη τῶν πνευματικῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁπλῶν πιστῶν στὴ διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ἐπίσκοποι, κληρικοί, λαϊκοὶ ποὺ γνώρισαν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ βίωσαν, μεταδίδουν καὶ στοὺς ἄλλους τὸ βίωμά τους. Ἀντίθετα, ἐὰν αὐτοὶ ποὺ εἶναι ταγμένοι νὰ στέκονται «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» δείχνουν ἀδυναμία πρὸς τὴν πίστη, τότε καθυστερεῖ ὁ εὐαγγελισμὸς τῶν ἀνθρώπων καὶ γίνεται μάλιστα καὶ σκανδαλισμὸς στὶς ψυχές τους. Οἱ ἁμαρτίες μας καὶ ἡ κακὴ προσωπική μας ζωὴ ἐνεργεῖ ἀρνητικὰ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ Χριστό. Ἂς φροντίσουμε νὰ ἔχουμε συνέπεια λόγων καὶ πράξεων, ὥστε νὰ ἀνάπτεται συνεχῶς τὸ σωτήριο φῶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου σ’ ὅλη τὴ γῆ.
2.
Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων (Τιτ.γ´8-15)
Διονύσιος Ψαριανός, Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Τὰ ἀποστολικὰ καὶ τὰ εὐαγγελικὰ Ἀναγνώσματα δὲν διαβάζονται στὴν Ἐκκλησία μας ὅπως τύχη. Ἔχουν σειρὰ καὶ τάξη, ταιριάζουνε δηλαδὴ κάθε φορὰ στὰ ἑορταζόμενα γεγονότα καὶ πρόσωπα. Σήμερα λοιπὸν ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διαβάζουμε Ἀπόστολο ποὺ ταιριάζει στὰ ἑορταζόμενα ἱερὰ πρόσωπα καὶ τὸ ἔργο τους. Ἂς ξανακούσουμε τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα, γυρισμένο τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
Παιδί μου Τίτε, ὁ λόγος εἶναι ἀξιόπιστος κι ἀληθινός, γι\’ αὐτὸ καὶ θέλω νὰ κηρύττης καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνης ἐτοῦτα τὰ πράγματα, γιὰ νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸ Θεό· αὐτὰ εἶναι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους. Ὅσο γιὰ τὶς μωρολογίες καὶ τὶς γενεαλογίες καὶ τὶς φαγομάρες καὶ τοὺς σκοτωμοὺς γύρω ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτὰ νὰ τὰ ἀποφεύγης, γιατί ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν, μὰ καὶ ζημιώνουν. Ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει κατὰ ποὺ τοῦ ἀρέσει, μετὰ ἀπὸ πρώτη καὶ δεύτερη συμβουλή, νὰ τὸν παρατᾶς καὶ νὰ ξέρης πὼς ὁ τέτοιος ἄνθρωπος ξεστράτισε καὶ πάει χαμένος ἀπὸ μόνος του. Ὅταν θὰ σοῦ στείλω τὸν Ἀρτεμᾶ ἤ τὸν Τυχικό, φρόντισε νὰ \’ρθης κοντά μου στὴ Νικόπολη, γιατί ἐκεῖ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ περάσω τὸ χειμώνα. Στεῖλε μου τὸ Ζηνᾶ τὸ νομικὸ καὶ τὸν Ἀπολλὼ κι ἐφοδίασέ τους μὲ ὅλα τὰ χρειαζούμενα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λείπη τίποτα στὸ ταξίδι. Καὶ νὰ μαθαίνουν οἱ δικοί μας, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἄκαρποι, νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα, ἐκεῖνα ποὺ ἐξυπηρετοῦνε πραγματικὲς ἀνάγκες τῶν πιστῶν. Σὲ ἀσπάζονται ὅλοι ὅσοι εἶναι μαζί μου. Ἀσπάσου τοὺς πιστοὺς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν. Ἡ χάρη μὲ ὅλους ἐσᾶς. Ἀμήν.
Ἡ πίστη καὶ ὁ βίος τῶν χριστιανῶν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ εὐσέβεια κι ἡ ἀγάπη, καθὼς τὸ λέγαμε τὴν περασμένη Κυριακή, στηρίζονται στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Δὲν πιστεύουμε δηλαδὴ καὶ δὲ ζοῦμε κατὰ ποὺ θέλει ὁ καθένας, μὰ κατὰ ποὺ μᾶς λέγει ὁ Θεός. Ἡ θρησκεία μας εἶναι θρησκεία θεοδίδακτη. Αὐτὸ βλέπουμε νὰ λέγη ὁ Ἀπόστολος σήμερα, γράφοντας στὸ μαθητὴ του τὸν Τίτο, ποὺ τὸν εἶχε ἐγκαταστήσει Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας στὴν Κρήτη. Λίγο παραπάνω ἀπὸ τὰ πρῶτα λόγια τῆς σημερινῆς περικοπῆς ἔγραψε γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ, δηλαδὴ γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἦρθε καὶ δίδαξε τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ μᾶς ἔβαλε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Λέγει λοιπὸν τώρα στὸν Τίτο πὼς αὐτὸς ὁ λόγος, ὁ λόγος δηλαδὴ γιὰ τὴ θρησκεία μας, εἶναι ἀληθινὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν πιστεύη ὁ καθένας. Μὰ γιὰ νὰ πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει ὁ Τίτος σὰν Ἐπίσκοπος κι ὅλοι οἱ ἱεροὶ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας νὰ κηρύττουνε τὴν ἀληθινὴ θρησκεία καὶ νὰ τὴν ἐπιβεβαιώνουν μὲ τὸ βίο τους. Ἔτσι θὰ μαθαίνουν κι οἱ πιστοὶ νὰ πρωτοστατοῦν στὰ καλὰ ἔργα, σ\\\’ ἐκεῖνα δηλαδὴ τὰ ἔργα, ποὺ εἶναι τωόντι καλὰ καὶ ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους. Δύο φορὲς τὸ λέγει αὐτὸ στὴ σημερινὴ περικοπή· τὸ λέγει στὴν ἀρχή, τὸ λέγει καὶ στὸ τέλος. Γιὰ νὰ τονίση ἀκριβῶς πὼς δὲν ἀρκεῖ ἡ πίστη, μὰ χρειάζονται καὶ τὰ ἔργα, σὰν καρπὸς τῆς πίστεως. Ἡ πίστη χωρὶς τὰ καλὰ ἔργα, χωρὶς δηλαδὴ τὴν ἀγάπη, εἶναι, ὅπως τὸ γράφει ἄλλος Ἀπόστολος, νεκρή· κι ὁ χριστιανὸς ποὺ ἔχει τάχα πίστη, μὰ δὲν ἔχει καλὰ ἔργα, δηλαδὴ ἀγάπη, εἶναι σὰν τὸ ἄκαρπο δένδρο. Μὰ ὁ χριστιανὸς δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄκαρπος· πρέπει νὰ ἔχη πίστη ζωντανή, κι αὐτὸ θὰ πῆ, σὰν καρπὸς τῆς πίστεώς του, νὰ ἔχη ἔργα καλὰ καὶ ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους. Τέτοια εἶναι ὄχι ὅλα τὰ ἔργα ποὺ τάχα φαίνονται καλά, μὰ ὅσα ἐξυπηρετοῦνε καὶ θεραπεύουνε πραγματικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Γιατί εἶναι πολλὰ ἔργα ποὺ φαίνονται γιὰ καλά, μὰ δὲν εἶναι τωόντι καλὰ οὔτε ὠφέλιμα, καὶ γίνονται μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἱκανοποιηθῆ ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὸ συμφέρον ἐκείνων ποὺ τὰ κάνουν.
Μὰ ἀπὸ τὰ παληὰ χρόνια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στὴν Ἐκκλησία δὲν φάνηκαν μόνο ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι χωρὶς καλὰ ἔργα σὰν τὰ ἄκαρπα δένδρα, κι ἐκεῖνοι ποὺ τάχα ἔχουν τέτοια ἔργα, μὰ ποὺ δὲν εἶναι τωόντι καλὰ· φάνηκαν κι ἐκεῖνοι ποὺ βάλθηκαν νὰ φτιάξουν δική τους πίστη, ὄχι κατὰ πῶς λέγει ὁ Θεὸς στὶς θεῖες Γραφὲς καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, μὰ κατὰ πῶς τὸ κρίνουν καὶ τὸ θέλουν αὐτοί. Αὐτοὶ εἶναι οἱ αἱρετικοί. Αὐτοὶ φτιάχνουν δική τους θρησκεία καὶ δὲν ἔχουν πιὰ θέση στὴν Ἐκκλησία. Κοντὰ μ’ αὐτοὺς πᾶνε οἱ σχισματικοί. Αὐτοὶ ἔχουνε ὀρθὴ πίστη, μὰ γιὰ διάφορες ἄλλες αἰτίες χωρίζονται μόνοι τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα, χριστιανοί μου, εἶναι δύο μεγάλα κακὰ στὴν Ἐκκλησία· οἱ αἱρετικοὶ καὶ κοντὰ μ\’ αὐτοὺς οἱ σχισματικοὶ εἶναι ἄνθρωποι διεστραμμένοι καὶ πεισματάρηδες κι ὅπως τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος σήμερα, εἶναι αὐτοκατάκριτοι, δηλαδὴ μόνοι τους, μὲ τὸν τρόπο ποὺ πιστεύουν καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πράττουν, καταδικάζουνε τὸν ἑαυτό τους.
Τέτοιοι στὸν καιρό μας ἐδῶ στὸν τόπο μας αἱρετικοὶ εἶναι οἱ Γιεχωβάδες καὶ σχισματικοὶ εἶναι οἱ Παλαιοημερολογίτες. Οἱ Γιεχωβάδες εἶναι κακόδοξοι καὶ δὲν εἶναι κἄν χριστιανοί. Οἱ Παλαιοημερολογίτες εἶναι χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, μὰ γιὰ τὴ στενοκεφαλιά τους καὶ γιὰ τὸ πεῖσμα τους χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γιεχωβάδες δὲν θὰ εἴχαμε στὸν τόπο μας, ἂν δὲν ἦταν ἡ Ἀμερική· ἐκεῖ ξανάζησε καὶ φούντωσε ἡ παληὰ αἵρεση τοῦ χιλιασμοῦ κι ἔφτασε ὥς ἐδῶ, κι ἀπὸ ἐκεῖ ἔρχονται τὰ χρήματα μὲ τὰ ὁποῖα πληρώνονται οἱ ἐδῶ πράκτορες κι ἐξαγοράζουν τὶς συνειδήσεις ἁπλῶν καὶ φτωχῶν ἀνθρώπων.
Καὶ Παλαιοημερολογίτες δὲν θὰ εἴχαμε στὸν τόπο μας, ἂν δὲν ἦσαν κάποιοι κακοὶ πολιτικοί μας ποὺ θεραπεύουν γιὰ χάρη τῶν ψήφων τὶς ἀδυναμίες τοῦ λαοῦ, κι ἂν δὲν ἦσαν κάποιοι κακοὶ καλόγεροι ἀπὸ τ\’ Ἅγιον Ὄρος καὶ κάποιοι καθαιρεμένοι κληρικοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκμεταλλεύονται τὴν πίστη ἀνίδεων καὶ ἀγαθῶν ἀνθρώπων.
Ἄλλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στοὺς Γιεχωβάδες κι ἄλλη ἀπέναντι στοὺς Παλαιοημερολογίτες. Τοὺς δεύτερους, δηλαδὴ τοὺς Παλαιοημερολογίτες κι ἂν χωρίζονται αὐτοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐμεῖς πρέπει νὰ τοὺς θεωροῦμε ἀδελφούς μας καὶ τόσο πιὸ πολὺ νὰ τοὺς συμπαθοῦμε, ὅσο πιὰ τὸ ξέρουμε πὼς εἶναι ἄνθρωποι μὲ στενὴ ἀντίληψη καὶ ἀδύνατη συνείδηση. Τοὺς πρώτους, δηλαδὴ τοὺς Γιεχωβάδες, ἔχουμε χρέος μία καὶ δύο φορὲς νὰ τοὺς μιλήσουμε γιὰ τὸ καλό τους κι ἂν δὲν ἀκούσουν, ἔπειτα νὰ τοὺς ἀφήσουμε· πῆραν μόνοι τους τὸν κακὸ δρόμο καὶ πᾶνε χαμένοι. Οἱ Παλαιοημερολογίτες εἶναι τὰ πρόβατα ποὺ ξέκοψαν ἀπὸ τὸ κοπάδι· πλανιῶνται στὸ βουνὸ κι ἂν δὲν ξαναγυρίσουν στὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, κινδυνεύουν νὰ πέσουν στὸ στόμα τοῦ λύκου. Οἱ Γιεχωβάδες εἶναι τ\’ ἀρρωστημένα πρόβατα ποὺ δὲν παίρνουν πιὰ θεραπεία, μία καὶ δὲν θέλουν νὰ χωρισθοῦνε τὴν ἀρρώστια τους· πρέπει λοιπὸν νὰ τὰ διώξουμε ἀπὸ τὴ μάνδρα γιὰ νὰ μὴν κολλήσουν ἀρρώστια καὶ τ\’ ἄλλα πρόβατα. Στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας οἱ αἱρετικοὶ εἶναι τὰ ἄρρωστα καὶ σάπια μέλη, ποὺ πρέπει νὰ ἀποκόβωνται καὶ νὰ πετιοῦνται, ὄχι μόνο σὰν ἄχρηστα, μὰ καὶ σὰν ἐπικίνδυνα, ποὺ πᾶνε νὰ μεταδώσουνε τὴν ἀρρώστια τους σ\’ ὁλόκληρο τὸ σωματικὸ ὀργανισμό.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία. Ὅ,τι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι εἰδωλολατρία, εἶναι αἵρεση, εἶναι σχίσμα. Καὶ τῶν ἱερῶν Πατέρων ἐτοῦτο μαζὶ μὲ τ\\\’ ἄλλα εἶναι τὸ μέγα ἔργο· ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων γιὰ νὰ κρατήσουνε τὴν πίστη καὶ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πίστη εἶναι τὰ Δόγματα, ἡ τάξη εἶναι οἱ Κανόνες, ποὺ διατυπώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Πατέρας σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Γι\\\’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο σὲ τρεῖς Κυριακὲς ἑορτάζει τοὺς Ἱεροὺς Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων· γιὰ νὰ μαθαίνουμε ἐμεῖς τί πολύτιμος θησαυρὸς εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας καὶ νὰ ἀποφεύγουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Ἂς μένουμε τὸ λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία μας, ἂς ἀγαποῦμε τοὺς κανονικοὺς ἱερεῖς μας κι ἂς ὑπακούωμε στοὺς ἱεροὺς ποιμένας μας γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Ἀμήν.
3.
Θεολογία γεγονότων (Τίτ. γ 8-15)
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας, Ἀρχιμανδρίτης.
Μία ἐπιφανειακὴ ἀνάγνωση τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος δίνει τὴν ἐντύπωση μίας στείρας ἠθικολογίας. Δύο φορὲς ὁ Ἀπόστολος ἐπαναλαμβάνει τὴν προτροπὴ νὰ μάθουν οἱ πιστοὶ νὰ προΐστανται σὲ καλὰ ἔργα, θεωρώντας τα ὡς δεῖγμα πνευματικῆς καρποφορίας· καὶ μία φορὰ τοὺς συνιστᾶ νὰ ἀποφεύγουν τοὺς αἱρετικοὺς «μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν».
Ἀληθινὸς ἢ μόνο χρήσιμος;
Εὔλογα προκύπτει ἕνα ἐρώτημα ποὺ συχνὰ τίθεται ἀπὸ πολλούς: «Γιὰ ποιὸ λόγο νὰ εἶμαι χριστιανός, καὶ δὴ ὀρθόδοξος ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγω τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ μπορῶ καὶ χωρὶς τὴν ἔνταξή μου στὴν Ἐκκλησία νὰ εἶμαι ἕνας πολὺ καλὸς ἄνθρωπος; Μήπως δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἑτερόδοξοι, ἐτερόθρησκοι ἢ καὶ ἄθεοι, ποὺ ἔχουν πλούσια καρποφορία σὲ καλὰ ἔργα;». Προφανῶς, ὅποιος κάνει ἕνα τέτοιο ἐρώτημα, εἶναι σὰν νὰ λέει: «Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἂν ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀλήθεια ἢ ὄχι. Τὸ μόνο ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει εἶναι πόσο μὲ βοηθάει νὰ εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος. Κριτήριό μου δὲν εἶναι ἡ ἀλήθειά του, ἀλλὰ ἡ χρησιμότητά του». Ὅμως ἡ ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ὅτι εἶναι χρήσιμος. Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σύστημα ἠθικῆς. Ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι τονίζει: «Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι θεολογία γεγονότων». Εἶναι μαρτυρία γεγονότων. Ἂν τὰ γεγονότα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστιανισμὸς δίνει μαρτυρία, εἶναι μυθεύματα, τότε κανένας εἰλικρινὴς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ θέλει νὰ τὸν πιστέψει, ὅσο χρήσιμος κι ἂν τοῦ ἦταν.
Καὶ ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὴ σημερινὴ περικοπή, συνιστᾶ στὸν Τίτο νὰ μιλάει στοὺς πιστοὺς μὲ βεβαιότητα καὶ κύρος γι’ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔγραψε στὸ μόλις προηγούμενο τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς, δὲν ἀναφέρεται σὲ ἠθικὰ παραγγέλματα, ἀλλὰ στὸ γεγονὸς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Δηλαδή, στὸ ὅτι σὲ ἱστορικὸ χρόνο καὶ τόπο ἑνώθηκαν στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀσύγχυτα καὶ ἀχώριστα. Ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ πάψει ποτὲ νὰ εἶναι τέλειος Θεός, ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος «χωρὶς ἁμαρτίες». Ἔτσι κατέστη δυνατὸ ὄχι ἁπλῶς νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι ἀλλὰ νὰ ἀνακαινιστοῦμε, νὰ γίνουμε καινούργιοι ἄνθρωποι καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὴ τὴ σωτήρια ἀλήθεια τὴ διετράνωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Δ\’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Σήμερα γιορτάζουμε τὴ μνήμη τους. Μέσα σὲ δεκαέξι συνεδρίες, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 451 μ.Χ., κατέληξαν σὲ ὁμόφωνες ἀποφάσεις μετὰ ἀπὸ γόνιμες συζητήσεις.
Αἵρεση: χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ
Αὐτὲς οἱ συζητήσεις, βέβαια, δὲν εἶχαν καμία σχέση μὲ τὶς ἀνόητες συζητήσεις, τὶς ὁποῖες ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ τὸ Τίτο νὰ ἀποφεύγει. Πρόκειται γιὰ «μωρὲς ζητήσεις» (Τίτ. 3,9), ποὺ κατέληγαν σὲ μάταιες φιλονικίες καὶ διαμάχες γύρω ἀπὸ ζητήματα τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου. Τὶς προκαλοῦσαν ἰουδαΐζοντες χριστιανοί, προσκολλημένοι στὸ γράμμα τοῦ νόμου, ποὺ ἐπέμεναν νὰ κρατοῦν σὲ ἰσχὺ τὸν ἀτελῆ καὶ προδρομικὸ αὐτὸ νόμο στὴν ἐποχὴ τοῦ τέλειου εὐαγγελικοῦ νόμου καὶ τῆς φανέρωσης τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Αὐτό, φυσικά, ὁδηγοῦσε -ἂν ὄχι σὲ ἀκύρωση- ἔστω σὲ ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὁδηγοῦσε τελικὰ σὲ αἵρεση.
Ἑπομένως «αἵρεση» γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἁπλῶς μία θεωρητικὴ διαφωνία. Εἶναι λανθασμένος τρόπος ζωῆς. Ἔστω κι ἂν ἐξωτερικὰ μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἠθικὰ ἄψογη ζωή, εἶναι ψευδὴς ζωή, γιατί εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὴ σώζουσα ἀλήθεια καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ζοῦσαν πολὺ αὐστηρὴ καὶ ἠθικὰ ἄμεμπτη ζωή. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσης θὰ ἀκούσουν τὸ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» ἄνθρωποι, ποὺ ὄχι μόνο ἔζησαν ἠθικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἀξιώθηκαν «ἐν τῷ ὀνόματί του» καὶ νὰ προφητευόσουν, καὶ νὰ ἐκβάλουν δαιμόνια, καὶ νὰ κάνουν πολλὰ θαύματα (Ματθ. 7,22-23).
Αὐτὰ εἶχε στὸν νοῦ του ὁ ἀββὰς Ἀγάθων τοῦ Γεροντικοῦ, ὁ ὁποῖος -ἐνῶ δέχθηκε ἀδιαμαρτύρητα τὶς κατηγορίες ὅτι εἶναι «πόρνος, ὑπερήφανος, φλύαρος καὶ κατάλαλος»- ὅταν τὸν εἶπαν «αἱρετικό», ἀντέδρασε καὶ εἶπε: «Δὲν εἶμαι αἱρετικός». Καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν «διατὶ τὸν λόγον τοῦτον οὐκ ἐβάστασας;», Τοὺς ἀπάντησε: «Τὰ πρῶτα, τὰ χρεώνω τὸ ἑαυτό μου καὶ προκαλοῦν ὠφέλεια στὴν ψυχή μου, τὸ δὲ αἱρετικὸς εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Θεό». Γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα «χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ» δὲν εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ μία ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν ὄντως Ζωή.
Ἡ εὐθύνη τῆς ἔνταξης στὴν Ἐκκλησία
Ἕνας τέτοιος θανάσιμος χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ ἀφήνει ἀδιάφορο τὸν ποιμένα, ὁ ὁποῖος ὀφείλει μὲ ἐπανειλημμένες νουθεσίες νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐπαναφέρει τὸν πλανηθέντα στὴ μάνδρα τῆς σωτηρίας. Τὸ ὅριο τῶν δύο προσπαθειῶν, ποὺ θέτει ὁ Ἀπόστολος, προφανῶς δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ κατὰ γράμμα. Ἡ μεταστροφὴ τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου σίγουρα δὲν ἦταν καρπὸς δύο νουθεσιῶν τῆς ἁγίας Μόνικας. Καὶ ὁ Ἑβραῖος γιατρὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δὲν ἔγινε χριστιανὸς μὲ δύο μόνο προσπάθειες τοῦ Ἁγίου. Ὁ Παῦλος θέλει ἁπλῶς νὰ τονίσει ὅτι ὁ ἔμπειρος ποιμένας ἔχει τὴ διάκριση νὰ καταλάβει πότε πλέον πρέπει νὰ σταματήσει τὶς ἀπόπειρες «ἐπισυναγωγῆς» τοῦ πλανωμένου ἢ τοῦ ἐκπεσόvτος, γιὰ νὰ μὴ «δέρνει ἀέρα», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Τότε, βέβαια, αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει στὴν πλάνη του γίνεται αὐτοκατάκριτος, γιατί δὲν ἔχει πιὰ τὴ δικαιολογία ὅτι κανεὶς δὲν τὸν συμβούλευσε.
Ἑπομένως, κάθε ἄλλο παρὰ ἀπόσπασμα ἀπὸ ἐγχειρίδιο ἠθικῆς εἶναι τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀφοῦ μᾶς θυμίζει ὅτι σκοπὸς τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἠθική μας βελτίωση, ἀλλὰ ἡ ἐνσωμάτωσή μας στὴ μία Ἐκκλησία του, δηλαδὴ ἡ κατὰ χάριν θέωση καὶ αἰώνια σωτηρία μας, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε ἀπόλυτα ὑπεύθυνοι.
4.
Εὐαγγέλιον Ματθαίου 5, 14-19
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ, Ἀρχιμανδρίτης.
«Ὑμεῖς ἐστέ τὸ ἅλας τῆς γῆς˙ ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ὑμεῖς ἐστέ τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη. Οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Θέμα: Χριστιανικὸς χαρακτὴρ
Τὸ σοφὸν στόμα τοῦ Κυρίου φροντίζει διὰ ποικίλων τρόπων νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου τὰς θείας ἀληθείας. Τοῦτο πράττει ἄλλοτε διὰ θαυμάτων, ἵνα δὶ’ αὐτῶν δώσῃ ἐγκυρότητα εἰς τὴν ἀποστολήν του καὶ ἄλλοτε διὰ παραβολῶν, παρομοιώσεων καὶ ἀλληγοριῶν, ἵνα εἰσαγάγῃ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πλέον ἀγραμμάτου τὰς θείας ἀληθείας. Ὅπως τὸ καλὸν σῶμα, ὅταν ἔχῃ ὡραῖον ἔνδυμα, εἶναι ὡραῖον, κατὰ παρόμοιον τρόπον, ὅταν αἱ ὡραῖαι ἰδέαι ἐνδύωνται διὰ καλῶν ἐκφράσεων, παραβολῶν, εἶναι ὡραιόταται.
Ὁ Κύριος τὰς παραβολὰς καὶ ἀλληγορίας ἐκλέγει ἀπὸ τὴν ἀγροτικήν, κοινωνικὴν καὶ οἰκογενειακὴν ζωήν, ἵνα λαμβάνῃ εἰκόνας κοινάς καὶ γίνῃ ἀντιληπτὸς ὑπὸ μορφωμένων καὶ μή. Τρεῖς ἐκ τῶν πολλῶν ἄλλων ἀλληγοριῶν, τὰς ὁποίας ἐκλέγει καὶ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος, εἶναι καὶ αἱ τοῦ ἀνωτέρω Εὐαγγελίου. Παρομοιάζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς ὡς φῶς, ὡς ἅλας, ὡς πόλιν περίβλεπτον. Ἐπὶ λέξει. «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς, ὑμεῖς ἐστὲ πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», λέγει ὁ Κύριος. Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ποῖαι αἱ ἰδιότητες τῶν τριῶν αὐτῶν συμβόλων τοῦ φωτὸς τοῦ ἅλατος καὶ τῆς πόλεως καὶ δεύτερον ποίας ἠθικάς τῶν πιστῶν ἰδιότητας συμβολίζουσιν.
Α΄. Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Φῶς, ἅλας, πόλις.
Τὸ φῶς. Δὲν ὑπάρχει καθαρώτερον πρᾶγμα ἀπὸ τὸ φῶς. Λάβετε μίαν λάμπαν ἠλεκτρικὴν οἱασδήποτε ἐντάσεως. Ἀσφαλῶς θὰ ἴδητε πόσην καθαρότητα ἔχει τὸ φῶς ἰδίως κατὰ τὴν νύκτα. Λάβετε ἐπίσης μίαν λάμπαν ὄχι ἠλεκτρικήν, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνας τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, ἡ ὁποία καίει μὲ πετρέλαιον καὶ φυτίλιον. Ἴσως νὰ παρατηρήσετε ἀκαθαρσίαν εἰς τὸ πετρέλαιον, εἰς τὸ φυτίλι, εἰς τὸν σκελετὸν τῆς λάμπας. Παρ’ ὅλα αὐτὰ πόσον καθαρὸν τὸ φῶς, ἡ λαμπάδα ἡ τρεφόμενη ἀπὸ τόσην ἀκαθαρσίαν ! Τὸ ἴδιον δύνασθε νὰ παρατηρήσητε εἰς τοὺς ἀκόμη ἀκάθαρτους λύχνους τοῦ χωρίου. Ἡ τροφὴ τοῦ φωτὸς ἀκάθαρτος, τὸ τρεφόμενον φῶς καθαρόν!
Τὸ φῶς ὄχι μόνον εἶναι τὸ καθαρότερον ἀλλὰ καὶ τὸ φωτεινότερον πρᾶγμα. Φωτεινὸν δὲ αὐτὸ δεικνύει τὰς ἀκαθαρσίας καὶ καθαρότητας τῶν ἄλλων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα πλησιάζουν εἰς αὐτό. Τὸ φῶς δεικνύει μέχρι τῶν τελευταίων λεπτομερειῶν τὰς καθαρότητας καὶ ἀκαθαρσίας, ἐπὶ ἐκείνων ὅπου αἱ ἀκτῖνες τῶν προσπίπτουν. Ὥστε τὸ φῶς εἶναι καθαρὸν δὶ’ ἑαυτό, φωτεινὸν διὰ τοὺς ἄλλους!
Τὸ ἅλας. Τὸ ἁλάτι ἔχει τὴν ἰδιότητα καὶ ἱκανότητα νὰ διεισδύῃ εἰς τὰ φαγητά, ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, καὶ νὰ διαποτίζῃ μέχρι τοῦ τελευταίου μορίου, ἐὰν εἶναι ἀνόργανος οὐσία, ὡς τὸ ὕδωρ, μέχρι τοῦ τελευταίου κυττάρου, ἂν εἶναι ὀργανικὴ οὐσία, ὡς αἱ τροφαί. Διαποτίζον ὅμως οὕτω ὁλόκληρον τὸ φαγητὸν κάμνει αὐτὸ περισσότερον εὔγεστον, περισσότερον νόστιμον. Ἀλλὰ ἐνῷ εἶναι διεισδυτικώτατον στοιχεῖον καὶ θὰ ἐπερίμενε κανεὶς νὰ ἐπιφέρῃ τὴν διάλυσιν καὶ ἀποσύνθεσιν, τοὐναντίον! Τὸ ἅλας εἶναι ὄχι μόνον διεισδυτικὸν ἀλλὰ καὶ συνεκτικὸν τῶν τροφῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, προλαμβάνει τὴν σαπίλαν. Διά νὰ προφυλάξωμεν λ.χ. τὸ κρέας ἐκ τῆς ἀποσυνθέσεως, εἰς τὴν ὁποίαν τείνει, τὸ ἀλατίζομεν. Διά νὰ προφυλάξωμεν τὸν τυρὸν κ.λ.π. οὐσίας ἀπὸ τὴν διάλυσιν, τὰς ἁλατίζομεν. Ὥστε τὸ ἁλάτι ἔχει τὰς ἰδιότητας νὰ διαποτίζῃ, νὰ νοστιμεύῃ τὰς τροφὰς ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, ἀλλὰ καὶ νὰ συγκρατῇ μερικῶν ἐξ αὐτῶν τὴν ἀποσύνθεσιν. Μὲ ὀλίγα λόγια τὸ ἅλας εἶναι διεισδυτικὸν καὶ συνεκτικὸν τῶν τροφῶν μας. Τὸ ἁλάτι εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν χάσῃ τὴν στυφτικὴν τοῦ ἰδιότητα, περιφρονεῖται καταπατούμενον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἄχρηστον.
Ὁ Κύριος ὅμως φέρει πλὴν τῶν ἀνωτέρω καὶ τὴν πόλιν τὴν ἐπάνω ὄρους κειμένην. Ὅπως εἰς τὸ φῶς δὲν δύναται τίποτε νὰ κρυφθῇ, οὕτω καὶ ἡ ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένη πόλις εἶναι περίβλεπτος εἰς πάντας. Ὅλοι οἱ διαβᾶται ὑψώνουσι τὸ βλέμμά των πρὸς αὐτήν. Ὁ πρὸς αὐτὴν κατευθυνόμενος διαβάτης γνωρίζει πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει, δὲν πελαγοδρομεῖ. Βαδίζει ἐπὶ τοῦ ἀσφαλοῦς, διότι βλέπει τὸν ἀντικειμενικὸν σκοπόν, πρὸς τὸν ὁποῖον κατευθύνεται.
Ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς χριστιανοὺς ὡς φῶς, ἅλας, πόλιν περίβλεπτον. Εἴδομεν τὰς ἰδιότητας τῶν συμβόλων τούτων. Ἂς ἴδωμεν τώρα καὶ τὰ δι’ αὐτῶν συμβολιζόμενα.
Β΄. Ἐκ τῆς ζωῆς. Ὁ χαρακτὴρ τοῦ πιστοῦ.
Εἴπομεν, ὅτι αἱ συμβολιζόμεναι ἰδιότητες εἶναι: Καθαρότης καὶ φωτεινότης τοῦ φωτός, διεισδυτικότης καὶ συνεκτικότης τοῦ ἅλατος, τὸ περίβλεπτον τῆς πόλεως. Τοιοῦτος πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ Χριστιανός. Καθαρός! Ἔργα, λόγια, βλέμματα, ἀκούσματα, λογισμοὶ τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ εἶναι καθαροί, πεντακάθαροι. Δὲν πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του νὰ ἐκστομίζῃ λόγους ἀπρεπεῖς, δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέπῃ νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὸν λογισμὸν του σκέψεις κατὰ τοῦ ἄλλου μοχθηραί, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βλέπῃ ἐκεῖ, ὅπου τὸ μόλυσμα θὰ τοῦ λερώσῃ τὴν ψυχήν, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀκούῃ λόγια μοχθηρὰ ἤ προσβάλλοντα τὴν αἰδημοσύνην. Μὲ ἕνα λόγον πρέπει νὰ καθαρίσῃ γλῶσσαν, μάτια, αὐτιά, χεῖρας καὶ πόδας.
Καθοριζόμενος οὕτω ὁ Χριστιανὸς καὶ γενόμενος φῶς, θὰ φωτίζῃ τοὺς ἄλλους. Οἱ ἄλλοι φωτιζόμενοι θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ βλέπουν τὰς ἀκαθαρσίας των. Τὸ καλὸν παράδειγμα, τὰ συνετὰ λόγια ἔχουν τόσην δύναμιν καὶ τόσον φῶς, ὥστε θὰ χρησιμεύσουν ὡς καθρέπτης τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.Θὰ ξεδιπλώνωνται ἐμπρὸς εἰς τὴν φωτιστικὴν αὐτὴν δύναμιν οἱ πλέον κρυφὲς δίπλες τῆς ψυχῆς. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι φῶς καὶ καθρέπτης διὰ τοὺς ἄλλους μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως δηλαδὴ τὸ βράδυ προκειμένου νὰ ἴδῃ τις τὸν ἑαυτὸν του ἔχει ἀνάγκην καθρέπτου καὶ φωτός, οὕτω καὶ ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι φῶς καὶ καθρέπτης εἰς τοὺς ἄλλους.
Ἀλλὰ ἐν ᾧ τὸ καλὸν παράδειγμα εἶναι τὸ διεισδυτικώτερον εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἄλλου εἶναι καὶ τὸ συνεκτικώτερον. Αὐτὸ ὡς τὸ ἅλας θὰ συγκράτησῃ καὶ θὰ σύνδεσῃ τὴν οἰκογένειαν μεταξύ της, τὸν πατέρα μὲ τὸ παιδί, τὸ παιδὶ μὲ τὸν πατέρα, τὸν ἀδελφὸν μὲ τὸν ἀδελφόν, τὸν φίλον μὲ τὸν φίλον, τὴν φίλην μὲ τὴν φίλην. Θὰ συνδέῃ καὶ θὰ νοστιμεύῃ τοὺς δεσμοὺς τῆς κοινωνίας, τῆς οἰκογενείας, τῆς φιλίας, συγγενείας κ.λ.π. ὅπως τὸ ἁλάτι νοστιμεύει τὰ φαγητά. Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὴν δύναμιν καὶ ἀποστολὴν νὰ προφυλάξουν τὴν κοινωνίαν ἀπὸ τὴν σαπίλαν, ὅπως τὸ ἁλάτι προφυλάσσει τὰ φαγητὰ ἀπὸ τὴν σῆψιν.
Ὅπως ὅμως τὸ ἁλάτι, ὅταν χάσῃ τὴν ἁλιστικὴν του δύναμιν, ἀπορρίπτεται καὶ ὑπὸ οὐδενὸς ἄλλου ἁλατίζεται, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ Χριστιανὸς διδάσκαλος, ὅταν χάσῃ τὴν φωτιστικήν του δύναμιν πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὑπὸ οὐδενὸς ἄλλου φιλοσοφικοῦ συστήματος δύναται νὰ ἱκανοποιηθῇ καὶ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων περιφρονεῖται.
Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», διότι αὐτοὶ θὰ φωτίζουν, θὰ ἐμπνέουν, θὰ κατευθύνουν τὸν κόσμον καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ κρυβῶσιν. Ἑπομένως πρέπει νὰ προσέχωσι πολὺ εἰς τὸν ἑαυτὸν των. Διὰ τὸν αὐτὸν λόγον ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς μαθητάς του πρὸς λύχνον, ὁ ὁποῖος δὲν σκεπάζεται ὑπὸ οἰκιακοῦ σκεύους, «τοῦ μοδίου» (Ρωμαϊκοῦ μέτρου σιτηρῶν 1/6 τοῦ Ἕλλην. μεδίμνου) ἀλλὰ τίθεται εἰς τὴν λυχνίαν, τὸν λυχνοστάτην, ἵνα φωτίζῃ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ οἴκου. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ καλὸς Χριστιανὸς γίνεται πολικὸς ἀστήρ, κατευθεντήριος γραμμὴ τοῦ περιβάλλοντος, εἰς τὸ ὁποῖον ζῇ, εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους συναναστρέφεται. Ὁσονδήποτε καὶ ἂν κρύβῃ οὗτος τὰς ἀρετάς του, οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι τὸν περιβάλλουν, ὀσφραίνονται τὸ κρυφὸν ἄρωμα, τὸ ὁποῖον πνέει καὶ γίνεται περίβλεπτος σἄν τὴν πόλιν τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένην. Τέλος ὁ Κύριος συνιστᾷ, ὅτι σκοπὸς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, «ὅπως ἂν ἴδωσι τὰ καλὰ ὑμῶν ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Διδακτικώτατον παράδειγμα χριστιανικοῦ φωτός, τὸ ὁποῖον ἔγινε σκότος καὶ χριστιανικοῦ ἅλατος, τὸ ὁποῖον ἠχρηστεύθη εἶναι ὁ μάρτυς Σαπρίκιος. Οὗτος συνεδέετο φιλικώτατα μετὰ ἄλλου τινὸς κληρικοῦ ὀνομαζόμενου Νικηφόρου. Ἡ φιλία των ὅμως ἔπειτα ἀπὸ ἔτη ἔσπασε. Κηρύσσεται ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Βαλεριανοῦ. Ὁ Σαπρίκιος συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς φρικτὰ μαρτύρια. Ὁ Νικηφόρος σπεύδει, γονατίζει ἐνώπιόν του καὶ ζητεῖ συμφιλίωσιν μαζί του. Ὁ Σαπρίκιος ἀρνεῖται. Ὁδηγεῖται εἰς τὸ μαρτύριον ὁ Σαπρίκιος καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀρνῆται τὴν συμφιλίωσιν μετὰ τοῦ Νικηφόρου. Ὅταν ἦτο ἕτοιμος ὁ δήμιος νὰ καταφέρῃ τὴν μάχαιραν, ὁ Σαπρίκιος δειλιάζει καὶ ἀρνεῖται τὸν Χριστὸν ὑποσχόμενος νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοῦτο σπεύδει αὐτὸς ὁμολογῶν, ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ λαμβάνει τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου Πόσον φῶς καὶ ἅλας ἦτο ὁ Νικηφόρος, πόσον σκότος καὶ ἀνάλατος ἐφάνη ὁ Σαπρίκιος!
Ἡ συμπλήρωσις τοῦ Νόμου γενικῶς (Ματθ. 5,17—20)
«Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἤ τοὺς προφήτας. Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου, ἕως πάντα γένηται».
Νόμος ἐνταῦθα, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παρέλθῃ, εἶναι ὁ ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελίου συμπληρωθείς παλαιὸς νόμος τῶν προφητῶν καὶ τοῦ Μωϋσέως. Ὁ Κύριος συνεπλήρωσε τοὺς προφήτας πληρώσας δὶ’ ἔργων, ὅσα ἐκεῖνοι προεφήτευσαν περὶ Αὐτοῦ. Ἐπλήρωσε δὲ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως συμπληρώσας αὐτόν, ὡς θὰ ἴδωμεν κατωτέρω λεπτομερῶς, ἐκριζῶν τὰς ἀφορμάς τῶν παθῶν. Ὅ,τι οἱ ἄλλοι ὁ Μωϋσῆς δηλαδὴ καὶ οἱ προφῆται ὡς σκιὰν ἀφῆκαν, ἐσκιαγράφησαν, ὁ Κύριος ἐζωγράφησε συμπληρώσας τὴν σκιὰν διὰ τῶν χρωμάτων. Ὁ ζωγράφος δὲν καταλύει τὴν σκιαγραφίαν ἀλλὰ συμπληροῖ. Οὕτω καὶ ὁ Χριστός. Ὅπως ὁ σπόρος ὁ πεσῶν εἰς τὴν γῆν δὲν ἀνανεοῦται, ἂν πρῶτον δὲν φθαρῇ, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ εὐαγγελικὸς νόμος εἶναι ἄνθος καὶ κορωνὶς τοῦ παλαιοῦ νόμου, τοῦ σπόρου ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀποσυνετέθη. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ παλαιὸς νόμος ἐξευγενίζεται, γίνεται αἰώνιος συμπληρούμενος ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου.
«Ἰῶτα» εἶναι ἡ ἰδικὴ μας ὑπογεγραμμένη καὶ «κεραία» εἶναι ὁ ἰδικὸς μας τόνος εἰς τὰς λέξεις. Ἑπομένως τὰ πλέον νομιζόμενα ἀσήμαντα εἰς τὰ λόγια τοῦ Κυρίου θὰ ἐκπληρωθῶσι θὰ ἐφαρμοσθῶσιν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν. Ἐὰν δὲν ἐφαρμοσθῶσι, θὰ τιμωρηθῶσιν οἱ παραβᾶται. «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὃς δ’ ἂν ποίησῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Ὁ Κύριος βεβαιοῖ, ὡς εἴπομεν, ὅτι δὲν καταργεῖ ἀλλὰ συμπληροῖ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον διὰ τοῦ Εὐαγγελίου δίδων τόνον καὶ εἰς τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα. Ὅταν θὰ ἀδιαφορήσῃ τις διὰ τὰς μικρᾶς ἁμαρτίας, θὰ ἀδιαφορήσῃ δὶ’ αὐτὸν ὁ Θεός. Δὲν πρόκειται περὶ ἀθετήσεως τῶν μικρῶν ἐντολῶν ἐκ συναρπαγῆς στιγμιαίας ἀλλὰ περὶ συστηματικῆς παραγνωρίσεως, ὥστε νὰ διδάσκῃ τὴν παραγνώρισιν ταύτην ὡς ἀλήθειαν. Ἵνα μὴ νομίσωμεν ὅμως, ὅτι ὁ μὴ προσέχων τὰς ἐλαχίστας ἐντολάς τοῦ συμπληρωθέντος Ἑβραϊκοῦ νόμου «ἐλάχιστος κληθήσεται» ἤτοι θὰ ἀξιωθῇ μὲν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἐλάχιστος, θ’ ἀπολαμβάνῃ μικράν δόξαν, ὁ Κύριος συνεχίζει, «Λέγω γὰρ ὑμῖν, ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Πρέπει ἡ ἀρετή μας νὰ εἶναι μεγαλύτερα τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ μὲν Φαρισαῖοι προσεῖχον εἰς τὰς παραδόσεις, οἱ δὲ γραμματεῖς εἰς τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ χριστιανὸς θὰ προσέχῃ εἰς τὰς ῥίζας τῶν κακιῶν. Ἑπομένως ἡ συμπλήρωσις αὕτη τοῦ Παλαιοῦ νόμου συνίσταται εἰς τὴν προσθήκην μεγαλυτέρων ἀρχῶν καὶ ὁ παραβὰς αὐτάς ἐκ συστήματος δὲν θὰ ἀξιωθῇ τῆς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ.
Ποίαν ἀξίαν ἔχει ἡ μικρὰ ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν περιφρονοῦμεν, ἐνῷ ὁ Κύριος συνιστᾷ προσοχὴν καὶ εἰς αὐτήν, φαίνεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς: Ἡ βασίλισσα Σεμίραμις παρεκάλεσε τὸν βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων νὰ τῆς ἐπιτρέψῃ νὰ βασιλεύσῃ καὶ αὐτὴ ἐπὶ χρόνον τινά. Ἐκεῖνος δὲν ἤθελεν. Ἡ Σεμίραμις τὸν παρεκάλεσε νὰ βασιλεύσῃ μίαν μόνον ἡμέραν. Ὁ βασιλεὺς ἀρνεῖται. Ἡ Σεμίραμις κλαίουσα παρακαλεῖ νὰ βασιλεύσῃ μίαν μόνην ὥραν. Ὁ βασιλεὺς καμφθείς ἀπὸ τὰ δάκρυά της καὶ τὴν μικράν αἴτησιν της ἐπιτρέπει. Ἡ Σεμίραμις γινομένη βασίλισσα διατάσσει νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν βασιλέα. Αὐτὸ καὶ ἔγινεν. Κατόπιν ἡ Σεμίραμις βασιλεύει διὰ πάντα. Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁμαρτία. Ὁσονδήποτε μικρὰ καὶ ἂν εἶναι ἔχει μεγάλας συνεπείας.
5.
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ΄Οικουμενικής Συνόδου – Φωστήρες υπέρλαμπροι
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Τιτ. γ΄ 8 – 15
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ματθ. ε΄ 14 – 19
1. Ἡ μεγάλη εὐθύνη
Ἐξαιρετικὰ κρίσιμο καὶ καθοριστικὸ γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἦταν τὸ ἔργο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 451 μ.Χ. σ’ ἕνα προάστιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴ Χαλκηδόνα, μὲ σκοπὸ νὰ διατυπώσει μὲ ἀκρίβεια τὸ Χριστολογικὸ δόγμα, δηλαδὴ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Καὶ πράγματι, μὲ τὴ χάρη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ 630 θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴ Σύνοδο, μᾶς παρέδωσαν τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος ποὺ ἀποτελεῖ ἔκτοτε ἀπαράβατο ὅρο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Δικαίως λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ἀφιερώνει τὴν Κυριακὴ αὐτὴ στὴ μνήμη τους καὶ ὁρίζει ὡς εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία» τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ἀπευθύνεται στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του καὶ λέγει: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου· οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη»· ἐσεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διότι ἔχετε προορισμὸ μὲ τὸ φωτεινό σας παράδειγμα νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης. Μιὰ πόλη ποὺ βρίσκεται πάνω σὲ βουνὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφτεῖ. Ἔτσι καὶ ἡ δική σας ζωὴ θὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ ὅλους.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀνάβουν τὸ λυχνάρι γιὰ νὰ τὸ βάλουν κάτω ἀπ’ τὸν κάδο μὲ τὸν ὁποῖο μετροῦν τὸ σιτάρι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ τοποθετήσουν πάνω στὸ λυχνοστάτη, ὥστε νὰ φωτίζει ὅλους ὅσους εἶναι μέσα στὸ σπίτι.
Ἔτσι, σὰν λυχνάρι σωστὰ τοποθετημένο, ἂς λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους· γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν ἐπουράνιο Πατέρα σας.
Ὁ κόσμος γύρω μας ζεῖ μέσα στὸ σκοτάδι. Οἱ ἀθεϊστικὲς ἀντιλήψεις καὶ οἱ αἱρετικὲς δοξασίες, ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ ἀνηθικότητα, οἱ ἀδικίες καὶ τὰ ἐγκλήματα βυθίζουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπελπισία καὶ στὴν ἀπόγνωση. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πυκνὸ σκοτάδι, ὁ πιστὸς χριστιανὸς καλεῖται νὰ γίνει φάρος φωτεινὸς ποὺ θὰ δείχνει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀσφαλὴ πορεία γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἄλλωστε δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καὶ διαφορετικά. Ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γίνεται ὅλος φῶς καὶ φωτίζει καὶ τοὺς γύρω του.
Αὐτὴ ὅμως ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς χριστιανοὺς συνεπάγεται καὶ τεράστια εὐθύνη. Ἀπαιτεῖ συνέπεια ἔργων καὶ λόγων. Ἀκρίβεια βίου καὶ πολιτείας. Ὁ σωστὸς χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει διπλὴ ζωή. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος στὸ σπίτι, ἄλλος στὴν ἐργασία κι ἄλλος στὴν ἐκκλησία. Ζεῖ παντοῦ καὶ πάντοτε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ζωή του εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», καὶ γι’ αὐτὸ προσέχει νὰ μὴ σκανδαλίζει. Πολλοὶ ἄνθρωποι προσβλέπουν σ’ αὐτὸν μὲ ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη. Ἀλίμονο, ἂν ἀντὶ νὰ τοὺς καθοδηγήσει στὸ φῶς, τοὺς ὁδηγήσει στὸ σκοτάδι!
Αὐτὸ δὲν συνέβη μὲ τὸν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκορο καὶ τὸν Εὐτυχή, ποὺ ἦταν ἱερέας στὴν Κωνσταντινούπολη; Ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ παρέσυραν πολλοὺς στὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοὺς κατεδίκασε. Κανεὶς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ μεταβάλει στὸ ἐλάχιστο τὴν αἰώνια διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος στὴ συνέχεια τῆς «ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας»:
2. Χωρὶς τὴν ἐλάχιστη παρέκκλιση
–Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα γιὰ νὰ καταργήσω καὶ ν’ ἀκυρώσω τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ ἢ τὴ διδασκαλία τῶν προφητῶν. Δὲν ἦλθα νὰ τὰ καταργήσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νὰ σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια.
Διότι ἀληθινὰ σᾶς λέω καὶ σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι, ὅσο παραμένουν καὶ δὲν καταστρέφονται ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕνα γιῶτα ἢ ἕνα κόμμα, οὔτε δηλαδὴ ἡ πιὸ μικρὴ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς δὲν θὰ παραπέσει ἀπὸ τὸ Νόμο καὶ δὲν θὰ χάσει τὸ κύρος της, μέχρι νὰ ἐπαληθευθοῦν καὶ νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα ὅσα διδάσκει ὁ Νόμος.
Κι ὁποιοσδήποτε παραβεῖ ἔστω καὶ μία ἀπὸ τὶς ἐντολές μου αὐτὲς ποὺ φαίνονται πολὺ μικρές, καὶ διδάξει καὶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὶς θεωροῦν μικρὲς κι ἀσήμαντες, θὰ κηρυχθεῖ ἐλάχιστος καὶ τελευταῖος στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ ἐφαρμόσει ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἐντολὲς καὶ θὰ διδάξει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὶς τηροῦν, αὐτὸς θὰ ἀνακηρυχθεῖ μεγάλος στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Γι’ αὐτὸ ἀναδείχθηκαν μεγάλοι καὶ οἱ ἅγιοι 630 θεοφόροι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διότι μὲ τὴ θερμὴ πίστη καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀφοσίωσή τους στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησία ἀξιώθηκαν νὰ ὀρθοτομήσουν «τὸν λόγον τῆς ἀληθείας», χωρὶς νὰ παρεκκλίνουν οὔτε στὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλαμψαν μέσα στὸν κόσμο ὡς «φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς ἀληθείας Χριστοῦ» (Κάθισμα Ὄρθρου ἁγίων Πατέρων) καὶ καλοῦν κι ἐμᾶς νὰ βαδίσουμε στὰ ἴχνη τους· ἀπέναντι στὶς καταιγιστικὲς προκλήσεις τοῦ πανθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ἦθος, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις, γιὰ νὰ μεταδίδουμε γύρω μας τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ ζωῆς.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”