Καλογερόπουλος Ἰωάννης, Ἱερεύς.

Θυμίζω ἁπλῶς καὶ ἐπιγραμματικὰ τὶς δύο ἄλλες αἰτίες ποὺ τὰ παιδιὰ λένε ψέματα, γιὰ νὰ μποῦμε στὴν τρίτη. Πρῶτον τὶς συνθῆκες, τὶς σχέσεις γονέα καὶ παιδιοῦ ποὺ προδιαθέτουν τὸ ψέμα, ἐπειδὴ τὸ παιδὶ φοβᾶται νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια, δεύτερον τὴ μίμηση καὶ τὴν ταύτιση τοῦ παιδιοῦ μὲ τὸν γονέα, ὁ ὁποῖος συνηθίζει νὰ λέει τὸ ψέμα, εἴτε μέσα στὴν οἰκογένεια εἴτε καὶ ἔξω.

Καὶ περνᾶμε τώρα στὴ τρίτη αἰτία, ποὺ εἶναι τὸ φαινόμενο τῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι μὲ παράπονο καὶ ἀπορία λένε: «Μέχρι τώρα εἴχαμε μιά πολὺ καλὴ σχέση μὲ τὰ παιδιά μας, τὰ ξέραμε ὅλα, μᾶς τὰ λέγανε ὅλα, δὲν εἶχαν τίποτε νὰ κρύψουν, καὶ ξαφνικὰ ἄρχισαν τὸ ψέμα». Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια καὶ συμβαίνει στὴν ἐφηβεία κυρίως, καὶ πράγματι ἀξίζει τὸ κόπο νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὰ αἴτια.

Τὰ αἴτια βρίσκονται σὲ αὐτὲς τὶς ἀλλαγές, ποὺ συμβαίνουν στὴν ἐφηβεία, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι, ὅτι ὁ ἔφηβος ἀρχίζει νὰ ζητάει τὴν προσωπική του ταυτότητα, ἀρχίζει δηλαδὴ νὰ παίρνει ἀποστάσεις ἀπὸ τοὺς γονεῖς, νὰ ἀνεξαρτητοποιεῖται καὶ νὰ ἀναζητάει νὰ δει ποιός εἶναι αὐτὸς πιά, καὶ δὲν θέλει νὰ εἶναι πλέον τὸ παιδί, ποὺ πιστεύει ἢ κάνει αὐτὰ ποὺ οἱ γονεῖς του θέλουν.

Αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς ἀπόστασης καὶ τῆς βαθμιαίας ἀνεξαρτητοποιήσεως εἶναι κάτι ποὺ θὰ κρατήσει ἀρκετὰ χρόνια. Αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι δύσκολο καὶ ὀδυνηρὸ πολλὲς φορές. Καὶ ὅταν ὁ ἔφηβος ἔχει διαμορφώσει μία πολὺ στενὴ σχέση μὲ τοὺς γονεῖς, ὅπου τὰ λέει ὅλα, ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας εἶναι νὰ θέλει νὰ διαμορφώσει σιγὰ-σιγὰ καὶ ἕνα δικό του προσωπικὸ χῶρο. Τὸ χῶρο νὰ τὸν πάρουμε μεταφορικά, ὄχι κυριολεκτικὰ μόνο, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς τὸ βλέπουμε καὶ κυριολεκτικὰ νὰ ἰσχύει, δὴλ στὴν ἐφηβεία ἀρχίζει νὰ κλείνεται στὸ δωμάτιό του περισσότερο ὁ ἔφηβος καὶ αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι φυσιολογικό.

Ἀλλὰ ὅπως συμβαίνει κυριολεκτικὰ μὲ τὸ χῶρο, συμβαίνει καὶ μεταφορικά, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀρχίζει νὰ ζητάει ἕναν ψυχολογικὸ χῶρο, ποὺ νὰ εἶναι δικός του, ἐκεῖ ποὺ νὰ μὴν παρεμβαίνει τὸ μάτι τοῦ μεγαλύτερου, ἀλλὰ καὶ νὰ μην ὑπεισέρχεται τὸ βλέμμα τοῦ γονιοῦ. Αὐτὸ εἶναι μία ἀπόλυτα φυσιολογικὴ ἀνάγκη τοῦ παιδιοῦ καὶ ἐντάσσεται στὴν πορεία πρὸς τὴν ἀνεξαρτησία. Τὸ θέμα εἶναι ὅτι πολλὲς φορὲς ἐμεῖς ἔχουμε καλομάθει ἀπὸ μία πολὺ στενὴ σχέση ὅπου μας ἔλεγε τὰ πάντα, καὶ ὅταν ἀρχίσει νὰ μᾶς ἀποκρύπτει ἢ ἔστω μέσω ψέματος νὰ σκεπάζει ὁρισμένες πτυχὲς τῆς ζωῆς του, ἀνησυχοῦμε. Ἐὰν καταλάβουμε αὐτὴ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἐφήβου, τὸ θέμα μπορεῖ νὰ λήξει ἐκεῖ. Μποροῦμε δηλαδὴ νὰ σεβαστοῦμε αὐτὴ τὴν ἀνάγκη του καὶ τότε θὰ πάψει τὸ ψέμα νὰ ὑπάρχει, ἀφοῦ ἐμεῖς θὰ τοῦ παραχωρήσουμε αὐτὸν τὸν ψυχολογικὸ χῶρο.

Εἶναι πολὺ σπουδαῖο νὰ γίνει τὸ παιδὶ μας ἀνεξάρτητο, καὶ μάλιστα εἶναι λανθασμένη ἡ τακτική, ποὺ ἔχουν μερικὰ παιδιὰ πρὸς τοὺς γονεῖς, δήλ. νὰ μιλοῦν ὅπως μιλοῦσαν στὴν ἡλικία τῆς ἐφηβείας λέγοντάς τους τὰ πάντα. Ἀργότερα, ἀκόμη καὶ ὡς παντρεμένοι, αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ μιλήσουν μὲ τοὺς γονεῖς ὅπως ὅταν μιλοῦσαν πρίν, μὲ καθημερινὰ τηλεφωνήματα ἢ μὲ συχνὲς ἐπαφές, χωρὶς νὰ εἶναι μπροστὰ ὁ σύζυγος ἢ ἡ σύζυγος. Καὶ πολὺ συχνὰ εἶναι μπροστὰ καὶ δημιουργοῦνται προβλήματα, διότι γίνεται ἔντονη αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία καὶ δὲν μπορεῖ τὸ ζευγάρι νὰ μείνει μόνο του. Ή τὸ ἀκόμα χειρότερο, ὅταν ἔχουν μεταξύ τους προβλήματα, νὰ συνηθίζουν νὰ πηγαίνουν νὰ τὰ ποῦν στοὺς γονεῖς τους. Βέβαια ἐξαρτᾶται τί ὑποδοχῆς θὰ τύχουν τὰ παράπονα αὐτὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Καὶ ἐκεῖ πραγματικᾶ ειναι μεγάλη ἡ δυνατότητα τους νὰ στηρίξουν αὐτὴ τὴν νέα οἰκογένεια ἢ νὰ τὴν γκρεμίσουν.

Πάντως ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν γονέων, εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἑκούσια ἐπέμβασή τους. Θὰ πρέπει π.χ. νὰ ψάξει «νὰ τὰ βρεῖ» ὁ ἄντρας μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ὄχι νὰ καταφεύγει ὁ ἄντρας στοὺς γονεῖς του ἢ καὶ τοὺς γονεῖς της. Κάθε ἐνέργεια ποὺ γίνεται γιὰ βοήθεια ἀπὸ τοὺς γονεῖς εἶναι λάθος. Ἐφόσον παντρεύτηκε εἶναι ἀνεξάρτητος, και έχει μία καινούργια οἰκογένεια, καὶ θὰ πρέπει νὰ λύσει τὸ πρόβλημα μόνο μὲ τὸ κατάλληλο πρόσωπο ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὴν/τὸν σύζυγο. Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα.

Εἶναι ὅμως λίγο δύσκολο νὰ τὰ δοῦμε στὴν Ἑλλάδα ἔτσι, ποὺ οἱ δεσμοὶ οἱ οἰκογενειακοὶ εἶναι πάρα πολὺ ἰσχυροί. Γνωρίζουμε ὅτι σὲ χῶρες σὰν τὴν Ἀμερικὴ εἶναι πολὺ συνηθισμένο τὸ φαινόμενο, ὅταν ἐνηλικιωθεῖ ὁ νέος, στὰ δεκαοκτὼ, νὰ πάει νὰ ζήσει μόνος του καὶ νὰ ἐργάζεται κιόλας. Δὲν λέμε ὅτι θέλουμε νὰ φτάσουμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ἂν μπορούσαμε στὴν Ἑλλάδα νὰ πετύχουμε ὁ νέος, ὅταν ἀρχίσει νὰ ἐργάζεται καὶ ἔχει χρήματα στὰ χέρια του, στὰ εἴκοσι πέντε ἂς ποῦμε, νὰ ζοῦσε μόνος του, αὐτὸ νομίζω ὅτι θὰ ἦταν ὄφελος. Τὸ γεγονὸς ὅτι μένει μέχρι τὸ εἴκοσι ὀκτὼ ἢ καὶ τριάντα μὲ τοὺς γονεῖς, αὐτὸ δείχνει τὴ δυσκολία ποὺ ἔχουμε στὴν Ἑλλάδα νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀνεξαρτησία τῶν παιδιῶν μας.

Ξαναγυρίζοντας στὸ θέμα μας ποὺ εἶναι τὰ ψέματα, ἐδῶ εἶναι τὸ κρίσιμο σημεῖο, ὅτι πολλὲς φορὲς δὲν εἴμαστε ἔτοιμοι γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀνεξαρτησία, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἔφηβος νὰ ἀναγκάζεται νὰ καταφεύγει στὸ ψέμα γύρω ἀπὸ τὴν προσωπική του ζωὴ καὶ τὶς κινήσεις του, γιὰ νὰ διατηρήσει τον προσωπικὸ ἰδιωτικὸ χῶρο, ὅπου δὲν ὑπεισέρχεται τὸ βλέμμα κάποιου ἄλλου καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη. Βέβαια χρησιμοποιεῖ ἕναν ἐφάμαρτο τρόπο γιὰ νὰ τὸ πετύχει, ἀλλὰ ὁ σκοπὸς του εἶναι φυσιολογικὸς καὶ σημαντικός, ὅμως δὲν ξέρει ἄλλο τρόπο νὰ τὸ πετύχει.

Τώρα βρέθηκε μπροστὰ σὲ μία καινούργια ἀνάγκη, ἡ ὁποία ὡς τώρα δὲν ὑπῆρχε. Ἑπομένως ἂν παραμείνουν οἱ γονεῖς διακριτικοὶ καὶ σεβαστοῦν τὸ προσωπικὸ χῶρο τοῦ ἐφήβου θὰ διευκόλυνε πάρα πολὺ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ χρειαζόταν τὸ ψέμα. Δὲν μποροῦμε π.χ σὲ ἕνα δεκαεξάχρονο πια νὰ τοῦ ζητᾶμε ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τῶν κινήσεών του, ὅπως ὅταν ἦταν δέκα χρονῶν, «ποὺ θὰ πᾶς, μὲ ποιόν, τί ἀκριβῶς ἔκανε μὲ τὰ μαθήματά του σήμερα, σὲ ποιοὺς τηλεφώνησε, σὲ ποιὰ καφετερία θὰ πάει νὰ καθίσει». Ὅλα αὐτὰ δημιουργοῦν ἕνα ἀσφυκτικὸ κλοιὸ γύρω του, ποὺ δὲν βοηθάει στὴν ἡλικία αὐτή.

Νὰ προσθέσω ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀνεξαρτησίας πολλὲς φορὲς τὸ ἀκοῦμε δύσκολα κυρίως ἐμεῖς οἱ πιστοὶ γονεῖς. Οἱ πιστοὶ γονεῖς ἔχουμε δυσκολία νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ δεχτοῦμε καλὰ τὸ θέμα τῆς ἀνεξαρτησίας τῶν παιδιῶν μας καὶ πολλὲς φορές μὲ δικαιολογία τὴν πίστη μας. Θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς πιστοὺς γονεῖς ἀρετή, τὸ ὅτι ὁ γονιὸς ἔχει τόσο στενὴ σχέση μὲ τὸ παιδί του σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν ἔχει προσωπικὴ ζωὴ ὁ ἔφηβος. Ὅμως παρουσιάζονται πολλὰ προβλήματα ἀργότερα, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ἡ ψυχιατρικὴ πράξη, ὅταν ἡ ἀνεξαρτησία δὲν γίνει μέσα στὴν ἐφηβεία καὶ καλεῖται νὰ γίνει ξαφνικὰ στὰ εἴκοσι. Ἀλλὰ νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸ δὲν δικαιώνεται οὔτε καὶ θεολογικά, ἐφόσον ὁ ἀνθρωπος μέσα στὴν ἐφηβεία ἀναπτύσσει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, τὶς δυνατότητες ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὅπως εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ ζωή του. Καὶ θυμᾶμαι ἕνα ποίημα, ποὺ εἶχε δημοσιευθεὶ κάποια στιγμὴ στὸ περιοδικὸ «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία» καὶ ἔθετε τὸ ἐρώτημα: Πότε γιορτάζουν οἱ μάνες; Μήπως τότε, μήπως τότε; Ὄχι, ἔδινε τὴν ἀπάντηση στὸ τέλος, «οἱ μάνες γιορτάζουν ὅταν τὰ μικρά τους ἀετόπουλα ἀποκτήσουν δυνατὰ φτερὰ καὶ φύγουν ἀπὸ κοντά τους».

Καλύτερα νὰ προσανατολιζόμαστε πρὸς μία τέτοια προοπτικὴ πρὶν καν ἀποκτήσουμε παιδιά, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ὑποφέρουμε ἀπὸ κάτι τὸ ὁποῖο μόνο χαρὰ μπορεῖ νὰ προκαλέσει. Τέλος. ὅταν λέει ψέματα τὸ παιδὶ κάτι ζητάει, καὶ θὰ πρέπει νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητᾶ. Ἰδιαίτερα στὴν ἡλικία τῆς ἐφηβείας, ποὺ θέλει νὰ γίνει ἀνεξάρτητο, ἐκεῖ πρέπει νὰ τὸ βοηθήσουμε. Ἐὰν ξέρουμε τὶς ψυχολογικές του ἀνάγκες, τελείως διαφορετικὰ θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ ψέματά του καὶ νὰ ἀλλάξει ἡ συμπεριφορά μας ὥστε νὰ βοηθήσουμε τὸ παιδί μας, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπ’ αὐτὸ τὸ δέσιμο ποὺ εἶναι ἀσφυκτικό, καὶ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει προβλήματα στὴ μετέπειτα ζωή του.