Κογκούλης Ἰωάννης.
«Ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, σχολιάζοντας τὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἁγία ἀναφορᾶ τμῆμα, λέει πὼς ὁ ἱερέας πλησιάζοντας πρὸς τὴν τελετὴ κι εὐρισκόμενος στὸ σημεῖο νὰ ἀγγίξει τὴ φρικτὴ θυσία καθαρίζει καὶ προετοιμάζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ λαὸ «μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπη καὶ ὁμολογία τῆς πίστεως» (52). Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ εὐχὴ τῆς προσκομιδῆς ποὺ ἀναλύσαμε. Ἡ «πρὸς ἀλλήλους ἀγάπη» εἶναι ὁ ἀσπασμὸς τῆς εἰρήνης καὶ ἀγάπης γιὰ τὸν ὁποῖο ἀμέσως θὰ μιλήσουμε. Καὶ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ ἑπόμενο σχόλιο.
Τὸ φίλημα τῆς εἰρήνης ἢ ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης εἶναι πανάρχαιη λειτουργικὴ πράξη καὶ ἐμπειρία. Στὴν πρώτη Ἐκκλησία τὸ παράγγελμα δινόταν μὲ τὴν φράση τοῦ Ἄπ. Παύλου· «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ» (53). Τότε οἱ κληρικοὶ ἀσπάζονταν τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς ἄλλους κληρικούς. Κατόπιν ὁ ἀσπασμὸς γινόταν ἀπὸ τὸν λαό. Οἱ ἄνδρες ἀσπάζονταν τοὺς ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖκες τὶς γυναῖκες. Ἡ κάθε γυναίκα καὶ ὁ κάθε ἄνδρας ἀσπάζονταν τὸν διπλανό τους. Σήμερα αὐτὸ γίνεται μόνο μεταξὺ τῶν ἱερέων, ὅταν φυσικὰ γίνεται συλλείτουργο. Στηρίζεται στὰ λόγια του Χριστοῦ (54), σύμφωνα μὲ τὰ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσφέρει κανεὶς τὸ δῶρο του στὸ θυσιαστήριο, ἐὰν προηγουμένως δὲν ἔχει συγχωρεθεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ περνᾶ στὴ λατρεία καὶ γίνεται λειτουργικὸ βίωμα. Δὲν εἶναι μία τυπικὴ καὶ συμβολικὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ εἶναι ἀπόδειξη τῆς λειτουργικότητας, τῆς κοινωνικότητας καὶ ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ. Δὲν πρόκειται γιὰ ἐκδήλωση μίας ἐπιφανειακῆς καὶ ἰδιοτελοῦς ἀγάπης, ἀλλὰ γιὰ ἔκρηξη ἐσωτερικὴ ποὺ σπάει τὴν ἀτομικότητά μας καὶ δηλώνει «τὴν ταυτότητα ὅλων μὲ ὅλους καὶ πρῶτα του καθενὸς μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ Θεὸ» (55). Εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πρόγευση τῆς μελλοντικῆς καθολικῆς ἀγάπης καὶ ἑνότητας.
Τὸ «Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα…» ποὺ ψάλλεται μετὰ τὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…» δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν ἀσπασμό, ἀλλὰ μὲ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἡ φράση αὐτὴ εἶναι μεταγενέστερη. Μᾶλλον ἐδῶ ψαλλόταν ὁ ψαλμικὸς στίχος «Ἀγαπήσω σέ, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου…» (56) ποὺ ταιριάζει πιὸ πολὺ στὸ φίλημα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Τὸ «Ἀγαπήσωμεν…» διατηρεῖται σήμερα στὰ συλλείτουργα (57).
Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμολογία πίστεως ἀπὸ ὅλους τούς πιστοὺς μὲ τὴν ἀπαγγελία ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαὸ τοῦ «συμβόλου τῆς πίστεως». Τὸ «πιστεύω» μπῆκε στὴ λειτουργία τὸν 6ο αἰώνα ἀπὸ τὸ βάπτισμα καὶ ἀποτελεῖ σύνοψη τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἔνταξή του στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη δηλώνει πὼς ἡ ἑνότητα εἶναι δυνατὴ μέσα στὴ θεία εὐχαριστία, ὅπου λειτουργεῖται καὶ ἱερουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς πίστης μας, τὸ μυστήριο τῆς παναγίας Τριάδος.
Τὸ παράγγελμα πρὶν ἀπὸ τὸ «πιστεύω», «Τὰς θύρας, τὰς θύρας», ἀπευθύνεται πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἦταν ὑπεύθυνοι νὰ ἐπιτηροῦν τὶς πόρτες τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ μὴν μπεῖ μέσα κανεὶς ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη μυηθεῖ στὴν πίστη. Τὸ «ἐν σοφία πρόσχωμεν» ἀφορᾶ ὅλους τους πιστοὺς ὥστε νὰ εἶναι σὲ προσοχὴ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως.
Τὴν ὥρα τοῦ «συμβόλου τῆς πίστεως» γινόταν ἡ ἀποκάλυψη καὶ ὁ «ριπισμὸς τῶν τιμίων δώρων». Πάνω δηλαδὴ ἀπὸ τὰ δῶρα κουνοῦσαν οἱ διάκονοι τὰ ριπίδια, εἰδικὰ ἀντικείμενα σὰν ἑξαπτέρυγα, ἀπὸ φτερὰ παγωνιοῦ ἢ καὶ μεταλλικά, γιὰ πρακτικοὺς σκοπούς· «Γιὰ νὰ ἀπομακρύνονται δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἱερὰ σκεύη τὰ διάφορα ἔντομα ποὺ κατὰ τοὺς θερινοὺς ἰδίως μῆνες ἀφθονοῦσαν στὶς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς, δὲν λείπουν δὲ καὶ μέχρι σήμερα ἀπὸ τοὺς ναοὺς μας» (58). Αὐτὸ γινόταν μέχρι τὸν 14ο αἰώνα. Σήμερα βλέπουμε τὸν ἱερέα νὰ κουνάει τὸν «ἀέρα» τὴν ὥρα τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως καὶ λίγοι ξέρουν πὼς αὐτὸ εἶναι ὁ παλιὸς «ριπισμός». Λόγοι πρακτικοὶ μιά καὶ δὲν ἦταν πάντοτε δυνατὴ ἡ παρουσία διακόνων, ἀνάγκασαν τοὺς ἱερεῖς νὰ ριπίζουν μὲ τὸν «ἀέρα». Τὰ ἑξαπτέρυγα ποὺ βρίσκονται πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα εἶναι ἀκριβῶς τὰ παλιὰ ριπίδια.
Μὲ ὀρθὴ λοιπὸν πίστη κὰ πραγματικὴ ἀγάπη, ποὺ ὑποδηλώνουν τὰ ὅσα προαναφέραμε, βαδίζουμε πρὸς τὸ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, τὴ θεία εὐχαριστία.
H ἁγία ἀναφορὰ εἶναι τὸ οὐσιαστικότερο τμῆμα τῆς θεία Λειτουργίας. Ὅλα ὅσα προηγήθηκαν δὲν εἶναι παρὰ στάδια προετοιμασίας γιὰ τὴν ἀναφορά. Λέγεται ἔτσι γιατί ἡ θυσία ἀναφέρεται πρὸς τὸ Θεὸ (59). Τὰ τίμια δῶρα δὲν προσκομίζονται μόνο στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο γιὰ καθαγιασμό, ἀλλὰ ἀναφέρονται, ἀνυψώνονται στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο. Ἐκεῖ ὅπου παραστέκουν «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων». Ἡ ἁγία ἀναφορὰ κανονικὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ φράση «Ἄξιον καὶ δίκαιον…» μέχρι τὴν ἐκφώνηση «καὶ ἔσται τὰ ἐλέη…». Στὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς θείας Λειτουργίας μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὰ ἑξῆς μέρη: 1) τὴν εὐχαριστήρια εὐχὴ μὲ τὸν ἐπινίκιο ὕμνο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος…». 2) τὴν ἀνάμνηση τῆς «θείας οἰκονομίας» καὶ τοῦ μυστικοῦ δείπνου μὲ τὰ λόγια της σύστασης τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας 3) τὴν ἐπίκληση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸν καθαγιασμὸ τῶν δώρων 4) τὰ δίπτυχα, δηλαδὴ τὸ μνημόσυνο καὶ τὴ δέηση γιὰ ὅλους, ζῶντες καὶ νεκρούς· γιὰ τὴ στρατευομένη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία….
Τὸ «Στῶμεν καλῶς…» γιὰ τὸν Καβάσιλα σημαίνει σταθερότητα στὴν πίστη καὶ τὴν ὁμολογία ποὺ κάναμε προηγουμένως μὲ τὸ «σύμβολο τῆς πίστεως». Γιατί πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀμφισβητοῦν τὴ γνησιότητα τῆς πίστης. Γιὰ ἄλλους ἑρμηνευτὲς τὸ «Στῶμεν καλῶς…» ἔχει σχέση μὲ ὅσα θὰ συμβοῦν παρακάτω. Χαρακτηριστικὰ ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων λέει πώς πρέπει νὰ στεκόμαστε τὴν ὥρα αὐτή, «νηφότως καὶ εὐσταθῶς», ξάγρυπνοι καὶ σταθεροί, ἐπειδὴ βλέπουμε τὸ Θεάνθρωπο νὰ πάσχει γιὰ μᾶς (60). Ὁ ψυχικός μας κόσμος νὰ εἶναι σὲ τέτοια κατάσταση, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ προσφέρουμε τὴ θυσία μὲ εἰρήνη. Συμφιλιωμένοι δηλαδὴ μὲ τὸ Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ δοῦμε τὴν ἀνάστασή Του καὶ νὰ γεμίσουμε ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ πηγάζει ἀπό αὐτὴν (61). Καὶ ὁ λαὸς ἀπαντᾶ «Ἔλεον εἰρήνης…» ποὺ κατὰ τὸν Καβάσιλα σημαίνει ὅτι «προσφέρουμε, ὄχι μόνο μὲ εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν εἰρήνη ἀντὶ ἄλλου δώρου καὶ ἄλλης θυσίας». Ὁ ἔλεος, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη, εἶναι καρπὸς τῆς πραγματικῆς εἰρήνης (62).
Ὁ διάλογος ποὺ ἀκολουθεῖ μεταξὺ ἱερέα καὶ λαοῦ εἶναι πολὺ παλιὰ λειτουργικὴ συνήθεια, μὲ ὁρισμένες βέβαια παραλλαγὲς στὶς διάφορες λειτουργίες. Εἶναι ζωντανός, ἐκφραστικὸς καὶ μὲ πλούσιο περιεχόμενο. Καταξιώνει γιὰ ἀκόμη μία φορὰ τὸ ρόλο καὶ τὴ θέση τοῦ λαοῦ στὴ θεία λειτουργία. Ἀρχίζει μὲ τὴν ἀποστολικὴ εὐλογία «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμων Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (63).
Ἡ εὐλογία αὐτή, πάλι κατὰ τὸν Καβάσιλα, προξενεῖ σὲ μᾶς «τὰ ἀπὸ τῆς ἁγίας Τριάδος ἀγαθά»· ἀπὸ τὸν μὲν Υἱὸ χάρη, ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀγάπη καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα κοινωνία (64). Ἀφοῦ ὁ λαὸς εὐχηθεῖ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἱερέα, ἀκούει ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τὴν προτροπὴ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Εἶναι ἡ στιγμὴ τέτοια ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ ὑψώσουμε τὴν καρδιά μας κι ὅλο μας τὸ εἶναι πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸ Θεό. Καὶ ὁ διάλογος τελειώνει μὲ τὴν προτροπὴ «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίω». Ἡ εὐχαριστία εἶναι τὸ φυσικὸ ἐπακόλουθο αὐτῆς τῆς κατανυκτικῆς ἀτμόσφαιρας καὶ τῆς ἐπιβεβαίωσης πὼς ἡ καρδιὰ μας ἐλεύθερη ἀπὸ τὰ γήινα εἶναι ἐκεῖ ὅπου «ὁ Χριστὸς εἶναι στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καθισμένος» (65). Κι ἀφοῦ ὅλοι συμφωνήσουν πὼς αὐτὸ εἶναι «ἄξιο καὶ δίκαιο», ὁ ἱερέας προσφέρει τὴν εὐχαριστία στὸ Θεό.
Ἡ εὐχὴ τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς ἀρχίζει μὲ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ ὅλα τὰ ἀγαθὰ φανερὰ καὶ ἀφανῆ ποὺ μᾶς ἔδωσε, γιατί μᾶς δημιούργησε ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ μᾶς ἀνέστησε πάλι μετὰ τὴν πτώση μας, χαρίζοντάς μας τὴν μέλλουσα βασιλεία. Ἀκόμη γιατί μᾶς ἀξιώνει νὰ τελοῦμε τὴν λειτουργία, μολονότι παραστέκουν δίπλα του χιλιάδες καὶ μυριάδες ἄγγελοι. Ἡ εὐχαριστιακὴ ἀναφορὰ συνεχίζεται μὲ τὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ψάλλουμε τὸν ἐπινίκιο ὕμνο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος…». Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἔχει βιβλικὲς καταβολές. Πρόκειται γιὰ τὸ δοξολογικὸ ὕμνο τῶν ἀγγέλων ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Ἠσαΐας (66) καὶ τὸν θριαμβευτικὸ ὕμνο (67) ὑποδοχῆς τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα. Τὰ δύο αὐτὰ κομμάτια γίνονται μία λειτουργικὴ φωνὴ ποὺ ὑπάρχει στὶς περισσότερες ἀρχαῖες λειτουργίες. «Ἡ τριπλῆ ἀναφώνηση τοῦ «ἅγιος», ποὺ περιέχει ἡ ἱερὴ ὑμνολογία, ἀπὸ μέρους ὅλου του πιστοῦ λαοῦ δείχνει τὴν ἕνωση καὶ ἰσοτιμία μας μὲ τὶς ἀσώματες καὶ νοερὲς δυνάμεις, ποὺ θὰ φανεῖ στὸ μέλλον» (68). Οἱ δύο κόσμοι, ὁ ἀγγελικὸς καὶ ὁ ἀνθρώπινος, ἑνώθηκαν καὶ «κοινὴν τὴν εὐφημίαν (=δοξολογία) ἐποιήσαντο» (69). Δοξολογοῦμε τὸν τριαδικὸ Θεὸ ὅπως καὶ οἱ ἄγγελοι, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ συζήσουμε στὸν μέλλοντα αἰώνα καὶ ταυτόχρονα ὑποδεχόμαστε θριαμβευτικὰ στὴν εὐχαριστιακή μας σύναξη αὐτὸν ποὺ ἑκούσια ἔρχεται γιὰ νὰ θυσιαστεῖ.
Ἡ εὐχὴ μᾶς ὑπενθυμίζει στὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο, κάτι ποὺ ἔγινε πράξη μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ Του. κάνει λόγο γιὰ ὅλο τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας καὶ διηγεῖται τὸ μυστικὸ δεῖπνο ἐπαναλαμβάνοντας αὐτολεξεὶ τὰ λόγια του Κυρίου «Λάβετε, φάγετε…» καὶ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (70), μὲ τὰ ὁποία συνέστησε τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖο τελοῦμε σὲ κάθε λειτουργία σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ· «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (71). Ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε τότε στὸ μυστικὸ δεῖπνο γίνεται κάθε φορᾶ στὴ θεία λειτουργία, ἀφοῦ εἶναι ἡ ἴδια Τράπεζα καὶ ἡ ἴδια θυσία· «οὐκ ἄλλην θυσίαν… ἀλλὰ τὴν αὐτὴν ἀεὶ ποιοῦμεν» (72). Κάνουμε δηλαδὴ πάντοτε τὴν ἴδια θυσία· ὁ μυστικὸς δεῖπνος συνεχίζεται, γιὰ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαία καὶ τὰ ἰδρυτικὰ λόγια του μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας.
Ἡ λέξη «μεμνημένοι» μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ποῦμε λίγα λόγια παραπάνω γιὰ τὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς ποὺ λέγεται ἀνάμνηση. Ἔχει ἤδη ἀρχίσει ἀπὸ λίγο πρίν, ἀλλὰ ἐδῶ μέσα σὲ λίγες φράσεις ἀνακεφαλαιώνει κατὰ κάποιο τρόπο ὅλα ἐκεῖνα ποὺ «θυμούμαστε» τὴν ἱερὴ αὐτὴ στιγμή. Τὸ περὶ σωτηρίου ἐντολῆς ἀναφέρεται ἀσφαλῶς στὸ λόγο τοῦ Κυρίου «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν»… Ἀντικείμενο βέβαιά της ἀνάμνησής μας δὲν εἶναι μόνο ὁ μυστικὸς δεῖπνος, ἀλλὰ καὶ ὁ σταυρός, ὁ τάφος, ἡ ἀνάσταση, ἡ ἀνάληψη, ἡ δεύτερη καὶ ἔνδοξη παρουσία. Ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Μόνο ποὺ ἡ ἀνάμνησή τους μέσα στὴ θεία λειτουργία δὲν ἔχει τὸ χαρακτήρα μίας ἁπλῆς τελετῆς ἢ μίας ἱστορικῆς ἀνάπλασης καὶ συμβολικῆς ἀναπαράστασης γιὰ νὰ θαυμάζουμε τὸ παρελθόν, ἀλλὰ εἶναι λειτουργικὴ ἀνάμνηση ὅλων ὅσων ἔκανε ὁ Χριστὸς ἑκούσια γιά μας. Πραγματικὴ ἱερουργία δηλαδὴ τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀνάστασής Του. Οἱ πιστοὶ τελώντας τὴ θεία λειτουργία βιώνουν τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς ἀνάστασης καὶ γίνονται κοινωνοὶ σὲ αὐτό. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἔννοια τῆς ἀνάμνησης».