Ὁ ἡγεμών νοῦς.
Καυχῶνται οἱ ἀνθρωπολόγοι, καί δικαίως, γιά τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται ἀπό τά λοιπά εἴδη τοῦ ζωικοῦ βασιλείου, λόγω τῆς λογικῆς καί τῆς ἀντιληπτικῆς του ἱκανότητας. Ἀλλά καί πολλοί φιλοσοφοῦντες ἐπαίρονται γιά τή δυνατότητα τῆς σκέψης καί τήν παραγωγή τοῦ νοῦ. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι καί οἱ θεολόγοι δοξάζουν τόν Ἅγιο Θεό γιά τό μεγάλο δῶρο του στόν ἄνθρωπο, τόν ἡγεμόνα νοῦ. Ἐκεῖνο πού δέν γίνεται ἀπολύτως κατανοητό εἶναι πώς μέ ὅλα αὐτά οἱ ἄνθρωποι ὄχι μόνον αὐτοθαυμαζόμαστε γιά τό μεγάλο προσόν τῆς λογικῆς, ἀλλά κυρίως αὐτοκατακρινόμαστε μιᾶς πού τό προνόμιο τῆς σκέψης καί τῆς ἐλεύθερης βούλησης μᾶς καθιστᾶ ὑπόλογους γιά τίς πράξεις, τούς λόγους, τίς ἐπιθυμίες, μ’ ἕνα λόγο τά ἐνεργήματά μας. Ἀκριβῶς δέ ἐπειδή μποροῦμε καί ἀντιλαμβανόμαστε τήν πραγματικότητα κι ἔχουμε συνείδηση τῶν πραττομένων μας, φέρουμε καί τήν εὐθύνη γιά ὅ,τι ἀρνητικό, ἀπάνθρωπο καί προσβλητικό συμβαίνει στόν πλανήτη αὐτόν, συνήθως ὡς ἀποτέλεσμα συλλογικῶν ἐπιλογῶν, τίς ὁποῖες ὅμως, ἔστω καί περιστασιακά ἤ παρορμητικά, στηρίζουμε.
Σπεύδουμε, βεβαίως, οἱ ἄνθρωποι νά κατηγορήσουμε ὅλους τους ὑπόλοιπους καί φορτώνουμε πάντα «στόν ἄλλον» τό ὅποιο φταίξιμο, μιᾶς πού ὁ ἐγωισμός μᾶς ἐμποδίζει νά ἀναλάβουμε τό μερίδιο τῆς εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ, ἐνῶ ἡ δικαιολογία εἶναι μιά φοβερά ἀμυντική λειτουργία πού ἐπιτρέπει τόν ἐφησυχασμό καί τήν αὐτοδικαίωση. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει ἄν ὄχι συνενοχή, ὁπωσδήποτε συνυπευθυνότητα γιά τήν κατάσταση τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦμε. Τελικά, τί κάνουμε; Πῶς φθάνουμε σέ οὐσιαστικές ἐπιλογές πού οἰκοδομοῦν καί δέν καταστρέφουν; Πῶς βοηθᾶμε τόν κόσμο χωρίς νά κάνουμε ζημιά; Πῶς κατευθύνουμε τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά εἴμαστε τά ἀντισώματα στή σήψη καί τή διαφθορά;
Τό κέντρο λήψης ἀποφάσεων
Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή βλέπουμε τόν Χριστό νά κάνει ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν νοῦ, ὡς τό σημεῖο ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει τίς ἀποφάσεις του, ἀξιολογώντας δεδομένα, ἱεραρχώντας ἐπιθυμίες, σταθμίζοντας δυνατότητες. Καί μάλιστα ὁ Χριστός μᾶς μιλάει γιά τόν νοῦ χωρίς νά τόν κατονομάζει! Μιλάει μόνο γιά φῶς καί σκότος μέσα στόν ἄνθρωπο. Κι αὐτό τό κάνει ὄχι θεωρητικά ἤ μέ φιλοσοφική διάθεση, ἀλλά τελείως πρακτικά, ἀναφερόμενος στίς θυρίδες τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ, στά μάτια. Ἀναφέρεται δέ εἰδικά στά μάτια, καθώς αὐτά συλλέγουν τίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αὐτά εἰσάγουν τήν ὅποια εἰκόνα ἐντυπωσιαζόμενα ἀπό τή δύναμή της κι αὐτά κατευθυνόμενα σημασιοδοτοῦν τίς ὅποιες ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο γύρω του.
Μιλάει γιά ἁπλό καί πονηρό ὀφθαλμό, χρησιμοποιώντας ἐπίθετα πού προσδιορίζουν ἠθική, ὄχι μόνο γιά νά τονίσει τὸν μεταφορικό του λόγο, ἀλλά κυρίως γιά ν’ ἀναδείξει τίς συνέπειες τῆς ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τήν εὐθύνη του στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βλέπει καί ἀντιμετωπίζει τά πράγματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν ὁ ἄνθρωπος μέ πονηρή διάθεση, ὑπό εὐρεία ἔννοια, περιεργάζεται τά πράγματα, ἐπιτρέποντας στά μάτια του ὄχι νά διαπιστώνουν αὐτό πού πραγματικά συμβαίνει, ἀλλά αὐτό πού ἡ προκατάληψη καί ἡ ὑστεροβουλία του θέλουν νά δοῦν, τότε δέν ὁδηγεῖται στήν ἁπλότητα τῆς πραγματικότητας, ἀλλά μέσα ἀπό τήν καχυποψία του φθάνει στή διαστροφή τῆς πλάνης καί ἐνέργει ἀνάλογα προξενώντας πόνο καί ζημιά.
Θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης». Κι αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος ὅταν δέν ἔχει στόν νοῦ τόν Θεό, τότε μοιάζει εἴτε στά ζῶα, εἴτε στούς δαίμονες. Πράγματι, ὁ χωρίς Θεό νοῦς τί ἀποζητᾶ καί τί ὑποβάλλει στόν ἄνθρωπο; Ἀφενός ἐπιθυμίες πονηρές, εἴτε σέ σχέση μέ σαρκικά πάθη εἴτε σέ σχέση μέ φιλαργυρία καί ἀπληστία, ἀφετέρου δαιμονικῆς διαστροφῆς ἰδέες καί θεωρήσεις σέ μιά προσπάθεια καταστροφῆς τῆς σχέσης Θεοῦ-ἀνθρώπου ἤ τῶν παντοδαπῶν ἀνθρώπινων σχέσεων σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.
Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ
Ὅταν θέλουμε στά ἑλληνικά νά χαρακτηρίσουμε κάποιον ὡς οὐσιαστικό ἄνθρωπο μέ μεγάλη ἀξία, τόν χαρακτηρίζουμε φωτισμένο. Δέν εἶναι μόνον ἡ ἐπίδραση τῆς ἡσυχαστικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας πού ὁδηγεῖ στόν ἀνωτέρω χαρακτηρισμό. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού διαπιστώνεται ὅποτε πλησιάζουμε ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, μιᾶς πού ἡ αἴσθηση ἑνός κάποιου ὑπερκόσμιου φωτός πού τόν χαρακτηρίζει, μᾶς κατακλύζει καί μᾶς ἀναπαύει. Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία μας ἁγιογραφεῖ τούς Ἁγίους περικοσμώντας τους μέ φωτοστέφανο ὡς δηλωτικό της κατάστασης τῆς ἁγιότητας, ἀλλά καί τῆς αἴσθησης πού οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Ἅγιο Θεό.
Ἡ προσευχή πού γιά χρόνια ἀπηύθυνε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς, κατά τήν ἐγκαταβίωσή του στό Ἁγιώνυμο Ὄρος, ἦταν: «φώτισόν μου τό σκότος»! Διεκδικοῦσε τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ὥστε ἐλεύθερος ἀπό τό σκότος τῶν παθῶν, τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῶν προσωπικῶν ἐπιδιώξεων, νά μπορεῖ νά τόν κατευθύνει ἀπλανῶς στό θεῖο θέλημα, σέ ἀποφάσεις ἅγιες καί ἱερές, δηλαδή κατεξοχήν σωστές, χρήσιμες καί οὐσιαστικές γιά τόν ἴδιο καί τόν κόσμο στόν ὁποῖο ζοῦσε.
Ἄν δέν ἐπέλθει ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, μετά τήν κάθαρσή του ἀπό ἐπιδιώξεις καί ἐπιθυμίες πονηρές καί ὑστερόβουλες, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πάρει ἀποφάσεις καταλυτικά οὐσιαστικές γιά τόν ἑαυτό του καί τήν κοινωνία. Γι’ αὐτό καί ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πλέον δυναμικά σκεπτόμενος, καθώς διεκδικεῖ τόν φωτισμό τοῦ ἡγεμόνα νοῦ ἀπό τή θεία χάρη, ὥστε νά καθοδηγεῖται ἀπλανῶς καί νά ἐνεργεῖ καί νά εὐεργετεῖ μέ κριτήριο τήν ἀλήθεια.