Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο.

Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας: Λίγο πριν το 1800 η Θεσσαλία είχε περί τους 300.000 κατοίκους. Σύμφωνα με τον τότε Γάλλο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, Beaujour, η Λάρισα είχε 20.000 κατοίκους, τα Τρίκαλα λίγο λιγότερο από 20.000, ο Τύρναβος 6000, τα Φάρσαλα 5.000, ο Βόλος 3.000. Άλλες κωμοπόλεις με αρκετό πληθυσμό ήταν η Μακρινίτσα με 5.000, η Τσαριτσάνη επίσης με 5.000, ενώ η Αγιά και η Πορταριά είχαν από 3.000 κατοίκους και η Ελασσόνα 5.000. Η αύξηση του πληθυσμού των ορεινών περιοχών φαίνεται πως επετεύχθη κατά τον 18ο αιώνα, γιατί οι παλαιότερες πληροφορίες του 17ου αιώνα δίνουν πληθυσμό για τη Μακρινίτσα 700 περίπου κατοίκων ενώ για την Πορταριά 800.

Μεταναστεύσεις: Αμέσως μετά από την οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλίας, ο χριστιανικός πληθυσμός της αναγκάστηκε να αποσυρθεί στα ορεινά. Άγραφα, Ασπροπόταμος, Χάσια, Όλυμπος, Όσσα, Μαυροβούνι και Πήλιο εμφάνισαν μια αλματώδη αύξηση του πληθυσμού. Όπως ήταν φυσικό, με την πάροδο των χρόνων, οι περιοχές αυτές δεν αρκούσαν για να θρέψουν τους κατοίκους τους. Έτσι άρχισαν οι μεταναστεύσεις, οι οποίες είχαν αρχικά τη μορφή της μετανάστευσης μόνο των αρχηγών των οικογενειών ή των αρρένων μελών τους, οι οποίοι με την εργασία τους και τα χρήματα που έστελναν στους παραμένοντες φρόντιζαν ακόμα και για τον καλλωπισμό των τόπων καταγωγής τους, ενώ εν συνεχεία (17ος αι.) γινόταν ομαδικές μετοικεσίες, ακόμα και ολοκλήρων χωριών προς άλλες κατευθύνσεις αστικές ή μη. Πολλές φορές οι λίγοι της μετοικεσίας δεν ήταν μόνο οικονομικοί, αλλά γαι να αποφύγουν κάποια λοιμική νόσο ή για να αποφύγουν Οθωμανούς διώκτες τους, όπως για παράδειγμα ο Αλή πασάς. Έτσι στη Λάρισα ή στον Τύρναβο, για παράδειγμα το μεγαλύτερο τμήμα των χριστιανών κατοίκων της κατά τον 18ο, αλλά κυρίως τον 19ο αιώνα, ήταν Έλληνες προερχόμενοι από την περιοχή των Αγράφων (Αγραφιώτες) ή του Ολύμπου (Ραψανιώτες) ή ακόμα και των Χασίων (Χασιώτες). Υπάρχουν ιστορικές αναφορές για την πολυάριθμη παροικία των Αγραφιωτών ακόμη και στη Θεσσαλονίκη του 17ου και 18ου αιώνων. Αυτοί ήταν οι καλούμενοι από τους Οθωμανούς “Σκούρτα”. Ακόμα κατά τον 18ο αιώνα πολλοί Αγραφιώτες εγκαταστάθηκαν στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας αλλά και σε περιοχές της Προποντίδας και της Προύσας. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα έχουμε με την ομαδική μετοικεσία πολλών οικογενειών της Κρανιάς Ολύμπου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα στη Νιγρίτα των Σερρών, λόγω ασθενειών που μάστιζαν την περιοχή του Κάτω Ολύμπου αλλά και τις διώξεις του Αλή και του Βελή.

Οι σημαντικότεροι βιοτεχνικοί οικισμοί: Ένα από τα σημαντικότερα βιοτεχνικά κέντρα στην υπόδουλη Θεσσαλία κατά το 18ο αιώνα ήταν ο Τύρναβος. Στην πόλη υπήρχαν 60 τουλάχιστον βαφεία και 2.500 αργαλειοί που ύφαιναν κάθε λογής υφάσματα, τα οποία μεταφέρονταν με τους κυρατζήδες στην Κων/λη και άλλες περιοχές των Βαλκανίων και της Κ. Ευρώπης. Η υφαντουργία της περιοχής την περίοδο 1780-1810 έπεσε σε παρακμή, ενώ μετά το 1810 αναζωογονήθηκε. Εκείνες τις χρονιές η αξία των βαμβακερών υφασμάτων που εξάγονταν από τον Τύρναβο έφτανε σε αξία τα 2 εκατομμύρια γρόσια. Τέτοιες βιοτεχνίες ιδρύθηκαν και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας, όπως στη Μακρινίτσα, την Πορταριά, τη Ζαγορά (κυρίως κάπες), τη Ραψάνη και τα Αμπελάκια. Τη φήμη όμως όλων των κωμοπόλεων που αναφέρθηκαν ξεπέρασαν τα Αμπελάκια με τον ομώνυμο συνεταιρισμό τους, για τον οποίον κάνουμε λόγο πιο κάτω σε ειδικό κεφάλαιο.

Κτηνοτροφικά και άλλα προϊόντα: Στην οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλίας σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η κτηνοτροφία, που έδινε την καλύτερη ποιότητα μαλλιού, μεταξύ των διαφόρων περιοχών, στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασε και η σηροτροφία. Η ετήσια παραγωγή μεταξιού, που οδηγούνταν κυρίως στις αγορές της Θεσσαλονίκης, μόνο από την περιοχή της Ζαγοράς ήταν 25.000 οκάδες ετησίως. Αρκετές ποσότητες του μεταξιού αγοράζονταν από υφαντουργεία της Χίου. Άλλες ποσότητες στέλνονταν στις αγορές της Βενετίας και της Γερμανίας.

Παραθεμα1: Ο J. J. Bjiörnståhl περνάει από τη Χάλκη στον Πηνειό και περιγράφει τη Λάρισα: “Κοντά στο ελληνικό χωριό Μαϊμουλάρ είδαμε σπασμένα κομμάτια από αρχαίους ραβδωτούς κίονες. Είμαι βέβαιος ότι εκεί πρέπει να βρίσκονται και αρχαίες ελληνικές επιγραφές (…) Κατά το βράδυ έφτασα στη Λάρισα, που οι Τούρκοι την ονομάζουν Σεχήρ ή Γενή Σεχήρ, και που βρίσκεται σε απόσταση 10 ως 12 ώρες δρόμο απ’ το Βόλο. Εδώ έμεινα ως τις 21 (Μαρτίου). Ο ποταμός Πηνειός, που πηγάζει από την Πίνδο, κυλάει έξω από τη βορειοδυτική πλευρά της πόλης. Οι Τούρκοι τον λένε Kiöstem, ενώ οι Έλληνες Σαλαμβριά. Στην πόλη της Λάρισας δεν υπάρχει καμιά ελληνική εκκλησία, από τότε που η μόνη που υπήρχε1 καταστράφηκε πριν από 7 ή 8 χρόνια. Οι Έλληνες είναι αναγκασμένοι να εκκλησιάζονται σε κάποιο ελληνικό χωριό, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την πόλη και έχει εκκλησία2. Οι Τούρκοι όμως έχουν αρκετούς ναούς. Εδώ υπάρχουν 24 μεγάλα τζαμιά. Ωστόσο οι Τούρκοι της Λάρισας δε φημίζονται για πολύ θρήσκοι. Εδώ υπάρχει και μια εβραϊκή συναγωγή, αρκετά μεγάλη. (…) Οι Εβραίοι ασχολούνται τώρα με τις ετοιμασίες για το Πάσχα τους. Κατά τα άλλα η Λάρισα έχει κακή διοίκηση. Υπάρχει μόνο ένας μουλάς, που είναι ο σπουδαιότερος άρχοντας. Με άλλα λόγια θρησκευτική κυβέρνηση. αν΄μεσα στους άρχοντες της πόλης υπάρχει διχόνοια και ζήλεια, γι’ αυτό και οι κακουργίες μένουν ατιμώρητες και οι Αρβανίτες λεηλατούν ελεύθερα, αφού εδώ δεν υπάρχει κανένας πασάς, που να τους επιβάλει την τάξη. Στην πολιτεία ήταν τώρα μεγάλη ανησυχία. Η πράσινη σημαία, ή το μπαϊράκι, ήταν ξεδιπλωμένη στο δρόμο κατά την περιοχή όπυ βρίσκεται ο Γενιτσάρ-οντάς, ή Διοικητήριο, και τα ταμπούρλα χτυπούσαν αδιάκοπα. Αυτό είναι σημάδι κήρυξης πολέμου, ή ότι οι κεφαλές πήραν διαταγή από το σουλτάνο να συναχτουν. (…) Για τους Χριστιανούς είναι αρκετά ριψοκίνδυνο να περάσουν από το δρόμο, όπου η σημαία είναι αναπεταμένη. Όχι όμως λιγότερο επικίνδυνη για όποιον επιχειρεί να ταξιδέψει σε τόσο ταραγμένους καιρούς. Γιατί τον παίρνουν για κατάσκοπο. (…) [Λίγες μέρες αργότερα ο Σουηδός περιηγητής επιστρέφει στη Λάρισα] Συνέχισα το ταξίδι για τη Γενή Σεχήρ, ή Νέα Λάρισα, όπου έφτασα ύστερα από τρισήμισι ώρες. Ο Καπουδάν πασάς είχε φτάσει σήμερα εδώ από τη Θεσσαλονίκη με 6.000 στρατό. Στο χάνι των εμπόρων, όπου έμενα, ήρθαν στις 5 Ιουνίου και με επισκέφθηκαν κάμποσοι Έλληνες έμποροι. (…) Το νερό στη Λάρισα είναι όπως κι ο αέρας, αρκετά ανθυγιεινό. Το κρατάνε ολόκληρη εβδομάδα μέσα στο σπίτι, ώσπου να κατασταλάξει το κατακάθι, και τότε γίνεται καλό και έχει γεύση ευχάριστη. Από την τεράτσα του χανιού όπου έμενα, είδα στις 6 Ιουνίου την τοποθεσία της Λάρισας στη μέση μεγάλης πεδιάδας με χωράφια, λιβαδότοπους και βοσκοτόπια. Η πόλη βρίσκεται χαμηλά, όπως και τα Τρίκαλα, και γι’ αυτό είναι ανθυγιεινή, προπαντός την εποχή με τις μεγάλες ζέστες. (…) Μακριά φαίνονται και κάμποσα χωριά, όπου οι Έλληνες έχουν δικές τους εκκλησίες. Έχουν τρεις έξω από την πόλη, όμως καμιά μέσα στην πόλη, από τότε που οι Τούρκοι εδώ και 10-12 χρόνια κατέστρεψαν τη Μητρόπολη και ο μητροπολίτης αναγκάστηκε να φύγει. Τώρα έχουν συγκεντρώσει με έρανο περίπου 40 πουγγιά, και με τη βοήθεια αυτής της κουδουνιστής αίτησης οι κάτοικοι ελπίζουν να πάρουν την άδεια της Πύλης, για να χτίσουν νέα εκκλησία. (…) Υπάρχει κι ένα αξιόλογο μπεζεστένι, λιθόχτιστο με 6 θόλους από μολύβι. (…) Η Λάρισα δεν είναι ζωσμένη με τείχη. Σ’ ολόκληρη την πόλη δε βρίσκεις βρύση, παρ’ όλο που η θρησκεία των Τούρκων δίνει τόση σπουδαιότητα στο νερό. Για το απτέστι τους, δηλαδή τις θρησκευτικές πλύσεις, φέρνουν το νερό σε σακάδες και το φυλάγουν κοντά στα τζαμιά τους σε δεξαμενές που στα τουρκικά λέγονται “μασλούκ”. Εδώ μένουν πάνω από 30 επίσημα πρόσωπα, από τα οποία κάποτε τα τρία είναι μπέηδες. Αυτοί ποτέ δε συμφωνούν μεταξύ τους και με τις φιλοδοξίες τους προξενούν πολύ κακό στην πόλη και τον τόπο. (…) Με τη συνοδεία του γενιτσάρου μου βγήκα στις 7 Ιουνίου έξω, στα περίχωρα. Σε κάποιο ελληνικό νεκροταφείο βρήκα και αντέγραψα κάμποσες ελληνικές επιγραφές. Οι στήλες μεταφέρθηκαν εδώ από την αρχαία Λάρισα. (…) Πήγα στο τουρκικό νεκροταφείο στην ανατολική πλευρά της πόλης3, κοντά στο Σαλαμβριά και εκεί βρήκα κάμποσες πέτρες με αρχαίες ελληνικές επιγραφές. Κατάπληξη μου έκανε το γεγονός ότι βρήκα πλήθος ανάγλυφα με σκαλισμένες μορφές, ακόμα και καβαλάρηδες σε πλάκες, που οι Τούρκοι δεν τις ακρωτηρίασαν παρ’ όλο που τις χρησιμοποίησαν για τους τάφος τους. Στις 9 Ιουνίου πήγα στο παζάρι, που εδώ γίνεται κάθε Τετάρτη και Κυριακή. Έπειτα στο κοιμητήρι των Εβραίων4, μισή ώρα δρόμο έξω από την πόλη. Εκεί υπήρχε μόνο μία ελληνική επιγραφή με μια μόνη σειρά γράμματα, που κι αυτά όχι σε καλή κατάσταση. Είδα ακόμα και κάμποσες αρχαίες πέτρες, αλλά οι Εβραίοι έξυσαν τις μορφές και τα γράμματα από προκατάληψη, γιατί είναι πιο νομοταγείς από τους Τούρκους.” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.60-1 και 116-120.

www.scribd.oikonomoukon konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Εννοεί τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου που είχαν καταστρέψει οι Οθωμανοί της Λάρισας στην περίοδο των Ορλωφικών.

2. Οι Χριστιανοί της Λάρισας την περίοδο εκείνη εκκλησιάζονταν στον Ι. Ν. της Αγίας Μαρίνας στη συνοικία των Καλυβίων (εκεί που και σήμερα υπάρχει το εκκλησάκι της Αγια-Μαρίνας).

3. Κοντά στο σημερινό Γενικό Νοσοκομείο της πόλης.

4. Το εβραϊκό νεκροταφείο βρισκόταν στη Νεάπολη, εκεί που σήμερα βρίσκεται το 25ο Δημοτικό και το 6ο Λύκειο.

το αρχοντικό Σβαρτς

ΛΕΖΑΝΤΑ: ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΣΒΑΡΤΣ, ΗΓΕΤΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ.