Ὀλέκσα Μιχαὴλ, Πρεσβύτερος.
(Tὸ ἄρθρο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ ἀπάντηση σὲ μιὰ ἐπίθεση ποὺ ἔκανε μιὰ φονταμενταλίστρια προτεστάντις περιοδεύουσα ἱεραπόστολος ἡ ὁποία κατάγγειλε τὸν πολιτισμό, τὴν τέχνη καὶ τὴν πνευματικότητα τῆς Ἀλάσκας ὡς δαιμονικά, ἐθνικά, εἰδωλολατρικὰ καὶ κακά. Ζητήθηκε ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο πρωθιερέα Μιχαὴλ Ὀλέκσα, ἐφημέριο στὴν πρωτεύουσα Juneau, νὰ παρουσιάσει ἐπ\’ αὐτοῦ στὴν κρατικὴ τηλεόραση μία διαφορετικὴ ἄποψη καὶ ἱστορικὴ προοπτική. Ἀργότερα ὁ ἴδιος δημοσίευσε τὸ ἄρθρο αὐτὸ στὴν τοπικὴ ἐφημερίδα.)
Σκεφθήκατε ποτὲ μήπως ὁ Θεὸς σας εἶναι πολὺ μικρός; Ὑποθέτω πὼς ὄχι. Οἱ περισσότεροι πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς τους ἔχει τὸ σωστὸ μέγεθος – ὄχι πολὺ μεγάλος ὥστε νὰ εἰσχωρεῖ σὲ πλευρὲς τῆς ζωῆς τους ὅπου, θεωροῦν, δὲν ἔχει δουλειὰ νὰ ἀνακατεύεται, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὰ μεγάλος γιὰ νὰ εἶναι ἄξιος τιμῆς καὶ λατρείας, ἰσχυρὸς καὶ μὲ ἀρκετὸ ἐνδιαφέρον ὥστε νὰ χορηγεῖ μερικὲς χαρὲς περιοδικὰ σὲ ἐποχὲς δυστυχίας καὶ θλίψης. Αὐτὸ εἶναι τὸ εἶδος τοῦ Θεοῦ στὰ μέτρα μας, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς προτιμοῦν.
Ὁ καθένας ἔχει ἕνα Θεό, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τους ἄθεο καὶ ἀγνωστικιστή. Ὁτιδήποτε εἶναι κεντρικὸ καὶ σημαντικὸ στὴ ζωή σου, γιὰ ὁτιδήποτε εἶσαι πρόθυμος νὰ θυσιάσεις ἢ νὰ πεθάνεις ἢ νὰ ζεῖς γι\’ αὐτό. Μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ χρῆμα, ἢ ἡ φυσικὴ ἡδονὴ -σεξουαλικὴ ἢ ἀπὸ ναρκωτικὰ- ἢ ἡ δύναμη ἢ τὸ γόητρο, ἢ ὁποιοσδήποτε συνδυασμός τους. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας σημαντικὸς πολιτικὸς «σκοπός», ἢ ἴσως ἡ σύζυγός σου καὶ τὰ παιδιά, ἢ ἡ ὑλική τους εὐημερία. Ἀλλὰ ὁ καθένας, εἴτε τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει ἢ ὄχι, κάπου ἔχει ἕνα Θεό. Πρὶν ἑκατὸ χρόνια ὁ Ντοστογιέφσκι ἔγραψε: «ἂν δὲν ὑπάρχει Θεός, τότε εἶμαι Θεός». Σωστά. Ἀλλὰ ἂν εἶσαι ὁ Θεός σου, ἂν θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου τὸ σημαντικότερο πράγμα στὸ σύμπαν, σοῦ προτείνω νὰ τὸ ξανασκεφθεῖς. Εἶσαι μία πεπερασμένη καὶ σχεδὸν ἀσήμαντη δημιουργία σὲ μέγεθος, δύναμη, νοημοσύνη καὶ μακροβιότητα. Ὁ κόσμος θὰ ὑπάρχει καὶ μετὰ ἀπὸ σένα. Θὰ σὲ καταποντίσει, θὰ σὲ ξεγελάσει, θὰ σὲ συντρίψει – νωρίτερα ἢ ἀργότερα. Ἁπλῶς διάθεσέ του ἕναν αἰώνα.
Ἔτσι ἴσως ὁλόκληρος ὁ κόσμος, σὰν σύνολο, αὐτὸ ποὺ οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουν «τὰ πάντα», τὸ ἄθροισμα ὅλων τῶν πλασμάτων, ἀστέρων καὶ πλανητῶν, εἶναι Θεός. Φαίνεται ἀρκετὰ μεγάλο, ἀρκετὰ αἰώνιο, ἀρκετὰ ἰσχυρὸ γιὰ νὰ διεκδικεῖ σεβασμὸ καὶ τιμή. Προχώρα καὶ δοκίμασε. Τίμα τὸν ἥλιο, τὴ βροχή, τὴ σελήνη ἢ τὰ ἄστρα. Λάτρεψε τὶς δυνάμεις τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Χόρεψε γιὰ τὴ βροχή. Τραγούδησε στὸ χιόνι. Γράψε ποιήματα στὶς δύσεις, στὰ σαλιγκάρια, στὸ ἅγιο χῶμα. Θὰ σοῦ ἀνταποδώσουν τὰ στοιχεῖα αὐτὰ τὴν καλοσύνη; Οἱ ἀστερισμοὶ θὰ σοῦ μιλήσουν, θὰ σὲ εὐλογήσουν, θὰ σὲ ἀνταμείψουν ἢ θὰ σὲ προστατέψουν; Ὅπου καὶ νὰ κοιτάξουμε, οἱ δυνάμεις τῆς φύσεως εἶναι ὡραῖες καὶ τρομακτικές, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης ἰδιότροπες, παράλογες, καταστροφικές. Λάτρεψέ τες καὶ θὰ σὲ χλευάσουν, θὰ σὲ ἀπορρίψουν, θὰ σὲ προδώσουν.
Καὶ ἂν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἶναι τὸ ἄθροισμα αὐτῶν τῶν φυσικῶν δυνάμεων καὶ διαδικασιῶν, αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε «φύση», τότε ὅλα ὅσα συμβαίνουν μέσα στὸ κεφάλι σου ἢ μέσα στὸ δικό μου, ἀκριβῶς τώρα, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ μικρὴ ἐφαρμογὴ τῆς εὐρύτερης πραγματικότητας – χημικὲς ἢ ἠλεκτρικὲς ἀντιδράσεις. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι τὰ ἠλεκτρικὰ ἐρεθίσματα μέσα στὸ κεφάλι μου ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν πραγματικότητα ἢ τὴν ἀλήθεια. Ἐὰν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἶναι «φύση» καὶ ἐγὼ ἀποτελῶ τμῆμα τῆς «φύσης» καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε περισσότερο, τότε οἱ ἰδέες μου δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο παρὰ χημικὲς καὶ ἠλεκτρικὲς δυνάμεις ποὺ τέθηκαν σὲ κίνηση ἀπὸ ἄλλα ἐρεθίσματα ἐπίσης φυσικά. Ἐὰν ὅλα ὅσα ἔχουμε καὶ ὅ,τι εἴμαστε εἶναι «φυσικά», τότε δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει «Ἀλήθεια». Ἐὰν ὅμως πιστεύουμε σὲ παγκόσμιο δίκαιο ἢ ἄδικο, ἠθικὴ ἢ καλοσύνη γενικά, ἐκφράζουμε μιὰ πεποίθηση σὲ κάποια Πραγματικότητα ἔξω ἀπὸ τὴ Φύση.
Οἱ ἀνθρώπινοι πολιτισμοὶ ἔχουν πάντοτε ἀποδεχθεῖ μερικὲς ἠθικὲς ἀρχές. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κάποια «νέα ἠθική», παρὰ μόνο μία ἀνακατάταξη προτεραιοτήτων ποὺ ἔχουν καθορισθεῖ. Ἡ ἐντιμότητα εἶναι μιὰ ἀρετὴ ποὺ ἔχει εὐρεία ἀποδοχή, μπορεῖ ὅμως νὰ ἔλθει σὲ σύγκρουση μὲ μία ἄλλη ὑποχρέωση, γιὰ παράδειγμα νὰ μὴ στενοχωρήσω χωρὶς λόγο κάποιον ἄνθρωπο. Ὁ καθένας μας ἔχει ἀντιμετωπίσει τὸ ἠθικὸ δίλημμα ἂν πρέπει νὰ πεῖς σὲ κάποιον τὴν ἀλήθεια, ὅταν ξέρεις ὅτι θὰ τὸν πληγώσει. Πρέπει νὰ ἀποφασίσετε ποιὰ ἠθικὴ ἄξια εἶναι σημαντικότερη, ὄχι ποιὰν νὰ ἐγκαταλείψετε γιὰ πάντα.
Οἱ κοινωνίες εἶχαν διαφορὲς στὸν τρόπο τοῦ γάμου, καμμιὰ κοινωνία ὅμως δὲν ἐπέτρεπε στὸν κάθε ἄνδρα νὰ ἔχει ὁποιαδήποτε γυναίκα, ὅποτε τὴν ἤθελε. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁ C. S. Lewis στὸ βιβλίο του Abolition of Man, ὀνόμασε ΤΑΟ, ὁ παγκόσμιος κώδικας τῆς ἐνάρετης ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς ποὺ οἱ σοφοὶ καὶ οἱ φιλόσοφοι διέκριναν σὲ ὅλους τοὺς πολιτισμούς, σὲ ὅλες τὶς πνευματικὲς παραδόσεις, σὲ κάθε ἤπειρο. Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποδέχεται τὰ ἠθικὰ κριτήρια τοῦ ΤΑΟ χωρὶς νὰ γίνεται ὀπαδὸς μιᾶς συγκεκριμένης θρησκείας, θὰ σᾶς κάνει καλύτερο ἄνθρωπο. Δὲν πρόκειται νὰ ἐπιλύσει τὸ πρόβλημα γιὰ τὸ Θεό, θὰ ἐξακολουθήσετε νὰ ἔχετε ἕνα Θεό, καὶ ὁ Θεὸς σας μπορεῖ πάντοτε νὰ εἶστε ἐσεῖς.
Οἱ Χριστιανοὶ πιστεύουν σὲ μιὰ σύνθεση τῶν ἐπιλογῶν ποὺ μνημονεύθηκαν ὥς τώρα· θεωροῦν ὅτι ὁ Θεὸς τῆς φύσης καὶ ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Ἠθικότητας εἶναι ὁ Ἴδιος ὑπερβατικὸς Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκτὸς καὶ πέραν τοῦ σύμπαντος, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται ἄμεσα γι\’ αὐτό. Ὅπως καὶ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Αὐτὸ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ σὲ ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ λαό, σὲ πραγματικὸ χρόνο καὶ χῶρο. Οἱ μύθοι γιὰ τοὺς θεοὺς τῆς φύσεως ἦταν μία ἀπόπειρα ποὺ ἔκαναν ἄλλοι πολιτισμοὶ γιὰ νὰ περιγράψουν καὶ νὰ καταλάβουν τὸν κόσμο τους. Αὐτοὶ ὅμως οἱ θεοὶ δὲν συνδέονται μὲ ὑψηλότερα ἠθικὰ κριτήρια. Ὁ Ζεύς, ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ Ἑρμῆς μποροῦσαν νὰ εἶναι ἐξίσου ζηλόφθονοι, μικροπρεπεῖς, ἀνέντιμοι καὶ ἐκδικητικοί, ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς λάτρευαν. Ὁ Raven, ὁ δημιουργὸς Θεὸς στὴν θρησκεία τῆς Ἀλάσκας, εἶναι ἐπίσης ἕνας ἀπατεώνας, ποὺ τακτικὰ λέει ψέματα καὶ ξεγελάει τοὺς ἄλλους. Οἱ θεοὶ τῆς φύσεως ἦταν πολὺ ἀνθρώπινοι, θεοὶ ποὺ ἔγιναν κατ\’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ὁ φοβερὸς Θεὸς τῆς δικαιοσύνης, ἀσυμβίβαστος καὶ ἀπλησίαστος. Ὁ Γιαχβὲ ζητοῦσε περισσότερα ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸ λαό του, συγχρόνως ὅμως ἦταν ἀόρατος, ἀπόμακρος, ὑπερβατικός, ἀποστασιοποιημένος. Οἱ Χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε ἐν σαρκί, τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς ἁμαρτία, καὶ τέλειος Θεός, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ζωοποιὸς δύναμη ὅλης τῆς δημιουργίας.
Ἐπίσης μερικοὶ Χριστιανοὶ κάνουν τὸ Χριστὸ πολὺ μικρό. Περιορίζουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχηματίζουν τὴν ἀντίληψή τους γι’ Αὐτὸν στὸ Θεὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὑπεράνω, ἐκτὸς καὶ πέραν τῆς φύσεως. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ὅμως εἶναι γεμάτη μὲ μαρτυρίες γιὰ τὸ Χριστὸ ὡς τὴν ἐκπλήρωση ὄχι μόνο τῶν ἑβραϊκῶν προφητειῶν ἀλλὰ τῶν θρησκευτικῶν διαισθήσεων ὅλων τῶν λαῶν, ὅπως ἐπίσης καὶ αὐτῶν ποὺ ἔβρισκαν τὸ Θεὸ στὴ φύση. Ἐξετάστε, γιὰ παράδειγμα, μερικοὺς στίχους ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ἰησοῦ Χριστό: «ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαί, εἴτε ἐξουσίαι, τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται· καὶ αὐτός ἐστι πρὸ πάντων, καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε» (Κολ. 1.15-17).
Ἡ περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ διαβάζεται τὸ Πάσχα βεβαιώνει τὴν ἴδια χριστιανικὴ ἀλήθεια. Ὅτι ὁ Λόγος εἶναι Θεός, καὶ ὅτι ἀπὸ Αὐτὸν ἔγινε ὅ,τι ἔχει γίνει, ὅ,τι εἶναι ἡ Ζωὴ ἡ ὁποία ζωοποιεῖ κάθε Ἄνθρωπο -καὶ κάθε τί- ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο. Ὁ Λόγος ἐκδηλώνεται ὄχι μόνον ὡς ἕνα ἱερὸ βιβλίο, ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ Ἱερὸ Πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἐνσωματώνεται καὶ ἐκδηλώνεται σ’ ὁλόκληρη τὴν κτίση.
Κατὰ τὴν διήγηση τῆς Γενέσεως ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἐχαρακτήρισε «καλὸν λίαν» καὶ τὸν εὐλόγησε. Ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐχρησιμοποίησε τὴ φύση καὶ τὰ στοιχεῖα καὶ τὶς δυνάμεις τῆς φύσεως γιὰ νὰ «ποιήσει θαυμάσια» στὴν ἱερὰ Ἱστορία τῶν Ἑβραίων. Τὸ νερὸ φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίζεται καὶ ξαναεμφανίζεται στὶς ἀφηγήσεις. Σκεφθεῖτε πόσες φορὲς ἐμφανίζονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Ἰορδάνης ποταμός, ἢ ὁ Νεῖλος ἢ ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα. Ὁ Ἰησοῦς ἐχρησιμοποίησε τὸ νερὸ γιὰ νὰ κάνει τὸ πρῶτο του θαῦμα. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὴ φύση. Ὁ Γιαχβὲ εὐφραίνεται στὰ ὑλικὰ πράγματα. Ἔπρεπε, διότι εἶναι Αὐτὸς ποὺ τὰ ἐδημιούργησε.
Ἡ Ἐκκλησία συμμετέχει στὴ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεται ὁ Θεὸς γιὰ τὸ σύμπαν ποὺ ἐδημιούργησε σὲ κάθε ἀκολουθία ἁγιασμοῦ καὶ δοξολογίας ποὺ τελεῖ. Ὁ πιστὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ Δημιουργὸ μέσῳ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, γιατί ἡ συνταγὴ γιὰ ψωμὶ καὶ κρασὶ περιλαμβάνει κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀλεύρι, προζύμι, νερό, σταφύλια καὶ ζάχαρη. Γιὰ νὰ παραχθοῦν αὐτά, ὁ ἥλιος πρέπει νὰ ἀνατείλει, ἡ βροχὴ νὰ πέσει, τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως νὰ εἶναι εὐνοϊκά, καὶ αὐτὴ ἡ γῆ νὰ εἶναι γόνιμη. Στὴ θεία Λειτουργία ἡ Ἐκκλησία προσφέρει τὰ «πάντα» στὸν Θεό.
Ἡ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ (5.20) προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ εἶναι «εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῷ Θεῶ καὶ Πατρὶ» Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προχωρεῖ περισσότερο στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ (4,8). Διδάσκει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ σκέπτονται «ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἰ τις ἀρετὴ καὶ εἰ τις ἔπαινος». Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα οἱ Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν ὁτιδήποτε οἱ ἄλλοι, κατὰ τὴν ἀναζήτησή τους γιὰ ἀλήθεια καὶ ἀγαθότητα, ἐδημιούργησαν γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐμπειρία τους γιὰ τὸ ὡραῖο. Νὰ καταστρέφεις ἔργα τέχνης παραβιάζει αὐτὴ τὴ βιβλικὴ ἐντολή.
Πολὺ συχνὰ μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση ἀντὶ γιὰ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο, οἱ Χριστιανοὶ παρερμηνεύουν αὐτό, ποὺ διδάσκει ἡ Βίβλος, ἢ χάνουν κάτι ἀπὸ τὸν ἀρχικό της πλοῦτο. Τὸ χωρίο ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο (3.16), ποὺ ἑκατομμύρια πιστοὶ ξέρουν ἀπὸ στήθους, εἶναι περίφημο: «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν…». Ἀλλὰ ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ συγγραφέας αὐτοῦ τοῦ Εὐαγγελίου μποροῦσε νὰ ἔχει χρησιμοποιήσει δύο διαφορετικὲς ἑλληνικὲς λέξεις ἀντὶ τοῦ «κόσμος», θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει γράψει «οἰκουμένη», ποὺ σημαίνει τὴν κατοικούμενη γῆ, δηλαδὴ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, καὶ οἱ περισσότεροι ἀναγνῶστες θὰ ὑπέθεταν ὅτι, στὴν πραγματικότητα, αὐτὴ τὴ λέξη ἐχρησιμοποίησε. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη λέξις, ἡ λέξις -κόσμος-, τὸ σύμπαν ὅλης τῆς δημιουργίας καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη ποὺ ἐχρησιμοποίησε ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…». Ὁ Θεὸς δὲν ἐδημιούργησε μόνον, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀγαπᾶ τὸ σύμπαν, κάθε γαλαξία καὶ κάθε ἄτομο σὲ αὐτό, καὶ θέλει νὰ εἶναι εὐλογημένο, ἁγιασμένο, ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή, σὲ μία ἀποκατεστημένη ἁρμονία.
Τότε ἀνευρίσκεται μία «οἰκολογικὴ» διάσταση στὸ Χριστιανισμὸ ποὺ οἱ παλαιότεροι Χριστιανοὶ γνώριζαν, καταλάβαιναν καὶ μὲ τὴν ὁποία ζοῦσαν. Γνώριζαν ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἕνας Ἱερὸς χῶρος μολυσμένος, ποὺ τὸν ἔχουν ἐκμεταλλευθεῖ, κόσμος κηλιδωμένος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλεονεξία καὶ ἁμαρτία, ἀλλὰ ταυτόχρονα, ἄξιος σεβασμοῦ, γιατί εἶναι τὸ ἔργο ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὸν 15ο αἰώνα ἡ Δυτικὴ χριστιανοσύνη συγκέντρωσε τὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὴ σωτηρία σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὸ Θεὸ τῆς δικαιοσύνης σὲ ὅρους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀντιλήφθηκαν τὴν «σωτηρία» στὴ διατήρηση μιᾶς σωστῆς σχέσης μὲ τὸ Γιαχβέ, καὶ ἐτόνισαν ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὸ πετυχαίνει κανεὶς αὐτὸ εἶναι νὰ δεχτεῖ τὸ Χριστὸ ὡς Σωτήρα. Ἐντούτοις μὲ τὸν ὑπερτονισμὸ ἑνὸς θέματος τοῦ Εὐαγγελίου ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος νὰ παραθεωρήσει κανεὶς ἄλλες σημαντικὲς πλευρὲς τῆς Χριστιανικῆς θρησκευτικῆς παραδόσεως. Ἀκριβῶς ἐπὶ πέντε αἰῶνες ἡ πιὸ ἔκδηλη ἀδιαφορία ἦταν σχετικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης γιὰ τὴ «φύση».
Οἱ ἰθαγενεῖς Χριστιανοὶ τῆς Βόρειας Ἀμερικῆς, ποὺ μεταστράφηκαν στὸ Εὐαγγέλιο πρόσφατα, γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὴν πνευματικὴ σπουδαιότητα τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ἀντιλαμβάνονται τὸ κατὰ Ἰωάννη 3.16 καλύτερα, πληρέστερα ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ τοὺς ἐδίδαξαν τὴ Βίβλο. Νὰ ἀπαιτήσουμε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἀπαρνηθοῦν αὐτὴν τὴ διάσταση χάριν τῆς πνευματικότητός τους δὲν εἶναι μόνο ἀνέντιμον καὶ ἄδικο, ἀλλὰ εἶναι μία διαστροφὴ τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος. Φτωχαίνει καὶ τοὺς ἴδιους καὶ τὴν Ἐκκλησία, γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ φέρνουμε στὴ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας τὴν κοσμικὴ διάσταση τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς ἦταν κοινοτική. Οἱ γηγενεῖς πληθυσμοὶ ἀπέδιδαν κατὰ παράδοση μεγάλη σημασία στὴ συμβίωση σὲ κοινότητες ὅπου τὰ μέλη τῆς φυλῆς μποροῦσαν νὰ συνάπτουν μεταξύ τους σχέσεις κανονικά, ἁρμονικά. Ἔζησαν μαζὶ γιὰ χιλιάδες χρόνια μὲ μία οἰκολογικὰ εὐαίσθητη ἰσορροπία μὲ τὴ φύση καὶ μὲ τὴ φυλή τους. Τὸ χαρακτηριστικὸ λοφίο τῆς φυλῆς τους. Ὅπως τὸ οἰκόσημο στὴ μεσαιωνικὴ Εὐρώπη, εἶναι ἀναγνωριστικὸ γνώρισμα κάθε οἰκογένειας ἢ φυλῆς μέσα στὸ εὐρύτερο σῶμα. Τὰ λοφία ἔχουν τὴν προέλευσή τους ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ πρόγονοί τους εἶχαν ἀντιμετωπίσει διάφορα ζῶα ἢ δυνάμεις τῆς φύσεως.
Ἡ ἐκδήλωση σεβασμοῦ πρὸς αὐτά, ἡ ἀπόδοση τιμῆς πρὸς αὐτὰ σὰν νὰ ἦταν ἱερά, σὰν νὰ ἦταν ἐκδηλώσεις μιᾶς πνευματικῆς πραγματικότητας, δὲν εἶναι εἰδωλολατρία. Ἐκδηλώνουμε σεβασμὸ πρὸς ἕνα σωρὸ πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ὁ Θεός, καὶ αὐτὸ εἶναι πρέπον. Σεβόμαστε τὴ σημαία. Προσέχουμε ἰδιαίτερα τὰ οἰκογενειακὰ κειμήλια. Ἐκτιμοῦμε σὰν θησαυροὺς παλαιὲς φωτογραφίες συγγενῶν καὶ φίλων ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωή. Ἡ ἐκδήλωση σεβασμοῦ πρὸς αὐτοὺς δὲν τοὺς ἐξυψώνει στὸ ἐπίπεδο τῆς θεότητας. Δὲν τοὺς καθιστᾶ ἐκείνους θεοὺς καὶ ἐμᾶς εἰδωλολάτρες. Ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ λατρεία δὲν εἶναι τὸ ἴδιο καὶ δὲν πρέπει νὰ συγχέονται ποτέ. Οἱ γηγενεῖς Ἀμερικανοὶ ξέρουν πῶς νὰ σέβεται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ πῶς νὰ συμβιώνουν ἁρμονικότερα ἀπὸ τοὺς περισσότερους λαοὺς ἄλλων πολιτισμῶν. Αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπιβεβαιώνεται καὶ νὰ ἐνθαρρύνεται, ὄχι νὰ καταδιώκεται καὶ νὰ ὑφίσταται ἐπιθέσεις. Ὁ σύγχρονος κόσμος χρειάζεται περισσότερη, ὄχι λιγότερη ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ εἴδους τιμῆς καὶ σεβασμοῦ.
Ἔτσι, ἂν θεωρεῖτε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, ὁ Θεὸς σας μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ μικρός. Ἐὰν ἡ ἰδέα σας γιὰ τὸ Θεὸ βασίστηκε στὶς ἐμπειρίες σας μὲ τὴ φύση, ἴσως ὁ Θεὸς σας εἶναι πολὺ μικρός. Ἐὰν ἡ ἀντίληψή σας γιὰ τὸν Χριστὸ διαμορφώθηκε μόνο μὲ βάση τὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Θεὸς σας μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ μικρός. Ἐὰν νομίζετε ὅτι οἱ γηγενεῖς Ἀμερικανοὶ εἶναι ἀκόμη «εἰδωλολάτρες», ἐπειδὴ διατηροῦν τὴν παλαιά τους γλώσσα, τέχνη καὶ ἔθιμα, ὁ Θεὸς σας μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ μικρός. Ὁ ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς Θεὸς πρέπει νὰ εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος ὥστε νὰ εὐλογεῖ, ἐξαγιάζει καὶ ἀγαπᾶ κάθε τί ποὺ εἶναι καλό, ἀληθινό, ὄμορφο, τίμιο καὶ καθαρὸ -ὁπουδήποτε καὶ ἂν βρίσκεται- καὶ νὰ τέρπεται μὲ αὐτό. Δὲν θὰ ἔπρεπε καὶ ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο;