ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΑΓΙΩΝ.

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου.

Ο Άγιος Αχίλλιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία πριν το τέλος του 3ου αιώνα, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Αυτοί τον ανέθρεψαν χριστιανικά και τον μόρφωσαν πλουσιοπάροχα. Μετά το θάνατο των γονέων του, μοίρασε την περιουσία τους στους φτωχούς και πήγε στους Αγίους Τόπους. Κατόπιν επισκέφτηκε διάφορα ασκητήρια όπου ασκήθηκε με νηστεία, προσευχή, αγρυπνία και άλλες χριστιανικές αρετές. Ύστερα πήγε στη Ρώμη και στη Θεσσαλία, όπου κήρυξε το Χριστό και έκανε πολλά θαύματα. Έτσι διαδόθηκε πολύ η φήμη του και όταν χήρευσε ο θρόνος της Λαρίσης, αναδείχτηκε Αρχιεπίσκοπος της (315 περίπου). Ο Άγιος έλαβε μέρος μαζί με τον Οικουμένιο Τρίκκης και το Ρηγίνο Σκοπέλου, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325, στην οποία καταδικάστηκε η αίρεση του Αρείου. Εκεί ο Άγιος θαυματούργησε, αναδεικνύοντας τη δύναμη της ορθής πίστης. Διαβάζουμε κατά λέξη σε κώδικα της Μονής Βαρλάαμ των Μετεώρων: «Τον Θεόν επικαλεσάμενος και έλαιον δι’ ευχής βλύσαι ποιεί (την πέτρα)». Μετά το πέρας της Συνόδου ο Μ. Κων/νος οδήγησε όλους τους ιεράρχες στη νέα πόλη που έκτιζε (Κωνσταντινούπολη). Εκείνοι προσευχήθηκαν στον Κύριο για να μείνει η πόλη στέρεα, ασάλευτη και ανίκητη. Ο αυτοκράτορας προέπεμψε τον Άγιο στη Λάρισα με πλούσια δώρα για ανεγέρσεις ναών και φιλανθρωπίες. Πριν αναχωρήσει ο Αχίλλιος από τη Βασιλεύουσα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μητροφάνης, που δεν παρευρέθη λόγω ασθενείας στη Σύνοδο, ακούγοντας τα κατορθώματα του Αχιλλίου ζήτησε να τον δει και όταν αυτός τον επισκέφθηκε τον τίμησε και τον μακάρισε. Όταν επέστρεψε στη Λάρισα, του ετοιμάστηκε υποδοχή στην είσοδο της πόλης από ιερείς, μοναχούς και πλήθη πιστών. Μόλις ο Άγιος έφτασε, έπεφταν στα πόδια του και ασπάζονταν τα άκρα των ιματίων του. Το ποιμαντικό του έργο συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του, περίπου το 350, ως τα πέρατα της Ελλάδας. Έτσι ο Α. Αχίλλιος θεωρείται δίκαια Ισαπόστολος, φωτισμένος, χαρισματικός, ένθεος κήρυκας του Ευαγγελίου. Ακόμα τα συναξάρια τον χαρακτηρίζουν υπερασπιστή φτωχών, πατέρα ορφανών, ευεργέτη και πρόμαχο κάθε ανάγκης1. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η υψοποιός ταπείνωση, πράγμα που επιβεβαιώνεται με το ακόλουθο περιστατικό. Προσκλήθηκε κάποτε ο Αγ. Αχίλλιος σε μια θεσσαλική πόλη για κάποια ανάγκη της τοπικής τους Εκκλησίας. Οι κάτοικοι έκαναν μεγάλη προετοιμασία, αντάξια ενός επισκόπου, περιμένοντάς τον. Αφού ευπρέπισαν χώρους φιλοξενίας, καθάρισαν δρόμους, ετοίμασαν φαγητά, περίμεναν τον ερχομό του, που τον φαντάζονταν πάνω σε κάποιο άλογο με κουστωδία συνοδών, έναν δηλαδή ερχομό αντάξιο του αξιώματός του. Όμως, αντ’ αυτών, είδαν δυο κληρικούς που έρχονταν πεζή. Οι ντόπιοι, νομίζοντας ότι ήταν προπομποί του Επισκόπου, ρώτησαν αν ο Άγιος ήταν κοντά. Όταν ο ένας από τους δυο κληρικούς είπε ότι αυτός είναι ο Επίσκοπός τους, οι απλοϊκοί κάτοικοι το εξέλαβαν ως ειρωνεία. Μετά από λίγο, κι αφού επέμεναν ρωτώντας και ακούγοντας τα ταπεινά, γλυκά του λόγια, πείστηκαν ότι αυτός ήταν ο αρχιερέας τους και θαύμασαν την ταπείνωσή του.

Όταν κατάλαβε ότι πλησίαζε η μέρα της εκδημίας του, ζήτησε να κατασκευαστεί ο τάφος του. Κάλεσε τότε κλήρο και πιστούς, τους το ανακοίνωσε και τους έδωσε τις ύστατες συμβουλές. Λίγες μέρες αργότερα, γύρω στο 350, κοιμήθηκε ειρηνικά, παραδίδοντας την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Οι Λαρισαίοι τον θρήνησαν πολύ και τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια. Λαός και κλήρος έθαψαν το άγιο του λείψανο στον ήδη ετοιμασμένο τάφο του. Επειδή εκείνα τα πρώτα χριστιανικά χρόνια δεν συνηθίζονταν η ανακομιδή λειψάνων κι επειδή πέρασαν πολλά έτη, ενώ μεσολάβησαν βαρβαρικές επιδρομές, έμεινε ο τάφος του Αγίου άγνωστος. Όμως ο Κύριος με θαύμα του, τριακόσια περίπου έτη αργότερα, την 10η του Φεβρουαρίου, φανέρωσε το λείψανο του εκλεκτού του Αγίου. Έτσι για τα επόμενα χρόνια, μέχρι την άλωση της πόλης απ’ τους Βουλγάρους, το λείψανο και ο τάφος του Αγίου ήταν πηγή θαυμάτων στους προστρέχοντες στη μεσιτεία του. Πάνω από τον τάφο του κτίστηκε και ιερός ναός, πιθανότατα αυτός που βλέπουμε ανεβαίνοντας στο λόφο του Φρουρίου2, νότια από την οθωμανική σκεπαστή αγορά. Στα χρόνια της βουλγαρίκής ακμής, το 986, ο τσάρος Σαμουήλ άρπαξε το λείψανο του Αγίου και το τοποθέτησε σε λάρνακα στο νησάκι του Αγίου Αχιλλίου της Μικρής Πρέσπας, δημιουργώντας ένα προσκυνηματικό κέντρο για το βασίλειό του, δίνοντας συγχρόνως κύρος στην εξουσία του. Στο ίδιο νησάκι ο Σαμουήλ ανήγειρε μεγαλοπρεπή ναό, του οποίου σήμερα σώζονται τα ερείπια. Ο Βυζαντινος χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός γράφει για την αρπαγή του αγίου λειψάνου: «Μετήγαγε δε (ο Σαμουήλ) και το λείψανον του Αγίου Αχιλλείου επισκόπου Λαρίσης χρηματίσαντος επί Κωνσταντίνου του μεγάλου, τη μεγάλη και πρώτη Συνόδω παρόντος, (…) και εις Πρέσπαν απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια, οίκον κάλλιστον και μέγιστον επί τω ονόματι αυτού δομησάμενος». Από το 1981 το λείψανο του Αγίου βρίσκεται ξανά στη Λάρισα, στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Αχιλλίου.

«Χαίροις της εώας αστήρ λαμπρός, και των Λαρισαίων λαμπαδούχος και οδηγός, χαίροις ευσεβείας, λειμών ο ανθηφόρος, Αχίλλιε παμμάκαρ,Τριάδος σκήνωμα.»

www.scribd.com/oikonomoukon

1 Ματθαίος Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ε΄ έκδοση, τόμος Ε΄ ,1996, σ. 428.

2 Αποκαλύφθηκε το 1978. Σχετικά: Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, γ΄τόμος (Λάρισα 2008).