1.

Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh (1914- 2003).

Σήμερα τιμᾶμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Πολλοὶ συχνὰ τὸν θυμόμαστε μοναχὰ σὰν τὸν ἄπιστο Θωμᾶ· στὴν πραγματικότητα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε γιὰ τὰ νέα ποὺ τοῦ μετέφεραν οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ὅταν τοῦ εἶπαν : Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε! Τὸν εἴδαμε ζωντανό!

Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἢ ποὺ παρέμεινε ἄπιστος στὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὅταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος ἔμαθαν ὅτι ἀρρώστησε ὁ Λάζαρος, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἂς ἐπιστρέψουμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἀπάντησαν: Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν ἐκεῖ, γιατί θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε; Μονάχα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: Ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ ἂς πεθάνουμε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον. Ἦταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νὰ εἶναι στὰ λόγια μαθητής Του, ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὅπως ἕνας μαθητὴς ἀκολουθεῖ τὸν δάσκαλό του, ἀλλὰ νὰ πεθάνει μαζί Του, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀποφασίζει νὰ πεθάνει μὲ τὸν φίλο του καὶ ἐὰν χρειαστεῖ χάριν τοῦ φίλου του. Ἂς θυμηθοῦμε λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του.

Τί συνέβη ὅμως ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἀπόστολοι ἀνήγγειλαν σ’ αὐτὸν ποὺ μονάχα αὐτὸς δὲν εἶχε δεῖ τὸν Κύριο, ὅτι ἀντίκρισαν πραγματικὰ τὸν ἀναστάντα Χριστό; Γιατί δὲν πίστεψε τὰ λόγια τους; Γιατί ἀμφέβαλλε; Γιατί εἶπε ὅτι χρειαζόταν ἀποδείξεις, ἁπτὲς ἀποδείξεις; Ἐπειδὴ ὅταν τοὺς ἀντίκρισε τοὺς εἶδε χαρούμενους μὲ ὅ,τι εἶδαν, ἦταν χαρούμενοι ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν πιὰ νεκρός, ποὺ ἦταν ζωντανός, χαρούμενοι γιὰ τὴν νίκη ποὺ εἶχε κερδηθεῖ. Καὶ ὅμως παρατηρώντας τους δὲν εἶδε σὲ αὐτοὺς καμία ἀλλαγή. Ἦταν οἱ ἴδιοι, μόνο ποὺ ἦταν γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἀντὶ γιὰ φόβο. Καὶ ὁ Θωμᾶς τοὺς εἶπε : Μόνο ἐὰν Τὸν δῶ, μόνο ἐὰν γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως θὰ μπορέσω νὰ πιστέψω.

Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ κάποιος ποὺ μᾶς συναντᾶ;

Πρὶν λίγες ἡμέρες ὁμολογήσαμε μὲ πάθος, μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ πίστη τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὸ πιστεύουμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι· καὶ ὅμως, ὅταν μᾶς συναντοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας μας, μᾶς βλέπουν καὶ ἀναρωτιοῦνται: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τί τοὺς συνέβη;

Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ τὸν ἀναστάντα Κύριο, ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση δὲν ἤτανε γι’ αὐτοὺς βίωμα, δὲν σήμαινε γι’ αὐτοὺς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σέ μᾶς· ἐὰν ἑξαιρέσουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ ὅταν τοὺς συναντάει κάποιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ μήνυμα ποὺ φέρουν εἶναι ἀληθινό.

Τί ὑπάρχει στὸ δικό μας μήνυμα ποὺ δὲν ἀκούγεται; Ἐπειδὴ μιλᾶμε ἀλλὰ δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαφέρουμε τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν νοιώσει τὴν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ, ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ μοιράστηκε μὲ μᾶς τὴ ζωή Του, ποὺ μᾶς ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ C. S. Lewis, διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπές, λαμπρό, ἀλλὰ εἶναι πέτρα. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινεῖ λιγότερο ἐξωτερικά, εἶναι ὅμως ζωντανός, εἶναι μία μαρτυρία ζωῆς.

Ἂς ἐξετάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε σὲ ποιὰ κατάσταση βρισκόμαστε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντᾶμε δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γιατί;

Ὁ καθένας μας ἔχει νὰ δώσει τὴ δική του ἀπάντηση σ’ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του καὶ ἂς ἑτοιμαστεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ βαθειὰ συνείδηση, ἂς κάνουμε ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τὴ ζωή μας, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς συναντοῦν, ὅταν θὰ μᾶς βλέπουν, θὰ λένε: Δὲν ἔχουμε ξανασυναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους, ἔχουν κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε δεῖ σὲ κανέναν ἄλλον. Τί εἶναι αὐτό; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε ὅτι εἴμαστε φορεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐνεργεῖ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴμαστε ναός Του. Ἀμήν.

2.

Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας

Ἀρχιμανδρίτης

Σήμερα, Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, -λένε μερικοὶ χαριτολογώντας- «γιορτάζουν οἱ ἄπιστοι». Σίγουρα ἡ κάθε εἴδους ἀπιστία δὲν εἶναι δὰ καὶ ἀρετὴ γιὰ νὰ τὴ χαιρόμαστε καὶ νὰ πολυχρονίζουμε αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔχουν. Ὅσο κι ἂν κάποια τροπάρια θεωροῦν «καλὴ» τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, δὲν παύει νὰ εἶναι ἐλάττωμα. Ἔτσι τὴ χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος – ἀναφερόμενος στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη- λέει: «Κοίτα, πόσο φιλαλήθεις εἶναι οἱ ἀπόστολοι, ποὺ δὲν κρύβουν τὰ ἐλαττώματα οὔτε τὰ δικά τους οὔτε τῶν ἄλλων, ἀλλὰ τὰ καταγράφουν μὲ πολλὴ εἰλικρίνεια».

Μακροθυμεῖ ψηλαφώμενος

Καὶ γι’ αὐτὸ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θωμᾶ νὰ τὸν ψηλαφήσει καὶ νὰ μὴν εἶναι ἄπιστος ἀλλὰ πιστός, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία σύσταση ἀλλὰ ἐπίπληξη. «Σφόδρα ἐπιτιμητικῶς», λέει, «τοῖς ρήμασιν ἐχρήσατο». Καὶ ἄλλος ἑρμηνευτής, ὁ Ζιγαβηνός, παρατηρεῖ ὅτι δίκαια βγῆκε κατηγορούμενος ὁ Θωμᾶς, διότι δὲν πίστεψε τοὺς «συμμαθητές» του, τοὺς πιὸ ἀξιόπιστους μάρτυρες Ἀνάστασης. Βέβαια καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς δὲν πίστεψαν τὶς μυροφόρες, ὅταν τοὺς εἶπαν ὅτι πρῶτες συνάντησαν τὸν ἀναστημένο Χριστό.

Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς συνεχίζει καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή του νὰ συγκαταβαίνει στὰ ἐλαττώματα τῶν μαθητῶν του· καὶ τοὺς παρουσιάζεται, γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὴ ὀρθὴ πίστη. Καὶ τὸν ἕνα, ποὺ ἔλειπε τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τοὺς ἐμφανίστηκε, τὸν ἀφήνει ὀκτὼ μέρες «νὰ ἀκούει τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς μαθητές, ὥστε νὰ ἀνάψει περισσότερο ὁ πόθος του νὰ τὸν δεῖ», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καὶ ξαναπαρουσιάζεται, γιὰ νὰ βεβαιώσει κι αὐτὸν γιὰ τὴν Ἀνάστασή του: «Παραγίνεται, ἵνα διασώση καὶ τὸν ἕνα». Καὶ δὲν περιμένει νὰ τοῦ τὸ ζητήσει ὁ Θωμᾶς, ἀλλὰ «Αὐτὸς προλαβὼν» τὸν καλεῖ νὰ τὸν ψηλαφήσει.

«Ἐννόησον τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπίαν»! καταλήγει θαυμάζοντας ὁ Χρυσόστομος. Κι ἐμεῖς μαζί του ψάλλουμε: «Φιλάνθρωπε, μέγα καὶ ἀνείκαστον τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ὅτι ἐμακρoθύμησας ὑπὸ ἀποστόλου ψηλαφώμεvoς».

Ἡ καλὴ ἀπιστία

Σίγουρα ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ διαφέρει ἀπὸ τὶς πολλῶν διαβαθμίσεων καὶ ποικίλων αἰτιολογήσεων ἀπιστίες, ποὺ μποροῦμε νὰ συναντήσουμε στὸν σημερινὸ κόσμο. Ὁ Θωμᾶς εἶχε πιστέψει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μεσσίας. Εἶχε δυναμώσει τὴν πίστη του μὲ τὴν καθημερινὴ συναναστροφὴ μαζί του, μὲ τὴν ἀκρόαση τοῦ κηρύγματός του καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς θείας του δύναμης, ποὺ φανερωνόταν στὰ τόσα θαύματά του. Τὸν ἐμπιστευόταν καὶ τὸν ἀγαποῦσε τόσο, ὥστε καταλαβαίνοντας ὅτι πηγαίνει γιὰ τελευταία φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, εἶπε: «Ἂς πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του».

Ὅμως τὰ γεγονότα κύλησαν ἀλλιῶς. Ὁ Θωμᾶς μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ τὸν ἐγκατέλειψε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κρύφτηκαν ἀπὸ φόβο.

Ἔνιωσε βαθιὰ ἀπογοήτευση καὶ διάψευση τῶν ἐλπίδων του. Ποῦ εἶναι «ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ»; Ὁ σταυρὸς καὶ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ γκρέμισαν τὴν πίστη του στὴ θεότητά του. Γι’ αὐτό, ὅταν οἱ ἄλλοι μαθητὲς τοῦ εἶπαν ὅτι τὸν εἶδαν Ἀναστημένο, νιώθοντας λίγο δύσκολο νὰ θεωρήσει «λῆρον -παραλήρημα- τὰ ρήματα» δέκα συμμαθητῶν του, «συμβιβάστηκε» νὰ ζητήσει ὄχι μόνο νὰ τὸν δεῖ κι ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ψηλαφήσει.

Προϋπόθεση τῆς πίστης

Σήμερα δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ -καὶ θαύματα νὰ δοῦν- δὲν πιστεύουν. Λίγο ὁ ἐκκoσμικευμέvoς τρόπος ζωῆς, λίγο τὰ πάθη τους, λίγο ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴ λογικὴ καὶ στὴ δῆθεν παντοδυναμία τῆς ἐπιστήμης, τοὺς ἔχουν τόσο τυφλώσει, ὥστε -ὅπως εἶπε ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς- «καὶ ἀναστημένο ἐκ νεκρῶν νὰ δοῦν, οὔτε τότε θὰ πιστέψουν».

Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ πολὺ συνηθισμένη ἀπιστία τοῦ ὑποκριτῆ «πιστοῦ», ὁ ὁποῖος -σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα- «τιμάει τὸν Θεὸ μόνο μὲ τὰ χείλη, ἐνῶ ἡ καρδιὰ του πόρρω ἀπέχει ἀπὸ Αὐτόν». Αὐτὸς εἶναι -κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο- «ὁ ἀκροατὴς τοῦ νόμου», ποὺ δὲν φρόντισε νὰ γίνει καὶ «ποιητὴς τοῦ νόμου» τοῦ Θεοῦ. Κοιτάχτηκε λίγο στὸν καθρέφτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ -ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀδελφόθεoς ἅγιος Ἰάκωβος- εἶδε τὶς ἐλλείψεις του, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε καὶ ξέχασε πῶς ἦταν.

Μόνο ἂν κάποιος κάνει σταθερὴ ἀναφορά του καὶ φρόνημά του τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀληθινὰ ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ νὰ γίνει ποιητὴς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκτήσει γνήσια καὶ σταθερὴ πίστη σ’ Αὐτόν. Τότε δὲν ἔχει ἀνάγκη, οὔτε νὰ δεῖ μὲ τὰ σωματικά του μάτια οὔτε νὰ ψηλαφήσει τὸν ἀναστημένο Χριστό. Ἔχει ζήσει τὴ δύναμη τῆς Ἀνάστασής του στὴν προσωπική του ζωή, γιατί -μὲ τὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας του- συσταυρώθηκε, συνετάφη καὶ συνανέστη μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ μακαρισμοῦ: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύασαντες»!

3.

Κυριακή Θωμᾶ: Ἀπιστία καὶ θεία συγκατάβαση.

Καλλιακμάνης Βασίλειος, Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.

α) Ἡ θεία συγκατάβαση ὡς συνέχεια τοῦ μυστηρίου τῆς θείας κένωσης δὲν περιορίζεται στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν ταφή. Συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ὁ ἀναστὰς Κύριος δὲν ἦλθε νὰ ἐπιβάλει βιαίως τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε τοὺς ὑποχρέωσε νὰ τὸ ἀσπασθοῦν ἀπροϋπόθετα. Ἀποδέχεται καὶ ὡς δοξασμένος Κύριος νὰ γίνει ἀντικείμενο ἔρευνας. Ἀναγνωρίζει στὸν Θωμᾶ τὴ λογικὴ ἀδυναμία νὰ πιστέψει καὶ συγκαταβαίνει γιὰ μία ἀκόμη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἀμφισβήτηση.

β) Ἂς δοῦμε ὅμως συνοπτικὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη (Ἰωάν. 20.19-29). Μετὰ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Ἰησοῦ οἱ μαθητὲς σκορπίστηκαν καὶ φόβος κατέλαβε τὶς ψυχές τους. Ὁ διδάσκαλός τους εἶχε θανατωθεῖ μὲ ἀτιμωτικὸ θάνατο. Καὶ οἱ ἴδιοι κινδύνευαν ἀπὸ τὴ μήνη τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Συγχρόνως μὲ δυσπιστία ἄκουγαν τὶς διαβεβαιώσεις τῶν μυροφόρων γυναικῶν, ὅτι εἶδαν τὸν ἀναστημένο Κύριο.

γ) Κι ἐνῶ οἱ μαθητὲς τὸ ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς ἦταν συναγμένοι στὸ ὑπερῶο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», καὶ παρότι οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, παρουσιάστηκε ὁ Κύριος καὶ τοὺς λέγει: «Ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ταυτόχρονα τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά του. Οἱ μαθητὲς χάρηκαν ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο. Στὴ συνέχεια φύσηξε στὰ πρόσωπά τους λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἐὰν συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες κάποιου τοῦ εἶναι συγχωρημένες· ἂν δὲν τὶς συγχωρήσετε, θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες». Ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι μαθητές: «Εἴδαμε τὸν Κύριο». Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Ἐὰν δὲν δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου σὲ αὐτὰ καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲν θὰ πιστέψω».

δ) Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦταν πάλι οἱ μαθητὲς συναγμένοι στὸ σπίτι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Ἔρχεται ὁ Χριστός, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, στάθηκε στὸ μέσον καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ἔπειτα λέγει στὸν Θωμᾶ: «Φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ καὶ κοίταξε τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε το στὴν πλευρά μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός». Ὁ Θωμᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

ε) Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐμφάνιση στοὺς μαθητὲς ἐκτός τοῦ Θωμᾶ, ἀναγινώσκεται σὲ διάφορες γλῶσσες στὸν ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης τοῦ Πάσχα. Ὅταν κάποιος ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἡ καρδιὰ του γεύεται τὴ σταυροαναστάσιμη ἐμπειρία αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὴν ἐκφράσει καὶ πρὸς τοὺς ἔξω. Ἔτσι τὸ φῶς τῆς λαμπρῆς ἐκχέεται καὶ σὲ ἄλλους λαούς, φυλὲς καὶ γλῶσσες. Τηρεῖται, ἔστω συμβολικὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητὲς νὰ κηρύξουν τὴν Ἀνάσταση «εἰς πάντα τὰ ἔθνη». Ἡ βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀλήθεια καθιστᾶ ἀναγκαία τὴ μαρτυρία της πρὸς κάθε ἄνθρωπο καλῆς προαίρεσης. Στὰ λειτουργικὰ βιβλία περιλαμβάνεται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο καὶ στὰ τουρκικὰ καὶ ἀπαγγέλλονταν ἐμμελῶς στὰ μέρη τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου προφανῶς ἔρχονταν καὶ τὸ ἄκουγαν Τοῦρκοι ἀλλὰ καὶ κρυπτοχριστιανοί.

στ) Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀποτέλεσε στὸ διάβα τῶν αἰώνων τὸ σύμβολο τοῦ «ἀπίστου». Ὅμως, ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν εἰλικρινὴς ἀναζητητὴς τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀμφισβήτησή του ἦταν γνήσια. Δὲν εἶχε ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο καὶ ἀντιχριστιανικὸ πνεῦμα. Γι\’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται καὶ διαλύει τὶς ἀμφιβολίες του. Φανερώνεται καὶ δὲν ἀρνεῖται νὰ ψηλαφηθεῖ ἀπὸ τὸν «ἄπιστο» μαθητή του. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα κάνουν λόγο γιὰ «καλὴ ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ, διότι αὐτὴ γέννησε τὴ βέβαιη πίστη. Στὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὁ Κύριος νὰ ἐπιτιμᾶ τὸν Θωμᾶ. «Ἐπειδὴ μὲ εἶδες, πίστεψες», τοῦ λέει. «Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ εἶδαν καὶ ὅμως πίστεψαν». Ἔτσι μακαρίζονται οἱ χριστιανοὶ ὅλων τῶν αἰώνων, ποὺ ἀποδέχονται καὶ βιώνουν τὸ κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως.

ζ) Ἴσως κάποιος ἀναρωτηθεῖ: Γιατί ὁ ἀναστημένος Χριστὸς ἐπέλεξε νὰ ἐμφανισθεῖ στοὺς μαθητές, τὸν Θωμᾶ καὶ τὶς μυροφόρες καὶ δὲν παρουσιάσθηκε κατευθείαν στοὺς σταυρωτές του, γιὰ νὰ πιστέψουν καὶ ἐκεῖνοι; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θὰ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους. Κι αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἦταν τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Παρὰ ταῦτα, ὄχι μόνο δὲν ἑλκύσθηκαν στὴν πίστη, μὰ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἤθελαν νὰ σκοτώσουν καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Λάζαρο». Τέλος, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ «ἄπιστος» μαθητὴς θυσίασε μαρτυρικὰ τὴ ζωή του, γιὰ νὰ μεταφέρει τὸ ἐλπιδοφόρο ἀναστάσιμο μήνυμα στὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς, ἀποτελεῖ μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς Ἀνάστασης καὶ δικαιώνει τὴ θεία συγκατάβαση.

4.

Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ.

Καραγιάννης Νικάνωρ

Ἀρχιμανδρίτης

Μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ στοὺς τρομοκρατημένους μέχρι τότε μαθητὲς Του εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνει προσωπικά· «ἐν μέσῳ ἔστη εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», διαλύει τὶς φοβίες τῶν μαθητῶν Του καὶ βοηθᾶ τὸν Θωμᾶ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἀναστολές του.

Δισταγμοὶ καὶ ἀμφιβολίες τῆς πίστης

Ὁ Θωμᾶς κλονισμένος καὶ ταραγμένος μέσα στὴν ἀπομόνωση (δὲν βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς) καὶ τὴν κατάθλιψή του, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὶς ἀναστολὲς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου του. Ὅμως ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς ἐμφανίζεται ἀνάμεσα σὲ ὅλους μαζί τους μαθητές Του, γιὰ νὰ πιστεύσει πραγματικὰ ὁ ἕνας. Δὲν ἐλέγχει τὴ δυσπιστία του. Δὲν κρίνει τὴ στάση του, δὲν καταδικάζει τὴ συμπεριφορά του. Ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὶς ἀντοχές μας στὶς ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ πόνου, τῆς ἀδυναμίας, τῆς κόπωσης καὶ τῆς ἐξάντλησης. Βέβαια, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ὅριά μας, ἁπλῶς ἐμεῖς στὶς δύσκολες στιγμὲς συνειδητοποιοῦμε τὴν ὀλιγοπιστία μας. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ ἀποκαλύπτεται μὲ ἀγάπη σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Νὰ φανερώνει καὶ νὰ προσφέρει τὰ σημάδια τῆς μυστικῆς Του παρουσίας καὶ ἐνέργειας σὲ ὅποιον ἀναζητᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει, δηλαδὴ σὲ ὅποιον οἰκοδομεῖ τὴν πίστη του στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ πνευματικὸ βίωμα. Μᾶς ἐκπλήσσει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς ψυχῆς μας, στὶς νοοτροπίες καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας, κάποτε ἀκόμη καὶ στὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς δισταγμούς μας. Ἐδῶ ὁ ἐγωισμὸς μας συντρίβεται. Ἡ ἀλαζονικὴ λογική μας, ποὺ νομίζει ὅτι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατακτήσει τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια, ταπεινώνεται καὶ τότε αὐθόρμητα παραδινόμαστε ὁλόψυχα «ἐν πίστει» στὴν ἀγαπώσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ φυλακὴ τῆς λογικῆς

«Ἐὰν μὴ ἴδω οὐ μὴ πιστεύσω». Κάποτε ὁ λόγος αὐτὸς γιὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διανόηση τοῦ κόσμου τούτου γίνεται ἕνας πειρασμὸς ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μία ἀναλήθεια. Σὲ ἕνα τρομακτικὸ ψέμα, σὲ ἕναν δαιμονικὸ πειθαναγκασμό, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει μόνο ὅ,τι οἱ αἰσθήσεις του ἀντιλαμβάνονται, ὅ,τι βλέπει, ὅ,τι παρατηρεῖ, ὅ,τι ἀποδεικνύει μὲ τὶς ἔρευνες καὶ τὰ πορίσματά του. Σὲ ἕνα τέτοιο ἐπιστημονικὸ κοσμοείδωλο ἡ λογικὴ θεοποιεῖται σὰν τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια. Τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ εὐαισθησίες, οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ τὰ ἀποκαλυπτικὰ βιώματα, ἡ πίστη καὶ τὸ θαῦμα παραμερίζονται καὶ ἐμπαίζονται. Ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης παραμένει ἄγνωστη. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προορισμοῦ γεμίζουν ἀπὸ ἀντιφάσεις, κενά, ἀπορίες καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος μικραίνει καὶ φτωχαίνει πολύ. Γίνεται ρηχός, ἐπιφανειακὸς καὶ ἐπίπεδος. Γιὰ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο ποὺ αὐτάρεσκα καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη του, οἱ διαστάσεις τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους ἰσοπεδώνονται. Ἡ καθημερινότητα πολλῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθει γι\’ αὐτό. Καμία πνευματικὴ ἀνάβαση, ἀναζήτηση καὶ ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ. Καμία ἐνδοσκόπηση, καμία αὐτογνωσία, κανένας ἐσωτερικὸς ἀγώνας μὲ τὸν «ἔσω τῆς καρδίας κρυπτόμενον ἄνθρωπον».

Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι βυθίζονται στὶς ἀμφιβολίες καὶ παγιδεύονται στὴν ἀπιστία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κενό τῆς ζωῆς. Ἔχουν μία ὑπερτροφικὴ αὐτοπεποίθηση ὅτι μποροῦν νὰ καταλάβουν τὰ πάντα. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς ἰδέες τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἐνῶ μποροῦν, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού, ἐνῶ ἤθελε νὰ πιστέψει, δὲν μποροῦσε. Γιατί ἐκεῖνος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προκατάληψη τοῦ κάθε ἀπίστου, μέσα ἀπὸ τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀμφιβολίες του ἀναζητοῦσε νὰ ψηλαφήσει. Ἀναζητοῦσε τὰ σημάδια τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσωπικὰ ὄχι ἐγωκεντρικά, γι\’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκουμπήσει τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀναφώνησε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐμβαθύνει στὴν ἐμπειρία τῆς πίστns, ὅταν γράφει «ἔμαθον ἀφ\’ ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ\’ ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν…»• δηλαδή, πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου καὶ μὲ δίδαξαν νὰ μὴν κρίνω, ψηλάφησα καὶ ἔμαθα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ φιλονικῶ, ἕναν Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἂς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς μία διαρκὴς ἐμπειρία καὶ ὁμολογία πίστης. Ἀμήν.

5.

Ἡ καινούργια κτίση.

Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Τηροῦμε σήμερα τὴ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ. Ὅλοι τὸν θυμοῦνται σὰν τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἀμφισβήτησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅταν τοῦ μίλησαν γι\’ αὐτὴν οἱ ἄλλοι μαθητὲς σπάνια ὅμως ρωτοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας τί ἄνθρωπος ἦταν καὶ ποιοὶ λόγοι τὸν ἔκαναν νὰ ἀμφιβάλλει.

Ἂν ἐξαιρέσουμε τὴν ἐκλογή του σὲ ἀπόστολο ἀπὸ τὸ Χριστό, ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ἀναφέρεται μόνο δύο φορὲς στὰ Εὐαγγέλια. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ εἶναι πολὺ σημαντικὴ (Ἰω. 11. 7- 16): Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητές Του ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἰουδαία γιὰ νὰ ἀναστήσει τὸ φίλο Του Λάζαρο ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἐκεῖνοι προσπαθοῦν νὰ Τὸν πείσουν νὰ μείνει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη καὶ φονικὴ Ἱερουσαλὴμ καὶ μόνο ὁ Θωμᾶς λέει: «ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ». Ἦταν διατεθειμένος, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν οἱ μαθητὲς ἔβλεπαν στὸν Κύριο ἁπλῶς ἕνα δάσκαλο, νὰ πεθάνει μαζί Του ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση. Ἦταν ἕτοιμος ἁπλῶς νὰ πεθάνει, ὄχι νὰ ἐπιδιώξει ὁ,τιδήποτε, μόνο νὰ μοιραστεῖ τὸ ριζικό Του.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἕτοιμος μὲ τόση ἀφοσίωση νὰ μοιραστεῖ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ θάνατο ρωτᾶ τοὺς ἄλλους μαθητὲς λέγοντας: «Εἶναι δυνατό;» Λένε στὸ Θωμᾶ πὼς ἔχουν δεῖ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ κι ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψει. Γιὰ ποιὸ λόγο; Μήπως γιὰ τὸ λόγο ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, πρὶν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβει στοὺς Ἀποστόλους ἐκεῖνοι παρέμεναν οἱ ἴδιοι δειλοὶ ἄνθρωποι, συχνὰ ἀνίκανοι νὰ κατανοήσουν, συχνὰ ἀμφιρρεπεῖς, ὅπως ὑπῆρξαν καὶ στὸ παρελθόν; Πῶς μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅταν ἡ μόνη ἔνδειξη γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι χαιρόντουσαν χωρὶς νὰ ἔχουν γίνει καθόλου διαφορετικοὶ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ πάντοτε ὑπῆρξαν; Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης χρειαζόταν μία ἀπόδειξη πέρα ἀπὸ τὰ χαρούμενα λόγια τῶν ἀποστόλων διότι καταλάβαινε ὅτι ἂν ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ τότε τὸ κάθε τι στὸν κόσμο εἶχε ἀλλάξει, ὅτι δὲν ἦταν ὁ θάνατος ἀλλὰ ἡ ζωὴ ποὺ εἶχε τὸν τελευταῖο λόγο, ὅτι ἡ τελικὴ νίκη δὲν ἀνῆκε στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ στὸ Θεό, ὅτι εἶχε ὑπερισχύσει ἡ ἀγάπη, ὄχι τὸ μίσος. Καταλάβαινε ὅτι ὁ κόσμος θὰ ‘πρεπε νὰ εἶχε γίνει καινούριος ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ μεταμορφώσει ἀπὸ κόσμο ἄσκοπης, κάποτε πολύχρονης μὰ παροδικῆς ζωῆς σὲ κόσμο αἰωνιότητας.

Ὅταν εἶδε μπροστά του λοιπὸν τὸ Χριστὸ ὁ Θωμᾶς πίστεψε διότι ὁ Λυτρωτὴς ἀκτινοβολοῦσε μὲ τὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας, διότι στεκόταν μπροστὰ στοὺς μαθητὲς Του ὄχι σὰν ὁ Ἰησοῦς τῆς Ναζαρὲτ ποὺ ὑπῆρξε δάσκαλός τους ἀλλὰ σὰν ὁ ἐγερθεὶς Κύριος μέσα στὴν ἰσχὺ καὶ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασής Του, καὶ παρ\’ ὅλα αὐτά, μὲ χέρια καὶ πόδια καὶ πλευρὰ τρυπημένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲ μετακινεῖ τὴν τραγωδία ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σηκώσει ὁλόκληρη τὴν τραγωδία του καὶ νὰ τὴ μεταμορφώσει σὲ νίκη, ὅσο ὅμως παραμένει ἔστω καὶ ἕνας ἁμαρτωλὸς πάνω στὴ γῆ θὰ παραμένει καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἴσως νὰ στέκεται ἀπέναντι μας ἔτσι ἀκριβῶς καὶ στὴν αἰωνιότητα κι αὐτὸ γιατί ἡ σταύρωσή Του εἶναι τὸ σημάδι τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ὁ Θωμᾶς Τὸν εἶδε, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ μέσα στὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης, Τὸν προσκύνησε καὶ πρόφερε τὰ λόγια τῆς τελικῆς, θριαμβευτικῆς ἀπόδειξης τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε νὰ μεταφέρουμε σ\’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πῶς ὅμως νὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους μιλοῦμε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στοὺς ὁποίους ἀναγγέλλουμε ὅτι ἔχει ἐγερθεῖ, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι ἔχει βγεῖ νικητής, πῶς νὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν ἄν, ὅπως τότε οἱ ἀπόστολοι, μποροῦμε μόνο νὰ χαιρόμαστε γιὰ τὴ δική μας ἐμπειρία χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἐπιδείξουμε τὴ δύναμη ἤ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης; Ἐμεῖς ποὺ πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καινὸ ἔθνος, ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στὴ ζωή, τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ἤδη νιώθουν τὸ θρίαμβο κατὰ τοῦ θανάτου, διότι ἔχοντας γευτεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ζοῦμε πιὰ – θὰ’πρεπε νὰ ζούσαμε – τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἐγερθέντος, τὴ θεϊκὴ ζωή.

Δὲ θὰ φοβούμασταν τότε τὸ θάνατο ἤ τὸ μαρτύριο, δὲ θὰ φοβούμασταν τίποτα στὸν κόσμο διότι τὴ ζωὴ ἐκείνη κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν πάρει. Θὰ πορευόμασταν τότε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς γεμάτοι σφρίγος ὡς νικητὲς καὶ ὡς πειστικοὶ μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἐφ’ ὅσον οἱ ἄλλοι θὰ ἔβλεπαν σ\’ ἐμᾶς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μάθει νὰ ἀγαπᾶνε, ἔστω κι ἂν χρειαστεῖ νὰ θυσιάσουν τὴν ἐπίγεια ζωή, ποὺ ἔχουν μάθει νὰ πιστεύουν στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς γνωρίζει νὰ τὸν πιστεύει, νὰ ἐλπίζουν γιὰ τὰ πάντα καὶ νὰ ὑπερνικοῦν τὸ κάθε τι μὲ τὸ νὰ δίνουν ἀνεπιφύλακτα τὸν ἑαυτό τους στὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ νίκη τοῦ Κυρίου.