Μπαλδιμτσής Νικόλαος, Ιατρός.
Μια φορά ρώτησα τον Γέροντα:
-Επειδή έχω πολλά παιδιά δώσε μου Γέροντα μια συμβουλή.
Τότε μου είπε:
-Κοίταξε, πρέπει οι γονείς να δώσουν στα παιδιά τους να καταλάβουν ότι δεν γίνεται να ζήσουν μακριά από το Χριστό. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Είναι ο μοναδικός δρόμος. Παντού υπάρχει αδιέξοδο. Είναι ανάγκη η ζωή κοντά στο Χριστό. Αυτό αν μπορέσεις και το περάσεις στα παιδιά σου, είναι η μεγαλύτερη διαπαιδαγώγηση.
Την τελευταία φορά που είδα τον Γέροντα πριν κοιμηθεί, επειδή είμαι γιατρός, του ζήτησα μια συμβουλή. Κοίταξε να δεις κάτι, μου λέει. Να προσπαθείς τους αρρώστους, μάλιστα αυτούς που έχουν βαριές παθήσεις, να τους συνδέεις με το Χριστό. Δηλαδή, να κάνεις ό,τι μπορείς σαν γιατρός εσύ, αλλά να τους λες ότι πάνω από όλα είναι ο Χριστός. Εκείνος ρυθμίζει τα πάντα. Και τη ζωή και τις ασθένειες και το θάνατο. Εκεί να κατευθύνεις την ελπίδα τους. Να μην κρατάς στον εαυτό σου αυτό που ανήκει στο Θεό. Ο άρρωστος θέλει κάπου να πιαστεί. Να μην πιάνεται αποκλειστικά από το γιατρό του και περιμένει απ’ αυτόν να απαλλαγεί από την ασθένειά του και να ζήσει. Αυτό το πράγμα δεν είναι σωστό. Τους αρρώστους να τους κατευθύνεις οπωσδήποτε στο Χριστό. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη προσφορά σου σαν γιατρός.
60. Τὰ μπουχτίζουν στὰ γράμματα.
Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Βλέπω παιδιὰ ποὺ ἔχουν τελειώσει ὄχι μόνο Λύκειο ἀλλὰ καὶ Πανεπιστήμιο νὰ γράφουν κάτι γράμματα, νὰ κάνουν κάτι λάθη… Ἐμεῖς τοῦ Δημοτικοῦ ἤμασταν καὶ τέτοια λάθη δὲν κάναμε. Καὶ ἂν εἶναι φοιτητὲς τῆς Φιλολογίας ἢ τῆς Νομικῆς, κάτι γίνεται. Ἂν εἶναι ἄλλης Σχολῆς, δὲν ξέρουν νὰ γράψουν. Ἐνῶ τὸ Σχολαρχεῖο παλιὰ ἦταν… (σὰν Πανεπιστήμιο). Ἐδῶ βλέπεις καὶ στὸ Δημοτικὸ πόσα μάθαιναν τότε τὰ παιδιά, πόσο μᾶλλον στὸ Σχολαρχεῖο!
Σήμερα τὰ φορτώνουν ἕνα σωρὸ καὶ τὰ μπερδεύουν. Τὰ μπουχτίζουν στὰ γράμματα χωρὶς πνευματικὸ ἀντιστάθμισμα. Στὰ σχολεῖα τὰ παιδιὰ πρέπει πρῶτα νὰ μαθαίνουν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μικρὰ παιδιὰ νὰ πᾶνε νὰ μάθουν ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά –ἐνῶ Ἀρχαῖα νὰ μὴ μάθουν – μουσική, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο… Τί νὰ πρωτομάθουν; Ὅλο γράμματα καὶ ἀριθμοὺς καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι νὰ μάθουν, γιὰ τὴν Πατρίδα τους κ.λπ., δὲν τὰ μαθαίνουν. Οὔτε πατριωτικὰ τραγούδια οὔτε τίποτε.
Πιάσε ἕνα ἀπὸ τὰ σημερινὰ παιδιὰ τώρα καὶ ρώτησε τό: «Σὲ ποιό νομὸ εἶναι τὸ χωριό σου; Πόσο πληθυσμὸ ἔχει;». Δὲν ξέρει νὰ σοῦ πῆ. Σοῦ λέει: «Θὰ πάω στὸ Πρακτορεῖο, θὰ πάρω τὸ λεωφορεῖο καὶ θὰ μὲ πάη στὸ χωριό. Ἀφοῦ ξέρει ὁ εἰσπράκτορας, θὰ τοῦ πῶ ὅτι θέλω νὰ πάω στὸ τάδε χωριό, θὰ πληρώσω καὶ θὰ μὲ πάη». Ἐμεῖς στὸ Δημοτικὸ ξέραμε ὅλον τὸν κόσμο ἀπ΄ ἔξω. Γιατί ἔπρεπε νὰ ξέρης ἀπ΄ ἔξω τὶς πόλεις ὅλων τῶν κρατῶν ἀπὸ πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους καὶ ἄνω. Μετὰ ἔπρεπε νὰ ξέρης τὰ μεγαλύτερα ποτάμια στὸ φάρδος καὶ στὸ μάκρος καὶ τὰ ἀμέσως μικρότερα, τὰ μεγαλύτερα βουνὰ κ.λπ. –πόσο μᾶλλον τῆς Ἑλλάδος! Τὸ ἔχω δεῖ καὶ σὲ μεγάλους ὄχι μόνο σὲ μικρὰ παιδιά· φοιτητὴς νὰ μὴν ξέρη πόσους κατοίκους ἔχει ἡ πόλη στὴν ὁποία σπουδάζει! Ρώτησα ἕναν ποιό εἶναι τὸ μεγαλύτερο βουνὸ τῆς Ἑλλάδος, καὶ δὲν ἤξερε. Ποιό εἶναι τὸ μεγαλύτερο ποτάμι, τίποτε. Τὸ πιὸ μικρό, οὔτε αὐτό. Φοιτητὴς καὶ νὰ μὴν ξέρη τίποτε γιὰ τὴν Πατρίδα του! Θά΄ ρθοῦν μετὰ οἱ … «φίλοι»μας, οἱ γείτονες, καὶ θὰ τοῦ ποῦν: «Αὐτὴ δὲν εἶναι πατρίδα σου· εἶναι πατρίδα δική μας», καὶ θὰ τοὺς ἀπαντήση: «Καλὰ λέτε, ἔτσι εἶναι»! Καταλάβατε; Ἐκεῖ πᾶμε! Ἂν ρωτήσης ὅμως τὰ σημερινὰ παιδιὰ γιὰ τὸ ποδόσφαιρο ἢ γιὰ τὴν τηλεόραση, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ ὅλους ἄπ΄ ἔξω.
Καὶ βλέπεις, ἦρθαν παιδιὰ ἀπὸ τὴν Ἀλβανία καὶ ἤξεραν γράμματα. «Ποῦ τὰ μάθατε τὰ γράμματα;», ρωτᾶς τοὺς Βορειοηπειρῶτες. «Στὶς φυλακές», σοῦ λένε. Ἐκεῖνα τὶς φυλακὲς τὶς ἔκαναν σχολεῖα. Τὰ δικά μας τὰ παιδιὰ τὰ σχολεῖα τὰ ἔκαναν φυλακές· κλείστηκαν μόνα τους μέσα μὲ τὶς καταλήψεις… Τὰ παιδιὰ σήμερα, ἰδίως στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία, εἶναι ζαλισμένα· πιὸ πολὺ στὸ Γυμνάσιο καὶ στὸ Λύκειο. Στὸ πανεπιστήμιο εἶναι πιὸ ὥριμα. Ἐκεῖ ἄλλωστε, ὅποτε θέλουν πηγαίνουν.