1.

Εἰς τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (ἀπόσπασμα)

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Σήμερα, ἀδελφοί καί ἀδελφές, εἶναι ἡ ἁγία Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, μία ἀπό τίς πενήντα δύο Κυριακές τοῦ ἔτους πού ὀνομάζεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.

Μεγάλη καί ἁγία Κυριακή. Κυριακή, κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψεύδους, ἐναντίον κάθε ἀναλήθειας, ἐναντίον κάθε αἱρέσεως, ἐναντίον κάθε ψευδοθεοῦ· νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψευδοῦς διδασκαλίας, ἐναντίον κάθε ψευδοῦς φιλοσοφίας, ἐπιστήμης, πολιτισμοῦ, εἰκόνος. Ἁγία νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό σημαίνει ἁγία νίκη τῆς Παναληθείας.

Ποιός ὅμως εἶναι ἡ Παναλήθεια σέ αὐτόν τόν κόσμο; Ποιός εἶναι ἡ Ἀλήθεια σέ αὐτόν τόν κόσμο; Αὐτός πού εἶπε γιά τόν ἑαυτό Του: Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Θεός ἐν σαρκί. Νά, αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια στόν γήινο κόσμο μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο. «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἔλαβε σῶμα, ὥστε μέ τό σῶμα μας νά εἰπῇ σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τί εἶναι ἀλήθεια, πῶς ζῆ κανείς ἐν ἀληθείᾳ, πῶς πεθαίνει γι’ αὐτήν, καί πῶς δι’ αὐτῆς ζῆ αἰωνίως. Ὁ Χριστός συνεκέντρωσε ὅλες τίς ἀλήθειες καί μᾶς ἔδωσε τήν Παναλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. [σελ. 81-82]

Ὅταν ὁ Θεός κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, Αὐτός ἔγινε ὁρατός γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἔγινε ὁρατός. Καί ἐμεῖς βλέποντάς Τον, στήν πραγματικότητα βλέπουμε τόν Ζῶντα Θεό. Αὐτός εἶναι ἡ ζῶσα Εἰκών τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.

Διαφυλάσσοντας τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε τόν ἄνθρωπο, διεφύλαξε τόν Χριστό ὡς ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά βρῆ σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τήν θεία Εἰκόνα, τήν ζῶσα θεία Εἰκόνα, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε μέ τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, τήν παραμορφώσαμε, τήν καταξέσαμε ὅλη μέ τήν ἁμαρτωλή ζωή μας.

Ὅπως λέγεται στούς θαυμάσιους ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, ὁ Κύριος κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ Εἰκόνα», νά ἀνακαινίσῃ τήν Ἰδική Του Εἰκόνα στόν ἄνθρωπο· «φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι», πού ἐφθάρη δηλαδή μέ τά ἐλαττώματά μας καί μέ τίς ἁμαρτίες μας, καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μία παραμορφωμένη, μία δύσμορφη, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός, κατεβαίνοντας σέ αὐτόν τόν κόσμο σάν καθαρή, ὁλοκάθαρη Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεός, ἔδειξε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο. [σελ. 83]

Πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο;

Ἐμεῖς σέ αὐτόν τόν κόσμο πραγματικά πολεμᾶμε, συνέχεια πολεμᾶμε γι’ αὐτήν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα στήν ψυχή μας. Ποιός μᾶς τήν κλέβει; Ὅλοι οἱ εἰκονομάχοι.

Πρῶτος εἰκονομάχος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν θέλει τόν Θεό. Δέν θέλει τόν Θεό οὔτε μέσα στόν ἄνθρωπο, οὔτε μέσα στόν κόσμο γύρω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Καί διά τῆς ἁμαρτίας κατεξοχήν εἰκονομάχος εἶναι ὁ Σατανᾶς καί οἱ ἄγγελοί του, οἱ ἀπαίσιοι δαίμονες. Ἐκεῖνοι εἶναι πού κλέβουν τήν ψυχή μας, πού σωρεύουν ἁμαρτίες στήν ψυχή μας καί κατακαλύπτουν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα μας. Μέ τό μαῦρο κατράμι τῆς ἁμαρτίας ἀλοίφουν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα στήν ψυχή μας. Καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζῆ ἀμετανόητος μέσα στήν ἁμαρτία, ὅταν δέν πολεμᾶ κατά τῶν ἁμαρτιῶν του, ὅταν μένει σέ αὐτές, ὅταν δέν τίς ἐξομολογῆται, τί ἀπομένει ἀπό τήν ψυχή του; Ἀπομένει ἡ θεία Εἰκόνα πασαλειμένη μέ τό μαῦρο πῦον τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τοῦ θανάτου. Φρικτό θέαμα, φοβερή ντροπή!

Τί σημαίνει λοιπόν νά εἶσαι Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;

Σημαίνει, ἀδελφοί, τό ἑξῆς:

Ἐμεῖς ἔχουμε νοῦ, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἐμεῖς ἔχουμε θέλησι, ἀλλά ἡ θέλησις εἶναι εἰκόνα τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἐμεῖς ἔχουμε αἴσθησι, ἔχουμε καρδιά, ἀλλά αὐτά εἶναι εἰκόνα θείων αἰσθήσεων μέσα μας.

Ἐμεῖς ζοῦμε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς εἴμαστε ὡσάν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ἀθάνατες, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ἀθανασίας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε θεοειδεῖς, γιά νά ζοῦμε μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο δι’ Αὐτοῦ, γιά νά σκέπτεται πάντοτε ὁ νοῦς μας: πρόσεχε ἀπό Ποιόν εἶσαι, εἶσαι ἀπό τόν Θεό, νά κάνῃς καθαρές σκέψεις, σκέψεις θεϊκές.

Τότε τό θέλημά μας εἶναι τέλειο καί ὑγιές, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πρωτότυπό του. Ἡ αἴσθησίς μας τότε εἶναι καθαρή, ὑγιής, θεϊκή, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τήν αἴσθησι τοῦ Θεοῦ.

[σελ. 87]

Ἄς μᾶς καθαρίσῃ Αὐτός ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἀπό κάθε θάνατο. Ἄς μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό κάθε διάβολο, γιά νά μποροῦμε νά εἴμαστε πραγματικά ζῶσες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἐπί τῆς γῆς ἕνα θεῖο μεγαλεῖο.

Ἄνθρωπε! Ἀδελφέ! Ποτέ μήν ξεχνᾶς ὅτι εἶσαι μικρός Θεός μέσα στήν λάσπη! Μέσα στήν λάσπη τοῦ σώματός σου ἐσύ ἔχεις τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Πρόσεχε πῶς ζῆς.

Πρόσεχε τί κάνεις μέ τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μέσα σου. Πρόσεχε, –ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! Διότι ἡ ζωή μας ξεκινᾶ ἀπό τήν γῆ καί καταλήγει στό πάμφωτο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, γιά νά δώσουμε ἐκεῖ ἀπολογία τί κάναμε μέ τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅσο ἤμασταν σέ αὐτόν τόν κόσμο.

Εὔχομαι ὁ Ἀγαθός Κύριος νά χαρίσῃ στήν καρδιά τοῦ καθενός μας ὅλα τά οὐράνια δῶρα, ὅλες τίς εὐαγγελικές ἀρετές: τήν πίστι καί τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα καί τήν προσευχή καί τήν νηστεία καί τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα καί τήν ταπείνωσι, ὥστε νά μπορέσουμε νά ἀντέξουμε ὅλο αὐτόν τό φοβερό ἐπίγειο ἀγῶνα, νά διαφυλάξουμε στήν ψυχή μας τήν θεία μορφή καί νά μετατεθοῦμε ἀπό τόν κόσμο αὐτό πρός τόν Ἀναστάντα Κύριο σέ ἐκεῖνο τόν κόσμο.

Ἀλλά μέχρι τότε ἡ ἁγία νηστεία ἄς μᾶς ὁδηγῇ πρός τό Ἅγιον Πάσχα, τήν Ἁγία Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, γιά νά προσκυνήσουμε, ὅσο εἴμαστε ἀκόμη μέ τό σῶμα μας, Αὐτόν, τόν Ἀναστάντα Κύριο, τόν Νικητή τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου, Αὐτόν πού ἐξασφάλισε τήν Αἰώνιο Ζωή γιά τό σῶμα μας καί γιά τήν ψυχή μας.

Σέ Αὐτόν, μόνο σέ Αὐτόν, ἀποκλειστικά σέ Αὐτόν, ἀνήκει αἰώνιος δόξα καί τιμή, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

2.

Κυριακὴ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας

Anthony Bloom

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Κάθε βδομάδα, σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Σαρακοστή, ἔχουμε ἤδη δεῖ τὶς παραβολὲς στὶς ὁποῖες ἡ κατάστασή μας φαίνεται τόσο ξεκάθαρα, μὲ τέτοια σαφήνεια, τόσο καυστικὰ ἀπεικονισμένη, καὶ ταυτόχρονα μὲ τόσο αὐστηρὲς προοειδοποιήσεις, ποὺ δὲν ὑπάρχει μέση ὁδός, ἀνάμεσα στὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς καὶ στὴν ὁδὸ τοῦ θανάτου, ὅτι μπορεῖ νὰ ζοῦμε στὴ γῆ στὸ λυκόφως τοῦ ἀσυνείδητου, ἀλλὰ θὰ ἔρθει κάποια στιγμὴ ποὺ τὸ φῶς θὰ λάμψει μπρός μας καὶ θὰ γίνει ξεκάθαρο ἂν ἐμεῖς εἴμασταν παιδιὰ τοῦ φωτὸς ἢ αἰχμάλωτοι τοῦ σκότους. Καὶ κορυφαῖο σημεῖο σ’ αὐτὴ τὴν διαδικασία εἶναι ἡ ἀνάγνωση τοῦ Κανόνα τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα Κρήτης στὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ μετάνοια τόσο δυνατὰ ἀπεικονίζονται.

Ἀλλὰ τώρα μπαίνουμε σὲ μία καινούργια φάση τῆς προετοιμασίας γιὰ τὸ Πάσχα, μπαίνουμε στὴν Σαρακοστὴ ποὺ εἶναι μιὰ παλιὰ λέξη ποὺ σημαίνει «ἄνοιξη», ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς· μία περίοδος ὅπου δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ζοῦμε στὸ ἡμίφως ποὺ ἔχει ἀκόμα δύναμη πάνω μας, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς ποὺ διαλύει τὸ σκοτάδι, τὸ φῶς ποὺ κάνει ὅλα ν’ ἀστράφτουν, νὰ εἶναι τὰ ἴδια φῶς σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Χριστοῦ.

Σήμερα θυμόμαστε τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὁμολόγησε στὴν τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸν 9ο αἰώνα, καὶ διεκήρυξε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι οὐσιώδη γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Κι αὐτὰ ποὺ διακηρύχθηκαν ἦταν ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀπόλυτη, ἀδιάσειστη ἐλπίδα, γιατί αὐτὸ ποὺ διακηρύχθηκε ἦταν ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, σὲ μία πράξη ἀγάπης γιά μᾶς, ἀλληλεγγύης πρὸς ἐμᾶς, παρότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, παρότι πεπτωκότες, παρότι ἀμαυρωμένοι, διάλεξε τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὰν μέσο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐθύνη, ναὶ τὴν εὐθύνη! Μὲ τὴν κίνηση τῆς δημιουργίας ποὺ συντελέστηκε χωρὶς τὴν δική Του κάθοδο, καὶ τὴν ἐλευθερία, μᾶς ἔδωσε τὴν ἀπόλυτη προϋπόθεση νὰ μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ ἐπιλέξουμε τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ τὴν ..τρομακτικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πτώση μας.

Σήμερα διαβάσαμε στὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο ὁ Ἅγ Ἰωάννης διακηρύσσει, μὲ τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Σωτήρας ποὺ ἦλθε, ὁ Θεὸς σὰν τὸ μέσο μας, κι ὅλα εἶναι δυνατά, ἂν μόνο ἂν πιστεύουμε.

Διαβάσαμε ἢ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Ἐπιστολὴ πὼς πρὶν ἀπὸ μᾶς χιλιάδες ἄνθρωποι πίστεψαν στὸ ἀπίστευτο: ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ μ’ ἕνα τέτοιο τρόπο, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ ν’ ἀγαπᾶ τὸν καθένα κι ὅλους μας μὲ τὴν Ζωή Του καὶ τὸν Θάνατό Του, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ ὅσο ἀνάξιοι ἀγάπης κι ἂν νοιώθουμε καὶ μοιάζουμε στοὺς ἄλλους. Κληθήκαμε νὰ πιστέψουμε τὸ ἀπίστευτο, νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μιὰ καρδιὰ βαθειὰ καὶ πλατειὰ ἀρκετὰ ὥστε νὰ μᾶς χωράει, ἂν τὸ προτιμᾶτε, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι θυσιαστική· ὅτι Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μοιραστεῖ τὴν κατάστασή μας, περιλαμβάνοντας καὶ τὸν φόβο τοῦ νά ’χουμε χάσει τὸν Θεό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;…» ἀλλὰ Ἐκεῖνος προετοίμαζε μέρα τὴν μέρα γιὰ νὰ μᾶς ζητήσει, νὰ μᾶς πάρει στοὺς ὤμους Του ὅπως παίρνει ὁ βοσκὸς τὸ χαμένο πρόβατο, ἢ ἂν χρειαστεῖ νὰ μᾶς πάρει στοὺς ὤμους μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν Μ. Ἑβδομάδα πῆρε τὸν Σταυρό Του, ἔπεσε κάτω ἀπ’ τὸ βάρος του, καὶ σταυρώθηκε πάνω του, καὶ ἐπειδὴ μᾶς χαρίζει τὸν ἑαυτό Του, δωρεάν, μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν δύναμη νὰ μᾶς συγχωρεῖ: «..Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι ..»

Καὶ τώρα προσβλέπουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα, βῆμα-βῆμα· ἀλλὰ αὐτὴ ἡ Μ.Ἑβδομάδα δὲν εἶναι μία περίοδος φόβου: ξέρουμε ὅτι αὐτὴ ἡ Μ. Ἑβδομάδα θὰ σκορπιστεῖ ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, ὅτι ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἡ βδομάδα ποὺ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι, ὅλοι μας κι ὁ καθένας ἀτομικά, μὲ τὴν Θεία ἀγάπη, τὸ βάθος τῆς Θείας ἀγάπης, μιᾶς προσωπικῆς ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ ἀπευθύνεται στὸν καθένα ἀπό μᾶς.

Καὶ θὰ δοῦμε στὴν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων 2 πράγματα: σήμερα, αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔχει ἔρθει σὰν μέσο δικό μας, Ἐκεῖνος, τὸ Φῶς, εἶναι στὸ μέσο τοῦ λυκόφωτος τῆς ἱστορίας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς πιὸ σκοτεινῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀπαίσιας καὶ σκοτεινῆς κατάστασης!

Ἂν αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, τότε ὅλα εἶναι δυνατά! Τότε λοιπὸν μποροῦμε νὰ πιστεύουμε τὸ ἀπίστευτο! Κι ἀκόμα περισσότερο: μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε βδομάδα τὴν βδομάδα ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα, τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θ’ ἀκούσουμε νὰ διακηρύσσεται ἀπὸ κεῖνον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο μᾶς ἀγαπᾶ ὅπως εἴμαστε, ἀπ ἔξω, ὄχι, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν Χάρη Του ποὺ μᾶς διαποτίζει σὰν φωτιά, κάνοντάς μας σταδιακά, ἂν τὸ δεχτοῦμε, νὰ γίνουμε σὰν τὴν Καιομένη Βάτο στὴν ἔρημο ποὺ καιγόταν χωρὶς νὰ καταναλώνεται, διότι ὁ Θεὸς δὲν δαπανᾶται, δὲν καταστρέφει, ἐκτὸς ἂν στραφοῦμε ἐναντίον Του. Ναὶ εἶναι ἡ φωτιὰ ποὺ κατακαίει, ἐκτὸς καὶ μέχρι νὰ Τὸν ἀποδεχτοῦμε. Ἀλλὰ ἐκεῖνος μᾶς ἀποδέχεται, μᾶς κάνει συμμέτοχους τῆς Θείας Φύσης Του, μᾶς γεμίζει μὲ τὴν ζωή Του, Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μέσα μας, κι ἐμεῖς εἴμαστε Ἐκεῖνος.

Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο μηνύματα ποὺ προκύπτουν τώρα· κι ἀκόμα θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Ἅγ, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς διδάσκει πῶς νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸν Θεό, πῶς νὰ ξεπεράσουμε τὸ μισόφωτο ἢ τὸ σκοτάδι ποὺ βρίσκεται μέσα μας. Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ἀπ’ τὴν κραυγὴ τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴν πείνα γιὰ ζωὴ καὶ φῶς, στὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας κι ἄλλων ἁμαρτωλῶν ποὺ δέχτηκαν τὸν Χριστὸ καὶ μεταστράφηκαν, μεταμορφώθηκαν, σώθηκαν.

Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ βῆμα-βῆμα νὰ φθάσουμε στὴ Μ. Ἑβδομάδα, μία βδομάδα τόσο ἱερὴ ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐκφραστεῖ ὄχι μὲ λέξεις, ὄχι μὲ εὐχές, ὄχι μὲ τρυφερότητα, ἀλλὰ μὲ τὴν μορφὴ τοῦ τιμήματος τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τὸ τίμημα νὰ ἔχει γίνει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἐπειδὴ ἔχουμε φύγει μακριά Του.

Πῶς μποροῦμε ν’ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό; Ποιὸ εἶναι τὸ μήνυμα αὐτῆς τῆς περιόδου; Τὴν περίοδο στὴν ὁποία ἀναφέρθηκα, θα ’ρθουμε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κακία μέσα μας, θὰ ἔχουμε τὴν πρόκληση νὰ δεχτοῦμε: αὐτὸ εἶσαι! Κι αὐτὸ εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ συμβεῖ. Ἀλλὰ τώρα θὰ ἔρθουμε ἀντιμέτωποι καὶ μὲ τὴν ἀνέκφραστη ὀμορφιὰ καὶ ἐλπίδα: πῶς θ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό;

Μ’ εὐγνωμοσύνη! Εὐγνωμοσύνη εἶναι ὁ ἑπόμενος σταθμός· εὐγνωμοσύνη εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς φέρνει σ’ ὅλη τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας: εὐγνωμοσύνη, κι ἕνα αἴσθημα κατάπληξης: πῶς μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὅπως Ἐκεῖνος εἶναι; Πῶς μπορεῖ νὰ μ’ ἀγαπᾶ, ἐνῶ ξέρω αὐτὸ ποὺ εἶμαι, καὶ παρότι, φρίκη(!) μὲ ξέρουν κι οἱ ἄλλοι!

Ἂν τὸ κατανοήσουμε, μετὰ ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε στὸν Θεὸ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη. Κι ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας, λέγοντας «Κύριε, παρότι εἶμαι ἀδύναμος, παρότι ἀτελής, ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, μ’ ὅλο τὸ βάθος τῆς εὐγνωμοσύνης μου γιὰ ὅ,τι Εἶσαι κι ὅ,τι ἔκανες γιὰ μένα, θα ’θελα νὰ κάνω κι ἐγὼ μ’ ὅλη μου τὴν δύναμη-ποὺ ὡστόσο ἀσθενικὴ κι ἀδύναμη- θα ’θελα νὰ κάνω τὰ πάντα γιὰ νὰ δείξω ὅτι ἔχω κατανοήσει τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης, τὸ μήνυμα τοῦ Σταυροῦ, τὸ μήνυμα τοῦ ἐλέους, ὅτι ἔχω καταλάβει μ’ ὅλο μου τὸ εἶναι καὶ θέλω νὰ τὸ ἀποδείξω ζώντας μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ν’ ἀποδεικνύει τὸ τί κατάλαβα, νὰ ζήσω μ’ ἕνα τρόπο ποὺ νά ’ναι χαρὰ γιὰ Σένα, χαρὰ τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἕνωση μὲ τὸν Θεό!

Ὦ Θεέ μου! Ἂς σκεφτοῦμε τί κάνουμε γι’ αὐτό! Ἂς μποῦμε σ’ αὐτές τὶς βδομάδες τῆς Σαρακοστῆς πραγματικὰ σὰν κάποιος ποὺ ζεῖ μία ἄνοιξη! Ἂς μποῦμε στὴν φρεσκάδα τῆς ζωῆς καὶ κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων, μ’ εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό, δίνοντάς Του χαρά. Καὶ κατόπιν θα ’μαστε σὲ θέση νὰ δοῦμε τὴν Μ. Ἑβδομάδα, ὄχι μὲ τὸν ἀπόλυτο τρόμο γιὰ καταδίκη, ἑνὸς ἀχάριστου, ἑνὸς δολοφόνου τοῦ Χριστοῦ, ὄχι: σὰν μία Βδομάδα ποὺ εἶναι πλήρης καὶ τέλεια ἀποκάλυψη μιᾶς ἀγάπης ποὺ κατανοήσαμε, ἀποδεχτήκαμε, καὶ βάλαμε μέσα μας ὅσο ἑξαρτιόταν ἀπό μᾶς.

Ὦ, ἂς μαζέψουμε ὅλη μας τὴν δύναμη, κι ὅταν ἡ δύναμή μας δὲν εἶναι ἀρκετή, ἂς θυμηθοῦμε τὴν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ: «ἡ γὰρ δύναμίς μου, ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται,…». ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ μένα…ὅπως τὸ ἔθεσε ὁ Παῦλος, «…εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ στηρίζει…» Καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «…τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατά ἐστι τῷ Θεῷ..». Ἂς παραδοθοῦμε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ δώσουμε χαρά! Κι ὅσα θὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶναι καλά.

Ἀμήν.

3.

Τὸ εἰκοναστάσι τῆς πίστης.

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας.

Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα, καὶ κατὰ τὴ λιτανεία τῶν ἱερῶν εἰκόνων μνημονεύουμε αὐτοὺς ποὺ στερέωσαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη ὄχι μόνο μὲ τὶς διδασκαλίες τους ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς μέχρι θανάτου ἄθλους τους. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιλέγει ὡς ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μία περικοπὴ ἀπὸ τὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἕνα κεφάλαιο ποὺ σωστὰ ἔχει χαρακτηρισθεῖ «εἰκονοστάσι τῆς πίστης».

Ἀληθινὸς πλοῦτος ἢ διακόσμηση;

Δεσπόζουσα θέση σ’ αὐτὸ τὸ εἰκονοστάσι ἔχει ὁ προφήτης Μωυσῆς. Πελώριο ἦταν τὸ τίμημα τῆς πίστης τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἀρνήθηκε -«μίσησε» θὰ τὸ πεῖ ὁ Χρυσόστομος- τὸ νὰ θεωρεῖται γιὸς μιᾶς ἀλλόθρησκης πριγκίπισσας μὲ ὅλες τὶς παρεπόμενες ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις, καὶ προτίμησε νὰ συγκακουχεῖται μὲ τοὺς ὑπόδουλους συμπατριῶτες του. Τὴ δύναμη γιὰ μία τέτοια σωτήρια ἀνατροπὴ στὴ ζωὴ του τὴ βρῆκε ἀτενίζοντας σταθερὰ τὸν ἀγωνοθέτη Θεὸ καὶ ἀποβλέποντας σὲ «μεγαλύτερο πλοῦτο». Ποιὸν πλοῦτο; θαυμάζει καὶ ὁ Χρυσορρήμων μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο, ἀναγνωρίζοντας ὅτι, γιὰ τὸν προφήτη Μωυσῆ, αὐτὸς ὁ «μείζων πλοῦτος» δὲν ἦταν «ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» ἀλλὰ «ὁ ὀνειδισμὸς τοῦ Χριστοῦ»· δηλαδὴ τὸ νὰ πάσχει μέχρι ἐσχάτης του ἀναπνοῆς γιὰ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ὀνειδίζεται καὶ νὰ χλευάζεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦσε.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μᾶς ρωτάει ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Ἐσεῖς γιὰ ποιὸν πάσχετε; Μήπως μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σας; Ὁ Μωυσῆς ὅμως ἔπασχε καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἀλήθεια βέβαια εἶναι ὅτι συχνὰ δὲν πάσχουμε οὔτε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας· καὶ καταντᾶμε τὴν πίστη, τὴν «μάχαιραν τοῦ Πvεύματος» -ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει σύγχρονος θεολόγος-, «διακοσμητικό τοῦ σαλονιοῦ δίχως ἐνέργεια καὶ δίχως ἱκανότητα κοπῆς. Στὴ δίστομο μάχαιρα, ἡ μία ἀκμὴ βλέπει τὸν ἀντίπαλο, ἡ ἄλλη βλέπει τὸν χρήστη. Καλεῖσαι νὰ κόψεις, μόνο ἂν εἶσαι ἕτοιμος νὰ κοπεῖς. Ἡ πίστη δὲν ἔχει τὴ νεκρικὴ ἀσφάλεια τοῦ διακοσμητικοῦ. Ζητάει κόπο καὶ ἑτοιμότητα γιὰ διόρθωση, πρῶτα δική μας». Ἡ ὀρθόδοξη πίστη, τῆς ὁποίας σήμερα γιορτάζουμε τὸν θρίαμβο κατὰ τῆς πλάνης, εἶναι ὄντως ἕνα «δίκοπο μαχαίρι». Δὲν προορίζεται ὅμως μόνο γιὰ τὴν ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς «σφαγὴ» τῶν αἱρετικῶν. Πρωτίστως ἔχει σκοπὸ ἐμᾶς νὰ «χειρουργήσει», καθαρίζοντας ὄχι μόνο τὶς ἐπιφανειακές μας πληγές, ἀλλὰ φτάνοντας «ἄχρις ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν» (Ἑβρ. 4,12), μέχρι τὸ μεδούλι τῶν ὀστῶν μας, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὸ σάπιο ἀπὸ τὸ ὑγιές, τὸ νεκρὸ ἀπὸ τὸ ζωντανό, τὸ ψεύτικο ἀπὸ τὸ ἀληθινό.

Οἱ δύο ζυγαριὲς

Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζει μία σειρὰ ἀγωνιστῶν τῆς πίστης ἀναφέροντας πρῶτα τέσσερις ἐκ τῶν Κριτῶν καὶ ἔπειτα τοὺς προφῆτες Δαβὶδ καὶ Σαμουήλ. Ἀρχίζει μὲ ἀθλητὲς τῆς πίστης, ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν ὅλοι τους πρότυπα «λαμπροῦ, βίου», ἀλλὰ ἀγωνίστηκαν μὲ εἰλικρίνεια καὶ φιλοτιμία. Ἀμέσως μετά, βέβαια, θὰ ἀναφερθεῖ στὰ κατορθώματα τῶν πρωταθλητῶν τῆς πίστης, μαρτύρων καὶ ἀσκητῶν, oἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα καὶ ἀπαρνήθηκαν ὅλα τὰ φθαρτὰ καὶ ἐπίγεια ἐξαιτίας τῆς ἀταλάντευτης πίστης καὶ τῆς φλογερῆς ἀγάπης τους γιὰ τὸν Θεό. Ἀνάμεσα στοὺς καρποὺς τῆς πίστης τους ἀναφέρει καὶ δύο σημεῖα ποὺ φαίνονται ἀντιφατικά: «oἱ μὲν ἔφυγov στόματα μαχαίρας, oἱ δὲ ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον». «Τελικὰ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο ἐπαινεῖς καὶ θαυμάζεις;», ρωτάει ρητορικὰ τὸν Ἀπόστολο ὁ Χρυσoρρήμωv. Καὶ ἀπαντάει ὁ ἴδιος: «Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ τὰ δύο εἶναι θαύματα τῆς πίστης· καὶ τὸ ὅτι κατορθώνει μεγάλα, καὶ τὸ ὅτι πάσχει πολλά».

Οἱ ἅγιοι ὑπέμειναν μὲ καρτερία τόσες θλίψεις, διότι εἶχαν βαθιὰ μέσα τους πιστέψει -ὅπως τὸ βεβαίωσε καὶ ὁ Χριστὸς- ὅτι «δὲν θὰ ὠφελήσει τίποτα τὸν ἄνθρωπο, ἂν κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο καὶ ζημιωθεῖ τὴν ψυχή του». Γι\’ αὐτοὺς ἡ ζυγαριά, ποὺ ἀπὸ τὴ μία εἶχε τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν ψυχή τους, πάντα ἔγερνε πρὸς τὸ μέρος τῆς φροντίδας γιὰ τὴν ψυχή τους. Γι\’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκαν νὰ ἀποκτήσουν oι ἴδιοι ἀξία μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμo. Ἔτσι, ἡ ἄλλη ζυγαριά, ποὺ ἀπὸ τὴ μία ἔχει ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὰ δῆθεν σπουδαῖα του καὶ τοὺς δῆθεν σπουδαίους του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοὺς ἁγίους, γέρνει πάντα ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν ἁγίων, ἀφοῦ αὐτῶν «οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος».

Μᾶς περιμένουν στὸ τραπέζι

Ὁ τονισμὸς τῆς μεγάλης δόξας τῶν ἁγίων δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς δημιουργήσει αἰσθήματα κατωτερότητας. Ὁ ἀληθινὸς ποιμένας ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τονώνει ὑγιῶς τὴν αὐτοπεποίθηση, θυμίζοντάς μας ὅτι ὁ Ἀρχιποίμην Χριστὸς «κάτι μεγαλύτερο προέβλεψε γιὰ ἐμᾶς»· ὄχι ὅτι ἀπολαμβάνουμε «κρείττονα σωτηρίαν», ἀλλὰ ἀξιωθήκαμε νὰ ζοῦμε σὲ χρόνους ποὺ ἔχει συντελεσθεῖ ἡ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπολύτρωση καὶ ἡ περίοδος ἀναμονῆς γιὰ τὴν τελικὴ δόξα εἶναι γιὰ ἐμᾶς συντομότερη. Ἔτσι, χωρὶς νὰ ἀδικήσει ἐκείνους τοὺς κορυφαίους ἀγωνιστὲς τῆς πίστης, τίμησε κι ἐμᾶς. «Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ ἕνα φιλόστοργο πατέρα», θὰ ἐξηγήσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. «Γιὰ τὰ προκομένα παιδιὰ του παραγγέλλει νὰ μὴν τοὺς δώσουν νὰ φᾶνε, μέχρις ὅτου ἔρθουν καὶ τὰ ἄλλα ἀδέλφια τους. Ἔτσι μαζί μας θὰ λάβουν τὰ στεφάνια κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀθλήσει πρὶν ἀπὸ τόσα πολλὰ χρόνια. Κι αὐτοί, γεμάτοι ἀγάπη γιὰ ἐμᾶς, μὲ χαρὰ τὸ περιμένουν, ὥστε ὅλοι μαζὶ νὰ χαροῦμε».

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ποιὸς θὰ δικαιολογεῖται νὰ μὴν τὰ δώσει «ὅλα», γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸ στεφάνι τῆς πίστης;

4.

Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς βίωμα.

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης.

Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς βίωμα προσωπικῆς συναντήσεως μὲ τὸν Χριστὸ.

Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει νὰ ἐπιδείξει πολλὲς μορφὲς ἁγίων Πατέρων ποὺ εἶχαν βιωματικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Τέτοιοι πατέρες εἶναι καὶ αὐτοὶ ποὺ συγκρότησαν τὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζοντας τοὺς εἰκονομάχους ἀναστήλωσε τὶς εἰκόνες (τὸ 786-7). Τὸ 843 νέα Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ἀναγνώρισε ὁριστικὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, θέσπισε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὴν A΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ δέχτηκε τὴν ἄποψη τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς, ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, εἶναι τὸ ἀκόλουθο:

«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀποφάσισε νὰ πάει στὴ Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τὸν Φίλιππο καὶ τοῦ λέει: «Ἔλα μαζί μου». Ὁ Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει: «Αὐτὸν ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στὸ νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε· εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ νὰ βγεῖ τίποτα καλό;» τὸν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «Ἔλα καὶ δὲς μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος. Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὸ Ναθαναὴλ νὰ πλησιάζει καὶ λέει γι\’ αὐτόν: «Νὰ ἕνας γνήσιος Ἰσραηλίτης, χωρὶς δόλο μέσα του». «Ἀπὸ ποῦ μὲ ξέρεις;» τὸν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νὰ \’ρθεῖς, σὲ εἶδα ποὺ ἤσουν κάτω ἀπ\’ τὴ συκιά». Τότε ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἐπειδή σοῦ εἶπα πὼς σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, γι\’ αὐτὸ πιστεύεις; Θὰ δεῖς μεγαλύτερα πράγματα ἀπ\’ αὐτά». Καὶ τοῦ λέει: «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θὰ δεῖτε νὰ ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου». (Ἰωάν. 1, 44-52).

Τὴ γνωριμία τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς πρώτους μαθητὲς του ἀφηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του- εἰδικότερα ἡ περικοπὴ ἀναφέρεται στὴ συνάντηση τοῦ Ναθαναὴλ μὲ τὸν Ἰησοῦ μέσω τοῦ Φιλίππου. Χαρούμενος ὁ Φίλιππος γιατί ἀνακάλυψε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν Μεσσία, γιὰ τὸν ὁποῖο χρόνια τώρα διάβαζε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, σπεύδει νὰ μοιραστεῖ τὴ συγκίνησή του μὲ τὸν φίλο του Ναθαναήλ. Αὐτὸς ὅμως μὲ σκεπτικισμὸ καὶ ἀμφιβολία ἀντιμετωπίζει τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ Φιλίππου λέγοντας: «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;». Δηλ. ἀπὸ τὴν ἄσημη καὶ μικρὴ Ναζαρὲτ εἶναι δυνατὸ νὰ κατάγεται ὁ Μεσσίας μας;

Στὸ σκεπτικισμὸ τοῦ Ναθαναὴλ ἀντιπαραθέτει ὁ Φίλιππος μία ἁπλὴ πρόσκληση: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἡ ἀπ’ εὐθείας γνωριμία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ θὰ σοῦ ἀφαιρέσει κάθε ἀμφιβολία γι’ αὐτόν. Ἡ ἐπιστράτευση ὅλων τῶν διανοητικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ἐκμηδενίζεται καὶ ἀχρηστεύεται μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ βιώματος. Αὐτὸ ποὺ ζεῖ κανεὶς συναντώντας τὸν Ἰησοῦ ἐγγίζει τὸ βαθύτερο εἶναι του, γιατί περνᾶ πέρα ἀπὸ τὴ σφαίρα τοῦ μυαλοῦ καὶ ζεσταίνει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του- τὸν πείθει ὑπαρξιακὰ καὶ οἱ ἐγκεφαλικὲς ἀντιρρήσεις χάνουν μεμιᾶς τὴ δύναμή τους.

Ἡ δυσπιστία τοῦ Ναθαναὴλ δὲν προέρχονταν ἀπὸ κακὴ διάθεση. Ὁ Χριστὸς σὲ λίγο ἀναγνώρισε σ’ αὐτὸν ἕνα γνήσιο καὶ ἄδολο Ἰσραηλίτη καὶ τοῦ τὸ εἶπε εὐθέως. Τοῦ θύμισε μάλιστα καὶ ἕνα προηγούμενο ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς του, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει πόσο ἄδικο εἶχε νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ μεσσιανική του καὶ θεία ἰδιότητα. Δὲν γνωρίζουμε τί ὑπαινίσσεται ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀναφορὰ του σ’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο, ἴσως ὑπαινίσσεται ὅτι τὸν εἶδε νὰ διαβάζει κάτω ἀπὸ μία συκῆ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ ἢ τὸν εἶδε νὰ προσεύχεται. Ἡ δυσπιστία τοῦ Ναθαναὴλ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀπόσταση ποὺ δὲν εἶχε γεφυρωθεῖ ἀκόμη μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς συναντήσεως. Ἡ προσωπικὴ γνωριμία αἴρει κάθε ἐπιφυλακτικότητα καὶ ἀμφιβολία, ἀχρηστεύει τὴν ἀξία τῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δημιουργεῖ πειστικότητα μέσα στὸ βαθύτερο κέντρο τῆς ὑπάρξεως.

Πολλοὶ ἀρνητὲς τοῦ Ἰησοῦ παρουσιάστηκαν στὴν ἱστορία. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν ὅμως αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἡ σκέψη μας στρέφεται σ’ αὐτοὺς ποὺ σὰν τὸν Ναθαναὴλ δὲν εἶναι ἀρνητὲς ἀλλὰ δύσπιστοι καὶ σκεπτικοί, χωρὶς κατὰ βάθος νὰ εἶναι κακοί. Πολλοὶ τέτοιοι μᾶς εἶναι γνωστοὶ ἀπὸ παλαιότερα ἢ νεότερα χρόνια ποὺ εἶδαν τὸν Ἰησοῦ σὰν ἕνα συμπαθητικὸ καὶ γοητευτικὸ διδάσκαλο ἁπλῶς, ἢ σὰν ἕνα δυνατὸ ἥρωα ποὺ ἔκανε θαυμαστὰ ἔργα, ἢ ἄλλοι πάλι ποὺ τὸν εἶδαν σὰν μάγο ποὺ κατάφερε νὰ πλανήσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ κερδίσει ὀπαδούς, ἢ ἀκόμη σὰν ἕνα ἐπαναστάτη ποὺ ξεσήκωσε τὸ λαὸ ἐναντίον τῶν Ρωμαίων. Ἄλλοι ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων ἀφηγοῦνται οἱ εὐαγγελιστὲς γι’ αὐτὸν καὶ προσπάθησαν νὰ ξεχωρίσουν τὸ φανταστικὸ ἀπὸ τὸ πραγματικὸ στὶς διηγήσεις τους. Πολλοὶ ἀμφιβάλλουν καὶ δυσπιστοῦν μέχρι σήμερα ὄχι ἀπὸ ἐχθρότητα ἢ κακότητα, ἀλλὰ γιατί βλέπουν τελείως ἐξωτερικά, ἐπιφανειακά, ἐγκεφαλικά.

Τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς διηγήσεως εἶναι μία πρόσκληση: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔλα νὰ δεῖς τὸν Χριστὸ ἀπὸ κοντά, μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν μυστηρίων, μέσα ἀπὸ τὸ βίωμα τῆς προσωπικῆς συναντήσεως, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου πρὸς τὸ θεῖο Πρόσωπο.

Ὁ δύσπιστος καὶ ἐπιφυλακτικὸς Ναθαναὴλ μετὰ τὴν προσωπικὴ συνάντησή του μὲ τὸν Ἰησοῦ πείθεται γιὰ τὴ μεσσιανική του ἰδιότητα καὶ στὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως ὁμολογεῖ τὴν πίστη του σ’ αὐτὸν λέγοντας: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Ἡ ὁμολογία τοῦ Ναθαναὴλ ἰσοδυναμεῖ μὲ αὐτὴν ποὺ κατὰ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς ἔκανε ὁ Ἀπ. Πέτρος: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (βλ. π.χ. Ματθ.16,15).

Ἡ πίστη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἑλκυστικὸς διδάσκαλος Ἠθικῆς ἀλλ’ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ σταυρώνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνασταίνεται ὄχι γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς σώσει, ἡ πίστη στὴ λυτρωτικὴ προσφορὰ τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς λογικῆς διεργασίας μέσα στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καρπὸς τοῦ βιώματος. Μὲ τὸ πρίσμα αὐτῆς τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας βλέπει κανεὶς καὶ συνειδητοποιεῖ ἀλήθειες βασικὲς γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν καταξίωση τῆς ὑπάρξεώς του, γιὰ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἐξύψωσή του. «Μείζω τούτων ὄψει», λέγει πρὸς τὸν Ναθαναὴλ ὁ Χριστός: Θὰ δεῖς ἀκόμη ἀνώτερα καὶ μεγαλύτερα πράγματα. Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ «μείζω»; Ἡ σωστότερη ἑρμηνεία τῆς ζωῆς, ἡ πιὸ σίγουρη πραγμάτωση τῶν ἰδανικῶν, ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ὑπάρξεως, θὰ εἶναι οἱ καρποὶ τῆς προσκλήσεως «Ἔρχου καὶ ἴδε».

5.

Γιὰ τὶς εἰκόνες.

Anthony Bloom.

Μιὰ ἁγιογραφία εἶναι μιὰ εἰκόνα, ἀλλὰ μιὰ εἰκόνα ποὺ προορίζεται νὰ εἶναι μιὰ ὁμολογία πίστεως. Εἶναι ὁμολογία πίστεως καμωμένη μὲ χρῶμα καὶ γραμμὲς καὶ τόσο ξεκάθαρη, ἐπειδὴ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν πίστη καὶ τὴν πείρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι κάθε γραπτὴ μαρτυρία, καὶ στὸ πλαίσιο αὐτὸ οἱ εἰκόνες πρέπει νὰ συνδέονται μὲ τὴν ἐμπειρία ὁλόκληρης τῆς κοινότητας. Γι αὐτὸ καὶ ὁ καλλιτέχνης ποὺ τὶς ζωγραφίζει εἶναι μοναχὰ ἕνα χέρι, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀποτυπώνει μὲ γραμμὲς καὶ χρῶμα, αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ πίστη καὶ ἡ γνώση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἕνας θεολόγος ἐκφράζει τὴν Ἐκκλησία του, καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα ἐκείνη νὰ τὸν κρίνει. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἕνας ἀπὸ τοὺς κανόνες ποὺ δίνεται στοὺς ἁγιογράφους, ὅταν μαθαίνουν τὸ ἐπάγγελμα τους, εἶναι ὅτι δὲν θὰ πρέπει ν’ ἀντιγράφουν πιστὰ μιὰ παλιὰ εἰκόνα, οὔτε νὰ τὴν δημιουργοῦν ἀπὸ μόνοι τους, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τὴν ταυτίσει μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο πρόσωπο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψει μιὰν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ νὰ τὴν παρουσιάσει σὰν πίστη τῆς Ἐκκλησίας.

Λοιπὸν, μιὰ εἰκόνα εἶναι ἀρχικὰ διακήρυξη πίστης, μὲ τὴ ἔννοια ὅτι μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μιὰ εἰκόνα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἁγίων δημιουργήθηκε ὰπὸ τὴν στιγμὴ τῆς Θείας Ἐνσάρκωσης, ἐπειδὴ ὅλες ἔχουν σχέση μὲ αὐτήν καὶ ὅ,τι αύτὴ συνεπάγεται. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς δίδαξε ὅτι τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν ἀπεικονίσουμε, ἐπειδή ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ὁ Μόνος Ἅγιος τοῦ Ἱσραήλ, ἦταν μιὰ πνευματικὴ οὐσία ποὺ ἀποκάλυψε τον ἑαυτό Του, ἀλλά ποτὲ δὲν ἦταν ὁρατὰ παρών. Θυμᾶστε τὴν ἱστορία τοῦ Μωϋσῆ στό Σινᾶ, ὅταν ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεό νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ Τόν δεῖ καὶ ὁ Κύριος ἀπάντησε: « Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο Μου καὶ νὰ ζήσει». Καὶ ἐπέτρεψε στὸν Μωϋσῆ νὰ Τὸν δεῖ καθὼς ἀπομακρυνόταν, ἀλλὰ ποτὲ νὰ Τὸν συναντήσει κατὰ πρόσωπο. Μὲ τὴν Ἐνσάρκωση, μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ μὲ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ, τὸν σαρκωμένο Θεὸ, κατέστη δυνατὸ νὰ ἀπεικονίσουμε ἔμμεσα τὸν ἴδιο τὸν Θεό.

Ἔτσι λοιπὸν, ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ἀπόλυτα ξεκάθαρο σὲ ὅλους μας∙ ὅτι κανένας δὲν γνωρίζει πῶς ἦταν ὁ Χριστός. Ἔτσι μιὰ ἁγιογραφία δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι μιὰ προσωπογραφία ἀλλὰ φορέας μιᾶς ἐμπειρίας καὶ αὐτὸ εἶναι διαφορετικό. Ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα χρησιμοποιήσει τὴ λέξη στιγμιότυπο παρὰ τὴ λέξη προσωπογραφία∙ κάθε ἀπόπειρα νὰ πεῖ κάποιος ὅτι «ὁ Χριστὸς ἦταν ἔτσι» ἀποτελεῖ φαντασία. Δὲν ἔχουμε κάτι ποὺ νὰ μοιάζει στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὅ,τι γνωρίζουμε εἶναι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων, τὸ Ποιὸς ἦταν, μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ γραμμὲς καὶ χρῶμα. Πολλὲς εἰκόνες δὲν προσβλέπουν στὴν ὀμορφιά, στὴν κομψότητα, δὲν προσπαθοῦμε ν’ ἀπεικονίσουμε τὸν Χριστὸ στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση σὰν τὸν πιὸ ὄμορφο, ἀρρενωπό ἄνδρα ποὺ μπορεῖ κάποιος νὰ φανταστεῖ. Δὲν προσπαθοῦμε ν’ ἀπεικονίσουμε τὴν Θεοτόκο σὰν τὴν πιὸ κομψὴ καὶ γοητευτικὴ νεαρὴ γυναίκα, αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ μεταφέρουμε μέσα ἀπὸ μιὰν ἁγιογραφία εἶναι σχετικὸ μὲ τὸν ἐσωτερικὸ τους ἑαυτό.

Καὶ αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατὶ κάποια χαρακτηριστικὰ σὲ μιὰν εἰκόνα ὑπογραμμίζονται δυσανάλογα, ἐνῶ ἄλλα ἁπλὰ ἀφήνονται νὰ ἐννοηθοῦν. Ἄν κοιτάξετε μιὰ εἰκόνα, μιὰ καλὴ εἰκόνα,ὄχι ἐκεῖνες ποὺ συναντᾶτε συνήθως σὲ Ρωσικὲς ἤ Ἑλληνικὲς ἐκκλησίες, ἀλλὰ εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπὸ σπουδαίους ἁγιογράφους τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ ἀνακαλύψετε ὅτι ὁρισμένα πράγματα ξεχωρίζουν. Τὸ μέτωπο, τὰ μάτια μεταφέρουν ἕνα μήνυμα, ἐνῶ τὰ μάγουλα ἤ τὸ στόμα παρουσιάζονται σὰν κοινὰ χαρακτηριστικά. Ὁ στόχος μιᾶς εἰκόνας δὲν εἶναι νὰ σᾶς παρουσιάσει ἕνα ὁμοίωμα τοῦ προσώπου, ἀλλὰ μιὰν ὁμοιότητα στὸ μήνυμα ποὺ μεταφέρει, νὰ σᾶς παρουσιάσει ἕνα πρόσωπο ποὺ σᾶς μιλᾶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἕνα πορτραῖτο εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ μία φωτογραφία. Μιὰ φωτογραφία εἶναι μιὰ ἱκανοποιητικὴ εἰκόνα τοῦ προσώπου ποὺ ἔχει φωτογραφηθεῖ μιὰ δεδομένη στιγμή. Εἶναι ἀκριβῶς ὅπως ἦταν τὸ πρόσωπο τὴ συγκεκριμένη στιγμή, ἀλλὰ παραμερίζει πολὺ συχνὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς προσωπικότηας αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, ἐνῶ ἕνα καλὸ πορτραῖτο ζωγραφίζεται στὴ διάρκεια πολλῶν συναντήσεων, ποὺ ἐπιτρέπουν στὸν καλλιτέχνη νὰ κοιτάξει βαθύτερα τὸ πρόσωπο, νὰ ξεχωρίσει χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα εἶναι ρευστά, ἀλλάζουν, κινοῦνται, ἀλλὰ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐκφράζει κάτι ἀπὸ τὴν προσωπικότητα του. Ἔτσι, τὸ πορτραῖτο εἶναι κάτι πολὺ πιὸ σύνθετο, πλούσιο καὶ ἀνάλογο τῆς προσωπικότητας ἀπ’ ὅ,τι θὰ ἦταν μία στιγμιαία φωτογραφία, ἄν καὶ σὲ καμιὰ στιγμὴ αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο δὲν ἦταν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ζωγράφος τὸ εἶχε παραστήσει στο πορτραῖτο. Δὲν εἶναι μιὰ προσπάθεια νὰ ἔχουμε μία ἔγχρωμη φωτογραφία, ἀλλὰ νὰ ἀποδοθεῖ τὸ ὅραμα τοῦ τὶ εἶναι ἕνα πρόσωπο.

Τώρα καταλαβαίνουμε μετὰ ἀπ’ ὅσα εἰπώθηκαν, ὅτι χρησιμοποιοῦμε τὶς εἰκόνες μὲ εὐλάβεια καὶ ἕνας ἀριθμὸς ἀνθρώπων στὴ Δύση νομίζουν ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι γιὰ ἐμᾶς ὅ,τι ἦταν τὰ εἴδωλα γιὰ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη σὲ παλαιότερες ἐποχές. Δὲν εἶναι εἴδωλα, ἐπειδὴ δὲν στοχεύουν ἤ ἀκόμα δὲν προσπαθοῦν νὰ δώσουν μιὰν ἐπαρκὴ εἰκόνα τοῦ προσώπου στὸ ὁποῖο ἀναφέρονται. Τὸ ἔχω ἤδη ἀναφέρει πολλὲς φορές, ἀλλὰ θὰ προσθέσω αὐτό. Στοὺς λόγους, στὶς θεολογικὲς ἤ στὶς δογματικὲς ὁμλογίες, στὰ δόγματα, στὶς προσευχὲς καὶ στοὺς ὕμνους τῶν Ἐκκλησιῶν, δὲν ἔχει γίνει ποτὲ καμία προσπάθεια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ἐκφραστεῖ, ν’ἀποδοθεῖ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός. Ἤδη τὸν τέταρτο αἰώνα, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἔγραψε ὅτι ἐὰν προσπαθήσουμε νὰ συγκεντρώσουμε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων, ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ γραπτά τους, ὅλα τὰ γνωρίσματα ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτουν ποιὸς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ οἰκοδομήσουμε μιὰ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποὺ θὰ πετυχαίναμε, δὲν θὰ ἦταν μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἕνα εἴδωλο, ἐπειδὴ θὰ γινόταν μὲ βάση τὰ δικὰ μας μέτρα, τόσο ἀσήμαντο ὅσο ἐμεῖς, ἐπειδὴ θὰ ἦταν στὸ μέτρο ποὺ ἐμεῖς κατανοοῦμε τὰ πράγματα.

Ἄν θελήσουμε νὰ καταλάβουμε τὶ εἶναι μιὰ θεολογικὴ ὁμολογία- καὶ τοῦτο βρίσκει ἐφαρμογὴ ὄχι μόνο στὶς γραπτὲς μαρτυρίες, ἀλλὰ ἐπίσης στὶς εἰκόνες, ἡ πλησιέστερη προσέγγιση θὰ ἦταν ὅτι μιὰ θεολογική ὁμολογία ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται, μὲ λόγια, μὲ γραμμές, μὲ τὴ μουσικὴ ἤ σὲ μία ἀκολουθία ποὺ εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, μοιάζει πολύ μὲ τὸν οὐρανὸ τὴ νύχτα. Αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὸν οὐρανὸ εἶναι ὅτι βλέπουμε πέρα ἀπὸ τὸ σκοτάδι, τὸ ἡμιδιαφανὲς σκοτάδι τοῦ οὐρανοῦ, βλέπουμε ἀστέρια σὲ σχηματισμούς. Τοῦτα τ’ ἀστέρια εἶναι στοιχεῖα φωτὸς καὶ αὐτοὺς τοὺς σχηματισμοὺς εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς ἀναγνωρίσουμε, ἔτσι ποὺ κοιτάζοντας τὸν οὐρανό μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸ δρόμο μας στὴ γῆ∙ ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ εἶναι ὅλα αὐτὰ τ’ ἀστέρια ποὺ χωρίζονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο μὲ τεράστια κενά. Ἐὰν συγκεντρώνατε ὅλα τ’ ἀστέρια σ’ ἕνα μέρος, θὰ εἴχατε μπροστά σας μιὰ λαμπερὴ μάζα φωτιᾶς, ἀλλὰ κανένα δείκτη πρὸς ὁποιαδήποτε κατεύθυνση, θὰ εἴσασταν ἀδύναμοι νὰ βρεῖτε τὸ δρόμο σας, ὄχι μόνο στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ καὶ στὴ γῆ. Αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη ἀνάμεσα στὰ ἀστέρια καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει ἐπίσης μὲ τὶς ὁμολογίες ποὺ ἑρμηνεύονται θεολογικὰ μέ λέξεις, μὲ γραμμές, ἤ μὲ χρῶμα. Μᾶς δίνουν μιὰν ἁμυδρὴ εἰκόνα καὶ ἀφήνουν ἕνα τεράστιο κενὸ ὅπου μποροῦμε νὰ διεισδύσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἡσυχία, τὴν εὐλάβεια. Καὶ ἡ ἡσυχία καὶ ἡ λατρεία ποὺ τοὺς ἀποδίδονται, νομίζω, ὅτι μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν σωστὰ μὲ τὴ λέξη «μυστήριο».

Γνωρίζω ὅτι μυστήριο στὴν καθομιλουμένη εἶναι κάτι ποὺ εἶναι μυστικό, κρυμμένο καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀποκαλυφθεῖ γιὰ νὰ δοῦμε πίσω ἀπ’ αὐτό. Ἡ ἑλληνικὴ λέξη «μυστήριο» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα « μύω» ποὺ σημαίνει εἰσάγω σὲ κάτι˙ μένουμε ἀπόλυτα σιωπηλοὶ στὴν ἡσυχία ἐξαιτίας τῆς βαθιᾶς ἐντύπωσης ποὺ κάτι μᾶς προξενεῖ. Ἔχει δοθεῖ η Γαλλικὴ λέξη «muet», ποὺ σημαίνει ἄφωνος. Καθὼς βιώνουμε τὴν θεϊκὴ παρουσία ποὺ μᾶς συντρίβει, αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ὑποκλιθοῦμε σὲ στάση λατρευτική. Ἡσυχάζει ὁ νοῦς, τὰ συναισθήματα, γινόμαστε ἀπόλυτα δεκτικοὶ, ὄχι παθητικοὶ ἀλλὰ ἐνεργὰ δεκτικοί. Ἄν ἔπρεπε νὰ δώσω μιὰν εἰκόνα, θὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι ἡ συμπεριφορά μας ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς, εἶναι ὅμοια μ’ ἐκείνη τοῦ παρατηρητῆ πουλιῶν. Γνωρίζετε τί συμβαίνει στὸν παρατηρητὴ. Ξυπνᾶ νωρὶς τὸ πρωὶ, πρὶν ξυπνήσουν τὰ πουλιά, πηγαίνει στὸ δάσος, στὰ λειβάδια, ἡσυχάζει, καὶ τότε μ’ ἔνταση παραμένει σὲ ἐγρήγορση, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀκίνητος, ἐπειδὴ ἄν κουνηθεῖ, ἄν δὲν γίνει μέρος τοῦ σκηνικοῦ, τὰ πουλιὰ θὰ ἐξαφανιστοῦν, πολὺ πρὶν τὰ παρατηρήσει. Κι ἔτσι, ἡ στάση τοῦ παρατηρητῆ εἶναι ἡ ἔντονη ἐγρήγορση ποὺ συνδυάζει μιὰν ὁλοκληρωτικὴ ζωντάνια μὲ μιὰν ἀκινησία. Αὐτό εἶναι ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὀνομάσει ὅτι εἶναι ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς πιστοῦ ὡς πρὸς τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ κι ἐπίσης ὡς πρὸς κάθε ὁμολογία, κάθε ἔκφραση, ποὺ ἐκφράζει τὸν Θεὸ ἤ θεῖα πράγματα. Βλέπουμε μὲ ἡσυχία, μὲ σκοπὸ νὰ λάβουμε ἕνα μήνυμα καὶ ὅσο πιὸ βαθιὰ εἶναι ἡ ἡσυχία, ὅσο πιὸ τέλεια ἡ ἡσυχία, τόσο περισσότερο ὁλοκληρωμένα καὶ τέλεια μπορεῖ νὰ μᾶς προσεγγίσει τὸ μήνυμα.

Προφανῶς, ὅταν κοιτάζουμε μὰν εἰκόνα ἵσως ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἔχει χαραστηριστικὰ ποὺ κατανοοῦμε ἤ ἀναλύουμε διανοητικά. Ὅταν ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο, τὸ ἀποτέλεσμα ἵσως εἶναι πιὸ ἄμεσο, ἀλλὰ ὅταν πρόκειται γιὰ μιὰ σκηνή, ὅπως ἡ εἰκόνα τῶν Χριστουγέννων, μιὰ εἰκόνα τῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, μιὰ εἰκόνα τῆς Σταύρωσης, ὑπάρχουν χαρακτηριστικὰ ποὺ μποροῦμε νὰ ἐξετάσουμε μὲ τὰ μάτια μας καὶ νὰ προσλάβουμε μὲ τὸν νοῦ, ἀλλὰ μόλις γίνει αὐτό, ἀντιμετωπίζουμε κάτι ποὺ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο περισυλλογῆς. Καὶ θᾶ σᾶς δώσω ἕνα- δυὸ παραδείγματα.

Τὸ πρῶτο ποὺ ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς παρουσιάσω εἶναι μιὰ εἰκόνα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, ποὺ πιθανὸν κανένας ἀπὸ ἐσᾶς δὲν ἔχει δεῖ. Βρίσκεται στὴν νότια Ρωσία, ὑπάρχουν πολύ λίγα ἀντίγραφα, ἐπειδὴ δὲν θεωρεῖται ὅτι εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς σπουδαῖες, ὄμορφες καὶ κλασσικὲς εἰκόνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ ποὺ παρουσιάζεται εἶναι – σὲ ἀντίθεση πρὸς ἕνα σκοτεινὸ φόντο, τὸ πρόσωπο μιᾶς, θὰ ἔλεγα, νέας χωρικῆς, τετράγωνο πρόσωπο μὲ χωρίστρα στὴ μέση, μὲ τὰ μαλλιὰ νὰ πέφτουν στοὺς ὥμους της, δίχως κάλυμα στὸ κεφάλι καὶ χωρὶς νὰ σᾶς κοιτάζει, ὅπως γίνεται στὶς περισσότερες εἰκόνες, ἀλλὰ νὰ κοιτάζει πρὸς τὴν ἀπεραντοσύνη, τὴν αἰωνιότητα, στὸ ἄπειρο, – πρέπει νὰ ἀνακαλύψετε πρὸς τὰ ποῦ.. Καὶ ἔπειτα τὸ δεύτερο πράγμα ποὺ παρατηρεῖτε, εἶναι ὅτι μπροστὰ ἀπὸ τὸ στῆθος της, ὑπάρχουν δυὸ χέρια ποὺ ἀγωνιοῦν, σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ὁδύνη. Καὶ ὅταν ἀναρωτιέστε, γιατὶ εἶναι αὐτὴ ἡ γυναῖκα ξέσκεπη, γιατί ἔχει χάσει τὸ πέπλο της, γιατί τὰ μαλλιά της πέφτουν ἔτσι γύρω της; Γιατί ὑπάρχει αὐτὸ τὸ σταθερὸ βλέμμα καὶ αὐτὰ τὰ χέρια ποὺ ἀγωνιοῦν; Κοιτάζετε τὴν εἰκόνα, καὶ βλέπετε σὲ μιὰ γωνία τῆς εἰκόνας ζωγραφισμένο μὲ πολὺ ἁπαλὸ κίτρινο χρῶμα τὸν Σταυρό, ἕνα Σταυρὸ δίχως σῶμα. Εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ὄχι τὸ μυστήριο τῆς δικῆς της προσφορᾶς τοῦ Υἱοῦ Της στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸ γεγονός ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι νεκρὸς, τὴν φαινομενική ἧττα, τὸ τέλους κάθε ἐλπίδας της, τοῦ γαλήνιου πόνου τῆς καρδιᾶς της.

Αὐτὸ εἶναι ἕνα παράδειγμα, ἀλλὰ μόλις ἔχετε ἀναλύσει αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ἀφοῦ κοιτάξετε τὸ πρόσωπο καὶ ἀναρωτηθεῖτε, τὶ βλέπουν αὐτὰ τὰ μάτια καὶ τί ἔχουν δεῖ καὶ τὶ βλέπουν στὴν γωνιὰ τῆς εἰκόνας, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶνε καὶ καταλάβετε, τὸτε ἔρχεστε ἀντιμέτωποι μ’ αὐτὸ ποὺ ἡ Μητέρα ἀντιμετωπίζει,- μὲ τὴν Σταύρωση, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφθηκε ὡς ζωὴ καὶ θάνατος, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς λέει, « Αὐτὸ πού, – ὁ καθένας σας χωριστά,ὄχι στὸ σύνολο, ἀλλὰ ὁ καθένας χωριστά – σημαίνει γιὰ μένα, μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ μ’ ὁλάκερη τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, «γεννηθεὶς ἐκ τῆς Παρθένου», ποὺ σταυρώθηκε στὸν Γολγοθᾶ μετὰ τὴν τραγικὴ ἑβδομάδα τοῦ πάθους. Ἔτσι τὴ δεδομένη στιγμὴ, ἡ εἰκόνα δὲν ἀποτελεῖ πλέον μιὰν ἱστορία, εἶναι μιὰ ἄμεση πρόκληση, ἡ ἀντιμετώπιση ἑνὸς γεγονότος στὸ ὁποῖο μποροῦμε ν’ ἀνταποκριθοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία, τὴν ἐσωτερικὴ μεταστροφὴ, ἀπὸ τὴν προσευχὴ μὲ τὴν πιὸ εὐρεία ἔννοια αὐτῆς τῆς λέξης. Δίχως νὰ ἐπαναλαμβάνουμε λόγια προσευχῆς, δίχως νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ἕνα ἀγόρι ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα μας, ποὺ ὅταν ἦταν ἑπτά χρονῶν, εἶπε στὴ μητέρα του: «Τώρα ποὺ τελειώσαμε τὴν προσευχή, μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε λιγάκι;»- ποὺ σημαίνει : τώρα, ποὺ ἔχουμε πεῖ ὅλες αὐτὲς τὶς λέξεις ποὺ εἶναι γραμμένες στὸ βιβλίο, ποὺ δὲν μπορῶ ἀκόμα νὰ διαβάσω, ἀλλὰ ποὺ ἐπαναλαμβάνεις κάθε βράδυ, μπορῶ νὰ σταθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ πῶ ὅτι λυπᾶμαι , ὅτι Τὸν ἀγαπῶ, ὅτι εἶμαι χαρούμενος καὶ μετὰ νὰ πῶ «Καληνύχτα» καὶ νὰ στείλω ἕνα φιλὶ στὴν εἰκόνα ποὺ εἶναι τόσο ψηλὰ γιὰ νὰ τὴν φιλήσω.

Τὸ ἄλλο παράδειγμα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σᾶς δώσω, εἶναι μιᾶς εἰκόνας τῆς Θείας Ἐνσάρκωσης, μιὰ Χριστουγεννιάτικη εἰκόνα- ἕνα βουνό, ἕνα σπήλαιο, σὲ μιὰ γωνία οἱ ἄγγελοι ψάλλουν στοὺς βοσκούς, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ οἱ τρεῖς βασιλιάδες ποὺ ταξιδεύουν, σὲ ἄλλη γωνία ὁ Ἰωσήφ ποὺ κάθεται καὶ δοκιμάζεται ἀπὸ τὸν Σατανᾶ ποὺ τοῦ ψιθυρίζει ὅτι κάποιο μεγάλο κακὸ ὑπάρχει στὴν ὅλη κατάσταση, καὶ ἔπειτα εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Παιδί. Ἀλλὰ τούτη ἡ εἰκόνα ποὺ ἰδιαίτερα θυμᾶμαι, δὲν μᾶς δείχνει τὸ Παιδὶ στὴ φάτνη. Δὲν εἶναι ἡ κλασικὴ συναισθηματικὴ εἰκόνα ποὺ βλέπουμε τόσο συχνά. Ἀντὶ γιὰ τὴν φάτνη, ὑπάρχει ἕνα θυσιαστήριο ἀπὸ ρὸζ πέτρα καὶ τὸ Παιδὶ βρίσκεται σ’ αὐτό. Καὶ αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι μιὰ θεολογικὴ ὁμολογία, ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση ὡς Θεία πράξη μέσω τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς ὑπάρχει στὸν κόσμο γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος, μᾶς μιλάει γιὰ τὸ γεγονὸς ὅπου ὁ Υιὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ πεθάνει, ὅτι ἡ γέννηση Του ἦταν ἡ ἀρχὴ γιὰ νὰ εἰσέλθει σ’ ἕναν κόσμο πόνου, ἀπόρριψης καὶ θανάτου. Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνακαλύπτουμε ὅτι τὸ βουνὸ δὲν σημαίνει τίποτα, ὅτι οἱ ποιμένες καὶ οἱ βασιλιάδες, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ ψυχική του διάθεση εἶναι χαρακτηριστικὰ τοῦ παρελθόντος, ποὺ ἁπλὰ ἔφεραν σ’ ἐμᾶς τὸ μήνυμα, ἐρχόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ κεντρικὸ γεγονός – ὁ Θεὸς ἔχει γίνει ἄνθρωπος καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος δέχτηκε νὰ γίνει ἀδύναμος, εὐάλωτος καὶ νὰ εἰσέλθει στὸ βασίλειο τῶν παθῶν καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ τότε, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕναν Θεὸ ποὺ μποροῦμε νὰ λατρέψουμε μὲ ἕναν νέο τρόπο, ὄχι ἕναν Θεὸ ποὺ λατρεύουμε στοὺς μεγάλους καθεδρικοὺς ναούς, ἐξαιτίας τῆς ἀξεπέραστης ἀγάπης ποὺ ἀντιπροσωπεύει, ὄχι τὸν Ἕνα Παντοδύναμο Θεό, ἀλλὰ τὸν Θεὸ ποὺ διάλεξε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ἀδύναμος, ἀπροστάτευτος, ἀβοήθητος, νὰ μᾶς προσφερθεῖ καὶ βλέπουμε τὶ ἔκανε τὸ ἀνθρώπινο γένος σὲ αὐτὸν τὸν Θεὸ ποὺ ἀνέλαβε ὅλη τὴν εὐθύνη τῆς πράξης Του πεθαίνοντας γιὰ χάρη μας.

Ἔτσι ἔρχομαι μ’ αὐτὸ, στὸ τελευταῖο σημεῖο τῆς ὁμιλίας μου, ποὺ προφανῶς εἶναι πολύ σύντομο. Ἀντικρίζοντας μιὰν εἰκόνα, λαμβάνουμε ἕνα μήνυμα καὶ τοῦτο τὸ μήνυμα εἶναι πάντοτε ἀκριβῶς ὅπως εἶναι ἕνα κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου, ἤ μιὰ προσευχὴ γραμμένη ἀπὸ ἕναν ἅγιο, εἶναι γιὰ ἐμᾶς μιὰ πρόκληση – πῶς ἀπαντᾶτε σ’ ὅ,τι βλέπετε, τί κάνετε; Ποιοι εἶστε σὲ σχέση μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, τὸ πρόσωπο, τὸν ἄνθρωπο, σ’ αὐτὴ τὴν ἰδιαίτερη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἁγίων Του, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἀποστόλων; Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς προσευχῆς στὴν πράξη. Φερόμαστε μὲ εὐλάβεια στὶς εἰκόνες, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ὄμορφες, ὄχι ἐπειδὴ φέρουν ἕνα οὐσιαστικὸ μήνυμα, ἀλλὰ ἐπειδή, κατὰ κάποιο τρόπο, ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ γεγονότος ὅτι συνδέονται μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ γεγονός ποὺ ἀπεικονίζουν.

Δὲν ἀντιμετωπίζετε μιὰν εἰκόνα σὰν ἕνα εἴδωλο, ἀλλὰ ἀκριβῶς μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ ἀντιμετωπίζατε τὴν φωτογραφία κάποιου ποὺ ἀγαπᾶτε ἰδιαίτερα. Ἴσως εἶναι οἱ κεκοιμημένοι γονεῖς σας, ἴσως εἶναι οἱ γονεῖς σας ποὺ ζοῦν, ἴσως εἶναι τὸ ἀγόρι ἤ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπᾶτε μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά. Κοιτᾶτε αὐτὲς τὶς φωτογραφίες καὶ δὲν φαντάζεστε ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο, δὲν τὶς λατρεύετε ἀλλὰ ὑπάρχουν πράγματα ποὺ θὰ κάνατε καὶ πράγματα ποὺ δὲν θὰ κάνατε. Ἄν ἔχετε τὴν φωτογραφία κάποιου ζωντανοῦ ἤ κεκοιμημένου ποὺ ἀγαπᾶτε μὲ ὅλη την καρδιά σας, δὲν θὰ πάρετε ἁπλὰ τὸ φλυτζάνι σας νὰ τὸ τοποθετήσετε ἀπὸ πάνω, ἐπειδὴ εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος νὰ προστατέψετε τὸ τραπέζι. Καὶ πιθανὸν θὰ εἴσαστε ἀρκετὰ ἀνόητοι, ἄν κάποια στιγμὴ ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχει κανεὶς νὰ σᾶς κοιτάζει, πάρετε τὴν φωτογραφία καὶ τὴν φιλήσετε. Λοιπόν, αὐτὸ εἶναι ποὺ κάνουμε ἀκριβῶς μὲ τὶς εἰκόνες. Τὶς φιλᾶμε, εἴμαστε λιγότερο ντροπαλοὶ καὶ τὸ κάνουμε δημόσια, ἀλλὰ τὸ κάνουμε ἐπειδὴ εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος νὰ φιλήσουμε τὸ πρόσωπο ποὺ κατὰ ἕναν τρόπο ἀπουσιάζει, ποὺ εἶναι παρὼν πνευματικά, ναί, ποὺ ἡ εἰκόνα του ὑπάρχει ὅπως ἕνα παράθυρο, ὅπως ἕνας δεσμὸς, μιὰ συγγένεια μὲ αὐτὸ τὸ πρόσωπο.

Καὶ ἡ προσευχή μας πρὸς τὶς εἰκόνες, δὲν εἶναι προσευχὴ στὸ ξύλο ἤ στὸ χρῶμα ἤ ἀκόμα πρὸς τὴν σκηνὴ ἤ τὸ πρόσωπο. Ὅλα γίνονται διάφανα σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ φωτογραφία εἶναι διάφανη σ’ ἐμᾶς, ἐπειδὴ εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ βλέπουμε, ποὺ ἀγαπᾶμε, ποὺ φερόμαστε μὲ τρυφερότητα καὶ σεβασμὸ ὅταν κρατᾶμε τὴν φωτογραφία ἑνὸς ἀγαπημένου προσώπου. Καὶ ἡ προσευχή μας πρὸς τὴν εἰκόνα εἶναι μιὰ προσευχὴ ὅπου ἐπικοινωνοῦμε μέσω αὐτῆς. Ἴσως εἶναι μιὰ βοήθεια γιὰ ἐμᾶς, διότι δεν εἶναι ὁ καθένας μας ἱκανὸς νὰ κλείσει τὰ μάτια, ν’ ἀποκοπεῖ ἀπὸ ὅ,τι τὸν περιβάλλει, νὰ νοιώσει ὅτι βρίσκεται μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνον καὶ στὸν Θεὸ, δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸν συνδέσει μὲ τὸν Θεό. Τελικὰ, ἔχοντας κοιτάξει τὴν εἰκόνα, καὶ ἀφοῦ πράγματι δεχθοῦμε τὸ μήνυμα ποὺ φέρει, τὴν πρόκληση ποὺ μᾶς δίνεται, πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ κλείσουμε τὰ μάτια καὶ νὰ νοιώσουμε ὅτι βρισκόμαστε μέσα στὴν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγίου ποὺ ἀπεικονίζονται στὴν εἰκόνα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ μία ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του. Μᾶς λέει, «ἄν θέλετε νὰ προσευχηθεῖτε, σταθῆτε μπροστὰ στὶς εἰκόνες σας, μετὰ κλεῖστε τὰ μάτια καὶ προσευχηθεῖτε».

Προφανῶς, ποιό τὸ νόημα νὰ ἔχετε εἰκόνες, ἄν κλείνετε τὰ μάτια σας καὶ δὲν τὶς κοιτᾶτε; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχετε ρίξει μιὰ ματιὰ καὶ αὐτή ἡ ματιὰ πρέπει νὰ σᾶς ἔχει ἀφυπνίσει,νὰ ἔχετε ρίξει μιὰ ματιὰ καὶ νὰ εἶστε ἀνοιχτοὶ σὲ κάθε μήνυμα καὶ πρόκληση καὶ τότε πρὲπει νὰ εἶστε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα στοιχεῖα αὐτῆς τῆς εἰκόνας καὶ νὰ μπορεῖτε νὰ προσευχηθεῖτε, νὰ ψάλλετε στὸν Θεό.

Καὶ θὰ τελειώσω μ’ ἕνα παράδειγμα, μιὰ σκηνὴ ποὺ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μιὰν εἰκόνα, ἀλλὰ ποὺ θὰ σᾶς κάνει ξεκάθαρη πιθανὸν καλύτερα ἀπ’ ὅτι μπορῶ ἐγώ, τὴν ἰδέα νὰ ξεκινήσουμε μὲ ὅλο τὸ εἶναι μας νὰ ψάλλουμε καὶ νὰ προσευχόμαστε. Ἦμουν τότε δεκαεννέα χρονῶν καὶ διάβαζα μαζὶ μὲ ἕναν ἠλικιωμενο διάκονο σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μικρὲς ἐκκλησίες τοῦ Παρισιοῦ. Ἦταν πολύ μεγάλος σὲ ἠλικία, εἶχε χάσει μὲ τὰ χρόνια ὅλα του τὰ δόντια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι διάβαζε καὶ ἔψελνε ὄχι τόσο καθαρὰ καὶ νὰ προσθέσω ὑποτιμητικά, διάβαζε καὶ ἔψελνε μὲ μιὰν ταχύτητα ποὺ μὲ ξεπερνοῦσε, τὰ μάτια μου δὲν μποροῦσαν νὰ παρακολουθήσουν τὶς γραμμές. Καὶ ὅταν τελειώσαμε τὴν λειτουργία, καθὼς ἤμουν τὸσο ὑπερήφανος, ὅσο μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι στὰ δεκαεννιά του χρόνια, τοῦ εἶπα: « Ἀδελφὲ Εὐθύμιε, μοῦ κλέψατε ὅλη τὴν ἀκολουθία διαβάζοντας και ψέλνοντας τόσο γρήγορα. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι τὴν στερήσατε ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας, εἶμαι βέβαιος, δὲν μπορέσατε νὰ καταλάβετε μιὰ λέξη ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέγατε». Καὶ τότε, ὁ ἠλικιωμένος ἄνδρας μὲ κοίταξε ( δὲν γνωρίζω γιατί, ἀλλὰ μὲ συμπάθησε) καὶ μοῦ εἶπε: «Ὦ λυπᾶμαι τόσο, ἀλλὰ ξέρεις, γεννήθηκα σὲ μιὰ πάμφτωχη οἰκογένεια, σ’ ἕνα πολὺ φτωχὸ χωριὸ τῆς Ρωσίας, οἱ γονεῖς μου δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ μὲ κρατήσουν γιὰ νὰ μὲ θρέψουν, ἐπειδὴ ἦταν πάρα πολὺ φτωχοὶ, ἔτσι μὲ ἔδωσαν στὴν ἠλικία τῶν ἑφτὰ σ’ἕνα γειτονικὸ μοναστήρι ὅπου μὲ ἀνέθρεψαν, μὲ μόρφωσαν, μὲ δίδαξαν νὰ διαβάζω καὶ νὰ ψέλνω, καὶ ποτέ δὲν ἄφησα τὸ μοναστήρι μέχρι τὴν ἐπανάσταση. Καὶ διάβαζα αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔψελνα κάθε μέρα ὅλη μου τὴ ζωή. Καὶ τώρα, ξέρεις τὶ συμβαίνει; Ὅταν βλέπω λέξεις σὲ κείμενα, εἶναι σὰν ἕνα χέρι νὰ ἄγγιξε μιὰ χορδὴ τῆς ψυχῆς μου, καὶ ἡ ψυχὴ μου ξεκινᾶ νὰ ψέλνει σὰν νὰ εἶμαι ἅρπα ποὺ τὴν ἀγγίζει ἕνα χέρι. Δὲν προσκολλιέμαι στὶς λέξεις. Ἐσὺ ἀκόμα χρειάζεσαι τὸ κείμενο, ἀλλὰ γιὰ μένα, εἴτε τὸ βλέπω, εἴτε βλέπω τὶς νότες, μοῦ εἶναι ἀρκετό. Ξεκινῶ νὰ ψέλνω μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι».

Λοιπόν, αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ γίνει ὅταν κοιτάζουμε μιὰ εἰκόνα καὶ δεχόμαστε τὴν ἐπίδραση ποὺ ἔχει πάνω μας, ἔτσι ποὺ ὅλη ἡ ὑπαρξή μας νὰ ξεκινᾶ νὰ ψέλνει, νὰ ψέλνει πρὸς τὸν Θεὸ σὲ ὁποιονδήποτε ἦχο. Μπορεῖ νὰ εἶναι μετάνοια, χαρὰ, εὐγνωμοσύνη, μεσιτεία, δὲν ἔχει σημασία, αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει νὰ ψάλλουμε στὸν Θεὸ ὅπως μιὰ ἅρπα ὅταν τὴν ἀγγίζει ἕνα χέρι.