1.

Παντελεήμων Λαμπαδάριος.

Στἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἀνάπτυξε τήν παραβολή τῶν Ταλάντων. Μᾶς φέρει μπροστά σ’ ἕνα σοβαρό θέμα, πού ἀπασχολεῖ τόν καθένα μας. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό μέ διάφορα τάλαντα, διάφορα χαρίσματα, διάφορες ἱκανότητες. Αὐτά τά τάλαντα ὀφείλει νά τά θεωρεῖ ὅτι εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τά ἐμπιστεύθηκε καί, ὅτι γιά τήν διαχείρισή των, θά λογοδοτήσει στό Θεό.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τήν παραβολή τῶν Ταλάντων ἐξηγεῖ, ὅτι ἐδῶ μέ τόν ὅρο «τάλαντα» ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἐννοεῖ τίς δυνάμεις καί τίς ἱκανότητες τοῦ καθενός μας στό νά πράξουμε τό καλό μέ τήν θεάρεστη καί ὑπεύθυνη χρήση. Εἴτε, λοιπόν, εὐρισκόμεθα σέ κάποια ἐπίσημη θέση, ἤ ἔχομε κάποιο ἀξίωμα, ἤ εἴμαστε σέ ἀνώτερη διοικητική θέση, εἴτε ἔχομε χρήματα, ἤ τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας, ἤ μέ ὁποιονδήποτε ἄλλο τρόπο, ἤ μέ ὁποιανδήποτε ἄλλη καλή ὑπηρεσία, τά πάντα εἶναι «τάλαντα» δοσμένα ἀπό τόν Θεό.

Σύμφωνα μέ τήν παραβολή, τά «τάλαντα» τά ἔδωσε ὁ Θεός στούς δούλους Του, τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά, στή Ἁγία Γραφή γενικά ὁ Θεός ὀνομάζει τούς ἀνθρώπους παιδιά Του, ὅμως ἐδῶ ἀκοῦμε νά τούς ὀνομάζει «δούλους». Αὐτό τό κάμνει γιά νά δείξει, ὅτι εἴμεθα ὑπεύθυνοι ἀπέναντί Του, καί ὅτι ὀφείλομε νά εἴμεθα ὑπήκοοι σέ τέλειο βαθμό· ὄχι γιατί εἴμεθα δοῦλοι, ἀλλά διότι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειος καί εὐεργετικός σ’ ὅλους. Καί ἐκεῖνος πού ἀκολουθεῖ τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καθίσταται πραγματικά ἐλεύθερος καί ὀφείλει νά δίδει τόν ἑαυτό του στήν τέλεια ὑπακοή πρός τόν Θεό. Ἄλλως τε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε τό πρότυπο παράδειγμα γιά ὅλους τοὺς πιστούς. Χάρη σέ μᾶς ἔγινε «δοῦλος», καί ταπεινώθηκε τόσο πολύ, καί ἔγινε ὑπήκοος τοῦ θείου θελήματος μέχρι θανάτου. «Ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἠγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβῶν, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλ. 2:6-8).

Ὁ κύριος της παραβολῆς ἔδωσε τά τάλαντα στούς δούλους του καί ἀμέσως ἀπεδήμησε, ἔφυγε σέ μακρινή χώρα. Ὁ Θεός μᾶς δίδει τά τάλαντά Του, τίς διάφορες ἱκανότητές μας, ἀλλά δέν κάθεται ἀπό πάνω μας δεσποτικά καί τυραννικά γιά νά μᾶς ἀπειλεῖ καί νά μᾶς βιάζει, ἀλλά μᾶς ἀφήνει ἐλευθέρους νά διαχειρισθοῦμε τά τάλαντά μας. Καί ἄν στίς περισσότερες φορές δέν τά διαχειριζόμεθα καλά, ἀλλά ἄπιστα καί αὐθαίρετα, Ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ νά σέβεται τήν ἐλευθερία μας καί μένει στήν ἀποδημία Του καί μακροθυμεῖ ὑπομονετικά μέχρις ὅτου ἔρθει ἡ κατάλληλη ὥρα, ὅπου θά ἐπιστρέψει γιά νά ζητήσει λόγον ἀπό τόν καθένα μας.

Τά τάλαντα δίνονται γιά νά τά μεταχειρισθοῦμε μέ ὑπευθυνότητα, ἐπί ἀποδόσει λογαριασμοῦ. Ὁ καιρός περνᾶ καί ὁ λογαριασμός θά ζητηθεῖ καί ἡ ὑπεύθυνη λογοδοσία θά δοθεῖ. Ἡ λογοδοσία αὐτή εἶναι ἀπαραίτητη, καί ὁ Χριστός φρόντισε νά ἐπιβεβαιώσει πολλές φορές σέ ἄλλες παρόμοιες παραβολές, ὅτι θά λάβει χώρα (Ματθ. 18:23-24. Λουκ. 19:11-26).

Μά! Ἐάν τά τάλαντα εἶναι δικά μας, γιατί ὁ Θεός ζητᾶ νά λογοδοτήσουμε γι’ αὐτά; Μπορεῖ οἱ ἱκανότητες νά εἶναι δικές μας, ἀλλά τίς ἔχομε ἀπό τόν Θεό. Οἱ ἱκανότητές μας εἴτε εἶναι ἐκ τῆς φύσεως, εἴτε δόθηκαν μέ τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἑπομένως ἐμεῖς τίς ὀφείλομε στό Θεό. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος στήν παραβολή λέγει, ὅτι ὁ κύριος ἔδωσε τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ στούς δούλους του. Τά χαρίσματα πού ἔχομε, ὀφείλομε νά τά βλέπουμε ὡς ὑπάρχοντα τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκαν ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι, θά τά μεταχειριζόμεθα ὡς θεία παρακαταθήκη, τῆς ὁποίας τήν χρήση ὀφείλομε νά τήν κάμνουμε τήν καλύτερη, σύμφωνα μέ τίς ὑποδείξεις καί τίς διαταγές πού μᾶς ὁρίζει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀναγνώριζε στόν ἑαυτό Του αὐτή τήν ὑποχρέωση. Ὅταν π.χ. οἱ κάτοικοι τῆς Καπερναούμ ἐπέμεναν νά μένει πάντοτε στή πόλη τους, τούς εἶπε: «Καί ταῖς ἑτέραις πόλεσιν εὐαγγελίσασθαί με δεῖ τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· ὅτι εἰς τοῦτο ἀπέσταλμαι». Εἶναι καθῆκον Μου, διότι αὐτό Μοῦ ἐπιβάλλει ἡ ἀποστολή Μου. Ἀλλά καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θεωροῦσε ὑπεύθυνο τό εὐαγγελικό του τάλαντο· γι’ αὐτό ἔγραφε στούς Κορινθίους: «Οὐαί δέ μοί ἐστιν, ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι» (Α΄ Κορινθ. 9:16).

Ἡ εὐθύνη γιά κάθε μας πράξη, γιά τή μεταχείριση τῶν ταλάντων καί ἱκανοτήτων μας, εἶναι γενική γιά ὅλους μας. Μᾶς τό διαβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅτι πρόκειται νά ἀποδώσει στόν καθένα σύμφωνα μέ τά ἔργα του. «Μέλλει γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός αὐτοῦ μετά τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καί τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τήν πράξιν αὐτοῦ» (Ματθ. 16:27). Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει, ὅτι «ἕκαστος ἡμῶν περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ» (Ρωμ. 14:12).

Ἡ συνείδηση, λοιπόν, αὐτή, τῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐθύνης καί λογοδοσίας μας, ἄς μᾶς συνοδεύει σ’ ὅλη μας τήν ζωή. Τίς ἱκανότητές μας, μεγάλες ἤ μικρές, ἄς τίς μεταχειρισθοῦμε μέ τήν συναίσθηση τῆς μεγάλης εὐθύνης μας. Δέν ἀρκεῖ ἁπλά καί μόνον νά κάνουμε κάτι, ἀλλά πρέπει νά πολλαπλασιάσουμε τά τάλαντά μας ἀνάλογα μ’ αὐτά πού παραλάβαμε. Ἀλλοίμονο στό ἄτομο ἐκεῖνο πού ἔλαβε ἔστω καί ἕνα τάλαντο καί τό ἀπέκρυψε!

Γι’ αὐτό, ἀγαπημένα μου παιδιά, ἄς δεχθοῦμε μέ ταπείνωση καί εὐγνωμοσύνη τά διάφορα τάλαντα καί ἄς ἀγωνισθοῦμε νά τά πολλαπλασιάσουμε γιά τήν δόξα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος. Ἀμήν.

2.

Τί ἔκαμες τὰ τάλαντα;

Παυλίδης Γεώργιος.

«Εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα»

Γεμάτη ἀπὸ ὑψηλὰ νοήματα καὶ διδάγματα εἶναι ἡ σημερινὴ παραβολή, ποὺ ἠκούσθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας.

Μᾶς παρουσίασεν ὁ Κύριος μὲ μίαν ὡραιοτάτην πλοκὴν ἕναν ἄρχοντα (Βασιλέα κατὰ τὸ Εὐαγ. Λουκᾶν), ὁ ὁποῖος, προκειμένου νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ μακρυνὸν ταξίδιον, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς ἐνεπιστεύθη ἀπὸ ἕνα σοβαρὸν χρηματικὸν ποσόν.

Εἰς τὸν ἕνα ἔδωσε πέντε τάλαντα, εἰς τὸν δεύτερον δύο καὶ εἰς τὸν τρίτον ἕν. Τοὺς ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ τὰ ἐκμεταλλευθοῦν καταλλήλως καί, ἐν συνεχείᾳ ἀνεχώρησε.

Μετὰ χρονικὸν διάστημα ὁ Βασιλεὺς αὐτὸς ἐπέστρεψεν. Ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ ἐζήτησε νὰ τοῦ δώσουν λογαρισμόν. Παρουσιάσθησαν καὶ οἱ τρεῖς. Ὁ πρῶτος εἶχε διπλασιάσει τὰ τάλαντα· τὰ πέντε τὰ ἔκαμε δέκα. Ὁ δεύτερος ἐπίσης· τὰ δύο τὰ ἔκαμε τέσσαρα.

Ἱκανοποιήθη ὁ βασιλεύς. Τοὺς συνεχάρη καὶ τοὺς ὑπεσχέθη μεγάλην ἀμοιβήν.

Ὁ τρίτος ὅμως δοῦλος δὲν ἐκαμε τίποτε. Ἔθαψεν ἀπὸ ὀκνηρίαν τὸ τάλαντον εἰς τὴν γῆν καὶ ἐπερίμενε.

Τώρα ποὺ ἐπέστρεψεν ὁ Κύριός του τὸ ἐξέθαψε καὶ παρέδωσεν, ὅπως τὸ ἐπῆρε, Ὠργίσθη ὁ Ἄρχων.

-«Δοῦλε πονηρέ, τοῦ εἶπε. Ἀπεδείχθης ὀκνηρὸς καὶ ἀνάξιος τῆς ἐμπιστοσύνης μου. Δὲν ἔχεις μέρος μαζί μου. Θὰ τιμωρηθῇς αὐστηρὰ δι’ αὐτὸ, ποὺ ἔκαμες. Ἡ θέσις σου εἶναι εἰς τὸ σκότος τὸ φοβερὸν καὶ αἰώνιον». Πήγαινε, φύγε «ἀχρεῖε καὶ ἀνάξιε δοῦλε..». Εὐλογημένη ἡ κατάστασις τῶν δύο πρώτων. Τρομερὰ ἡ θέσις τοῦ τρίτου.

Ὁ Βασιλεὺς τῆς παραβολῆς,ἀγαπητέ μου τὸ γνωρίζομεν, εἶναι ὁ αἰώνιος Θεός. Καὶ οἱ δοῦλοι, ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ποῖα ὅμως νὰ εἶναι τὰ τάλαντα, ποὺ προσφέρει ὁ Θεός; Καὶ πῶς τὰ χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι;

Ἰδοὺ δύο σοβαρὰ ἐρωτήματα, ἐπὶ τῶν ὁποίων χρήσιμον θὰ εἶναι νὰ χαραχθοῦν μερικαὶ ἀπόψεις.

Α΄ Ποῖα τὰ τάλαντα.

Τάλαντα εἶναι τὰ διάφορα προσόντα καὶ χαρίσματα καὶ δωρεαὶ ποὺ λαμβάνουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν Θεόν. Πάσης μορφῆς. Διαφόρου ποιότητος καὶ ποσότητος. Ὁ ἕνας παίρνει πολλά. Ὁ ἄλλος ὀλιγώτερα. Αὐτὸς μὲν πνευματικὰ καὶ ψυχικά, ἐκεῖνος πάλιν ὑλικά.

Τάλαντον εἶναι ὁ πλοῦτος, τὸ ἀξίωμα, ἐκκλησιαστικὸν ἤ πολιτικόν, ἡ κοινωνικὴ θέσις, αἱ ποικίλια πνευματικαὶ καὶ ψυχικαὶ ἱκανότητες, ἡ χάρις τοῦ λόγου, ἡ ἐπιστημονικὴ ἰδιοφυΐα, ἡ συγγραφικὴ δεξιοτεχνία, ἡ πάσις φύσεως τέχνη, ἡ ὑγεία, ἡ νεότης, ἡ μελωδικὴ φωνή, ἡ ἑλκυστικὴ ἐμφάνισις μὲ τοὺς ὡραίους καὶ γλυκεῖς τρόπους.

Εἴπαμε. Δὲν ἔχουν ὅλοι τὰ ἴδια χαρίσματα. Τὸ σπουδαῖον πάντως εἶναι, ὅτι κανεὶς δὲν μένει χωρὶς τάλαντον.

Ἕνα. Ἔστω. Ἔχει πάντως. Καὶ τίποτε ἄλλον νὰ μὴν εἶχε, ἔχει τὴν ψυχήν, τὴν ἀθάνατον καὶ ἀτίμητον.

Μᾶς δίδει, λοιπόν, τὰ τάλαντα ὁ Θεός, διὰ νὰ τὰ καλλιεργήσωμεν εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν. Νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμεν διὰ τὴν ἰδικήν μας πρόοδον καὶ διὰ τὸ καλὸ τῶν ἄλλων. Ὑπάρχει ὅμως ὁ κίνδυνος νὰ μὴ γίνῃ καλὴ χρῆσις.

Ἡ παραβολὴ μᾶς τὸ εἶπε αὐτό. Οἱ δύο δοῦλοι μόνον ἦσαν καλοί. Ὁ τρίτος ἀπεδείχθη «ἀρχρεῖος». Ἡ χρησιμοποίησις τῶν ταλάντων ὑπῆρξε διάφορος.

Β΄ Ἡ χρησιμοποίησις τῶν ταλάντων.

1.Οἱ σημερινοὶ «ἀγαθοὶ δοῦλοι».

Τέτοιοι ὑπάρχουν καὶ σήμερον. Μόνον ποὺ εἶναι, ἀτυχῶς οἱ ὁλιγώτεροι. Ὑπάρχουν ὅμως. Τὸ χρῆμά των προσφέρεται διὰ νὰ βοηθηθοῦν οἱ δυστυχεῖς. Τὸ ἀξίωμά των τὸ θέτουν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ καλοῦ. Γίνονται παράγοντες δημιουργικοὶ καὶ ὠφέλιμοι. Τὴν κοινωνικὴν των θέσιν τὴν χρησιμοποιοῦν, διὰ νὰ διευκολύνουν τοὺς ἀδυνάτους.

Τὰ ψυχικὰ των χαρίσματα ἐξυπηρετοῦν τὸ σύνολον. Ἡ δύναμις καὶ ἡ χάρις τοῦ λόγου των γίνεται μέσον, διὰ νὰ διαφωτισθοῦν οἱ πλανεμένοι, νὰ συνετισθοῦν οἱ ἀσύνετοι, νὰ πεισθοῦν οἱ δύστροποι, νὰ πιστεύσουν οἱ ἄπιστοι. Ἡ ἐπιστήμη των, διὰ νὰ πολλαπλασιασθοῦν αἱ ἐφευρέσεις, ποὺ θὰ ἐξυπηρετήσουν τὴν κοινωνίαν. Ἡ ὑγεία των γίνεται ὄργανον ἐκδηλώσεων κοινωνικῶν. Ἡ νεόητης των πρωτοστατεῖ εἰς ἔργα ἀγάπης καὶ πολιτισμοῦ.

Πόσον εὐχαριστεῖται ἡ ψυχή μας, ὅταν συναντῶμεν καλοὺς διαχειριστὰς τῶν θείων αὐτῶν χαρισμάτων! Τοὺς ζηλεύομεν. Τοὺ μακαρίζομεν….

Εὐτυχισμένη ἡ κοινωνία, ὅταν ἔχῃ τέτοια στολίδια…

2.Οἱ σημερινοὶ «πονηροὶ δοῦλοι».

Τί κρῖμα ὅμως! Οἱ πονηροὶ πλεονάζουν σήμερον. Πλεονάζουν οἱ δοῦλοι, ποὺ θάπτουν τὸ χάρισμα. Ποὺ τὸ χώνουν μέσα σεἰς τὸ χῶμα καὶ τὴν λάσπην. Ποὺ τὸ ἀφήνουν ἄλλοτε εἰς ἀχρηστίαν ἤ ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦν διὰ τὸ κακόν. Καὶ νά! Πόσο χρῆμα ἐξοδεύεται διὰ τὴν ἁμαρτίαν! Πόσα δάκρυα θὰ μποροῦσαν νὰ στειρέψουν, πόσοι πόνοι ἀπὸ στέρησιν θὰ ἦτον δυνατὸν νὰ λιγοστέψουν!

Πόσα ἀξιώματα χρησιμοποιοῦνται, διὰ νὰ καταδυναστεύωνται οἱ ἀδύνατοι, διὰ νὰ στήνωνται παγῖδες εἰς ἀθώας ψυχάς, διὰ νὰ διαπράττωνται φοβερὰ ἐγκλήματα, διὰ νὰ κυριαρχοῦν ἄνθρωποι ἀνάξιοι καὶ βρωμεροί!

Πόσαι ἱκανόητητες λογοτεχνικαὶ δὲν τίθενται εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ διαβόλου, διὰ νὰ παρασυρθοῦν νεαραὶ ὑπάρξεις εἰς τὸν κακὸν δρόμον, διὰ νὰ κλονισθῇ ἡ πίστις των εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὰς ἀρχὰς τῆς Ἐκκλησίας μας, διὰ νὰ διαδίδωνται καταστρεπτικαὶ ἀντορθόδοξοι καὶ ἀντίθετοι προαπαγάνδαι, διὰ νὰ ἁπλώνεται ἐλεύθερα τὸ δηλητήριον τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς αἰσχύνης.

Πόσα θεάματα ἐκρηκτικά, πόσα τραγούδια ἐκφυλιστικά, πόσα βιβία ἐμπρηστικά, πόσα περιοδικά καὶ φυλλάδια ἀνήθικα, ὅλα καρπὸς τοῦ ἀνρθωπίνου νοῦ, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς χρήσεως τῶν δωρεηθέντων ὑπὸ τοῦ Θεοῦς εἰς ἡμᾶς ταλάντων!

Καὶ χάνονται ἔτσι ἀθάνατες ὑπάρξεις καὶ δηλητηριάζονται αἰωνίως ψυχές, διὰ τὶς ὁποῖες ἐχρειάσθη νὰ ὑψωθῇ ὁ Θεὸς ἐπανω εἰς τὸν Σταυρὸν….

Καί, τὸ κυριώτερον, κλονίζονται τὰ θεμέλια τῆς κοινωνίας καὶ αὐξάνουν τὰ καθημερινὰ δράματα καὶ ὁδηγεῖται ὁ κόσμος εἰς τὸν κρημνὸν καὶ γεμίζει ἡ γῆ ἀπὸ δάκρυα καὶ αἵματα καὶ θρήνους…

Κρῖμα! Χίλιες φορὲς κρῖμα!

Γ΄Καὶ τώρα;

Ἡ φοβερὴ τιμωρία, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, τοῦ «πονηροῦ δούλου» θὰ πρέπει νὰ μᾶς βάλῃ σὲ σκέψεις σοβαρές. Ὁ Θεὸς δίδει τὰς δωρεάς Του, ἀλλὰ ταὐτοχρόνως καὶ χρεώνει…. Καὶ περιμένει τὴν καρποφορίαν, ἤ διὰ νὰ ἀμείψῃ μὲ γενναιοδωρίαν, ὅπως ἤμειψε μέχρι σήμερον τόσους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μάρτυρας τοῦ καθήκοντος, ἤ διὰ νὰ ἐπιβάλῃ τὰς τρομερὰς Του κυρώσεις.

Ἐχρεώθην καὶ ἐγὼ μὲ ὡρισμένα τάλαντα.

Ἐχρεώθης καὶ σύ. Λίγα ἤ πολλὰ, αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα. Τί τὰ ἐκάμαμε καὶ οἱ δυὸ μέχρι τώρα; Πῶς ἐχρησιμοποιήσαμεν τὰς δωρεὰς καὶ τὰ χαρίσματα, ποὺ ἐλάβαμεν ἀπὸ τὰ ἅγια χέρια τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ; Πῶς; Ἄν, Θεὸς φυλάξοι, μέχρι σήμερα ἀποδείχθημεν «πονηροὶ δοῦλοι», χωρὶς ἄλλην σκέψιν πρέπει νὰ διορθωθῶμεν. Ριζικὴ ἀλλαγή. Ἄμεσος. Σταθερά.

Ἡ ζωή μας ἄς εἶναι τοῦ λοιποῦ γεμάτη ἀπὸ λατρείαν εἰς τὸν Θεόν, ἀπὸ ἀφοσίωσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας, ἀπὸ ἀγάπην εἰς τὴν ἀρετήν, ἀπὸ στοργὴν πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας.

Ὄχι πλέον ἔνοχοι συμβιβασμοὶ καὶ ὑποχρεώσεις. Ὄχι! Μέχρι τέλους…. πιστοὶ εἰς τὸν προμαχῶνα!

Καὶ μιὰν ἡμέραν θὰ ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς δύο μας. Θὰ μᾶς εἰπῇ:

-Παιδί μου τί ἔκαμες τὰ τάλαντά σου; Θὰ μπορέσουμε νὰ τοῦ ποῦμε τότε:

-Κύριε, τὰ ἐδιπλασίασα!

Νὰ δώσῃ ὁ Θεός!

3.

Κυριακή ΙΣΤ΄ Ματθαίου (Ματθ. κε΄ 14-30)

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος.

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον, ὁμιλία οη΄

α. Αὐτὲς οἱ παραβολὲς μοιάζουν μὲ τὴν προηγούμενη τοῦ πιστοῦ δούλου καὶ τοῦ ἀχάριστου ποὺ κατέφαγε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Κυρίου του. Εἶναι τέσσερις ὅλες οἱ παραβολὲς ποὺ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, γιὰ τὸ ἴδιο μᾶς παρακινοῦν· θέλω νὰ πῶ τὸ ζῆλο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ὠφέλεια τοῦ διπλανοῦ μας μὲ ὅλα ὅσα μποροῦμε, γιατὶ δὲ γίνεται νὰ σωθοῦμε ἀλλοιῶς. Ἀλλὰ ἐδῶ μιλάει γενκώτερα γιὰ κάθε εἶδος ὠφέλεια ποὺ πρέπει νὰ προξενοῦμε στὸν διπλανό μας. Στὴν παραβολὴ τῶν παρθένων τονίζει ἰδιαίτερα τὴν ἐλεημοσύνη μὲ χρήματα καὶ μάλιστα πιὸ ἔντονα ἀπὸ ὅ,τι στὴν προηγούμενη παραβολή. Ἐκεῖ τιμωρεῖ αὐτὸ ποὺ χτυπᾶ καὶ παραφέρεται καὶ διασκορπίζει τὴν περιουσία τοῦ κυρίου του καὶ τὴν καταστρέφει· ἐδῶ τιμωρεῖ κι αὐτὸν ποὺ δὲν ὠφελεῖ καὶ δὲν ἀδειάζει μὲ ἀφθονία τὴν τσέπη του σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.

Εἶχαν λάδι μὰ ὄχι ἄφθονο καὶ γι’ αὐτὸ τιμωροῦνται. Καὶ γιὰ ποιό λόγο ἀναφέρει αὐτὴν τὴν παραβολὴ στὸ πρόσωπο τῶν παρθένων καὶ δὲν τὴν ἐπεκτείνει σὲ κάθε ἄνθρωπο γενικά; Εἶπε σημαντικοὺς λόγους γιὰ τὴν παρθενία· Ὑπάρχουν εὐνοῦχοι ποὺ εὐνούχισαν τὸν ἑαυτό τους γιὰ χάρη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Καὶ τοῦτο· Ὅποιος μπορεῖ ἄς τὸ κατανοήση. Εἶδε ἀκόμα ὅτι οἱ περισσότεροι ἔχουν μεγάλο σεβασμὸ γι’ αὐτή. Γιατὶ τὸ πρᾶγμα φαίνεται πὼς εἶναι μεγάλο ἀπὸ τὴ φύση του, ἀφοῦ οὔτε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν τὴν ἐπέτυχαν οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι ἅγιοι ἄνθρωποι οὔτε καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη πῆρε τὴ μορφὴ ὑποχρετικοῦ νόμου. Δὲν τὴν ἐπέβαλε, τὴν ἄφησε στὴν προαίρεση τῶν ἀκροατῶν του. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος λέει· Γιὰ τοὺς παρθένους δὲν ἔχω ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Ἐπαινῶ ὅποιον τὴν ἐπιτυγχάνει δὲν ἀναγκάζω ὅμως αὐτὸν ποὺ δὲν τὴν ἐπιθυμεῖ, οὔτε μεταβάλλω τὸ πρᾶγμα σὲ ἐντολή.

Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ πρᾶγμα καὶ μεγάλο ἦταν καὶ σὲ πολλὴ ἐκτίμηση τὸ εἶχαν οἱ πολλοὶ, γιὰ νὰ μὴν πιστέψη κανένας ἐπιτυγχάνοντας το ὅτι ἐπέτυχε τὸ πᾶν κι ἀδιαφορήση γιὰ τὰ ἄλλα, γι’ αὐτὸ θέτει αὐτὴν τὴν παραβολή. Αὐτὴ φτάνει νὰ μᾶς πείση ὅτι ἡ παρθενία κι ἄν ἀκόμα ἔχη ὅλα τὰ ἄλλα, ὅταν δὲν διαθέτη τὰ πλεονεκτήματα τῆς ἐλεημοσύνης, ἀποβάλλεται μαζὶ μὲ τὴν πορνεία. Καὶ βάζει στὴν ἴδια μοῖρα μὲ τοὺς πόρνους τὸν ἀπάνθρωπο καὶ τὸν ἀνελεήμονα. Πολὺ φυσικά. Γιατὶ ἐκείνους τοὺς νικάει ὁ πόθος τῶν σωμάτων καὶ αὐτοὺς ὁ πόθος τῶν χρημάτων. Καὶ δὲν εἶναι ἴσος ὁ πόθος τῶν σωμάτων μὲ τὸν πόθος τῶν χρημάτων· ὁ πρῶτος εἶναι πιὸ ἔντονος καὶ πιὸ τυραννικός.

Ὅσο λοιπὸν ἀσθενέστερος εἶναι ὁ ἀνταγωνιστής, τόσο πιὸ ἀσυγχώρητες εἶναι αὐτὲς ποὺ νικήθηκαν. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς ἀποκαλεῖ ἀνόητες· ὑπέφεραν τὸ μεγαλύτερο κόπο κι ἔχασαν τὸ πᾶν γιὰ τὸ μικρότερο. Λαμπάδες ἐδῶ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ χάρισμα τῆς παρθενίας, ἡ καθαρότητα τῆς ἁγιωσύνης· λάδι, ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ βοήθεια πρὸς ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Κι ἐπειδὴ ἀργοῦσε ὁ Νυμφίος νύσταξαν ὅλες καὶ κοιμήθηκαν. Δείχνει μὲ τοῦτο ὅτι δὲν θὰ μεσολαβήση λίγος χρόνος, ἐμποδίζοντας τοὺς μαθητάς του νὰ περιμένουν ὅτι θὰ φαινόταν ἀμέσως ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ ἦταν ἡ ἐλπίδα τους γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀναχαιτίζει ἀδιάκοπα σ’ αὐτήν.

Μαζὶ φανερώνει καὶ τοῦτο ὅτι ὕπνος εἶναι ὁ θάνατος. Κοιμήθηκαν, λέει καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἀντήχησε φωνή. Ἐπέμενε δηλαδὴ στὴν παραβολὴ καὶ ἔδειχνε ὅτι ἡ ἀνάσταση γίνεται νύχτα. Γιὰ τὴ φωνή, παρέχει ἔνδειξη κι ὁ Παῦλος· Μὲ πρόσταγμα, μὲ φωνὴ ἀρχαγγέλου, καὶ μὲ σάλπιγγα Θεοῦ θὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τί σημαίνουν οἱ σάλπιγγες καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς κραυγῆς; Ἔρχεται ὁ νυμφίος. Καὶ ἀφοῦ ἑτοίμασαν τὶς λαμπάδες λένε στὶς φρόνιμες οἱ ἀνόητες· Δῶστε μας ἀπὸ τὸ λάδι σας.

Τὶς ξαναχαρακτηρίζει ἀνόητες, δείχνοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἀνόητο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μαζεύουν ἐδῶ χρήματα καὶ φεύγουν γυμνοὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ, ὅπου ἔχομε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ φιλανθρωπία, ἀνάγκη ἀπὸ λάδι πολύ. Καὶ δὲν εἶναι ἀνόητες γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μονάχα ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἤλπισαν ὅτι θὰ προμηθευτοῦν ἀπὸ κεῖ καὶ τὸ ζήτησαν σὲ ἀκατάλληλη ὥρα. Ἄν καὶ δὲν ἦταν τίποτα πιὸ φιλάνθρωπο ἀπὸ τὶς παρθένες ἐκεῖνες καὶ γι’ αὐτὸ μάλιστα εἶχαν τιμηθῆ. Καὶ δὲν τὸ ζητοῦν ὅλο· Δῶστε μας λένε ἀπὸ τὸ λάδι σας. Καὶ δείχνουν πόσο ἀπαραίτητο τοὺς ἦταν· σβήνουν οἱ λαμπάδες μας, λένε.

Μόλα ταῦτα ἀπέτυχαν. Δὲν τοὺς βοήθησε νὰ πετύχουν μήτε ἡ φιλανθρωπία αὐτῶν ἀπ’ τὶς ὁποῖες ζητοῦσαν, οὔτε ἡ εὐκολία νὰ πραγματοποιηθῆ ἡ αἴτηση, οὔτε ὅτι τοὺς χρειαζόταν καὶ τοὺς ἦταν ἀπαραίτητο. Τί διδασκόμαστε ἀπὸ δῶ· Ὅτι κανένας ἀπὸ μᾶς δὲ θὰ μπορέση νὰ βοηθήση ὅσους ἔχουν προδοθῆ ἀπὸ τὰ ἔργα τους· ὄχι ἐπειδὴ δὲν θέλει ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ. Κι αὐτὲς κάτι ἀδύνατο ζητοῦν. Τὸ πρᾶγμα αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε καὶ ὁ μακάριος Ἀβραάμ λέγοντας ὅτι Ὑπάρχει μέγα κενὸ ἀνάμεσά μας, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὸ περάσουν ἀκόμα κι αὐτοὶ ποὺ θέλουν. Πηγαίνετε σ’ αὐτοὺς ποὺ πουλᾶνε κι ἀγοράσετε. Καὶ ποιοὶ τὸ πουλᾶνε; Οἱ φτωχοί. Κι αὐτοὶ ποῦ βρίσκονται; Ἐδῶ. Κι ἔπρεπε τότε νὰ τὸ ζητήσετε. Τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχει καιρός.

β΄. Βλέπεις πόσα ζητήματα προκαλοῦν οἱ φτωχοί; Κι ἄν λείψουν αὐτοί, λείπει κι ἡ μεγάλη ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μαζεύωμε τὸ λάδι ἐδῶ, γιὰ νὰ μᾶς χρησιμέψη ἐκεῖ, ὅταν τὸ καλῆ ἡ ὥρα. Δὲν εἶναι ἐκεῖνος ὁ χρόνος τῆς συλλογῆς ἀλλὰ τοῦτος. Μὴ σπαταλᾶς λοιπὸν τὴν περιουσία σου σὲ διασκεδάσεις καὶ ματαιοδοξίες. Πολὺ θὰ σοῦ χρειαστῆ ἐκεῖ τὸ λάδι.

Ὅταν τ’ ἄκουσαν ἐκεῖνες ἔφυγαν, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν τίποτα ὠφέλιμο. Κι αὐτὸ τὸ λέει ἤ γιὰ νὰ ὁλοκληρώση τὴν παραβολὴ ἤ γιὰ νὰ δείξη ὅ,τι κι ἄν γίνωμε φιλάνθρωποι μετὰ τὴν ἐκδημία μας, καθόλου δὲ μᾶς βοηθεῖ νὰ διαφύγωμε τὴν τιμωρία. Οὔτε σ’ αὐτὲς στάθηκε ἀρκετὴ ἡ προθυμία. Κι αὐτὸ γιατὶ δὲν πῆγαν ἐδῶ σ’ αὐτοὺς ποὺ πουλοῦν, ἀλλὰ ἐκεῖ. Οὔτε καὶ στὸν πλούσιο, ὅταν ἔγινε τόσο φιλάνθρωπος, ὥστε νὰ φροντίζη καὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς του. Γιατὶ προσπερνῶντας αὐτὸν ποὺ κοιτόταν στὴν ἐξώπορτά του, βιάζεται νὰ ἁρπάξη μέσα ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῆς γέενας αὐτοὺς ποὺ μήτε κἄν φαίνωνται καὶ παρακαλεῖ νὰ σταλοῦν μερικοὶ ποὺ νὰ τοὺς ποῦν ὅ,τι γίνεται ἐκεῖ. Ὅμως τίποτα αὐτὸς δὲν κέρδισε ἀπὸ κεῖ, ὅπως οὔτε ἐκεῖνες. Γιατὶ ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ κι ἔφυγαν, ἦρθε ὁ νυμφίος, οἱ ἕτοιμες μπῆκαν μαζί του, οἱ ἄλλες κλείστηκαν ἀπ’ ἔξω. Ὕστερα ἀπὸ τόσο κόπο καὶ τόσο ἱδρῶτα καὶ τὴν ἀνυπόφορη ἐκείνη μάχη καὶ τὰ τρόπαια ποὺ ἔστησαν κατὰ τῆς φύσεώς των ποὺ λυσσοῦσε, ντροπιασμένες καὶ μὲ τὶς λαμπάδες σβηστές, ἔφευγαν σκυμμένες στὴ γῆ.

Τίποτα δὲν εἶναι πιὸ σκοτεινὸ ἀπὸ παρθενία, ποὺ δὲν ἔχει εὐσπλαχνία. Γι’ αὐτὸ κι ὁ κόσμος τοὺς ἄσπλαχνους συνηθίζουν νὰ τοὺς ἀποκαλοῦν σκοτεινοὺς. Ποὺ εἶναι λοιπὸν τὸ ὄφελος τῆς παρθενίας, ὅταν δὲν εἶδαν τὸ νυμφίο, κι ὅταν ἐχτύπησαν καὶ δὲν ἐπέτυχαν ἀλλὰ ἄκουσαν τὴ φοβερὴ ἐκείνη φράση· Πηγαίνετε, δὲ σὰς γνωρίζω; Κι ὅταν ἐκεῖνος ξεστομίση αὐτὸ τὸ λόγο, δὲν ἀπομένει παρὰ ἡ γέενα καὶ ἡ ἀνυπόφορη τιμωρία. Ἀλλὰ ἡ φράση αὐτὴ εἶναι βαρύτερη καὶ ἀπὸ τὴ γέενα. Τὴν ἴδια φράση εἶπε καὶ στοὺς ἐργάτες τῆς ἀνομίας· νὰ ἀγρυπνῆτε, γιατὶ δὲ γνωρίζετε οὔτε τὴν ἡμέρα οὔτε τὴν ὥρα.

Βλέπετε πόσο ἀδιάκοπα τελειώνει μ’ αὐτὸ, δείχνοντας ὅτι εἶναι χρήσιμη ἡ ἄγνοια τῆς ἀναχωρήσεώς μας ἀπό δῶ; Ποῦ εἶναι τώρα αὐτοὶ ποὺ εἶναι τώρα αὐτοὶ ποὺ στάθηκαν ράθυμοι σ’ ὅλη τους τὴ ζωή, κι ὅταν τοὺς κατηγοροῦμε λένε «τὴν ὥρα, τοῦ θανάτου μου τ’ ἀφήνω σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη». Ἄς ἀκούσουν τοὺς λόγους αὐτοὺς κι ἄς διορθωθοῦν. Γιατὶ καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη πολλοὶ ἀπέτυχαν, ἀφοῦ τοὺς ἄρπαξε ὁ θάνατος ξαφνικὰ χωρὶς νὰ τοὺς δοθῆ ὁ καιρὸς οὔτε στοὺς δικούς τους νὰ παραγγείλουν, γιὰ ὅσα ἤθελαν.

Αὐτὴ ἡ παραβολὴ ἔχει λεχθῆ γιὰ χάρη τῆς ἐλεημοσύνης μὲ χρήματα. Ἡ ἀκόλουθη ἀφορᾶ ἐκείνους ποὺ μὲ τίποτα δὲ θέλουν νὰ ὠφελήσουν τὸ διπλανό τους οὔτε μὲ χρήματα, οὔτε μὲ λόγους, οὔτε μὲ προστασία, ἀλλὰ τὰ ἀρνοῦνται ὅλα. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο αὐτὴ ἡ παραβολὴ παρουσιάζει βασιλεά καὶ ἡ ἄλλη νυμφίο; Γιὰ νὰ καταλάβωμε πόσο ὁ Χριστὸς θεωρεῖ δικές τους τὶς παρθένες, ποὺ διαθέτουν τὴν περιουσία τους. Αὐτὸ εἶναι ἡ παρθενία. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος αὐτὸ θέτει σὰν προϋπόθεσή της. Ἡ ἄγαμη φροντίζει γιὰ τὸν Κύριο, λέει, καὶ πρὸς ἐξασφάλιση ἄξιας καὶ τιμημένης θέσης κοντὰ στὸν Κύριο χωρὶς περισπασμούς. Αὐτὰ , λέει σᾶς συμβουλεύω.

Ἄν τώρα στὸ Λουκᾶ ἔχει διαφορετικὴ διατύπωση ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἄλλη ἡ δεύτερη. Γιατὶ σ’ ἐκείνη ἀπὸ ἕνα κεφάλαιο προῆλθαν διαφορετικὰ εἰσοδήματα, ἀπὸ μιὰ μνᾶ ὁ ἕνας ἔφερε πέντε κι ὁ ἄλλος δέκα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πῆραν ἴδια ἀμοιβή. Στὴν ἄλλη ἔγινε τὸ ἀντίθετο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ στεφάνι ἦταν ἴσο. Αὐτὸς ποὺ ποὺ πῆρε δύο, ἔδωσε ἄλλα δύο, κι αὐτὸς ποὺ πῆρε πέντε, ἔδωσε ἄλλα πέντε. Ἐνῶ στὴν πρώτη, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο ἀρχικὸ ποσό, ὁ ἕνας ἐκέρδισε περισσότερα κι ὁ ἄλλος λιγώτερα δὲν πῆραν φυσικὰ καὶ ἔπαθλα ἴσα. Προσέξετε ἀκόμα πῶς δὲν ἀπαιτεῖ σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις κατὰ τρόπον ἄμεσο. Στὴν περίπτωση τοῦ ἀμπελιοῦ, τὸ ἐμίσθωσε σὲ γεωργοὺς κι ἔφυγε. Κι ἐδῶ ἐμπιστεύεται κι ἀποδημεῖ, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὴν μακροθυμία του.

Ἐγὼ νομίζω πὼς λέγοντάς τα αὐτὰ κάνει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀναστασή του. Ἐδῶ ὅμως δὲν εἶνα πιὰ γεωργοὶ καὶ ἀμπέλι, ἀλλὰ ὅλοι ἐργάτες. Γιατὶ δὲν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς ἄρχοντες μόνο, οὔτε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ πρὸς ὅλους. Κι αὐτοὶ ποὺ προσφέρουν φανερώνουν μ’ εὐγνωμοσύνη καὶ τὰ δικά τους καὶ τοῦ Κυρίου τους. Ὁ ἕνας λέει, Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσε καὶ ὁ ἄλλος δύο. Δείχνουν ὅτι ἀπ’ αὐτὸν εἶχαν δεχθῆ τὸ ξεκίνημα τῆς ἐργασίας τους καὶ τοῦ ἀναγνωρίζουν πολλὴ χάρη κι ἀποδίδουν τὰ πάντα σ’ αὐτόν. Καὶ ὁ Κύριος τοὺς λέγει Εὖγε, ἀγαθὲ δοῦλε (τὸ γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι νὰ ἐργάζεται γιὰ τὸν διπλανό του) καὶ πιστέ. Στάθηκες πιστός σὲ λίγα, θὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ πολλά. Πέρασε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου. Μὲ τὴ φράση αὐτὴ δηλώνει ὁλόκληρη τὴ μακαριότητα. Δὲ φέρεται ἔτσι ὁ ἄλλος. Ἐγνώριζα, λέγει, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός· θερίζεις ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρες καὶ κεῖ ὅπου δὲ σκόρπισες μαζεύεις. Φοβήθηκα κι ἔκρυψα τὸ τάλαντό σου. Ἰδοὺ ἔχεις ὅ,τι μοῦ ἔδωσες. Κι ὁ Κύριος τοῦ λέει· ἔπρεπε νὰ βάλης τὰ χρήματα στὴν τράπεζα. Δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ μιλήσης, νὰ σύστήσης, νὰ συμβουλέψης. Δὲν σὲ ἀκοῦνε; Αὐτὸ δὲ σὲ ἐνδιαφέρει. Ὑπάρχει κάτι καλύτερο ἀπ’ αὐτό;

γ΄. Δὲν κάμουν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸν ἴδιο ποὺ ἐδάνεισε τὸν κάμουν καὶ ὑπεύθυνο γιὰ τὴν ἀπαίτηση τῆς ὀφειλῆς. Δὲν κάμει ὅμως ἔτσι αὐτός. Ἀλλὰ σὺ ἔπρεπε νὰ καταθέσης τὰ χρήματα λέγει καὶ ν’ ἀφήσης σ’ ἐμένα τὴν ἀπαίτησή τους. Κι ἐγὼ θὰ τὰ ζητοῦσα μὲ τόκο. Τόκο ὑπακοῆς ἐννοεῖ, τὴν ἐπίδειξη ἔργων. Σὺ ἔπρεπε νὰ κάμης τὸ εὐκολώτερο καὶ ν’ ἀφήσης τὸ δυσκολώτερο σ’ ἐμένα. Κι ἀφοῦ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ, πάρτε ἀπ’ αὐτὸν τὸ τάλαντο, προστάζει καὶ δῶστε το σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα. Γιατὶ σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει θὰ τοῦ δοθοῦν καὶ θὰ τοῦ περισσέψουν, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει θὰ τοῦ ἀφαιρεθῆ καὶ τὸ λίγο ποὺ ἔχει. Τί σημαίνει αὐτο; Αὐτὸς ποὺ ἔχει, ἀλλὰ δὲν χρησιμοποιεῖ τὴ χάρη τοῦ λόγου καὶ τῆς διδασκαλίας γιὰ νὰ ὠφελῆ, θὰ τὴ χάση τὴ χάρη. Αὐτὸς ὅμως ποὺ δείχνει προθυμία, θὰ ἐπισύρη μεγαλύτερη δωρεά. Ὅπως κι ἐκεῖνος θὰ χάση κι αὐτὸ ποὺ εἶχε λάβει. Δὲ φτάνει ὅμως ὡς ἐδῶ ἡ ζημία ὅποιου ἀδρανεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ τιμωρία του εἶναι ἀνυπόφορη, καὶ μὲ τὴν τιμωρία ἡ ἀπόφαση γεμάτη ἀπὸ πολλὴ κατηγορία. Βγάλετε, λέει, τὸν κακὸ δοῦλο στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ θρῆνος καὶ τὸ χτύπημα τῶν δοντιῶν.

Βλέπετε πῶς ὄχι μονάχα οἱ ἅρπαγες κι οἱ πλεονέκτες, κι ὅσοι κάμουν ἀδικίες, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ δὲν κάμει τὸ καλὸ τιμωρεῖται μὲ τὴν ἔσχατη τιμωρία. Ἄς ἀκούσωμε λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς λόγους. Ὅσο εἶναι καιρὸς ἄς φροντίσωμε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἄς βάλωμε λάδι στὰ λυχνάρια μας, ἄς ἐκμεταλευτοῦμε τὸ τάλαντο. Ἄν ἀδρανήσωμε καὶ περάσωμε τὴ ζωή μας μὲ ὀκνηρία κανένας δὲ θὰ μᾶς λυπηθῆ στὸ τέλος ἐκεῖ κι ἄν θρηνοῦμε ἀτελείωτα. Ἀνεγνώρισε τὸ σφάλμα του κι αὐτὸς μὲ τὰ ἀκάθαρτα ροῦχα, ἀλλὰ δὲν ὠφέλησε ἡ ἀνάγνωση. Ἐπέστρεψε τὴν παρακατήθηκη κι ἐκεῖνος ποὺ τοῦ εἶχαν ἐμπιστευθῆ τὸ ἕνα τάλαντα μὰ καὶ ἔτσι καταδικάστηκε. Παρακάλεσαν καὶ οἱ παρθένες, ἤρθανε καὶ χτύπησαν τὴν πόρτα, ἄδικα ὅμως καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἄς προσφέρωμε καὶ χρήματα καὶ προθυμία καὶ προστασία καὶ ὅλα στὸν ἀδελφό μας. Τάλαντο εἶναι ἐδῶ ὅ,τι μπορεῖ καθένας εἴτε νὰ προστατέψη, εἴτε νὰ βοηθήση μὲ χρήματα, εἴτε νὰ διδάξη, εἴτε νὰ κάμη ὁτιδήποτε παρόμοιο. Κανεὶς ἄς μὴν πῆ. Ἔχω ἕνα τάλαντο καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάμω τίποτα. Καὶ μὲ τὸ ἕνα μπορεῖς νὰ προκόψης. Δὲν εἶσαι φτωχότερος ἀπὸ τὴ χήρα ἐκείνη, δὲν εἶσαι πιὸ ἀπελέκητος ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη. Αὐτοὶ κι ἁπλοῖ ἦσαν κι ἀγράμματοι, ἐπειδὴ ὅμως ἔδειξαν ζῆλο κι ἐνεργοῦσαν πάντα πρὸς τὸ συμφέρον ὅλων γι’ αὐτὸ ἐκέρδισαν τὸν οὐρανό.

Κανένα ἄλλο δὲν εἶναι τόσο ἀγαπητὸ στὸ Θεό, ὅσο ν’ ἀποβλέπης στὸ καλὸ τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς λόγο καὶ χέρια καὶ πόδια καὶ σωματικὴ δύναμη καὶ λογικὸ καὶ φρόνηση, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμε ὅλ’ αὐτὰ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Γιατὶ ὁ λόγος δὲ χρησιμεύει μονάχα γιὰ ὕμνο κι εὐχριστία, ἀλλὰ καὶ διδάσκει καὶ συμβουλεύει. Ἄν τὸν χρησιμοποιήσωμε ἔτσι μιμούμαστε τὸν Κύριο, ἀντίθετα, μιμούμαστε τὸν διάβολο. Ἔτσι κι ὁ Πέτρος, ὅταν ὡμολόγησε τὸ Χριστό, μακαριζόταν ἐπειδὴ εἶχε πεῖ ὅ,τι κι ὁ Πατέρας· ὅταν ὅμως ἀπόφευγε κι ἀρνήθηκε τὸ σταυρό, δεχόταν δυνατὴ ἐπιτίμηση ἐπειδὴ εἶχε τὸ φρόνημα τοῦ διαβόλου. Κι ἄν ὑπάρχη τόση κατηγορία ὅπου ὁ λόγος προέρχεται ἀπὸ ἄγνοια, ὅταν θεληματικὰ πολλὲς ἁμαρτίες διαπράττωμε, τί εἶδος συγνώμης θὰ λάβωμε; Ἄς λέμε τέτοιους λόγους ὥστε νὰ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ δὲ χρησιμοποιῶ λόγους τοῦ Χριστοῦ, ὅταν μόνο λέγω· Σήκω καὶ περπάτα, οὔτε ἄν πῶ Ταβιθά, σηκώσου. Πολὺ περισσότερο ὅταν μὲ ὑβρίσουν καὶ εὐχαριστήσω, ὅταν μὲ πειράζουν καὶ προσευχηθῶ γι’ αὐτούς. Προηγουμένως ἔλεγε ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι ποὺ ἀγγίζει τὰ πόδια τοῦ Θεοῦ.

Τώρα περισσότερο λέγω ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα ποὺ μιμεῖται τὴ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ἄν φυλάξωμε τὴν ἀπαιτούμενη προσοχή, ἄν λέμε ἐκεῖνα ποὺ θέλει ἐκεῖνος. Καὶ τί θέλει ἐκεῖνος; Νὰ λέμε τοὺς λόγους ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἐπιείκεια καὶ πραότητα. Αὐτὰ ἔλεγε κι ὁ ἴδιος, σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ὕβριζαν, Ἐγὼ δὲν ἔχω δαιμόνιο. Καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο. Ἄν μίλησα ἄσχημα δεῖξε μου το. Ἄν ἔτσι μιλᾶς κι ἐσύ, ἄν μιλᾶς ἔτσι ὥστε νὰ διορθώνονται οἱ διπλανοί σου, τότε ἔχεις γλῶσσα ὅμοια μ’ ἐκείνη. Αὐτὸ τὸ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸς ποὺ ἀφήνει μεσ’ ἀπὸ τὸ ἀνάξιο στόμα του νὰ βγῆ κάτι τὸ ἄξιο, εἶναι σὰν νὰ ἔχη τὸ δικό μου στόμα. Ὅταν λοιπὸν ἡ γλῶσσα σου εἶναι σὰν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ στόμα σου τὸ στόμα τοῦ Πατέρα καὶ εἶσαι ὁλόκληρος ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποιὰ ἄλλη τιμὴ ὑπάρχει ἴση μ’ αὐτή; Κι ἄν ἀπὸ χρυσάφι ἦταν τὸ στόμα σου κι ἄν ἀπὸ πετράδια πολύτιμα, ποτὲ δὲ θὰ ἔλαμπε ὅπως τώρα φωτισμένο ἀπὸ τῆς καλωσύνης τὸ στόλισμα. Τὶ πιὸ καλὸ ἀπὸ ἕνα στόμα ποὺ δὲν ξαίρει νὰ ὑβρίζη, ἀλλὰ ἔχει κάμει φροντίδα του τοὺς καλοὺς λόγους. Ἄν δὲν μπορῆς νὰ εὐλογῆς ὅποιον σὲ καταριέται, κράτησε σιγή, κι ὅταν τὸ κατορθώσης αὐτὸ προχωρῶντας καὶ προσέχοντας ὅσο πρέπει, θὰ φτάσης καὶ σ’ ἐκεῖνο καὶ θὰ ἀποκτήσης τέτοιο ποὺ εἴπαμε στόμα.

δ΄. Μὴ νομίσης ὅτι εἶναι τολμηρὸς ὁ λόγος μου· εἶναι φιλάνθρωπος, ὁ Κύριος, κι εἶναι δῶρο αὐτὸ τῆς ἀγαθότητός του. Τολμηρὸ εἶναι νὰ ἔχης στόμα ποὺ νὰ μοιάζη τοῦ διαβόλου, νὰ ἔχης γλῶσσα ὅμοια μὲ δαίμονα πονηροῦ καὶ μάλιστα σὺ ποὺ μετέχεις σὲ τέτοια μυστήρια, καὶ ποὺ τὴν ἴδια τὴ σάρκα τοῦ Κυρίου κοινωνεῖς. Αὐτὰ ἀναλογίσου καὶ διάπλασε τὶς δυνάμεις σου κατὰ τὸ παράδειγμά του. Κι ὅταν γίνης τέτοιος μήτε νὰ σ’ ἀντικρύση δὲ θὰ μπορῆ ὁ διάβολος. Γιατὶ ἀναγνωρίζει τὸ βασιλικὸ χαρακτῆρα, ξαίρει τὰ ὅπλα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν νίκησαν. Ποιὰ εἶν’ αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια, ἡ πραότητα. Ὅταν στὸ βουνὸ δέχτηκε τὴν ἐπίθεσή του καὶ τὸν ἐνίκησε κατὰ κράτος, ὄχι ἀπὸ τὴ γνώση ὅτι ἦταν ὁ Χριστὸς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τὸν ἔπιασε πρῶτα, ἀπὸ τὴν ἐπιείκεια τὸν αἰχμαλώτησε, ἀπὸ τὴν πραότητα τὸν κατατρόπωσε.

Τὸ ἴδιος κάνε καὶ σύ. Ἄν δῆς κάποιον ἄνθρωπο σὲ διάβολο μεταμορφωμένο νὰ σὲ πλησιάζη, μὲ τοῦ Χριστοῦ τὸν τρόπο νίκησέ τον καὶ σύ. Σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσία ὁ Χριστὸς νὰ διαπλάσης τὴ δύναμή σου καὶ τὸ παράδειγμά του. Μὴ φοβηθῆς ἀκούοντάς το. Φόβος εἶναι νὰ μὴν τοῦ μοιάσης. Νὰ μιλᾶς λοιπὸν ὅπως ἐκεῖνος καὶ θὰ γίνης σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅπως αὐτός, ὅσο εἶναι δυνατὸ νὰ γίνη ὁ ἄνρθωπος. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνώτερος ὅποιος μιλᾶ ἔτσι ἀπ’ αὐτὸν ποὺ προφητεύει. Γιατὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ σύνολό του στὴ χάρη, ἐνῶ ἐκεῖνο εἶναι καὶ δικός σου κόπος κι ἱδρῶτας. Ζήτησε ἀπὸ τὴν ψυχή σου νὰ φτιάξης τὸ στόμα σου ὅμοια μὲ τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη τέτοιο πρᾶγμα, ἄν θέλη· γνωρίζει τὴν τέχνη ἄν δὲν εἶναι ράθυμη. Καὶ πῶς πλάθεται τέτοιο στόμα; Μὲ ποιὰ χρήματα καὶ ποιὰ ὑλικά; Μὲ κανένα. Ἀλλὰ, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ μόνο καὶ τὴν ἐπιείκεια, καὶ τὴν ταπείνωση. Ἄς δοῦμε πῶς πλάθεται καὶ τοῦ διαβόλου τὸ στόμα καὶ νὰ μὴν τὸ φτιάξωμε ἐκεῖνο ποτέ. Πλάθεται μὲ τὶς κατάρες καὶ τὶς ὕβρεις, μὲ τὴ συκοφαντία καὶ τὴν ἐπιορκία. Ὅταν κανένας λέγη τοὺς λόγους ἐκείνου, ἀποκτᾶ καὶ τὴ γλῶσσα ἐκείνου. Τί εἴδους λοιπὸν συγνώμη θὰ λάβωμε ἤ καλύτερο, ποιὰ τιμωρία δὲ θὰ ὑποστοῦμε ὅταν ἀδιαφορήσωμε, ἄν ἡ γλῶσσα μας ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γευτῆ τὴ σάρκα τοῦ Κυρίου λέη τοὺς λόγους τοῦ διαβόλου;

Ἄς μὴν ἀδιαφορήσωμε λοιπὸν ἀλλὰ ἄς δείξωμε ὅλο τὸ ζῆλο μας, ὥστε νὰ τὴ γυμνάσωμε νὰ μιμῆται τὸν Κύριό της. Ἄν τὴν ἀσκήσωμε σ’ αὐτό, μὲ πολὺ θάρρος θὰ μᾶς ἀνεβάση στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄν δὲν γνωρίζη κάποιος νὰ μιλᾶ ἔτσι, κι ὁ δικαστὴς δὲ θὰ τὸν ἀκούση. Ὅπως ὅταν ὁ δικαστὴς τύχη Ρωμαῖος, δὲ θ’ ἀκούση τὴν ἀπολογία ἐκείνου ποὺ δὲν γνωρίζει νὰ μιλᾶ ρωμαϊκά, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς, ἄν δὲν μιλᾶς τὴ δική του γλῶσσα δὲ θὰ σ’ ἀκούση καὶ δὲ θὰ σὲ προσέξη.

Ἄς μάθωμε λοιπὸν νὰ μιλοῦμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νὰ καταλαβαίνη ὁ βασιλιάς μας, ἄς φροντίσωμε ἐκείνη τὴ γλῶσσα νὰ μιλήσωμε. Κι ἄν σὲ βρῆ κάποια λύπη, πρόσεξε νὰ μὴ σοῦ διαστρέψη τὸ στόμα τὸ βάρος της, ἀλλὰ νὰ μιλήσης ὅπως ὁ Χριστός. Δοκίμασε κι αὐτὸς λύπη γιὰ τὸν Λάζαρο καὶ τὸν Ἰοῦδα. Ἄν σοῦ τύχη φόβος ζήτησε καὶ πάλι νὰ μιλήση ὅπως αὐτός. Δοκίμασε κι ἐκεῖνος φόβο γιὰ χάρη σου, ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ οἰκονομία. Πὲς καὶ σύ· Ὄχι ὅπως θέλω ἐγὼ ἀλλὰ ὅπως σύ. Κι ἄν κλαῖς δάκρυσε ἤρεμα ὅπως αὐτός. Κι ἄν τύχη νὰ συκοφαντιθῆς καὶ νὰ λυπηθῆς, κάμε ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ συκοφαντήθηκε καὶ λυπήθηκε ὥσπου ἔφτασε νὰ πῆ· Εἶναι περίλυπη ἡ ψυχή μου μέχρι θανάτου. Κι σοῦ ἔδωσε γιὰ ὅλα παραδείγματα, νὰ τὰ κρατᾶς σὰν μέτρα καὶ νὰ μὴν καταστρέφης τοὺς κανόνες. Ἔτσι θὰ μοιάζη τὸ στόμα σου ἐκείνου. Μὲ τέτοια συμπεριφορὰ πάνω στὴ γῆ, θὰ μᾶς παρουσιάσης γλῶσσαν ὅμοια μ’ ἐκείνου ποὺ κάθεται στὸν οὐρανό, τηρῶντας τὰ μέτρα ποὺ σοῦ ἔδωσε γιὰ τὴ λύπη, τὴν ὀργή, τὸ πάθος, τὴν ἀγωνία. Πόσοι ἀπὸ μᾶς δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ δοῦν τὴ μορφή του! Μποροῦμε ὄχι μόνο νὰ τὴ δοῦμε ἀλλὰ καὶ νὰ τοῦ μοιάσουμε, ἄν φροντίσωμε.

Ἄς μὴ ἀναβάλωμε λοιπόν. Δὲν ἀγαπᾶ τόσο τὸ στὸμα τῶν προφητῶν, ὅσο τῶν καλωσυνάτων καὶ πράων ἀνθρώπων. Πολλοί, λέει, θὰ μοῦ προβάλουν. Δὲν προφητεύσαμε στ’ ὄνομά σου; Καὶ θὰ τοὺς ἀπαντήσω· Δὲ σᾶς γνωρίζω. (Ὁ Μωϋσῆς ὅμως ἦταν ἄνθρωπος ὑπερβολικὰ πρᾶος περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς)· Γι’ αὐτὸ τόσο πολὺ ἤθελε καὶ τὸν ἀγαποῦσε ὥστε εἶπε, Κοντὰ κοντά, στόμα στόμα τοῦ μιλοῦσε, σὰ φίλος, στὸ φίλο του. Δὲν θὰ ἐπιβληθῆς τώρα στοὺς δαίμονες, ἀλλὰ θὰ στήσης τότε τὴ φωτιὰ τῆς γέενας, ἄν εἶναι τὸ στόμα σου ὅμοιο μὲ τοῦ Χριστοῦ. Θὰ προστάξης τὴ φωτιὰ τῆς ἀβύσσου καὶ θὰ τῆς πῆς· Σώπα, ὑποτάξου. Μὲ πολὺ θάρρος θὰ τὴν κατακτήσης, καὶ θὰ τὴν ἀπολαύσης τὴ Βασιλεία. Αὐτὴν μακάρι νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι μὲ τὴ χάρι καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμὴ καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

4.

«Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την χαρά του Κυρίου σου»

Η Βασιλεία του Θεού, μας λέει η σημερινή διδακτικότατη παραβολή των ταλάντων, αγαπητοί μου αδελφοί, μοιάζει με έναν άνθρωπο, που φεύγοντας για ταξίδι, κάλεσε τους δούλους του και τους εμπιστεύτηκε τα υπάρχοντά του. Στον πρώτο έδωσε πέντε τάλαντα, στον δεύτερο δύο και στον τρίτο ένα, στον καθένα δηλαδή ανάλογα με τις ικανότητές του κι έφυγε αμέσως για ταξίδι. Αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα πήγε και τα αξιοποίησε και κέρδισε άλλα πέντε. Κι αυτός που έλαβε τα δύο τάλαντα κέρδισε επίσης άλλα δύο. Ο τρίτος που έλαβε το ένα τάλαντο, πήγε κι έσκαψε στη γη και έκρυψε εκεί το τάλαντο του Κυρίου του. Ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μακριά από τους δούλους αυτούς, γύρισε ο κύριός τους και ζήτησε λογαριασμό από αυτούς. Τα τάλαντα που έδωσε ο Κύριος, σύμφωνα με την παραβολή, ήσαν τότε χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας. Και με αυτά υπονοούνται τα διάφορα χαρίσματα, που έδωσε στους ανθρώπους ο Θεός και τα οποία είχαν μεγάλη αξία. Γιατί δεν ήταν ποτέ δυνατό ο πλουσιόδωρος Θεός να προσφέρει ευτελή δώρα στους ανθρώπους. Και γεννιέται το ερώτημα ποια είναι τα χαρίσματα αυτά; Είναι οι διάφορες ικανότητες και ιδιότητες με τις οποίες μας προίκισε ο Θεός, τα διάφορα προσόντα, διανοητικά, πρακτικά, πνευματικά, με τα οποία τόσα και τόσα μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος που τα έχει. Τάλαντα είναι επίσης και όλα τα αγαθά, που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους αναλόγως της αντοχής τους.

Επομένως, στον κάθε ένα από εμάς ο Θεός έδωσε τα τάλαντά Του. Ποια είναι αυτά; Είναι τα διάφορα χαρίσματα και προσόντα, με τα οποία όπως είπαμε και πιο πάνω, μας προίκισε ο Θεός. Είναι κάποια επιδεξιότητα, μια ειδικότητα, ορισμένες πνευματικές ή φυσικές ικανότητες, που μας χάρισε Εκείνος. Ακόμα σ’ αυτά, είναι η κάποια περιουσία μας, η θέση που κατέχουμε, το έργο που ασκούμε. Ο δάσκαλος, ο δικαστής, ο γιατρός, ο δημόσιος λειτουργός, ένας πατέρας και μια μητέρα, πολλά μπορούν να προσφέρουν, αν θελήσουν με σοφία και ένθεο ζήλο, να ασκήσουν το έργο και την αποστολή τους.

Μας έχει δώσει, λοιπόν, χαρίσματα ο Θεός, στον καθένα κατά την ίδια δύναμη. Σύμφωνα πάντοτε με την ικανότητα του καθενός. Σύμφωνα με ότι ο καθένας μας μπορεί να κάμει καλύτερο. Και τα έχει δώσει σε όλους ανεξαιρέτως. Κανένας δεν μπορεί να πει ότι εμένα δεν μου έδωσε ο Θεός. Ίσως εκ πρώτης όψεως να μη φαίνεται τούτο. Και να νομίζουμε ότι τάλαντα έχουν μόνο όσοι έχουν ξεχωριστά κάποια χαρίσματα. Όσοι δηλαδή είναι σπουδαίοι επιστήμονες ή καλλιτέχνες ή πολιτικοί ή πολύ έξυπνοι.

Όμως, τάλαντο έχει και εκείνος που ξέρει μια τέχνη, με την οποία μπορεί να εξυπηρετεί τον πλησίον του. Τάλαντο έχει και ο αγρότης που ξέρει να καλλιεργεί τη γη, ώστε να παράγει τους καρπούς της. Τάλαντο έχει κι εκείνος που διακρίνεται για τη σιδερένια υγεία του σώματος, χάρη στην οποία μπορεί να συντρέχει τους άλλους, στις διάφορες ανάγκες τους. Άλλος έχει το  τάλαντο να είναι πρόθυμος και εξυπηρετικός. Άλλος να μπορεί να παρηγορεί τους πονεμένους. Αλλά και η αλήθεια είναι ότι όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί, έχουμε το τάλαντο της αληθινής πίστης, της γνήσιας χριστιανικής αλήθειας. Κανένας, λοιπόν, δεν υπάρχει που να μην έχει κάποιο τάλαντο δοσμένο σ’ αυτόν από τον Θεό. Η αγαθότητα του Θεού μας έχει δώσει σ’ όλους χαρίσματα για να τα χρησιμοποιούμε για το καλό τόσο το δικό μας, όσο και των αδελφών μας.

Η αλήθεια τέλος, είναι ότι ο Θεός δεν μας θέλει οκνηρούς και ράθυμους στο καλό, αλλά επιμελείς και δραστήριους. Και για τον σκοπό αυτό μας δίνει όλα τα μέσα. Αυτό συνέβη και με τον δούλο Του που πήρε τα πέντε τάλαντα και δούλεψε σκληρά και κέρδισε. Το ίδιο και με αυτόν που πήρε τα δύο. Κι αυτός με την καλή του επίμονη και την τίμια δουλειά, τα δύο τα έκαμε τέσσερα. Σε αντίθεση με τον τρίτο, που ήταν οκνηρός, ράθυμος και ανόρεχτος για δουλειά. Και για αυτό δεν υπολόγισε την ευθύνη, που είχε απέναντι στον Κύριό του. Άφησε έτσι νεκρό ένα κεφάλαιο, με το οποίο τόσα πολλά μπορούσαν να γίνουν.

Από αυτά αποδεικνύεται ότι οι θυσίες και οι κόποι στους οποίους υποβάλλονται οι χριστιανοί στον κόσμο αυτό δεν πηγαίνουν ποτέ χαμένοι. Τα δε έργα της αρετής για τα οποία κουράζονται οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ζωής τους, θα παρουσιαστούν μια μέρα λαμπρά και αξιοθαύμαστα μπροστά στον Δίκαιο Κριτή και θα βραβευτούν. Τίποτε δεν θα χαθεί και τίποτε δεν θα αγνοηθεί. Πίσω δηλαδή, από τα άλλα πέντε τάλαντα και τα άλλα δύο του πρώτου και του δεύτερου δούλου της παραβολής, κρύβονται ακριβώς οι πράξεις της αρετής και τα έργα της αγάπης. Κρύβονται τα έργα, που εδώ στη γη έμειναν μυστικά και έγιναν κρυφά. Υπάρχουν οι κόποι και οι δραστηριότητες, που όμως όταν έλθει ο Κύριος θα αποκαλυφθούν, θα τιμηθούν και θα επιβραβευθούν ενώπιον όλων. Αντίθετα οι ράθυμοι και αμελείς προορίζονται για την κόλαση. Ας φοβηθούμε, λοιπόν, πολύ το αποτέλεσμα αυτό και πιο πολύ την αμέλεια που οδηγεί στον αιώνιο θάνατο. Ας φροντίζουμε ώστε το υπόλοιπο της ζωής μας να αναπτύσσουμε με ζήλο, επιμέλεια και εργατικότητα, σαν πιστοί οικονόμοι των δωρεών του Θεού, αυτά που ο ίδιος μας έδωσε. Αυτό θα κάνει όμορφη τη ζωή μας, θα μας κάμει ευεργετικούς στους άλλους και θα μας αναδείξει άξιους της αιώνιας μακαριότητας.

Όσο επομένως, βρισκόμαστε στη ζωή αυτή, αγαπητοί μου αδελφοί, θα πρέπει να εργαζόμαστε, με ότι μας έδωσε ο Θεός, για το καλό το δικό μας, αλλά και των άλλων. Γι αυτό και καλούμαστε με ζήλο και επιμέλεια να καλλιεργούμε το χάρισμα, που μας έδωσε ο Θεός πάντοτε για το καλό. Όχι για να πλουτίζουμε και να επιδεικνυόμαστε, αλλά για την ωφέλεια των συνανθρώπων μας και γενικά της κοινωνίας μας και για την επικράτηση της αγάπης και του θελήματος του Θεού στον κόσμο αυτό. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε ν’ ακούσουμε από το στόμα του Δίκαιου Κριτή το «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την χαρά του Κυρίου σου». Γένοιτο.

 † Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης Διονύσιος