1.
Μιά ασυνήθιστη συνάντηση.
1. Ἐκζήτηση τοῦ Προσώπου του
Ζακχαῖος. Τὸ ὄνομά του γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν Ἱεριχὼ γιὰ τὴν ἐξέχουσα θέση ποὺ εἶχε στὴν πόλη. Ἦταν ἀρχιτελώνης. Δηλαδή, ἐντεταλμένος τῆς Ρωμαϊκῆς διοικήσεως γιὰ νὰ συλλέγει τοὺς φόρους. Ἦταν γνωστὸς ὅμως καὶ γιὰ τὶς ἀδικίες του. Ἐκμεταλλευόταν τὸ ἀξίωμά του γιὰ νὰ πλουτίζει ἀπὸ τὶς περιουσίες τῶν ἀνθρώπων. Στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του ὡστόσο σιγόκαιγε ἕνας ἅγιος πόθος: νὰ δεῖ τὸν Χριστό. «Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι», μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Θὰ εἶχε ἀκούσει ἀσφαλῶς πολλὰ γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν Προφήτη, ὅπως Τὸν θεωροῦσαν, ὁ ὁποῖος ἐπιτελοῦσε τόσα θαύματα καὶ ἔδειχνε τόση ἀγάπη ἀκόμη καὶ στοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους.
Τὴν ἡμέρα λοιπὸν ποὺ ὁ Κύριος διέσχιζε τὴν πόλη γιὰ νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του, ὁ Ζακχαῖος βρῆκε τὴ μεγάλη εὐκαιρία καὶ μπῆκε ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ συνόδευε τὸν Ἰησοῦ. Ἦταν ὅμως κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ ἐμποδιζόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος καί, σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδί, σκαρφάλωσε σὲ μιὰ συκομουριά, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ περνοῦσε ὁ Χριστός. Ἀσφαλῶς τὸ παράξενο αὐτὸ θέαμα θὰ προκάλεσε τὰ σχόλια καὶ τὰ γέλια τῶν ἀνθρώπων. Δὲν τὸν ἔνοιαζε ὅμως. Αὐτὸς ἤθελε μόνο νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ.
Τί ἱερὸ πόθο ἔκρυβε ἕνας ἁμαρτωλὸς ἀρχιτελώνης! Ἂς τὸν συγκρίνουμε μὲ τοὺς δικούς μας πόθους. Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου; Νὰ Τὸν γνωρίσουμε; Νὰ ἀποκτήσουμε προσωπικὴ σχέση μαζί Του; Ἢ μήπως ἡ καρδιά μας στρέφεται καὶ προσκολλᾶται σὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ ἐπιδιώξεις, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ κοιτάξουμε τίποτε ἄλλο καὶ μᾶς κρατοῦν δεμένους στὴ γῆ;
Καὶ ὅμως, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό. Εἶναι τόσο κοντά μας! Δὲν χρειάζεται νὰ ἀνεβοῦμε σὲ δέντρα καὶ νὰ χωθοῦμε στὸ πλῆθος. Ἀρκεῖ νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ μετέχουμε δηλαδὴ στὴ θεία Λατρεία, στὰ ἱερὰ Μυστήρια, νὰ μελετοῦμε τὸν θεῖο λόγο του, νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του μὲ τὴν προσευχὴ καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές του. Τότε μᾶς ἀποκαλύπτεται ὁ Κύριος. Τὸν βλέπουμε, Τοῦ μιλοῦμε, αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία του, ἑνωνόμαστε μαζί Του, μετέχουμε στὸ Ἄχραντο Σῶμα του καὶ στὸ Τίμιο Αἷμα του. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιθυμοῦμε.
2. Ἀλλαγὴ ζωῆς
Ὁ Χριστὸς διέκρινε τὴ γνήσια ἐπιθυμία τοῦ Ζακχαίου καὶ διερχόμενος κάτω ἀπὸ τὴ συκομουριὰ στάθηκε καὶ τοῦ μίλησε. Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, τοῦ εἶπε, διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Τί ἐκπληκτικὴ τιμὴ ἦταν αὐτὴ γιὰ τὸν Ζακχαῖο! Δὲν τὸ χωροῦσε τὸ μυαλό του: Νὰ δεχθεῖ στὸ σπίτι του τὸν Ἰησοῦ! Κατέβηκε γρήγορα ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ Τὸν ὑποδέχθηκε μὲ πολλὴ χαρά.
Οἱ παρευρισκόμενοι, βλέποντας ὅτι ὁ Χριστὸς φιλοξενεῖται στὸ σπίτι ἑνὸς διαβόητου ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, ἄρχισαν νὰ μουρμουρίζουν ἀγανακτισμένοι ἐναντίον Του καὶ νὰ Τὸν σχολιάζουν περιφρονητικά. Ὁ Ζακχαῖος ἀντίθετα, συναισθανόμενος τὴν ἀγάπη καὶ τὴ μακροθυμία τοῦ Χριστοῦ, συγκλονίζεται, μετανοεῖ καὶ κάνει καινούργια ἀρχή. Ὁ ἄλλοτε ἐκμεταλλευτὴς καὶ ἄδικος προσφέρει τώρα τὴν περιουσία του. Ὁ πρώην κλέφτης γίνεται ἐλεήμων. Ὁμολογεῖ τὰ λάθη του, διορθώνει τὸ παρελθόν του. Γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος. Κύριε, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίνω ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, καὶ ἂν τυχὸν σὰν τελώνης ἀδίκησα κάποιον σὲ κάτι, τοῦ τὸ γυρίζω πίσω τετραπλάσιο.
Ὁ Χριστὸς τώρα ἐπιβραβεύει τὴν εἰλικρινὴ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα μὲ τὴν ἐπίσκεψή μου στὸ σπίτι αὐτὸ ἦλθε ἡ σωτηρία τόσο στὸν οἰκοδεσπότη, ποὺ εἶναι κι αὐτὸς ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, ὅσο καὶ στοὺς δικούς του. «Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός», συνέχισε ὁ Κύριος. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἔγινα ἄνθρωπος καὶ ἦλθα στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀναζητήσω καὶ νὰ σώσω τὸ χαμένο πρόβατο, τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο.
Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος ὁμολόγησε τὰ ἁμαρτήματά του στὸν Χριστὸ καὶ ἄλλαξε ζωή. Ἀντικατέστησε τὶς ἀδικίες μὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης. Ἔτσι μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του ὅτι τότε μόνο θὰ εἶναι καὶ ἡ δική μας μετάνοια εἰλικρινής, ὅταν μὲ εὐθύτητα ἐξομολογούμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ καὶ τὴν ὁμολογία μας αὐτὴ τὴν ἀκολουθεῖ ἡ ἔμπρακτη ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς μας. Ὅταν ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς πράξεις μας ἀποκηρύσσουμε τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθόν μας. Τότε ἡ Χάρις καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου δὲν θὰ ἔρχεται μόνο σ᾿ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά μας.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
Στὴν μετάνοια τοῦ Ζακχαίου (Λουκ. 19, 1-10)
Μελέτιος Καλαμαρᾶς
Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις
Ὑπάρχουν κάποια πράγματα πού μᾶς προβληματίζουν πάντοτε πολύ. Ἕνα ἀπό τά πιό συγκλονιστικά, πού προβληματίζει ἀκόμη καί ἄνθρωπο ἀπό πέτρα, εἶναι νά φεύγει ἀπό τή ζωή, ξαφνικά καί χωρίς αἰτία, ἕνας νέος ἄνθρωπος. Ἕνα παιδί, ἄς ποῦμε, τότε πού τό καμάρωνε ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα του.
Ἄν βέβαια σκεπτόμαστε βαθειά καί σοβαρά, ὁ θάνατος ἀκόμη καί ἑνός ἑκατόχρονου, θά μᾶς συγκλόνιζε.
Θά μᾶς ἔβαζε τήν σκέψη:
Πῶς πάω; Κάνω καλά; Σκέπτομαι καλά; Βαδίζω καλά; Ποῦ στέκω; Τελειώνουν ἐδῶ τά πάντα ἤ ὑπάρχει αἰώνια ζωή;
Ὁ ἄνθρωπος, ἀντιμέτωπος σέ τέτοια γεγονότα, ἀρχίζει καί «ψάχνεται». Ψάχνει μέσα καί ἔξω. Θέλει νά βρεῖ μιά ἱκανοποιητική ἀπάντηση γιά τόν ἑαυτό του…
Πόσες φορές στή ζωή μας, δέν ἔχομε περάσει ὅλοι μας τέτοιους προβληματισμούς; Καί ὅταν βλέπομε ἀνάλογες ὀδυνηρές καταστάσεις, κουνᾶμε τό κεφάλι καί λέμε γι’ αὐτόν πού τίς ἀντιμετωπίζει: «Θεέ μου, κρᾶτα τόν ἄνθρωπο. Βοήθησέ τον. Στήριξέ τον νά τό περάσει σωστά».
Ποιό εἶναι τό «σωστά»;
Θά τό ποῦμε μέ βάση τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί ἀκούσαμε;
Ἀξίζει τόν κόπο;
Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ζακχαῖος, πολύ πλούσιος καί μέ μεγάλο ἀξίωμα, ἄκουσε ὅτι περνᾶ ἀπό τόν τόπο του ὁ Χριστός.
Εἶχε φτάσει στ’ αὐτιά του, ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε πολλά θαύματα, ἀκόμη καί νεκρούς ἀνάσταινε. Ἀλλά τό πιό σπουδαῖο ἦταν ὅτι κήρυττε τήν αἰώνια ζωή καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε μάλιστα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά περιμένει νά βρεθεῖ κοντά Του στήν αἰώνια ζωή.
Ὅλα αὐτά τόν εἶχαν προβληματίσει τόν Ζακχαῖο. Εἶχε ἀναστατωθεῖ.
Δίκηο εἶχε!
Ποιός δέν ταράζεται στήν σκέψη, ὅτι κινδυνεύει ἀντί νά πάει στό φῶς, νά πάει στό σκοτάδι. Ἀντί νά πάει στήν αἰώνια χαρά, νά βρεθεῖ στήν αἰώνια κόλαση.
Καί μέσα στήν ταραχή του, ὁ Ζακχαῖος πῆρε μιά ἀπόφαση ἤ μᾶλλον ἔκανε μιά σκέψη διαφορετική:
–Βρέ, καλά τό σκέπτομαι; Ἀξίζει τόν κόπο νά ἀνησυχῶ γιά τά μελλούμενα; Γιατί ἄν τό ἀποφασίσω καί ἀλλάξω τρόπο ζωῆς, τί θά γίνουν οἱ διασκεδάσεις μου; Οἱ χαρές μου; Ἡ ζωή μου, πού ὅπως τήν κάνω τήν χαίρομαι; Τά χρήματα μου, ὅπως καί ἄν τά οἰκονομάω; Πού γεμίζουν κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ τίς τσέπες μου;
Θά πρέπει ὅλα αὐτά νά τά ἀφήσω στήν ἄκρη;
Μά εὔκολα τά ἀφήνει κανείς;
Ἄρχισε λοιπόν νά σκέπτεται: «ἀξίζει τόν κόπο»;
Ἀπό τήν μιά κάτι τόν ἔτρωγε μέσα του. «Δέν πᾶς καλά» τοῦ ἔλεγε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἔκανε τήν σκέψη: «ἀξίζει τόν κόπο»;
Μή μπορώντας νά τά ξεμπερδέψει, πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει νά δεῖ τόν Χριστό, «τίς ἐστίν»;
Νά τόν δεῖ καί νά συμπεράνει ἀπό τό παρουσιαστικό του! Ἀπό τήν ὄψη του. Νά διαπιστώσει, ἄν τά λόγια του καί ὅλα ἐκεῖνα πού λένε ὅτι κάνει, εἶναι ἀληθινά καί πρέπει νά τόν προβληματίσουν γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί γιά τήν ἐπίγεια πορεία του.
Πῆγε λοιπόν νά τόν δεῖ, μά ἐπειδή ἦταν κοντός ἀνέβηκε πάνω σέ μιά συκομουριά.
Τί μᾶς λέει αὐτό; Ὅλοι μας εἴμαστε πολύ μικροί, προκειμένου νά δοῦμε τόν Χριστό καί νά τόν καταλάβομε.
Συνήθως, θέλομε νά τόν καταλάβομε καί νά τόν ἐξηγήσομε, μέ τόν δικό μας τρόπο, γιατί ἐκ τῶν προτέρων εἴμαστε ἀρνητικά τοποθετημένοι ἀπέναντί Του. Γι’ αὐτό, θέλομε νά βρεθοῦμε ἀπό πάνω. Πιό ψηλά. Ἀφοῦ θά τόν κρίνομε γιά νά τόν ἀπορρίψομε…
Κάπως ἔτσι σκεπτόταν ὁ Ζακχαῖος ὅταν ἀνέβαινε ψηλά στή συκομουριά, γιά νά κόψει καλά ὄψη. Καί ὅταν περνοῦσε ὁ Χριστός γούρλωνε τά μάτια του γιά νά δεῖ καί νά κρίνει: «ἀξίζει τόν κόπο νά θυσιάσω τά λεφτά μου, τό ἀξίωμα μου καί τίς διασκεδάσεις μου -ἄσε κάποιους εὐσεβεῖς νά τίς λένε ἁμαρτίες- γιά νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό»;
Βαθύς προβληματισμός, πού ἀπασχολεῖ τόν καθένα μας, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του. Καί νομίζομε ὅτι θά τόν λύσομε μέ τό μυαλουδάκι μας. Πιστεύομε ὅτι ἡ φαιά οὐσία μας, εἶναι πολύ πολύτιμη καί ἀρκεῖ γιά ὅλα.
Ἔτσι πῆγε καί ὁ Ζακχαῖος γιά νά λύσει τό πρόβλημά του καί νά μείνει ἥσυχος. Νά πάψει ἡ ταραχή.
Ἡ στάση τοῦ πατέρα μας
Κάποτε ἕνα παιδάκι, ζήλεψε τά χρήματα τοῦ πατέρα του καί πῆγε καί τοῦ ἔκλεψε κάτι λίγα.
Καί μετά; Μετά, τό μικρό δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Τό ἔφαγε ἡ συνείδησή του. Κάθε φορά πού ἔβλεπε τόν πατέρα του ἀναστατωνόταν. Δέν εἶχε μάτια νά σηκώσει νά τόν δεῖ στό πρόσωπο. Ἔσκυβε κάτω καί ἔφευγε γιά ἀλλοῦ.
Ἤθελε νά τοῦ τό πεῖ, μά πῶς νά ἀνοίξει τό στόμα του; Πῶς νά τοῦ πεῖ: «πατέρα, ξέρεις, σέ ἔκλεψα». Αἰσθανόταν ὅτι τό στόμα του δενόταν μέ σιδερένιες ἁλυσίδες. Μέσα στήν πολλή του ταραχή, ἔκανε τήν σκέψη, ὅτι δέν μπορεῖ πιά νά ζεῖ ἔτσι στό ἴδιο σπίτι μέ τόν πατέρα του. Δέν μπορεῖ νά συνεχίζεται αὐτό τό μαρτύριο.
Πῆρε λοιπόν ἕνα χαρτί, καί ἔγραψε αὐτό πού ἤθελε νά τοῦ πεῖ. Κάποτε πού βρέθηκε κοντά στόν πατέρα του, ἔσκυψε τό κεφάλι καί τοῦ ἔδωσε τό χαρτάκι πού ἐξιστοροῦσε τήν ἁμαρτία του.
Ἐνῶ ὁ πατέρας τό διάβαζε, τό μικρό εἶχε σκύψει βαθειά τό κεφάλι, ἀλλά σήκωνε τό μάτι νά δεῖ τί θά κάνει. Ὅταν τελείωσε τό διάβασμα, τόν εἶδε νά κάνει κομματάκια τό χαρτί καί νά τό πετᾶ στό τζάκι.
Μετά ἀγκάλιασε τό παιδί του, καί τό φίλησε. Διηγεῖτο τό παιδί ὅταν μεγάλωσε:
«Ἐκείνη τήν στιγμή, ἀγάπησα τόν πατέρα μου. Ἐκείνη τήν στιγμή, κατάλαβα τί ἦταν γιά μένα ὁ πατέρας μου. Καί τόν ἔβαλα στήν καρδιά μου. Αὐτό τό γεγονός, δέν θά τό ξεχάσω ποτέ. Τότε κατάλαβα τί σημαίνει ἀγάπη. Τότε ἄρχισα νά ἀγαπῶ τόν πατέρα μου σωστά».
Σταθερότητα στό καλό
Νά λοιπόν ὁ Ζακχαῖος πάνω στή συκομουριά. Ὁ Χριστός πλησιάζει. Καί τί κάνει;
Κάτι καλύτερο ἀπό τόν πατέρα πού ἀναφέραμε.
Στέκεται ἀπό κάτω καί τοῦ λέει:
«Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά ρθῶ στό σπίτι σου. Θέλω νά μέ φιλοξενήσεις».
Κατέβηκε ἀμέσως ὁ Ζακχαῖος καί ὑποδέχθηκε τόν Χριστό στό σπίτι του. Τόν περιποιήθηκε, ἔκανε τραπέζι καί μαζεύτηκαν πολλοί. Ἴδια φάρα. Πλούσιοι καί ἁμαρτωλοί.
Ὅλοι τους νά τρῶνε μέ τόν Χριστό.
Κάποιοι, ἄρχισαν τήν μουρμούρα: «Μά πού βρῆκε νά πάει ὁ εὐλογημένος. Σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μέ τόν παρᾶ καί τήν ἁμαρτία «τσουβάλι». Δέν πήγαινε σέ κανένα καλό ἄνθρωπο»;
Ὁ Ζακχαῖος, ἦταν ἐνδεχόμενο νά καταλήξει στό συμπέρασμα:
-Μωρέ μπράβο! Μέ τέτοια δημοσιότητα πού πῆρα, θά αὐξηθοῦν οἱ δουλειές μου καί συνεπῶς καί τά χρήματά μου. Θά ἀνεβεῖ τό κοινωνικό μου ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἕνας τέτοιος προφήτης, δάσκαλος καί θαυματουργός ἦλθε σπίτι μου.
Καλά τά κατάφερα.
Μά αὐτό πού θά τό ἔκαναν πολλοί καί θά σταματοῦσαν ἀπότομα καί στραβά τόν προβληματισμό, δηλαδή θά ἔσβυναν τό φῶς πού τούς ἔρριξε ὁ Θεός γιά νά βροῦν τό δρόμο τό σωστό, ὁ Ζακχαῖος δέν τό ἔκανε. Δέν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀλλά βλέποντας τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν στοργή τοῦ Χριστοῦ· διαπιστώνοντας ὅτι ὄντως ἦλθε νά σώσει τόν κόσμο, ὅτι ἔψαξε νά τόν βρεῖ, τοῦ εἶπε:
-Κύριε, τό ξέρω. Ἄσχημα βάδιζα, καί ἄσχημα μάζευα. Λοιπόν. Τά μισά στούς φτωχούς. Ἄν τυχόν κανένα τόν ἔβλαψα, τοῦ τά γυρίζω τετραπλάσια. Καί ἀπό τώρα κοντά Σου.
Ἀπάντησε ὁ Χριστός:
-Μή φοβᾶσαι. «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα μπῆκε ἡ σωτηρία στό σπίτι σου. Ἡ ὥρα αὐτή δέν εἶναι ὥρα θυσίας, ἐπειδή θυσίασες κάποια πράγματα, ἀλλά πλούτου. Τώρα γεμίζει τό σπίτι σου.
Τί γεμίζει; Ἀπό αἰώνια ζωή, ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ.
Τί μεγαλύτερο ἀπό τήν σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή;
Αὐτά πού ἔχομε, ὅλα, θά τελειώσουν.
Ἔφαγες, ἤπιες; Θά τελειώσει.
Χόρτασες; Θά τελειώσει.
Καλοντύθηκες; Θά τελειώσει.
Ἔκανες ἁμαρτίες; Ζημιά ἔχεις.
Μάζεψες ἄδικα; Ζημιά ἔχεις.
Τά ἔχεις νόμιμα καί ἀπό τόν κόπο σου; Καί αὐτά θά τελειώσουν μιά μέρα.
Χρησιμοποίησέ τα λοιπόν γιά τό καλό. Τό δικό σου· τῶν παιδιῶν σου· τοῦ κόσμου.
Κάνε τα πλοῦτο πνευματικό, μέ τά λόγια σου, μέ τόν τρόπο πού ἀξιολογεῖς τά ἐπίγεια, μέ τά καλά σου ἔργα. Φρόντισε νά γεμίσουν τίς ψυχές τῶν γύρω σου μέ φρόνημα ἀληθινό, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, μέ τό θέλημα Του τό ἅγιο.
Λύσεις μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τόν Χριστό. Ἔγινε ἀπόστολος. Καί ἀρχιερέας σέ μιά πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔγινε καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό σημαίνει τό «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Λύτρωση, πλοῦτος οὐράνιος ἀπό τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τή Βασιλεία Του.
Καί σ’ ἐμᾶς, δίνει πολλές ἀφορμές ὁ Θεός νά προβληματιζόμαστε γιά τό πῶς βαδίζομε.
Βαδίζεις καλά; Στέκεις καλά; Σκέπτεσαι καλά;
Ἐρωτήματα πού πρέπει νά μᾶς βασανίζουν· ἀλλά νά τά λύνομε, ὄχι μέ τό φῶς τοῦ μυαλοῦ μας μόνο, μέ τήν σκέψη μας, μέ ὑπολογισμούς, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ.
Τό μυαλό μας, χωρίς τό φῶς τοῦ Θεοῦ γεμίζει σκοτάδι. Γι’ αὐτό ἔχομε ἀνάγκη ἀπό φῶς πνευματικό, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μποροῦμε νά κάνομε στόν ἑαυτό μας, εἶναι νά μελετᾶμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Καί ἀκόμη νά προσευχόμαστε, νά νηστεύομε καί νά θέλομε ὅλο καί περισσότερο νά σκεπτόμαστε «κατά Θεόν».
Τί συμβαίνει τότε;
Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τά λάθη του, ἐνῶ πρίν δέν τά ἔβλεπε καί θέλει νά ἐπιστρέψει.
Πότε ἐπιστρέφει ἀληθινά;
Ὅταν πεῖ: «σπίτι μου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Φαγητό μου, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Εἶπε ὁ Κύριος: «Λάβετε φάγετε». Νά χορτάσετε μιά γιά πάντα. Νά μήν εἶσθε πεινασμένοι.
Τί ἄλλο πρέπει νά κάνει;
Νά ζητήσει νά ξεφορτωθεῖ τό βάρος του.
-Κύριε, τά πετάω ἀπό πάνω μου τά ἁμαρτήματά μου.
Πῶς; Μέ τήν ἐξομολόγηση.
Ἔτσι μπαίνει ὁ ἄνθρωπος στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ προβληματισμός γίνεται ὠφέλιμος καί δέν γυρίζει, αὐτός πού μετανοεῖ, μετά ἕνα μήνα πάλι στά ἴδια σάν τό μαγγανοπήγαδο. Γιατί τότε θά ἔχομε ταραχή στήν ταραχή. Ἔστω καί ἄν νομίζεις ὅτι ἡ ζωή σου εἶναι γλέντι καί τραγούδι.
Ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος, ἄν δέν βρεῖς λιμάνι τόν Χριστό, πέτρα τόν Χριστό πού θά ἀκουμπήσεις νά στηριχθεῖς;…..
Ἡ προθέρμανση
Ἕνα παιδάκι βρῆκε μιά χελώνα καί τήν τσίγκλαγε μέ ἕνα ξυλάκι γιά νά βγεῖ ἀπό τό καβούκι της καί νά προχωρήσει. Μά ὅσο τήν ἐνοχλοῦσε ἐκείνη μαζευόταν πιό πολύ.
Τοῦ λέει ὁ πατέρας του:
-Λάθος δρόμο διάλεξες. Βάλτην νά ζεσταθεῖ λίγο στόν ἥλιο καί μόνη της θά περπατήσει. Ἔτσι ἔκανε τό παιδί καί ἡ χελώνα ἄρχισε νά περπατᾶ.
Καί ἐμεῖς χρειαζόμαστε προθέρμανση στά πνευματικά. Πῶς γίνεται;
Εἶσαι πατέρας; Ζέστανε τό παιδί σου μέ τό λόγο σου. Μέ τήν ἀγάπη σου. Εἶσαι μητέρα; Κάνε τό ἴδιο.
Εἶσαι μεγάλος; Σπουδαῖος;
Γνώριζε ὅτι γιά τόν Χριστό εἶσαι παιδάκι! Καί γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν μητέρα μας, εἶσαι παιδί. Τρέξε στήν ἀγκαλιά τους, γιά νά αἰσθανθεῖς τήν ζεστασιά τῆς ψυχῆς καί νά ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι σωστά.
Τότε θά ἔρθει ἡ σωτηρία μέσα σου. Καί στό σπίτι σου· καί στό περιβάλλον σου· καί στήν οἰκογένειά σου.
Αὐτόν τόν προβληματισμό μᾶς προτείνει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ζακχαῖος.
Γιατί καί αὐτός ἐπειδή προβληματίστηκε σωστά, ἄφησε τόν Χριστό νά τόν μαζέψει, μέ τόν τρόπο Του.
Μᾶς διδάσκει ἀκόμη, ὅτι πρέπει καί ἐμεῖς νά ψάξομε, νά τό θελήσομε, νά βρεθοῦμε κοντά στόν Χριστό. Γιά νά μαζέψει καί ἐμᾶς μέ τήν καλωσύνη Του καί μέ τό φῶς Του.
Τί νά εὐχηθοῦμε;
Μιά καί τό σπουδαιότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο στόν κόσμο εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, νά τήν ἀναζητοῦμε διαρκῶς.
Καί νά παρακαλοῦμε τόν Κύριο, κανένα νά μή στερήσει ἀπό τήν χαρά τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.
3.
Anthony Bloom
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα εἰσήλθαμε στὴν περίοδο τῶν ἑβδομάδων στὴν πορεία μας πρὸς τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, ποὺ μᾶς λένε νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας· τότε θὰ ἔλθει καιρὸς νὰ μὴν σκεφτόμαστε τίποτα ἄλλο παρὰ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν σωτηρία μας· καὶ ὅταν φθάσουμε στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε καμιά σκέψη, τίποτα παρὰ τὸν Κύριο τοῦ ὁποίου τὸ πάθος θὰ ἀτενίζουμε πρὶν νὰ εἰσέλθουμε μαζὶ στὴν δόξα καὶ στὴν χαρὰ τῆς Ἀνάστασης Του.
Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα διαβάσαμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχώ· ἄμεσα εἶναι μιὰ πρόκληση γιὰ ἐμᾶς· ὅλοι ἱσχυριζόμαστε ὅτι βλέπουμε· ὅλοι ἱσχυριζόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε τυφλοὶ, καὶ ὅμως, δὲν εἶναι ὁ τρόπος ποὺ βλέπουμε μιὰ ἄλλη μορφὴ τύφλωσης; Δὲν εἴμαστε τυφλωμένοι ἀπὸ ὅ,τι βλέπουμε πρὸς τὸ ἀόρατο, δὲν εἴμαστε τυφλοὶ ἀπὸ προκατάληψη ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, δὲν εἴμαστε τυφλοὶ ἀπὸ τὸ πάθος ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια; Καὶ ἔτσι, ὁ καθένας μας ὀφείλει νὰ ρωτήσει τὸν ἑαυτό του ἄν αὐτὸ ποὺ βλέπει εἶναι ἡ πραγματικότητα τῶν πραγμάτων, καὶ ἄν ὄχι, νὰ στραφεῖ στὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει ἐπίγνωση. Καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς τυφλώνει περισσότερο ἀπελπιστικὰ εἶναι ἡ ματαιότητα ποὺ μᾶς κάνει νὰ δεχόμαστε γιὰ ἀληθινὰ ὅλα τὰ ψέματα ποὺ ἴσως ἀκοῦμε ἤ παρατηροῦμε ποὺ ἐνισχύουν τὴν αὐτοεκτίμηση μας, ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἀπορρίπτουμε κάθε τι ποὺ εἶναι γιὰ ἐμᾶς κριτική ἤ καταδίκη.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι σχετικὸ μὲ τὴν ματαιοδοξία καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ μπορεῖ νὰ ξεπεραστεῖ, εἶναι πραγματικὰ σχετικὸ μὲ τὸ τίμημα καὶ τὶς προυποθέσεις της. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἕνας πλούσιος ἄνδρας, ἕνας ἄνδρας γνωστὸς στὴν πόλη του, ἕνας ἄνδρας ποὺ ὁ καθένας μποροῦσε νὰ ἀναγνωρίσει· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἄδικος, καὶ ὅμως κάτι ἀναδεύτηκε μέσα του ὅταν ἄκουσε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ θέλησε νὰ Τὸν δεῖ. Ἴσως ἦταν σὲ κάποιο βαθμὸ μιὰν ἐπιθυμία νὰ δεῖ τὸν Νέο Προφήτη τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν προτρέψει νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε· μέσα στὸ πλῆθος, ἐπειδὴ τὸ ἀνάστημα ἦταν μικρό, σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο· βέβαια γέλασαν μαζί του, τὸν κορόιδεψαν καὶ ὅμως ἤθελε τόσο πολὺ νὰ δεῖ τὸν Χριστό, τόσο τοῦ ἦταν σημαντικὸ νὰ Τὸν δεῖ ὥστε ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸν κοροιδέψουν, νὰ γελάσουν παρὰ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ περάσει. Καὶ μέσα ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος ὁ Χριστὸς εἶδε μόνο ἕναν ἄνδρα: Τὸν Ζακχαῖο, τὸν κάλεσε κάτω καὶ πῆγε νὰ μείνει μαζί του.
Ματαιότητα εἶναι ἐκείνη ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς μας, ἐκείνη ἡ μίζερη κατάσταση, ὅπου φοβόμαστε τὴν ἀνθρώπινη κρίση, ὅπου ἀντλοῦμε τὸ αἴσθημα τῆς ἀξίας μας ἀπὸ τὴν κρίση ἐκείνων ποὺ μᾶς περιβάλλουν. Καὶ πράγματι αὐτὸ εἶναι ματαιότητα, ἐπειδὴ τὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς ἐπαινοῦν εἶναι μάταια, ἄδεια, ἀνάξια τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ἐπίσης, δὲν ἀποζητοῦμε νὰ μᾶς ἐπαινοῦν ἐκείνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἱκανοὶ γιὰ μιὰ ὑγιή καὶ συνάμα αὐστηρὴ κριτική· στρεφόμαστε στοὺς ἀνθρωπους ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ μᾶς προσφέρουν τοὺς ἐπαίνους ποὺ θέλουμε. Αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ διπλὰ μάταιους, ἠ οὐσία τους εἶναι ἕνα τίποτα, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς ὁποίους τοὺς δεχόμαστε εἶναι ἐπίσης κενοί στὰ δικὰ μας μάτια μέχρι νὰ μιλήσουν καλὰ γιὰ ἐμᾶς. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι ἡ ματαιότητα εἶναι ἡ συμπεριφορὰ κάποιου ποὺ φοβᾶται τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶναι ἀλλαζόνας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ θεωρεῖ ὅτι λίγο μετράει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔχει τὴν ἀποδοχὴ ποὺ τοῦ παρέχουν ἐκείνοι ποὺ βρίσκονται γύρω του.
Δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ ἀληθινὴ περιγραφὴ τοῦ τρόπου ποὺ στεκόμαστε στὴ ζωή, τοῦ τρόπου που προετοιμαζόμαστε νὰ ξεχάσουμε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ποὺ νοιώθουμε ὅτι στηριζόμαστε στὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ποιὸς ἄλλος τρόπος ὑπάρχει; Ὁ Ζακχαῖος μᾶς δείχνει ἕναν: νὰ μὴν νοιαζόμαστε γιὰ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἤ ἴσως ἡ κρίση κάποιου ποὺ δὲν θὰ μᾶς ἐπαινέσει ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἕνα πρόσωπο μὲ ἀκεραιότητα καὶ ἀλήθεια μετράει περισσότερο. Ὁ Ζακχαῖος δὲν γνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἤξερε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ἀκέραιος ἄνθρωπος καὶ ἤθελε νὰ Τὸν δεῖ, νὰ Τὸν συναντήσει πρόσωπο μὲ πρόσωπο.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν ἐπίσης δύο ἄλλοι τρόποι γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο φόβο, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐξάρτηση μας ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων μὲ τίμημα τὴν δικὴ μας ἀκεραιότητα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέει ὅτι ὁ τρόπος ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ἡ ταπείνωση· ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος παραδόξως λέει ὅτι ἕνας τρόπος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, καὶ οἱ δύο εἶναι σωστοί, μόνο ποὺ ὁ ἕνας θὰ μᾶς δώσει ζωὴ καὶ ὁ ἄλλος θάνατο. Ἄν ἐπιλέξουμε τὸν δρόμο τῆς ὑπερηφάνειας θὰ ὑποστηρίζουμε ἀλαζονικὰ τὸν ἑαυτό μας, ὄχι μόνο ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐπίσης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἡ κρίση μας θὰ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ θὰ μετράει, καὶ τότε θὰ συναντήσουμε τὸν θάνατο στὸ τέλος τοῦ δρόμου. Ὁ δρόμος τῆς ταπείνωσης εἶναι νὰ γονατίζουμε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ. Ἄν εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ἐμβαθύνουμε, νὰ πετᾶμε ψηλὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ βρισκόμαστε ἐνώπιον Του ὅπως ἡ κατάξερη γῆ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ, ἐγκαταλελειμμένοι, ἀβοήθητοι, διψασμένοι, πεινασμένοι, μὲ λαχτάρα, ἀπελπισμένοι, ἀνίκανοι νὰ κατορθώσουμε ὅ,τι εὐχόμαστε, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ταπείνωσης.
Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ γιὰ ἐμᾶς, ἀκόμα καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ δύσκολο γιὰ ἐμᾶς ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε συνηθισμένοι ν’ ἀφήνουμε, νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ μιὰ πράξη τοῦ Θεοῦ. Τότε μποροῦμε ν’ ἀρχίσουμε νὰ ξεπερνᾶμε τὴν ματαιότητα μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη. Ὅποτε ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὑπάρχει μέσα μας μιὰ στιγμὴ ματαιότητας, ἄς ἀναρωτηθοῦμε: γιατί; Πολὺ συχνὰ, ἐπειδὴ ἔχουμε, πολὺ συχνὰ ἀκούσια, πεῖ τὸ σωστὸ, ἤ ἀκούσια ἔχουμε κάνει τὸ σωστὸ· μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ, καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία, ποὺ μᾶς ἔδωσε μάτια νὰ βλέπουμε τὴν ἀνάγκη, αὐτιὰ ν’ ἀκοῦμε τὸ κλάμα, ἕνα νοῦ νὰ καταλαβαίνουμε, μιὰ καρδιὰ ποὺ ν’ ἀνταποκρίνεται, καλὴ θέληση νὰ μᾶς κινητοποιεῖ καὶ τὸν τρόπο νὰ κάνουμε τὸ σωστό. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος ἀρκετὸς γιὰ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες, δὲν γνωρίζουμε ὅλοι μας, ἀπὸ ἐμπειρία, ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη ποὺ πάντα ἀναπόφευκτα θὰ μᾶς καλεῖ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σωστά;
Πόσο συχνὰ ὑπάρχει ἀνάγκη καὶ ἡ καρδιὰ μας εἶναι κατάξερη, παγωμένη, καὶ ἀδιάφορη; Πόσο συχνὰ κάποιος κραυγάζει γιὰ βοήθεια καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τίποτα, πόσο συχνὰ ἡ καρδιά μας ἔχει ταραχτεῖ καὶ τὸ μυαλό μας ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε συνηθισμένοι νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ ἡ θέληση μας ἀμφιταλαντεύεται, ἀμφιταλαντεύεται γιὰ πάρα πολύ, μέχρι ποὺ εἶναι πολὺ ἀργά. Καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ συνεχίσουμε περιγράφοντας τὴν καταστασή μας μὲ περισσότερες λεπτομέρειες.
Ἄς μάθουμε πρῶτα- πρῶτα νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ κάνουμε τὸ σωστὸ ἀντὶ νὰ παίρνουμε ἱκανοποίηση ἀπὸ τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ νὰ εἴμαστε ὑπερήφανοι γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ μιὰ φορὰ ἔχουμε κάνει ὅ,τι θὰ πρέπει νὰ εἶναι γιὰ ἐμᾶς πάντα φυσικὸ. Καὶ τότε σταδιακὰ ἴσως ξεπεράσουμε ἀκόμα καὶ ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο καὶ παραμείνουμε εὐγνώμονες, ἔκπληκτοι μπροστὰ στὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ἴσως μάθουμε τότε νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ μ΄ ἕνα τρόπο ποὺ κανένας δὲν γνωρίζει, ὄχι δηλώνοντας ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι, ἀλλὰ λατρεύοντας τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, μὲ εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μὲ τὴν ἑτοιμότητα νὰ ξεχάσουμε ἐντελῶς τοὺς ἑαυτούς μας χάριν τοῦ Θεοῦ, χάριν κάθε ἀνθρώπου ποὺ μᾶς συναντᾶ καὶ μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ εἴμαστε συμπονετικοί, νὰ ἔχουμε ἀγάπη καὶ κατανόηση. Καὶ ἡ τυφλότητα ἴσως φύγει ἀπὸ τὰ μάτια μας, ἡ ματαιότητα θὰ μᾶς ἀφήσει ἐλεύθερους τουλάχιστον γιὰ ἕνα λεπτὸ καὶ θὰ εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀντικρύσουμε τὸ πρόσωπο μας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄλλους, ὅπως ἔκανε ὁ Τελώνης, ὅταν εἰσῆλθε στὸν Ναό, καὶ δὲν τόλμησε νὰ ἔλθει ἐπειδὴ ἦταν τόπος ἅγιος ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός, ὁ τόπος ὅπου πίστευε ὅτι μποροῦν νὰ ἔρθουν μόνο οἱ ἄξιοι. Καὶ θὰ γίνουμε ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξαιτίας τῆς ἀναγνώρισης ἀπὸ μέρους μας τῆς ἁγιότητας Του, καὶ τοῦ σεβασμοῦ μὲ τὸν ὁποίο θὰ φερθοῦμε σ’ Ἐκεῖνον καὶ στὸν πλησίον μας.
Ἀμήν.
4.
Συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ (Λουκ. ιθ΄1-10)
Καραγιάννης Νικάνωρ
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Μέσα ἀπὸ τὴ γνωστὴ ἱστορία τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ζακχαῖο καλούμαστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναζητήσουμε, νὰ ἀνακαλύψουμε, καὶ τελικὰ νὰ ζήσουμε τὴ δική μας προσωπικὴ «μυστικὴ» συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ μέσα στὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία.
Ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ κόσμου;
Ἕνας διακεκριμένος θεολόγος τοῦ καιροῦ μας μέσα ἀπὸ μιὰ ἐνδιαφέρουσα προσέγγιση βαθαίνει τὸν ἐσωτερικό μας στοχασμὸ καὶ διάλογο γιὰ νὰ ξαναδοῦμε ἂν κάτι μᾶς ἑλκύει ἤ ἐνδεχομένως μᾶς ἐμποδίζει νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστό, τὸ ἤθελε τόσο πολύ, ὥστε ἡ ἐπιθυμία του τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ παντός. Ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,21).
Τὰ πάντα στὴ ζωὴ μᾶς ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἐπειδὴ ὅτι, ἐπιθυμοῦμε εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀγαποῦμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς τραβάει ἀπὸ μέσα, αὐτὸ στὸ ὁποῖο παραδινόμαστε. Ὁ Ζακχαῖος ἀγαποῦσε τὸ χρῆμα, καὶ κατὰ τὴ δική του παραδοχή, γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσει δὲν εἶχε κανέναν ἐνδοιασμὸ νὰ κλέβει τοὺς ἄλλους. Ἐπίσης, ἀγαποῦσε τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ μέσα του ἀνακάλυψε μιὰ ἄλλη ἐπιθυμία, ἤθελε κάτι ἄλλο, καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ἔγινε κεντρικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία θέτει ἕνα ἐρώτημα καὶ στὸν καθένα μας: Τί ἀγαπᾶμε, τί ἐπιθυμοῦμε, ὄχι φυσικὰ ἐπιπόλαια ἀλλὰ κατὰ βάθος;
Καλὸ θὰ ἦταν λοιπόν, νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν ἐπιθυμοῦμε κάτι ἀληθινὸ καὶ οὐσιαστικὸ ἤ ἀκόμη -ἀπορροφημένοι συνήθως ἀπὸ μιὰ πληθώρα πραγμάτων καὶ ἐνδιαφερόντων- παραδινόμαστε σὲ ἐναγώνιες προσπάθειες, ποὺ κάνουν νὰ ξεχνᾶμε τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ νὰ χανόμαστε μέσα στὸν «ὄχλο τῶν παθῶν» μας καὶ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου.
Προϋποθέσεις συνάντησης μὲ τον Χριστό
Ὁ Ζακχαῖος ζοῦσε σὲ μιὰ φαυλότητα, ἦταν ὅμως καλοπροαίρετος, γιατί «εἶχε ψυχὴ ἐπιτήδεια πρὸς ἀρετήν», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Γι\’ αὐτὸ μπόρεσε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὴ «συκομορέα» του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία του, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἐγωισμὸς μᾶς ἐγκλωβίζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὸν Θεό. Τοποθετεῖ ἕνα πέπλο ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν «κοντός». Εἶχε φυσικὰ καὶ πνευματικὰ ἐμπόδια ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ συναντήσει τὸν Χριστό. Ὅμως ὑπερνίκησε τὶς δυσκολίες ποὺ μέχρι τότε τὸν καθήλωναν στὸν ἀτομικισμό του. Ταπεινώνεται, καὶ ἔτσι ὑπερβαίνει κυριολεκτικὰ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.
Ἐδῶ βρίσκεται τὸ κομβικὸ σημεῖο, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τί ἀκριβῶς θέλει ἤ, μᾶλλον, διαχωρίζει τὰ πολλὰ θέλω τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ θέλω τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου Του, χτυπώντας τὴν πόρτα τῆς μετάνοιας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς διαφορετικῆς πορείας στὴ ζωή μας, στὴ διάρκεια τῆς ὁποίας συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα μας καὶ γύρω μας «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως». Νιώθουμε τότε τὸ ἐσωτερικὸ ἄγγιγμα τῆς Χάριτός Του μέσα ἀπὸ καταστάσεις καὶ γεγονότα τῆς καθημερινότητάς μας καὶ τότε ἀκοῦμε νὰ μᾶς λέει «σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖνε».
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι συναντᾶμε τὸν Θεό, κάθε φορὰ ποὺ ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν αἰσθανόμαστε τὴ θεία κοινωνία τροφή, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε μία ζωὴ ποὺ ἀρχίζει ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ συνεχίζεται στὴν αἰωνιότητα. Ὅταν νιώθουμε τὴν ἐξομολόγηση λουτρὸ καθαρισμοῦ, ποὺ μᾶς πλένει ἀπὸ ἐνοχὲς καὶ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ πάθη. Ὅταν φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἀκοὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὴ σύγχυση καὶ τὰ σκοτάδια τῆς ζωῆς. Ἀκόμη συναντᾶμε τὸν Θεὸ ὅταν ζοῦμε τὴν παρουσία Του μέσα στὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς φύσης ἤ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Στὶς δύσκολες καὶ ὀδυνηρὲς καταστάσεις ποὺ μᾶς συγκλονίζουν ἀλλὰ καὶ στὶς ὅποιες χαρούμενες στιγμὲς μᾶς γεμίζουν εὐτυχία.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν παραδοθεῖ στὴν ἐπιθυμία τοῦ κόσμου ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν τίποτα. Καὶ ὅμως αὐτοὶ τῶν ὁποίων «ἡ καρδία εἶναι καιομένη» συναντοῦν τὸν Χριστὸ ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν τὸν ὑποψιάζονται καὶ τὸν βλέπουν ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν ἀγνοοῦν. Ἀμήν.
5.
Ὁ Ζακχαῖος (Λουκ.19, 1—10)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ
Ὁ Κύριος βαδίζων πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ὅπως εἴδομεν προηγουμένως, ἔφθασεν εἰς Ἱεριχώ. «Εἰσελθών διήρχετο τήν Ἱεριχώ καί ἰδού ἀνήρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος καί αὐτός ἦν ἀρχιτελώνης». Τελῶναι ὠνομάζοντο οἱ εἰσπράκτορες τῶν διοδίων φόρων. Ἡ Ἱεριχώ ἦτο κέντρον ἐξαγωγῆς βαλσάμου πωλουμένου εἰς ὅλον τόν κόσμον καί κόμβος συγκοινωνίας Ἰουδαίας, Περαίας, Αἰγύπτου. Ὁ Ζακχαῖος οὗτος ἦτο Ἀρχιτελώνης, διότι ἦτο ἐπόπτης τῶν εἰσπρακτόρων τούτων. «Οὗτος ἦν πλούσιος καί ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι καί οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου». Λόγῳ τῆς μεγάλης συρροῆς τοῦ κόσμου συμβαδίζων μετά τοῦ ὄχλου ἐπί χρόνον τινά δέν ἠδύνατο ὁ Ζακχαῖος νά ἵδῃ τόν Χριστόν «ὅτι τῇ ἡλικίᾳ διότι κατά τό ἀνάστημα «μικρός ἦν» ἦτο χαμηλός.«Καί προσδραμών ἔμπροσθεν» τρέξας πρός τά ἐμπρός «ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι’ ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι». Συκομορέα ἦτο δένδρον μέ κλάδους χαμηλούς καί παραλλήλους πρός τό ἔδαφος, ἔχον φύλλα μορέας καί καρπούς συκῆς. Ἑπομένως ἦτο εὔκολος ἡ ἀνάβασις εἰς αὐτό. Τρέχει, ἀναβαίνει εἰς αὐτήν, διότι πλησίον αὐτῆς θά διήρχετο ὁ Χριστός.
«Ὁ Ἰησοῦς ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον» ὅπου εὑρίσκετο τό δένδρον τοῦτο καί ὁ ἐπ\’ αὐτοῦ Ζακχαῖος «ἀναβλέψας» ὑψώσας τά βλέμματά Του «εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν. Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι», κατάβα γρήγορα, «σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι» διότι σήμερον πρέπει νά μείνω εἰς τό σπίτι σου. Ὁ Ζακχαῖος «σπεύσας κατέβη» κατέβη ἀπό τό δένδρον, μετέβη εἰς τήν οἰκίαν του καί ἐκεῖ ἐπερίμενε τόν Χριστόν. Ὁ Χριστός μετ\’ ὀλίγον φθάνει εἰς τό σπίτι του. Ὁ Ζακχαῖος «ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων». Πόση θά ἦτο ἡ χαρά τοῦ Ζακχαίου ! «Καί ἰδόντες πάντες» οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ ὁμόφρονές των καί θιγέντες διά τήν ἐκλογήν ταύτην τοῦ Κυρίου, ὥστε νά φιλοξενηθῇ ὑπό τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀρχιτελώνου, «διεγόγγυζον» ἐμουρμούριζον «λέγοντες, ὅτι παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθε καταλῦσαι» εἰς ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον μετέβη νά ἀναπαυθῇ ἐκ τῆς ὁδοιπορίας Του!
Τοὐναντίον ὅμως ὁ Ζακχαῖος. Οὗτος «σταλθείς» ἤτοι ὄρθιος ἐν ἐπισημότητι « εἶπε πρός τόν Κύριον· ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς ». Τά μισά ἀπό ὅσα ἔχω τά δίδω ἐλεημοσύνην. « Καί εἴ τινος ἐσυκοφάντησα » καί ὅ,τι ἠδίκησα τινα « ἀποδίδωμι τετραπλοῦν » θά δώσω τετραπλάσια. Ὁ Ζακχαῖος φαίνεται αὐστηρός πρός τόν ἑαυτόν του, διότι ὁ Νόμος (Ἔξοδ. 22,3.8) ἐπέβαλλε τήν εἰς τετραπλοῦν ἀπόδοσιν τοῦ κλαπέντος, ὅταν ὁ ἀδικήσας ἠναγκάζετο πρός τοῦτο καί οὐχί ὅταν αὐθορμήτως προέβαινεν εἰς τήν ἐπανόρθωσιν, ὅπως κάμνει ὁ Ζακχαῖος. « Εἶπε δέ πρός αὐτόν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καί αὐτός υἱός Ἀβραάμ ἐστίν ». Δέν εἶσθε μόνον σεῖς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, οἱ Φαρισαῖοι καί λοιποί γογγύζοντες, εἶναι σάν νά λέγῃ ὁ Κύριος, ὥστε νά ἔλθωσιν αἱ εὐλογίαι μόνον πρός ὑμᾶς. Ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ καί ἑπομένως τέκνον πρός σωτηρίαν εἶναι καί οὗτος ὁ Ζακχαῖος, διότι λόγῳ τῆς γενναιοδωρίας του ὁμοιάζει καί κατά πνεῦμα πρός τόν Ἀβραάμ. «Ἦλθε γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Ὁ Χριστός κατῆλθεν εἰς τήν γῆν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ἵνα ζητήσῃ, εὕρῃ καί ὁδηγήσῃ εἰς σωτηρίαν πάντα ἁμαρτωλόν.
Θέμα: Ζῆλος καί πραγματικότης.
Κατά κόρον ἀκούομεν, ὅτι δέν πρέπει νά παίρνωμεν τά ἄκρα καί ὅτι ἡ μέση ὁδός εἶναι ἡ βασιλική. Καί ὅμως ὑπάρχουν περιστάσεις, κατά τάς ὁποίας ἡ μέση λεγομένη ὁδός εἶναι δεῖγμα ἐλλείψεως ζήλου ἤ ἱκανότητός μας, εἰς τήν ὁποίαν βαδίζουν οἱ ἄβουλοι, ἀναποφάσιστοι. Τά δέ ἄκρα, ὅταν γνωρίζωμεν ποῦ νά τά τοποθετήσωμεν, εἶναι εἰς πλείστας περιπτώσεις τῆς ζωῆς μας τά μόνα τά ὁποῖα δεικνύουν ἄνθρωπον ζῶντα, ζηλωτήν. Παράδειγμα τοιοῦτον παρέχει ἡ περικοπή αὕτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄς ἴδωμεν ταύτην καί βάσει ταύτης τόν ἡμέτερόν βίον.
Α\’. Ο Ζ α κ χ α ῖ ο ς. Ὁ Ζακχαῖος ὑπῆρξε ζηλωτής. Ὁ ζῆλός του συνίστατο εἰς τά δύο αὐτά ἄκρα, εἰς μεγάλην ἀδιαφορίαν ἔναντι τοῦ κόσμου καί μεγάλον ἐνδιαφέρον του διά τόν κόσμον. Ἡ ἀδιαφορία του διά τόν κόσμον ἦτο ἡ ἑξῆς. Κατά τάς πανηγύρεις, τούς ἐκκλησιασμούς ἐπισήμων ἡμερῶν καί λοιπάς κοσμοσυρροάς οἱ πλεῖστοι πηγαίνουν εἰς ἐκκλησίας καί πανηγύρεις, ἐπειδή παρασύρονται ὑπό τοῦ κοσμικοῦ ρεύματος, ἵνα ἴδωσιν ἄλλους καί ἄλλοι ἴδωσιν αὐτούς. Ὀλίγοι μεταβαίνουσιν, ἵνα ὠφεληθῶσιν. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως δέν ἦτο σταγών ἐν τῇ θαλάσσῃ τοῦ κόσμου, ὥστε νά ἄγεται ὑπ\’ αὐτοῦ. Ξεχωρίζει ἀπό τόν κόσμον, γίνεται ἀνώτερος τοπικῶς καί ψυχικῶς τοῦ πλήθους, διότι ἀναβαίνει εἰς συκομορέαν, ἵνα ἐπικοινωνήσῃ ὄχι ἐρωτῶν τούς ἄλλους διά τόν Χριστόν, ἄλλα νά ἴδη ἀπ\’ εὐθείας διά τῶν ὀφθαλμῶν του καί νά ἀκούσῃ διά τῶν αὐτιῶν τοῦ Αὐτόν. Πόσην ἀδιαφορίαν δεικνύει διά τόν κόσμον !
Ὁ Ζακχαῖος ἦτο ὄχι ἁπλοῦς Τελώνης, ἀλλά καί Ἀρχιτελώνης. Δεδομένου δέ ὅτι οἱ Τελῶναι ἐθεωροῦντο ἁμαρτωλοί, διότι οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν ἦσαν κλέπται, οὗτος ὡς Ἀρχιτελώνης θά ἐθεωρεῖτο λωποδύτης. Πόσοι μορφασμοί, ἄδικοι κρίσεις τοῦ πλήθους περί ὑποκρισίας τοῦ Ζακχαίου θά ἐξετοξεύοντο κατά τοῦ μικροσώμου Ζακχαίου καί τούς ὁποίους θά ἔβλεπεν ἤ ἐμάντευεν ὁ ἐπί τῆς συκομορέας ἀρχιτελώνης ! Θά ἔλεγον ἰδού ὁ κλέπτης ! Τώρα μᾶς κάμνει τόν εὐσεβῆ! Τά γόνατά του ὅμως δέν ἐλύγισαν. Ὁ Τελώνης ἀδιαφορεῖ εἰς τό ρεῦμα καί εἰς τήν κρίσιν τοῦ κόσμου. Τόν ἐνδιαφέρει ὁ Χριστός καί ἡ συνείδησίς του. Πόσην ἀδιαφορίαν ἔχει διά τόν κόσμον !
Ὁ Ζακχαῖος δέν ἀδιαφορεῖ μόνον εἰς τό ἄφωνον ρεῦμα καί εἰς τά ὑπονοούμενα λόγια τοῦ κόσμου, ἀλλά καί εἰς τά φαρμακερά μειδιάματα, τά σκώμματα τοῦ πλήθους, τά ὁποῖα θα προεκάλει τό μικρόσωμον αὐτοῦ ἐπί τοῦ δένδρου φαινομένου ὡς χαλκομανία εἰς τόν τοῖχον. Ἀδιαφορεῖ εἰς τό ῥεῦμα τό βουβό, εἰς τούς ψιθύρους, εἰς τά λόγια, εἰς τά κρύφια μειδιάματα τοῦ κόσμου. Τόν ἔχει συναρπάσει κυριολεκτικῶς ἡ συνείδησις του καί ὁ Χριστός. Ὁ ζῆλος του τόν κάμνει, ὥστε νά πε-ριφρονῇ τόν κόσμον !
Μέ αὐτά θά ἐπερίμενε κανείς τελείαν ἀδιαφορίαν εἰς τόν κόσμον, ὥστε νά γίνεται ὁ Ζακχαῖος ἀεροπλάνον χωρίς προσγείωσιν, πούπουλον εἰς τόν ἄνεμον ; Καί ὅμως ! Οὗτος δεικνύει μεγάλο ἐνδιαφέρον διά τόν κόσμον. Εἰς τόν κόσμον ἔχει ὑποχρεώσεις νομικάς καί ἠθικάς. Ὑποχρεώσεις, τάς ὁποίας ἐπιβάλλει ἡ στοιχειώδης δικαιοσύνη, ὑποχρεώσεις τάς ὁποίας ἐπιβάλλει ἡ ἀγάπη.Ὡς Τελώνης θά εἶχεν ὑποπέσει εἰς ἀδικίας. Ὁ νόμος καί ἡ θέσις, τήν ὁποίαν κατεῖχε, ἴσως νά τόν ἐσκέπαζον. Ἡ φωνή ὅμως τῆς συνειδήσεως διεμαρτύρετο. Δία τοῦτο ἀκούομεν «εἴ τινος ἠδίκησα, ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τό δέ μεγάλον του ἐνδιαφέρον, ὁ ζῆλός του τόν ὠθοῦν νά δηλώσῃ, ὅτι ἡ ἀπόδοσις δέν θά εἶναι μόνον εἰς τό ἀκέραιον ἁπλῆ, ἀλλά τετραπλῆ˙ «Ἀποδίδωμι τό τετραπλοῦν».
Μή ἀρκούμενος δέ εἰς τό ὑποχρεωτικόν νομικόν καθῆκον τῆς δικαιοσύνης, προβαίνει μόνος του εἰς τό προαιρετικόν θετικόν καθῆκον τῆς ἀγάπης. « Τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων δίδωμι τοῖς πτωχοῖς ». Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ἐκαυχησιολόγει, διότι ἀπεδεκάτει πάντα ὅσα ἀπέκτα. Ὁ Ζακχαῖος ὅμῶς ἔδιδεν ὄχι 1/10 ἀλλά 5/10 ὡς ἐλεημοσύνην ! Ὁ ζῆλός του, τό μεγάλον ἐνδιαφέρον του διά τόν κόσμον τόν ὠθεῖ, ὥστε νά ξεπεράσῃ τόν νόμον καί τόν Φαρισαῖον, τόν τηρητήν τοῦ νόμου. Ἰδού τό μεγάλον του ἐνδιαφέρον διά τόν κόσμον. Ἰδού τά δύο ἄκρα τοῦ Ζακχαίου : Ζῆλος καί πραγματικότης. Ἀλλά καί ὁ Χριστός τόν ἤμειψε, διότι ἐνώπιον τόσου πλήθους, αὐτόν εἶδε, πρός αὐτόν ὡμίλησε, μετ\’ αὐτοῦ συνέφαγε καί δι’ αὐτόν ἐβεβαίωσεν, ὅτι ἐν τῷ οἴκῳ του σωτηρία ἐγένετο.
Β.\’ Ἡμεῖς: Πόσον ὡραῖον πρᾶγμα εἶναι νά μάθῃ κανείς νά ἐνδιαφέρεται διά τόν κόσμον καί ν\’ ἀδιαφορῇ διά τόν κόσμον ! Ν\’ ἀδιαφορῇς διά τό ρεῦμα, τούς ψιθύρους, τά γέλοια τοῦ κόσμου, ὅταν αὐτά στρέφωνται κατά τῆς ἀληθείας, τῆς συνειδήσεώς σου καί τοῦ Χριστοῦ. Νά ἐνδιαφέρεσαι δέ διά τάς πρός τόν κόσμον ὑποχρεώσεις σου.
Ἀδιαφορία. Πηγαίνεις εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐπειδή παρασύρεσαι ὑπό τοῦ κόσμου, διά νά ἵδῃς καί νά σέ ἵδουν ἤ διά νά ἵδῃς καί ἀκούσῃς τόν Χριστόν ὁμιλοῦντα διά τοῦ ἱερέως, τοῦ ψάλτου, τοῦ ἱεροκήρυκος; Ἐάν πηγαίνῃς παρασυρόμενος ὑπό τοῦ κόσμου εἶσαι ὄχι ξεχωριστή ὀντότης, ὅπως ὁ Ζακχαῖος ὑπεράνω τοῦ κόσμου, ἀλλά σταγών ἤ κῦμα, τό ὁποῖον παρασύρει τό ρεῦμα τοῦ κόσμου, χαλίκι τό ὁποῖον ἰσοπέδωσεν ὁ ὁδοστρωτήρ τοῦ κόσμου. Ἐάν πηγαίνῃς διά νά ἀκούσῃς τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐνθυμεῖσαι τό Εὐαγγέλιον, τόν Ἀπόστολον, τόν ὁποῖον εἶπε τήν Κυριακήν ὁ ἱερεύς καί ὁ ψάλτης ; Ἐπρόσεξες τί ὡμίλησεν ὁ ἱεροκήρυξ ; Δέν σέ βοηθεῖ ἡ μνήμη σου ; Ἐνίσχυσέ τήν διά τῆς προσοχῆς !
Παρασυρόμενος ὑπό τοῦ κόσμου κατακρίνεις τόν ἄλλον, διότι τόν ζῆλον τόν ὀνομάζεις ὑποκρισίαν, ὅπως θά ἔλεγεν ὁ κόσμος διά τόν Ζακχαῖον. Ἤ κατακρίνεσαι, ὅτι ὑποκρίνεσαι καί ἐπηρεαζόμενος ὑπό τοῦ κόσμου χάνεις τήν εἰρήνην σου. Μειδιοῦν ἄλλοι εἰς βάρος σου διά τήν δῆθεν ψυχικήν σου ὑποκρισίαν καί τήν σωματικήν σου ἀναπηρίαν. Μή στενοχωρεῖσαι. Κύτταξε τήν συνείδησίν σου καί τόν Θεόν. Ἀπεφάσισες ν\’ ἀναβῇς ὑψηλότερον τοῦ ἐπιπέδου, ὅπου εἶναι ὁ ἄλλος κόσμος, ν\’ ἀναβῇς εἰς τό δένδρον τῆς ζωῆς, διά νά ἴδῃς τόν Χριστόν. Ἀδιαφόρησε εἰς τά ρεύματα τοῦ κόσμου τά βωβά, τά ὑπονοούμενα, τούς ψιθύρους, τά σκώμματα, τά γέλοια. Τράβα ἐμπρός ἔχων τήν συνείδησίν σου καί τόν Θεόν σου.
Ἐνδιαφέρον. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχάσῃς καί τάς πρός τόν κόσμον ὑποχρεώσεις σου νομικάς καί ἠθικάς. Ἀφῄρεσες χρήματα ἤ πράγματα διά διαφόρων τρόπων καί μέ διάφορα προσωπεῖα, ὡς ὑπάλληλος, ὡς προϊστάμενος, ὡς ὑπηρέτης, ὡς ὑπηρέτρια. Πρέπει νά τά ἐπιστρέψῃς τουλάχιστον εἰς τό ἁπλοῦν. Ὤφειλες προπολεμικῶς χρήματα καί κατά τήν πολεμικήν περίοδον, κατά τήν ὁποίαν τό χρῆμα ἠχρηστεύθη, προστατευόμενος ὑπό τοῦ νόμου δίδεις τά αὐτά χρήματα. Νομικῶς εἶσαι ἐν τάξει. Ἠθικῶς ὅμως δέν εἶσαι. Ἔχεις ἐνοικιάσει σπίτι μέ προπολεμικόν ἐνοίκιον. Σήμερον ὁ μέν νόμος σοῦ δίδει τό δικαίωμα τοῦ 15πλασιασμοῦ, ἐνῷ τά ἰδικά σου ἔσοδα ἔχουν χιλιοπλασιασθῆ.
Ἔχεις ἠθικήν ὑποχρέωσιν νά ἱκανοποιήσῃς τόν ἀδικούμενον ὑπό σοῦ ἰδιοκτήτην σου. Δέν ὀφείλεις χρήματα. Ὀφείλεις ὅμως συνεξήγησιν, βοήθειαν, ἀγάπην εἴς τινά. Κατά τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ἐνδιαφερθῇς εἰς τήν ἐξόφλησιν τῶν ὀφειλῶν τούτων δίδων ἐξήγησιν, διευκόλυνσιν καί ἀγάπην, τό ἀνεξόφλητον τοῦτο χρέος. « Μηδενί μηδέν ὀφείλετε εἰμή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους ».
Ἀμοιβή. Τότε ὁ Χριστός θά συνδειπνήσῃ μαζί σου, θά ἀκούσῃς τήν φωνήν Του « σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ γέγονε », τότε μέσα εἰς τό πλῆθος θά ἀμειφθῇς ἀπό τόν Χριστόν. Ἰδού τά ἄκρα καλῶς τοποθετημένα ζήλος καί πραγματικότης.
Σπουδαῖον παράδειγμα ζήλου καί πραγματικότητος εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ Ἁγίου Παχωμίου εἰς τόν Χριστιανισμόν. Ὁ Παχώμιος ὑπηρετεῖ εἰς τά αὐτοκρατορικά στρατεύματα ὡς στρατιώτης. Ἔφθασε μετ\’ ἄλλων συναδέλφων του κάποτε εἰς μίαν πόλιν, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι περιεποιήθησαν φιλικώτατα αὐτόν καί τούς συναδέλφους του. Ἡ φιλοξενία ὑπῆρξεν εἰλικρινής καί θερμή. Ὁ Παχώμιος ἔκπληκτος εἰς τάς ἐκδηλώσεις αὐτάς ἠρώτησε, ποῖοι εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐφάνησαν τόσον πρόθυμοι εἰς τήν περιποίησιν. Ἔμαθεν, ὅτι ὀνομάζονται Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμα καί τούς διώκτας των καί οἱ ὁποῖοι πιστεύουσιν εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ Παχώμιος συνεκινήθη, ἔγινε Χριστιανός. Μετ\’ ὀλίγον μετέβη εἰς τήν ἔρημον, ὅπου ἔζησε ζωήν ἀγγελικήν. Πόσος ζῆλος, πόση πραγματικότης Χριστιανῶν καί Παχωμίου !
Ἄς ἱπτάμεθα μέ τόν ζῆλον, ἀλλά καί ἄς προσγειούμεθα εἰς τήν πραγματικότητα τῶν ὑποχρεώσεών μας. Ἄς ἔχωμεν ζῆλον, ἀλλά καί θετικότητα.
6.
Κυριακὴ ΙΕ Λουκᾶ (Λουκ. ιθ΄ 1-10)
Διονύσιος Ψαριανός
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Πολλὲς φορὲς μιλήσαμε καὶ εἴπαμε γιὰ τὴ μετάνοια. Σήμερα ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναμιλήσουμε καὶ νὰ ποῦμε πάλι γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα. Καὶ τὴν εὐκαιρία αὐτή μᾶς τὴν δίνει ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος. Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης μᾶς μαθαίνει πὼς ἡ μετάνοιά μας πρέπει νὰ εἶναι ἔμπρακτη. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως πρῶτα τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσ\’ ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ νὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο κι αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ σὰν ἀρχιτελώνης ἦταν πλούσιος. Καὶ ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι καὶ δὲ μποροῦσε, ἐξαιτίας τοῦ κόσμου καὶ λόγω ποὺ ἦταν μικρόσωμος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ κι ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δῆ, γιατί ἀπὸ κεῖ θὰ περνοῦσε. Καὶ μόλις ἦλθε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, σήκωσε τὰ μάτια του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε· Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε ἀμέσως καὶ ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ μὲ χαρά. Ὅλοι τότε ποὺ τὸ εἶδαν ἐτοῦτο ἐγόγγυζαν κι ἔλεγαν πὼς μπῆκε νὰ φιλοξενηθῆ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Νὰ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου, Κύριε, τὰ δίνω στοὺς φτωχούς· κι ἂν τύχη κι ἔκλεψα κανενός, τοῦ τὸ δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, γιατί κι αὐτὸς εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Γιατί ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε γιὰ νὰ ψάξη νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς χαμένους.
Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ παράδειγμα κάθε ἁμαρτωλοῦ ποὺ ξεκινάει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του. Κι ὅποιος θέλει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του, ἕνα δρόμο ἀκολουθάει, τὴν ἔμπρακτη μετάνοια. Καὶ τὸν ἀκολουθάει ἀμέσως, χωρὶς ἀναβολὲς καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζη ἐμπόδια. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε κι ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, μὰ ὁ κόσμος ἦταν πολὺς κι αὐτὸς ἦταν μικρόσωμος. Μηχανεύθηκε τότε καὶ βρῆκε τρόπο νὰ τὸν δῆ. Δὲν φοβήθηκε νὰ μὴ γελάσουν μαζί του, δὲν λογαρίασε τὴν ἡλικία του καὶ τὴ θέση του, μόνο ἔτρεξε κι ἀνέβηκε στὸ δένδρο. Ἡ καλὴ ἐπιθυμία μέσα του νικοῦσε κάθε ἐξωτερικὴ δυσκολία καὶ κάθε ἐμπόδιο.
\”\”
Ἄραγε, χριστιανοί μου, κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸ Σωτήρα μας; Σὰν καὶ τότε, περνάει ἀνάμεσά μας· ἄραγε σπεύδουμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν γνωρίσουμε ἤ μήπως κι ὅταν περνάη ἐμπρός μας, δὲν τὸν προσέχουμε; Μὰ εἶν\’ ἀλήθεια πὼς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ν\’ ἁμαρτήσουνε δὲν ντρέπονται, μὰ νὰ μετανοήσουνε ντρέπονται. Δὲν φοβοῦνται τὴν ἁμαρτία καὶ φοβοῦνται τὴ σωτηρία. Ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ τοὺς δοῦν οἱ ἄνθρωποι πὼς ἔχουν φιλία μὲ τὸ Χριστό. Εἶναι πολλοὶ ποὺ ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, νὰ ξομολογηθοῦνε, νὰ κοινωνήσουνε, νὰ κάμουν τὸ σταυρό τους. Ἐκεῖνο ποὺ προσέχουν εἶναι τί θὰ πῆ ὁ κόσμος· κανονίζουνε τὸ βίο τους σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ κόσμου καὶ χάνουνε τὴ σωτηρία τους γιὰ χάρη τοῦ κόσμου.
Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος δὲν τὰ πρόσεξε αὐτὰ· πρόσεξε μόνο στὴν καλή του ἐπιθυμία νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ βρῆκε τρόπο καὶ τὶς δυσκολίες νὰ νικήση καὶ τὸ σωτήρα του νὰ δῆ. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ἐτοῦτο τῆς ἔμπρακτης μετάνοιας κι ἂς τὸ προσέξουνε ὅσοι λένε πὼς τάχα μετανοοῦνε καὶ μένουνε μόνο στὸ λόγο. Θέλω, λένε, θέλω τὴ σωτηρία μου, μὰ εἶναι πολλὰ ἐμπόδια· εἶναι τὸ ἐπάγγελμά μου, εἶναι ἡ κοινωνική μου θέση, εἶναι ἡ ἡλικία μου, εἶναι οἱ περιστάσεις, εἶναι ἡ κοινὴ γνώμη. Ὅλα εἶναι, χριστιανοί μου, καὶ μόνο ὁ ἀληθινὸς πόθος γιὰ τὴ σωτηρία δὲν εἶναι. Ἔτσι πολλοὶ δὲν κάνουν μήτε τὸ πρῶτο βῆμα στὴν ἔμπρακτη μετάνοια.
Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν κάμη τὸ πρῶτο βῆμα, ποὺ εἶναι ἡ συνάντηση κι ἡ γνωριμία μὲ τὸ Θεό, ὕστερα προχωρεῖ σ\’ ἕνα δεύτερο μεγάλο βῆμα, στὴ συνάντηση καὶ τὴ συμφιλίωση μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Κάμποσοι λένε πὼς τὰ \’χουν καλὰ μὲ τὸ Θεό, μὰ βλέπουμε πὼς δὲν τὰ \’χουν καλὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καταλαβαίνουμε πὼς εἶναι ψεῦτες καὶ ὑποκριτές. Γιατί, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, πῶς μπορεῖ ν\’ ἀγαπᾶς τὸ Θεὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπεις, ὅταν δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι μπρὸς στὰ μάτια σου; Εἶναι κι ἄλλοι ποὺ λένε πὼς ἀγαποῦνε τάχα τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς μέλει γιὰ τὸ Θεὸ· δὲν τὸν εἴδανε καὶ δὲν τὸν ξέρουν τὸ Θεό, δὲν τὸν χρειάζονται γιὰ σωτήρα καὶ δὲν τὸν φοβοῦνται γιὰ κριτή. Κι αὐτοὶ ψεῦτες εἶναι καὶ ὑποκριτές. Γιατί ὅποιος δὲν ξέρει τὸ Θεὸ μήτε τὸν ἄνθρωπο γνωρίζει κι ὅποιος δὲ συναντήθηκε μέσα του μὲ τὸ Θεὸ μήτε καὶ τοὺς ἀνθρώπους συναντάει γύρω του.
Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, ὅταν εἶδε καὶ γνώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὕστερα προχώρησε στοὺς ἀνθρώπους· ἔκαμε τὸ δεύτερο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ ἔμπρακτη μετάνοιά του εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς γιὰ κάθε ἁμαρτωλό, ποὺ ξεκινάει γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ποὺ πραγματικὰ κι ἀληθινὰ μετανοεῖ. Ἀλλιῶς ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας ἐμπαιγμὸς πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μιὰ ψευτιὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· τάχα πὼς λυπόμαστε γιὰ τὴν ἀσέβεια καὶ γιὰ τὴν ἀδικία μας, τάχα πὼς μετανοοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας καὶ γιὰ τὸ βίο μας καὶ μένουμε πάντα οἱ ἴδιοι, ἀμετανόητοι κι ἀδιόρθωτοι.
Ὁ Θεὸς γιὰ τὴν παρακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, μιὰ κι ὁ κόσμος δὲν εἶχε τί νὰ δώση, ἔδωκε τὸν υἱὸ Του τὸ μονογενῆ καὶ σὺ γιὰ τὴν ἁμαρτία σου καὶ γιὰ τὴν ἀδικία σου δίνεις μόνο λόγια; Ὁ Θεὸς τὸ ἄδικο δὲν τὸ θέλει μὲ κανέναν τρόπο, γι\’ αὐτὸ ὅποιος ἔκλεψε, ὅποιος ἔφαγε τὸν ξένο κόπο, ὅποιος ἐδάνεισε καὶ πῆρε τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅποιος ἐζύγισε ξύγγικα, ὅποιος καταπάτησε τὸ ξένο χωράφι, ὅποιος ἐπῆρε χρήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι ὅσοι κάμανε ἀδικία καὶ λένε πὼς μετανοοῦνε, νὰ κάμουν ἔμπρακτη μετάνοια· νὰ πάψουνε ν\’ ἀδικοῦν καὶ νὰ δώσουνε πίσω τὰ ξένα. Γιατί ἀλλιῶς ἡ μετάνοιά τους εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ δέχεται ὁ Θεός.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς ἁμαρτωλούς. Βρίσκει πάντα ἐκείνους ποὺ ζητοῦνε νὰ τὸν βροῦν καὶ σώζει ἐκείνους ποὺ δείχνουν ἔμπρακτη μετάνοια. Ἄμποτε κι ἐμεῖς νὰ \’μαστε ἀπ\’ αὐτούς, γιὰ ν\’ ἀκούσουμε στὴν ψυχή μας τὸν παρήγορο ἐκεῖνο λόγο· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι. Ἀμήν.
7.
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς «Διόρθωση καί σωτηρία τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαῖου
Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ εἰπῆ ὁ Θεός, «ἂς γίνη φῶς, κι’ ἔγινε φῶς», ὑπῆρχε σκότος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ εἰπῆ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκο σου», τὸ δεινὸ σκότος τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ τούτου, ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλαργύρους ὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος.
2. Ἂς ἰδοῦμε λοιπὸν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ διήγησι. «Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχώ. Ποιὸν ἐκεῖνο καιρό; Ὅταν ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, ὅταν ἐφώτισε τοὺς τυφλούς, ὅταν διὰ τῆς σχετικὰ πρὸς αὐτοὺς φήμης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο πρὸς τὸν πόθο τῆς θέας του. «Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ»• ὄχι δὲ μόνο τὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ. Διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰ παραμείνη σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε τὸ σῶμα σὰν τὸ δικό μας ὑπὲρ ἠμῶν, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθη κι’ ἀνεβῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία• ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας συνήγαγε σ’ ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἔκαμε βασιλέα της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε δὲ νὰ στέκεται, ἀλλὰ τὸν ἔκαμε νὰ περιπολῆ• ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος μὲ τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ βασιλέα τοῦ παντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἀρκτὸ καὶ ἀΐδιο, δὲν ἐδέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σ’ ἕνα τόπο, ἀλλ’ εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθῆ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας, «ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, ἀπεργάσθηκε σωτηρία στὸ μέσο τῆς γῆς»• διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπετέλεσε ὁ Κύριος περιερχόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωοδιακοῦ πόλου, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός, περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκτασι ἐχρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικουμένης ἀπὸ τὰ ζῶα, διερχόταν τὰ μέρη του, κι’ ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ.
3. «Καὶ ἰδού», λέγει, «ἦταν ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, πού ἦταν μάλιστα ἀρχιτελώνης. Ἦταν δὲ πλούσιος αὐτὸς κι’ ἐζητοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ἐξ αἰτίας τοῦ ὄχλου, διότι ἦταν μικρὸς στὸ σῶμα». Ὄχι δὲ μόνο ἦταν μικρός, ἀλλὰ ἦταν καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ• διότι ἂν ἐπλησίαζε, ἔστω καὶ μικρόσωμος, δὲν θὰ ἐστερεῖτο τῆς θέας. Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι τοῦτος ἑλκυόταν καὶ ἀναχαιτιζόταν ἀρρήτως ἀπὸ τὴν θεία δύναμι τοῦ Ἰησοῦ• ἑλκυόταν δηλαδή, ἐπειδὴ εἶχε τρόπο χρηστὸ καὶ ψυχὴ κατάλληλη γιὰ τὴν ἀρετή, γι’ αὐτὸ κι’ ἐπιθυμοῦσε κι’ ἐπιχειροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ• ἀναχαιτιζόταν δὲ ἀπὸ τὴ θεία δύναμι, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἀντίθετα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ τὸν πλοῦτο. Αὐτὰ νομίζω δεικνύοντας καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς συνετοὺς μὲ λίγα λόγια, ἐφ’ ὅσον μὲν ἦταν θαυμάσιος στοὺς τρόπους, εἶπε γι’ αὐτόν, «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, ἐφ’ ὅσον δὲ ἦταν πιασμένος στοὺς βρόχους τῆς κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης, καὶ βέβαια πλούσιος». Πραγματικὰ τὸ μὲν «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας» λέγεται στὶς περιπτώσεις τῶν ἀξιολόγων πού δὲν ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Καὶ πρὸς αὐτὸ τείνει ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνδρός• διότι δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Δαβίδ, «δὲν θὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά τους διὰ τῶν χειλέων μου». Τὸ ὅτι δὲ ἐμαρτύρησε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τελώνης, ἀλλὰ καὶ ἀρχιτελώνης καὶ γι’ αὐτὸ πλούσιος, ἔδειξε ὅτι ἦταν διακεκριμένος σὲ κακία. Ἀλλ’ ἐπειδή, ὡς μικρόσωμος καὶ ἀπομακρυσμένος ὁ Ζακχαῖος, δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, λέγει, «ἔτρεξε ἐμπρὸς καὶ ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ· διότι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἐπρόκειτο νὰ περάση». Παρατήρησε τὴν σφοδρότητα τοῦ πόθου καὶ ἀναλογίσου ἀπὸ αὐτὸ ποιὸς ἦταν ὁ τρόπος του. Ὅταν δηλαδὴ δὲν μπόρεσε νὰ διασπάση τὸν ὄχλο, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ μᾶλλον προσέτρεξε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο· καὶ ἀφοῦ προπορεύθηκε, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα πού ἦταν φυτευμένη στὸ δρόμο, γιὰ νὰ ἰδῆ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ποθούμενο.
4. Κι’ ἐκεῖνος ἔκαμε τοῦτες τὶς ἐνέργειες σοφῶς καὶ φιλοθέως μὲ κεντρίσματα πόθου κτυπώμενος καὶ προτρέχοντας στὴν ὁδό, μὲ πτερὰ πόθου ἀνυψούμενος κι’ ἀνεβαίνοντας στὸ δένδρο. Τί δὲ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς, ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ ἀνάρχου Πατρός, αὐτὸς πού λέγει διὰ τοῦ Σολομῶντος, «ἐγὼ ἀγαπῶ ὅσους μὲ ἀγαποῦν· ὅσοι δὲ μὲ ἀγαποῦν, θὰ εὕρουν χάριν, «ὁ ὁποῖος καὶ στοὺς δρόμους ἀκόμη τοὺς φέρεται μὲ εὐμένεια;».
Φθάνει τὸν Ζακχαῖο, τὸν βλέπει πρῶτος, τὸν προσφωνεῖ φιλικώτατα καὶ τοῦ ὑπόσχεται τὴν ἐπίσκεψι καὶ διαμονὴ στὸν οἶκο του. Διότι, λέγει, «ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὸν τόπο» (ὅπου δηλαδὴ ἡ συκομορέα ἐβάσταζε τὸν Ζακχαῖο σὰν οὐράνιο καρπὸ λόγω τοῦ ἐνθέου πόθου του) καὶ ἐκύτταξε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε»· «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα· διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκό σου». Μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἀνεγνώριζαν εὔκολα τὸν Ἰησοῦ ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἀπὸ μόνη τὴ θέα αὐτοὶ πού δὲν τὸν εἶχαν ἰδεῖ προηγουμένως, διότι περιπατοῦσε μὲ λιτότητα καὶ δὲν εἶχε τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπιτύχη κανεὶς τὴ θέα τοῦ κατὰ πρόσωπο ἀπὸ ψηλά, διότι συνήθως ἔσκυβε πρὸς τὸν ἑαυτό του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ γνωρίζων τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδὼν τὸν ἐνδόμυχο πόθο τοῦ Ζακχαίου τὸν προσφωνεῖ καὶ καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του τοῦτον πού δὲν εἶχε ἰδεῖ ποτὲ προηγουμένως κατ’ ὄψι, γιὰ νὰ τοῦ δείξη τὴν ὄψι του ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ποθοῦντα φυλοφρόνως καὶ νὰ τοῦ δείξη ὅτι δὲν ποθεῖ μόνο ἀλλὰ καὶ ποθεῖται. Ἐππλέον δὲ καὶ προστάσσει νὰ σπεύση στὸ σπίτι, ὥστε μὲ ἀφθονία νὰ πράξη καὶ νὰ ἀποκομίση τὰ τέλη τῆς θεοφιλίας ἀπὸ αὐτὸν πού δίδει μὲ τὸ παραπάνω ὅσα ζητοῦμε ἢ σκεπτόμαστε.
5. «Αὐτὸς δέ», λέγει, «κατέβηκε καὶ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά». Διότι αὐτὸς πού πρὶν τὸν ἰδῆ τρέχει γιὰ τὴν θέα του καὶ πράττει τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὴν ἐπιτύχη, πῶς δὲν θὰ ἔσπευδε, ὅταν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄκουσε, καὶ μάλιστα ὅταν ἐδέχθηκε τέτοια ἐπαγγελία; Μόλις λοιπὸν εἶδε ὅτι καὶ ἡ ἐπαγγελία ἐπραγματοποιήθηκε, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐχαιρόταν πού συνευρισκόταν μὲ τὸν ποθούμενο καὶ ἤδη ἐγευόταν τὶς ἄφθαρτες χάριτες ἀπὸ τὴν πηγή· οἱ δὲ βλέποντες, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν μὲ σύνεσι, λέγει, «ἐγόγγυζαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, λέγοντας ὅτι εἰσῆλθε στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου».
6. Ἀλλὰ ὁ τελώνης, ἀμιλλώμενος σὲ φιλοτιμία μὲ αὐτὸν πού ὄχι μόνο κατέβηκε ἕως ἐμᾶς μὲ σάρκα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄφατη φιλανθρωπία ἐσήκωσε τὸν ὀνειδισμό μας, «ἀφοῦ ἐστάθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦ»• τὸ ὅτι δὲ ἐστάθηκε εἶναι δεῖγμα βεβαίας γνώμης, θαρραλέας καὶ ταπεινῆς συγχρόνως• ἀφοῦ λοιπὸν ἐστάθηκε καὶ ἀποστόμωσε μὲ παρρησία τοὺς κατηγόρους, εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦ• ἰδού, Κύριε, δίδω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς πτωχούς, καὶ ἂν ἐξεβίασα κανένα, τοῦ τὰ ἀνταποδίδω στὸ τετραπλό». Καὶ παρουσιαζόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δίκαιος, διέλυσε τὸν ὀνειδισμὸ τῶν γογγυστῶν πρὸς τὸν Κύριο πού ἔλεγαν, «ὅτι εἰσῆλθε νὰ διαμείνη στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου»• διότι, ἀφοῦ ἀπέδωσε νομίμως τετραπλάσια τὰ μὲ ἐκβιασμὸ συναχθέντα ἀπομακρύνθηκε πραγματικὰ ἀπὸ τὸ κακό, ἀφοῦ δὲ διένειμε τὰ ὑπάρχοντα στοὺς πτωχοὺς ἔπραξε τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐφάνηκε σὲ ὅλα καθαρμένος. Ὥστε ὁ Κύριος πρὸς μὲν τοὺς Φαρισαίους ἔλεγε, «ἀλλὰ ἂν δώσετε κατὰ δύναμι ἐλεημοσύνη, ὅλα θὰ εἶναι καθαρὰ σὲ σᾶς» τώρα δὲ ἀποφασίζοντας ἐν σχέσει μὲ τέτοιες πράξεις καὶ παίρνοντας ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀπολογία πρὸς τοὺς ἐναντίον του γογγυστᾶς, λέγει «σήμερα ἦλθε σωτηρία σὲ τοῦτον τὸν οἶκο, ἐφ’ ὅσον καὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ», ὡς γενόμενος τώρα πιστός, ὡς δίκαιος καὶ φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος. Διότι «ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζητήση καὶ νὰ σώση τὸ ἀπολωλός», λέγοντας ἐκεῖνο ἀκριβῶς πρὸς τοὺς γογγυστάς, ὅτι εἰσῆλθα μὲν στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ καταλύσω, ἀλλὰ τὸ ἔκαμα γιὰ νὰ τὸν μετασκευάσω καὶ τὸν σώσω, δεικνύοντάς τὸν ἀντὶ φιλαργύρου φιλόθεο, ἀντὶ ἀδίκου δίκαιο, ἀντὶ μισοξένου φιλόξενο, ἀντὶ ἀσυμπαθοῦς ἐλεήμονα, ὅπως τὸν βλέπετε νὰ γίνεται τώρα.
7. Ἀλλὰ βλέπετε ὅλοι τὸν Ζακχαῖο, πῶς ἀγάπησε καὶ ἐζήτησε, καὶ ἀγαπήθηκε καὶ προσηλώθηκε καὶ ἐξοικειώθηκε μὲ τὸν Χριστό; Ὅποιος λοιπὸν εἶναι τελώνης ἢ ἀρχιτελώνης πού πλουτεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο του κακῶς καὶ συνάζει ἀδίκως, ἂς μιμηθῆ τὴν ὁδὸ τοῦ ἀρχιτελώνη τούτου πρὸς τὴν σωτηρία, καὶ ἂς ἀποδίδη καὶ σκορπίζη καλῶς, ὅσα ἐθησαύρισε κακῶς. Ὅποιος εἶναι πτωχός, ἐπειδὴ ἔγινε θῦμα ἁρπαγῆς ἢ γιὰ ἄλλον λόγο, ἂς εἶναι εὐχαριστημένος• διότι ἔχει τὴν σωτηριώδη πτωχεία, μᾶλλον δὲ ἂς τὴν κάμη αὐτὸς σωτηριώδη διὰ τῆς εὐχαριστίας, πρὸς τὴν ὁποία καταφεύγοντας καὶ ὁ πλούσιος τελώνης προθύμως ἐσώθηκε, ὅπως ἀκούσατε τώρα περὶ αὐτοῦ. Αὐτὰ λοιπὸν ὡς πρὸς τὴν διήγησι.
8. Στὴ συνέχεια δὲ παρακολουθήσατε μὲ προσοχὴ ὅσοι ἔχετε διεισδυτικώτερη τὴ διάνοια. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ ὄνομα Ζακχαῖος σημαίνει δικαιούμενος, παρακαλῶ νόησε ἀπὸ αὐτὸ τοὺς Φαρισαίους πού δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των, πού εἶναι σὰν νὰ τελωνοῦν κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια, «κατατρώγοντας τὰ σπίτια τῶν χηρῶν καὶ προσευχόμενοι ἐπιδεικτικὰ πολλὴ ὥρα». Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποθήση νὰ ἐπιγνώση τὴν ἀλήθεια, ζητεῖ νὰ ἰδῆ καὶ νὰ γνωρίση, ὅπως ἐζητοῦσε ὁ Ζακχαῖος, τὸν Ἰησοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια· μὴ μπορώντας δὲ ὡς μικρόσωμος καὶ μικρόνους, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ μικρόσωμου Ζακχαίου, ἀνεβαίνει σὲ μιὰ συκομορέα, δηλαδὴ στὴν ἀκρίβεια τοῦ νόμου καὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθῶν, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ αὐτοῦ θὰ ἐπιτύχη τὴν ἀλήθεια τόσο κατὰ τὴ γνῶσι ὅσο καὶ κατὰ τὴν πράξι. Ὁ δὲ Κύριος, πού διερχόταν ἀπὸ τὴν νόμιμη πολιτεία, σὰν ἀπὸ κάποια ὁδό, ἀφοῦ εἶδε τὸν ἀγαθό του σκοπὸ καὶ τὸν πρὸς τὴν ἀλήθεια πόθο, ἀποκαλύπτει σ’ αὐτὸν τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸν προσφωνεῖ προσκαλώντας καὶ τὸν διατάσσει νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὴ συκομορέα, δηλαδὴ νὰ ἐγκαταλείψη τὸν μωσαϊκὸ νόμο πού δὲν καρποφορεῖ τίποτε σπουδαῖο, καὶ νὰ σπεύση στὴν χάρι καὶ τὴν κατὰ τὸ εὐαγγέλιο διαγωγή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ λάβη ἔνοικο τὸν Θεὸ καὶ νὰ καρπωθῆ τὴ σωτηρία.
9. Αὐτὸς λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπήκουσε στὸ Λόγο καθὼς ἐδίδασκε καὶ ἐκαλοῦσε, ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ναθαναὴλ (διότι καὶ αὐτὸν τὸν εἶδε ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ σκιά, δηλαδὴ νὰ ζῆ κατὰ τὸν σκιώδη βίο) ἢ ὁ μέγας Παῦλος (διότι κι’ αὐτόν, «ἐπειδὴ ἔγινε ἄμεμπτος κατὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, πρῶτος τὸν ἐκύτταξε καὶ τὸν προσκάλεσε ὁ Χριστός)• ὅποιος λοιπὸν ὑπακούση ἔτσι τὸν Λόγο πού προσκαλεῖ καὶ διδάσκει, γίνεται ἀκριβῶς Ζακχαῖος• καὶ τὰ μισὰ τῶν διδαγμάτων ἀπὸ τὸν νόμο πού κατεῖχε προηγουμένως ἀφήνει στοὺς Ἰουδαίους τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὴ διάνοια, δηλαδὴ περιτομές, σαββατισμούς, βαπτισμούς, ζωοθυσίες καὶ γενικῶς ὅλα τὰ ταιριαστὰ στὸ χαμαίζηλο γράμμα. Παριστώντας δὲ καὶ συνάγοντας ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ νόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂν ποτὲ ἐσυκοφάντησε κάποιον ἀπὸ τοὺς πιστοὺς λέγοντάς τὸν ἄπιστον ἢ σὰν τέτοιον τὸν ἐκακοποίησε ἀνοικτά, ἀποδίδει πολλαπλασίως θεραπεύοντας πολλοὺς πιστοὺς καὶ ὁδηγώντας πολλοὺς ἀπίστους πρὸς τὴν πίστι στὸν Χριστό. Ἔχομε σύντομα καὶ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία.
10. Ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος κατὰ τὴ διήγησι προηγουμένως ἦταν φιλάργυρος (διότι καὶ ἐσύναζε τὸ χρυσὸ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ κοντὰ του τὸ κρατοῦσε πλουτώντας), ὕστερα ὅμως παρουσιάσθηκε φιλόπτωχος, μᾶλλον δὲ πτωχὸς καὶ ἀκτήμων ἑκουσίως, ἀφοῦ ἄλλα τὰ ἔδωσε καὶ ἄλλα τὰ ἀνταπέδωσε, τώρα ἐμεῖς θὰ ἐπαινέσωμε τὴν ἀρετὴ ἢ θὰ γίνωμε κατήγοροι τῆς κακίας; Διότι τὰ μέτρα τῆς ὁμιλίας δὲν ἐπιτρέπουν νὰ τὰ κάμωμε καὶ τὰ δύο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς παρισταμένους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι κανεὶς ἑκούσιος κάτοχος της ἀκτημοσύνης, ἀλλὰ στὴ φιλαργυρία ὑποχωροῦμε σχεδὸν ὅλοι, ἂς εἰποῦμε λοιπὸν λίγα καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ὥρα περὶ φιλαργυρίας, γιὰ νὰ φανερώσωμε τὴν ἀπὸ αὐτὴν φθορά, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὴ δύναμί μας. Ἡ φιλαργυρία εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν αἰσχροκέρδειας, σφικτοχεριᾶς, γλισχρότητος, ἀστοργίας, ἀπιστίας, μισανθρωπίας, ἁρπαγῆς, ἀδικίας, πλεονεξίας, τόκου, δόλου, ψεύδους, καὶ ὅλων τῶν ὁμοίων μὲ αὐτά. Ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας γίνονται ἱεροσυλίες, λωποδυσίες καὶ κάθε εἶδος κλοπῆς• ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας δὲν ὑπάρχουν μόνο στοὺς δρόμους καὶ στὴν ξηρὰ καὶ στὰ πελάγη ἅρπαγες καὶ λησταὶ καὶ πειραταί, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν πόλι ἄδικα σταθμὰ καὶ ζύγια καὶ διπλὰ μέτρα καὶ περίεργη κουρὰ καὶ παραχάραξις νομισμάτων, ὑπέρβασις ὁρίων, πονηροὶ ἀνταγωνισμοὶ γειτόνων. Αὐτὴ φέρει ἔθνη ἐναντίον ἐθνῶν καὶ διαλύει δυνατὲς φιλίες καὶ μερικὲς φορὲς διασπᾶ τὴ συγγένεια• ἐξ αἰτίας αὐτῆς προδίδει κανεὶς καὶ τὴν πατρίδα, ἄλλος στρατόπεδο ὁμόφυλο, ἄδικος δικαστὴς τὸ νόμο καὶ μάρτυς τὴν ἀλήθεια, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα ὁ καθένας τὴν ψυχή του. Ἔτσι κατὰ τὸν θεῖο ἀπόστολο, «ἡ φιλαργυρία εἶναι μητέρα καὶ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν», ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας μερικοὶ πού τὴν ὀρέγονται ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστι καὶ περιπλέχθηκαν σὲ πολλὲς ὀδύνες.
11. Ἀλλὰ προσέξετε μὲ σύνεσι τὴ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου• διότι δὲν εἶπε ὅσοι πλουτοῦν ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστι, ἀλλὰ ὅσοι ὀρέγονται τὸν πλοῦτο, ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει ὅτι «ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτήσουν πέφτουν σὲ πειρασμοὺς καὶ παγίδες τοῦ Διαβόλου». Νὰ μὴ εἰπῆτε λοιπόν, πτωχοὶ εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἐδῶ• τί ὁμιλεῖς κατὰ τῆς φιλαργυρίας πρὸς ἀνθρώπους πού δὲν ἔχομε σχεδὸν χρήματα; Τὸ πράττω διότι ἔχομε τὴ νόσο διὰ τῆς ἐπιθυμίας στὴν ψυχὴ καὶ χρειαζόμαστε γι’ αὐτὴν θεραπεία. Ἐὰν δὲ μοῦ εἰπῆς ὅτι δὲν ἔχεις τὴν νόσο, δεῖξε ὅτι δὲν ζητεῖς ν’ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν πτωχεία, ἀλλ’ ὅτι τὴν θεωρεῖς ποθεινότερη καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ χαίρεις καὶ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γι’ αὐτήν, μὲ τὴν πεποίθησι ὅτι σου καθιστὰ εὐκολώτερη τὴ σωτηρία. Ἂν δὲ εἶναι κανεὶς πλούσιος, ἂς ἀκούη μὲν ὅτι δύσκολα θὰ εἰσέλθη πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ ἂς γνωρίζη ἐπίσης ὅτι καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος, καὶ ὅμως ἐσώθηκε (διότι ἦταν φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος, ἀλλ’ ὄχι φιλάργυρος) καὶ ὁ Ἰὼβ πού ἐδοκιμάσθηκε διὰ πλούτου καὶ πτωχείας, ὅταν ἦταν πλούσιος λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, «δὲν ἐθεώρησα τὸ χρυσάφι δύναμί μου καὶ δὲν εὐφράνθηκα γιὰ τὸν πολὺ πλοῦτο πού ἀπέκτησα».
12. Ἑπομένως ὁ ἔρως πρὸς τὸν πλοῦτο εἶναι κακό, πού ἂν δὲν προσέχη, καὶ ὁ πτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος τὸν παθαίνει ματαίως. Ἐπειδὴ δὲ ὁ πονηρὸς πλοῦτος μερικὲς φορὲς προσλαμβάνει μαζί του καὶ συζυγία πονηρότερη, δηλαδὴ τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν πεποίθησι στὸν πλοῦτο, γι’ αὐτὸ γράφοντας πρὸς τὸν Τιμόθεο ὁ θεῖος Παῦλος λέγει, «στοὺς πλουσίους του παρόντος αἰῶνος παράγγελλε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦν μήτε νὰ ἐλπίζουν στὴν ἀδηλότητα τοῦ πλούτου, ἀλλὰ στὸν Θεό». Διότι ἡ ταπείνωσις ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἐπίγνωσις ἀληθείας• ὅποιος δὲ καυχᾶται γιὰ τὸν πλοῦτο πού εἶναι περισσότερα ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας ἀληθινὰ γήινος καὶ ἐλπίζει σ’ αὐτόν, εἶναι πραγματικὰ ἄφρων καὶ κατὰ τίποτε ἀνόμοιος ἀπὸ τοὺς πλουσίους πού προέβαλε ὁ Κύριος σὲ παραβολή• ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχοντας στὰ πρόθυρά του τὸν Λάζαρο οὔτε τὸν ἐκύτταζε ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη, ὁ δὲ ἄλλος διαλεγόμενος μὲ τὴν ψυχὴ του περὶ τῶν γιὰ πολλὰ ἔτη θησαυρισμένων ἀγαθῶν παρέστησε ποιὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν πλοῦτο• γι’ αὐτὸ τὸν μὲν ἕνα ἐδέχθηκε ἄσβεστη φλόγα, τὸν δὲ ἄλλο ἡ ἀναπόφευκτη ἀπαίτησις τῆς ψυχῆς. Βλέπετε τὸ τέλος τῶν προσηλωμένων στὸν πλοῦτο; Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ «ἐὰν ρέη πλοῦτος, μὴ προσκολλᾶτε σ’ αὐτὸν τὴν καρδιά»• ὁ δὲ Σολομῶν λέγει, «ὅποιος ἔχει πεποίθησι στὸν πλοῦτο, θὰ πέση», σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο πάλι παρομοιάζει ὅσους χάσκουν στὰ κέρδη μὲ ἅδη καὶ καταστροφὴ λέγοντας, «ὅπως ὁ ἅδης καὶ ἡ καταστροφὴ δὲν χορταίνουν, ἔτσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀφρόνων»• ὁ δὲ Κύριος λέγει, «ἀλλοίμονο στοὺς πλουσίους, ἀλλοίμονο στοὺς χορτασμένους».
13. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἂς πλουτήσωμε σὲ ἀγαθὰ ἔργα• ἂς γεμίσωμε μὲ ὅσα ἔχομε τὰ στομάχια τῶν πτωχῶν, ὥστε ν’ ἀξιωθοῦμε τὴν ἐπηγγελμένη φωνὴ καὶ εὐλογία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια βασιλεία. Καὶ εἴθε ὅλοι μας νὰ τὴν ἀποκτήσωμε μὲ τὴν χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, κράτος, μεγαλοσύνη καὶ μεγαλοπρέπεια μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
(Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 11, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσ/νίκη 1986)
8.
Ἡ πρώτη Ἀνάσταση
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας
Ποιὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ; Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, θὰ ἀπαντούσαμε οἱ περισσότεροι. Ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος διαφωνεῖ, λέγοντας: Αὐτὸς ποὺ συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του καὶ μετανοεῖ εἰλικρινά, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνει νεκρούς. Ἡ ἀνάσταση ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος ἑνὸς νεκροῦ.
Ὁπωσδήποτε ὅλες οἱ σωματικὲς ἀναστάσεις εἶναι συγκλονιστικὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῶν Ἁγίων του καὶ μαρτυροῦν γιὰ τὴ νίκη του ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὴν «κοινὴν ἀνάστασιν» τῶν σωμάτων μας, ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία του. Ὅμως ἡ μετοχή μας στὴν αἰώνια δόξα τῆς Βασιλείας του προϋποθέτει τὸ ἀσύγκριτα συγκλονιστικότερο θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας.
Ἀναγκαία ἡ συνεργασία μας
Ἕνα τέτοιο θαῦμα παρακολουθοῦμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Καὶ βλέπουμε ὅτι, γιὰ νὰ συντελεστεῖ μία τέτοια ἀνάσταση, δὲν ἀρκεῖ τὸ ἐξουσιαστικὸ πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ. Χρειάζεται ἀπαραίτητα καὶ ἡ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Λάζαρος δὲν συνεργάστηκε μὲ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἀνάστασή του. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε εὑρισκόμενος στὸν τάφο. Ὁ Χριστὸς ἀνάστησε τὸν Λάζαρο ἐπειδὴ μόνο ὁ Ἴδιος τὸ θέλησε.
Ὁ Ζακχαῖος ὅμως δούλεψε σκληρὰ γιὰ τὴ δική του ἀνάσταση. Ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἔντονη ἐπιθυμία νὰ συναντήσει τὸν Χριστό, ἀκούγοντας ὅτι εἶναι κάποιος ποὺ τουλάχιστον δὲν βλέπει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ρατσιστικά. Ἀψήφησε τὰ σχόλια -ἴσως καὶ τὶς εἰρωνεῖες- τοῦ κόσμου, ὅταν λόγω συνωστισμοῦ ἀνέβηκε σὲ μία συκομουριὰ γιὰ νὰ δεῖ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ ἦταν κοντός. Καὶ τὸ πιὸ δαπανηρό: Ἐπέβαλε στὸν ἑαυτὸ του τὸ πιὸ σκληρὸ ἴσως «μνημόνιο» στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης οἰκονομίας, ὅταν εἶδε τὸν κόσμο νὰ γογγύζει γιὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστός, ὄχι ἁπλῶς γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει, ἀλλὰ τὸν κάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ θέλησε νὰ φιλοξενηθεῖ στὸ σπίτι του. Τὸ «μνημόνιο» περιλάμβανε προσφορὰ τῆς μισῆς περιουσίας του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποκατάσταση ὅσων ἀδίκησε στὸ τετραπλάσιο.
Ἡ πορεία τῆς μετανοίας
Αὐτὸ τὸ τόσο ριζικὸ ξεθεμέλιωμα τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας ἦταν καρπὸς τῆς πνευματικῆς ἀνάστασης τοῦ Ζακχαίου καὶ μαρτυρία τῆς δυναμικῆς μετανοίας του. Πῶς γίνεται ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἐξαρτημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν χρημάτων σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ μὴ διστάζει νὰ καταπιέζει τοὺς ἄλλους, ἕνας τόσο πωρωμένος ἄνθρωπος, νὰ μεταβαίνει ἐκ τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας στὴν ἐν Χριστῷ ζωή;
Ὁ Θεὸς δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο οὔτε μαγικὰ οὔτε μὲ ἐξαναγκασμό. Περιμένει ἀφ’ ἑνὸς τὴν πρόσκληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴ σταθερὴ μετάνοιά του. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει ὅτι, ὅσο κι ἂν σακατευτεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη, ὅσο κι ἂν γίνει ἄτονος, δηλαδὴ χωρὶς σφυγμό, ὅμως ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ζητήσει τὸν ἀληθινὸ ἰατρό, ἀκριβῶς ὅπως τὸ βρέφος, ποὺ ἀκόμα δὲν ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματα, ἔστω κι ἂν δὲν μπορεῖ νὰ περπατήσει πρὸς τὴ μητέρα του, ὅμως «κυλίεται καὶ βοᾷ καὶ κλαίει» ζητώντας τὴ μητέρα του «ἐν πόνῳ καὶ κραυγῇ».
Μία «μητρικὴ» ἀγκαλιά, λοιπόν, ζητοῦσε ὁ Ζακχαῖος. Ἢ μᾶλλον ἀναζητοῦσε τὴν ἀγκαλιὰ Ἐκείνου, ποὺ εἶναι πιὸ ζεστὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς μητέρας. Ὁ Ἴδιος εἶπε ὅτι «ἀκόμα κι ἂν μία μάνα ξεχάσει τὰ παιδιά της, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω» (Ἠσ. 49,15). Γι’ αὐτὸ σὰν παιδάκι σκαρφάλωσε ὁ ἀρχιτελώνης στὴ συκομουριά, γιὰ νὰ ἀκουστεῖ πιὸ δυνατὰ τὸ σιωπηρὸ κλάμα τῆς πονεμένης ψυχῆς του.
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ «χαμένου προβάτου»
Καὶ ὁ Χριστός, δείχνοντας ὅτι οὐσιαστικὰ γι’ αὐτὸν πέρασε ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, τοῦ εἶπε: Ζακχαῖε, γρήγορα κατέβα κάτω. Σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Μὲ ἄλλα λόγια, τοῦ εἶπε: Ἐσὺ ἐλεύθερα μοῦ ἄνοιξες τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς σου. Αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀνταπόκριση, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σὲ σώσω. Τὴν ἔχω ἀνάγκη αὐτὴ τὴ συνεργασία. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑψωμένο χέρι σου, γιὰ νὰ σὲ κρατήσω καὶ νὰ σὲ ἀναστήσω. Καὶ αὐτὸ γιὰ Μένα εἶναι πρόσκληση νὰ μπῶ καὶ στὸ σπίτι σου. Κι ἐκεῖ, τελικά, δὲν θὰ μὲ περιποιηθεῖς ἐσύ, ἀλλὰ ἐγὼ «περιζώσομαι καὶ ἀνακλινῶ σε καὶ παρελθὼν διακονήσω σοι» (Λουκ. 12, 37). Ἐγὼ θὰ φορέσω ποδιά, θὰ σὲ βάλω νὰ καθίσεις καὶ θὰ σὲ σερβίρω. Σήμερα ἔφερα τὴ σωτηρία σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι. Γι’ αὐτὸ ἦρθα στὸν κόσμο: Γιὰ νὰ ἀναζητήσω καὶ νὰ σώσω τὰ χαμένα πρόβατά μου.
Λέει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη: «Μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν». Δηλαδή: Ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ ὁριστικὸς χωρισμὸς τοῦ ἀμετανόητου ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία του, δὲν θὰ ἀπειλήσει κανέναν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται δυναμικὰ καὶ σταθερὰ ἐδῶ καὶ τώρα γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ «πρώτη ἀνάστασή» τους. Τὴν ἀνάσταση τῆς διαρκοῦς μετανοίας τους.