Κρικώνης Χρῖστος.

Προέλευση τοῦ φαινομένου τοῦ Χριστιανικοῦ Μοναχισμοῦ μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ βασίμως ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς ὅτι ἐμφανίσθηκε ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ γ΄ αἰ. στὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία ὡς μία κίνηση καὶ τάση ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴν ὀργανωμένη χριστιανικὴ κοινωνία πρὸς τὶς ἐρημίες, ἡ ὁποία πολὺ σύντομα ἐντάθηκε καὶ ἀπετέλεσε τὴν ἀφετηρία διαμόρφωσης τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τὸ σύστημα αὐτὸ διαμορφώθηκε βασικὰ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, δίνοντας μία ἔντονη ὀργανικὴ ἀνάπτυξη καὶ προώθηση αὐστηρότερων ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀναπτυσσόταν ὡς τέκνο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἦταν ἐνήμερη τῆς ἐξελίξεώς του καὶ σὲ ἐγρήγορση γιὰ νὰ ἐπεμβαίνει ὁσάκις ἐχρειάζετο.

Πηγή: asceticexperience.com

Ἀπὸ τοὺς μελετητὲς τῶν κοινωνικῶν φαινομένων κατεβλήθη προσπάθεια νὰ ἑρμηνευθεῖ τὸ φαινόμενο αὐτό. Ἔτσι, ἱστορικοὶ καὶ κοινωνιολόγοι μελετητὲς διετύπωσαν πολλὲς καὶ διάφορες ἀπόψεις καὶ θεωρίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ ἐπικρατέστερες εἶναι δύο ὑποθέσεις:

α) Κατὰ τὴν πρώτη ὑπόθεση, ἡ κίνηση αὐτὴ τοῦ μοναχικοῦ βίου προέρχεται ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἐφαρμοζόταν ἰδιαίτερη – ἰδιάζουσα ἄσκηση ἀτομικὰ ἢ ὁμαδικά.

β) Κατὰ τὴν δεύτερη, ὁ μοναχισμὸς ἀπετέλεσε, κατὰ κάποιο τρόπο, διέξοδο στὴν ἀντίδραση ἡ ὁποία προεκλήθηκε ἀπὸ συντηρητικὰ ἄτομα τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, γιὰ τὴν σημειωθεῖσα στενότερη ἐπαφὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν κόσμο, – ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο – καὶ ποὺ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν κατάπτωση τοῦ ἠθικοῦ βίου ἢ τῆς πνευματικότητος τῶν πιστῶν τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων τῶν πόλεων μετὰ τὴν προσέλευση πολλῶν νέων πιστῶν στὸν χριστιανισμό, μὲ τὴν χαλάρωση τῆς ἠθικῆς αὐστηρότητος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τοὺς ὑποπίπτοντες σὲ σοβαρὰ ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ παραπτώματα, μὲ τὴν ἀναστάτωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅμως καμμία ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς ὑποθέσεις δὲν εὐσταθεῖ οὔτε ἱστορικὰ οὔτε κοινωνιολογικά. Διότι ἡ νέα θρησκεία στὸν κόσμο, ὁ Χριστιανισμός, δὲν ἐμφανίσθηκε στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ δὲν εἰσῆλθε στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ὡς ἕνα ἀπαισιόδοξο ἀνατολικὸ φιλοσόφημα οὔτε ὡς δύναμη διαλυτική τῆς κοινωνίας.

Καὶ δὲν εὐσταθεῖ ἡ πρώτη ὑπόθεση, διότι ἱστορικὰ δὲν κατορθώθηκε νὰ διαπιστωθεῖ καμμιὰ σύνδεση μεταξύ τοῦ ἀνατολικοῦ ἀσκητισμοῦ τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων καὶ τοῦ χριστιανικοῦ μοναχικοῦ βίου. Καθ’ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ὡς διδασκαλία δὲν εἶχε καὶ δὲν ἔχει κανένα κοινὸ στοιχεῖο μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν δυαρχικῶν καὶ ἀπαισιόδοξων θρησκευτικῶν καὶ φιλοσοφικῶν συστημάτων τῆς Ἀνατολῆς. Ἂν θὰ ἐδέχετο κανεὶς κάποια ἐπίδραση στὸ σημεῖο αὐτό, αὐτὴ θὰ ἦταν λογικὸ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τῶν Ἐσσαίων, οἱ ὁποῖες ὅμως ζοῦσαν μέσα στὸν κόσμο, ὅταν αὐτὲς ὑπῆρχαν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀποδεκτὴ γιατί σ’ αὐτὲς τὰ πρῶτα φαινόμενα τῆς μοναχικῆς ἄσκησης ἐμφανίσθηκαν στὶς ἑλληνοχριστιανικὲς κοινότητες καὶ ὄχι στὶς ἰουδαιοχριστιανικές, ὅπως θὰ ἀνέμενε κανείς, καὶ ἀκόμη γιατί ὁ χριστιανικὸς μοναχισμὸς ἐμφανίσθηκε πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τότε ποὺ ἐκεῖνες οἱ κοινότητες τῶν Ἐσσαίων εἶχαν ἐξαφανισθεῖ.

Ἀλλὰ καὶ ἡ δεύτερη ὑπόθεση τῶν ἱστορικῶν εἶναι ἀπαράδεκτη γιατί ἐρημίτες μοναχοὶ καὶ ἄρα ὁ μοναχισμὸς ἐμφανίσθηκαν στὶς ἐρημίες πολὺ πρὶν ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀναγνωρίσει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς δικαιολογία τὴν χαλαρότητα τῶν ἠθῶν μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν.

Εἶναι διαπιστωμένο πλέον ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει ἀρχὲς οἱ ὁποῖες ὁπωσδήποτε τὸν διακρίνουν ριζικὰ ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο καὶ ὅτι οἱ πρῶτοι κυρίως χριστιανοί, βάσει τῶν ἀρχῶν αὐτῶν, ἐρρύθμιζαν τὴ ζωή τους σὲ ὑψηλότερη ἠθικὴ στάθμη. Μάλιστα μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπεδίωξαν ἀπὸ ἐνωρὶς νὰ διαμορφώσουν ἕνα ἀνώτερο ἐγώ, τὸ ἰδεῶδες ἐγὼ καὶ ἔτσι ἔστρεψαν ὅλη τὴν προσοχή τους στὸ οὐσιῶδες, στὸ κέντρο τῆς ζωῆς, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία ἕνα ἀγαθὸν ἔχει ἀξία γιὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ψυχή, ἡ πραγματικὴ ἀξία τῆς ὁποίας εἶναι πολυτιμότερη ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ ἐπιτευγμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐνώπιον τῆς ὁποίας ὅλος ὁ κόσμος παρουσιάζεται μηδαμινός. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἀλλὰ καὶ καθοριστικὴ ἡ διακήρυξη τοῦ θεανθρώπου «τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθεῖ;»[1].

(1) Μτθ. 16, 26.