1.
Η μετάβαση από τον Νόμο στη Χάρη
Το γεγονός της γεννήσεως του Κυρίου φέρνει και πάλι η Εκκλησία μας μπροστά στα μάτια της ψυχής μας και μας καλεί να προσκυνήσουμε μαζί με τους ποιμένες και με τους μάγους τον γεννηθέντα βασιλέα και να υμνολογήσουμε μαζί με τις στρατιές των ουρανίων αγγέλων την ενανθρώπηση του Θεού της ειρήνης και της αγάπης. Το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», ο αγγελικός ύμνος της γεννήσεως, αντηχεί και πάλι τις ημέρες αυτές στους ναούς μας. Στο νεογέννητο βρέφος της Βηθλεέμ αντικρίζουμε τον τεχθέντα Σωτήρα μας, τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Σ᾿ αυτό το βρέφος θα αντικρίσουμε την «λύτρωσιν» που «απέστειλεν ο Κύριος τω λαώ αυτού» (Ψαλμ. 110, 9), γιατί μέσα στο βρεφικό του σώμα δεν κρύβεται μόνον ο Θεός, αλλά και το πλήρωμα της σωτηρίας μας, η ανακαίνιση και η θέωση της φθαρτής μας φύσεως, η καινή κτίση· ο άνθρωπος που γίνεται Θεός, αυτό το μυστήριο της σωτηρίας και της λυτρώσεως όλων μας.
Ακριβώς λόγω της θεολογικής της αυτής σπουδαιότητος η εορτή των Χριστουγέννων αποτελεί μαζί με την εορτή του Πάσχα τους δύο μεγάλους πόλους γύρω από τους οποίους στρέφεται το λειτουργικό έτος. Το Πάσχα είναι η κορωνίδα των κινητών και τα Χριστούγεννα των ακινήτων εορτών. Ειδικά δε η εορτή των Χριστουγέννων είναι η «μητρόπολις» των εορτών, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, γιατί το γεγονός που εορτάζουμε κατ᾿ αυτή είναι η προϋπόθεση όλων των άλλων σταθμών της σωτηρίας μας. Αν δεν εγεννάτο ο Χριστός ούτε θα εβαπτίζετο, ούτε θα εδίδασκε και θα εθαυματούργει, ούτε θα έπασχε και θα ανίστατο. Ήδη με τη γέννηση του Χριστού η σωτηρία του γένους μας έχει δυνάμει συντελεσθεί. Η θεία και η ανθρώπινη φύση έχουν ενωθεί εν Χριστώ. Ο Θεός και άνθρωπος Ιησούς Χριστός αποτελεί την ζώσαν εικόνα και την εγγύηση της μελλοντικής εν Χριστώ ανακεφαλαιώσεως των πάντων.
Η σημερινή ημέρα στη λειτουργική γλώσσα καλείται Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα και η Εκκλησία μας εορτάζει, τη μνήμη του Ιωσήφ του μνήστορος, του Ιακώβου του αδελφοθέου και του προφητάνακτος Δαβίδ. Είναι τρία πρόσωπα που σηματοδοτούν το πέρασμα από τον Νόμο στη Χάρη· είναι πρόσωπα τα οποία είχαν ουσιαστική σχέση με τον Χριστό, διότι έζησαν ο καθένας μ᾽ έναν ιδιαίτερο τρόπο το έλεος, τη φιλανθρωπία και τη δόξα Του. Τον γνώρισαν ως «το σωτήριον του Θεού», «πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον» ο Δαβίδ, «ύστερον δε δι᾽ ημάς σεσαρκωμένον» ο Ιωσήφ και ο Ιάκωβος.
Η μετάβαση όμως από τον Νόμο στη Χάρη, από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, δεν έγινε χωρίς τριγμούς σε πολλές συνειδήσεις. Ο Χριστός για πολλούς ήταν, και εξακολουθεί να είναι, «σημείον αντιλεγόμενον». Αν παρακολουθήσουμε την ιστορία του περιούσιου λαού θα δούμε ότι, σε σχέση με τον Χριστό και την φανέρωση της Βασιλείας Του, εμφανίζονται διάφορες κατηγορίες ανθρώπων. Υπάρχουν αυτοί πού προγεύονται με το προφητικό χάρισμα τούς καρπούς της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, όπως ήταν ο Δαβίδ. Υπάρχουν αυτοί που ζούσαν σιωπηλά το πνεύμα του νόμου, αφού ξεπέρασαν το «γράμμα» που «αποκτείνει» και έφθασαν μέχρι την τελειότητα της ευαγγελικής δικαιοσύνης, όπως συνέβη με τον Ιωσήφ.
Εκτός, όμως, από αυτές τις κατηγορίες των ανθρώπων, που είχαν μια θετική στάση απέναντι στο Χριστό, υπήρχαν και υπάρχουν και άλλοι πού εκδήλωσαν αρνητικές διαθέσεις απέναντί Του. Τέτοιοι ήταν οι αρχιερείς των Ιουδαίων, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και ο Ηρώδης, ο οποίος όταν άκουσε για τη Γέννηση του Χριστού «εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ᾽ αυτού, και συναγαγών πάντας τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού επυνθάνετο παρ᾽ αυτών πού ο Χριστός γεννάται». Η εχθρική τους στάση απέναντι στο πρόσωπο του Θεανθρώπου εκδηλώνεται από τη στιγμή της γεννήσεως και κλιμακωτά αυξάνεται μέχρι τη στιγμή της Σταύρωσης αλλά και μετά από αυτή όταν συνεχίζουν να πολεμούν το γεγονός της Αναστάσεως. Η παρουσία του Χριστού στον κόσμο ενοχλεί την κατηγορία αυτή των ανθρώπων τότε και σήμερα.
Η τιμή των κατά σάρκα συγγενών του Κυρίου μας, που σήμερα η Εκκλησία μάς προβάλλει, σκοπό έχει να τονίσει την ανάγκη να αποκτήσουμε κι εμείς σχέση ουσιαστική, σχέση πνευματική, που καθίσταται ανώτερη από την σαρκική, με τον ίδιο τον Κύριο. Ο Χριστός είπε ότι «μητέρα μου και αδελφοί μου είναι όλοι όσοι ακούουν και πράττουν τον λόγο του Θεού».
Ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να πλησιάσει διά της μετανοίας και της χάριτος των Αγίων Μυστηρίων την τελειότητα της ευαγγελικής δικαιοσύνης. Τότε μόνο τα Χριστούγεννα αποκτούν στη ζωή μας πραγματικό νόημα και ο εορτασμός τους δεν περιορίζεται σ’ έναν κλειστό εθυμοτυπικό εορταστικό κύκλο. Η Αγία μας Εκκλησία μάς καλεί όχι μόνο να αντικρίσουμε τον Υιό και Λόγο αλλά και να αποκτήσουμε σχέση προσωπική μαζί Του. Αμήν!
Ιεροδιάκονος Οδυσσέας Ασπρομάλλης
2.
Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση: «…ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται»
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα: ”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”.
Μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Ἡ ζωή τοῦ μικροῦ Ἰησοῦ κινδύνευσε ἀπό τήν μοχθηρία τοῦ Ἡρώδη ἀλλά μετά ἀπό θεία μηνυματα ὁ Ἰωσήφ μέ τήν οἰκογένειά του ἔφυγε στήν Αἴγυπτο καί πάλι μέ ἀγγελική προσταγή «καθ’ ὄναρ» ἐπέστρεψε. Ὁ Θεός εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργός τῆς ἱστορίας καί καθοδηγεῖ τήν κτίση πρός τήν τελείωσή της. Αὐτό μικραίνει βαθμηδόν τήν ἐξουσία τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀπαρχή τοῦ νέου αἰώνα, ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης ἄρχισε.
Ὁ Θεός θέλει τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καί συνδημιουργό. Σέβεται ἀπολύτως τό πλάσμα του καί ἐργάζεται γιά τήν τελείωσή του. Πῶς ἀλλοιῶς θά μποροῦσε νά εἶναι ἐφόσον ὁ Θεός κατά τήν δημιουργία τοῦ Ἀδάμ «ἐνεφύσησε αὐτῶ πνοήν ζῶσαν». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σημεῖο συνάντησης τοῦ ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ κόσμου μετέχοντας σέ ἀμφότερους. Ὁ Θεός καί Λόγος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, προσέλαβε γιά πάντα τήν φύση μας στήν ὑπόστασή του μέ τήν ἐνανθρώπιση. Ὁ Θεός δέν ἄλλαξε, εἶναι ἄτρεπτος, ἁπλῶς προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό εὐσπλαχνία. Γιά ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, ὅμως, τά ὠφέλη εἶναι τεράστια. Εἴμαστε πλέον μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ θύρα τῆς κατά χάρη θέωσης ἄνοιξε. Ὅ ἄνθρωπος λυτρώθηκε ὑπαρξιακά. Πλέον ἡ ζωή ἔχει ἕνα τεράστιο νόημα: τήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Τό ἀρχέγονο ὄνειρο τοῦ Ἀδάμ εἶναι ἐφικτό. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει θεός κατά χάρη, σύνθρονος καί συγκάθεδρος τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν ἐνανθρώπισή του ὁ Χριστός ἄλλαξε τἀ πάντα, ἀναδημιούργησε τόν κόσμο. Τό πλάσμα μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν πλάσαντα. Ὁ Θεός ὁμοιώθηκε μέ τό πλάσμα του.
Στήν συγκατάβασή του ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά ἐργασθεῖ γιά τό θεῖο σχέδιο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅπως ὁ Κηρυναῖος ἐσήκωσε τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου, ὅπως οἱ μάρτυρες ἐπότισαν μέ τό αἷμα τους τό δένδρο τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καί ὁ Ἰωσήφ στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἐξυπηρετεῖ τό θεῖο σχέδιο μέ τήν σιωπηλή ὑπακοή του στόν Θεό. Πουθενά στήν Ἁγία Γραφή δέν διασώζονται λόγοι τοῦ Ἰωσήφ, ὅμως μᾶς ἄφησε δείγματα τοῦ χαρακτήρα του. Ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἡ Παρθένος ἦταν ἔγκυος δέν θἐλησε νά τήν παραδώσει στούς ἱερεῖς γιά λιθοβολισμό, ἀλλά «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι» αὐτήν. Στήν εἰκόνα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ εἰκονίζεται σκεπτικός, ἐπειδή ὅμως ἦταν ἄκακος ἔλαβε πληροφορία ὅτι τό κυηθέν εἶναι ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Μέ παρόμοιο τρόπο ἔγινε ἡ φυγή στήν Αἴγυπτο καί ἡ ἐπάνοδος. Ἐπειδή δέν εἶχε τήν ἁγιότητα τῆς Παρθένου Μαρίας δέν εἶδε τόν Ἄγγελο ἐμφανιζόμενο, ἔλαβε ὅμως τήν ἐντολή μέ ἐνύπνιο καί «ἐγερθείς παρέλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ νυκτός καί ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον». Ἡ ὑπακοή του στό θεῖο πρόσταγμα, ἡ σιωπή του, ἡ ἁπλότητά του ἐπέτρεψε στόν ἥσυχο μαραγκό νά ἔχει μία θέση ἀνάμεσα στους Ἁγίους.
Ὅπως, κατά τόν Ἅγιο Συμεών τόν νέο θεολόγο, ὁ Χριστός γεννᾶται καί σχηματίζεται μέσα στήν καρδιά κάθε χριστιανοῦ πού τόν ποθεῖ, ἔτσι καί ἡ ὑπακοή στά θεία προστάγματα ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τῶν πιστῶν. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀπόδειξη ἀγάπης πρός τόν Χριστό. Στόν βαθμό πού φεύγει τό ἴδιο θέλημα ἀπό τόν πιστό, τοῦ γίνεται γνωστό τό θεῖο. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας: «ἐάν θέλεις νά μάθεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πρέπει νά καταργήσεις τό δικό σου». Ὁ Χριστός, κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, εἶχε μέν δύο θελήματα, τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο πού πάντοτε ἀκολουθοῦσε τό θεῖο, δέν εἶχε ὅμως γνωμικό θέλημα. Αὐτό τό νόημα καί τόν σκοπό ἔχει ἡ μοναχική ὑπακοή, αὐτό τόν σκοπό ἔχει ἡ ὑπακοή τοῦ πιστοῦ στόν Πνευματικό Πατέρα. Ἡ ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος εἶναι ἐπώδυνη ἀρχικά, βαθμιαία ὅμως ὁ ἀσκούμενος μαθαίνει νά περιμένει τήν φανέρωση τοῦ θείου θελήματος. Ἔτσι ἀποκτᾶ τραπείνωση καί ὑπομονή πού εἶναι προϋποθέσεις τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς. Αὐτό πού θέλγει στούς Ἁγίους εἶναι ἡ ἁπλότητά τους, ἡ ἀπροσποίητη ταπείνωση καί ἡ καθαρότητα τους. Πῶς μπορεῖ νά γίνει ταπεινός ἐάν δέν μάθει νά ὑπακούει;
«Θεοῦ συνεργοί ἐσμέν». Γιά νά σοῦ ἀποκαλύπτει τό θέλημά του ὁ Θεός πρέπει νά ἔχεις ψυχή δεκτική πρός τοῦτο. Στήν Κυριακή προσευχή προσευχόμαστε «γεννηθήτω τό θέλημά σου» κι αὐτό εἶναι κάτι πού πρέπει νά ἐννοοῦμε. Ἡ ἄσκησή μας σ’ αυτό ξεκινᾶ ἀπό τήν παιδική ἡλικία. Ὁ Χριστός ἦταν «κατά πάντα ὑποτασσόμενος» στό θέλημα τῶν γονέων του στήν παιδική ἡλικία καί αὐτό δέν εἶναι χωρίς σημασία. Ὁ νέος κατά Χριστόν ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νά ἔχει χριστοκεντρική ζωή, μέ σκοπό τήν κάθαρση ἀπό τόν ἐγωισμό, τήν φιλαυτία, τό ἴδιον θέλημα. Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἄσκησης φαίνεται στούς λόγους τοῦ Ἀπ Παύλου: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ ἐν ἐμοί Χριστός». Ἡ χριστοποίηση τῆς ζωῆς καί τῆς καρδιᾶς εἶναι τό ζητούμενο. Τό κοσμικό πνεῦμα ὠθεῖ στήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Ὅμως, ὁ Κύριος εἶπε: «ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος…ἀλλά θαρσεῖτε ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωαν. 15,19-16,33)
3.
Μετὰ τὰ Χριστούγεννα
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υιοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Με τὴν φαντασία μας, ἄς πᾶμε πίσω 2.000 χρόνια. Τὶ θαυμάσιο μᾶς συμβαίνει: σὲ μιὰ ἑβδομάδα κι ὁ κόσμος εἶναι διαφορετικός. Ὁ κόσμος ἦταν γιὰ χιλιάδες χρόνια σὰν ἕνα χαμένο πρόβατο, καὶ τὸ χαμένο πρόβατο τώρα βρέθηκε καὶ τὸ πῆρε στοὺς ὤμους Του, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σὰν τον υἱό τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἀγεφύρωτο κενό, ποὺ ἡ ἁμαρτία δημιούργησε ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό, ἄρχισε ἐπιτέλους νὰ γεφυρώνεται· ὁ Θεός μπῆκε στὴν ἱστορία, ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ Θεός ἔλαβε σάρκα καί ὅλα ἔγιναν ὁρατά, αὐτό που ἀντιλαμβανόμαστε μεσ’ τὴν τυφλότητα μας σὰν κάποιο ἀδιάφορης σημασίας γεγονός μπορεί μέσα ἀπό Κεῖνον νὰ τὸ δούμε σαν δόξα. Κάτι ἀπόλυτα νέο συνέβη· ὁ κόσμος δὲν εἶναι πιά ὁ ἴδιος.
Ὡστόσο, ὑπάρχει καὶ μιά ἄλλη διάσταση στὴν Ἐνανθρώπιση. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Θεός σὰν Χριστός εἶπε ἀλήθειες καταλυτικές, ποὺ σταδιακά σὰν μαγιά ἔπεσαν στήν ζύμη καὶ ἄλλαξαν τὸν κόσμο· ὁ Θεός μᾶς ἀποκάλυψε το μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος ἦταν ἀπόδειξη, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἀπόδειξη, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο πλατύς, τόσο βαθύς, τόσο μυστηριωδῶς βαθύς, ποὺ θὰ μποροῦσε ὄχι μόνο νὰ γίνει ναός τῆς θείας παρουσίας, ἀλλά νὰ ἑνωθεῖ με τὸν Θεό (Ἐκείνον), νὰ γίνει μέτοχος τῆς θείας φύσης Του, ὅπως τὸ ἔθεσε ὁ Ἀπ. Πέτρος στὴν ἐπιστολή του. Καὶ πάλι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι σπουδαῖος, κι ὅσο κι ἄν πέφτουμε κι ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τὸν προορισμό μας, ὅσο ἀνάξιοι κι ἄν γινόμαστε γι’ αὐτόν, ὁ Θεός δὲν θὰ ἀποκαθιστοῦσε μαζί μας μιά σχέση, κατώτερη ἀπ’αὐτήν τῆς πατρότητας, της δικῆς Του, καὶ τῆς δικῆς μας θυγατρικῆς ἤ υἱκής ἰδιότητας στὴν ὑψηλότερη μορφή της. Ὁ ἄσωτος υἱός ζήτησε ἀπ’τὸν πατέρα του νὰ τὸν πάρει σαν μισθωτό, γιατί ἦταν ἀνάξιος νὰ λέγεται γυιός· ἀλλά ὁ πατέρας δὲν τὸ δέχτηκε. Ὅταν ὁ γυιός ὁμολόγησε, ὁ πατέρας τὸν σταμάτησε προτού προφέρει αὐτά τὰ λόγια, γιατί ὁ Θεός δὲν θέλει τὸν ἐξευτελισμό μας, δὲν εἴμαστε σκλάβοι ἤ μισθωτοί. Δὲν τὸ εἶπε ο Κύριος στους μαθητές Του «Δὲν σᾶς καλῶ πιὰ ὑπηρέτες, γιατί ὁ ὑπηρέτης δὲν γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου Του, κι ἐγώ θὰ σὰς πῶ τὰ πάντα»;
Να καὶ πάλι ἡ δήλωση ἀπό τὸν Χριστό καὶ μέσα ἀπό Ἐκεῖνον ὅτι τὸν νοιάζει ὁ καθένας ἀπό μᾶς, δὲν εἶναι γιὰ τὸ σύνολο ποὺ ἐνδιαφέρεται, ἀλλά γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς, λέει στὴν Ἀποκάλυψη, θὰ πάρει ἀπό τὸν Θεό ἕνα ὄνομα, ἕνα ὄνομα ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ στὸ τέλος τῶν καιρῶν, ἀλλά ποὺ κανείς δὲν θὰ τὸ γνωρίζει παρά μόνο ὁ Θεός καὶ αὐτός ποὺ τὄχει, γιατί αὐτό τὸ ὄνομα θὰ εἶναι ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, μοναδική κι ἀνεπανάληπτη. Ὁ καθένας εἶναι μοναδικός γιά Ἐκεῖνον. Τὶ θαῦμα! Ὁ ἀρχαῖος κόσμος γνώριζε ἔθνη καὶ φυλές, ἤξερε ἡγεμόνες καὶ δούλους, ἤξερε κατηγορίες ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸν σύγχρονο κόσμο αὺτό γίνεται ὄχι μόνο κοσμικά ἀλλά εἰδωλολατρικά διακρίνουν κατηγορίες καὶ τύπους καὶ ὁμάδες· ὁ Θεός γνωρίζει μόνο ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ ζοῦν.
Καὶ τώρα μιά νέα νομοθεσία δημιουργήθηκε, ἤ μᾶλλον διακηρύχθηκε ἀπό Ἐκεῖνον, ὄχι δικαιωτικός καὶ τιμωρητικός νόμος, ἀλλά μιά ἄλλη δικαιοσύνη. Ὅταν ὁ Χριστός μᾶς εἶπε «ἄς ἀφήσουμε τὴν δικαιοσύνη πέρα ἀπ’ ὅσα οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι λένε». Μιλοῦσε γιά τὸν τρόπο ποὺ θὰ φερόταν ὁ Θεός στὸν καθένα μας. Δέχεται τὸν καθένα μας ὅπως εἶναι. Δέχεται καλό καὶ κακό. Ἀγάλλεται στὸ καλό καὶ πεθαίνει ἐξαιτίας καὶ γιά χάρη αὐτοῦ ποὺ εἶναι τὸ κακό. Κι αὐτό που μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός νὰ θυμόμαστε, κι αὐτό που μᾶς καλεῖ νἄμαστε καὶ νὰ ἀντανακλοῦμε μὲ τὴν συμπεριφορά μας, ὄχι μόνο μέσα στὸν χριστιανικό μας κύκλο, ἀλλά σ’ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ βλέπουμε τὸν καθένα μ’ αὐτή τὴν δικαιοσύνη· ὄχι κρίνοντας καὶ καταδικάζοντας, ἀλλά νὰ βλέπουμε σε κάθε πρόσωπο τὴν ὀμορφιά πού ὁ Θεός ἐντύπωσε πάνω σ’αὐτόν, καὶ πού ὀνομάζουμε «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο». Νὰ σεβαστοῦμε αὐτή τὴν ὀμορφιά, νὰ δουλέψουμε γιά νὰ λάμψει σ΄ ὅλη της τὴν δόξα, διαλύοντας αὐτό ποὺ εἶναι κακό καὶ σκοτάδι και νὰ τὸ κάνουμε δυνατό, ἀναγνωρίζοντας ὀμορφιά στὸν καθένα, γιά να γίνει ἡ ομορφιά πραγματικότητα καὶ νὰ νικήσει.
Μᾶς δίδαξε τῆν ἀγάπη πού στὴν ἀρχαιότητα ἀγνοοῦσαν, καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος, ὅπως κι ὁ παλιός, τὸν φοβᾶται: μιά ἀγάπη ποὺ δέχεται νὰ εἶναι εὐάλωτη, ἀβοήθητη, δοτική, θυσιαστική· μιά ἀγάπη ποὺ δίνει χωρίς να μετρᾶ, μιά ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι μόνο ὅ,τι κατέχει ἀλλά τὸν ἑαυτό της. Αὐτό εἶναι ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἐνανθρώπιση, ἔφερε στὸν κόσμο, καὶ παρέμεινε στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός εἶπε: «τὸ φῶς λάμπει στὸ σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι δὲν μπορεῖ να τὸ καταλάβει», ἀλλά δὲν μπορεῖ να τὸ ἐκδιώξει. Κι αὐτό τὸ φῶς λάμπει καὶ θὰ νικήσει ἀλλά μόνο ἄν ἀναλάβουμε να γίνουμε οἱ κήρυκες και αὐτοί που ὑλοποιοῦν τις ἐντολές τῆς δικαιοσύνης και τῆς ἀγάπης, ἄν δεχτοῦμε την θεϊκή ὀπτική τοῦ κόσμου καὶ φέρουμε σ’αυτόν τὴν πίστη μας, γιατί αυτή εἶναι ἡ βεβαιότητα καὶ ἡ ἐλπίδα μας, αὐτή εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ μπορεῖ να βοηθήσει κι ἄλλους νὰ ἀναγεννηθούν· ἀλλά γιὰ να ξαναγεννηθεῖ πρέπει να δεῖ τὴν ἀναγέννηση σε μᾶς.
Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ αρχίσει νὰ ἀναγεννᾶται, με μιά ἕνωση τοῦ Θεοῦ με τὸν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ Λόγος πῆρε σάρκα· ἦταν γιά μᾶς μιά ἀποκάλυψη ανανέωσης, μεγαλοπρέπειας και λάμψης του Θεού στο σκοτάδι και τὴν σκοτεινιά αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Μακάρι νὰ μᾶς χαρίσει ὁ Θεός ἀνδρεία καὶ ἀγάπη καὶ μεγαλεῖο ψυχῆς να γίνουμε ἀγγελιαφόροι Του καὶ μάρτυρες Του, καὶ μακάρι το ἔλεος τοῦ Κυρίου να εἶναι μαζί σας καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ χάρη Του γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, τώρα καὶ πάντα μέχρι το τέλος τοῦ κόσμου.
Ἀμήν.