Ηρακλής Ρεράκης, ομότ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.

Πολλοί χριστιανοί αυτές τις Άγιες Ημέρες του Δωδεκαημέρου, αναζητούν ψυχικά στηρίγματα, προκειμένου, ως ψυχοσωματικές υπάρξεις που είναι, να καλύψουν τις πνευματικές τους ανάγκες και να έχουν δύναμη και πίστη για την νικηφόρα αντιμετώπιση κάθε κακού, όπως είναι η πολύπλευρη απειλή της πανδημίας του Covid-19.

Αν και η πολιτεία, φαίνεται, ως να μην αποδέχεται την ψυχοσωματική οντότητα των Ορθοδόξων Ελλήνων και να  μην συμμερίζεται τα αισθήματά τους, να θέλουν μεν να αντιμετωπίσουν την πανδημία και να προστατέψουν την υγεία του σώματος, αλλά χωρίς να αρνηθούν την Αγία πίστη τους και χωρίς, ταυτόχρονα, να αμελήσουν και τις οντολογικές ανάγκες της ψυχής τους.

Πάντοτε, όμως, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, εισερχόμενος εντός της Ιστορίας, συναντά δύο μερίδες ανθρώπων. Τους πιστούς, που τον αποδέχονται, από την πρώτη στιγμή, όπως η Παρθένος Μαρία, ο Ιωσήφ, οι Ποιμένες και οι εξ ανατολών Μάγοι και τους άπιστους, που αδιαφορούν για την έλευσή του, όπως οι κάτοικοι της Βηθλεέμ ή κάποιοι πολιτικοί ηγέτες, που ετοιμάζουν τον αφανισμό του (Ηρώδης, ρωμαίοι αυτοκράτορες και πολλοί άλλοι μεταγενέστεροι άρχοντες του κόσμου τούτου).

Αυτοί οι τελευταίοι, φαίνεται ότι, λόγω της εξουσίας και του πάθους της οίησης, από το οποίο συνήθως πάσχουν, ρυθμίζουν και επηρεάζουν τη δημιουργία των συνθηκών, έτσι ώστε ο Χριστός, που γεννάται να μην βρίσκει «τόπο» να μείνει, όπως άλλωστε τόνιζε και ο ίδιος αργότερα: «Ο υιός του ανθρώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. 8, 20).

Στη λιτή ευαγγελική περιγραφή της ιστορικής γέννησης του Χριστού στη Βηθλεέμ, όπως, μάλιστα, τονίζουν οι δύο Ευαγγελιστές, ο Λουκάς και ο Ματθαίος, που διηγούνται τα γεγονότα της Θείας Γεννήσεως, φανερώνεται ότι, λόγω της ελευθερίας που εκ Θεού έχει ο άνθρωπος, μπορεί να αποδέχεται ή να απορρίπτει τον Χριστό. 

Ο Λουκάς, πολύ λιτά, αναφέρει ότι ο Ιωσήφ πήρε τη μνηστή του, την Παρθένο Μαρία, για να πάνε από την Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ και να απογραφούν και, ενώ βρίσκονταν στη Βηθλεέμ, συμπληρώθηκαν οι μέρες και γέννησε τον υιό της και τον σπαργάνωσε και τον έβαλε στη φάτνη, γιατί δεν υπήρχε γι αυτούς διαθέσιμος «τόπος» στο πανδοχείο για να μείνουν: «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. 2, 4 -7).

Σημειώνουμε επίσης ότι η αναγκαστική λύση του Σπηλαίου και της Φάτνης, στην οποία καταφεύγουν, αφενός, μαρτυρεί τη φτώχεια των γονέων και, αφετέρου, την ηθικοκοινωνική και πνευματική κατάπτωση κάποιων συγχρόνων τους, στην πόλη του Δαυίδ, την Βηθλεέμ, που αδιαφόρησαν, έτσι ώστε να μην βρεθεί κάποιος να παραχωρήσει «τόπο» για να γεννηθεί ο Χριστός και να αναγκασθεί η Θεοτόκος να πάει και να γεννήσει μέσα σε ένα Σπήλαιο, που το χρησιμοποιούσαν ως Στάβλο ζώων.

Ωστόσο, το αφιλόξενο κλίμα της Βηθλεέμ, βλέπουμε να επαναλαμβάνεται ως τις ημέρες μας. Ο Θεάνθρωπος συνεχίζει να έρχεται, «αυταπάγγελτος» κατά τον Ακάθιστο Ύμνο, και να γεννάται στον κόσμο, ενώ η ελευθερία των ανθρώπων, που κυβερνούν αυτόν τον κόσμο, συνεχίζει να επηρεάζεται από τις αντίχριστες πνευματικές δυνάμεις, που οδηγούν σε εχθρικές ενέργειες, έτσι ώστε να μην υπάρχει γι’ Αυτόν «τόπος εν τω καταλύματι».

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Λόγο του Χριστού, τον Λόγο του Ευαγγελίου, ο οποίος, συνήθως, διώκεται από τις αρχές και τις εξουσίες.

Η αιτία, που δεν βρίσκεται στις μέρες μας «τόπος» ούτε για τον Χριστό ούτε για το Ευαγγέλιό Του, είναι ανάλογη με ό, τι συνέβαινε και στη Βηθλεέμ κατά τη γέννησή του. Τα Πανδοχεία φιλοξενίας, τότε, είχαν όλα καταληφθεί.

Και σήμερα, επίσης, κατά παρόμοιο τρόπο, οι καρδιές των ανθρώπων, στις οποίες ο Χριστός ζητάει να βρει «τόπο» για τον Λόγο Του, είναι πλήρεις από άλλους επισκέπτες, που φιλοξενούνται σε αυτές.

Έχει σημασία, όμως, η παρουσίαση και της άλλης πλευράς στην Ευαγγελική διήγηση της του Χριστού γεννήσεως. Διότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει, τι κάνει ο ίδιος ο Θεός και οι πιστοί του Θεού για τον Ερχόμενο Σωτήρα του κόσμου, Ιησού Χριστό.

Εδώ βλέπουμε ότι, απέναντι στο αφιλόξενο κλίμα της Βηθλεέμ και του Ηρώδη, εμφανίζονται και κάποιοι άλλοι άνθρωποι, που, ελεύθερα, αποδέχονται τον Σωτήρα του κόσμου.

Αυτοί είναι εκείνοι, η ελευθερία των οποίων τους οδηγεί στη συνάντηση, στην πίστη, στην αποδοχή και στην προσκύνηση του Θεανθρώπου.

Τα πρόσωπα που προβάλλονται είναι δεκτικά στη θεία παρέμβαση του Θεού και είναι αυτά, που αξιώνονται να βλέπουν και να βιώνουν τα σημεία της δόξας του Θεού που τους αποκαλύπτονται.

Η έλευση του Χριστού στον κόσμο, που αρχίζει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου συνοδεύεται με την εμφάνιση του Αγγέλου, που μεταφέρει το μήνυμα του Θεού στην Παρθένο Μαρία ότι, δηλαδή, βρήκε χάρη και ευλογία από τον Θεό, ότι θα λάβει το Πνεύμα το Άγιο και θα συλλάβει Υιό, μήνυμα το οποίο Εκείνη, με άμεση ανταπόκριση, αποδέχεται (Λουκ. 1, 28-35).

Το ίδιο συμβαίνει και  με τους φτωχούς και άσημους βοσκούς, στους οποίους, επίσης, εμφανίζεται Άγγελος Κυρίου και μαζί μ αυτόν το Φως της δόξας του Θεού, που «περιέλαμψεν αυτούς» και τους φανερώνει ποιος ήταν Εκείνος που γεννήθηκε «εν φάτνη» στη Βηθλεέμ, καλώντας τους να τον αναζητήσουν και να τον βρουν:

«Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί το λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ. Και τούτο υμίν το σημείον. Ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη» (Λουκ 2, 12).

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, επίσης, μας εξιστορεί, πώς έφθασαν οι τρεις Μάγοι, από την ανατολή, αναζητώντας τον Βασιλέα, που κατά θαυμαστό τρόπο τους αποκαλύφτηκε ότι γεννήθηκε στη περιοχή της Παλαιστίνης, για να τον προσκυνήσουν.

Αυτοί, φτάνοντας με θαυμαστό τρόπο στα Ιεροσόλυμα, ρωτούσαν: «Πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; Είδομεν γαρ τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ». (Ματθ. 2, 2).

Ο Ηρώδης, μόλις έμαθε ότι αναζητούσαν κάποιον Βασιλέα, που γεννήθηκε στην περιφέρειά του, θορυβήθηκε και κάλεσε σε σύναξη τους αρχιερείς και τους  γραμματείς,  που μελετούσαν τις γραφές. Και εκείνοι του είπαν ότι όντως ο Προφήτης Μιχαίας είχε προφητεύσει ότι στη Βηθλεέμ θα γεννηθεί Ηγούμενος, που θα ποιμάνει τον λαό του Ισραήλ (Ματθ. 2, 5-6).

Τότε, κάλεσε τους Μάγους και τους είπε να πάνε στη Βηθλεέμ και, αφού βρουν το παιδίον, να έλθουν να του πουν πού βρίσκεται, για να πάει και εκείνος να το προσκυνήσει, σχεδιάζοντας φυσικά τη θανάτωσή Του. Φεύγοντας εκείνοι για την Βηθλεέμ, φανερώθηκε το άστρο που τους οδηγούσε από την Ανατολή και τους πήγε στον τόπο που βρισκόταν ο Ιησούς.

Εκείνοι, αφού τον προσκύνησαν, έλαβαν εντολή στο όνειρό τους, να μην περάσουν, για να ενημερώσουν τον Ηρώδη, και έτσι πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

Με βάση τα παραδείγματα των Βοσκών και των Μάγων, βλέπουμε ότι η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που επιβάλλονται από την εξουσία και όλους τους αρνητές Του, γίνεται αποδεκτή και πιστευτή από τους «ταπεινούς τη καρδία», που ήταν και είναι πάντοτε Μακάριοι, άξιοι και έτοιμοι, ψυχικά,  να βρουν και να δουν τον Θεό, με όλες τις θαυμαστές Του φανερώσεις.

Αντίθετα η Έλευση του Σωτήρα στον κόσμο, δεν γίνεται αποδεκτή και πιστευτή, από εκείνους των οποίων «η καρδία ην πεπορωμένη».

Ωστόσο, το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων δεν ακυρώνεται.

Ο Χριστός, δεν εξαιρεί κανέναν από την κλήση για σωτηρία, εκτός από αυτούς που την αρνούνται.

Το «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε» απευθύνεται σε όλους, ως η μεγάλη χαρά του ερχομού του Σωτήρα του κόσμου, που ευαγγελίζεται ο Άγγελος Κυρίου και αφορά «παντί τω λαώ», πιστούς και άπιστους. Όμως, κανενός η ελευθερία δεν βιάζεται: Ο Λυτρωτής καλεί τους πάντες προς λύτρωση και, ταυτόχρονα, παραγγέλλει: «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» και «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».