Ευαγγέλιο Κυριακής: Ματθ. α΄ 1-25.

Βίβλος γενέσεως  Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ  Ἀβραάμ. 2  Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν  Ἰσαάκ,  Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰακώβ,  Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, 3  Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐσρώμ,  Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀράμ, 4  Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀμιναδάβ,  Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, 5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ,  Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰεσσαί, 6  Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα. Δαυΐδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, 7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοάμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀβιά,  Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀσά, 8  Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσαφάτ,  Ἰωσαφάτ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωράμ,  Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ὀζίαν, 9  Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωάθαμ,  Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἄχαζ,  Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐζεκίαν, 10  Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀμών,  Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσίαν, 11  Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. 12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος  Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, 13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀβιούδ,  Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλιακείμ,  Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀζώρ, 14  Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀχείμ,  Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλιούδ, 15  Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλεάζαρ,  Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰακώβ, 16  Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη  Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. 17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ  Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. 18 Τοῦ δὲ  Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ  Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος  Ἁγίου. 19  Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. 20 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων·  Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν  Ἁγίου. 21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. 22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· 23  Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. 24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ  Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, 25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἰησοῦν.

1.

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἀπὸ σήμερα πιὰ μπαίνουμε φανερὰ στὴν περιοχὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει γιὰ τοὺς προγόνους τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε σὲ μᾶς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸν Ἰωσὴφ εἶν’ ἕνας μακρὺς κατάλογος μὲ τὰ ὀνόματα τῶν προγόνων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σὰν ἀνθρώπου. Ὁ κατάλογος ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, γιατί ἐκεῖνος εἶναι γενάρχης τῶν Ἑβραίων καὶ σὲ κεῖνον ὁ Θεὸς ἔδωκε τὴν ὑπόσχεση πὼς ἀπὸ τὴ γενιά του θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός. Ἐμεῖς τώρα ἂς ἀφήσουμε τὸν κατάλογο μὲ τὰ ὀνόματα κι ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας γλώσσα τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ κεῖ ποὺ μᾶς μιλάει γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννηση ἦταν ἔτσι. Ἡ μητέρα του ἡ Μαρία, ὅταν ἀρραβωνιάσθηκε μὲ τὸν Ἰωσήφ, πρὶν νὰ συγκατοικήσουν, βρέθηκε νὰ εἶναι ἔγκυος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κι ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀρραβωνιαστικός της, ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἐκθέση, θέλησε κρυφὰ νὰ τὴν διώξη. Κι ἐνῶ αὐτὸς σκέφθηκε ἐτοῦτα, νὰ καὶ φαίνεται στὸν ὕπνο του ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει· Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, νὰ μὴ φοβηθῆς νὰ πάρης μαζί σου τὴ γυναίκα σου Μαριάμ· γιατί αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε μέσα της εἶναι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Θὰ γέννηση λοιπὸν παιδὶ καὶ θὰ τὸ ὀνομάσης Ἰησοῦν· γιατί αὐτὸς θὰ σώση τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Κι ὅλο ἐτοῦτο ἔγινε γιὰ ν’ ἀληθέψη ὁ λόγος Κυρίου, ποὺ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη· Νά, ἡ παρθένος θὰ μείνη ἔγκυος καὶ θὰ γέννηση παιδὶ καὶ θὰ τοῦ δώσουνε τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ, ποὺ θὰ πῆ· ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. Καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο ὁ Ἰωσὴφ κι ἔκαμε καθὼς τὸν πρόσταξεν ὁ ἄγγελος Κυρίου, καὶ πῆρε μαζί του τὴ γυναίκα του καὶ δὲν τὴν πλησίαζε, μέχρι ποὺ γέννησε τὸν υἱὸ της τὸν πρωτότοκο καὶ τοῦ ‘δωκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γράφει πὼς τὸ ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», πάνω δηλαδὴ ἀπ’ ὅλα τὰ ὀνόματα. Κι’ ὅπως βλέπουμε σήμερα στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὄνομα Ἰησοῦς δὲν τὸ ἔδωκαν oi ἄνθρωποι στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Τὸ ἔδωκεν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἔτσι εἶπε ὁ ἄγγελος Κυρίου στὸν Ἰωσήφ, ποὺ θορυβήθηκε ὅταν κατάλαβε πὼς ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ἔγκυος. Θὰ γέννηση παιδί, τοῦ εἶπε, καὶ θὰ τὸ ὀνομάσης Ἰησοῦν. Μὰ πιὸ πρῶτα τὸ εἶχε πῆ καὶ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν παρθένο Μαρία, ὅταν πῆγε σταλμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ στὴ Ναζαρέτ, γιὰ νὰ εὐαγγελισθῆ τὴ μεγάλη χαρὰ ποὺ περίμενε ὁ κόσμος. Θὰ γέννησης, τῆς εἶπε, υἱὸ καὶ θὰ τοῦ δώσης τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτὸ τὸ ὄνομα, χριστιανοί μου, δὲν δόθηκε στὴν τύχη. Εἶναι τὸ ὄνομα ποὺ φανερώνει τί θὰ ἐρχότανε νὰ κάμη στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὸ ἴδιο τὸ ὄνομά του ὑπάρχει τὸ ἔργο καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ, γιατί τὸ Ἰησοῦς, ποὺ εἶναι ὄνομα ἑβραϊκό, στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα θὰ πῆ Σωτήρας. Ὁ ἄγγελος Κυρίου ποὺ παρουσιάσθηκε στὸν Ἰωσήφ, δὲν παράλειψε καὶ νὰ ἐξηγήση γιατί ὁ Χριστὸς θὰ ἔπαιρνε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς· γιατί αὐτός, εἶπε, θὰ σώση τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του.

Νὰ μὴ θαρροῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, χριστιανοί μου, πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε γιὰ τίποτ’ ἄλλο ἐδῶ στὴ γῆ παρεκτὸς γιὰ νὰ μᾶς σώση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὅλα τὰ ἄλλα ὅσα μᾶς λείπουνε μποροῦμε νὰ τὰ βροῦμε καὶ νὰ τὰ φτιάξουμε μόνοι μας, καὶ ἐπιστῆμες καὶ τέχνες καὶ πλοῦτο· μόνο τὴν ἁμαρτία μας εἴμαστε ἀνήμποροι νὰ νικήσουμε καὶ μόνο τὴ σωτηρία μας δὲν εἶναι τρόπος νὰ βροῦμε. Μὰ εἶν’ ἀλήθεια πὼς ἂν δὲ σωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ὅλα τὰ ἄλλα δὲ μᾶς ὠφελοῦνε σὲ τίποτα. Ἐκεῖ ποὺ θαρροῦμε πὼς εἴμαστ’ εὐτυχισμένοι μέσα στὰ καλὰ ποὺ μᾶς δίνει ὁ κόσμος, ἐκεῖ κι αἰσθανόμαστε πὼς εἴμαστε δυστυχισμένοι καὶ ταλαίπωροι, γιατί μᾶς τρώγει μέσα μας τὸ σαράκι τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς βαραίνει ἡ ἔνοχη συνείδησή μας. Τὴν ἁμαρτία μας δὲν τὴν ξεπλένει καὶ τὴ συνείδησή μας δὲν τὴν ξαλαφρώνει ἄλλος κανένας, παρεκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας μας. Γι’ αὐτὸ πάντα τὸ πιὸ ἀγαπητὸ σὲ μᾶς πρόσωπο καὶ τὸ ἀνώτερο καὶ τὸ ἐνδοξότερο ἀπ’ ὅλα τὰ ὀνόματα, ὅπου τὸ προσκυνοῦνε καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ oi δαίμονες, εἶναι τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.

Ὅλα τὰ περιστατικά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅλα τὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, καθὼς μᾶς τὰ ἱστοροῦνε τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, μᾶς λένε πὼς ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, κι ἂς φαίνεται ἄνθρωπος κι ἂς ἔχη ὅλα τὰ φυσικά τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ πάψη νὰ ‘ναι Θεός. Αὐτό, ὅσο καὶ νὰ τὸ συλλογιζώμαστε, δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Μένει πάντα γιὰ τὸ μυαλὸ μας μυστήριο τοῦ Θεοῦ· γι’ αὐτό, ἀντὶ νὰ τὸ ἐρευνοῦμε, τὸ προσκυνοῦμε. Ὅταν τὸ προσκυνοῦμε, τότε ζεσταίνεται ἡ καρδιά μας καὶ τὸ αἰσθανόμαστε νὰ ζῆ μέσα μας. Τὸ ἴδιο σὰν ποὺ στέργουνε ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα τὰ παιδιά τους καὶ σὰν ποὺ ἀγαποῦνε τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα τους καὶ τὴ μητέρα τους. Δὲν κάθουνται νὰ τὸ σκεφθοῦνε πρῶτα μὲ τὸ μυαλὸ κι ὕστερα νὰ δείξουνε τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴ στοργή τους, μὰ ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ αἴσθημά τους καὶ κάνουν ἐκεῖνο, ποὺ ὕστερα τὸ μυαλὸ τὸ βρίσκει ἀληθινὸ καὶ πρεπούμενο.

Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια μᾶς λένε πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεὸς κι ἐμεῖς τὸ πιστεύουμε κι ἂς μὴν τὸ καταλαβαίνουμε· τὸ δεχόμαστε, γιατί ἒχουμ’ ἐμπιστοσύνη σὲ κεῖνον ποὺ μᾶς τὸ λέγει. Μᾶς τὸ λέγει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη, πὼς ἡ παρθένος θὰ μείνη ἔγκυος καὶ θὰ γέννηση παιδὶ καὶ θὰ τοῦ δώσουνε τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ. Αὐτὸ τὸ Ἐμμανουήλ, ποὺ εἶναι κι αὐτὸ ἑβραϊκὸ ὄνομα, στὴ γλώσσα μας θὰ πῆ· μαζί μας ὁ Θεός. Τί ἄλλο τάχα, χριστιανοί μου, θέλουμε καὶ τί μᾶς λείπει, ὅταν εἶναι μαζί μας ὁ Θεός; Τὸ μαζί μας ὁ Θεὸς δὲ θὰ πῆ μόνο τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, μὰ καὶ τὴν παρουσία του μεταξύ μας. Δὲν εἶναι μαζί μας ὁ Θεός, ἐκεῖνος μένοντας στὸν οὐρανὸ καὶ μεῖς ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ στέλνοντας σὲ μᾶς κάποιον ἄγγελό του καὶ σκεπάζοντάς μας ἀπὸ μακρινὰ μὲ τὴ χάρη του. Μὰ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας μὲ τὴν παρουσία του, κατεβασμένος ὁ ἴδιος στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἀνεβάση στὸν οὐρανό. Ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε κι ἀναστράφηκε μαζί μας, μένει μαζί μας κι ἂς ἀναλήφθηκε μετὰ τὴν Ἀνάσταση στοὺς οὐρανούς. Μένει στὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ἐβεβαίωσε στοὺς Ἀποστόλους μετὰ τὴν Ἀνάσταση.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τώρα ποὺ ἐρχόμαστε νὰ ξαναγιορτάσουμε τὴν θεία γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἂς νιώσουμε τὴν παρουσία του κι ἂς τὸν προσκυνήσουμε ζητώντας τὴ σωτηρία μας. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς μαζί μας. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ἦρθε στὴ γῆ, γιὰ ν’ ἀνεβοῦμε κι ἐμεῖς μαζί του στὸν οὐρανό. Ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς μαζί του θεοί. Ἂς γιορτάσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μέσα στὴν ἀληθινὴ χαρὰ τῆς παρουσίας καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

2.

Πίστη καὶ ἐπαγγελίες

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Τὴν Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴ μνήμη ὅλων ἐκείνων ποὺ εὐαρέστησαν στὸν Θεό, ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους μέχρι τὸν ἅγιο Ἰωσὴφ τὸν μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Αὐτὸς «ὁ θεοσύλλεκτος χορὸς τῶν ἁγίων», ὅπως λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς, μὲ προεξάρχοντες τοὺς ἁγίους Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, μᾶς ἑτοιμάζει νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν νεογέννητο Χριστό. Δὲν χρειάζονται, μᾶς λένε, πολυτελῆ ροῦχα καὶ πολυδάπανοι στολισμοί. Δύο μόνο εἶναι τὰ ἀπαιτούμενα, σύμφωνα μὲ ἄλλο τροπάριο: «τρόπος φιλόξενος» καὶ «πίστις ὑψηλή».

Ἡ πίστη τῶν Πατριαρχῶν

Μὲ τὶς δύο αὐτὲς ἀρετὲς ἦταν ἐξόχως κοσμημένος ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ· μὲ τὴν πρώτη ἀξιώθηκε νὰ φιλοξενήσει τὸν ἴδιο τὸν ἄσαρκο Θεὸ Λόγο μὲ μορφὴ ἀγγέλου καὶ «τυπικῶς» ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Τριάδα· τὴ δεύτερη, τὴν πίστη, τὴν καλλιέργησε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ γίνει πατέρας ὅλων τῶν πιστευόντων, καὶ ὁ παράδεισος νὰ ὀνομαστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ «κόλπος τοῦ Ἀβραάμ». Μᾶλλον δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ποὺ νὰ «πέρασε» μὲ ἄριστα τόσο δύσκολες ἐξετάσεις πίστης. Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀρχίζει μὲ μία ὑπέροχη ἐξύμνηση τῆς «ὑψηλῆς» πίστης του.

Ὁ Θεὸς τὸν «ξεσήκωσε» ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία καί, χωρὶς καν νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει, τὸν ἔφερε στὴν Παλαιστίνη μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ χαρίσει αὐτὴ τὴ γῆ. Ἄφησε τὴν πατρίδα του, ὅπου ἦταν ἐπιφανής, ἄφησε ὅλη τὴν ἀκίνητη περιουσία του, τοὺς φίλους, τοὺς συγγενεῖς, καθὼς καὶ τοὺς τάφους τῶν προγόνων του, μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ μὴν ξαναγυρίσει ποτέ. Καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν πέθανε ἡ γυναίκα του Σάρρα, ἀναγκάστηκε νὰ ἀγοράσει τὸν τάφο της· αὐτός, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅλη ἐκείνη τὴ γῆ, δὲν εἶχε ἀκόμα δικό του «οὐδὲ τριπηχυαῖον τόπον», ἀφοῦ ἔμενε ἀκόμα σὲ σκηνές. Ἀλλὰ καὶ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν συγκληρονόμοι τῆς θείας ὑπόσχεσης Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ σὲ σκηνὲς ἔμειναν, σὰν σὲ ξένη γῆ, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ χάσουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸν Θεό.

«Εἰργάσαντο δικαιοσύνην»

Τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι αὐτοὶ οἱ προπάτορες, ἂν καὶ τοὺς εἶχε δοθεῖ ὑπόσχεση γιὰ ἐπίγεια ἀγαθά, δὲν τοὺς ἔδιναν σημασία, ἀλλὰ ἀναζητοῦσαν τὴ μέλλουσα οὐράνια πόλη. Ἐνῶ ἐμεῖς, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ νεογέννητος Μεσσίας μὲ ὅλους τοὺς τρόπους μᾶς μίλησε καὶ μᾶς ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, συνεχίζουμε νὰ ἐπιζητοῦμε τὰ κάτω καὶ χοϊκά. «Ντροπή μας!», ἀναφωνεῖ μὲ πικρία ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Αἰσχυνθῶμεν», διότι ἐνῶ «ὁ Θεὸς περὶ τῆς ἄνω διαλέγεται πόλεως, ἡμεῖς τὴν ἐνταῦθα ἐπιζητοῦμεν».

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ λαμπρὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν, μνημονεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀθλητὲς τῆς πίστης, ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔλαμψαν μὲ τὸν φωτεινὸ βίο τους ἀλλὰ ἀκτινοβολοῦσαν μὲ τὴν πίστη τους. Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἐπιβράβευση καθαροῦ βίου, ἀλλὰ δῶρο σὲ ταπεινὲς ψυχές. Καὶ κάποτε ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση καὶ σὲ ἀνυψωτικὴ συντριβή. Ἡ πίστη δὲν εἶναι καρπὸς ἀναμάρτητης πολιτείας, ἀλλὰ – ἂν τὸ θελήσει ὁ «πνεύματι συντετριμμένῳ» μετανοῶν- μπορεῖ νὰ γίνει ἔναυσμα καὶ ἀφυπνιστικὴ δύναμη γιὰ ἐνάρετη πολιτεία καὶ στεφάνι ἁγιότητας. Κορυφαῖο παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ὑπὸ τοῦ Παύλου μνημονευόμενος προφητάναξ Δαβίδ, ποὺ τιμήθηκε καὶ ὡς κατὰ σάρκα γενάρχης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ εἶναι κορυφαῖο παράδειγμα πίστης ὁ Δαβίδ, διότι περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κατορθώματα πίστης, τὶς νίκες κατὰ τῶν ἐχθρῶν, τὴ χαλιναγώγηση λιονταριῶν, τὴ λύτρωση ἀπὸ φωτιά, ἀπὸ μαχαίρι φονικὸ ἢ καὶ ἀπὸ ἀρρώστιες, περισσότερο ἀπὸ μαρτυρικὸ θάνατο, ἀπὸ ὑπομονὴ σὲ κάθε εἴδους στερήσεις καὶ κακουχίες, περισσότερο ἀπὸ ὅλα αὐτά, βασικὴ προϋπόθεση ἀλλὰ καὶ ἀσφαλὴς καρπὸς πίστης εἶναι «ἡ ἐργασία τῆς δικαιοσύνης» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ ὑγιὴς καὶ σταθερὴ μετάνοια.

Προϋποθέσεις συμμετοχῆς στὴν τελικὴ ἐπαγγελία

Ὁ παρὰ λίγο ἱερομάρτυς Σαπρίκιος, ἔστω κι ἂν ὑπέμεινε μαρτύρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἔχασε τελικὰ καὶ τὸ στεφάνι τῆς ἁγιότητας καὶ τὴν ψυχή του, καὶ «διχοτομήθηκε» ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη του, γιατί δὲν θέλησε νὰ συγχωρήσει τὸν φίλο του Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἐπίμονα ζητοῦσε τὴ συγγνώμη του μέχρι τὴν τελευταία στιγμή· τὴ δόξα τοῦ μαρτυρίου τὴν κέρδισε ὁ Νικηφόρος, γιατί ἀποδείχθηκε πιὸ ταπεινὸς καὶ πιὸ ἐλεήμων. Αὐτὴ ἡ ταπείνωση καὶ ἡ εὐσπλαχνία εἶναι τὸ ἀσφαλὲς εἰσιτήριο εἰσόδου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ἔκρουσε τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου γιὰ πολλοὺς χαρισματούχους καὶ θαυματουργοὺς ὅτι, ἂν βρεθοῦν γυμνοὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀρετές, θὰ ἀκούσουν τὴν ἔσχατη ἡμέρα τὸ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» καὶ θὰ μείνουν ἔξω τοῦ νυμφῶνος του.

Ἡ ἀνυπέρβλητη τιμή, ποὺ μᾶς κάνει ὁ σὲ λίγες μέρες ἐν φάτνῃ ἀλόγων ἀνακλινόμενος Χριστός, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ εὐθύνη γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι τὸ ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι προπάτορες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιμένουν ἐμᾶς, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε μαζὶ τὴν ὕψιστη τελικὴ πρὸς ὅλους μας ἐπαγγελία του. Μᾶς περιμένουν νὰ γίνουμε συνοδοιπόροι τους πρὸς τὴ Βηθλεέμ, γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ σαρκωθέντα, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς συνανυψώσει στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴν ἔσχατη δόξα τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας του.

3.

Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου καὶ βεβαίως ὅλης τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ πρώτη σελίδα τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Βιβλίου φαίνεται νὰ εἶναι ἡ πιὸ ἀνιαρὴ καὶ ἴσως ἡ πιὸ ἀπωθητικὴ σελίδα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, διότι ἀποτελεῖ μία κουραστικὴ λίστα ἀπὸ ἑβραϊκὰ ὀνόματα. Μία πιὸ προσεκτικὴ ὅμως ματιὰ μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι περιέχει τὸ χαρούμενο προμήνυμα τῆς σωτηρίας μας, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὸ γενεαλογικὸ «δένδρο» τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καταγράφει ὀνομαστικά τοὺς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ καταλήγοντας στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, τὸν φαινομενικὰ «ἄνδρα Μαρίας», ὁ ὁποῖος ὅμως στὴν πραγματικότητα εἶχε ὡς ἀποστολή: (καθῆκον) τὴν προστασία τῆς Ἀειπαρθένου.

«Δόξα τῇ συγκαταβάσει σου»

Γενεαλογεῖται ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ καὶ ὄχι ἡ Θεοτόκος Μαρία, διότι «οὐκ ἦν νόμος παρὰ Ἰουδαῖοι γενεαλογεῖσθαι γυvαῖκας» (ἱερὸς Χρυσόστομος), ἂν καὶ -κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ- ἐπίσης «ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυὶδ» καταγόταν ἡ Παρθέvος. Ὁ Χρυσορρήμων θεωρεῖ ἀναγκαῖο νὰ ἀναφέρει καὶ μία ἄλλη «μυστικωτέραν αἰτίαν», γιὰ τὴν ὁποία γενεαλογεῖται ὁ Ἰωσήφ, ἔστω κι ἂν αὐτὸς δὲν συντελεῖ «οὐδὲν πρὸς γέννησιν»: Ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξ ἀρχῆς συνεσκίασε τὴν ἰσότητά του πρὸς τὸν Πατέρα ὀνομάζοντας τὸν Ἑαυτὸ του «υἱὸν ἀνθρώπου», ἔτσι καὶ ὁ Ἰωσὴφ παρουσιάζεται ὡς «ἀνὴρ» τῆς Μαρίας, ὥστε ἡ Παναγία νὰ ἀπαλλαγεῖ «πάσης ὑποψίας πονηρᾶς» καὶ νὰ μὴν κινδυνεύσει νὰ λιθοβοληθεῖ. Διότι, ἂν μετὰ ἀπὸ τόσα θαύματα συνέχιζαν νὰ ὀνομάζουν τὸν Χριστὸ «υἱὸ τοῦ Ἰωσήφ», πῶς, πρὶν ἀπὸ αὐτά, θὰ μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο; Μπορεῖ ἄραγε ἀνθρώπινος vοῦς νὰ συλλάβει τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ταπείνωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ γιὰ μᾶς καταδέχεται νὰ ἀντιμετωπίσει κίνδυνο ἀτιμωτικοῦ θανάτου, ἐνῶ ἀκόμη ἐκυοφορεῖτο.

Ἡ ἀναφορὰ στοὺς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ μαρτυρεῖ μὲ τὸν πιὸ σαφῆ τρόπο, τὸ πόσο ταπεινὰ ὁ Θεὸς εἰσῆλθε στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία προσλαμβάνοντας «ἀνθρώπινη σάρκα» ἀπὸ ἕνα λαό, κατὰ τὸ πλεῖστον «ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα, οἵ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ ἀλλ’ ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ἠσ. 65,2). Γι’ αὐτό, ἕνας κουραστικὸς κατάλογος ὀνομάτων ἀναδεικνύεται σὲ μία τρανὴ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο.

Ἀπαράδεκτες προφάσεις ἢ ἀφορμὲς ἀγώνων;

Ἡ συγκατάβαση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀκόμα πιὸ φανερή, ἂν προσέξουμε ὅτι μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κατάλογο περιλαμβάνονται προπάτορες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ ἀθέμιτες σχέσεις, ὅπως: (α) ὁ Φαρές, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ Ἰούδα μὲ τὴ νύφη του, ἔστω κι ἂν ἐκεῖνος δὲν τὴν κατάλαβε γιατί εἶχε μεταμφιεστεῖ σὲ πόρνη· (β) ὁ Βοόζ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν πόρνη Ραχάβ· καὶ (γ) ὁ Σολομώντας, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ μοιχεία ποὺ διέπραξε ὁ Δαβὶδ μὲ τὴ Βηρσαβεέ. «Τέτοιους συγγενεῖς καταδέχθηκε νὰ ἔχει ὁ Χριστός», λέει θαυμάζοντας ὁ ἅγιος ’Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Δὲν ντράπηκε τὰ αἴσχη μας. Ἦρθε ὄχι γιὰ νὰ τὰ ἀποφύγει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ καταργήσει».

Καὶ συμπληρώνει κάτι πολὺ σημαντικό: «Μὲ αὐτὸ μᾶς δίδαξε ὅτι δὲν πρέπει νὰ δικαιολογοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας ἐπικαλούμενοι κακοὺς προγόνους, ἀλλὰ μόνο ἕνα νὰ ζητᾶμε, τὴν ἀρετή. Ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀρετή, δὲν πρόκειται καθόλου νὰ τὸν βλάψει ὅτι ἔτυχε νὰ ἔχει ἁμαρτωλοὺς προπάτορες». Ἄρα εἶναι τουλάχιστον φαιδρό, μερικὲς φορὲς μέχρι τὰ γεράματά μας νὰ ἐπικαλούμαστε κληρονομικότητες καὶ παιδικὰ τραύματα γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀπροθυμία μας νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ πάθη. Εἶναι τόσο μεγάλο τὸ δῶρο τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, δηλ. «ἡ γνώμη καὶ ὁ τῆς ψυχῆς τρόπος», ὥστε -σὲ συνεργασία μὲ τὴν παντοδύναμη Χάρη τοῦ Θεοῦ- μπορεῖ νὰ ἀνατρέψει καὶ νὰ θεραπεύσει καὶ τὶς χειρότερες κληρονομημένες τάσεις, τὶς πιὸ βαθιὰ ριζωμένες συνήθειες καὶ τὰ πιὸ μακροχρόνια πάθη. Μάλιστα ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος προσθέτει ὅτι τοὺς κακοὺς προπάτορες πρέπει νὰ τοὺς «ἀξιοποιοῦμε» ὄχι ὡς ἀφορμὴ αἰσχύνης, ἀλλὰ ὡς ἀφορμὴ μεγαλύτερου ἀγώνα ὥστε «διὰ τῆς οἰκείας ἀρετῆς λαμπρύνειν κἀκείvους».

Οἰκειοποίηση θείων δωρεῶν

Ἡ τριμερὴς διαίρεση τῆς γενεαλογίας τοῦ Χριστοῦ σὲ περιόδους ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι -μετὰ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ- ἡγεμονεύονταν διαδοχικὰ ἀπὸ Κριτές, βασιλεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, αἴρει καὶ μία ἄλλη, ὄχι σπάνια, δικαιολογία ἀβελτηρίας καὶ νωθρότητας: τὸ ὅτι γιὰ ὅλα φταῖνε οἱ κυβερνῶντες. Ὁ χρυσορρόας Ἰωάνvης ἀποστομώνει ὅσους ἐπικαλοῦνται τέτοιες δικαιολογίες ἐπισημαίνοντας: «Οὔτε τῶν πολιτειῶν μεταβληθεισῶν» ἔγιναν καλύτεροι οἱ Ἰουδαῖοι. Στὰ ἴδια κακὰ ἔμειναν σὲ ὅλα τὰ πολιτεύματα. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἦρθε ὁ ἀληθινὸς Κριτής, Βασιλεὺς καὶ Ἱερεὺς ὁ Χριστὸς ὁ μόνος ποὺ «εὐαγγελίζεται, οὐ πολεμίων αἰσθητῶν, ἀλλὰ -τὸ ἀσύγκριτα μεγαλύτερο- ἁμαρτημάτων ἀπαλλαγήν», ἀκόμη καὶ τότε ὁ πλεῖστος ὄχλος «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι».

Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, τὸ ὕψιστο δώρo τοῦ Ἐνανθρωπίσαντος Χριστοῦ δὲν χαρίζεται χωρὶς τὴ δική μας ἐπίμονη αἴτηση καὶ ἐλεύθερη συνεργασία. Συνομολογώντας μὲ τὴ σταθερὴ μετάνοιά μας ὅτι «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ἂς ἀναζητοῦμε ὄχι δικαιολογίες ἀκηδίας ἀλλὰ συνεχεῖς ἀφορμὲς δοξολογίας τοῦ Ἐμμανουὴλ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου.

4.

Ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Ὅταν ὁ ἄγγελος παρουσιάστηκε στὸν Ἰωσὴφ τοῦ θύμισε τὴν ἀρχαία προφητεία (Ἠσ. 7.14) ἡ ὁποία ἔδινε τὴν ὑπόσχεση πὼς θὰ ἐρχόταν μία ἐποχὴ ποὺ ὁ Θεὸς θὰ ζοῦσε ξανὰ ἀνάμεσα στὸ λαό Του, ὅπως ἦταν καὶ στὴν ἀρχὴ ἀχώριστος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τότε ἐκεῖνοι θὰ ἀναφωνοῦσαν τὴ λέξη «Ἐμμανουὴλ» ἡ ὁποία στὰ Ἑβραϊκὰ σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Ἡ προφητεία αὐτὴ ἔχει ἐκπληρωθεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τώρα ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά μας.

Τὸν παλιὸ καιρὸ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ὕψωνε ὁλόκληρη τὴν ψυχή του, ὅλο τὸν ἐπίγειο πόθο του, ὁλόκληρη τὴν ἐλπίδα του γιὰ τὸν οὐρανὸ πρὸς ἐκείνη τὴ μυστηριώδη ἀπόσταση, τὴν κατοικία τοῦ ἀπρόσιτου Θεοῦ. Οἱ θρησκεῖες τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἀποσκοποῦσαν στὸ νὰ βροῦν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, μὲ θυσίες, μὲ μία δίκαιη ζωή, μὲ τὴν προσευχή, κάποιο σύνδεσμο, ἕνα τρόπο ἐπαφῆς μὲ αὐτὸ τὸ Θεὸ τὸν τόσο ἀκατάληπτο, τὸν τόσο τρομακτικὰ μακρινὸ στὴν ἁγιότητα καὶ τὸ ἄγνωστό Του. Κι ὁ Θεὸς αὐτός, ἐκείνη τὴ μαγικὴ βραδιὰ τῶν Χριστουγέννων ἔγινε ἄνθρωπος· μπῆκε στὸν κόσμο τῆς δημιουργίας ντυμένος μὲ ἀνθρώπινη σάρκα μέσω τῆς Ἀειπάρθενης Μαρίας. Τώρα δὲν προσπαθοῦμε πιὰ νὰ βροῦμε τὸ Θεὸ σὲ ἄγνωστα οὐράνια ὕψη, δὲν προσπαθοῦμε πιὰ νὰ Τὸν κατεβάσουμε σ’ ἐμᾶς, νὰ ἑλκύσουμε τὴν προσοχή Του, τὸ ἔλεος, τὴ συμπάθεια, τὴ συμπόνια, τὴν ἀγαθότητά Του διότι γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, ὅτι βρίσκεται ἀνάμεσά μας, ὅτι ἡ μακραίωνη ἀναζήτηση ἔχει τελειώσει, ὅτι Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος ἔχει ἔλθει. Κάθε φορὰ ποὺ τώρα προσευχόμαστε στὴν ἐκκλησία, στὸ σπίτι, στὰ ἄδυτα τῶν καρδιῶν μας, ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας.

Σήμερα θυμόμαστε τοὺς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ κι ὁ ἴδιος ὁ ναὸς μας εἶναι γεμάτος μὲ τὴν παρουσία τους. Ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι μαζί μας, κι ἡ Παναγία ποὺ Τοῦ ἔδωσε τὸ ἀνθρώπινό Του σῶμα καὶ τὴν ἀνθρώπινή Του ψυχή, κι ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ἀπὸ τοὺς προγόνους Του. Ἔχουμε διαβάσει ἕνα μεγάλο κατάλογο μὲ τὰ ὀνόματά τους, μερικοὶ ἀνάμεσά τους μᾶς ἐκθαμβώνουν μὲ τὴ δικαιοσύνη τους, τὴν ἁγιότητα, θαῦμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης θὰ μποροῦσαν νὰ συμπεριληφθοῦν στὴ γενεαλογία τοῦ Γιοῦ τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος ἔγινε γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἁμαρτωλοί τοὺς ὁποίους ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προβάλλει σὰν ἁμαρτωλοὺς χωρὶς νὰ προσπαθεῖ νὰ τοὺς δικαιολογήσει. Ὅλοι τους ὅμως εἶχαν μία κοινὴ ἰδιότητα, τὴ θεοστρέφεια: δύναμη τοῦ πόθου τους, μὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια πείνα τους ἀγωνίστηκαν νὰ βροῦν Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ζωὴ καὶ ἀλήθεια καὶ δικαιοσύνη καὶ φῶς, τὸ νόημα καὶ ἡ καταξίωση τοῦ παντός. Ἐπειδὴ κατευθύνθηκαν πρὸς τὸ Θεὸ μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἐπειδὴ πολέμησαν τὴν ἁμαρτία ποὺ συχνά τοὺς ὑπερνικοῦσε καὶ τοὺς ὑποδούλωνε ἔγιναν ἄξιοι τοῦ Θεοῦ.

Δὲν εἶναι ὑπέροχο αὐτό; Δὲν εἶναι ὑπέροχο τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἀνταποκρίνεται ὄχι μόνο στὴν ἁγιότητα, τὶς ἡρωικὲς προσπάθειες ἤ τὶς προσευχὲς ἀλλὰ καὶ στὴν κραυγὴ τῶν ψυχῶν μας: «Κύριε, δὲν μπορῶ νὰ ζῶ χωρὶς Ἐσένα, ἡ θνητή μου φύση μὲ βασανίζει, τὰ πάθη μὲ τυραννοῦν, θάνατος βασιλεύει μέσα μου, ἡ γῆ μὲ τραβᾶ χαμηλὰ καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει μέσα μου μία ζωή, μία πείνα ποὺ μόνο ἀπὸ Ἐσένα μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ»;

Εἶναι εὔκολο νὰ γίνουμε τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι, φτάνει μόνο νὰ στρέψουμε τὴν προσοχὴ στὰ βάθη μας, φτάνει νὰ μὴ δοκιμάσουμε νὰ ἱκανοποιήσουμε τὴν πείνα ποὺ ἔχουμε μέσα μας μὲ γήινο ψωμί, τὴ δίψα μας μὲ τὴν ἀπατηλὴ μέθη ποὺ μᾶς δίνουν τὰ πράγματα τῆς γῆς, οὔτε νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀνακουφίσουμε τὸν πόθο μας μὲ τὴν ψυχαγωγία. Ἂς δεχτοῦμε νὰ εἴμαστε οἱ πεινῶντες τοὺς ὁποίους θὰ χορτάσει ὁ Θεός, οἱ ζητοῦντες οἱ ὁποῖοι θὰ βροῦν, οἱ ἀγαπῶντες θὰ ἀγαπηθοῦν, οἱ ἀπεγνωσμένοι οἱ ὁποῖοι πέρα ἀπὸ κάθε ἐλπίδα θὰ δεχτοῦν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.

Ἐκεῖνος βρίσκεται ἀνάμεσά μας. Δὲ χρειάζεται νὰ τὸν ψάξουμε μακριά, εἶναι ἐδῶ. Γύρω μας ἔχουμε ὅλους τοὺς συγγενεῖς Του οἱ ὁποῖοι μᾶς λένε: «Κοιτάξτε ἐμᾶς, ἤμασταν ὅμοιοί σας, μερικοὶ καλύτεροι, οἱ περισσότεροι ὅμως ἀκόμη χειρότεροι ἀπὸ ἐσᾶς καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔκανε συγγενεῖς Του διότι χωρὶς Ἐκεῖνον δὲν μπορούσαμε νὰ ζήσουμε».

Ἂς γίνουμε εἰλικρινεῖς, ἂς μὴν κλείνουμε τὰ μάτια καὶ ἀπατοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας. Θὰ συναντήσουμε τότε τὸ ζωντανὸ Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος, ὁ Ἐμμανουὴλ θὰ μᾶς ἐπισκεφτεῖ μὲ τὸ νικηφόρο Του ὄνομα «ΙΗΣΟΥΣ», ποὺ σημαίνει «ὁ Θεὸς νικᾶ». Νικᾶ ἐμᾶς, κατατροπώνει τὸ κακό, τὴν ἁμαρτία, τὸ θάνατο, τὰ πάντα καὶ τὸ ἀνακαλύπτουμε σὰν παντοτινὴ ἀγαλλίαση, σὰν τὴν ἴδια τὴ ζωή μας, τὴ νίκη μας, τὴ βασιλεία τῆς αἰώνιας ἀγάπης καὶ τῆς μακαριότητας.

5.

Ὁμιλία στὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Κάθε χρόνο πρὶν τὰ Χριστούγεννα, διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Ματθαίου τὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ χρόνια ἀναρωτιόμουνα, γιατί; Γιατί πρέπει νὰ διαβάζουμε ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν τόσο λίγα πράγματα γιά μᾶς, ἐὰν δὲν σημαίνουν τίποτα; Καὶ τότε μοῦ ἔγινε αἰσθητὴ ἡ σημασία ποὺ ἔχουν γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ ὀνόματα.

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι, ὅτι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους προέρχεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅλοι συγγενεῖς Του, καὶ αὐτὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς προκαλοῦν βαθιὰ συγκίνηση: ὁ Χριστὸς εἶναι αἷμα τους, ἀνήκει στὴν οἰκογένειά τους. Ὁ καθένας τους ὅταν σκέφτεται τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ πεῖ, «εἶναι παιδὶ τῆς οἰκογένειάς μας», καὶ γιὰ τὸν Χριστό, «καὶ Ἐκεῖνος εἶναι παιδὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας, ἂν καὶ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Σωτήρας μας, ἡ ἀληθινὴ Θεικὴ παρουσία ἀνάμεσά μας» . Ἐπιπλέον, κάποια ὀνόματα ξεχωρίζουν: ὀνόματα Ἁγίων, ἡρώων τοῦ πνεύματος, καὶ ὀνόματα ἁμαρτωλῶν.

Ἀνάμεσά τους οἱ Ἅγιοι θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς διδάξουν τί σημαίνει νὰ πιστεύουμε· ὄχι ἁπλὰ νὰ ἔχουμε μία πίστη διανοητική, μία ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ συμπίπτει, στὸ βαθμὸ ποὺ μπορεῖ, μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία πίστη ποὺ σημαίνει μία πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μία πίστη χωρὶς ὅρια, ποὺ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας γι’ αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει, γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐξαιτίας τῆς γνώσης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεό,. Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Ἀβραὰμ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη δοκιμάστηκε στὸ μέγιστο βαθμό. Πόσο δύσκολα προσφέρουμε στὸν Θεὸ κάτι δικό μας: Στὸν Ἀβραὰμ ζητήθηκε νὰ προσφέρει ὡς θυσία αἵματος τὸν γιό του, καὶ δὲν ἔχασε τὴν πίστη του ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἰσαάκ; Παραδόθηκε χωρὶς ἀντίσταση, ὡς δεῖγμα τέλειας ὑπακοῆς στὸν πατέρα του, καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸν- στὸν Θεό.

Μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὴν πάλη τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὸν Ἄγγελο στὸ σκοτάδι, ὅπως κάποιες στιγμὲς ποὺ παλεύουμε γιὰ τὴν πίστη μας, γιὰ τὴν ἀκεραιότητά μας, στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς ἀμφιβολίας μας, στὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς κυριεύει κάποιες φορὲς ἀπὸ παντοῦ.

Ἀλλὰ ἐπίσης μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε κάτι ἀπὸ ἐκείνους πού, στὴν ἱστορία, στὴν Ἁγία Γραφή, ἐμφανίζονται σὰν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἦταν ἄνθρωποι ἀδύναμοι, μὲ μιὰ ἀδυναμία ποὺ εἶχε καταλάβει τὴ ζωή τους, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἀντισταθοῦν στὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς παρορμήσεις τους, στὰ πολύπλοκα πάθη τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Καὶ ὅμως πίστεψαν μὲ πάθος στὸν Θεό. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἦταν ὁ Δαυίδ, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς του τὸ ἐκφράζει αὐτὸ τόσο καλά : «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε..» Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀπελπισίας του, τῆς ντροπῆς, τῆς πτώσης του, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀποξένωσής του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὰ πιὸ βαθιὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς του, δὲν σταμάτησε νὰ ἀναπέμπει κραυγὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Θεό. Δὲν κρύφτηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν ἔφυγε μακρυά Του, ἔρχεται σ’ Ἐκεῖνον μὲ τὴν ἀπελπισμένη κραυγὴ ἑνὸς ἀπελπισμένου ἀνθρώπου. Τὴν συγκεκριμένη συμπεριφορὰ ἔχουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ἡ Ραχάβ, ἡ πόρνη- καὶ τόσοι πολλοὶ ἄλλοι.

Ἐμεῖς, ὅταν περνᾶμε τὴν πιὸ σκοτεινὴ περίοδο τῆς ζωῆς μας, ὅταν εἴμαστε παγιδευμένοι στὸ σκοτάδι ποὺ ὑπάρχει μέσα μας – στρεφόμαστε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ποῦμε: Σὲ σένα, Κύριε, κραυγάζω! Ναὶ εἶμαι στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Εἶσαι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι καὶ Ἐσὺ ὑπάρχεις μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς· ὑπάρχεις στὸν θάνατο ὅπως καὶ στὴν ζωή· στὴν κόλαση ὅπως στὸν οὐράνιο Θρόνο Σου· καὶ μπορῶ νὰ σοῦ φωνάζω ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ βρίσκομαι.

Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα τελευταῖο πράγμα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σκεφτεῖτε. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἐμᾶς εἶναι ὀνόματα· γιὰ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς γνωρίζουμε λίγα πράγματα ἀπὸ τὴν Βίβλο, γιὰ ἄλλους δὲν γνωρίζουμε τίποτα. Ἀλλὰ ὅλοι ὑπῆρξαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες σὰν κι ἐμᾶς μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐλπίδες, τοὺς κλυδωνισμοὺς στὸ θέλημα καὶ τοὺς δισταγμούς τους, μ’ ὅλη τὴν ἀρχικὴ ἀγάπη ποὺ τόσο συχνὰ ἀμαυρώνεται κι ὅμως παραμένει φλογερὴ καὶ φωτεινή. Εἶναι ἀληθινὰ πρόσωπα καὶ μποροῦμε νὰ διαβάζουμε τὰ ὀνόματά τους νοιώθοντας, ὅτι, ναὶ-δὲν σᾶς γνωρίζω, ἀλλὰ εἶστε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ καὶ συγκεκριμένη οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παρὰ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἐξωτερικὲς ἢ ἐσωτερικές, ἀνήκουν στὸν Θεό. Κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ προσπαθήσουμε, καὶ νὰ μάθουμε, μέσα στὴν συγκεκριμένη ζωὴ ποὺ ἔχουμε, κατὰ πόσον εἴμαστε ἀδύναμοι ἢ δυνατοὶ σὲ μία δεδομένη στιγμὴ καὶ ἂν ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε δικοί Του.

Λοιπὸν ἂς σκεφτοῦμε τὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ ἔλθουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε, ἂς τὴν δεχτοῦμε μὲ μιὰ λάμψη στὰ μάτια, μὲ μιὰ ζεστὴ καρδιά· αὐτὸ θὰ εἶναι δυνατὸ μονάχα στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ γίνεται ὁλοένα πιὸ ἀληθινὸς στὴ ζωή μας καὶ μέσα ἀπὸ Ἐκεῖνον, θ’ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀνθρώπου εἶναι πρόσωπα ἀληθινά, ζωντανά, ποὺ ἀνήκουν σέ μᾶς καὶ στὸν Θεό. Ἀμήν.

6.

Ὁ ἐρχομός τοῦ Θεοῦ στή γῆ καί τή zωή μας

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στή γῆ μᾶs προτρέπει νά ζήσουμε ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού πλησιάζει. Αὐτός ὁ ἐρχομός εἶναι μία θεμελιώδη ἀφετηρία πού βαθαίνει τό νόημα τῆς ζωῆs καί τῆς ὑπαρξήs μαs καί ἀνανεώνει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα μαs στή ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί γύρω μας. Ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει πανηγυρικά ὅτι ὁ Θεόs ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωποs Θεός. Αὐτή ἡ ἀλήθεια φωτίζει τά πιό σκοτεινά στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας. Αὐτή ἡ πίστη γίνεται πηγή χαρᾶς, πού ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς ὕπαρξής μας στόν ὑπερβατικό κόσμο τοῦ Θεοῦ. Τά Εὐαγγέλια, μᾶς λέει ἡ σημερινή περικοπή, περιγράφουν μέ λιτά χρώματα τήν παράδοξη γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν προσδοκία καί τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν. Οἱ Πατέρεs τῆς Ἐκκλησίαs θεολόγησαν φωτισμένα πάνω στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὑμνογράφοι ἐγκωμίασαν ἐκστατικοί τή συγκατάβαση καί τήν κάθοδο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν ἄνοδο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Δημιουργός γίνεται δημιούργημα. Ὁ Ἀόρατος ὁρᾶται, ὁ Ἄναρχος ψηλαφίζεται, ὁ ἀσώματος Θεόs λαμβάνει σῶμα, ὁ Ἄναρχος ἀρχίζει ὡς θεάνθρωποs τήν ἐπίγεια ζωή Του.

Ἔτσι λοιπόν «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», κατέβηκε ὁ Θεός ἀπό τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδή ἀπό τό ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπηs Του, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, «καί μή ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος». Εἰσέρχεται στή δική μας πραγματικότητα, μέσα στό εἶναι μας καί στή ζωή μας. Ὁ Θεός διάλεξε τό πιό σκοτεινό σημεῖο τῆς Ἱστορίας, γιά νά ἐκπληρώσει τίς ὑποσχέσειs Του, σέ ἕναν τόπο καί μέ ἕναν τρόπο πού μᾶς προκαλεῖ κατάπληξη. Ὁ ἀκατάληπτος καί παράδοξος τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἦλθε ὁ Θεόs στή γῆ μας, ἀλλά καί ἔρχεται κάθε φορὰ στή ζωή μας, ἀνατρέπει τά ἀνθρώπινα δεδομένα καί ἐπιβεβαιώνει ὅτι «τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώπου δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι». Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως», γιατί φανέρωσε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τέλειου ἀνθρώπου. Μία τέτοια γνώση εἶναι φῶς τῆς ψυχῆς. Νά γιατί ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ὡς γνώση τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας, δέν συγκρίνεται μέ καμιά ἄλλη γνώση καί ἀλήθεια τοῦ κόσμου, ἀφοῦ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ οὐρανός κατέβηκε στή γῆ καί ὁ ἄνθρωπος βρῆκε αὐτό πού ἀναζητοῦσε τόσο ἐπίμονα.

Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς, οἱ πιστοί, καλούμαστε νά ζήσουμε αὐτό τό μυστήριο τῆς ἱστορίας ὡς τό θαῦμα τῆς δικῆς μας ὕπαρξης καί ζωῆς. Γιατί ὅσο ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνηs» δέν ἀνατέλλει στήν ψυχή μαs, μάταια ἀναζητοῦμε νά βροῦμε μέσα στόν κόσμο τόν «τεχθέντα βασιλέα» τοῦ ὁράματος τῶν προφητειῶν καί τῆς βεβαιότητας τῶν Γραφῶν. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία διαρκὴς πρόσκληση νά ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά. Ἡ πνευματική ἀναγέννηση ἀποτελεῖ ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός, ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα νέο πρόσωπο. Ἕνας διαπρεπήs θεολόγοs μέ τή ρωμαλέα σκέψη του συνδέει τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ «ὡς παιδίου», ὅταν γράφει: «Οἱ λέξεις παιδίον καί Θεόs εἶναι ἀποκαλυπτικές γιά τό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατά κάποιον τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο πού ἀπευθύνεται στό παιδί πού συνεχίζει νά ζεῖ μυστικά μέσα στόν κάθε ἐνήλικο, στό παιδί πού συνεχίζει νά ἀκούει ὅτι ὁ ἐνήλικος ἔχει πάψει νά ἀκούει καί πού ἀνταποκρίνεται μέ μία χαρά, πού ὁ ἐνήλικοs μέσα στόν ὑπερώριμο, κουρασμένο καί κυνικό κόσμο πού ζεῖ ἀδυνατεῖ νά νιώσει».

Ἄλλωστε ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιό Του μᾶς λέει: «Γίνεσθε ὡς τά παιδία» (Ματθ. 18,3). Μέ τή φράση Του αὐτή δέν ὑπαινίσσεται μόνο τή χαμένη ἀθωότητα καί ἀνεξικακία, ἀλλά μᾶς παρακινεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι κάθε φορὰ πού γινόμαστε σάν τά παιδιά, ξαναγεννιόμαστε πνευματικά, ἀφοῦ βρίσκουμε αὐτό πού ἔχουμε χάσει, δηλαδή τή δυνατότητα νά παραδινόμαστε σέ αὐτό πού ἀγαπᾶμε καί ἐμπιστευόμαστε. Ἔτσι μόνο ζοῦμε τήν ὑπέρβαση, τό θαῦμα, τό μυστήριο.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἄς μή θρηνοῦμε τόν κοσμικό ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων. Τήν κομματιασμένη εἰκόνα τοῦ κόσμου γύρω μας καί τήν ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας ἦρθε νά συμμαζέψει καί νά ἀναπλάσσει ὁ «ἐν σπηλαίῳ γεννηθείs καί ἐν φάτνῃ ἀνακλιθεὶς Κύριος». Ἄν αὐτό μᾶς συγκλονίσει, θά ξαναγεννηθοῦμε μέσα μας, καί τότε μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θά ἀλλάξει καί ὁ κόσμος γύρω μας. Ἀμήν.

7.

Ἀπόστολος Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὴ μεγάλη γιορτὴ ποὺ πλησιάζει, μᾶς φέρνει πάλι κοντὰ στὰ μεγάλα κατορθώματα τῆς πίστεως τῶν ἀρχαίων Ἁγίων, τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Δικαίων, ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν ὑποσχέσεις ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δὲν τὶς εἶδαν νὰ ἐκπληρώνωνται. Μία ἦταν ἡ μεγάλη ὑπόσχεση, ποὺ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὴν ἀνανέωνε ὁ Θεός, ὁ ἐρχομὸς τοῦ Λυτρωτῆ. Αὐτὸς ὁ ἐρχομός, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὸν προσδοκοῦσαν καὶ τὸν περίμεναν μὲ πίστη, ἔφτασε νὰ γίνη μόνο στὰ χρόνια τὰ δικά μας. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα.

Ἀδελφοί, γιὰ νὰ ‘χη πίστη ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινε προσωρινὰ στὴ γῆ ποὺ τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Θεός, σὰν καὶ νὰ ἦταν ξένος καὶ κατοίκησε μέσα σὲ σκηνὲς μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ κι ἐκεῖνοι ἦσαν μαζὶ μ’ αὐτὸν κληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Γιατί περίμενε κι εἶχε τὴν ἐλπίδα του στὴν πόλη μὲ τὰ γερὰ θεμέλια, ἐκείνη τὴν πόλη ποὺ τὴν τεχνούργησε καὶ τὴν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Καὶ τί νὰ λέγω περισσότερα; Γιατί δὲν θὰ μὲ φτάση ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι γιὰ τὸ Γεδεών, γιὰ τὸ Βαρὰκ καὶ τὸ Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε, γιὰ τὸ Δαβὶδ καὶ τὸ Σαμουὴλ καὶ γιὰ τοὺς προφῆτες. Ὅλοι τους αὐτοί, γιὰ νὰ ‘χουν πίστη, ἔβαλαν κάτω βασίλεια, ἐργάσθηκαν τὴν ἀρετή, πέτυχαν νὰ λάβουν ἐπαγγελίες ἀπὸ τὸ Θεό, ἔκλεισαν τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, γλύτωσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ μαχαιριοῦ, γιατρεύτηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἔγιναν δυνατοὶ στὸν πόλεμο, νίκησαν καὶ κυνήγησαν ἐχθρικὰ στρατεύματα, γυναῖκες εἶδαν ἀναστημένα τὰ πεθαμένα παιδιά τους, ἄλλοι ἐδάρθηκαν καὶ δὲν ἔστερξαν ν’ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ γλυτώσουν, μὲ σκοπὸ νὰ δοῦνε μία καλύτερη λύτρωση· κι ἄλλοι ἐμπαίχθηκαν καὶ μαστιγώθηκαν κι ἀκόμη δέθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πειρασμούς, τοὺς ἔφαγε τὸ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι προβιὲς καὶ γιδοτόμαρα, μέσα σὲ στέρηση καὶ θλίψη καὶ κακουχία (δὲν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους), γυρίζοντας στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βουνά, στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς τρύπες τῆς γῆς. Κι ὅλοι ἐτοῦτοι, ἂν καὶ μὲ τὴν τέτοια πίστη τους φάνηκαν τί ἤσανε, ὅμως δὲν εἴδανε νὰ ἐκπληρώνεται γι’ αὐτοὺς ἡ θεία ὑπόσχεση, γιατί ὁ Θεὸς πρόβλεψε κάτι καλύτερο γιά μᾶς, νὰ μὴ λάβουνε δηλαδὴ ἐκεῖνοι χωρὶς ἐμᾶς τὸν τέλειο μισθό τους.

Τέτοιο ἦταν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ· οἱ ἀρχαῖοι Ἅγιοι, οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Δίκαιοι, νὰ περιμένουνε μὲ πίστη χωρὶς καὶ νὰ δοῦνε τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτῆ· ὁ Λυτρωτὴς νὰ ‘ρθῆ καὶ νὰ γεννηθῆ στὰ χρόνια τὰ δικά μας, ὁ Θεὸς ταπεινὸς ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῶν Πρωτοπλάστων καὶ νὰ μᾶς ἀνοίξη δρόμο σωτηρίας. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἔργο τοῦ Λυτρωτῆ. Μὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ δὲν τελείωσε καὶ δὲν ὡλοκληρώθηκε ἀκόμη στὴν ἐκτέλεσή του. Οἱ ἀρχαῖοι περίμεναν τὸ Λυτρωτή, ὁ Λυτρωτὴς ἦρθε, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια, κι ἐμεῖς τὸν εἴδαμε καὶ τὸν ἀκούσαμε, καὶ τὸν βλέπουμε καὶ τὸν ἀκοῦμε κάθε μέρα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τί λοιπὸν ἀκόμη μένει καὶ γιὰ τοὺς ἀρχαίους καὶ γιά μᾶς; Γιατί ὁλόκληρο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ δὲν ἐκπληρώθηκε. Οἱ ἀρχαῖοι ἔζησαν μὲ μία προσδοκία κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο ζοῦμε σὲ μία προσδοκία· ἐκεῖνοι περίμεναν τὸ Λυτρωτή· τώρα κι ἐκεῖνοι κι ἐμεῖς περιμένουμε τὸν Κριτή. Ὅλο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα μυστήριο πίστεως καὶ μία προσδοκία ἐλπίδος. Πιστεύουμε στὸ Λυτρωτὴ κι ἐλπίζουμε στὸν Κριτή. «Προσδοκῶ ἀνάστασι νεκρῶν» λέμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας, περιμένουμε δηλαδὴ ὁ καθένας μας, κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ καὶ μεῖς ποὺ ζοῦμε μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτῆ, περιμένουμε «ὅλοι μας μαζὶ νὰ λάβουμε» τὸν τέλειο μισθό μας. Ἐδῶ ὁλοκληρώνεται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀνάσταση καὶ τὴ μισθαποδοσία.

Ἂς ξαναγυρίσουμε τώρα, χριστιανοί μου, κι ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ μᾶς εἶπε τὴν περασμένη Κυριακή. Τί μᾶς εἶπε λοιπὸν τότε ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος; Ὅτι «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». Αὐτό, ὅπως τὸ ἐξηγήσαμε, θὰ πῆ· ὅταν φανερωθῆ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας, τότε καὶ σεῖς μαζὶ μ’ αὐτὸν θὰ φανερωθῆτε δοξασμένοι. Αὐτὴ ἡ φανέρωση, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ἡ ἔνδοξη παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ ἔλθη ὄχι πιὰ σὰν λυτρωτής, ἀλλὰ σὰν κριτής. Ἀμέσως παραπάνω ὁ Ἀπόστολος λέγει· «ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Τώρα ἡ ζωὴ μας εἶναι κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ μέσα στὸ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος μας στὸ Θεό. Ὅπως ὁ Ἀβραὰμ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἔτσι κι ἐμεῖς σ’ ἐτοῦτο τὸν κόσμο εἴμαστε σὰν ξένοι καὶ παρεπίδημοι καὶ «ἐκδεχόμεθα τὴν τοὺς θεμέλιους ἔχουσα πόλιν»· περιμένουμε κι ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας στὴν πόλη τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ θὰ εἶναι ἡ μόνιμη ἐγκατάστασή μας μαζὶ μὲ ὅλους τους Ἁγίους.

Πῶς τὰ ἀκοῦμε ὅλ’ αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί; Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν μᾶς εὐχαριστοῦνε καὶ πολύ. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ ἔχουμε μία θρησκεία χωρὶς πίστη· μία θρησκεία ποὺ νὰ μᾶς ἐξασφαλίζη ἐδῶ μία καλὴ ζωή. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα, γιὰ τὴν πόλη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ μισθαποδοσία, ποιὸς τὰ εἶδε καὶ ποιὸς τὰ ξέρει; Εἶναι ἀλήθεια πὼς κανένας δὲν τὰ εἶδε. Ἂν ἔχουμε τὴν ἀξίωση νὰ δοῦμε μὲ τοῦτα μας τὰ μάτια τί γίνεται ἐκεῖ, δὲν θὰ τὸ κατορθώσουμε ποτέ. Τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος πὼς τὰ ἀγαθὰ ποὺ φυλάγει ὁ Θεὸς γιὰ κείνους ποὺ πιστεύουνε κι ἐλπίζουν «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὔς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη»· δὲν τὰ εἶδαν τὰ μάτια ἀνθρώπου καὶ δὲν τ’ ἄκουσαν τ’ ἀφτιά του μήτε καὶ ποὺ τὰ ‘βαλε στὸ νοῦ του. Γι’ αὐτὸ μᾶς χρειάζεται ἡ πίστη ποὺ γεννάει τὴν ἐλπίδα, γιὰ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ προσμένουμε ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουνε τὰ μάτια μας. Γιατί ἡ ζωή μας κι ὁ προορισμός μας δὲν εἶναι μόνο ἐτοῦτος ὁ βίος, ὅσα βλέπουνε τὰ μάτια μας, ὅσα πιάνουνε τὰ χέρια μας, ὅσα θέλουμε γιὰ τροφὴ καὶ ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεών μας. Ἂν ἦταν ἔτσι, τότε δὲν θὰ μᾶς χρειαζότανε ἡ θρησκεία. Ἔτσι εἶναι μόνο γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, γι’ αὐτὸ ἐκεῖνα δὲν ἔχουνε θρησκεία. Ἡ ἀληθινὴ θρησκεία πρὶν ἀπ’ ὅλα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι πίστη σ’ ἐκεῖνο ποὺ δὲν βλέπουμε, γιὰ τὸ ὁποῖο ὅμως μᾶς πληροφοροῦνε καὶ μᾶς βεβαιώνουνε πολλὰ πράγματα· μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, μᾶς πληροφορεῖ καὶ ὁ ἔξω κόσμος, καὶ προπάντων μᾶς πληροφορεῖ καὶ μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὴν θεόπνευστη Ἁγία Γραφή.

Γιὰ ὅλα ὅμως ἐτοῦτα εἴπαμε κι ἄλλες φορές, γι’ αὐτὸ ἐδῶ στὸ τέλος νὰ ποῦμε τώρα λίγα γιὰ κείνους ποὺ λένε πὼς δὲν πιστεύουν. Αὐτοὶ δὲν εἶναι μόνο κάποιοι ποὺ κάνουν τοὺς ἄθεους μὰ εἶναι κι ἄλλοι ποὺ κάνουν τοὺς χριστιανούς· κι ὅμως στ’ ἀλήθεια κι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, γιατί ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ καταλάβουν πρῶτα μὲ τὸ μυαλό τους, νὰ δοῦνε μὲ τὰ μάτια τους καὶ νὰ ψηλαφήσουνε μὲ τὰ χέρια τους γιὰ νὰ πιστέψουνε. Ἂν εἶναι ἔτσι, δὲν μᾶς χρειάζεται ἡ θρησκεία ποὺ εἶναι πίστη, κι ἔχουμε δίκηο νὰ θέλουμε μία θρησκεία χωρὶς πίστη. Κάτι τέτοιοι χριστιανοὶ δὲν εἶναι λίγοι μεταξύ μας, εἶναι ὅσοι ἔμαθαν πέντε πράγματα παραπάνω κι ἔχουν τάχα μία ἀνώτερη γνώμη γιὰ τὴ θρησκεία. Αὐτοὶ λένε πὼς θρησκεύουνε, ἀλλὰ δὲν πιστεύουν. Μὰ εἶναι καὶ οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν τοὺς ἄθεους. Αὐτοὶ μήτε πιστεύουνε μήτε θρησκεύουν, μήτε Θεὸ δέχονται πὼς ὑπάρχει μήτε ἄλλος κόσμος ἀπὸ ἐτοῦτον ποὺ βλέπουν τὰ μάτια μας. Καὶ ποιὰ νὰ εἶναι τάχα ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἀθεΐας; Ἤ ὁ ἐγωισμὸς ἤ ἡ ἁμαρτία. Ὁ ἐγωισμός, ποὺ σὲ βάζει νὰ κάνης τὸν ἄθεο, γιατί αὐτὸ τάχα εἶναι καθὼς πρέπει στὸν καιρὸ μας· καὶ ἡ ἁμαρτία ποὺ θέλει νὰ σὲ πείση πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς κι ἄλλος κόσμος, ὅπου θὰ δώσουμε λόγο.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Θρησκεία χωρὶς πίστη δὲν θὰ πῆ τίποτα. Μιλοῦμε γιὰ τὴ μία καὶ ἀληθινὴ θρησκεία, γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ κι ἀκόμη καλύτερα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Θέλοντας μὴ θέλοντας ἡ θρησκεία μᾶς δένει μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ δεσμὸ τῆς πίστεως. Μυστήριο τῆς πίστεως καὶ προσδοκία ἐλπίδος εἶναι ἡ θρησκεία. Ἂς πιστεύουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ κι ἂς ἐλπίζουμε νὰ δοῦμε τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐκπλήρωσή τους στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Ἀμήν.