1.
Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δασκάλου.
ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ: Η πλεονεξία βασιλεύει γύρω μας. Το πάθος της απληστίας είναι ολοφάνερο, σαν τη σκουριά στο σίδερο, στις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων. Πόσες αντιπάθειες και έχθρες γεννώνται απ΄αυτή! «Να μην τον ξαναδώ στα μάτια μου τον ατομιστή!» ή «Ούτε την καλημέρα του δεν θέλω πια, ύστερα απ΄αυτό που μου έκανε!» ακούμε συχνά να λέγονται σαν επίλογος συγκρούσεων για θέματα ειδικά περιουσιακά. Και βλέπουμε δεσμούς φιλίας, και αίματος ακόμη, να θρυμματίζονται και να αντικαθίστανται από μίση. Με έμβλημα, φανερό ή κρυφό, το «άρπαξε να φας και κλέψε νάχης» δεν διστάζει να σκορπίζει γύρω του ο πλεονέκτης πίκρα και θλίψη, αρκεί να ωφεληθεί ο ίδιος. Κάποιοι θα πουν: «Ας τα ακούσουν οι πλούσιοι!» Κι όμως τα παραπάνω δεν αφορούν μόνον αυτούς. Η πλεονεξία είναι αρρώστια διαδεδομένη σε όλες τις τάξεις. Κυριαρχεί στην καρδιά πλουσίων και φτωχών και εκδηλώνεται με ποικιλοτρόπως.
ΚΕΡΔΗ ΕΠΙΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΙΑ:Θέλοντας, λοιπόν, κι ο Κύριος να δείξει πόσο ολέθριο είναι το πάθος της απληστίας και με αφορμή τη φιλονικία δύο αδελφών στο μοίρασμα της πατρικής περιουσίας, είπε την παρακάτω Παραβολή: “Κάποιου πλουσίου τα χωράφια απέδωσαν πλούσια παραγωγή. Κι αντί ο πλούσιος αυτός να χαρεί και να ευχαριστήσει το Θεό για την πλούσια σοδειά, κυριεύθηκε από έγνοιες: Τι να κάνω; Πού να μαζέψω τους καρπούς που μου περισσεύουν; Έχασε την ειρήνη του, έχασε και τον ύπνο του. Επιτέλους κάποτε βρήκε τη λύση: “Θα γκρεμίσω” μονολογούσε “τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες. Και θα μαζέψω εκεί όλα τα αγαθά μου. Κι ύστερα θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά και σου φθάνουν για πολλά χρόνια. Τώρα πλέον ήρθε η ώρα να χαρείς με φαγοπότια και διασκεδάσεις”. Ο δύστυχος! Νόμιζε ότι θα ευτυχήσει με τα πλούτη! Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι αυτά δεν κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Άλλωστε ο ίδιος ζούσε τη δυστυχία και μόνο με τη σκέψη των πολλών αγαθών, πριν ακόμη τα συγκεντρώσει και τα αποθηκεύσει. Δεν μπορούσε να χαρεί, διότι η πλεονεξία του τον ταλαιπωρούσε και τον βασάνιζε. Θα μπορούσε βέβαια να γίνει ευτυχισμένος, εάν έπαιρνε μία γενναία απόφαση. Να δωρίσει τα περισσευάμενα αγαθά στους φτωχούς, να χορτάσει τα πεινασμένα τους στόματα, και να ευχαριστήσει το Θεό που του δώρισε μια τέτοια ευφορία και δυνατότητα φιλανθρωπίας. Αλλά… Συνεπώς, όσο περισσότερα αποκτούμε, τόσο περισσότερο βυθιζόμαστε σε συλλογισμούς και ανησυχίες: πώς θα διατηρήσουμε τα αποκτηθέντα και πώς θα τα αυγατίσουμε περαιτέρω. Συχνά χάνουμε και τον ύπνο μας με τις εναγώνιες σκέψεις μας. Η ψυχή, όμως, ως πνευματική οντότητα ζει και ευτυχεί μόνο με ουράνια, πνευματικά αγαθά. Η αφθονία των υλικών αγαθών, των φαγητών, των διασκεδάσεων δεν μας κάνουν ευτυχισμένους. Άλλωστε, στη ζωή υπάρχουν προβλήματα που δεν λύνονται με το χρήμα, αρρώστιες και θλίψεις, πειρασμοί και εντάσεις, οικογενειακά και άλλα προβλήματα που αφαιρούν συχνά κάθε χαρά και ειρήνη. Όμως, τα όντως αγαθά, που δίνουν ανάπαυση και ευτυχία, προέρχονται από τον ουρανό κι εκεί καταλήγουν.
ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΩΡΑ: Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως περίμενε ο πλούσιος. Πριν προφθάσει να μονολογήσει τα “υψηλά” του σχέδια, του μίλησε ο Θεός: “Άμυαλε άνθρωπε! Τη νύχτα αυτή, που την ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας, δαίμονες ζητούν να πάρουν την ψυχή σου, σε λίγο θα πεθάνεις. Κι όλα αυτά που αποθήκευσες, σε ποιον θα ανήκουν;” Κι ο Κύριος έκλεισε την Παραβολή λέγοντας: Τέτοιο τέλος θα έχει κι όποιος μαζεύει μόνο για τον εαυτό του τα υλικά αγαθά και δεν αποταμιεύει θησαυρούς στον ουρανό με έργα αγάπης. Αλήθεια, έχουμε σκεφθεί ποτέ πώς θα είναι το δικό μας τέλος, η δική μας τελευταία μέρα, ή νύχτα; Η νύχτα αυτή του πλουσίου της Παραβολής ήταν η πιο εφιαλτική και αποτρόπαιη της ζωής του, η νύχτα την οποία ονειρευόταν ως νύχτα ευτυχίας, και την περίμενε με τη βεβαιότητα ότι θα άρχιζε να απολαμβάνει για πολλά χρόνια τα πλούτη του. Η νύχτα όμως εκείνη έγινε γι’ αυτόν νύχτα αγωνίας και τρόμου, νύχτα ατελείωτη και φρικτή. Κι αυτί γιατί οι προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά, τη μεγάλη εκείνη ώρα, εγκαταλείπουν πίσω τους όλα εκείνα για τα οποία μόχθησαν και με αγωνιώδεις φροντίδες συγκέντρωσαν, απερχόμενοι πάμφτωχοι, άδειοι από καλά έργα κι απ’ τη χάρη του Θεού. Σκοτάδι απόγνωσης απλώνεται γύρω τους καθώς παραλαμβάνουν την ψυχή τους οι σκοτεινοί δαίμονες. Για τους δικαίους όμως, και ελεήμονες, η τελευταία μέρα ή νύχτα είναι η ωραιότερη ανατολή μιας ημέρας ατελεύτητης και άδυτης. Είναι η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού. Κι ο κάθε ακροατής της Παραβολής, ας καταπολεμά κάθε πλεονεξία, κι ας αποταμιεύει τα αγαθά του στις αποθήκες του ουρανού, μοιράζοντάς τα στους πεινασμένους και ενδεείς, για να παραλάβουν την ψυχή του οι αγαθοί άγγελοι και να την οδηγήσουν στην αγκαλιά του Θεού.
Η ΚΡΙΣΗ: Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Η κρίση αυτή του Θεού, ηχεί πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει περιθώριο αλλαγής. Ο σωματικός θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, και μετά τούτο κρίσις». Έτσι, ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία, είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.
ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ: Πότε κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού; 1. Η ευφορία των χωραφιών του υπήρξε ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό∙ ο Θεός επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία βοήθειας στον συνάνθρωπο. Αλλά εκείνος την αντιμετώπισε με εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούς μου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…συνάξω πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψης και ζωής. 2. Αυτός ο εγωισμός του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και άσχετοι προς την πίστη άνθρωποι, σε στιγμές ευτυχίας λένε κι ένα «δόξα τω Θεώ». Συνεπώς, η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Μ΄άλλα λόγια: «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού∙ ουκ έστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, όμως καταδεικνύεται στο επίπεδο της ζωής του. 3. Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά, ως ευκαιρία προσφοράς, του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Ο άφρων πλούσιος, ήδη από τη ζωή αυτή, ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, του «έκλεβε» και το μυαλό του, τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, απλώς θα σάπιζαν! Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του. 4. Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά». Πράγματι, ο άφρων «πετάει στα σύννεφα». Γι’ αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ: Αντιθέτως χαρακτηριστικό της σωφροσύνης είναι ο «πλουτισμός κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, ο οποίος κάνει τον άνθρωπο να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, ακόμη και με θυσιαστική διάθεση. Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό, που είναι το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον, δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και, τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’ ημέραν αποθνήσκει», με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Από τη μια, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά και τη διαρκή ταραχή, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Από την άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου το αληθινό συμφέρον του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: http://www.egolpion.com/44ACB994.el.aspx#ixzz2mEdhVURL “Κυριακή του άφρονος πλουσίου” παπα Γιώργης Δορμπαράκης http://pgdorbas.blogspot.gr. Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος, Ιεροκήρυκας, Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας, Κυριακή Θ΄ Λουκά – Η Παραβολή του άφρονος πλουσίου. Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας: Απληστία και αφροσύνη.
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon
2.
Κυριακή Θ΄ Λουκά – Ο Μέγας Βασίλειος για το χωρίο «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω» (:Λουκά 12, 18) [Παραβολή του άφρονος πλουσίου]
1. Υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Πιο συγκεκριμένα, ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές όπως το χρυσάφι στο καμίνι[βλ. Σοφ. Σολ. 3.6: «ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτοὺς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς(:Τους δοκίμασε, όπως ο χρυσοχόος δοκιμάζει και καθαρίζει τον χρυσό δια του πυρός, και τους δέχτηκε ευάρεστα, όπως δέχεται τα προσφερόμενα ολοκαυτώματα των θυσιών)»] και δοκιμάζουν την υπομονή και την ανθεκτικότητά τους ή, πολλές φορές, οι ευλογίες και τα πλούτη της ζωής αυτής γίνονται πεδίο δοκιμασίας και πειρασμός για τους περισσότερους. Πράγματι, είναι εξίσου δύσκολο να κατορθώσει η ψυχή να μη χάσει τη δύναμή της στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής, όσο και το να μην υπερηφανευθεί και να εκτραπεί σε αδικία όταν βιώνει ευτυχείς καταστάσεις.
Παράδειγμα για το πρώτο είδος των πειρασμών είναι ο μέγας Ιώβ. Αυτός ο ακαταμάχητος αθλητής, αντιμετώπισε με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και ακλόνητη γενναιότητα καρδιάς όλη τη χειμαρρώδη διαβολική επιθετικότητα και βία εναντίον του, και αναδείχθηκε τόσο ανώτερος από τους πειρασμούς, όσο ήταν μεγάλα και ανυπέρβλητα τα αγωνίσματα που του παρουσίασε ο εχθρός.
Παραδείγματα τώρα για τους πειρασμούς, που προέρχονται από την ευημερία, υπάρχουν πολλά. Έναν απ’ αυτούς αντιμετώπισε, όμως ανεπιτυχώς, και ο άφρονας πλούσιος της παραβολής του Ευαγγελίου που μόλις τώρα αναγνώσαμε.
Ο πλούσιος αυτός, ενώ είχε πολλά πλούτη στη διάθεσή του, επιθυμούσε να αποκτήσει περισσότερα. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον καταδίκασε από την αρχή για την αγνώμονα συμπεριφορά του, αλλά πάντοτε στον υπάρχοντα πλούτο του πρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν κάποτε επερχόταν κορεσμός στην ψυχή του και οδηγείτο στην ημερότητα και στην ανθρωπιά.
Ας δούμε όμως τι μας λέει το χωρίο αυτό: «Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων, Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου(:Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κι ο ίδιος για την ευφορία αυτή, συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε και αναστατωνόταν λέγοντας: ‘’Τι να κάνω, διότι δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου)»[Λουκ.12,16-17].
Και έπειτα από μεγάλο ταλανισμό και βαθιά περισυλλογή, είπε: «Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου(:Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου και σαν άνθρωπος που μόνο τις απολαύσεις της κοιλιάς γνώρισα θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά, που είναι αποθηκευμένα και σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε, αλλά απόλαυσε μία ζωή αναπαυτική· φάε, πιες, γέμισε χαρά’’)»[Λουκ.12,18-19].
Γιατί όμως να έχουν τόση μεγάλη σοδειά τα χωράφια ενός ανθρώπου που δεν επρόκειτο να κάνει κανένα καλό από τα αγαθά που θα μάζευε; Αυτό έγινε, για να φανεί καθαρότερα η μακροθυμία του Θεού και να γίνει ξεκάθαρο μέχρι ποιο σημείο εκτείνεται η αγαθότητά Του. Διότι και ο Κύριος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»[Ματθ.5,45].
Η αγαθότητα όμως αυτή του Θεού επισωρεύει μεγαλύτερη κόλαση για τους πονηρούς. Τι έκανε ο Θεός στην περίπτωση του άφρονα πλούσιου; Έριξε τις βροχές, στη γη που καλλιέργησαν τα χέρια του πλεονέκτη. Έδωσε τον ήλιο, για να βλαστήσουν οι σπόροι και να πολλαπλασιαστούν οι καρποί με την ευφορία. Όλα λοιπόν όσα προέρχονται από τον Θεό είναι πάρα πολύ καλά· διότι ο Θεός προσφέρει κατάλληλη γη, εύκρατες καταστάσεις αέρων, άφθονα σπέρματα, τη συνεργία των βοδιών για το όργωμα των χωραφιών και όλα τα άλλα, τα οποία συντελούν στο να ακμάζει η γεωργία.
Τι στάση κράτησε όμως ο πλούσιος αυτός άνθρωπος απέναντι σ’ όλα αυτά; Μεμψιμοιρία, μισανθρωπία, ανελεημοσύνη, άρνηση κάθε προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Αυτά αντιπαρέθεσε προς εκείνα που του παραχώρησε ο Ευεργέτης του. Δεν σκέφτηκε ότι θα ήτανε καλό να διαμοιράσει το πλεόνασμα στους φτωχούς αδελφούς του. Δεν λογάριασε καθόλου την εντολή που λέει: «Μὴ ἀπόσχῃ εὖ ποιεῖν ἐνδεῆ, ἡνίκα ἂν ἔχῃ ἡ χείρ σου βοηθεῖν (:Μην αποφύγεις, από έλλειψη αγάπης, να βοηθήσεις τον πτωχό, εφόσον μπορεί το χέρι σου να δώσει βοήθεια)»[Παροιμ.3,27]· και «ἐλεημοσύναι καὶ πίστεις μὴ ἐκλιπέτωσάν σε, ἄφαψαι δὲ αὐτὰς ἐπὶ σῷ τραχήλῳ, καὶ εὑρήσεις χάριν(:Οι ελεημοσύνες προς τους ανθρώπους και η πίστη προς τον Θεό, ποτέ ας μη σε αφήσουν. Να τις δέσεις σαν περιλαίμιο, που θα εφάπτεται στον λαιμό σου, να τις χαράξεις στην καρδιά σου, και να είσαι βέβαιος ότι θα βρεις χάρη παρά Θεώ και ανθρώποις)»[Παροιμ.3,3]. Επίσης, λησμόνησε την προτροπή που λέει: «Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει(:Κόβε το ψωμί σου και μοιράσου το με τον φτωχό και βάλε αστέγους στον οίκο σου· εάν δεις γυμνό, ντύσε τον. Και απέναντι στους δικούς σου μη δείξεις αδιαφορία και καταφρόνηση)»[Ησ.58,7].
Έτσι, αν και όλοι οι προφήτες και οι διδάσκαλοι το διαλαλούσαν, όμως δεν εισακούονταν από τον πλούσιο. Αλλά, ενώ οι αποθήκες έσπαζαν από τα αποθηκευμένα αγαθά, η άπληστη καρδιά του δεν χόρταινε· διότι, με το να προσθέτει πάντοτε τα νέα εισοδήματα στα παλαιά και με το να αυξάνει με τις ετήσιες συγκομιδές τον πλούτο του, έφθασε στο αδιέξοδο και έπεσε σε άγχος και αμηχανία. Η πλεονεξία δηλαδή δεν του επέτρεπε να θυσιάσει κάτι από τα παλαιά εισοδήματα και έτσι δεν είχε πια τη δυνατότητα να διευθετήσει τα νέα, λόγω του μεγάλου πληθωρισμού και της παραγωγής. Γι’ αυτό τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα και οι φροντίδες ανυπέρβλητες.
«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;(:Τι να κάνω με την πλούσια σοδειά μου που δε χωράει πια ούτε στις αποθήκες μου;)», σκεφτόταν βασανισμένος από την ίδια αυτήν την απληστία του. Ποιος δεν θα οίκτιρε αυτόν τον ταλαίπωρο, που είχε πέσει σε τέτοια βασανιστική μέριμνα και σκλαβιά; Δύστυχος και ταλαίπωρος μπροστά στη μεγάλη σοδειά. Αξιολύπητος ως προς τη διαχείριση των αγαθών του παρόντος κόσμου. Ακόμη πιο αξιολύπητος όμως ως προς τα αγαθά τα προσδοκώμενα.
Η γη τελικά φαίνεται πως στην ουσία δεν αποδίδει για τον πλούσιο εισοδήματα. Αναβλαστάνει γι’ αυτόν στεναγμούς. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά μέριμνες, στενοχώριες και φοβερό άγχος. Θρηνεί και οδύρεται παρόμοια με αυτούς που είναι φτωχοί. Μήπως και αυτός που πιέζεται από τη φτώχεια δεν βγάζει απ’ την καρδιά του την ίδια κραυγή; «Τι να κάνω; Πού να βρω τροφές για την οικογένειά μου; Πού να βρω ενδύματα;». Τα ίδια λέει και ο πλούσιος. Οδύνη έχει στην καρδιά του. Τον κατατρώει η μέριμνα. Αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λιώνει τον πλεονέκτη· διότι δεν χαίρεται που το σπίτι του είναι γεμάτο απ’ όλα, αλλά κεντά την ψυχή του ο πλούτος που ξεχειλίζει και ξεχύνεται άφθονος. Η έννοιά του είναι τι θα τα κάνει όλα αυτά τα αγαθά. Ο τρόμος του είναι μήπως, καθώς ξεχειλίζει ο πλούτος του, χυθεί προς τους έξω και γίνει αφορμή να ελεηθεί κάποιος φτωχός…
2. Στ’ αλήθεια, μου φαίνεται πως το πάθος του μοιάζει με το πάθος των γαστρίμαργων, που προτιμούν να σκάσουν καλύτερα, παρά να δώσουν κάτι από όσα τους περισσεύουν στους φτωχούς.
Άνθρωπε, έλα στον εαυτό σου και σκέψου Εκείνον που σου χορηγεί όλα αυτά τα αγαθά. Σκέψου ποιος είσαι. Αναλογίσου σε πόσα πράγματα σε κατέστησε οικονόμο ο Θεός· από Ποιον τα έλαβες· γιατί προτίμησε εσένα μέσα σε τόσους ανθρώπους. Είσαι υπηρέτης αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Είσαι οικονόμος των συνανθρώπων σου. Μη θεωρείς ότι όλα αυτά δόθηκαν για τη δική σου γαστέρα. Γι’ αυτά που κρατάς στα χέρια σου, να σκέπτεσαι σαν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν για λίγο χρόνο, έπειτα διαλύονται και χάνονται. Γι’ αυτά όλα όμως θα σου ζητηθεί λόγος με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Παρά ταύτα, εσύ όλα αυτά τα έχεις αμπαρώσει με θύρες και κλειδαριές. Τα ασφάλισες καλά και επαγρυπνείς και μεριμνάς και φροντίζεις και σκέπτεσαι, έχοντας ως ασύνετο σύμβουλο τον εαυτό σου· «Τί ποιήσω;(:τι θα κάνω;)».
Ήταν πολύ εύκολο να απαντήσει ο πλεονέκτης αυτός πλούσιος στον εαυτό του και να του πει: «Θα χορτάσω τις ψυχές αυτών που πεινούν. Θα ανοίξω τις αποθήκες και θα προσκαλέσω όλους τους φτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στη φιλανθρωπία. Θα κάνω γενναιόδωρες προτάσεις στους αναγκεμένους: «Ὅσοι ὑστερεῖσθε ἄρτων, ἔλθετε πρὸς με· τῆς παρὰ Θεοῦ δεδομένης, χάριτος τὸ ἀρκοῦν ἕκαστος, οἶον ἐκ κοινῶν πηγῶν συμμεθέξοντες (:Όσοι δεν έχετε ψωμί και πεινάτε, ελάτε σε μένα. Ο καθένας να πάρει από την άφθονη δωρεά που μου παραχώρησε ο Θεός· σαν από κοινή πηγή, να πάρει όσο του χρειάζεται και του είναι αρκετό’’)»[Γέν. 47,11 κ.ε.].
Αλλά εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν είσαι τέτοιος. Πού να τα βρεις εσύ αυτά τα λόγια; Εσύ φθονείς τους ανθρώπους, αν τους δεις κάτι να απολαμβάνουν. Εσύ σκέφτεσαι πονηρά στο βάθος της ψυχής σου και φροντίζεις, όχι πώς θα δώσεις στους άλλους τα αναγκαία, αλλά πώς θα τα αποθηκεύσεις και θα τα στερήσεις απ’ αυτούς.
Βρίσκονταν μπροστά του αυτοί που θα έπαιρναν την ψυχή του και αυτός συζητούσε με τον εαυτό του για τα υλικά αγαθά. Τη νύκτα αυτή θα παραλάμβαναν την ψυχή του και αυτός είχε την ψευδαίσθηση πως θα ζήσει πολλά χρόνια και θα απολαμβάνει. Του δόθηκε χρόνος να σκεφθεί το καθετί και να δεχθεί την απόφαση που άξιζε στην προαίρεσή του.
3. Αυτό να μην το κάνεις εσύ, αδελφέ. Γι’ αυτό το λόγο το αναφέρει η Αγία Γραφή, για να αποφύγουμε να μοιάσουμε στον άφρονα πλούσιο. Να μιμηθείς τη γη, αγαπητέ μου. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη. Να μη φανείς κατώτερος από την άψυχη γη.
Η γη εκτρέφει τους καρπούς της, όχι για τη δική της απόλαυση, αλλά για τη δική σου εξυπηρέτηση. Εσύ όμως, αν κάνεις κάποιο καλό έργο, αν δείξεις αγάπη σ’ αυτόν που έχει ανάγκη, η Χάρη δεν θα δοθεί σε κάποιον άλλον, αλλά εσένα θα επισκιάσει· διότι πρέπει να ξέρεις ότι για κάθε φιλόστοργη και ελεήμονα κίνησή μας προς τον πλησίον μας, λαμβάνουμε Χάρη, λόγω του ότι ανοιγόμαστε προς τον αδελφό και του δείχνουμε αγάπη. Δίνεις λ.χ. σε αυτόν που πεινά. Εσύ κερδίζεις με αυτό που δίνεις, διότι παίρνεις πολλή Χάρη. Είναι όπως ο σπόρος του σιταριού που, όταν πέσει στη γη, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πηγή πλουτισμού για τον σπορέα. Έτσι και το ψωμί που δόθηκε στον φτωχό, φέρνει εκ των υστέρων πλούσια την ωφέλεια σε αυτόν που το πρόσφερε, στον ελεήμονα. Ας είναι λοιπόν για σένα η συγκομιδή της γεωργικής σου εργασίας, αρχή της επουράνιας σποράς· διότι και η Γραφή λέει: «Σπείρατε γὰρ ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην(:Σπείρετε για τον εαυτό σας δικαιοσύνη)»[Ωσ. 10,12].
Γιατί λοιπόν αδημονείς και άγχεσαι; Γιατί πιέζεις και τσακίζεις τον εαυτό σου, προσπαθώντας να περικλείσεις τον πλούτο σου με πηλό και πλίνθους; «Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή(:Προτιμότερο είναι το καλό όνομα, η καλή υπόληψη, από τον πολύ πλούτο. Ανώτερη δε από το αργύριο και τους άλλους θησαυρούς είναι η αγαθή και ευμενής διάθεση της καρδίας)»[Παρ.22,1].
Αν όμως θαυμάζεις και καμαρώνεις για τα χρήματα, επειδή λαμβάνεις τιμές απ’ αυτά, σκέψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σού επιφέρει το να ονομάζεσαι πατέρας μύριων παιδιών, παρά να έχεις στο βαλάντιό σου μύρια χρυσά νομίσματα. Τα χρήματα βέβαια, και χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήσεις εδώ, σε αυτή τη γη, την υπόληψη όμως για τα καλά σου έργα, θα την αποκομίσεις στον Δεσπότη, όταν ολόκληρος λαός θα σταθεί μπροστά στον κοινό Κριτή και θα σε ονομάσει τροφέα του, ευεργέτη και φιλάνθρωπο.
Δεν βλέπεις μέσα στα θέατρα, αυτούς που δωρίζουν τον πλούτο τους στους αθλητές, στους ηθοποιούς, στους πυγμάχους, στους θηριομάχους, — ανθρώπους που πολλές φορές πονάει κανείς και μόνο που τους βλέπει για το κατάντημά τους— πώς το κάνουν για μια στιγμιαία τιμή, επειδή τους ζητωκραυγάζει και τους χειροκροτεί ο λαός; Και εσύ που πρόκειται να απολαύσεις τόσο μεγάλη δόξα, είσαι τόσο μικροπρεπής και σφιχτός στο να προσφέρεις κάτι από τα αγαθά σου;
Ο Θεός είναι αυτός που αποδέχεται τις προσφορές σου. Άγγελοι είναι αυτοί που θα σε επευφημούν. Όλοι οι άνθρωποι, από κτίσεως κόσμου, θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, ουράνια Βασιλεία θα είναι τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των υλικών και φθαρτών τούτων πραγμάτων. Αλλά εσύ για κανένα απ’ αυτά δεν φροντίζεις. Σε έχει απορροφήσει η φροντίδα για τα παρόντα και περιφρονείς τα ουράνια αγαθά, τα οποία ελπίζουμε ότι θα λάβουμε.
Έλα λοιπόν, άρχισε να διαθέτεις κάποια από τα πολλά σου αγαθά, όπου υπάρχει ανάγκη. Γίνε φιλότιμος και ανοικτός προς όσους τα χρειάζονται. Ας πούνε και για σένα: «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ(:σκόρπισε απλόχερα, έδωσε στους αναγκεμένους, η αρετή του θα μείνει αξέχαστη στους αιώνες, η δύναμή του θα υψωθεί σε μεγάλο ύψος δόξης)»[Ψαλμ.111,9].
Πρόσεχε, να μην είσαι πολυδάπανος και να μη βγάζεις συνεχώς καινούργιες ανάγκες. Να μην περιμένεις να πέσει έλλειψη σιταριού, για να ανοίξεις τις αποθήκες σου και να το πουλήσεις πανάκριβα· διότι «ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, (:Για εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπό να το πουλήσει πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί)»[Παροιμ.11,26]. Μην περιμένεις να έλθει πείνα, για να κερδίσεις εσύ χρυσάφι. Ούτε να χαίρεσαι για τη φτώχεια που πέφτει στο λαό, επειδή γίνεται αφορμή για να πλουτίσεις εσύ. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρώπινων συμφορών. Μην εκμεταλλευθείς τον καιρό που ο Θεός παιδαγωγεί τον κόσμο με τη στέρηση των αγαθών, για να αποκτήσεις χρηματική περιουσία. Μην ερεθίζεις τα τραύματα αυτών που χτυπήθηκαν από τις δυσκολίες της ζωής, με το μαστίγιο της συμφοράς.
Αλλά εσύ αποβλέπεις στο χρήμα, δεν σε ενδιαφέρει ο αδελφός. Ξέρεις να διακρίνεις τα νομίσματα και το χαρακτηριστικό τους χάραγμα, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα κάλπικα, αλλά όμως δεν μπορείς να διακρίνεις καθόλου και να εντοπίσεις τον αδελφό σου που βρίσκεται μέσα στις συμφορές.
4. Και η στιλπνότητα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν σκέπτεσαι όμως, ούτε λογαριάζεις πόσο μεγάλος είναι ο στεναγμός του φτωχού που σε κατατρέχει. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις τα βάσανα του φτωχού; Ο φτωχός που δεν έχει τίποτα, ψάχνει γύρω, παρατηρεί τα πράγματα του σπιτιού του. Βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει στο σπίτι του, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Η οικοσκευή του και τα ρούχα του είναι τέτοια, που όλα-όλα αξίζουν λίγους οβολούς. Τι να κάνει; Πού να βρει κάτι για να ζήσει; Στρέφει το βλέμμα του στα παιδιά του. Σκέπτεται να τα οδηγήσει στην αγορά, για να τα πουλήσει! Ίσως έτσι να βρει κάποια παρηγοριά από τον βέβαιο θάνατο. [Αναφέρεται εδώ ο Άγιος στο απάνθρωπο δουλεμπόριο που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Φέρνει στο λόγο του αυτό το ανατριχιαστικό παράδειγμα του πατέρα που, λόγω φοβερής φτώχειας, αναγκάζεται να πουλήσει τα σπλάγχνα του, τα παιδιά του, στους πλούσιους της εποχής του, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στο σπίτι και στην καρδιά του φτωχού. Και το κάνει αυτό ο Άγιος, μόνο και μόνο για να δείξει πόση σκληρότητα, θηριωδία και αναλγησία δημιουργεί στην ψυχή μας η πλεονεξία. Είναι, όπως λέει ο Ιερός Χρυσόστομος «χαλεπόν το πάθος καί δεινόν τό νόσημα» (Ρ.G. 60, 523). Πραγματικά, η πλεονεξία παραδίδει την ψυχή μας στον διάβολο. Θεωρείται και είναι «η ακρόπολη των παθών» (Λέοντος Σοφού: Εγκώμιον εις τον Αγ. Ιωάννην Χρυσόστομον Ρ. G. 107, 252)].
Σκέψου εδώ, εσύ πλούσιε πλεονέκτη, τον αγώνα που έχει αυτός ο πατέρας, τον αγώνα που του επιβάλλει από τη μια η πείνα και από την άλλη η πατρική αγάπη και στοργή. Από τη μια η πείνα τον απειλεί και φέρνει στα μάτια του τον πιο οικτρό θάνατο και από την άλλη η φυσική αγάπη του γονιού προς τα παιδιά του αντιστέκεται και του ζητά να πεθάνει μαζί με τα τέκνα του από την πείνα, παρά να τα πουλήσει στην αγορά για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτόν τον αγώνα τον πέρασε ο πατέρας αυτός χίλιες δυο φορές, όρμησε να το κάνει πράξη και οπισθοχώρησε άλλες τόσες. Τελικώς υπέκυψε από τη βία της ανάγκης και την αμείλικτη στέρηση ακόμη και του επιούσιου. Και τι σκεφτόταν ο πατέρας αυτός άραγε μέσα σ’ αυτή τη σκληρή στιγμή; «Ποιο παιδί μου να πουλήσω πρώτα;», έλεγε. «Ποιο θα δει με ευχαρίστηση ο σιτοπώλης; Να δώσω το μεγαλύτερο; Ντρέπομαι όμως για τα χρόνια του. Να δώσω το μικρότερο; Αλλά το πονάω για την τρυφερή ηλικία του, γιατί είναι ακόμη ανέμελο και δεν έχει συνειδητοποιήσει τις συμφορές. Ποιο να δώσω απ’ τα παιδιά μου; Τούτο μου μοιάζει καταπληκτικά. Εκείνο είναι πανέξυπνο και είναι ο πρώτος μαθητής. Αχ! Τι συμφορά! Τι αδιέξοδο! Τι να κάνω; Με ποιο παιδί μου να έλθω σε διαμάχη, σε ποιο να φερθώ τόσο σκληρά; Πώς να λησμονήσω τη φύση μου;
Αν όμως πάλι, λόγω της απέραντης φτώχειας μου, δω όλα μου τα παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα; Αλλά, κι αν πουλήσω το ένα, με τι μάτια θα αντικρύσω τα υπόλοιπα; Στα μάτια τους και στην ψυχή τους θα έχω γίνει ύποπτος και δεν θα μου έχουν πια εμπιστοσύνη. Μα, κι αν τα πουλήσω όλα, πώς θα γυρίσω να μείνω στο σπίτι μου άτεκνος; Πώς θα καθίσω να φάω στο τραπέζι, το οποίο θα έχει όλα τα αγαθά, αλλά αυτά θα έχουν αντίκρισμα τα παιδιά μου που τα πούλησα;».
Και αυτός ο πατέρας έρχεται σε σένα, μετά απ’ όλη αυτή την ψυχική ταλαιπωρία, να πουλήσει, με πολλά δάκρυα, το πιο αγαπητό από τα παιδιά του. Κι εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν λυγίζεις από τη συμφορά του ανθρώπου αυτού! Δεν σκέφτεσαι καθόλου πόσο αδύνατη είναι η ανθρώπινη φύση. Η πείνα συνθλίβει τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο και συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και του μεγαλώνεις τη συμφορά. Αυτός δίνει το σπλάγχνο του ως τίμημα, για να αποκτήσει λίγη τροφή, και το δικό σου χέρι, όχι μόνο δεν μένει ξερό που δέχεται τέτοιου είδους κέρδη, αλλά αγωνίζεσαι για το πλεόνασμα και φιλονικείς και παζαρεύεις πώς θα λάβεις περισσότερα, για να δώσεις λιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο αυτόν τον δύστυχο. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα πατρικά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγμοί της καρδιάς, αλλά παραμένεις άκαμπτος και αλύγιστος. Το καθετί το βλέπεις ως χρυσό και παντού χρυσό φαντάζεσαι. Ο χρυσός σου έχει γίνει όνειρο όταν κοιμάσαι· και όταν είσαι ξύπνιος, αυτή είναι η έγνοιά σου. Όπως δηλαδή, όσοι έχουν κυριευθεί από κάποιο πάθος, δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι κι εσένα η ψυχή σου έχει καταληφθεί από τη φιλοχρηματία και παντού χρυσό και ασήμι βλέπει. Στ’ αλήθεια, με περισσότερη ευχαρίστηση θα έβλεπες τον χρυσό, παρά τον ήλιο. Εύχεσαι όλα να μεταβληθούν και να γίνουν χρυσός και όσο μπορείς το επινοείς, με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο.
5. Τι δεν μηχανεύεσαι, στ’ αλήθεια, για να αποκτήσεις χρυσάφι; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Το κρασί μετατρέπεται σε χρυσό. Το μαλλί των προβάτων σού δίνει χρυσό. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεση σού επιδαψιλεύει χρυσό. Ο ίδιος ο χρυσός σού γεννάει χρυσό, με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα και τους τόκους που επιβάλλεις. Παρά ταύτα, δεν επέρχεται σε σένα κορεσμός και η επιθυμία σου δεν έχει τέλος.
Στα λαίμαργα παιδιά, πολλές φορές, απλόχερα τους δίνουμε ό,τι ζητούν και τους επιτρέπουμε να παραχορτάσουν με όσα εκείνα ορέγονται, ώστε με τον υπερβολικό κορεσμό να τα βοηθήσουμε να αποστραφούν και να σιχαθούν εκείνο που επιθυμούν. Στον πλεονέκτη δεν συμβαίνει το ίδιο. Αλλά όσο πιο πολλά έχει, τόσο περισσότερα επιθυμεί.
«Πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν(: Αν ο πλούτος ρέει και αυξάνει, μην αφήνετε την καρδιά σας να προσκολληθεί σ’ αυτόν)», λέει ο Ψαλμωδός[Ψαλμ.61,11]. Εσύ όμως, πλούσιε πλεονέκτη, κατέχεις τον πλούτο που συνεχώς αυξάνει, και βάζεις αμπάρες και κλείνεις τις πόρτες και δεν δίνεις πουθενά τίποτε.
Αλλά με το να τον κρατά ο πλούσιος τον πλούτο και να τον αφήνει να λιμνάζει, δες τι του δημιουργεί. Ξεχειλίζει η συγκομιδή, σπάει τα εμπόδια και, πρόσεξε να δεις τη συνέχεια. Παρακολούθησε τι θα του δημιουργήσει, με το να αμπαρώνει τα αγαθά και να τα αφήνει να αυξάνουν και να λιμνάζουν, παραμένοντας στάσιμα. Θα γίνουν αιτία να γκρεμιστούν οι αποθήκες του, να διαρραγούν τα ταμεία του, σαν να μπήκε κάποιος κλέφτης και εχθρός και να τα αφάνισε.
Θα μου πεις όμως ότι θα κτίσει ο πλούσιος μεγαλύτερες αποθήκες και θα τα αποθηκεύσει. Αυτό δεν είναι σίγουρο. Φοβάμαι μήπως τις παραδώσει γκρεμισμένες στον κληρονόμο του· διότι πολύ πιο γρήγορα θα πεθάνει αυτός, παρά θα κτισθούν οι αποθήκες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της πλεονεξίας.
Ο πλούσιος βέβαια του Ευαγγελίου είχε για τα σχέδιά του το γνωστό τέλος. Αλλά εσείς, αν πεισθείτε σε όσα σας λέω, ανοίξτε τις αποθήκες σας και δώστε διέξοδο στον πλούτο σας. Και όπως το μεγάλο ποτάμι έχει πολυάριθμα κανάλια και διοχετεύει το νερό του στην πολύκαρπη γη, έτσι κι εσείς να οικονομήσετε τα αγαθά σας, ώστε να φθάσουν στα σπίτια των φτωχών, διασχίζοντας διάφορους δρόμους. Με αυτά που λέω, εννοώ να επινοήσετε ποικίλους τρόπους προσφοράς.
Όταν αντλείτε το νερό από τα πηγάδια, το νερό γίνεται πιο άφθονο. Ενώ, όταν τα εγκαταλείπουμε, βρωμίζουν και στερεύουν. Και ο πλούτος όταν μένει στάσιμος, είναι άχρηστος. Όταν όμως κινείται και δίδεται στους συνανθρώπους μας, βοηθάει το σύνολο των ανθρώπων και αποβαίνει καρποφόρος.
Αλήθεια, πόσο συγκινητικά είναι τα λόγια που βγαίνουν από την καρδιά του ανθρώπου που ευεργετήσαμε! Μην τον περιφρονήσεις. Και πόσο μεγάλη θα είναι η Χάρη που θα λάβουμε από τον δίκαιο Κριτή, τον Κύριο! Εμπιστεύσου λοιπόν τους λόγους του Κυρίου και μην απιστείς σ’ Αυτόν.
Πάντοτε και παντού να έχεις μπροστά στα μάτια σου το παράδειγμα του άφρονος πλούσιου που καταδικάζεται απ’ όλους για τη συμπεριφορά του·γιατί αυτός φύλαγε τα παρόντα υλικά αγαθά, αγωνιούσε για τις επερχόμενες σοδειές και, ενώ δεν γνώριζε αν θα ξημερώσει η αυριανή ήμερα, αμάρτανε εκ των προτέρων. Έχανε το σήμερα για το αύριο. Δεν είχε έλθει ο φτωχός να του ζητήσει κάτι, και αυτός προκαταβολικά εκδήλωνε την άρνηση και την αγριότητά του. Ακόμη δεν είχε μαζέψει τους καρπούς απ’ τα χωράφια του και είχε το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη τού πρόσφερε τα προϊόντα της άφθονα. Του έδειχνε ήδη μέσα στην οργωμένη γη το άφθονο σιτάρι. Παρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια πάνω στα κλήματα, τις ελιές να είναι κατάφορτες και γενικά υποσχόταν στον πλούσιο κάθε τρυφή από τα καρποφόρα δένδρα. Ο πλούσιος όμως ήταν τσιγκούνης και άκαρπος. Ακόμη δεν είχε αποκτήσει τα αγαθά και τον έτρωγε το σαράκι, μήπως του ζητήσουν κάτι οι φτωχοί και οι αναγκεμένοι.
Και όμως πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν για σένα, πλεονέκτη πλούσιε, μέχρι να φθάσουν οι καλλιέργειές σου στη συγκομιδή των καρπών; Διότι και χαλάζι μπορεί να πέσει και να τα καταστρέψει όλα και ο καύσωνας μπορεί να τα αρπάξει μέσα από τα χέρια σου και η απρόσμενη βροχή μπορεί να καταστρέψει τους καρπούς.
Δεν προσεύχεσαι λοιπόν στον Κύριο να δώσει τη Χάρη του, ώστε να ολοκληρωθεί η δωρεά; Αλλά εσύ τρέχεις για να βρεις τρόπο να μαζέψεις και να ασφαλίσεις τα αγαθά και έτσι καθιστάς τον εαυτό σου ανάξιο να λάβει όλα όσα ήδη σου έχει στείλει ο Θεός.
6. Και συ μεν ζεις με τους λογισμούς σου και κρυφά συνομιλείς με τον εαυτό σου, τα λόγια σου όμως αυτά κρίνονται στον Ουρανό. Γι’ αυτό και οι απαντήσεις σου έρχονται από εκεί.
Ποια είναι όμως αυτά που συζητάει με τον εαυτό του ο πλεονέκτης πλούσιος; «Ψυχή μου», λέει, «έχεις πολλά αγαθά. Έχεις πλούτη για αμέτρητα χρόνια. Τρώγε, πίνε και διασκέδαζε καθημερινά»[Λουκ.12,19].
Ω Θεέ μου, τι παραλογισμός είναι αυτός! Αλήθεια, πλούσιε, αν είχες ψυχή χοίρου, τι άλλο καλύτερο θα μπορούσες να της πεις; Τόσο κτηνώδης είσαι, τόσο ασύνετος και αδιάφορος για την ψυχική σου καλλιέργεια, ώστε να τρέφεις την ψυχή σου με τα βρώματα που είναι για τη σάρκα; Αυτά που καταλήγουν στον αφεδρώνα, εσύ τα ετοιμάζεις για την ψυχή σου;
Διότι αν, ασύνετε πλούσιε, διέθετες αρετή, αν η ζωή σου ήταν γεμάτη από αγαθά έργα, αν είχες ενωθεί με τον Θεό, θα είχες πολλά όντως αγαθά και τότε ας ευφραινόσουν με τα ψυχικά αυτά χαρίσματα. Επειδή όμως εσύ σκέφτεσαι εντελώς γήινα και έχεις Θεό σου την κοιλιά σου και είσαι εντελώς σαρκικός άνθρωπος, υποδουλωμένος και αιχμάλωτος στα πάθη, άκου την προσφώνηση που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την απηύθυνε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος: «῎Αφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;(:Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από δω και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;’’)»[Λουκ.12,20].
Χειρότερο από την αιώνια κόλαση είναι το γέλιο και η ευτυχία που προέρχονται από αγκύλωση στα υλικά αγαθά. Αλήθεια, αυτός που σε λίγο πρόκειται να τον αρπάξουν απ’ αυτή τη ζωή οι άγγελοι, τι σκέπτεται; «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες»! «Πολύ καλά θα κάνεις», θα του έλεγα εγώ. Διότι τα ταμεία της αδικίας πρέπει να αφανισθούν. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που έκτισες με άδικο και αμαρτωλό τρόπο. Σπάσε τα αμπάρια του σιταριού, από τα οποία κανείς δεν έλαβε παρηγοριά. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που φιλοξενούσε την πλεονεξία. Βγάλε τη στέγη. Γκρέμισε τους τοίχους. Άφησε να δει ο ήλιος το μουχλιασμένο σιτάρι. Βγάλε από τη φυλακή τον φυλακισμένο πλούτο σου. Σύντριψε τα σκοτεινά καταγώγια του Μαμμωνά.
«Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω(:Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες)»!
Αν, ανόητε πλούσιε, γεμίσεις και τις μεγαλύτερες αποθήκες που θα κατασκευάσεις, τι άλλο θα σκεφτείς μετά να κάνεις; Ή μήπως πάλι θα τις γκρεμίσεις και πάλι θα τις ξανακτίσεις; Και τι είναι πιο ανόητο απ’ αυτή σου τη δραστηριότητα, να κοπιάζεις εφ’ όρου ζωής να κτίζεις με άγχος και βιασύνη και να γκρεμίζεις με την ίδια ψυχική κατάσταση; Αν θέλεις αποθήκες, έχεις τα σπίτια των φτωχών. «Θησαύρισε για τον εαυτό σου θησαυρούς που αποθηκεύονται στους ουρανούς». «Όσα κατατίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα τρώει, ούτε σαπίζουν, ούτε ληστεύονται».
«Αλλά τότε θα δώσω, στους αναγκεμένους», μας υπογραμμίζει ο πλεονέκτης πλούσιος, «όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες μου».
Βλέπω πως έχεις προδιαγράψει ότι η ζωή σου σε αυτή τη γη θα είναι μακροχρόνια. Κοίταξε να μη σε προλάβει Εκείνος που προσδιορίζει τη ζωή του καθενός και θέτει τις ημερομηνίες λήξεως. Και φυσικά η υπόσχεσή σου αυτή δεν είναι απόδειξη της αγαθότητας της καρδιάς σου, αλλά της πονηρίας σου· διότι υπόσχεσαι, όχι για να δώσεις στους άλλους από τα αγαθά σου, αν θα κτίσεις μεγαλύτερες αποθήκες, αλλά για να αποφύγεις το παρόν. Τι σε εμποδίζει λοιπόν να δώσεις τώρα κάτι από τα πολλά σου αγαθά; Δεν υπάρχουν φτωχοί έξω από την πόρτα σου; Δεν είναι γεμάτες οι αποθήκες σου; Δεν είναι επηγγελμένη η ανταπόδοση και η Χάρη που θα λάβεις; Δεν είναι ξεκάθαρη η υπόσχεση του Κυρίου;
Ο πεινασμένος σβήνει από την πείνα. Ο γυμνός ξεπαγιάζει από το κρύο. Ο οφειλέτης πεθαίνει από το άγχος και εσύ αναβάλλεις για αύριο τη συμπαράστασή σου προς αυτούς; Άκου τον προφήτη Σολομώντα που λέει: «Μὴ εἴπῃς· ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, αὔριον δώσω, δυνατοῦ σου ὄντος εὖ ποιεῖν· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα (:Μην πεις στον φτωχό, πήγαινε τώρα και έλα αύριο και τότε θα σου δώσω. Διότι δεν γνωρίζεις τι θα παρουσιάσει για εσένα και για εκείνον η αυριανή ημέρα)»[Παρ.3,28]. Αδελφέ μου, ποια παραγγέλματα καταφρονείς, με το να κλείνεις τα αυτιά σου, εξαιτίας της φιλαργυρίας και της πλεονεξίας; Πόση μεγάλη χάρη κι ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρωστάς στον Ευεργέτη σου! Πόσο έπρεπε να είσαι χαρούμενος και ευχαριστημένος που δεν βρίσκεσαι στη θέση να χτυπάς τις πόρτες άλλων, αλλά οι άλλοι χτυπούν τη δική σου για βοήθεια. Παρά ταύτα, είσαι κατσούφης και απλησίαστος, αποφεύγεις τις συναντήσεις μήπως και αναγκασθείς να δώσεις κάτι με τα χέρια σου. Λίγες φράσεις ξέρεις: «Δεν έχω. Δεν δίνω. Είμαι φτωχός! ».Πραγματικά είσαι φτωχός και ενδεής από κάθε αγαθό. Είσαι φτωχός από αγάπη. Φτωχός από φιλανθρωπία. Φτωχός από πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό. Φτωχός από ελπίδα αιώνια.
Κάνε συμμέτοχους τους αδελφούς σου στα σιτηρά σου. Αυτό που αύριο σαπίζει, δώσε το σήμερα σ’ αυτόν που το ‘χει ανάγκη. Η χειρότερη μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίνει κανείς στους αναγκεμένους ούτε αυτά που ούτως ή άλλως φθείρονται.
7. «Και ποιον αδικώ», λέει ο πλεονέκτης πλούσιος, «με το να ενδιαφέρομαι για την περιουσία μου;».
Αλήθεια; Αλλά πες μου, ποια είναι η περιουσία σου, ποια είναι τα δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στη ζωή; Πραγματικά, συμπεριφέρονται πολλές φορές οι πλούσιοι όπως κάποιος που πιάνει θέση στο θέατρο, για να έχει καλή θέα, και έπειτα εμποδίζει τους μετέπειτα εισερχόμενους να βρουν κι αυτοί κάποια θέση, δικαίωμα που είναι κοινό για όλους. Δηλαδή καταλαμβάνουν οι πλούσιοι τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έλθουν στα χέρια τους πριν από τους άλλους. Είναι αληθινό πως, αν ο καθένας κρατούσε αυτό που του χρειαζόταν, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, και το περίσσευμα το έδινε σε όσους το είχαν ανάγκη, τότε δεν θα υπήρχε κανένας φτωχός.
Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά της μητέρας σου; Δεν θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Κι αυτά που έχεις τώρα, από πού τα έχεις; Αν μου πεις ότι τα έχεις από την τύχη, είσαι άθεος, διότι δεν αναγνωρίζεις τον Δημιουργό, ούτε ευχαριστείς τον Δωρεοδότη. Αν όμως παραδέχεσαι ότι τα έλαβες από τον Θεό, πες μου το λόγο για τον οποίο τα έλαβες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος και μοιράζει σε μας άνισα όσα χρειαζόμαστε σε αυτή τη ζωή; Γιατί εσύ να είσαι πλούσιος και εκείνος να είναι φτωχός; Για κανένα άλλο λόγο, παρά για να αποδειχθείς εσύ καλός οικονόμος και να λάβεις τη Χάρη και τον μισθό της καλής διαχειρίσεως και της πονετικής καρδιάς σου προς τους αδελφούς. Και εκείνος, ο φτωχός, για να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής που θα καταθέσει, λόγω της έλλειψης των αναγκαίων.
Εσύ όμως τα περιέλαβες όλα τα αγαθά στους ακόρεστους κόλπους της πλεονεξίας και νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς, ενώ τόσους και τόσους αποστερείς και δεν δίνεις τίποτα σε κανέναν. Ποιος θεωρείται πως είναι πλεονέκτης; Αυτός που δεν μπορεί να παραμείνει στην αυτάρκεια. Ποιος είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί από τον καθένα εκείνα που του ανήκουν.
Δεν είσαι λοιπόν εσύ ο πλεονέκτης; Δεν είσαι εσύ ο άρπαγας, όταν οικειοποιείσαι όλα τα πλούτη που σου δόθηκαν, με σκοπό να τα διαχειρισθείς και να τα οικονομήσεις με πνεύμα αγάπης; Ή αυτόν που απογυμνώνει τον ντυμένο, ο οποίος φοράει πλούσια ρούχα, θα τον ονομάσουμε λωποδύτη, ενώ εκείνον που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, θα του δώσουμε άλλο όνομα;
Το ψωμί που κρατάς εσύ στα χέρια σου και το αποθηκεύεις, ανήκει σ’ αυτόν που πεινά. Τα ρούχα που φυλάς στις ντουλάπες και στις ιματιοθήκες, είναι εκείνου που είναι γυμνός. Τα παπούτσια τα περίσσια είναι του ξυπόλυτου. Τα χρήματα που τα συγκεντρώνεις και τα κρύβεις στα βάθη της γης, είναι αυτού που τα χρειάζεται. Επομένως τόσους αδικείς, όσους μπορούσες να ευεργετήσεις!
8. Καλά είναι τα λόγια, λέει ο πλούσιος, αλλά καλύτερος είναι ο χρυσός! Αδελφοί μου, μοιάζει σαν να μιλάω στο κενό. Αισθάνομαι σαν κι αυτούς που κάνουν διαλέξεις περί εγκράτειας στους πόρνους και στους ακόλαστους· διότι αυτοί, όταν, στις ομιλίες αυτές, διαβάλλεται και κατηγορείται μια πόρνη, φέρνουν στη μνήμη τους τις σχέσεις που είχαν μαζί της και φλέγονται από την επιθυμία.
Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του φτωχού, για να καταλάβεις επιτέλους πόσους μεγάλους και αβάσταχτους πόνους θησαυρίζεις μόνο και μόνο για τον εαυτό σου;
Αλήθεια, πόσο μεγάλος και σπουδαίος θα σου φανεί την ημέρα της Κρίσεως ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη Βασιλεία, η οποία είναι ετοιμασμένη για σας από καταβολής κόσμου· διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, γυμνός ήμουνα και με ντύσατε». Και πόσο μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε περιβάλει όταν ακούσεις την καταδικαστική απόφαση και προτροπή: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με(:Φύγετε από μπροστά μου εσείς,που από τα έργα σας γίνατε καταραμένοι. Φύγετε μακριά από εμένα και πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του· διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε, γυμνός ήμουνα και δεν μου δώσατε ένα ρούχο να ντυθώ)»[Ματθ.25,42-43]. Διότι εκεί, στη Βασιλεία του Θεού, δεν εγκαλείται μόνο ο άρπαγας, αλλά καταδικάζεται και εκείνος που δεν έσκυψε να δει τις ανάγκες του πλησίον και αδελφού του.
Εγώ λοιπόν σου είπα όσα νόμιζα ότι συμφέρουν την ψυχή σου. Εσύ, αν όλα αυτά τα εγκολπωθείς και τα πιστέψεις, είναι ολοφάνερες οι ευλογίες και οι χάριτες που θα λάβεις. Αν πάλι παρακούσεις, αναφέρεται στην Αγία Γραφή και η εξέλιξη και το κατάντημα που θα έχεις.
Εύχομαι να αποφύγεις αυτή την απειλητική εμπειρία. Και θα την αποφύγεις, αν πάρεις καλές αποφάσεις. Έτσι, ο ίδιος ο πλούτος θα σου γίνει λύτρο και θα λάβεις τα ουράνια αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για σένα, με τη Χάρη Εκείνου που όλους μας κάλεσε στη Βασιλεία Του, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Βασιλείου του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα, Ομιλία εις το «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας», πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1973, τόμος 6, σελίδες 322-349 .
· «Ο Άδης της πλεονεξίας», Εκδόσεις “Ετοιμασία“, Σειρά «ΣΕΛΑΣΦΟΡΑ» 2008, [Κείμενο και ερμηνευτική απόδοση: Αδελφότης Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα.](Ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένου: www.alopsis.gr)
· http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
3.
Ο ΑΦΡΩΝ ΠΛΟΥΣΙΟΣ
1. ΔΕΝ ΧΟΡΤΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Ὁ μεγαλοκτηματίας τῆς παραβολῆς ἦταν πολύ εὐχαριστημένος· διότι ἐκείνη τήν χρονιά, «εὐφόρησεν ἡ χώρα», ἦρθαν εὐνοϊκές οἱ καιρικές συνθῆκες καί τά χωράφια ἀπέδωσαν μεγαλύτερη παραγωγή. Κι αὐτός ἔγινε πολύ πλουσιότερος. Ὅμως τό γεγονός αὐτό, ἀντί νά τοῦ δώσῃ χαρά, τόν βυθίζει σέ πελάγη ἀγωνίας. «Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου;». Τί νά κάνω, ποῦ νά συγκεντρώσω τούς καρπούς πού μοῦ περισσεύουν γιά νά μή τούς χάσω;
᾿Επιτέλους μετά ἀπό τίς βασανιστικές του σκέψεις ὁ πλούσιος βρίσκει τή λύση! «Τοῦτο ποιήσω»! Θά γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καί θά χτίσω μεγαλύτερες. Καί θά συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλους τούς καρπούς μου. Καί μετά θά καθήσω νά τά ἀπολαύσω. Καί θά πῶ στήν ψυχή μου· Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά, πού φθάνουν γιά νά περάσεις μέσα στή χλιδή μιά ὁλόκληρη ζωή. Λοιπόν, καιρός νά ξεκουρασθεῖς. «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἀπόλαυσε τή ζωή σου. Χόρτασε τόν πλοῦτο σου.
ΤΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ! Πραγματικά ἄφρων, ἄμυαλος ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς. Φαντάζεται πώς μέ τήν ἐπέκτασι τῶν ἐπιχειρήσεών του θά χαρῇ, θά χορτάσῃ τήν ψυχή του.
῞Ομως τό λάθος αὐτό τοῦ ἄφρονος πλουσίου ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε ἐποχή καί ἰδιαιτέρως στή σύγχρονη ἄπληστη κοινωνία μας. Κι ὄχι μόνο στούς πλούσιους, ἀλλά στούς περισσότερους ἀνθρώπους· ἀκόμη καί σέ πολλούς πιστούς Χριστιανούς. Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα στηρίζουμε τή ζωή μας στήν οἰκονομική ἄνεσι, τό χρῆμα, τήν ἐπίδειξι. Ἀναζητοῦμε ἐπιτυχίες ἐγκόσμιες καί μάταιες. Θέλουμε νά ἔχουμε κάθε τί πού προσφέρει ἡ σύγχρονη ζωή. Ἐξαρτοῦμε λίγο ἤ πολύ τή ζωή μας ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά. Καί πιστεύουμε πώς ἔτσι θά εὐτυχήσουμε.
Τά ὑλικά ἀγαθά ὅμως δέν μποροῦν νά χορτάσουν τήν ψυχή μας. Διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνον ὑλικό ὄν. ῎Εχει σῶμα, ἀλλά ἔχει καί ψυχή ἀθάνατη. Εἶναι ποτέ δυνατόν νά χορτάσῃ ὁ ἄνθρωπος τήν ψυχή του μέ ὑλικά ἀγαθά; ῾Η ψυχή θέλει τό ἀνώτερο, τό πνευματικό, τό ἅγιο γιά νά χορτάσῃ, νά εὐτυχήσῃ. Οἱ πόθοι τῆς ψυχῆς εἶναι ἄπειροι καί μόνο μέ τόν ἄπειρο Θεό μποροῦν νά πληρωθοῦν, νά ἱκανοποιηθοῦν.
Ἀλλά ἐπιπλέον, μέχρι πότε μπορεῖ νά διατηρήσῃ κανείς τόν πλοῦτο του; Κι ἄν δέν τόν χάσῃ κανείς ὅσο ζεῖ, ἔρχεται κάποτε ξαφνικά καί ἀμετάκλητα νά τόν ληστέψῃ ὁ μεγάλος κλέφτης, ὁ θάνατος· ὅπως ἔγινε καί στόν πλούσιο τῆς παραβολῆς.
2. Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Τήν ὥρα πού ὁ πλούσιος καλεῖ τήν ταλαιπωρημένη ψυχή του ν᾿ ἀπολαύσῃ τά ὑλικά ἀγαθά, βρόντησε ξαφνικά ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ. «Ἄφρον». Ἀνόητε ἄνθρωπε, πού στήριξες τήν εὐτυχία σου στίς ὑλικές σου ἀπολαύσεις. «Ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Αὐτή τή νύκτα ἀπαιτοῦν τήν ψυχή σου οἱ σκοτεινοί καί ἀπαίσιοι δαίμονες, γιά νά τήν σύρουν στόν ὄλεθρο. Αὐτή τή νύκτα θά πεθάνεις. Κι ὅλα αὐτά πού μιά ζωή μέ κόπο συγκέντρωνες, τά χάνεις. Σέ ποιόν πλέον θά ἀνήκουν; Καί ὁ Κύριος σφραγίζει τήν παραβολή λέγοντας: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Παρόμοιο τέλος θά ἔχῃ καί ὅποιος θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό του τόν ὑλικό πλοῦτο καί δέν ἐνδιαφέρεται νά πλουτίζῃ «εἰς Θεόν».
ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ εἶναι αὐτός ὁ «εἰς Θεόν πλοῦτος»; Οἱ θησαυροί πού δέν χάνονται, καθώς κανείς ἀποχαιρετᾶ αὐτή τή ζωή εἶναι οἱ ἀρετές. Διότι οἱ ἀρετές μᾶς συνδέουν μέ τόν Χριστό. Κι ὅταν ἔχουμε τόν Χριστό, ἔχουμε τό πᾶν, ἔχουμε τόν πιό πολυτίμο θησαυρό μέσα μας. Βέβαια οἱ ἀρετές σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν γῆ δέν ἐντυπωσιάζουν τούς πολλούς. Εἶναι ὅμως ὁ μοναδικός θησαυρός, γιά τόν ὁποῖο ἀξίζει νά δώσῃ κανείς ὅλη του τήν ἀγάπη, καί τή θέλησι. Γιατί ἡ ἀξία τους εἶναι μεγάλη καί σ᾿ αὐτή τή ζωή, ἀλλά πολύ περισσότερο στήν ἄλλη, τήν αἰώνιο.
Σ᾿ αὐτή τήν ζωή ἡ ἀρετή ἱκανοποιεῖ πλήρως τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Τόν ἐλευθερώνει ἀπό τήν δουλεία τῶν παθῶν καί ἐγκαθιδρύει στήν ψυχή τήν εἰρήνη καί τήν χαρά, ἀγαθά τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἐξαγοράσουν ὅλοι οἱ θησαυροί τοῦ κόσμου. Πόσο μεγάλη εὐτυχία καί ἀνάπαυσι ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχῃ εἰρηνική τήν συνείδησή του, ὅταν κάνῃ τό καλό στόν συνάνθρωπο, ὅταν κάνῃ ἐλεημοσύνες καί ἀγαθοεργίες, ὅταν ἀντιστέκεται καί νικᾶ τούς πειρασμούς! Ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή ὅποιος θησαυρίζει μέ ἀρετές, θά ἀξιωθῇ νά κατοικῇ ὄχι σέ ἐπίγεια πρόσκαιρα παλάτια, ἀλλά στήν πανένδοξη βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔχει ἑτοιμάσει γι᾿ αὐτόν στέφανο γιά νά τόν βραβεύσει, θρόνο γιά νά τόν δοξάσῃ, βασιλεία γιά νά τόν κάνῃ κληρονόμο Του.
Λοιπόν, χρειαζόμαστε ὅλοι μας γκρέμισμα καί χτίσιμο. Νά γκρεμίσουμε τίς παλιές ἀποθῆκες πού ἔχουμε μέσα μας, ὅπου φωλιάζουν τά πάθη καί οἱ προσκολλήσεις μας στά ὑλικά ἀγαθά. Καί ν᾿ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό καί τήν ἀρετή. ῎Ετσι θά γίνουμε πλούσιοι. Πάμπλουτοι. Κάτοικοι στό παλάτι τοῦ Θεοῦ.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
4.
Ἡ θεομάχος ἀφροσύνη
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια τὰ λεωφορεῖα τῆς Ἀγγλίας εἶχαν «διακοσμηθεῖ» μὲ ἕνα σύνθημα, ποὺ εἶχε πατρονάρει ὁ μεγαλύτερος ἴσως θεωρητικός τῆς σύγχρονης ἀθεΐας Ρίτσαρντ Ντόκινς. Τὸ σύνθημα ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς πιθανότατα δὲν ὑπάρχει. Ἑπομένως σταματῆστε νὰ ἀνησυχεῖτε καὶ ἀπολαῦστε τὴ ζωή σας». Ἂν ὁ Ντόκινς εἶχε διαβάσει προσεκτικὰ τὴ σημερινὴ παραβολή, θὰ εἶχε διαπιστώσει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἐνδιαφέρεται ἀληθινὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ ζωὴ μας· καὶ μάλιστα, ὄχι μόνο ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ ἐδῶ.
Ἔχουν καὶ οἱ πλούσιοι ἄγχος;
Εἶναι φανερὸ ὅτι γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς χαρακτήρισε τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς «ἄφρονα». Οὐσιαστικὰ ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ: Ἐσύ, ποὺ εἶσαι τόσο ἱκανὸς στὴ «διοίκηση ἐπιχειρήσεων», δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βλέπεις τὰ πράγματα τόσο μυωπικά. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαχειρίζεσαι τὰ ὑπάρχοντά σου βλέποντας τόσο μακριά, ὥστε νὰ χαίρεσαι τὴ ζωή σου ὄχι μόνο εἰς ἔτη πολλά», ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν βιολογικό σου θάνατο. Ἐσύ, ὅμως, οὔτε καὶ τώρα φαίνεται νὰ περνᾶς καλά, ἀφοῦ «σφόδρα ὀδυνώμενος καὶ πάσχων», κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, ἐπαναλαμβάνεις γεμάτος ἄγχος τὴ φράση «τί νὰ κάνω;»· μία φράση, ποὺ ταιριάζει περισσότερο σὲ φτωχοὺς παρὰ σὲ πλούσιους σὰν κι ἐσένα. Θὰ μποροῦσες πολὺ πιὸ εὔκολα καὶ πιὸ ἀποδοτικὰ νὰ ἔκανες εὐρυχωρία στὶς ἀποθῆκες σου ἀδειάζοντας τοὺς παλαιοὺς καρποὺς σὲ «γαστέρες πενήτων» καὶ συγχρόνως «θησαυρίζοντας θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ».
«Καὶ ἔστω», συνεχίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «τοὺς καρποὺς τοὺς ἐξασφάλισες στὶς καινούργιες ἀποθῆκες σου. Τὰ “ἔτη πολλά”, ὅμως, ἀπὸ ποῦ θὰ τὰ ἐξασφαλίσεις; Μὴ καὶ τοῦτο γέννημα σόν; Μὴ καὶ τοῦτο ἀγαθὸν σόν;». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεoς τὸν ἐπιπλήττει: «Δὲν ξέρεις ὅτι ἡ ζωὴ μας “ἀτμίς ἐστι πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ ἀφανιζομένη”; Ἑπομένως, πρὶν κάνεις ὁτιδήποτε θὰ ἔπρεπε νὰ λές: «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήση καὶ ζήσωμεν» (Ἰακ. 4,13). Ἀντίθετα, ἐσὺ ἀγνοώντας τὸν Θεὸ διακηρύττεις, κατὰ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο: «Οὐδένα θέλω κοινωνόν. Μὲ κανένα δὲν θέλω νὰ τὰ μοιραστῶ. Δικά μου εἶναι· δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μόνος μου λοιπὸν θὰ τὰ ἀπολαύσω. Οὐ τὸν Θεὸν προσλήψομαι εἰς τὴν τούτων ἀπόλαυσιν. Οὔτε μὲ τὸν Θεὸ δὲν θέλω νὰ τὰ μοιραστῶ».
«Νοῦς ἀποστὰς ἀπὸ Θεοῦ»
Ἰδοὺ λοιπόν, πὼς ἡ ἀφροσύνη τῆς φιλοκτημοσύνης καὶ φιλαργυρίας ἀργὰ ἢ γρήγορα ὁδηγεῖ σὲ ἑωσφορικὴ ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό. Καταλήγει ὁ πλούσιος νὰ βλέπει τὸν Θεό, ὅπως ὁ ταλαίπωρος ὁ Ντόκινς, σὰν ἀπειλὴ γιὰ τὴ δῆθεν «εὐτυχία» του καὶ σὰν «διεκδικητὴ» τῶν δῆθεν «ἀγαθῶν» του. Ἄρα ἡ πλεονεξία εἶναι κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν «εἰδωλολατρία», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ καλλιεργήσει στὸν πλεονέκτη θεομάχο διάθεση, ὁδηγώντας τον στὴ βλάσφημη κραυγή: «Φύγε ἀπὸ μένα. Δὲν θέλω νὰ ξέρω τὸ θέλημά σου… Τί θὰ κερδίσω ἂν σὲ ἐπικαλοῦμαι καὶ προσεύχομαι σὲ σένα;» (Ἰὼβ 21,14).
«Ὢ τῆς ἀλογίας», ξεσπάει δικαιολογημένα ὁ Μέγας Βασίλειος. Μοναδικὸ «κέρδος» γιὰ τὸν πλούσιο εἶναι νὰ ἔχει νὰ φάει, νὰ πιεῖ καὶ νὰ εὐφραίνεται ἡ ψυχή του γιὰ πολλὰ χρόνια. Μὰ μπορεῖ νὰ χορτάσει ἡ ψυχὴ μὲ ὑλικὰ ἀγαθά; «Μόνο ἂν ἦταν χοίρου ἡ ψυχή σου», συνεχίζει μὲ πρωτοφανῆ ὀξύτητα ὁ θεοφάντωρ τῆς Καισαρείας, «μόνο τότε θὰ τῆς ἔταζες τέτοια δῆθεν καλοπέραση. Τόσο ἀποκτηνωμένος εἶσαι νὰ τὴν ταΐζει μὲ τὶς τροφὲς τῆς σάρκας, καὶ ὅσα ὁ ἀφεδρώvας ὑποδέχεται, αὐτὰ νὰ τῆς παραπέμπεις;»
Ἀπαίτηση φορολόγων ἢ παράδοση εἰς Θεὸν Λόγον;
Τελικὰ τὰ «πολλὰ χρόνια», ποὺ περίμενε νὰ ζήσει ὁ πλούσιος, δὲν ἦταν οὔτε μία μέρα. Τὸ ἴδιο βράδυ, κάποιοι «φοβεροὶ ἄγγελοι ὥσπερ ἀπηvεῖς φορολόγοι» θὰ πήγαιναν νὰ «ἀπαιτήσουν» τὴν ψυχή του. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «οὐκ ἀπαιτεῖται τὴν ψυχήν, ἀλλὰ ὁ ἴδιος τὴν παραδίδει στὸν Θεὸ χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος. Ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ ἔχει καταντήσει τὴν ψυχὴ του σκέτη σάρκα, τὴν ἔχει κάνει νὰ εἶναι δυσαπόσπαστη ἀπὸ τὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ κι αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔρθουν νὰ τὴν πάρουν, θὰ τὴν ἁρπάξουν, χωρὶς ἐκείνη νὰ θέλει». Ἐκείνη λοιπὸν τὴ στιγμή, τί θὰ τὴν ὠφελήσουν ὅλα αὐτὰ τὰ «ἀγαθά», ποὺ εἶχε μαζέψει; Ποιὸς θὰ τὰ καρπωθεῖ;
Ὅταν τὸ 306 π.Χ. ὁ Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς κατέλαβε τὰ Μέγαρα καὶ τὰ λεηλάτησε, θέλοντας νὰ δείξει ὅτι εἶναι καλλιεργημένος ἄνθρωπος, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν τύχη τοῦ Μεγαρέως φιλοσόφου Στίλπωνος. Ὅταν οἱ στρατιῶτες του βρῆκαν τὸν γέροντα φιλόσοφο, ὁ Δημήτριος τὸν χαιρέτησε μὲ σεβασμὸ καὶ τὸν ρώτησε, μήπως τοῦ ἅρπαξαν τίποτε ἀπὸ τὰ πράγματά του. Τότε ὁ Στίλπων μὲ κάποια εἰρωνεία τοῦ ἀπάντησε: «Δὲν εἶδα κανέναν νὰ κουβαλάει τὰ πράγματά μου. Ἡ δική μου περιουσία εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μοῦ τὴν ἁρπάξει, γιατί τὴν ἔχω κρυμμένη μέσα μου. Πόλεμος γὰρ οὐ λαφυραγωγεῖ ἀρετήν».
Προφανῶς πολλοὶ «ἐν σκιᾷ καθήμενοι» πρὸ Χριστοῦ – καὶ φυσικὰ καὶ μετὰ Χριστὸν μὴ χριστιανοὶ – ἦταν καὶ εἶναι πολὺ πιὸ μυαλωμένοι ἀπὸ τὸν ἀνόητο πλούσιο τῆς παραβολῆς. Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε νὰ μᾶς διδάξει μία νεφελώδη ἠθικὴ καὶ ἀρετολογία, καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ἦρθε νὰ «μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ». Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου· καὶ ἡ ἐκ μέρους μας ἐν ἐλευθέριᾳ καὶ κατὰ τὸ δικό του θέλημα διαχείριση ὅλων τῶν χαρισμάτων του ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα, ἀπὸ ἐδῶ καὶ τώρα νὰ μοιραζόμαστε μὲ Αὐτὸν τὸν ἀνεξάντλητο καὶ ἀναφαίρετο «πλοῦτο τῆς δόξας τῆς κληρονομίας του ἐν τοῖς ἁγίοις» (Ἐφεσ. 1,18).
5.
Εἶπε δὲ ὁ Θεός: Ἄφρον (Λουκ. ιβ΄16-21)
Δορμπαράκης Γεώργιος (Πρωτοπρεσβύτερος)
α. Ἂν ἡ προηγουμένη Κυριακὴ πρόβαλε ὡς πρότυπο ζωῆς πρὸς ἔνταξη στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὸν εὔσπλαχνο Σαμαρείτη, τὸν ἀνιδιοτελῆ ἄνθρωπο τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, ἡ σημερινὴ Κυριακὴ προβάλλει τὸ ἀρνητικὸ κακέκτυπο: τὸν ἄφρονα πλούσιο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἡ μόνη ἔγνοια του ἦταν πῶς νὰ ἔχει καὶ νὰ κατέχει τὰ ὑλικά του ἀγαθά, πῶς νὰ αὐξάνει τὰ γεννήματά του, σὲ βαθμὸ τέτοιο, ποὺ τελικῶς νὰ δυστυχεῖ μέσα στὴν ὑποτιθέμενη «εὐτυχία» του: ἡ καρποφορία τῶν χωραφιῶν του τὸν κάνει νὰ γεμίζει ἀπὸ ἄγχος καὶ στενοχώρια. Μέχρις ὅτου ἐμφανίζεται ἀπὸ τὸ «πουθενὰ» ὁ παράγων Θεός, γιὰ νὰ βάλει τέλος στοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὶς λύσεις του: «σήμερα θὰ πεθάνεις! Ζητᾶνε τὴν ψυχή σου!» Κι ὁ θάνατος ἔρχεται ὡς τὸ ὅριο ποὺ φωτίζει τὴν ποιότητα τῆς ὅλης προγενέστερης ζωῆς του, ποὺ τοῦ ἀνοίγει τὰ μάτια γιὰ νὰ δεῖ ὅτι τελικῶς ὅλα τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν ἦταν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μία ἀνοησία. «Εἶπε δὲ ὁ Θεός: Ἄφρων!»
β. 1. Δὲν πρόκειται γιὰ ἐκτίμηση καὶ ἀξιολόγηση ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀμφισβητήσει τὸ περιεχόμενό της. Ποιὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κατέχει τὸ ἀλάθητο; «Ὁ νόμος τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ εἶναι ἡ πλάνη» σημειώνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Οὔτε πρόκειται γιὰ μία κρίση, ποὺ μπορεῖ νὰ κινεῖται στὸ ἐπίπεδο τῆς κατάκρισης, καρποῦ ζηλοφθονίας καὶ ἐμπάθειας. Μία τέτοια ἐμπαθὴς κρίση δὲν ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, διότι ὑφαρπάζει δικαίωμα ποὺ ἀνήκει μόνον σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸ ἐπισημαίνει: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε». «Ἐὰν δὲ κάποιος χαρακτηρίσει τὸν ἀδελφό του «ἀνόητο» εἶναι ἔνοχος ἐνώπιον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ».
Ἐδῶ, στὸ περιστατικὸ ποὺ περιγράφει ὁ Κύριος γιὰ τὸν πλούσιο, ἔχουμε τὴν κρίση τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, δηλαδὴ Ἐκείνου ποὺ ἡ κρίση Του εἶναι ἀπολύτως δίκαιη, διότι «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τὰ πάντα ἐνώπιόν Του», συνεπῶς ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ δεῖ κι αὐτὸς τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν συμπεριφορῶν τῆς ζωῆς του. Κι εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ κρίση, διότι πηγάζει ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ ἡ ἀγάπη Του πρὸς τὰ πλάσματά Του εἶναι ἄπειρη καὶ συνεπῶς ἔχει πάντοτε γνήσιο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτά. Μόνον ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ μπορεῖ καὶ νὰ κρίνει ὀρθά, πέρα ἀπὸ στρεβλώσεις τῶν ἐμπαθῶν κινημάτων τῆς καρδιᾶς του. Ὅπως τὸ λέει καὶ πάλι ὁ Κύριος: «Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Καὶ δικαία κρίση εἶναι αὐτὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ. Ἡ ἄπειρη ἀγάπη λοιπὸν τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύει καὶ τὴν ἀληθινότητα τῆς κρίσεώς Του.
2. Κι ἀκόμη περισσότερο: ἡ κρίση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται στὸ περιστατικὸ τῆς παραβολῆς, ἠχεῖ πολὺ πένθιμα, σὰν καμπάνα ποὺ σημαίνει τὸν θάνατο κάποιου, διότι ὄχι μόνον εἶναι ἀληθινή, ἀλλὰ καὶ τελεσίδικη καὶ ἀμετάκλητη: λέγεται τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλο περιθώριο ἀλλαγῆς του. Ὁ θάνατος συνιστᾶ τὸ ἀπόλυτο ὅριο, μετὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς κρίνεται γιὰ ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς του, γιὰ ὅ,τι ἔπραξε, γιὰ ὅ,τι εἶπε, γιὰ ὅ,τι σκέφτηκε ἀκόμη. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, καὶ μετὰ τοῦτο κρίσις» κατὰ τὸν ἀπόστολο. Ὅ,τι διάφορες φιλοσοφίες καὶ θρησκεῖες ἔχουν διδάξει περὶ μεταλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου, περὶ μετενσάρκωσης ἢ μετεμψύχωσής του σὲ ἄλλες καταστάσεις, μέσα στὸν κόσμο τοῦτο, ἀποτελοῦν φληναφήματα καὶ ἀνοησίες, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν σκοτισμένο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος εἶναι κρυστάλλινη: ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν θάνατό του κρίνεται ἀπὸ τὸν Θεό, κατὰ μερικὸ πρῶτα τρόπο, λόγω τῆς συνέχειας μόνο τῆς ψυχῆς του, κι ἔπειτα, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, θὰ κριθεῖ καὶ γενικά, διότι τότε μὲ τὴν Παρουσία αὐτὴ τοῦ Κυρίου θὰ ἀναστηθεῖ καὶ τὸ σῶμα του, ὥστε ἑνωμένο μὲ τὴν ψυχὴ νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός Του. Ἡ γενικὴ αὐτὴ ὅμως κρίση δὲν θὰ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν πρώτη. Ἁπλῶς θὰ εἶναι ἐπιτεταμένη, διότι θὰ συνυπάρχει μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Καὶ βεβαίως ἡ κρίση αὐτὴ ὁδηγεῖ εἴτε στὴν αἰώνια ζωὴ εἴτε στὴν αἰώνια κόλαση, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πῶς «εἰσπράττει» ὁ ἄνθρωπος τὴ μία καὶ ἑνιαία ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους: εἴτε θετικά, ἂν φεύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἐν μετανοίᾳ εἴτε ἀρνητικά, ἂν φεύγει ἐναντιωμένος πρὸς τὸν Θεὸ ἢ μὲ ἀδιαφορία πρὸς Αὐτόν.
3. Ποιὰ ἦταν τὰ γνωρίσματα τῆς ζωῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποὺ ὁδήγησαν στὸν χαρακτηρισμό του ὡς ἄφρονος καὶ ἀνοήτου; Πότε συνεπῶς κάποιος ζεῖ ἀνόητα, κατὰ τὴν κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ;
(α) Ὄχι ἀσφαλῶς ἐπειδὴ «εὐφόρησεν ἡ χώρα του». Ἡ εὐφορία αὐτὴ τῶν χωραφιῶν του ὑπῆρξε μία εὐλογία ποὺ τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ – δὲν φαίνεται νὰ κοπίασε γι’ αὐτὴν ὁ πλούσιος· ὁ Θεὸς ἁπλῶς ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ, προφανῶς γιὰ νὰ τοῦ δώσει εὐκαιρία νὰ ἀνοιχτεῖ στὸν συνάνθρωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος πῶς τὴν ἀντιμετώπισε; Μ’ ἕναν ἀπόλυτα ἐγωιστικὸ τρόπο. Πέντε «μου» τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας μετρᾶμε στὸν προβληματισμό του: «ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;..Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας…καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τὴ ψυχή μου». Τὰ πάντα περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει ἴχνος προβληματισμοῦ γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε συνάνθρωπό του, ἔστω καὶ συγγενῆ του. Ἔτσι ἡ ἀφροσύνη του ἦταν ὁ ἐγωιστικὸς τρόπος σκέψεως καὶ ζωῆς του.
(β) Αὐτὸς ὁ ἐγωισμός του, ὡς νοσηρὴ στροφὴ μόνον στὸν ἑαυτό του, δὲν περιέχει ἴχνος ἀναφορᾶς καὶ πρὸς τὸν Θεό. Συνήθως, ἀκόμη καὶ σὲ ἀσχέτους πρὸς τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους, σὲ στιγμὲς εὐτυχίας τοὺς ἀκοῦμε καὶ ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ». Ἐδῶ, δὲν ὑπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογικὴ ἐνατένιση τοῦ Θεοῦ, γιὰ κάτι ποὺ ἐξώφθαλμα σχετιζόταν μ’ Ἐκεῖνον: εἴπαμε ὅτι ἡ εὐφορία τῆς γῆς του δὲν εἶχε νὰ κάνει μὲ καμία ἀπὸ τὶς δικές του προσπάθειες. Ἦταν μία δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἡ ἀφροσύνη του δὲν ἔχει ἀποκλείσει μόνον τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν χορηγό τοῦ πλούτου του. Κι εἶναι τοῦτο πράγματι ποὺ ἐπισημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστιν Θεός». Μπορεῖ θεωρητικὰ νὰ μὴν ἀκούγεται στὴν παραβολὴ ἡ ἀθεΐα τοῦ πλουσίου, διαπρυσίως ὅμως καταγγέλλεται αὐτὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς ζωῆς του. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ καθοριστικό.
(γ) Ἡ διαγραφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ὅμως φέρνει ἄγχος. Ἀντὶ ὁ πλουτισμὸς νὰ τοῦ δίνει χαρὰ – ὡς εὐκαιρία, εἴπαμε, προσφορᾶς χαρᾶς σὲ ἄλλους – τοῦ προσθέτει θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἀλλὰ πάντοτε αὐτὸ εἶναι τὸ τίμημα τοῦ ἐπιλέγοντος τὸν ἐγωιστικό, δηλαδὴ τὸν ἁμαρτωλό, τρόπο ζωῆς. Τὸ σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «θλίψις καὶ στενοχωρία παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ κακόν». Ὁ ἄφρων πλούσιος, δηλαδή, ἤδη ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ζοῦσε μὲ στοιχεῖα κόλασης. Ἡ πορεία του ἦταν προδιαγεγραμμένη, ἐφόσον δὲν ἔδειχνε σημεῖα μετάνοιας. Κι ἐπιπλέον: τὸ ἄγχος του γιὰ τὸ «ἔχει» του, σὰν τοῦ «ἔκλεβε» καὶ τὸ μυαλό του: τὸν ἔκανε νὰ ἀδυνατεῖ νὰ σκεφτεῖ τὸ αὐτονόητο, ὅτι δηλαδὴ τὰ γεννήματά του, κλεισμένα σὲ ἀποθῆκες, θὰ σάπιζαν. Συνήθως ὁ ἐγωιστὴς ἄνθρωπος χάνει καὶ τὴν ὅποια «ἐξυπνάδα» του.
(δ) Ἡ ἀφροσύνη του ὅμως ἔγκειται καὶ στὴν ψευδαίσθηση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ὁ πλούσιος δὲν ἐλάμβανε ὑπόψη του τὸ πιὸ βέβαιο γεγονὸς τῆς ζωῆς: τὴν ὕπαρξη τοῦ θανάτου. Ὁ προβληματισμός του, βλέπουμε, κινεῖται σὲ ἐπίπεδο σχεδὸν «αἰωνιότητας» γι’ αὐτὸν τῆς παρούσας ζωῆς. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Πράγματι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι κυριολεκτικὰ «πετάει στὰ σύννεφα». Τὸ φαντασιακὸ ἐπίπεδο εἶναι ὁ χῶρος τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ «προσγείωση» ἔρχεται τόσο ἀπότομα καὶ «ἀνώμαλα» γι’ αὐτόν.
4. Τὰ κύρια αὐτὰ στοιχεῖα τῆς ἀφροσύνης τοῦ πλουσίου, ποὺ ὁδηγοῦν, ὅπως εἴπαμε, σ’ ἕνα τέλος τραγικὸ – ὄχι μόνον ἔρχεται ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἔρχεται μὲ μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων πρὸς τὸν Θεό: «τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ», ἄρα δείχνουν καὶ τὴν αἰώνια συνέχεια ἐκτὸς Θεοῦ – μᾶς ὁδηγοῦν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου στὴν ἐπισήμανση τῶν στοιχείων ποὺ ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς ἐμφροσύνη καὶ σωφροσύνη. Πρόκειται γιὰ τὸν «πλουτισμὸν κατὰ Θεόν», ποὺ λέει ὁ Κύριος στὴν κατακλείδα τῆς παραβολῆς, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἔχει νὰ βρίσκεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ χαίρεται ἀενάως τὴ χαρὰ τῆς παρουσίας Του. Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὥστε στὸ τέλος του νὰ ἀκούσει μὲ χαρὰ ὅτι εὐαρέστησε τὸν Θεό; Μά, ἀσφαλῶς, πρῶτον, νὰ στέκεται καλὰ ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του, δηλαδὴ μὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον, ἔστω κι ἂν τοῦτο μπορεῖ νὰ σημαίνει καὶ θυσία γι’ αὐτόν. Τὸ παράδειγμα τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, ὅπως εἴπαμε, συνιστᾶ καθοδηγητικὸ στοιχεῖο ἐπ’ αὐτοῦ. Δεύτερον, νὰ πιστεύει καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν σώφρονα ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀμελητέα ἢ ἀνύπαρκτη κατάσταση, ἀλλὰ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του. Προτεραιότητά του συνεπῶς εἶναι τὸ πῶς θὰ θεμελιώνει ἀδιάκοπα τὴ ζωή του, τὶς σκέψεις του, τὰ λόγια του, τὴ συμπεριφορά του, στὸ θέλημα Ἐκείνου. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νιώθει ὡς τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα του. Ὁ σώφρων ἄνθρωπος, ἔτσι, τρίτον, δὲν ζεῖ μὲ ἄγχη καὶ ἀνασφάλειες, ἀλλὰ ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ βραβεύει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Καὶ βεβαίως, τέλος, ὁ σώφρων, στὸν ὁποῖο εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, ἔχει συναίσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ τῆς φθαρτότητάς του. «Καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκει», ὅπως λέει καὶ ὁ ἀπόστολος, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν τρέμει τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὸν προσδοκᾶ μὲ χαρά, γνωρίζοντας ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ παραλάβει τὴν ψυχή του καὶ ὄχι κάποιοι ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἐπιζητοῦν εἶναι ἡ δυστυχία του.
γ. Τί ἄραγε ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀκούσουμε καὶ ἐμεῖς στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας ὡς κριτικὴ γι’ αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεό; «Ἄφρων» ἢ «σώφρων καὶ ἔμφρων;» Τὸ ἐρώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἢ πλουτίζουμε κατὰ Θεόν; Κι εἶναι τοῦτο ἡ καθημερινὴ καὶ ἀδιάκοπη πρόκληση ἐπιλογῆς μας σὲ κάθε κίνηση τῆς ὕπαρξής μας. Στὴ μία περίπτωση, τὸ κέντρο βάρους εἶναι ὁ κόσμος μὲ τὴ φθαρτότητά του καὶ τὴ διαρκῆ ταραχή του, ὑπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου. Στὴν ἄλλη, τὸ κέντρο βάρους εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τὸ ἅγιο θέλημά Του, μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὴ δόξα ποὺ συνοδεύουν τὴν παρουσία Του. Ὁ Χριστιανὸς βεβαίως δὲν προβληματίζεται: ἐπιλέγει πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπιλέγει δηλαδὴ ὄχι μόνον τὸ αἰώνιο, ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου τούτου ἀληθινὸ συμφέρον του.
6.
Ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἄφρονος Πλουσίου
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος δίδει εἰς τοὺς μαθητάς Του τὰς ἀνωτέρω ἀναφερθείσας συμβουλάς, ὅτε «εἶπε τις ἐκ τοῦ ὄχλου αὐτῷ. Διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι μετ’ ἐμοῦ τὴν κληρονομίαν». Ὁ παραπονούμενος οὗτος ἀδελφὸς ἦτο προφανῶς ὁ νεώτερος. Παρεπονεῖτο, διότι ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του δὲν ἤθελε νὰ μοιρασθῇ τὴν περιουσίαν μαζί του καὶ τὴν ἐξεμεταλλεύετο. Ὁ νεώτερος οὗτος ἀδελφὸς θέλων νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὴν ἠθικὴν ἐπιρροὴν τοῦ Κυρίου, παρακαλεῖ νὰ τὸν βοηθήσῃ εἰς τὴν διανομὴν τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς. Ὁ Κύριος δηλῶν, ὅτι ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, δὲν εἶναι ν’ ἀναμιγνύεται εἰς οἰκονομικὰ ζητήματα, λέγει πρὸς αὐτόν: «Ἄνθρωπε, τίς μὲ κατέστησε κριτὴν ἢ μεριστὴν ἐφ’ ὑμᾶς;» Ἡ προσφώνησις τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν παραπονούμενον ἀδελφὸν «ἄνθρωπε» δεικνύει ἀποδοκιμασίαν Του πρὸς αὐτόν, διότι μέσα εἰς τόσα πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου ὁ νοῦς τούτου ἦτο κολλημένος εἰς ὑλικὰ ζητήματα. Ποῖος Μὲ διώρισε, λέγει ὁ Κύριος, κριτήν, ὥστε νὰ δικάσω τὴν διαφοράν σας καὶ μεριστήν, ὥστε νὰ διανείμω τὴν περιουσίαν μεταξύ σας; Αὐτὸ δὲν εἶναι δουλειὰ ἰδική Μου, εἶναι δουλειὰ τῶν ἐπιγείων ἀρχῶν.
Ὁ Κύριος ἀντιληφθείς, ὅτι αἰτία τῆς διαφορᾶς τῶν δύο ἀδελφῶν ἦτο ἡ πλεονεξία καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν, διορθώνων βαθύτερον τὰ πράγματα καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν λαὸν «εἶπε πρὸς αὐτούς˙ ὁρᾶτε» προσέχετε «καὶ φυλάσσεστε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ». Δὲν ἐξαρτᾶται δηλαδή, λέγει ὁ Κύριος, ἡ ζωὴ τοῦ ἄνθρωπου ἐκ τῶν πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δυνατὸν νὰ ἔχῃ, ἀλλὰ ἐκ τοῦ Θεοῦ. Πρὸς τοῦτο φέρει τὴν ὡραίαν παραβολὴν καὶ λέγει τὰ ἑξῆς.
« Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα». Ἑνὸς πλουσίου ἐκαρποφόρησαν τὰ χωράφια του πολύ. Ἔγινε πλούσιος οὐχὶ ἐξ ἀδικιῶν ἢ δικαίων μόχθων ἀλλὰ διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία αὕτη ἔγινεν εἰς αὐτὸν σκάνδαλον, «καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ» ἐσκέπτετο καθ’ ἑαυτὸν «λέγων τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;». Αἱ ἀποθῆκαι του ἦσαν μικραὶ καὶ δὲν ἐχώρουν τοὺς καρπούς. Σκέπτεται ποῦ νὰ τοποθέτησῃ τὰ ἀγαθά του. Κατόπιν σκέψεως «εἶπε˙ τοῦτο ποιήσω» αὐτὸ θὰ κάμω «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας» θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας «καὶ μείζονας οἰκοδομήσω» καὶ θὰ τὰς μεγαλώσω. «Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» ἐκεῖ θὰ συγκεντρώσω ὅλους τοὺς καρποὺς καὶ λοιπὰ κινητὰ ἀγαθά μου, ποίμνια, ἀντικείμενα κ.λπ. καὶ τότε «ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου» θὰ εἴπω εἰς τὸν ἑαυτόν μου «ψυχή μου ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» πολλὰ ἀγαθὰ διὰ πολλὰ χρόνια. «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός˙ ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου» τὴν ζωήν σου «ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» ἀπροσδόκητοι ἐχθροί σου˙ «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» ὅσα ἐμάζευσες, εἰς ποῖον θὰ μείνουν; «Οὕτως ὁ θυσαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Τὸ ἴδιον θὰ πάθῃ καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θησαυρίζει οὐχὶ κατὰ Θεὸν ὑλικὰ ἀγαθά.
Ἡ κυρία ἰδέα ἐδῶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ πλεονεξία δὲν κάμνει τὴν ζωήν μας μεγαλυτέραν καὶ εὐτυχεστέραν, διότι ὁ θάνατος ἀναμένεται ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν. Ἐπίσης ἡ πλεονεξία θέτει τὴν ψυχὴν εἰς κίνδυνον, διότι πνίγει τὸν ἀγαθὸν σπόρον τοῦ θείου λόγου καὶ δυσκολεύει τὴν σωτηρίαν μας.
Θέμα: Ἡ ἀφροσύνη τῶν πλουσίων
Δύο πρόσωπα ἐν τῇ παραβολῇ βλέπομεν. Τὸν ἀνώνυμον πλούσιον καὶ τὸν πολυώνυμον Θεόν. Τὸν πλούσιον σκεπτόμενον καὶ τὸν Θεὸν ἀπαντῶντα εἰς τὰς ἐνδομύχους σκέψεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ πλουσίου. Μὲ βαθεῖαν ὁ πλούσιος, ὡς νομίζει, σκέψιν καὶ σύνεσιν ἀρχίζει τοὺς συλλογισμούς του «διελογίζετο», μὲ μομφὴν ἀφροσύνης ἀπαντᾷ ὁ Θεὸς εἰς τὰς σκέψεις τοῦ πλουσίου λέγων αὐτὸν ἄφρονα. Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ποία ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου καὶ ἡ τοῦ Κυρίου ἀπάντησις καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν ὠφέλεια.
Α’. Ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου. Διὰ πάντα ἄνθρωπον τοῦ κόσμου τούτου δύο εἶναι τὰ πολύτιμα ἀγαθά: ἡ ζωή του καὶ τὰ πρὸς συντήρησιν ταύτης ἀγαθά. Καὶ τὰ δύο ἀνήκουσιν εἰς τὸν Θεόν. Διὰ τὸν πλούσιον ὅμως καὶ τὰ δύο ἀνήκουσιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, εἰς τὴν ἐξουσίαν του, διότι λέγει «τὰ γεννήματά μου», «τὰ ἀγαθά μου», «τὰς ἀποθήκας μ ο υ» «τῇ ψυχῇ μ ο υ», «τοὺς καρπούς μ ο υ». Ἡ ἐσφαλμένη αὕτη βάσις γίνεται πηγὴ πολλῶν ἀνοησιῶν. Καὶ πρῶτον ὁ πλεονέκτης λέγει: «τί ποιήσω;» Πρὶν ἀποκτήσῃ τὰ ἀγαθά του, ἐνόμιζε, ὅτι ὅταν τὰ ἀπέκτα, θὰ εἶχεν εἰρήνην. Καὶ ὅμως! Τώρα ἀρχίζουν αἱ φροντίδες, αἱ σκοτοῦρες. Πρὶν εἶχε τὴν φροντίδα τῆς ἀποκτήσεως ἢ τῆς ὑπομονῆς τῆς στερήσεως. Τώρα μὲ τὸν πλουτισμὸν περιπίπτει καὶ εἰς φροντίδας διατηρήσεως. Βηματισμοὶ ἐν τῷ δωματίῳ, στριφογυρίσματα ἐν τῇ κλίνῃ, ἀνησυχία! «Τί ποιήσω;» Πόση ἀνησυχία καὶ ἀνοησία!
Δευτέρα ἀνοησία. «Εἶπε˙ τοῦτο ποιήσω˙ καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας…καὶ τότε ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου…». Αἱ πρὶν θεωρητικαὶ σκοτοῦρες γίνονται πραγματικαί. Γκρεμίζονται αἱ ἀποθῆκαι πρὸς ἀνοικοδόμησιν ἄλλων. Ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀγαθῶν ἀναβάλλεται. «Τότε ἐρῶ…». Λύεται ἡ μία σκοτοῦρα, ἀφοῦ γεννηθοῦν ἄλλες μεγαλύτερες κατὰ τὸν τρόπον τῆς Λερναίας ὕδρας καὶ ἀναβάλλεται ἡ ἀπόκτησις τῆς εὐτυχίας του. Πόσον τρομερὰ ἡ δευτέρα διπλῆ αὕτη ἀνοησία! Τρίτη ἀνοησία. Ὁ πλούσιος λέγει. «Ἔχεις ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά.» Ἡ ἀνοησία αὕτη ἀφορᾷ τὰ ἀγαθά του. Ἰδικά σου, λέγει, εἶναι αὐτὰ καὶ οὐδενὸς ἄλλου ἀνθρώπου ἢ Θεοῦ. Πολλὰ εἶναι τὰ ἀγαθά, μεγάλη θὰ εἶναι καὶ ἡ ἰδική σου ἐπίγειος διάρκεια. Πόσον μεγάλη εἶναι ἡ διπλῆ αὕτη ἀνοησία, ὅταν νομίζῃ, ὅτι ἰδικά του εἶναι τὰ ἀγαθὰ καὶ δι’ αὐτῶν θὰ παρατείνῃ τὴν ζωήν!
Ἀποτέλεσμα τῶν βασικῶν τούτων ἀνοησιῶν τοῦ πλουσίου ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι τετάρτη ἀνοησία˙ «φάγε, πίε, εὐφραίνου. Ἰδικά σου εἶναι ταῦτα καὶ οὐδενὸς ἄλλου. Ἀπόλαυσέ τα! Οὔτε ὁ πλούσιος Θεὸς oὔτε οἱ πτωχοὶ συνάνθρωποί σου ἔχουν δικαίωμά τι ἐπ’ αὐτῶν. Κάμε τα ὡραῖα φαγητά, οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ πᾶν ὅ,τι σὲ εὐφραίνει καὶ ἀπόλαυσέ τα. Ἐκεῖ θὰ εὕρῃς τὴν εὐτυχίαν σου.» Πόση ἀνοησία εἶναι νὰ νομίζῃ, ὅτι μὲ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θὰ εὕρῃ τὴν εὐτυχίαν του!
Β’. Ἡ Σοφία τ ο ῦ Θ ε ο ῦ. «Ἄφρον» λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν πλούσιον. Ποῦ εἶναι ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου, εἴπομεν ἀνωτέρω. Ποῦ ὅμως εἶναι ἡ εὐφυΐα τοῦ ἐρωτοῦντος αὐτὸν Θεοῦ; Ἰδού˙ «ψυχὴ» λέγει ὁ πλούσιος «ἔχεις ἀγαθά…». «Τὴν ψυχήν σου ἀπὸ σοῦ αἰτοῦσι» λέγει ὁ Θεός. «Κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» λέγει ὁ πλούσιος. «Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσι» λέγει ὁ Θεός. «Φάγε, πίε, εὐφραίνου » λέγει ὁ πλούσιος. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται», λέγει ὁ Θεός. Ἰδοὺ ἡ λακωνικωτάτη ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ. Πόσον βάθος νοημάτων! Καὶ συγκεκριμένως: «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» λέγει ὁ Θεὸς πρὸς αὐτόν. Ἔναντι τῆς νομιζομένης ὑπὸ τοῦ πλουσίου ἀπολύτου κυριότητος ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ Θεὸς προβάλλει εἰς αὐτὸν τοὺς μύριους κινδύνους «ἀπαιτοῦσι», τοὺς ὁποίους διατρέχει ἡ ζωή, ἰδιαιτέρως τοῦ πλουσίου, θάνατος αἰφνίδιος δι’ ἀποπληξίας λόγῳ τῶν πολλῶν φροντίδων, θάνατος βίαιος διὰ τῶν λῃστῶν τῶν ὀρέων καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπαναστάσεων τῶν πόλεων, δολοφονίαι, ἀπαγωγαί.
Διὰ δὲ τὰ ἀγαθά του πόσοι κίνδυνοι! Ἦσαν ὑποκείμενοι εἰς κατάρρευσιν ἐκ σεισμοῦ, εἰς ἀποτέφρωσιν ἐκ κεραυνοῦ ἢ ἐκ πυρκαϊᾶς. «Ταύτῃ τῇ νυκτί». Ἔναντι τῆς νομιζομένης μακροβιότητας τοῦ πλουσίου ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: «ταύτῃ τῇ νυκτί». Ὄχι ἔτη πολλὰ ἀλλ’ οὐδὲ ὀλίγα, ὄχι μῆνες ἀλλ’ οὐδὲ ἑβδομάδες, ὄχι ἑβδομάδες ἀλλ’ οὐδὲ ἡμέραι, οὐδὲ ἓν εἰκοσιτετράωρον θὰ ζήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ ταύτῃ τῇ νυκτί. Ἡ ὀνειρευομένη νὺξ εὐτυχίας θὰ γίνῃ νὺξ δυστυχίας. Ἔναντι τῆς τοῦ πλουσίου ἀνοησίας «φάγε, πίε, εὐφραίνου, προβάλλεται ἡ τρίτη αὕτη ἀπάντησις τοῦ Κυρίου» ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμα τῆς σοφίας τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μωρίας τοῦ πλουσίου. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Εἶναι σὰν νὰ ἔλεγεν εἰς τὸν πλούσιον. Τὰ ἀγαθά σου δὲν θὰ τὰ χαρῇς. Αὐτὸ σὲ πικραίνει εἰς τὸ σῶμα καὶ σὲ πειράζει εἰς τὴν ψυχήν, διότι τὸ μὲν σῶμα σου στερεῖται τῆς ἀπολαύσεως αὐτῶν, ἡ δὲ ψυχὴ πικραίνεται, διότι τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔκαμες τὸ εὐφρόσυνον μέλλον, αἰφνιδίως σοῦ ἀφαιρεῖται ἐκ τῆς ψυχῆς σου πᾶσα ἐλπὶς ἀπολαύσεως. Εἰς ποίους θὰ περιέλθουν;
Φίλους ἢ ἐχθρούς;
Γ’. Ἡ μ ε ῖ ς; Τὸ βάθος τῶν νοημάτων, τὸ ὁποῖον ἔχουν αἱ ἐρωτήσεις αὗται τοῦ Θεοῦ, κλείει μὲν τὸ στόμα τοῦ πλουσίου πρὸς ἀπάντησιν, ἀνοίγει ὅμως τὴν ψυχήν σου, ἀναγνῶστα μου, εἰς σκέψεις. Καὶ ἰδού! Ὁ αἰώνιος Λόγος τοῦ Κυρίου ἔχει πάντοτε τὴν ἐφαρμογήν του, περισσότερον ὅμως σήμερον. Καὶ σήμερον αἱ αὐταὶ ἀνοησίαι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ αὐτὴ ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐφορία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γεννᾷ πολλὰς ἀνοησίας καὶ ἀνησυχίας. «Τί ποιήσω;» Τί νὰ κάμω; λέγει ὁ πτωχός, διότι δὲν ἔχει τί νὰ φάγῃ˙ τί νὰ κάμω; λέγει καὶ ὁ πλούσιος, διότι δὲν γνωρίζει τί νὰ πρωτοφάγῃ καὶ τί νὰ κάμῃ τὸν πλοῦτον του, χρῆμα ἢ εἶδος; «Ἔχεις ἀγαθὰ» λέγει ὁ πλούσιος εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς ἐὰν ἦτο ἀπόλυτος κύριος τῶν ὑλικῶν του ἀγαθῶν. Καὶ ὅμως σήμερον πόσον ἄπιστος δοῦλος εἶναι ὁ πλοῦτος! Φεύγει χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσωμεν. «Κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» λέγει διὰ τὰ ἀγαθά του ὁ πλούσιος σήμερον. Καὶ ὅμως πόσοι πλούσιοι ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ τόσων ἀγαθῶν χωρὶς νὰ δυνηθοῦν τὰ ἀγαθὰ νὰ βοηθήσουν αὐτούς! «Φάγε, πίε, εὐφραίνου» φωνάζουν οἱ σημερινοὶ πλούσιοι, ὡς ἐὰν τὸ φαγητὸν καὶ τὸ ποτόν, τὰ ὁποῖα διέρχονται διὰ τοῦ λάρυγγος καὶ εἰσέρχονται εἰς τὴν κοιλίαν δύνανται νὰ δώσουν χαρὰν καὶ εὐτυχίαν εἰς τὴν ψυχήν. Οἱ πλούσιοι γενικῶς λησμονοῦν, ὅτι εἶναι πρόσκαιροι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, πολὺ περισσότερον τὰ ὑλικά των ἀγαθά. Ἐπίσης οἱ πλούσιοι λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ταμίαι ἐπὶ τῶν ὑλικῶν των ἀγαθῶν, διὰ τὰ ὁποῖα θὰ δώσουν λόγον, πῶς διεχειρίσθησαν αὐτά. Ἔχουν τὴν νομὴν καὶ ὄχι τὴν κυριότητα ἐπ’ αὐτῶν. Πόσας ἀνησυχίας καὶ ἀνοησίας γεννοῦν ταῦτα!
Καὶ σήμερον ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὡς ἑξῆς: «Τί ποιήσω» λέγει ὁ πλούσιος, ὅταν ζῇ, «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται» ἐρωτᾷ ὁ Θεὸς κάθε πλεονέκτην πλούσιον, ὅταν ἀποθνῄσκῃ. Τί νὰ κάμω δηλαδή, ἐρωτᾷ, ὅταν ζῇ, ὁ πλούσιος τὸν ἑαυτόν του. Τί θὰ τὰ κάμῃς, ἐρωτᾷ ὁ Θεὸς κάθε πλούσιον, ὅταν ἀποθνῄσκῃ. Ἀνησυχίαν καὶ ἀνοησίαν εἶχεν ὁ πλούσιος, ὅταν ἔζη, τρομερωτέραν ἀνησυχίαν καὶ ἀνοησίαν αἰσθάνεται, ὅταν ἀποθνῄσκῃ, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ μείνουν τὰ ἀγαθά του εἰς τοὺς ἐχθρούς του.
Παράδειγμα ἀφροσύνης πλουσίου εἶναι τὰ ἑξῆς: Κάποιος, πολὺ φιλάργυρος, εἶχε κατασκευάσει εἰς τὸ ὑπόγειον τοῦ σπιτιοῦ του ἕνα διαμέρισμα, ὅπου ἔθετε τὰ χρήματά του. Τὸ διαμέρισμα τοῦτο ἔκλεινε μὲ μία σιδερένια πόρτα, ἡ ὁποία ἦτο ἀφανής. Μία ἡμέρα κατέβηκε ἐκεῖ φέρων πολλὰ χρήματα. Ὅταν εἰσῆλθεν, ἐλησμόνησε νὰ βγάλῃ τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὴν κλειδαριὰ ἀπερροφημένος ὅπως ἦτο ἀπὸ τὰ χρήματά του. Ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἔμεινε τὸ κλειδὶ πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἤρχισε νὰ μετρᾷ μὲ ἡδονὴ τὸν θησαυρόν του. Ἦλθεν ἡ στιγμὴ νὰ ἐξέλθῃ, ἀλλὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐξέλθῃ. Φωνάζει, κτυπᾷ τὴν πόρτα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Οὐδεὶς ὑποπτεύεται τὸ μέρος ἐκεῖνο. Ἐπειδὴ ὅμως πέρασαν ὧρες, ἡμέρες καὶ δὲν ἐνεφανίσθη, ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀναζητεῖ, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ τὸν εὕρῃ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπληροφορήθηκεν ἕνας σιδηρουργός. Οὗτος ἐνεθυμήθη, ὅτι κατὰ παραγγελίαν του εἶχε κατασκευάσει μία πόρτα μὲ κλειδαριὰ σούστινη. Ἴσως νὰ ἦτο ἐκεῖ. Πράγματι μεταβαίνουν, ὁ σιδηρουργὸς καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ πλουσίου, εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἀνοίγουν τὴν πόρτα καὶ βλέπουν τὸν φιλάργυρον νεκρὸν ἀπὸ τὴν πεῖναν!
Ὅλαι αἱ ἀνησυχίαι καὶ ἀνοησίαι τοῦ πλουσίου ἔγκεινται εἰς τὸ ὅτι δὲν ἤθελε οὗτος νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνην, ὥστε νὰ στείλῃ τὰ ἀγαθά του εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.
7.
Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας (Λουκ. ιβ΄16-21)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;»
Ὁ Κύριος ἐξαιτίας μιᾶς ἐρωτήσεως κάποιου γιὰ κληρονομικὲς ὑποθέσεις μὲ τὸν ἀδελφό του εἶπε «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. 12,15), δηλ. κι ἂν ἔχει κάποιος ἀφθονία, τὰ πλούτη του δὲν τοῦ δίνουν ζωή. Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲ συμπαρεκτείνεται μὲ τὰ ἀνθρώπινα πλούτη. Στὴ συνέχεια γιὰ νὰ στηρίξει τὴ διαπίστωσή Του αὐτὴ ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος καὶ ἄπληστου πλουσίου. Ἂς δοῦμε τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας του.
Τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου.
Πρῶτα πρῶτα στὴν παραβολὴ φαίνεται ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εὐφόρησε κάποιο χωράφι τοῦ πλουσίου, ἀλλὰ «ἡ χώρα» (ὅπ. π. στίχ. 16). Ὅλα τὰ κτήματά του τὴ χρονιὰ ἐκείνη ἦταν καρποφόρα. Μπροστὰ στὰ ἀναμενόμενα ἀγαθὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβει ὁ ἄπληστος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, συμπεριφέρθηκε ἀνόητα. Καταλήφθηκε ἀπὸ ἄπληστους λογισμούς. Θέλοντας νὰ μαζέψει ὅλους τοὺς καρποὺς του ἐξαιτίας τῆς πλεονεξίας του καὶ μὴν μπορώντας, ἐπειδὴ ὁ ὄγκος τῶν ἀγαθῶν ἦταν μεγάλος, «ἑξαπορεῖται καὶ στεναχωρεῖται, ὡς ἄγαν πένης, ὁ ἄγαν πλούσιος», δηλ. στενοχωριέται σὰν εἶναι πάρα πολὺ φτωχός, ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, τονίζει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός. Ἔπρεπε ἢ νὰ δώσει τοὺς παλαιοὺς καρποὺς στοὺς πτωχοὺς ἢ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ γιὰ τὴν εὐφορία. Τίποτε ἀπὸ τὰ δύο δὲν ἔκανε. Δὲν κατάλαβε πὼς ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ἀγαθὰ ὄχι γιὰ νὰ τρώγει αὐτός, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς ἀνήμπορους. Τὸ ὅτι εὐφόρησε ἡ χώρα του δείχνει τὸ βάθος τοῦ πλούτου του. Αὐτὸς ποὺ εἶχε τόσο πλοῦτο, φωνάζει σὰν φτωχός. Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἀγαθὰ κι ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε μὲ ἀπληστία.
Ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ὁμιλεῖ. Λέγει: «Οἱ ἀποθῆκες μου, οἱ καρποί μου, τὰ ἀγαθά μου, τὰ γεννήματά μου· «ἡ ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ὅπ. π. στίχ. 17 καὶ ἑξ.). Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται στὴν παραβολὴ σὰν νὰ μὴν ἔχει συγγενεῖς, οἰκογένεια, παιδιά, γνωστοὺς καὶ οἰκείους. Μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του κάνει λόγο. Σὰν νὰ λέγει: «Οὐδένα ἔχω κοινωνόν, οὐδένα μεριστὴν ποιοῦμαι, οὐ τοῦ Θεοῦ εἰσιν, ἀλλ’ ἐμά, μόνος οὖν ἀπολαύσω» (ἅγιος Θεοφύλακτος), δηλ. «δὲν ἔχω κανέναν ποὺ νὰ συμμεριστεῖ τὰ πλούτη μου, κανένας δὲ θὰ τὰ μοιραστεῖ μαζί μου, δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δικά μου, μόνος μου θὰ τὰ ἀπολαύσω». Ἡ ἀπληστία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ στεγνώσει ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο αἴσθημα. Διαλύει συγγενικοὺς δεσμοὺς καὶ ἀποξενώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ σύνολο.
Ἄλλο σημεῖο τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου εἶναι οἱ ἐπιθυμίες του γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ φαγητό, ἡ εὐωχία καὶ ἡ ἀπόλαυση ἦταν τὰ μόνα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, ὅταν θὰ μάζευε τὸν πλοῦτο. Σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πὼς μὲ τὴ λέξη «εὐφραίνου» ὑποδηλώνονται τὰ ὑπογάστρια πάθη· «ἀκολουθεῖ γὰρ τῷ κόρῳ τὰ ἀφροδίσια», δηλ. ἀκολουθοῦν τὸν κόρο (τὴν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν) τὰ ἀφροδίσια πάθη. Πράγματι τὰ σαρκικὰ πάθη πολλὲς φορὲς συμβαδίζουν μὲ τὴν πλησμονὴ (χόρτασμα) τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ μάλιστα τῆς γαστριμαργίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν πὼς ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ μητέρα τῆς πορνείας. Μετὰ ἀπὸ φαγοπότια καὶ κραιπάλες καὶ μέθες εἶναι συνηθισμένο φαινόμενο νὰ πέφτουν οἱ συμμετέχοντες σὲ τέτοιες καταστάσεις στὴν πορνεία. Ἡ ἀπληστία καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο.
Εἶναι μεγάλο πάθος ἡ ἀπληστία.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία ὁμιλία του γράφει πὼς τὰ πάθη ποὺ πολεμοῦν τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ πλεονεξία, ἡ ἀκολασία καὶ ἡ κακὴ ἐπιθυμία· «Τὰ τυραννοῦντα μάλιστα τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος,ταῦτά ἐστι· πλεονεξία καὶ ἀκολασία καὶ ἐπιθυμία κακή». Ὁ πλεονέκτης, ποὺ εἶναι εἰδωλολάτρης (Ἐφεσ. 5,5), δὲν εἶναι ποτὲ εἰρηνικός. Πάντοτε εἶναι στὴν ταραχή. Μηχανεύεται τρόπους νόμιμους ἤ ἀνόμους γιὰ νὰ συλλέξει περισσότερα ἀγαθὰ στὴ ζωή του. Εἶναι καχύποπτος γιατί δὲν ἐμπιστεύεται κανέναν ἀπὸ τοὺς οἰκείους του ἢ γνωστοὺς ἤ, ἀκόμη, κι ἐκείνους ποὺ τὸν πλησιάζουν μὲ καλὴ πρόθεση. Ὅλους τοὺς ὑποψιάζεται καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ ἀμφιβολία. Φοβᾶται μήπως τὸν ἀδικήσουν ἢ τὸν ζημιώσουν. Ὁ ἄπληστος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καθαρὰ νοήματα καὶ καρδιά. Ὁ Κύριος εἶπε πὼς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ἐκπορεύονται μεταξὺ ἄλλων καὶ «πλεονεξίαι» (Μάρκ. 7,22). Μάλιστα τονίζει πὼς ὅλα αὐτὰ «κοινοῖ τὸν ἀνθρωπον» (ὅπ. π. στίχ. 23), δηλ. μολύνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πλεονεξία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μᾶς ἀποθηριώνει.
Ἀδελφοί μου,
Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἀλλὰ στὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ πλεονεξία εἶναι ὄντως μιὰ εἰδωλολατρία. Σὲ πολλοὺς ἔχει ὑποκαταστήσει τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἐπαναστήσουμε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἂς ἀναζητήσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πλοῦτος ἄσυλος καὶ θησαυρὸς «ἀνέκλειπτος» (Λουκ. 12,33). Εἶναι ἀγαθὸ ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν ἀξία του καὶ ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν πάντοτε ἔχουμε ἀνάγκη.
8.
Ἡ ὀλέθρια ἀφροσύνη (Λουκ. ιβ΄ 16-21)
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
«Κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: «Διδάσκαλε, πὲς στὸν ἀδερφό μου νὰ μοιράσουμε τὴν κληρονομιά μας». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «’Ἀνθρωπέ μου, ἐγὼ δὲν εἶμαι δικαστὴς γιὰ νὰ χωρίζω τὴν περιουσία σας». Καὶ στὸ πλῆθος εἶπε: «Νὰ προσέχετε καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ κάθε εἴδους πλεονεξία, γιατί τὰ πλούτη, ὅσο περίσσια κι ἂν εἶναι, δὲ δίνουν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ζωή». Τοὺς εἶπε μάλιστα τὴν ἑξῆς παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου τὰ χωράφια ἔδωσαν ἄφθονη σοδειά. Τότε ἐκεῖνος σκεφτόταν καὶ ἔλεγε: “τί νὰ κάνω; Δὲν ἔχω μέρος νὰ συγκεντρώσω τὰ γεννήματά μου! Ἀλλὰ νὰ τί θὰ κάνω”, εἶπε. “Θα γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες γιὰ νὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τ’ ἀγαθά μου. Μετὰ θὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: τώρα ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ χρόνια πολλά• ξεκουράσου, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Θεός: “ἀνόητε. Αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ παραδώσεις τὴ ζωή σου. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;” Αὐτά, λοιπόν, παθαίνει ὅποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυροὺς καὶ δὲν πλουτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς» (Λουκ. 12, 16-21).
Ἡ συγκέντρωση ἀγαθῶν ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὴ ζωὴ ἀποτελεῖ μία πολὺ φρόνιμη καὶ λογικὴ ἐνέργεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα γιὰ τὸν οἰκογενειάρχη ποὺ ἀπὸ τὴν ἐργατικότητα καὶ προνοητικότητά του ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς του. Τὴν ὀκνηρία καὶ ἀπρονοησία κανεὶς ποτὲ δὲν ἐπαίνεσε. Γιατί λοιπὸν παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς χαρακτηρίζεται ὡς «ἄφρων»; Γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: α) Πρῶτα-πρῶτα γιατί ὁ ὁρίζοντας τοῦ κόσμου γι’ αὐτὸν τελειώνει στὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴ διήγησή μας ἐπικρατεῖ ἡ κτητικὴ ἀντωνυμία «μου». Ὁ πλησίον εἶναι ἀνύπαρκτος γιὰ τὴ σκέψη καὶ τὴ ζωὴ τοῦ πλουσίου μας. β) Γιατί νομίζει ὅτι ἡ ὑλικὴ εὐδαιμονία του εἶναι ἀτέρμονη καὶ ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τοῦ τὴν ἀφαιρέσει κανείς. Ἔτσι καταστρώνει μακρόπνοα σχέδια λέγοντας στὸν ἑαυτό του: «ψυχή, ἔχεις, πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ- ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Καὶ γ) γιατί καταπίεσε τελείως μέσα στὰ βάθη τοῦ ὑποσυνειδήτου του τὸν Θεό, νομίζοντας ὅτι τὸν ἀφάνισε καὶ γλύτωσε ἀπὸ τὸν ἔλεγχό του.
Νὰ λοιπὸν ποὺ βρίσκονται τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ φρόνηση καὶ στὴν ἀφροσύνη, ἀνάμεσα στὴ λογικὴ προνοητικότητα καὶ στὴν παράλογη ἀποθεματοποίηση ἀγαθῶν. Στὴ μία περίπτωση διευκολύνει κανεὶς καὶ ἐξυπηρετεῖ τὴ ζωὴ τὴ δική του καὶ τῶν οἰκείων του, στὴν ἄλλη τὴν καταστρέφει, γιατί δημιουργεῖ ἀγχώδεις καταστάσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες δύσκολα ἐλευθερώνεται. Πραγματικά, ἡ χωρὶς λόγο συσσώρευση ἀγαθῶν προκαλεῖ ἄγχος καὶ προβλήματα, ὀφείλεται δὲ κατὰ βάση στὸν πόθο τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ θανάτου. Ἔτσι μαζεύει ὑλικὰ ἀγαθά, ὀχυρώνεται μέσα σ’ αὐτά, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ ἀσφαλὴς καὶ σίγουρος, μὲ συνέπεια νὰ πετρώσει ἡ καρδιά του γιὰ τὸν διπλανό του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶναι τελείως ἀδιάφορος ἢ καὶ ἀνύπαρκτος. Κι ὅταν λέμε ἀγαθά, ἂς μὴ πηγαίνει ὁ νοῦς μας μόνο στὰ χρήματα. Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα πράγματα ποὺ θεωροῦνται σὰν μέσα ποὺ ἐξασφαλίζουν τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι οἱ γνώσεις, ἡ ἐπιστήμη, τὰ ἀξιώματα, οἱ τίτλοι, οἱ γνωριμίες, οἱ δεσμοί. Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ χαράξει κανεὶς τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ φρόνιμη ἱεράρχηση τῶν ἀγαθῶν καὶ στὴν ἄφρονα ἢ ἀγχώδη ἀναζήτηση στηριγμάτων γιὰ μία ζωὴ χωρὶς τὸ φόβο τοῦ τερματισμοῦ της. Εἶναι πράγματι ἀφροσύνη νὰ ξεχάσει κανεὶς ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως δὲν εἶναι τρόποι ἐξασφαλίσεως τοῦ ἐγὼ ἔναντι τῶν ἄλλων ἀλλὰ μέσα ἐξυπηρετήσεως εἴτε τοῦ ἐγὼ εἴτε τῶν ἄλλων κι εἶναι ἀφροσύνη ἀκόμη νὰ νομίζουμε ὅτι μ’ αὐτὰ γίναμε πανίσχυροι, ἐκθρονίσαμε τὸν Θεὸ καὶ ξεφύγαμε τὸ θάνατο.
Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ σ’ ἕνα ξέσπασμα τῆς καταπιεσμένης συνειδήσεώς μας ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θυμίζει ἀλήθειες ξεχασμένες καὶ πραγματικότητες ποὺ θελήσαμε νὰ τὶς παρακάμψουμε. Σ’ αὐτὲς τὶς στιγμὲς βλέπει κανεὶς τὴ γύμνια καὶ τὴν ἀφροσύνη του παρ’ ὅλο ποὺ νόμιζε ὅτι ἦταν θωρακισμένος μὲ πολλὰ ἀγαθὰ καὶ ὅτι ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς του ἦταν ἄρτια καὶ ἀπρόσβλητη. Πολὺ εὔκολα ξεγελιέται κανείς! Κι αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ τονίσει ἡ σημερινὴ παραβολή: Ἡ ἀνασφάλεια ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ φθορὰ ποὺ βασιλεύουν μέσα στὸν κόσμο δὲν θεραπεύεται μὲ τὴ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴ δημιουργία ὑποκατάστατων τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὀχύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ ψεύτικα καὶ εὐπρόσβλητα χαρακώματα. Ἀσφαλὴς καὶ σώφρων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ παραμελεῖ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες του, βλέπει τὸν Θεὸ σὰν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ δωρητὴ τῶν ἀγαθῶν. Ἀλλιῶς, μόνο ὡς ἄφρων μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ, μὲ ὅλες τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς ἀφροσύνης του.
9.
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἄφρονος Πλουσίου(Λουκ. ιβ΄16-21)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Τὸ τέλος τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶναι μιὰ προειδοποιήση γιὰ κάτι ποὺ ὅλοι μας θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε συνειδητοποιήσει, – ὅτι ὁ θάνατος εἶναι δίπλα μας, ὅτι πολλά, πάρα πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάνουμε θὰ χαθοῦν μ’ ἐμᾶς ἐπειδὴ εἶναι περιττὰ, θνητά.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ προειδοποιήση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πόσο κοντὰ εἶναι ὁ θάνατος θὰ μᾶς τρομοκρατοῦσε καὶ θὰ μᾶς στεροῦσε ἀπὸ τὴν δημιουργική μας δύναμη; Ὄχι, ἀντίθετα· οἱ Πατέρες συνήθιζαν νὰ λένε, «νὰ ἔχουμε συνεχῆ μνήμη θανάτου» ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο καὶ νὰ ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν σκιά του, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπειδὴ τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ γνώση ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι σύντομη, ὅτι μπορεῖ ὁποιαδήποτε στιγμὴ νὰ τελειώσει, μπορεῖ νὰ δώσει στὴν κάθε στιγμὴ τὸ τελικό της νόημα, καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τὴν αἴσθηση ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ ζήσουμε ὅπως θὰ ζούσαμε γνωρίζοντας ὅτι ἀνὰ πάσα στιγμὴ ὁ θάνατος μᾶς ὑπερβαίνει, ἡ ζωή μας θὰ εἶναι μιὰ ζωὴ θριαμβευτική. Ἄν μοναχὰ εἴχαμε συνεχῶς αὐτὸ κατὰ νοῦ, θὰ ζούσαμε τόσο βαθιά, τόσο ἔντονα. Ἄν γνωρίζαμε ὅτι τὰ λόγια ποὺ τώρα σᾶς λέω ἦταν τὰ τελευταῖα, πόσο διαφορετικὰ θὰ τὰ ἔλεγα, καὶ πόσο διαφοτετικὰ θὰ τ’ ἀκούγατε!
Ἄν ἐπρόκειτο νὰ νοιώσουμε ὅτι τὸ πρόσωπο ποὺ μιλούσαμε μπορεῖ νὰ εἶναι νεκρὸ σὲ λίγα λεπτά, πόσο προσεκτικοὶ θὰ εἴμασταν ὥστε τὰ λόγια καὶ οἱ πράξεις μας θὰ ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα ὅλης μας τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας, ὁ θρίαμβος σὲ ὅ,τι ἄριστο καὶ ὑψηλὸ χαρακτηρίζει τὶς σχέσεις μας.
Ὁ λόγος ποὺ ζοῦμε τὸσο ἄσχημα, ποὺ λέμε τόσα πολλὰ κούφια λόγια, λόγια χωρὶς ζωή, ποὺ διαπράτουμε τόσες πράξεις ποὺ ἀργότερα καῖνε σὰν πληγὲς τὴν ψυχή μας, εἶναι ὅτι ζοῦμε σὰν νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ζωὴ μονάχα ἕνα πρόχειρο σχέδιο τῆς ζωῆς ποὺ θὰ ζοῦμε μιὰν ἡμέρα, ὅταν θὰ ἔχουμε χρόνο νὰ διαμορφώσουμε τὸ σχέδιο στὴν τελικὴ ἱστορία. Ἀλλὰ δὲν λειτουργοῦν ἔτσι τὰ πράγματα· ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ τὸ σχέδιο μένει ἀδούλευτο, ἁπλῶς μουτζουρωμένο, καὶ αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι μιὰ θλίψη γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι σπουδαῖο, ἀλλὰ ποὺ ἀποδείχτηκε ἐπιπόλαιο καὶ ἀσήμαντο.
Γι’ αὐτὸ μιλάει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι γιὰ τὸ ὅτι θὰ πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο, ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι μπορεῖ νὰ ἔλθει ὁποιαδήποτε στιγμή, κάθε στιγμή πρέπει νὰ εἶναι τέλεια, κάθε λόγος πρέπει νὰ εἶναι λόγος ζωῆς, γεμάτος ἀπὸ πνεῦμα, νὰ ταιριάζει στὴν αἰωνιότητα. Καὶ κάθε μας πράξη σὲ σχέση μὲ μᾶς θὰ εἶναι τέτοια ποὺ θὰ γεννᾶ ζωὴ καὶ θὰ ἐκφράζει τὴν πληρότητα, τὸ μέγεθος, τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐλάβειας ποὺ θὰ πρέπει νὰ νοιώθουμε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον καὶ γιὰ τὸ κάθε τι. Ἄς τὸ σκεφτοῦμε, καὶ τότε ἄν μποροῦμε νὰ ἐνεργήσουμε σύμφωνα μ’ αὐτὸ, κάθε λόγος καὶ πράξη μας θ’ ἀποκτήσει τὴν διάσταση τῆς αἰωνιότητας καὶ θὰ λάμψει στὸ φῶς της. Ἀμήν.