Γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
Μιὰ φορὰ ὁ μακαρίτης ὁ π. Σπυρίδων Σγουρόπουλος, μᾶς ἔλεγε ὅτι εἶχε πάει μία κυρία καὶ ἄρχισε: «Ἡ κόρη μου εἶναι τέτοια, εἶναι αλλιώτικη, μοῦ ἔκανε αὐτό, μοῦ ἔκανε ἐκεῖνο. Εἶπε αὐτὸ στὸν πατέρα της. Εἶπε αὐτὸ σὲ μένα. Εἶπε αὐτὸ στὴν ἀδελφὴ της». Εἶπε, εἶπε, εἶπε, τὴν ἄφησε δὲν τὴ διέκοψε. Ἕνα τέταρτο, ἕνα εἰκοσάλεπτο τοῦ ἔλεγε συνέχεια.
Ὅταν τελείωσε τῆς λέει ὁ μακαρίτης; «Πήγαινε στὸ καλό», χωρὶς νὰ τῆς διαβάσει εὐχή, «καὶ νὰ πεις στὴ κόρη σου νὰ κοινωνήσει». «Τὶ είπατε;», τοῦ λέει. «Νὰ πεις στὴ κόρη σου νὰ κοινωνήσει». Λέει: «ἡ κόρη μου νὰ κοινωνήσει;». «Ἄμ’ τόση ὥρα ποιὸς ἐξομολογιόταν, ἐσὺ ἤ ἡ κόρη σου; Λοιπόν, φύγε. Καὶ ἄλλη φορὰ νὰ ἔρθεις νὰ ἐξομολογηθεὶς καὶ ‘σύ». Καὶ τὴν ἔδιωξε κακὴν κακῶς.
Αί, καλὰ τῆς ἔκανε. «Τὶ κάνει ἡ κόρη μου». Βρέ, ἄσε τὸ τὶ κάνει ἡ κόρη σου. Ἐσὺ τὶ κάνεις. Το πολύ-πολύ σὰν ἐλαφρυντικὸ μπορεῖ νὰ πεῖ: «Πάτερ, ἔκανα αὐτά, αὐτά, ἐκεῖνα καὶ λοιπά. Βέβαια φταίει καὶ ἡ κόρη μου ἡ εὐλογημένη πού μὲ ἐρεθίζει, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐντάξει». Ὄχι, «μοῦ ‘κάνε ἡ κόρη μου αὐτὸ κι ἐκεῖνο, κι ἐκεῖνο, κι ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο».