1.
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Στην εποχή του Ιησού, ο πλούτος θεωρείτο επιβράβευση από το Θεό, ενώ η φτώχεια θεία τιμωρία. Για τους ενδεείς και ταλαίπωρους έλεγαν ότι δεν ήσαν σωστοί απέναντι στο Θεό. Μια τέτοια εσφαλμένη άποψη έρχεται να απορρίψει ο Κύριος, λέγοντας την συγκεκριμένη παραβολή. Το μήνυμα ακόμη που θέλει να διδάξει ο Ιησούς είναι η ανάγκη της διαρκούς φιλανθρωπίας και να δείξει πως ο Θεός δεν έχει συμπάθειες και αντιπάθειες ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά ότι όποιος ζει με αγάπη, ταπείνωση και μετάνοια είναι αρεστός στα μάτια Του, άσχετα από την οικονομική και κοινωνική του θέση.
ΠΛΟΥΤΟΣ ΟΛΕΤΗΡΑΣ: «Άνθρωπός τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον”. “Ο λόγος εμπαίζει και διακωμωδεί την πλαδαρά και άμετρον διάχυσιν όσων πλουτούν κακώς. Διότι της μεν πορφύρας1 το χρώμα είναι πολυδάπανον και εξεζητημένον, της δε βύσσου η χρήσις τουλάχιστον δεν είναι αναγκαία” [Αστέριος Αμασείας]. Ο πλούσιος της σημερινής Παραβολής φορούσε αρχοντικά ενδύματα και διασκέδαζε συχνά με πλούσια συμπόσια. Ούτε που νοιαζόταν καθώς έβλεπε στην εξώπορτά του εκείνον τον φτωχό Λάζαρο παραπεταμένο και γεμάτο πληγές, που ήθελε να χορτάσει από των “ψιχίων των πιπτόντων” από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς ήταν σχεδόν γυμνός, έρχονταν οι σκύλοι κι έγλυφαν τις πληγές του. Όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του παράπονο εναντίον του πλουσίου ή του Θεού. Αντίθετα, ο πλούτος έκανε τον πλούσιο της Παραβολής δούλο σαρκός, αδιάφορο για κάθε φτωχό γύρω του. Η πολυτέλεια τον οδήγησε σε αλαζονεία, γαστριμαργία, ασπλαχνία. Η αμαρτία του πλουσίου δεν ήταν τόσο στα ενδύματά του ή στις τροφές του, όσο στο ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του. Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια διαρκής υπόμνηση και ευκαιρία αγάπης. Αλλά ο πλούσιος της Παραβολής δεν είχε ανώτερα ιδανικά και αξίες. Από έξω η εμφάνισή του μεγαλόπρεπη, από μέσα όμως η ψυχή του αραχνιασμένη. Από έξω αρώματα, και μέσα δυσωδία. Το σώμα του καλοπερνούσε στις ανέσεις, η ψυχή του όμως αργοπέθαινε στη σήψη. Το ίδιο παθαίνουμε οι άνθρωποι, όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά όσοι “κολλάμε” στα υλικά αγαθά μας, λίγα ή πολλά, νομίζοντας πως μ’ αυτά θα ευτυχήσουμε αδιαφορώντας για τους γύρωθεν ενδεείς και πεινασμένους. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σκληραίνει η καρδιά μας, αγριεύει η ψυχή μας.
Η ΑΙΩΝΙΑ ΣΚΗΝΗ”: Η πρώτη σκηνή, αυτή της γης, τελείωσε. Στη συνέχεια έχουμε τη δεύτερη σκηνή, στον ουρανό. Πρώτος πέθανε ο φτωχός. Κανείς δεν έδωσε σημασία. Άγγελοι του Θεού όμως κατήλθαν από τα ύψη του ουρανού και μετέφεραν την υπομονετική ψυχή του στους κόλπους του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος και τάφηκε μεγαλοπρεπώς. Όμως την ψυχή του δεν την παρέλαβαν άγγελοι του Θεού, αλλά την άρπαξαν τελώνια, δαίμονες φοβεροί, οδηγώντας την στα σκοτάδια του Άδη. Κι εκεί ο πλούσιος, ξεχνώντας ότι η μετάνοια προϋποθέτει και ανάλογα έργα μετανοίας, πράγμα αδύνατον για έναν ήδη νεκρό, πέφτει σε δεύτερο λάθος νομίζοντας ότι είναι παιδί του Αβραάμ επειδή και μόνο είναι Ιουδαίος, αλλά και σε τρίτο, διότι η σκληρή του νοοτροπία δεν άλλαξε ούτε και μετά το θάνατό του, αφού θεωρεί ακόμη τον φτωχό Λάζαρο υπηρέτη του. Έτσι, υποφέροντας φρικτά, κραυγάζει: “Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με. Στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι τυραννιέμαι μέσα σ’ αυτή την ανυπόφορη φωτιά!” “Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη γη, κι ο Λάζαρος τα κακά της δυστυχίας του”, απάντησε ο Αβραάμ, “τώρα όμως εδώ αντιστρέφονται οι ρόλοι, ο Λάζαρος παρηγορείται, εσύ όμως βασανίζεσαι διαρκώς. Και έπειτα ανάμεσά σας υπάρχει μεγάλο χάσμα αδιαπέραστο. Από το χάσμα αυτό δεν μπορούν να περάσουν όσοι θέλουν από εδώ προς εσάς, ούτε και οι από εκεί να περνούν προς εμάς”. Είναι τελεσίδικες επομένως και αδιαπέραστες οι δύο καταστάσεις και τρόποι ζωής, παραδείσου και κολάσεως, αναψυχής και οδύνης. Η Εκκλησία μας δέχεται βέβαια ότι τα μνημόσυνα ωφελούν τις κεκοιμημένες ψυχές, ενώ η προσευχή και η ελεημοσύνη μπορεί να κάνουν και θαύματα, αφού η αγάπη και το έλεος του Θεού δεν έχει όρια. Είπε τότε ο πλούσιος: “Σου ζητώ λοιπόν πάτερ, να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου. Γιατί έχω πέντε αδελφούς. Και έτσι θα τους δώσει την μαρτυρία του, για να μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτόν τον τόπο των βασάνων”. Λέγει σ’ αυτόν ο Αβραάμ: “Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες. Ας ακούσουν αυτούς”. Και αυτός επιμένοντας: “Όχι πατέρα Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν”. Τότε ο Αβραάμ έκλεισε το διάλογο λέγοντας: “Αν τον Μωυσή και τους προφήτες δεν ακούνε, ούτε αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πεισθούν”. Δεν επικοινωνούν επομένως οι ψυχές μεταξύ τους, οι νεκροί με τους ζωντανούς, παρά μόνο δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όπου ενώνονται οι πιστοί εν ζωή, δηλαδή η στρατευόμενη Εκκλησία, με τον Χριστό, τους αγίους και τους αγγέλους, δηλαδή με την θριαμβεύουσα Εκκλησία εν ουρανοίς. Κάθε άλλη προσπάθεια επικοινωνίας με τους κοιμηθέντες, μέσω μάγων ή μέντιουμ(!), είναι πλάνη αντιχριστιανική.
ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ: Σήμερα, δεν υπάρχουν δικαιολογίες για να μένει κάποιος στην αθεΐα του, θεωρητική και πρακτική, παρά μόνο αν έκων το επιζητεί. Ο Ιησούς δίδαξε, έκανε πλήθος θαυμάτων, ανέστησε νεκρούς, μίλησε για την αιώνια ζωή. Οι αλήθειες της πίστης μας βρίσκονται στην ιερή Παράδοση, την Αγία Γραφή, στα έργα των Εκκλησιαστικών Πατέρων. Οι απόστολοι θυσιάστηκαν, κηρύσσοντας Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα. Οι μάρτυρες της πίστεως, έως και σήμερα, ανέρχονται σε εκατομμύρια. Τα θαύματα των αγίων είναι αμέτρητα. Λείψανα αγίων ευωδιάζουν, θαυματουργούν και μένουν ως “σημείον” πίστεως άφθορα. Ο ερευνών βρίσκει και, σε εκείνον που αναζητεί, ο Χριστός τού απαντά καρδιακά και αληθινά. “Τι ποιήσω λοιπόν ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;”, αναρωτιέται ο σύγχρονος άνθρωπος! Τίποτε άλλο δεν ζητά από εμάς ο Θεός, παρά να ενταχθούμε στην εκκλησιαστική κοινωνία των αγίων, απαρνούμενοι την αμετανοησία. Διότι αμετανοησία και ατομισμός οδήγησαν και τον σκληρό πλούσιο εντός των τειχών της φυλακής που ο ίδιος ο εγωισμός του ύψωσε, δηλαδή στην κόλασή του. Ακόμη, η αιώνια ευτυχία ή η ατελεύτητη δυστυχία μετά θάνατον καθορίζονται από την πορεία που χαράζουμε πριν το θάνατό μας. Εννοείται ότι η πραγματική μετάνοια και ταπεινή εξομολόγηση, όσο ο άνθρωπος ζει, και μόνο, στην επίγεια ζωή του, οδηγεί τον άνθρωπο και πάλι στην αγκαλιά του Θεού, από την οποία οικειοθελώς απομακρύνθηκε. Σήμερα δρομολογούμε το αιώνιο μέλλον μας. Τις επιλογές τις ξέρουμε. Οι προορισμοί ξεκάθαροι. Ας ετοιμαζόμαστε για το αιώνιο ταξίδι μας. Κι ας θυμόμαστε: “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωὴν του μέλλοντος αιώνος”.
ΕΝΑ “ΑΝΕΚΔΟΤΟ” ΩΣ ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο μακαριστός επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης έλεγε ένα σχετικό ανέκδοτο: Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς πού ᾿χε τα ίδια μυαλὰ με τον πλούσιο της παραβολής. Δεν πίστευε σε μεταθανάτια ζωή, γλεντούσε, διασκέδαζε, οργίαζε. Στα ανάκτορά του είχε κι έναν γελωτοποιό. Αυτὸς έκανε το βασιλιά να γελάει, όταν εκείνος έπληττε από ανία. Μια μέρα ο βασιλιάς του είπε: “Πάρε αυτὸ το μπαστούνι, στο δίνω ως βραβείο. Αν βρεις κανέναν πιο ανόητο, πιο βλάκα απὸ σένα, να τού το δώσεις. Του κακοφάνηκε του γελωτοποιού, που τού είπε τέτοια λόγια. Πήρε το μπαστούνι και το φύλαξε. Ύστερα απὸ χρόνια ο βασιλιάς αρρώστησε, κάλεσε γιατρούς, πήρε φάρμακα, τίποτα. Πλησίαζε να πεθάνει. Τότε ήρθε κι ο γελωτοποιὸς να τον δει για τελευταία φορά. “Βασιλιά, τι γίνεσαι;”, του είπε. Κι εκείνος απάντησε θλιμμένα: “Δεν είμαι καλά. Θα φύγω για ταξίδι μακρινό.” “Και πότε θὰ γυρίσεις;” του έκανε ο γελωτοποιός. “Δε γυρίζω πιά” του απαντά ο βασιλιάς. Τότε ο φασουλής του παλατιού τον ρώτησε: “έκανες καμμιὰ προμήθεια, έχεις προετοιμαστεί;” Ο βασιλιάς απάντησε αρνητικά και τότε κατέληξε ο βασιλικός διασκεδαστης: “Τότε νά, βρήκα τον πιο ηλίθιο του κόσμου. Πάρε το μπαστούνι!”
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon
2.
Ἡ χρήση τοῦ πλούτου (Λουκ. ιστ΄19-31)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Πτωχός δὲ τις ὀνόματι Λάζαρος»
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι μία παραβολή. Παρουσιάζει κάποιον ἀνώνυμο πλούσιο, ποὺ εἶναι «ἀφιλοικτίρμων», καὶ ἕναν πένητα, ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα Λάζαρος. Λάζαρος στὰ ἑβραϊκὰ μεταφράζεται «ὁ Θεὸς βοηθεῖ», δηλ. καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμη ὑποδηλώνει τὴ μεγάλη ἔνδεια ποὺ εἶχε. Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὅμως νὰ σημειώσουμε κάποιες παρατηρήσεις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐὰν πράγματι ἡ Ἱστορία αὐτὴ εἶναι παραβολή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πώς, ἐνῶ γιὰ τὸν πλούσιο ὁ Κύριος ἀποφεύγει νὰ ἀναφέρει τὸ ὄνομά του καὶ ἁπλῶς μᾶς λέγει· «ἄνθρωπος δὲ τις ἦν πλούσιος» (Λουκ. 16,19), δὲν κάνει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν πτωχό. «Διά τί γὰρ μὴ εἶπε, Πτωχὸς δὲ τις ἄνθρωπος, ἀλλά, Λάζαρος; Ἵνα τῇ προσηγορίᾳ δείξῃ πείρᾳ καὶ ἀληθείᾳ ταῦτα πεπρᾶχθαι››, δηλαδὴ γιατί νὰ μὴν πεῖ, κάποιος φτωχὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Λάζαρος; Ὀνομάτισε τὸ φτωχό, ὥστε ἀπὸ τὸ ὄνομα νὰ δείξει πὼς ἀληθινὰ ἔχουν συμβεῖ αὐτὰ (τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ διηγηθεῖ). Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς προχωρεῖ ἀκόμη πιὸ πολὺ καὶ λέγει πὼς ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Ἑβραίων ὁ πλούσιος ὀνομαζόταν Νινευὶς κι ὁ φτωχὸς Λάζαρος. Ὅταν πέθαναν καὶ οἱ δυό, «παραβολὴν ὁ Χριστὸς τὰ κατ’ αὐτοὺς ἐποίησε», τότε ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴ ζωὴ τους παραβολή. Τὰ ἴδια λέγει κι ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Ὑπῆρχε στὰ Ἱεροσόλυμα κάποιος Λάζαρος ὀνομαστὸς γιὰ τὴ φτώχεια του.
Ὁ πτωχὸς Λάζαρος
Τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Λαζάρου εἶναι πολλά. Ἦταν πτωχός, ἄρρωστος, γεμάτος ἀπὸ πληγές. Ὑπάρχει περίπτωση νὰ εἶναι κάποιος ἄρρωστος, ἀλλὰ νὰ μὴν ἔχει πληγές. Αὐτὸς εἶχε καὶ τὰ δύο. Ἐπίσης, εἶχε τὸ ψυχολογικὸ βασανιστήριο νὰ βλέπει ἄλλους νὰ «ὑπερτρυφοῦν», δηλ. νὰ παραχορταίνουν, αὐτὸς δὲ «λιμώττειν», νὰ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα (ἅγιος Θεοφύλακτος). Ἦταν ξεχασμένος ἀπὸ τοὺς οἰκείους του καί, τὸ ἀκόμη πιὸ τραγικό, ἐνῶ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐρχόταν νὰ τὸν βοηθήσει, «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. 16,21). Ὁ Λάζαρος μπροστὰ στὴν πύλη τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου ἔμοιαζε μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔφτασε στὸ λιμάνι κι ἐκεῖ ναυάγησε. Ἦταν κοντὰ στὴν πηγὴ καὶ ὑπέφερε ἀπὸ δίψα, «δίψῃ χαλεπωτάτῃ τὴν ψυχὴν ἀγχόμενος», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Κατὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, ὑπῆρχε καὶ μία πονηρὴ ὑπόληψη καὶ γνώμη ἀπὸ τοὺς πολλοὺς γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Λαζάρου. Ἴσως ἔλεγαν: γιὰ νὰ ἔχει τόσα κακὰ ἐπάνω του, πιθανῶς νὰ εἶναι πολὺ ἁμαρτωλός.
Τί ἤθελε νὰ διδάξει ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ ταύτη;
Πρῶτα πρῶτα ἤθελε νὰ καταρρίψει τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη τῶν Ἑβραίων, πὼς καθένας ποὺ εἶναι ἄρρωστος καὶ φτωχός, εἶναι στερημένος τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ. Πέθανε ὁ φτωχὸς κι ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους «εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ» (Λουκ. ὅπ.π. στίχ. 22). Ἀντίθετα, μετὰ τὸ θάνατό του ὁ πλούσιος βρέθηκε νὰ εἶναι βασανιζόμενος.
Ὁ ἀδυσώπητος πλούσιος καὶ ζώντας ἦταν μέσα στὸ μνῆμα τῆς στερήσεως τῆς χάριτοςτοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ θάνατο πάλι τὸ ἴδιο. Ἡ ψυχὴ του ἦταν θαμμένη μέσα στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτοὶ ποὺ διαχειρίζονται τὸν πλοῦτο ἰδιοτελῶς καὶ δὲν ἔρχονται ἀρωγοὶ στοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς τους, δὲν θὰ ἔχουν καλὸ τέλος.
Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἤθελε νὰ μᾶς διδάξει νὰ εἴμαστε φιλάλληλοι καὶ φιλόπτωχοι. Πολλὲς φορὲς τὸ εἶχε διακηρύξει: «Πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην» (Λουκ. 12,33). Πράγματι, ἡ ἐντολὴ αὐτὴ εἶναι καλή, ἀγαθὴ καὶ σωτήρια, ἀλλὰ πάρα πολὺ δύσκολη στὴν ἐφαρμογή της. Δυσκολεύονται οἱ πολλοὶ νὰ τὴν παραδεχθοῦν. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συναντάει ἐμπόδια στὶς ἐντολὲς αὐτὲς ποὺ ἀπαιτοῦν «βία» στὴν ἐφαρμογή τους.Ἔτσι ὁ Κύριος, λέγοντας τὴν παραβολὴ αὐτὴ καὶ δείχνοντας τὰ ἀποτελέσματα τῆς ζωῆς τῶν δύο αὐτῶν ἀντίθετων τύπων, μᾶς παρακινεῖ νὰ διαχειρισθοῦμε τὸν πλοῦτο μας μὲ πνεῦμα φιλαλληλίας. Μᾶς ὠθεῖ λέγοντας: «ποιήσατε ἐαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας» (Λουκ. 16,9).
Ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ ρῆμα «ἀπέλαβες». Τὸ ρῆμα «ἀπολαμβάνω» «ἐπὶ τῶν χρεωστουμένων τάττεται», λέγει ὁ Ζιγαβηνός. Τί χρωστοῦσε στὸν πλούσιο καὶ στὸν φτωχὸ ὁ Θεός; Προφανῶς ὁ πλούσιος κάποια ἀρετὴ θὰ εἶχε. Δὲν θὰ ἦταν παντελῶς ἄμοιρος ἀρετῶν. Γι’ αὐτὴ του τὴν ἀρετὴ τοῦ ἔδωσε πλούσια τὰ ἀγαθὰ στὴ γῆ. Ἐπίσης κι ὁ πτωχὸς κάποια κακία θὰ εἶχε. Μὲ τὰ δεινὰ καὶ τὴν ὑπομονὴ του ξεπλήρωσε κάθε χρέος τῆς κακίας. Πέθαναν ἔχοντας ὁ ἕνας ἄκρατη κακία κι ὁ ἄλλος ἄκρατη ἀρετή. Ὅ,τι χρωστοῦσαν, τὸ ξεχρέωσαν στὴ γῆ. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὸ λόγο καθ’ ὁλοκληρίαν τὸν εἶχε ὁ Θεός.
Ἀδελφοί μου,
Στὴν καθημερινή μας ζωὴ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθειά μας. Ὅπως ἐπίσης καὶ πολλὲς εἶναι οἱ φορὲς ποὺ ἀρνηθήκαμε νὰ βοηθήσουμε κάποιον, ἐνῶ μπορούσαμε. Ἡ ὡραιότατη αὐτὴ παραβολὴ μᾶς βοηθεῖ πολὺ νὰ ξεπεράσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ νιώσουμε τὸν ἄλλο σὰν ἀδελφό μας, ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ θὰ γίνει αἰτία νὰ κατακριθοῦμε αἰώνια.
3.
Ἡ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἀπιστία (Λουκ. ιστ΄19-31)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ Λαζάρου
Ὁ πλούσιος της παραβολῆς αὐτῆς (Λκ.16.19-31) εἶχε ζήσει μιὰ ἄσκοπη, ἄδεια καὶ ἀνόητη ζωὴ καὶ ὅταν μπῆκε στὴν αἰωνιότητα ἀνακάλυψε ὅτι δὲν εἶχε ἀποκομίσει τίποτα ἀπὸ τὴ γῆ· μέσα του εἶχε μία ἔρημο, ἕνα κενό. Γεμάτος φρίκη γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μόνοι ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε ἀκολουθοῦσαν τὴν ἴδια πορεία καὶ θὰ κατέληγαν στὸν ἴδιο τόπο τῆς ἀπομόνωσης, στὴν κατάσταση ἐκείνη τοῦ ἐσωτερικοῦ κενοῦ, στρέφεται στὸν Ἀβραὰμ μὲ τὸ αἴτημα νὰ σταλεῖ ἕνας μάρτυρας ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιὰ νὰ προειδοποιήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς συγγενεῖς του.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀβραὰμ ἀπευθύνεται καὶ σ’ ἐμᾶς: «Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάνω στὴ γῆ γνώριζαν τὸ Θεὸ καὶ ποὺ ἀνάγγειλαν τὶς ὁδούς Του σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν «ὦτα ἀκούειν». Γιατί δὲν ἀκοῦν ἐκείνους;» Ὁ πλούσιος ὅμως λέει: «Ὄχι, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ· θὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν μόνο ἂν τοὺς ἐπισκεφτεῖ ἕνας ἀπό τοὺς νεκρούς».
Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲ θὰ μπορέσει νὰ πείσει τὸν ἄλλο ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, ἂν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ἔχει παραθεωρήσει ἄλλες μαρτυρίες. Τὰ λόγια αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν τόσο σ’ ἐμᾶς ὅσο καὶ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς.
Ἔχουμε πίσω μας χιλιάδες χρόνια ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἔχουμε τὶς μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Καινῆς, ἔχουμε τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, πιστεύουμε ὅμως παρ’ ὅλ’ αὐτὰ τελείως στὸ μήνυμα τῆς ζωῆς τὸ ὁποῖο ἔφερε στὴ γῆ; Ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, στάθηκε μπροστὰ μας ζωντανὸς δίνοντας μαρτυρία γιὰ τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἄξια τοῦ τώρα καὶ τῆς αἰωνιότητας, ἐμεῖς ὅμως ἀκοῦμε ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρονιὰ σὲ χρονιὰ καὶ ὅλο καὶ περιμένουμε κάτι διαφορετικό.
Πολὺ συχνὰ ἀκούω τοὺς ἀνθρώπους νὰ λένε: «Ἔχω πράγματι διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχω ἀκούσει κηρύγματα, ἔχω διαβάσει αὐτὰ ποὺ ἔγραψαν οἱ ἅγιοι, θὰ πιστέψω ὅμως μόνο ἄν μοῦ συμβεῖ ἕνα θαῦμα». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια ἀλλοίμονο, δὲν εἶναι ἀλήθεια. Δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ πιστέψουμε οὔτε καὶ σ’ ἕνα θαῦμα γιατί αὐτὴ ἡ ζωὴ ΕΙΝΑΙ ἕνα θαῦμα, εἶναι γεμάτη θαύματα, γεμάτη ἀπὸ θεϊκὲς ἐνέργειες, τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρ’ ὁλ’ αὐτὰ ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε.
Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα στὴ γῆ, ἡ ἀγάπη, πάντοτε μᾶς ἐμπνέει μᾶς δίνει χαρά, εὐχαρίστηση καὶ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ζωὴ τῆς γῆς ἤ τῆς αἰωνιότητας δὲν ἔχει ἄλλο νόημα ἀπὸ τὴν ἀγάπη κι ἔτσι ἐξακολουθοῦμε νὰ γεμίζουμε τὶς ζωές μας μὲ πράγματα ποὺ σιγὰ-σιγὰ τὴν καταστρέφουν. Τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη τὴν κάνουμε ρηχὴ ὥστε τίποτα νὰ μὴν ἀπομένει ἀπὸ τὸ ὑπέροχο φεγγοβόλημα τῆς θεϊκῆς ἤ τῆς γήινης ἀγάπης. Αὐτὸ ὅμως εἶναι κάτι ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα τὸ ὁποῖο σὲ κάποιο στάδιο ἔχει ἀγγίξει τοῦ καθενός μας τὴ ζωή: γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη τῶν γονιῶν μας κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία, Ἴσως τὴν ἀγάπη κάποιου γνωστοῦ ἤ πιθανὸν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ν’ ἀγαπήσαμε κάποιον εἴτε νὰ συναντήσαμε τὸ Χριστὸ ἔστω καὶ γιὰ μιὰ σύντομη στιγμὴ καὶ νὰ ἐκπλαγήκαμε μὲ τὴν ἀγάπη Του· ἡ ἀγάπη γλυκοχαράζει παντοῦ, παντοῦ ἀκτινοβολάει κι ἐμεῖς χαιρόμαστε καὶ ζοῦμε μέσα της γιὰ μιὰ στιγμὴ – ἔπειτα ξεχνᾶμε ὅτι μὲ τὴν παρουσία της εἶχε γεμίσει τὰ πάντα καὶ ὅτι μόνο ἡ ἀγάπη ἔχει νόημα. Οὔτε καὶ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς πείσει τελείως!
Ἂς μὴν περιμένουμε λοιπὸν ἄλλο θαῦμα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἂς δώσουμε προσοχὴ στοὺς ἀληθινοὺς καὶ ζωογόνους λόγους Του, ἂς θεωρήσουμε ὅλα τ’ ἄλλα ἀσήμαντα κι ἂς συγκεντρώσουμε τὶς δυνάμεις μας στὸ ἕνα πράγμα «οὗ ἔστι χρεία» (Λκ.10.42)· ἡ γῆ θὰ ἔχει γίνει τότε οὐρανός, ὁ οὐρανὸς θὰ ’χει ἀγκαλιάσει ὅ,τι τὸ πολύτιμο τῆς γῆς αὐτῆς κι ἡ ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ’χει γίνει δική μας.
4.
Τέλειωσαν τὰ ψέμματα!
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Ὁ πρώην ἄθεος καὶ μετέπειτα ἔνθερμος ἀπολογητὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ Βρετανὸς Κ.Σ. Λιούις λέει κάπου ὅτι «ἡ ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ὅτι εἶναι χρήσιμος καὶ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ μᾶς κάνει καλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ἕνα γιατροσόφι. Εἶναι μαρτυρία ἀληθινῶν γεγονότων». Τὰ γεγονότα γιὰ τὰ ὁποῖα δίνει μαρτυρία ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ μᾶς ἀνακαινίσει καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἀναφαίρετη χαρὰ τῆς ἀληθινῆς καὶ αἰώνιας ζωής· μιᾶς ζωῆς ποὺ δὲν φοβᾶται πιὰ τὸν θάνατο. Ἔτσι γκρεμίστηκαν τὰ δύο μεγάλα ψέματα: α) ἡ χωρὶς τὸν Θεὸ εὐημερία, καὶ β) τὸ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἀήττητος. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ στὴ σημερινὴ παραβολή.
Ἡ ἀπάτη τῆς χωρὶς Θεὸ «εὐημερίας»
Τὸ πρῶτο ψέμα τὸ ξεσκεπάζει μὲ τὸ διεισδυτικό του βλέμμα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ πλούσιος ἀπ’ ἔξω φοροῦσε πορφύρα καὶ βύσσο, ἐνῶ ἡ ψυχὴ του ἦταν γεμάτη ἀράχνες· τὸ σῶμα του μοσχοβολοῦσε ἀρώματα, ἐνῶ ἡ ψυχὴ του ἐξέπεμπε ἀφόρητη δυσωδία· τὴ δούλη σάρκα τὴν χόρταινε μὲ ποικιλία φαγητῶν, ἐνῶ τὴ δέσποινα ψυχὴ τὴν ἄφηνε νὰ πεθαίνει τῆς πείνας». Ἔστω κι ἂν δὲν ἀπέκτησε τὸν πλοῦτο του μὲ ἀπάτες καὶ κλεψιές, ἡ ἀσπλαχνία του πρὸς τὸν Λάζαρο τὸν ἔκανε τόσο φτωχὸ σὲ ἀνθρωπιὰ καὶ ἀγάπη, ὥστε νὰ καταντάει ἀγνώριστος στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Ἕνας ἄνθρωπος τόσο ἄδικος, γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ἔχει οὔτε ὄνομα, ἀφοῦ μόνο «τῶν δικαίων τὰ ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς ἀπογράφονται» κατὰ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο.
Ἀντίθετα, ὁ ἐπώνυμος Λάζαρος, ἔχοντας ἀπαρνηθεῖ τὴν ψευδῆ χωρὶς Θεὸ εὐημερία, στήριζε τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ -συνεχίζει ὁ ἅγιος τῆς Ἀχρίδος- ἔστω κι ἂν εἶχε πρόσθετο βάσανο τὸ νὰ βλέπει «τοὺς ἄλλους ὑπερτρυφῶvτας καὶ τὸν ἑαυτόν του νὰ πεινάει, δὲν βλασφήμησε οὔτε γόγγυσε, δὲν κατηγόρησε τὴν πολυτελῆ ζωὴ τοῦ πλουσίου οὔτε κατέκρινε τὴν ἀπανθρωπία του, ἀλλὰ ὑπέμενε μετὰ πολλῆς τῆς φιλοσοφίας». Καὶ ὁ πραγματικὰ φιλόσοφος Λάζαρος, ἀσκούμενος στὴν πιὸ ἀπεχθῆ γιὰ τὸν πλούσιο φιλοσοφία, στὴν ὑγιῆ μελέτη τοῦ θανάτου, τρεφόταν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστασης· ἔτσι καταργοῦσε καὶ τὸ δεύτερο ψέμα, δηλαδὴ τὸ δῆθεν τελεσίδικο καὶ ἀήττητο τοῦ θανάτου.
Ποιὸς εἶναι ὁ αἴτιος τοῦ χάσματος;
Πραγματικά, καὶ γιὰ τοὺς δύο ὁ θάνατος ἀποδείχθηκε ὄχι τέλος ἀλλὰ μετάβαση· τοῦ μὲν Λαζάρου στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ «πατέρα τῶν πιστευόντων» πατριάρχη Ἀβραάμ, τοῦ δὲ πλουσίου στὸν Ἅδη. Ἐδῶ οἱ ἀνατροπὲς εἶναι συγκλονιστικές. Τώρα πλέον εἶναι ὁ πλούσιος ἐκεῖνος, ποὺ -κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα- «ὑποφέρει περισσότερο ἀπὸ ὅσο ὑπέφερε στὴ ζωὴ του ὁ Λάζαρος» βλέποντάς τον, ἐκεῖνον μὲν νὰ ἔχει παρρησία στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀπολαμβάνει μεγάλη εὐφροσύνη, τὸν ἑαυτό του δὲ νὰ βρίσκεται σὲ τέτοια αἰσχύνη καὶ νὰ βασανίζεται ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν καταδεχόταν τότε οὔτε νὰ κοιτάξει τὸν Λάζαρο ἀπὸ περιφρόνηση, τώρα ποὺ τὸν ἔχει ἀνάγκη δὲν ἀντέχει οὔτε νὰ γυρίσει νὰ τὸν δεῖ γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει βοήθεια. Ἔτσι, ἀποτολμάει νὰ ἱκετεύσει τὸν πατριάρχη, προκαλώντας τὴ δίκαιη ἐπίπληξη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη: «Πῶς ἀποκαλεῖς “πατέρα” τὸν Ἀβραάμ, ἀφοῦ δὲν φρόντισες καθόλου νὰ τοῦ μοιάσεις; Ἐκεῖνος φιλοξενοῦσε τοὺς πάντες, ἐνῶ ἐσὺ οὔτε βλέμμα δὲν ἔριξες σὲ φτωχό».
Ὅμως ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ δὲν τὸν ἐπιπλήττει. «Ἀντὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσει “ἀπάνθρωπε, δὲν ντρέπεσαι;”, τὸν προσφωνεῖ τρυφερά: “τέκνον”. Τί συμπαθὴς καὶ ἁγία ψυχή!» θαυμάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Ὅμως, ἐκτός «τῆς συμπαθοῦς φωνῆς» τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρει. Τὸ χάσμα ποὺ τοὺς χωρίζει εἶναι ἀγεφύρωτο· ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διότι ὁ ἴδιος ὁ πλούσιος σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ περιφρονοῦσε τὶς «γέφυρες» ποὺ ὁ Θεὸς ἔστηνε ἀνάμεσα σ’ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἑκούσια ἀγνοεῖ ἢ καὶ γκρεμίζει αὐτὲς τὶς «γέφυρες», τόσο ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν πλησιάσει καὶ νὰ τὸν σώσει. Καὶ ἀδυνατεῖ ὁ Θεὸς νὰ κάνει κάτι τέτοιο, γιατί δὲν θέλει νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία μας.
Ποίησόν με Λάζαρον!
Τὸ ἐλεύθερο «ναὶ» τοῦ ἀνθρώπου στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ δὲν ἐκβιάζεται μὲ τίποτα· οὔτε μὲ θαῦμα ἀνάστασης νεκροῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, στὸ ἀνώφελα φιλάνθρωπο αἴτημα τοῦ πλουσίου νὰ στείλει τὸν Λάζαρο γιὰ νὰ ἀφυπνίσει τὰ ἀδέλφια του, τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι «ὁ Θεὸς ἔχει φροντίσει νωρίτερα καὶ περισσότερο ἀπὸ σένα γι’ αὐτά, στέλνοντάς τους πολλοὺς διδασκάλου. Ἂν δὲν ἄκουσαν αὐτούς, οὔτε ἀναστημένο νεκρὸ θὰ ἀκούσουν».
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, καταρρέει τὸ σύνηθες ἐπιχείρημα-ἀπαίτηση τῶν δυσπίστων ἢ ἀπίστων ὅτι «μόνο ἂν δῶ θαῦμα, θὰ πιστέψω». Τὰ θαύματα στηρίζουν λιγότερο ἢ περισσότερο τὴν πίστη, ἀλλὰ δὲν εἶναι βασικὴ προϋπόθεσή της. Κύριο προαπαιτούμενο πίστης εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἡ ἀπροκατάληπτη μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ σωτήρια ἀλήθεια πολὺ παραστατικὰ μαρτυρεῖ ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ὅπως στὴν παραβολὴ ὁ πλούσιος εἶχε πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἐγὼ εἶμαι πλούσιος σὲ πάθη· καὶ μὲ μεγάλη ἀσπλαχνία ἀδιαφόρησα γιὰ τὴν ψυχή μου, ποὺ πεταμένη μπροστὰ στὶς πύλες τῆς μετανοίας πεθαίνει ἀπὸ πείνα τῶν ἀρετῶν. Ἀλλά, ἐσύ, Κύριε, κάνε με “Λάζαρο”, φτωχὸ ὄχι σὲ χρήματα ἀλλὰ σὲ ἁμαρτήματα· καὶ βάλε με στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ».
5.
Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. ιστ΄19-31)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ παραβολὴ αὕτη συμπληροῖ τὰ προηγούμενα περὶ πλούτου λεχθέντα ἰδίως δὲ τὴν παραβολὴν τοῦ ἀπίστου οἰκονόμου δεικνύουσα τὴν χρῆσιν τῶν περισσευόντων ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ κάμωσιν οἱ πλούσιοι καὶ ποῦ θὰ καταντήσωσιν οὗτοι, ἐὰν ἀμελήσωσι τὰ πρὸς τοὺς πτωχοὺς καθήκοντά των. Ἐμμέσως δὲ δὲν παύει νὰ ὑπονοοῦνται ὑπὸ τὸν κολαζόμενον πλούσιον τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν Ἀβραὰμ πατέρα, οἱ πλούσιοι Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι θὰ κολασθῶσι, διότι εἶναι σκληροὶ εἰς τοὺς πτωχούς.
Ἡ παραβολὴ αὕτη ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἄνθρωπὸς τις ἦν» ἦτο «πλούσιος καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Πορφύρα ἦτο τὸ ἐξωτερικὸν ἔνδυμα ἀπὸ ὕφασμα βαμμένον μὲ τὸν πανάκριβον ἐρυθρὸν χυμὸν κογχύλης τῆς θαλάσσης ἐκ Τύρου, ἡ ὁποία ὠνομάζετο πορφύρα. Βύσσος δὲ ἦτο τὸ λευκὸν σάν τὸ χιόνι ἐσωτερικὸν φόρεμα ἐκ λεπτοῦ λινοῦ Αἰγυπτιακοῦ ὑφάσματος (1). Ἑπομένως ἔνδυμα καὶ τροφὴ τοῦ πλουσίου τούτου ἦσαν πολυτελέστατα. Ἡ ζωὴ του ἦτο καθημερινὴ ἑορτή! Ὁ πλούσιος εἶναι ἀνώνυμος, διότι «γέγραπται οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου». Ψάλμ. 15,4. Τοὺς ἀσεβεῖς ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὐδὲ νὰ ὀνομάσῃ.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὸν «πτωχὸς τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος» ἦτο κάποιος πτωχός, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Λάζαρος «ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος». Ἡ ἀθλιότης τοῦ πτωχοῦ τούτου συνίστατο εἰς τὸ ὅτι «ἐβέβλητο» ἦτο πεταγμένος «πρὸς τὸν πυλῶνα» εἰς τὴν μεγάλην στοὰν τοῦ ἀνακτόρου τοῦ πλουσίου καὶ «ἡλκωμένος» γεμᾶτος ἀπὸ πληγάς. Ὁ πυλών, ἡ μεγάλη στοά, εἶναι δεῖγμα τοῦ μεγαλείου του ἀνακτόρου τοῦ πλουσίου. Ἐπιτρέπων ὁ πλούσιος οὗτος νὰ μένῃ ὁ πτωχὸς Λάζαρος εἰς τὸν πυλῶνά του εἶχε πρὸς αὐτὸν κάποια συμπάθειαν, εἶχε ὅμως καὶ σκληρότητα, διότι πλὴν τῶν συμφορῶν αὐτῶν ὁ πτωχὸς οὗτος ὑπέφερε καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν, διότι «ἐπεθύμει χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου». Τόση ἦτο ἡ περιφρόνησις τοῦ πλουσίου τούτου πρὸς τὸν πτωχόν, ὥστε οὐδὲ οἱ ὑπηρέται του ὅταν μετὰ τὸ φαγητὸν ἐτίναζαν τὰ τραπεζομάνδηλα εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Λάζαρος, ἐφρόντιζον διὰ τὸν πτωχὸν αὐτόν. Τοὐναντίον μάλιστα! Τὰ τιναζόμενα πλησίον τοῦ Λαζάρου ἀποκόμματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἠδύνατο νὰ λάβῃ αὐτός, εἵλκυον τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἀφῄρουν αὐτὰ ἀπὸ αὐτόν. Μόνον ψίχαλά τινα ἠδύνατο ὁ Λάζαρος νὰ λαμβάνῃ.
Ἀλλὰ τὸ κορύφωμα τῆς δυστυχίας τοῦ Λαζάρου ἦτο ὅτι «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» τὰ σκυλιὰ ἔγλυφον τὰς πληγάς του, προφανῶς, ἵνα πίνωσι τὸ αἷμά του. Πόση ἀηδία δι’ ἡμᾶς καὶ πόση συμφορὰ δι’ ἐκεῖνον ἦτο ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν κυνῶν! Ἀλλὰ τὸ ὕψιστον σημεῖον τῆς συμφορᾶς τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου εἶναι, ὅτι ἑκάστη τῶν συμφορῶν του εἶχεν ἀπέναντί της ἀντίθετον μεγαλεῖον τοῦ πλουσίου. Παλάτιον εἶχεν ὁ πλούσιος, εἰς τὸ ὕπαιθρον ἦτο ὁ Λάζαρος. Χορτασμὸς ὑπῆρχεν εἰς τὸν μέν, πεῖνα εἰς τὸν δέ. Καλπάζουσα ὑγεία εἰς τὸν μέν, πληγαὶ εἰς τὸν δὲ κ.λ.π. Ὁ πτωχὸς ὅμως οὗτος Λάζαρος ὑπέμεινε τὴν συμφοράν του!
«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ». Ὁ πτωχὸς ἀποθανών μετεφέρθη οὐχὶ ὑπὸ τινος ἀγγέλου ἀλλὰ ὑπὸ πολλῶν ἀγγέλων τιμῆς ἕνεκεν, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. «Κόλπος» τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι ἡ ἀγκάλη τοῦ πεφιλημένου πατριάρχου Ἀβραάμ, ὅπου ὁ πτωχὸς Λάζαρος κλίνει τὴν κεφαλήν του. Τοῦτο ἐκφράζει τὴν στενωτάτην σχέσιν καὶ τὴν τρυφερωτάτην ἀγάπην πλουσίου Ἀβραὰμ καὶ πτωχοῦ Λαζάρου, τὴν μακαριότητα τοῦ παραδείσου, ὅπου ἀναπαύονται ἐλεήμονες πλούσιοι καὶ ὑπομονητικοὶ πτωχοί. «Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη». Εἰς τὸν ἀποθανόντα πλούσιον ἔγινε ἐπίσημος κηδεία, ἐνῷ διὰ τὸν Λάζαρον οὐδὲ ἁπλοῦς ἐνταφιασμός. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν εὐτυχίαν τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, ὁ πλούσιος εὑρίσκεται ἐν τῷ ᾋδη εἰς τὴν κόλασιν. «Ἐν τῷ ᾃδῃ ἐπάρας» σηκώσας «τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ» βλέπει «τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ» εἰς τὴν ἀγκαλιά του «καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε˙ Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με» λυπήσου με «καὶ πέμψον» στεῖλε τὸν «Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ». Οὐδὲν βασανιστικώτερον τοῦ διὰ πυρὸς βασανιστηρίου. Τόση ἦτο ἡ διὰ πυρὸς βάσανος ἐν τῇ κολάσει, ὥστε βάψιμον μόνον δι’ ὕδατος τοῦ ἄκρου τοῦ δακτύλου τοῦ Λαζάρου, θὰ ἐδρόσιζε τὸν τηγανιζόμενον ἐκεῖ πλούσιον! Ὁ πλήρης δούλων ἐδῶ πλούσιος, ἱκέτης ἐκεῖ γίνεται !
Ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾶ˙ «τέκνον μνήσθητι» παιδί μου ἐνθυμήσου «ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά». Σὺ ἐπέρασες καλά εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον καὶ ὁ Λάζαρος ἄσχημα. Ἐκτός τῆς συμπαθοῦς κλήσεως ὁ Ἀβραὰμ ὀνομάζων αὐτὸν «τέκνον» οὐδὲν ἄλλο δύναται νὰ προσφέρῃ. Πόσον τρομερόν! Διὰ λόγους λοιπὸν δικαιοσύνης ὁ μὲν Λάζαρος «νῦν ὧδε παρακαλεῖται» παρηγορεῖται, ἀναπαύεται τώρα ἐδῶ «σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι» σὺ δὲ ὑποφέρεις. Ὁ Ἀβραὰμ συνεχίζει: «Ἐν πᾶσι τούτοις» πλὴν αὐτῶν, ἂν δηλαδὴ εἶχον τὴν ἐπιθυμίαν νὰ σὲ βοηθήσω, δὲν δύναμαι, διότι «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» ὑπάρχει μεταξὺ μας ἀδιάβατον χάος, «ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι» ὥστε ὅσοι θέλουν νὰ περάσωσιν «ἔνθεν» ἀπὸ ἐδῶ «πρὸς ὑμᾶς» πρὸς σᾶς «μὴ δύνωνται» δὲν δύνανται «μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν» οὔτε οἱ ἀπὸ τῆς κολάσεως «πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν» δύνανται νὰ ἔλθωσι πρὸς ἡμᾶς. Ὑπάρχει χάσμα ἀνυπέρβλητον μεταξύ μας. Τὸ χάσμα, τὸ χάος τοῦτο τὸ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἀδιάβατον σημαίνει, ὅτι ἡ καταδίκη τοῦ πλουσίου εἶναι ὁριστική, διότι δὲν δύναται νὰ ἐνδιαφερθῇ οὐδεὶς τῶν ἐν τῷ Παραδείσῳ δι’ αὐτόν.
Ὁ πλούσιος ἀπαντᾷ˙ « ἐρωτῶ οὖν σε» σὲ παρακαλῶ λοιπὸν τουλάχιστον «Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν» νὰ στείλῃς αὐτὸν «εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου». Δὲν τολμᾷ νὰ παρακαλέσῃ τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον. «Ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρεται αὐτοῖς» ἵνα κηρύξῃ εἰς αὐτοὺς ἐντόνως, «ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου». Ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾷ. «Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας» τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ τοὺς προφήτας «ἀκουσάτωσαν αὐτῶν» ἂς τὰ διαβάσουν. Ὁ πλούσιος ἀνταπαντᾷ καὶ λέγει: «Οὐχὶ πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν». Ἡ ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν γνωστοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰσχυρότερα τῶν βιβλίων. Ὁ Ἀβραὰμ ἀπεστόμωσε τὸν πλούσιον καὶ ἔκλεισε τὴν παραβολὴν εἰπών. «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν» ἐὰν δὲν ἀκούωσιν τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ τοὺς προφήτας «οὐδὲ ἐὰν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, πεισθήσονται». Ὅταν παρέλθῃ ἡ πρώτη ἐντύπωσις ἐκ τοῦ θαύματος, κατόπιν εἰς τοὺς μὴ ἔχοντας καλὴν διάθεσιν παραμένει ἡ ἀπιστία. Τόσην δύναμιν δηλαδὴ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή, ὥστε εἶναι ἰσχυρότερα καὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, διότι μετ’ ὀλίγον θὰ ἀναστήσῃ τὸν Λάζαρον, τὸν ἀδελφὸν Μαρίας καὶ Μάρθας, καὶ ὅμως οὐδόλως θὰ πιστεύσωσιν οἱ Φαρισαῖοι. Οἱ Φαρισαῖοι οἱ ἐκτιμῶντες πολὺ τὸν πλοῦτον καὶ ζητοῦντες θαῦμα ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ἵνα πιστεύσωσιν εἰς τὸν Χριστόν, ἀκούοντες, ὅτι ὁ πλούσιος ἐκολάσθη καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερος τῶν θαυμάτων, θὰ ᾐσθάνθησαν ἀρκετὸν κτύπημα.
Θέμα: Πλούσιοι — πτωχοί.
Ὡραιότατη ἡ παραβολὴ αὕτη διὰ τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος τῶν νοημάτων καὶ τὴν φωτεινότητά της. Διά νὰ ἴδῃ τις τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν πρέπει νὰ εἶναι δύτης, τὰ δὲ ὕψη τοῦ Οὐρανοῦ νὰ ἔχῃ τηλεσκόπιον.Ἡ παραβολὴ αὕτη ἔχει μεγάλην φωτεινότητα λόγῳ τῶν ὡραίων ἀντιθέσεων, ἵνα φωτίζῃ τὰ βάθη καὶ ὕψη τῶν νοημάτων. Ἴδωμεν ἀμφότερα.
Α) Ἡ Παραβολή. Ἔχομεν τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν ἀνώνυμον πλούσιον.
α) Ὁ Λάζαρος. Ἦτο πτωχός, ἄρρωστος, ἄστεγος, ἔρημος. Ἦτο τόσον πτωχός, ὥστε ἐπεθύμει νὰ χορτάσῃ ἐκ τῶν ψιχίων. Ἦτο τόσον ἄρρωστος, ὥστε ἦτο καὶ πληγωμένος. Ἦτο καὶ ἀδύνατος, ὥστε « ἐπιόντας τοὺς κύνας ὁρῶν, ἀμύνασθαι δὲ οὐκ ἰσχύων » κατὰ τὸν Χρυσόστομον. Δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποκρούσῃ τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζον αὐτόν. Ἑπομένως εἶχεν ὄχι μόνον πληγάς καὶ ἀσθένειαν, ἀλλὰ καὶ ἐσχάτην ἀδυναμίαν. Ἐπίσης ἦτο τελείως ἄστεγος, ὥστε δὲν εἶχεν οὔτε μίαν καλὺβην. Ἦτο εἰς τὸν πυλῶνα τοῦ πλουσίου δηλαδὴ εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἦτο τόσον ἔρημος, ὥστε δὲν ὑπῆρχε «ὁ λόγῳ παρακαλῶν, ὁ ἔργῳ παραμυθούμενος, οὐ φίλος, οὐ γείτων, οὐ συγγενής, οὐ τῶν ὁρώντων οὐδεὶς » κατὰ τὸν Χρυσόστομον. Παρηγορίαν δὲν εἶχεν ἀπὸ κανένα καὶ τὸ χειρότερον οὗτος ἔβλεπε «παρασίτους» τεμπέληδες, «κόλακας, ἱκέτας δούλους ἀναβαίνοντας, θορυβοῦντας, μεθύοντας, πηδῶντας » εἰς τὸ παλάτιον τοῦ πλουσίου, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ὁ Λάζαρος ἦτο ἕνας ζωντανὸς νεκρός. Ἀπέθανε! Βλέπομεν αὐτὸν μετὰ ταῦτα μεταφερόμενον οὐχὶ ὑπὸ ἑνός, ἀλλὰ ὑπὸ πολλῶν ἀγγέλων, τιμῆς ἕνεκεν, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ ὑπὸ τῶν σκυλιῶν γλυφόμενος φέρεται εἰς τὰ χέρια τῶν Ἀγγέλων, ὁ ἐν πενίᾳ τότε, ἐν τρυφῇ τώρα, ὁ ἐν ἐρημίᾳ τότε, μετὰ Ἀγγέλων τώρα, ὁ ἐν νόσῳ τότε, ἐν ὑγείᾳ καὶ αἰωνίᾳ μακαριότητι τώρα, ὁ ἀγωνιζόμενος τότε, στεφανούμενος τώρα !
β) Ὁ πλούσιος. « Ἱκέτης τοῦ πένητος ἐκεῖ ἐγένετο » ὁ πλούσιος ἔγινε ἐκεῖ ζητιάνος τοῦ ἐδῶ πτωχοῦ! « Καὶ τίνος πένητος;» καὶ τίνος πτωχοῦ ἔγινε ἐπαίτης; «Τοῦ λιμώττοντός ποτε» τοῦ πεινασμένου ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ «τοῦ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου δεομένου» τοῦ ζητιάνου τῆς τραπέζης ἤ «τοῦ τοῖς στόμασι τῶν κυνῶν προκειμένου» τοῦ εὑρισκομένου ἐδῶ μετὰ σκυλιῶν, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ἐδῶ ἀπὸ συχαμάρα ὁ πλούσιος δὲν ἐκυττοῦσε τὸν πένητα, ἐκεῖ ἀπὸ ἐντροπὴν δὲν τολμᾷ νὰ ἀπευθυνθῇ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον, ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ Ἀβραὰμ τὴν ἱκεσίαν ὑποβάλλει. Ὄχι μόνον ἱκέτης, ἀλλὰ καὶ πένης ἐκεῖ εἶναι ὁ πλούσιος. Πενέστερος πάντων καὶ τοῦ ἐδῶ Λαζάρου. Ὁ πλούσιος ἐκεῖ δὲν ἔχει ὄχι σταγόνα ὕδατος, ἀλλ’ οὐδὲ βάψιμον ἄκρου δακτύλου, ἵνα δροσισθῇ. Ὄχι μόνον δὲν ἔχει, ἀλλὰ ζητεῖ καὶ δὲν λαμβάνει.
Ὁ Λάζαρος ἐδῶ ψίχαλα ἐζήτει καὶ δὲν εἶχε. Ὁ πλούσιος ἐκεῖ βάψιμον ἄκρου δακτύλου ζητεῖ καὶ δὲν λαμβάνει. Ποῖον εἶναι πτωχότερον; Ψίχαλον ψωμιοῦ ἤ σταγόνα νεροῦ; Ψίχαλον ἐδῶ δὲν ἔδιδε ὁ πλούσιος. Σταλιὰ νερὸ ἐκεῖ δὲν ἔπαιρνε. Ἐδῶ «πλησίον ὄντα τὸν Λάζαρον παρέτρεχε. Ἐκεῖ πόρρω ὄντα καλεῖ». Πολλάκις ὁ πλούσιος, ὅταν ἔζη, εἰσερχόμενος καὶ ἐξερχόμενος τοῦ παλατιοῦ του δὲν ἔβλεπε τὸν παρὰ πόδας Λάζαρον. Ἐκεῖ μακρόθεν ὄντα καὶ τοιούτου χάους μεταξὺ τῶν εὑρισκομένου μετ’ ἀκριβείας βλέπει. Ἐδῶ ὁ πλούσιος ἐσυχαίνετο νὰ τὸν βλέπῃ. Ἐκεῖ ζητεῖ τὸν δάκτυλον τοῦ Λαζάρου, τὸν ὁποῖον πολλάκις ἔγλυψαν τὰ σκυλιά, νὰ τὸν βάλῃ εἰς τὸ ἄκρον τῆς γλώσσης του. Ὁ πλούσιος θέτων τὸν δάκτυλον τοῦ πτωχοῦ εἰς τὴν γλῶσσάν του ὄχι μόνον συχαμάρα καὶ ἐμετὸν δὲν αἰσθάνεται, ἀλλὰ δροσισμὸν τῆς γλώσσης του! Πορφύραν τότε ἐνεδύετο ὁ πλούσιος, ἐν τῇ φλογὶ τώρα ὀδυνᾶται. Φαγητὰ καὶ ποτὰ ηὔφρανον τότε τὴν γλῶσσάν του, ὀδύνη καίει αὐτὸν τώρα ἐκεῖ. Πόσον φῶς ἐκ τῶν ἀντιθέσεων αὐτῶν! Φῶς τὸ ὁποῖον κάμνει ὁρατὰ νοήματα βαθέα, ὑψηλὰ ὄχι μόνον εἰς ἐγγραμμάτους, ἀλλὰ καὶ εἰς ἀγραμμάτους.
Β) Ἡ Ζωή μας. Ποῖον τὸ βάθος τῶν νοημάτων; Ὠκεανός! Πανεπιστήμιον! Καὶ συγκεκριμένως: Ποῦ εἶναι οἱ σκληροὶ πλούσιοι καὶ ἀνυπόμονοι πτωχοί; Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ βλέπουν ἀπὸ συχαμάρα, νὰ σκεφθοῦν κἄν ἀπὸ φιλαργυρίαν τοὺς πτωχούς; Ποῦ εἶναι οἱ πτωχοί, οἱ ὁποῖοι βλέπουν καὶ σκέπτονται ἀπὸ ζήλεια καὶ φθόνον τοὺς πλουσίους; «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ζῶντα ἐν πονηρίᾳ μηδὲν δὲ πάσχοντα δεινὸν μηδόλως ὑποφέροντα, μὴ μακαρίσῃς, ἀλλὰ δάκρυσον» κλαῦσον, λέγει ὁ Χρυσόστομος. «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ἀρετῆς ἐπιμελούμενον» ὅταν ἴδῃς ἐνάρετόν τινα «καὶ μυρίους ὑπομένοντα πειρασμοὺς» καὶ ὑποφέροντα πολὺ «ζήλωσον» ζήλεψέ τον, λέγει πάλιν ὁ Χρυσόστομος. «Μὴ δὲ νομίζῃς ὅτι ἀπρονόητα εἶναι τὰ καθ’ ἡμᾶς» μὴ νομίσῃς, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν προνοεῖ. «Ὅταν ἴδῃς ἀσθενῆ ἐν ἕλκει καὶ μεθύοντα οὐ θαυμάζεις, οὐδὲ μακαρίζεις διὰ τὴν τρυφήν, ἀλλὰ δὶ’ αὐτὸ τοῦτο ταλανίζεις». Ὅταν ἴδῃς ἄρρωστον τινα μεθυσκόμενον δὲν μακαρίζεις διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῆς μέθης, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογεῖς. «Οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς λογίζου» ταῦτα σκέψου, ὅταν ἡ ψυχὴ ἀσθενὴς οὖσα τρυφᾷ, ἀσωτεύει.
«Ἡ παραβολὴ τοὺς μὲν πλουτοῦντας σωφρονίζει, τοὺς δὲ πτωχοὺς παραμυθεῖ. Ἐκείνους μὲν παιδεύουσα» τοὺς πλουσίους διδάσκουσα «μὴ μεγαλαυχεῖν» νὰ μὴ ὑπερηφανεύωνται «ὅταν πονηρευόμενοι μὴ δῶσιν ἐνταῦθα δίκην τῶν κακῶν πεπραγμένων» ὅταν δὲν τιμωρῶνται ἐδῶ διὰ τὰς ἀδικίας των. «Τούτους δὲ παραμυθουμένη» τοὺς πτωχοὺς δὲ παρηγοροῦσα «μὴ ταῖς ἑτέρων εὐπραγίαις θορυβεῖσθαι» ὥστε νὰ μὴ ταράσσωνται ὅταν βλέπουν νὰ καλοπερνοῦν οἱ ἄδικοι. «Μηδὲ νομίζειν, ὅτι ἀπρονόητα τὰ καθ’ ἡμᾶς» φωνάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῆς παραβολῆς ταύτης. Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι προσκολλημένοι εἰς τὰς ἀπολαύσεις των νομίζουν, ὅτι ἡ ζωὴ των δὲν ἔχει τέλος καὶ ὅταν τελειώσῃ, δὲν ὑπάρχει τίποτα πέραν τοῦ τάφου ;
Ἂς ἴδωσι τὸν πλούσιον τῆς παραβολῆς !
Ποῦ εἶναι οἱ πτωχοὶ μὲ τὰ πολλὰ βάσανα, οἱ ὁποῖοι νομίζουν, ὅτι δὲν ἔχουν τελειωμόν; Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι καὶ οἱ πτωχοί, οἱ μὲν ἀπὸ τὰς πολλάς ἀνέσεις των, οἱ δὲ ἀπὸ τὰ πολλὰ των βάσανα ἀπιστοῦντες εἰς τὸν Θεόν; Ἂς ἴδουν τὴν παροῦσαν παραβολήν, ὅπου ὅλα θὰ τελειώσουν καὶ διαφορετικὰ πέραν τοῦ τάφου θ’ ἀρχίσουν. Ποῦ εἶναι οἱ ἄδικοι ἰσχυροὶ καὶ οἱ ἀδικούμενοι ἀδύνατοι; Οἱ ἄδικοι ἰσχυροί, οἱ ὁποῖοι νομίζουσιν, ὅτι διαφυγόντες τὴν τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων, θὰ διαφύγωσι καὶ τὴν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι οἱ ἀδικούμενοι, οἱ ὁποῖοι θέλουσι νὰ εὑρίσκωσι πάντοτε τὸ δίκαιόν των ἐδῶ, ἀμέσως, τὴν αὐτὴν ἡμέραν καὶ ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἠδικήθησαν, χειροδικοῦντες, μὴ ὑπομένοντες τὸν χρόνον, τὴν αἰωνιότητα καὶ οὐδὲν τῷ Θεῷ ἀναθέτοντες; Ποῦ εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι πεθαίνουν γιὰ μεγαλεῖα καὶ πάσχουν ἀπὸ μαρασμόν, ὅταν δὲν δύνανται νὰ δράσουν κοινωνικῶς καὶ οὐδόλως βλέποντες τὴν ὑπομονὴν τῶν βασάνων, τὴν ἀφάνειαν, τὴν κρυφὴν ἐργασίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ πτωχὸς Λάζαρος; Ποίαν κοινωνικὴν δράσιν εἶχεν ὁ Λάζαρος; Ποίαν ἐμφάνισιν ὁ πλούσιος; Ποίαν τύχην ἔλαβεν ἕκαστος ἐξ αὐτῶν; Πλούσιε, τὸ ξεύρω, εἶσαι ὑψηλά. Εἶσαι τὰ μάτια τῆς κοινωνίας, διότι ὅλοι σὲ βλέπουν. Πτωχέ, εἶσαι ταπεινός. Εἶσαι ἡ πτέρνα. Τί ὡραιότερον τῶν ὀφθαλμῶν; Τί εὐτελέστερον τῆς πτέρνας; Ὅταν ὅμως δεχθῇ ἡ πτέρνα ἀγκάθι, ὁ ὀφθαλμὸς δὲν καταδέχεται νὰ κύψῃ, ἵνα ἀφαιρέσῃ τοῦτο; Καὶ σὺ πλούσιε, φρόντισε διὰ τὴν πτέρναν σου, τὸν πτωχόν!
Ἡμεῖς; Θαυμάζομεν τοὺς πλουσίους, ἀγαπῶμεν τὸν πλούσιον, ἀποστρεφόμεθα τοὺς πτωχοὺς ἴδιαν τὴν πτωχείαν. Πόσον σφάλλομεν!
Ὅτι ἡ εὐτυχία μας δὲν ὑπάρχει εἰς τὸν πλοῦτον, δεικνύει τὸ ἑξῆς : Ἕνας Ἄραψ, πρὶν ἀποθάνῃ, εἶχε συντάξει τὴν διαθήκην του καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: Ἔθεσα ὅλην μου τὴν περιουσίαν εἰς τὸ μεγάλον χρηματοκιβώτιον τοῦ γραφείου μου. Ὅσα περιέχει τὰ παραχωρῶ εἰς τὸν περισσότερον εὐτυχισμένον ἄνθρωπον τῆς γῆς. Μετὰ τὸν θάνατον του 10.000 πρόσωπα ἔτρεξαν εἰς τὸν δικαστὴν νὰ βεβαιώσουν, ὅτι ἦσαν οἱ πιὸ εὐτυχισμένοι τῆς γῆς καὶ ἑπομένως εἶχον δικαίωμα εἰς τὸν θησαυρόν. Ἤρχισαν οἱ φιλονικίες, τὰ κτυπήματα,οἱ φωνές. Ὁ δικαστὴς διὰ νὰ προλάβῃ χειρότερα, ἔσπευσε νὰ δηλώσῃ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος τῆς γῆς καὶ ἑπομένως ὁ θησαυρὸς ἀνήκει εἰς αὐτόν. Ἀνοίγει λοιπὸν τὸ χρηματοκιβώτιον καὶ εὑρίσκει μερικὰ χαλίκια μὲ ἕνα γράμμα, τὸ ὁποῖον ἔγραφε: «Ἂν ἦσο πραγματικὰ ὁ πιὸ εὐτυχισμένος τῆς γῆς θὰ εἶχες ἀνάγκην ἀπὸ τὰ χρήματά μου;»
Πράγματι ! Ἡ εὐτυχία εἶναι ἀνεξάρτητος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι εἶναι ἐσωτερική, ψυχικὴ καὶ πέραν τοῦ τάφου. Ἑπομένως ἡ εὐτυχία ὑπάρχει πλησίον τοῦ Χριστοῦ ἰδίως μετὰ θάνατον.
(1) Ἔξοδ. 20,1-31. 16,10.
6.
Παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
«Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελῆ ροῦχα καὶ τὸ τραπέζι του κάθε μέρα ἦταν λαμπρό. Κάποιος φτωχὸς ὅμως, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἔρχονταν καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές.
Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν πῆγαν κοντὰ στὸν Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν.
Στὸν ἅδη ποὺ ἦταν καὶ βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ κοντὰ του τὸ Λάζαρο. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε: «πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου μὲ καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴ γλώσσα, γιατί ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φωτιά». Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὴν εὐτυχία στὴ ζωή σου, ὅπως κι ὁ Λάζαρος τὴ δυστυχία. Τώρα λοιπὸν αὐτὸς χαίρεται ἐδῶ, κι ἐσὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ ‘δω σ’ ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, οὔτε οἱ ἀπὸ ‘κει μποροῦν νὰ περάσουν σ’ ἐμάς».
Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: «τότε σὲ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε τον στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδερφούς μου, ὥστε νὰ μὴν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο τῶν βασάνων». Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει: «ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν ἂς ὑπακούσουν σ’ αὐτά». «Όχι, πατέρα μου Ἀβραάμ», τοῦ λέει ἐκεῖνος, «δὲν ἀρκεῖ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἀβραάμ: «ἂν δὲν ὑπακοῦνε στὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀκόμη κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν πρόκειται νὰ πεισθοῦν»» (Λουκ. 16, 19-31).
Γνωστὴ σὲ ὅλους μας εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Εἶναι ὅμως τὸ κεντρικὸ θέμα της ἡ καταδίκη τοῦ πλούτου καὶ ὁ ὕμνος τῆς φτώχειας, ὅπως φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως; Τὸ κοινωνικὸ βέβαια πλαίσιο δὲν εἶναι ἀδιάφορο γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν ἀποτελεῖ τὸν κεντρικὸ στόχο του. Ὁ φτωχὸς δὲν κερδίζει τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ εἶναι φτωχός, ἀλλὰ μόνον ἐφόσον στηρίζει τὶς ἐλπίδες του στὸν Θεὸ καὶ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή του· καὶ ὁ πλούσιος δὲν εἶναι καταδικασμένος μόνο καὶ μόνο γιατί ἔχει ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ γιατί κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ πᾶν ὅταν ἡ ζωὴ του εἶναι στηριγμένη στὰ ἀγαθά του καὶ ὄχι στὸν Θεό, ὅταν ξεχάσει τὸν φτωχὸ συνάνθρωπό του καὶ ὅταν κλεισθεῖ καὶ παγιδευτεῖ στὸν πλοῦτο του. Ὅτι μπορεῖ ἕνας πλούσιος νὰ εἶναι πρότυπο ἀγάπης καὶ ἕνας φτωχὸς νὰ εἶναι ἀσεβής, ἀποτελεῖ ἐπίσης μία πιθανὴ κατάσταση μέσα στὴ ζωή.
Ἔτσι οἱ λέξεις «πλούσιος» καὶ «πτωχὸς» στὴ διήγησή μας ἔχουν ἕνα περισσότερο θρησκευτικὸ παρὰ κοινωνικὸ περιεχόμενο. Ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ παραβολὴ εἶναι ἡ ἐπισήμανση ἑνὸς πραγματικοῦ κινδύνου, τοῦ κινδύνου τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ εὐημερία εἶναι ἀτέλειωτη κι ὅτι τὸ μόνο σταθερὸ καὶ ἀμετάβλητο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώθηκε μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλα ἀλλάζουν κι εὑρίσκεται ὁ ἀνθρωπος μπροστὰ σὲ ἀπροσδόκητες ἐκπλήξεις· ὅταν μάλιστα εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ νὰ μετανοήσει, ἡ κατάστασή του γίνεται ἀναπόφευκτα τραγική.
Ὁ πλούσιος της διηγήσεως βλέπει νὰ μεταβάλλονται τὰ πάντα. Αὐτὸς διψᾶ κι ὁ πτωχὸς εὐφραίνεται, ἔχασε τὰ πάντα ἐνῶ ὁ Λάζαρος βρίσκεται στὸ πλήρωμα τῆς εὐτυχίας. Ζητεῖ νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς του γιὰ τὴ μελλοντικὴ τύχη τους. Σκέφτεται ὅτι ἂν κάποιος ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν ἀναστηθεῖ καὶ τοὺς πληροφορήσει, θὰ προλάβουν τὸ κακό. Ἀλλ’ ἡ ἀπάντηση ποὺ παίρνει εἶναι σαφής: «Ἔχουν τὴν Ἁγία Γραφή, ἂς τὴν προσέξουν. Ἂν δὲν πιστεύουν σ’ ὅσα γράφονται σ’ αὐτή, οὔτε καὶ σ’ ἕνα νεκραναστημένο θὰ πιστέψουν».
Ὁ κάθε ἄνθρωπος θέλει λογικὲς ἀποδείξεις γιὰ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ τὸν ἀφοροῦν, θέλει ἕνα θαῦμα, ζητεῖ τὴν περιγραφὴ ἑνὸς αὐτόπτη μάρτυρα γιὰ νὰ πεισθεῖ· θέλει ἡ πίστη του νὰ στηρίζεται σὲ μία τετράγωνη λογικὴ· δὲν ἐννοεῖ νὰ διακινδυνεύσει τίποτε· τὸ ρισκάρισμα τὸν ἐνοχλεῖ. Ὅλοι λίγο-πολὺ εἴμαστε παγιδευμένοι στὸν πλοῦτο τῶν γνώσεών μας, τῆς ἐπιστήμης, τῆς λογικῆς μας. Θὰ δεχόμασταν ἀμέσως μία κάποια μελλοντικὴ μορφὴ ζωῆς, ἀρκεῖ κάποιος αὐτόπτης μάρτυρας νὰ ἐρχόταν ἀπὸ κεῖ καὶ νὰ τὴν περιέγραφε, ἀρκεῖ νὰ τὴν ἀποδείκνυε λογικά.
Ἡ φτώχεια ποὺ μακαρίζεται σ’ ἄλλο σημεῖο τοῦ εὐαγγελίου – ὄχι βέβαια σὰν κοινωνικὴ κατάσταση ἀλλὰ σὰν θρησκευτικὴ τοποθέτηση – σημαίνει ἀκριβῶς ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὶς λογικὰ κατασκευασμένες παγίδες τῆς ζωῆς, ἐκμηδένιση τῶν ἐγκόσμιων βεβαιοτήτων καὶ ἀνεπιφύλακτη – χωρὶς ὀρθολογισμοὺς – παραδοχὴ τοῦ ζωοδότη λόγου, τῆς θείας ὑποσχέσεως ποὺ κάνει τὴν ἐλπίδα νὰ ἀνθίζει στὸν ἀπεγνωσμένο ἄνθρωπο. Ὅταν διώχνει κανεὶς αὐτὴν τὴν ἐλπιδοφόρα δυνατότητα, ὅσο πλούσια κι ἂν ζεῖ, κάποτε θὰ αἰφνιδιαστεῖ. Καὶ τότε θὰ εἶναι ἀργά!
Ἡ παραβολὴ θέλει νὰ στρέψει τὴν προσοχὴ μᾶς σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο: Στὸ ὅτι ἡ τωρινὴ στιγμὴ εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεγάλης ἀποφάσεως ἀπέναντι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ στιγμὴ εἶναι ἡ κατάλληλη προθεσμία γιὰ τὸ Ναὶ στὸ προσκλητήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ μετάνοια καὶ γιὰ καινούργια ζωή. Ἀλλιῶς, κινδυνεύουμε νὰ εἴμαστε ἐκπρόθεσμοι! Καὶ ἡ ἀπόφαση παίρνεται ἀφοῦ ἀπογυμνωθεῖ κανεὶς ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατάει δέσμιο καὶ αἰχμάλωτο, ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐμποδίζει νὰ δεῖ καθαρὰ τὸ μέλλον του, ἀπὸ ὅ,τι τὸν κάνει «πλούσιο» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ εἴπαμε προηγουμένως, ἀπὸ ὅ,τι τοῦ δίνει μία αὐτάρεσκη βεβαιότητα γιὰ τὴ ζωή του. Ἀπόφαση μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἀποφαση ὄχι κάποτε στὸ μέλλον ὅταν δοθεῖ κάποια εὐκαιρία, ἀλλὰ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ στιγμή.
7.
Κυριακὴ Ε΄Λουκᾶ (Λουκ. ιστ΄19-31)
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν κακὸ πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἡ παραβολὴ μᾶς διδάσκει πὼς ἔρχεται μιὰ ὥρα κι ἀλλάζουν τὰ πράγματα στὴ ζωή· ὁ φτωχὸς Λάζαρος, γιὰ νὰ ‘χη ὑπομονὴ στὴ φτώχεια του, πάει στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, κι ὁ κακὸς πλούσιος γιὰ νὰ μὴν κάνη καλὴ χρήση τοῦ πλούτου, βασανίζεται στὸν Ἅδη. Αὐτὰ εἶναι λόγια ποὺ τὰ εἶπε ὁ Θεὸς κι ἂς τ’ ἀκούσουμε πάλι, ἐξηγημένα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
Εἶπεν ὁ Κύριος· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ντυνότανε στὰ κόκκινα καὶ στὰ βυσσινιὰ καὶ τρωγόπινε καὶ καλοπερνοῦσε κάθε μέρα μέσα σὲ μεγάλη πολυτέλεια. Κι ἦταν ἕνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ριγμένος ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ πλουσίου, πληγιασμένος καὶ λιμάζοντας νὰ χόρταση ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου· κι ἦταν σὲ τέτοια ἐγκατάλειψη ὅπου καὶ τὰ σκυλιὰ ἐρχόντανε κι ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Κι ἔγινε καὶ πέθανε ὁ φτωχὸς καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ· καὶ πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. Καὶ στὸν Ἅδη, ἐκεῖ ποὺ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸ Λάζαρο στοὺς κόλπους του. Καὶ φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε· Πατέρα Ἀβραάμ, λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βουτήξη στὴν ἄκρη τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίση τὴ γλώσσα μου, γιατί καίγομαι καὶ λυώνω σὲ τούτη τὴ φλόγα. Κι εἶπε ὁ Ἀβραάμ· παιδί μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ χάρηκες τὰ καλά σου στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος πάλι τὰ κακά· τώρα ἐκεῖνος ἐδῶ χαίρεται καὶ σὺ βασανίζεσαι· κι ἐξὸν ἀπ’ ὅλα τοῦτα μεταξὺ μας ἀνοίγεται βαθὺ φαράγγι, ὥστε κεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ δῶ πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ μποροῦν μήτε ἀπ’ αὐτοῦ πρὸς ἐμᾶς νὰ περνᾶνε. Τότε ὁ πλούσιος εἶπε· σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ στείλης τὸ Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου· γιατί ἔχω πέντε ἀδέρφια· νὰ πάη καὶ νὰ τοὺς βεβαίωση τί γίνετ’ ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τούτη τὴν κόλαση. Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ· ἔχουν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφήτες· ἂς τοὺς ἀκούσουν. Κι ἐκεῖνος εἶπε· ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ· μόνο ἂν πάη σ’ αὐτοὺς κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἀβραάμ· ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, οὔτε κι ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἂν κάποιος ἀναστηθῆ θὰ πεισθοῦν.
Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουνε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ στὴν ἄλλη ζωή, αὐτοὶ λένε· «Ἂς φᾶμε κι ἂς πιοῦμε, γιατί αὔριο θ’ ἀποθάνουμε». Ἔχουν τὰ καλά τους, ὅπως κι ἂν τὰ ‘χουν, καὶ τὰ χαίρονται μόνοι τους. Ντύνονται καὶ στολίζονται, τρῶνε καὶ ξεφαντώνουνε, χτίζουνε σπίτια, ἀγοράζουνε χτήματα, μαζεύουνε χρήματα. Καὶ δίπλα τους εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ γυμνοί, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄρρωστοι, τὰ γηρατειά, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια· ὅλη ἡ ἀθλιότητα τοῦ κόσμου. Μὰ πῶς λοιπὸν ἐσὺ ξεφαντώνεις, ὅταν ὁ ἄλλος δὲν ἔχη οὔτε ψωμί; Πῶς ἐσὺ στολίζεσαι, ὅταν ὁ διπλανός σου εἶναι γυμνός; Καὶ πῶς τοῦ λόγου σου χτίζεις καὶ ξαναχτίζεις, ὅταν ὁ ἀδελφός σου εἶναι στὸ δρόμο; Θὰ πῆς· Ἀπὸ τὰ δικά μου καὶ τρώγω καὶ ντύνομαι καὶ χτίζω. Δὲ λέγω πὼς δὲν εἶναι δικά σου, δὲ λέγω πὼς τὰ ‘καμες μὲ κλεψιές, μὲ τοκογλυφίες καὶ μὲ ἀπάτες, γιατ’ εἶναι καὶ πολλοὶ ποὺ ἔτσι πλουταίνουν. Μὰ ποιός σοῦ εἶπε πὼς τὰ δικά σου εἶναι μόνο γιὰ σένα; Ὁ ἴδιος Θεὸς ἀφίνει ἐσὺ νὰ ‘σαι πλούσιος κι ὁ ἄλλος φτωχός, γιὰ νὰ ‘χης ἐσὺ ἀγάπη μέσ’ στὸν πλοῦτο σου κι ἐκεῖνος ὑπομονὴ μέσ’ στὴ φτώχειά του.
Γιατί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ὁ πλούσιος πῆγε στὴν κόλαση; Μόνο καὶ μόνο γιατ’ ἦταν πλούσιος; Πλούσιος ἦταν κι ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὸν βλέπουμε πρῶτο καὶ καλύτερο μέσα στοὺς δικαίους. Πολλοὶ ποὺ βλέπουν καὶ πονοῦν γιὰ τὴν ἀνισότητα στὸν κόσμο, κι ἄλλοι ποὺ καμώνονται πὼς πονοῦν, φωνάζουν καὶ σηκώνουν ἐπανάσταση καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸν πλοῦτο, πὼς τάχα εἶναι καταραμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ ‘χουνε τίποτα δικό τους οἱ ἄνθρωποι κι ἄλλα τέτοια. Μὰ δὲ φταῖνε, χριστιανοί μου, τὰ πράγματα· οἱ ἄνθρωποι φταῖνε. Δὲ φταῖνε τὰ ἀργύρια, μὰ ἡ φιλαργυρία. Ὁ πλοῦτος ἀπὸ λόγου του μήτε καλὸς εἶναι μήτε κακός· στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων γίνεται καλὸς ἤ κακός. Ὁ πλούσιος δὲν πῆγε κεῖ μόνο καὶ μόνο γιατί ἦταν πλούσιος, μὰ γιατ’ ἦταν κακὸς πλούσιος, ἄσπλαχνος καὶ σκληρόκαρδος ἄνθρωπος. Μποροῦσε μὲ τὸν πλοῦτο του ν’ ἀγοράση τὸν παράδεισο, μὰ ἐκεῖνος ἐξαιτίας τοῦ πλούτου ἔπεσε στὴν κόλαση.
Κι ὁ Λάζαρος, τί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, πῆγε τάχα κοντὰ μὲ τὸν Ἀβραάμ, μόνο καὶ μόνο γιατ’ ἦταν φτωχός; Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ ‘πρεπε νὰ πάη κοντὰ μὲ κάποιο φτωχὸ κι ὄχι μὲ τὸν πλούσιο Ἀβραάμ. Καὶ τότε θὰ ‘πρεπε νὰ ‘ναι χωριστὴ ἡ θέση τῶν ἀνθρώπων στὴν ἄλλη ζωὴ· οἱ πλούσιοι στὴν κόλαση κι οἱ φτωχοὶ στὸν παράδεισο. Μὰ θὰ ‘ναι καὶ πλούσιοι στὸν παράδεισο καὶ θὰ ‘ναι καὶ πολλοὶ φτωχοὶ στὴν κόλαση. Γιατί, ἂν εἶναι κανένας πλούσιος, δὲν πάει νὰ πῆ πὼς εἶναι καὶ κακός, καὶ δὲ φτάνει νὰ ‘σαι φτωχὸς γιὰ νὰ ‘σαι καὶ δίκαιος. Ἡ φτώχεια εἶναι κακό· εἶναι κι αὐτὴ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων κι ὕστερα καὶ τῶν δικῶν μᾶς ἁμαρτιῶν. Γιατί δὲν εἶναι λίγοι ποὺ εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους· τοὺς ἄσωτους, ποὺ φθείρονται στὸ μεθύσι, στὰ χαρτιὰ καὶ στὰ ξενύχτια, τοὺς ἄσωτους καὶ τοὺς τεμπέληδες τοὺς περιμένει φτώχεια. Μὰ ἡ φτώχεια εἶναι καὶ καλό. Γιατί ἡ φτώχεια πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι ἀγαποῦνε νὰ ‘ναι φτωχοί, σηκώνουνε μὲ ὑπομονὴ καὶ καύχηση τὴ φτώχεια τους. Μὰ ἐσὺ δὲν ἀγαπᾶς καὶ φοβᾶσαι τὴ φτώχεια; Ἐργάζου λοιπὸν τίμια καὶ κάνε οἰκονομία, γιὰ νὰ ‘χης αὐτάρκεια· ἔχε καὶ εὐσέβεια, κι ἀληθινὰ θὰ ‘σαι πλούσιος. Πλούσιος εἶναι ὅποιος ἀρκεῖται στὰ λίγα καὶ φτωχὸς εἶναι ὅποιος χρειάζεται πολλά.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς χορτάτους εἶπε· «Οὐαὶ ὑμῖν, οἱ ἐμπεπλησμένοι»· ἀλήμονό σας, οἱ χορτάτοι. Ἐννοοῦσε τοὺς κακοὺς καὶ σκληρόκαρδους πλουσίους σὰν καὶ τοῦτον τῆς παραβολῆς. Καὶ πάλι γιὰ τοὺς φτωχοὺς ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ» κι ἐννοοῦσε κάτι φτωχοὺς σὰν τὸ Λάζαρο· ποὺ δὲν εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους καὶ ποὺ τὴ φτώχεια τους τὴ σηκώνουνε μὲ ὑπομονή. Ἐμεῖς, ἂν ἔχουμε ὑλικὸ πλοῦτο, ἂς ἔχουμε καὶ πλοῦτο καλωσύνης καὶ θησαυροὺς ἀγάπης. Κι ἂν εἴμαστε φτωχοί, ἂς εἴμαστε φτωχοὶ καὶ στὶς κακίες. Νὰ μὴν εἴμαστε πλούσιοι στὰ χρήματα καὶ φτωχοὶ στὴν ἀγάπη καὶ νὰ μὴν εἴμαστε φτωχοὶ στὰ χρήματα καὶ πλούσιοι στὶς κακίες. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ἂς εἰμαστ’ ἐδῶ ἀδέρφια, γιὰ νὰ ‘μαστε καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ μαζὶ στὸν παράδεισο. Ἀμήν.