1.
«Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ».
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Τίτον γ΄ 8 – 15.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκά η΄ 5 – 15.
Πάνσοφος ο δημιουργός Θεός, αγαπητοί μου αδελφοί, έπλασε τον άνθρωπο και τον τοποθέτησε μέσα στην πλούσια και ποικίλη δημιουργία Του. Και όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη «εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα ὅσα ἐποίησε, καί ἰδού καλά λίαν».
Με την απέραντη αγάπη Του, και το απύθμενο ενδιαφέρον Του, δημιούργησε τα πάντα πολύ καλά, χωρίς διακρίσεις και εξαιρέσεις. Έδωσε σε όλα τις ίδιες ευκαιρίες συντήρησης και ανάπτυξης. Κι όταν ακόμη μετά την παρακοή, έχασαν οι πρωτόπλαστοι τον παράδεισο, εξακολούθησε να ενδιαφέρεται για τα δημιουργήματά Του και να αγαπά τον άνθρωπο, που είναι η κορωνίδα της δημιουργίας, όπως την γνωρίσαμε. Την τεράστια αγάπη Του για τον άνθρωπο, για μας, την απέδειξε στέλνοντας τον μονογενή Υιό Του, να σταυρωθεί για τις αμαρτίες μας. Μάς έδωσε άλλη μιαν ευκαιρία σωτηρίας. Ωστόσο, μάς έπλασε ελεύθερους και αυτεξούσιους. Να διαλέξουμε, αν θα δεχτούμε τη δωρεά της σωτηρίας. Παρέμεινε το δικαίωμα να αποφασίζουμε μόνοι μας. Όμως, οι πρωτόπλαστοι εκμεταλλευόμενοι την ελευθερία τους, παρέβησαν την εντολή του Θεού, και φυσικά αυτό είχε και ως συνέπεια να χάσουν τον παράδεισο με τα προνόμια του. Τον έπλασε ακόμη «κατ’ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν του», δηλαδή να έχει τη δυνατότητα αλλά και την ελευθερία, να ομοιωθεί με τον Δημιουργό του, ακολουθώντας τον λόγον που είναι αξιόπιστος, όπως ανέφερε ο Απόστολος Παύλος στον Τίτο. Αλλά δεν επεμβαίνει για να καταργήσει την ελεύθερη ανάπτυξη και διαμόρφωση της ιδιαίτερης προσωπικότητας του καθενός.
«Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ».
Βγήκε ο γεωργός-σπορέας να σπείρει στα χωράφια του τον σπόρο.
Όταν, αγαπητοί μου, ο Κύριος αναπτύσσοντας την παραβολή του σπορέως, αναφέρει τις τέσσερις χαρακτηριστικές ομάδες ανθρώπων, αυτή την ελεύθερη επιλογή του καθενός μας, θέλει να τονίσει. Ελεύθερη επιλογή, που φυσικά και λογικά συνεπάγεται και την ευθύνη για τις όποιες πράξεις, σχέσεις και συνέπειες, θα έχει η επιλογή μας.
Η οποιαδήποτε επιλογή μας, προφανώς θα είναι και ο μελλοντικός οδηγός, στις πράξεις της καθημερινής μας ζωής. Αυτές θα διαμορφώσουν τον χαρακτήρα μας. Με βάση αυτή, θα επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας. Αυτή θα καθορίσει τους στόχους για τη ζωή μας. Αλλά αυτή θα δείξει, ποια σχέση επιλέξαμε να έχουμε με τον Θεό. Άρα η επιλογή μας είναι μια τρίπλευρη πραγματικότητα. Η μια σε ότι αφορά τον εαυτό μας, τη διαμόρφωση της ζωή μας, η άλλη τις σχέσεις μας προς τον πλησίον, την κοινωνία μέσα στην οποία επιλέξαμε να ζούμε, και η τρίτη τη συμμόρφωση της ζωής μας, με το θέλημα του Θεού.
Καιρός της σποράς, αγαπητοί μου αδελφοί, και ο γεωργός, συγκέντρωσε τα εργαλεία του, ξεχώρισε τον εκλεκτό σπόρο, που είχε φυλάξει, τα φόρτωσε όλα, και πήγε στο χωράφι του. Ωστόσο, το χωράφι του, όπως και κάθε χωράφι, δεν ήταν τέλειο, για εξαιρετική απόδοση και καρποφορία. Όμως, αυτό υπήρχε, και οπωσδήποτε κάποιο καρπό θα παρήγε. Λίγο ή πολύ! «Ὅ μέν ἔπεσε παρά τήν ὁδόν», «ἕτερον ἐπί τήν πέτραν», «ἕτερον ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν», αλλά ευτυχώς «καί ἕτερον ἔπεσεν ἐπί τήν γῆν τήν ἀγαθήν». Γειτόνευε το χωράφι με τον δρόμο και ένα μέρος του σπόρου, όπως το έρριχνε, έπεσε στο δρόμο. Οι περαστικοί το πάτησαν και τα πουλιά, το έφαγαν. Υπήρχε και ένα πετρώδες τμήμα, που ο σπόρος μόλις φύτρωσε, δεν άντεξε και ξεράθηκε. Κάτι ανάλογο έπαθε και ο σπόρος που έπεσε μέσα στα αγκάθια. Έπνιξαν το φυτό, μόλις βγήκε. Αλλά υπήρχε και η «ἀγαθή γῆ». Ο σπόρος που έπεσε σε παχιά, καθαρή και υγρή γή, είχε μεγάλη απόδοση. «Ἐποίησε καρπόν ἑκατονταπλασίονα».
«Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη;» Οι μαθητές δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αμέσως το νόημα της παραβολής. Απαντά λοιπόν ο Κύριος, στους μαθητές Του, αλλά και σε μας, που ακούσαμε τη σημερινή παραβολή. Ο σπόρος είναι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ». Επιπόλαιοι και μάλλον αδιάφοροι ακούνε τον λόγο του Θεού, αλλά είναι σα να έπεσε στον δρόμο. Έρχεται ο διάβολος και αφαιρεί τον λόγο του Θεού από την καρδιά τους. Υπάρχουν και εκείνοι, όπως ο σπόρος στις πέτρες, που εύκολα ενθουσιάζονται ακούγοντας τον λόγο του Θεού, αλλά γρήγορα τον ξεχνούν. Άλλοι, είναι ο σπόρος που έπεσε στα αγκάθια. Ακούνε με ενδιαφέρον τον λόγο του Θεού, αλλά τα προβλήματα, οι διασκεδάσεις της ζωής, τους παρασύρουν και ξεχνούν τον λόγο του Θεού. Αλλά, αγαπητοί μου, υπάρχει, ευτυχώς, και η «ἀγαθή γῆ», το καρποφόρο χωράφι. Είστε εσείς, που ακούτε με προσοχή τον λόγο του Θεού. Είμαστε όλοι εμείς που αποδεχόμαστε τον λόγο του Θεού, ως ρυθμιστή της ζωής μας. Η ζωή μας γίνεται καρποφόρα σε έργα αγαθά. Φροντίζουμε να εναρμονίζουμε τη ζωή με το ευαγγέλιο. Οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους, καθοδηγούνται από τις εντολές του Κυρίου μας. Και συνεπώς και η σχέση μας με τον Θεό, τον οποίο αγαπούμε, είναι αυτή που τους προσφέρει την ειρήνη της ψυχής, τη βοήθεια στα έργα τους, τη συμπαράσταση στα προβλήματα και τις δυσκολίες μας.
Ανέφερε, αγαπητοί μου, η παραβολή τις τέσσερις χαρακτηριστικές κατηγορίες ανθρώπων, ώς προς τη σχέση τους με τον θείο λόγο. Δεν σημαίνει ότι ποσοτικά οι άνθρωποι χωρίζονται σ’ αυτές τις τέσσερις κατηγορίες. Πολλοί είναι οι πιστοί ακόλουθοι του Κυρίου, που μπορεί να μην παράγουν «ἑκατονταπλασίονα» καρποφορία καλών έργων στη ζωή τους, αλλά προσπαθούν. Προσπαθούμε όλοι, πολλές φορές, κάνοντας λάθη. Πολλοί είναι εκείνοι, που ενώ «αἱ ἄκανθοι ἀπέπνιξαν» τον λόγο του Θεού, στη ψυχή τους, κάποια στιγμή ξύπνησαν, κατάλαβαν το λάθος τους και επέστρεψαν στον δρόμο του Θεού. Είναι και εκείνοι, που ενώ επιπόλαια και αδιάφορα άκουσαν τον λόγο του Θεού, όταν βρέθηκαν μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια, δύσκολα προβλήματα, θυμήθηκαν τον Θεό και έτρεξαν να ζητήσουν βοήθεια και προστασία. Γιατί τελικά ο λόγος του Θεού, είναι «πιστός», πρέπει να τον εμπιστευόμαστε. Αλλά, αγαπητοί μου αδελφοί, δεν είναι απλώς ένα ευχάριστο ακρόαμα, που αναμφίβολα ειρηνεύει την ψυχή μας. Αποτελεί τον πρακτικό και ηθικό οδηγό, που μετατρέπει, με προσπάθεια και κόπο, την άκαρπη ζωή μας σε εκατονταπλάσια καρποφόρα. Διαμορφώνει την κοινωνία στην οποία ζούμε. Οικοδομεί νέο υψηλό πολιτισμό, πάνω σε στέρεες ηθικές βάσεις και απόλυτες αξίες. Αυτόν τον θείο λόγο, καλούμαστε σήμερα, ως «ἡ ἀγαθή γῆ», πρακτικοί αποδέκτες του, με την βοήθεια πάντοτε του Κυρίου μας, να τον μετατρέψουμε σε ζωντανό, ρυθμιστή μιας πολλαπλά καρποφόρας καθημερινής ζωής.
Δ.Γ.Σ.
2.
Γίνε γῆ ἀγαθή!
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Σὲ ἀρκετὲς παραβολὲς ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἀγροτικὴ ζωή. Στὴν παραβολή, ὅμως, τοῦ σπoρέως πλάθει μία πολὺ παράδοξη γεωργικὴ εἰκόνα. Κανένας γεωργός, ὅσο ἄπειρος κι ἂν εἶναι, δὲν ρίχνει τὸν σπόρο του σὲ δρόμο, σὲ πέτρες ἢ μέσα στὰ ἀγκάθια. Παρὰ ταῦτα ὁ Χριστός, ὅπως «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους», ἔτσι θέλει νὰ «σπέρνει» τὸν λόγο του σὲ ὅλων τῶν εἰδῶν «τὰ ἐδάφη» τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων.
Πῶς ἀχρηστεύεται τὸ χωράφι;
Ἡ ἑρμηνεία ποὺ κάνει ὁ Ἴδιος στὴν παραβολὴ ἀποκαλύπτει τὴν ὀδυνηρὴ ἀλήθεια ὅτι ἐμεῖς, οἱ πεπτωκότες ἄνθρωποι, δὲν «τρελαινόμαστε» κιόλας γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια του. Δὲν μᾶς εἶναι -ὅπως θὰ ἔπρεπε- «ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν» οὔτε «γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον» (Ψαλμ. 18, 11). Ἀφήσαμε τὴν καρδιά μας νὰ γοητευτεῖ ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ γλύκα τῶν παθῶν μας. Ἔτσι ἐγκαταλείφθηκε ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη, καὶ κατάντησε σὰν τὴν «σκληρὰν καὶ ἀνήροτον ὁδόν», κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ποὺ τὴν ποδοπατᾶνε, μαζὶ μὲ τὰ πάθη μας, οἱ δαίμονες καὶ ὁ κόσμος ποὺ κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ». Τὴν «ἐξευτελίσαμε», κατὰ τὸν ἐπίσης Ἀλεξανδρινὸ ποιητή, «μὲς στὴν πολλὴν συνάφεια τοῦ κόσμου, μὲς στὲς πολλὲς κινήσεις καὶ ὁμιλίες… ἐκθέτοντάς την στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν τὴν καθημερινὴ ἀνοησία». Σὲ μία τέτοια καρδιὰ ὁ σπαρμένος λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι «ἀκροθιγῶς ἐπικείμεvoς», ἀφοῦ ἡ ραθυμία μας δὲν μᾶς ἄφησε νὰ τὸν «κατακρύψωμε» βαθιὰ μέσα μας, γιὰ νὰ ριζώσει καὶ νὰ καρποφορήσει. Καὶ ὁ διάβολος πανεύκολα, σὰν τὰ πουλιά, «αἴρει τὸν λόγον» ὅποτε θέλει ἀπὸ τὴν καρδιά μας.
Πετρῶδες ἔδαφος εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ μικρόψυχου, ποὺ -κατὰ τὸν Ζιγαβηνὸ- δὲν ἔχει «γῆν πολλήν, ἤτοι σταθερότητα»· δὲν ἔχει ἀρκετὸ χῶμα γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν σπόρο καὶ νὰ φυτρώσει. Τὰ ἀγκάθια, τέλος, ποὺ τὰ ἀφήνουμε νὰ μεγαλώνουν καὶ νὰ συμπνίγουν τὸν σπόρο, τὰ ἐπισημαίνει πιὸ εὔστοχα ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μιλώντας γιὰ «μέριμναν τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἀπάτην τοῦ πλούτου». «Πρόσεξε», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Δὲν εἶπε ὅτι ὁ αἰὼν τοῦτος, δηλαδὴ τὸ νὰ ζοῦμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχή, ἢ ὅτι ὁ πλοῦτος συμπνίγει τὸν σπόρο· ἀλλὰ ἡ μέριμνα τοῦ αἰῶνος καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου. Μὴν κατηγοροῦμε τὰ πράγματα ἀλλὰ τὴ δική μας διεφθαρμένη γνώμη». Δὲν εἶναι ὁ κόσμος οὔτε ἡ ἐποχή μας, ποὺ «δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἁγιάσουμε», ἀλλὰ ἡ κακή μας προαίρεση.
Ζήτα ἐλεύθερα νὰ μάθεις
Καὶ τὸ «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του, ὅταν τοῦ ζήτησαν ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, ὄχι γιατί εἶναι προσωπολήπτης. Δὲν κάνει διακρίσεις ὁ Χριστός, οὔτε προαποφασίζει ποιὸς θὰ σωθεῖ. Τὸ «ὑμῖν», ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἀναφέρεται «τοῖς ζητοῦσιν μαθεῖν». Ὅλοι ἀνεξαιρέτως, ὅσοι ἐλεύθερα διψᾶνε νὰ μάθουν τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γίνονται «ἐκλεκτοί», ὄχι γιατί τοὺς ἐπέλεξε αὐθαίρετα ὁ Θεός, ἀλλὰ γιατί αὐτοὶ τὸν ἐπέλεξαν κάνοντας καλὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τους.
Ἑπομένως, μόνο ἡ δική μας «διεφθαρμένη γνώμη», καρπὸς τῆς δικῆς μας κακῆς xρήσης τῆς ἐλευθερίας, εἶναι ἡ βασικὴ αἰτία ποὺ κάνει τὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ δοσμένα «καλὰ λίαν» χωράφια τῶν καρδιῶν μας νὰ καταντήσουν, ἄλλο μὲν πατημένος δρόμος, ἄλλο δὲ πετρῶδες ἔδαφος καὶ ἄλλο λόγγος γεμάτος ἀγκάθια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς κινούμενος ἀπὸ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του ταπεινώνεται, καὶ ὡς δῆθεν «ἄπειρος» (χωρὶς πείρα) γεωργὸς σπέρνει ὄχι μόνο στὴν «ἀγαθὴ γῆ» τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀκαλλιέργητα ἐδάφη τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ περιμένει γεμάτος ἀγωνία, πότε ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα θὰ καταλάβει, ὅτι βασικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι νὰ καλλιεργεῖ αὐτὸ τὸ χωράφι, αὐτὴ τὴν πανάκριβη προίκα «τοῦ Κυρίου Σαβαώθ, τὸ ἠγαπημένον νεόφυτον», ποὺ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ «Θεοῦ γεώργιον», ποὺ θὰ πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἡ ἀγωνία τοῦ Χριστοῦ
Σ’ αὐτὴ τὴν ἀγωνία ἀπάντησε θετικά, ἔστω σχετικὰ σὲ ὄψιμη ἡλικία, ὁ μεγάλος Ρῶσος λογοτέχνης Νικολάϊ Γκόγκολ, καὶ σὲ νεότερη ἡλικία, τὸ «πνευματικό του τέκνο», ὁ Ντοστογιέφσκι. Τὸ 1849 μία ἁπλὴ γυναίκα ἔδωσε στὸν 28χρονο ἀναρχικὸ Ντοστογιέφσκι μία Καινὴ Διαθήκη, ἐνῶ ἔφευγε γιὰ τὴ Σιβηρία καταδικασμένος σὲ τετραετῆ ἐξορία. Τὸν πρῶτο καιρὸ ἔσκιζε σελίδες γιὰ νὰ καθαρίζει τὸ τσιμπούκι του. Κάποια στιγμὴ ὅμως θέλησε ἀπὸ περιέργεια νὰ διαβάσει. Ἔτσι ἄφησε αὐτὸ τὸ «ἀκρωτηριασμένο» Εὐαγγέλιο νὰ μπεῖ σὰν σπόρος στὴ μέχρι τότε ἄγονη ψυχή του καὶ νὰ τὸν μεταμορφώσει σὲ πολύκαρπο δένδρο, ποὺ συνεχίζει νὰ τρέφει μὲ τοὺς χυμώδεις καρποὺς του τοὺς «πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν δικαιοσύνην» τοῦ Θεοῦ.
Ἀγωνιᾶ ὁ Χριστός. «Ἔμεινα», φωνάζει, «τοῦ ποιῆσαι δικαιοσύνην». «Περιμένω τί καρποὺς θὰ κάνεις. Περιμένω πολλοὺς καὶ καλοὺς καρποὺς ἀπὸ τὸ χωράφι, πού σοῦ χάρισα». Ἂς μὴν τὸν ἀπογοητεύσουμε· ἂς μὴν τὸν κάνουμε γιὰ κανένα μας νὰ θρηνήσει μὲ τὸ στόμα πάλι τοῦ μεγαλοφωνοτάτου Ἠσαΐα λέγοντας: «Ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησεν δὲ ἀκάvθας· ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι δικαιοσύνην, ἐποίησεν δὲ ἀνομίαν» (5,4).
3.
Παραβολὴ τοῦ σπορέως (Λουκ η΄5-15)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Πόσο οἰκεία, καὶ πόσο ἁπλή μᾶς φαίνεται ἡ σημερινὴ Παραβολὴ τοῦ σπόρου καὶ τοῦ σπορέως· καὶ ὅμως πόσο σχετικὴ εἶναι μέ μᾶς, πόσο περισσότερο θὰ πρέπει νὰ τὴν σκεφτοῦμε. Λησμονοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ σπορέα καὶ τοῦ σπόρου, ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολή, δὲν βλέπουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ νὰ περπατάει στοὺς δρόμους καὶ τὰ μονοπάτια τῆς Γαλιλαίας καὶ τῆς Ἰουδαίας· καὶ παντοῦ ὅπου πῆγε, οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει, ὅπως εἶχε ἀκούσει ὁ Τυφλός, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει ὁ Ἀπόστολος Μάρκος, ὅτι ἦταν Δάσκαλος, ὅτι τὰ λόγια του ἦταν ἀληθινά, ὅτι ἔφεραν τὴν δύναμη τῆς ζωῆς.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἦρθαν καὶ γέμισαν τοὺς δρόμους καὶ ἄκουσαν. Κάποιοι ἦταν ἕτοιμοι γιὰ τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας· κάποιοι ἀγωνιοῦσαν, καὶ ἔκαναν στὸν ἑαυτὸ τους ἐρωτήσεις ποὺ μέχρι τότε κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει. Ἀλλὰ ἦλθαν ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅπως τόσοι πολλοὶ ἔρχονται τώρα σ’ ἕναν ἱερέα, σ’ ἕναν εὐαγγελιστή, σ’ ἕναν ἡγέτη ὁποιασδήποτε παράταξης, ἦλθαν νὰ δοῦν ἕνα ἄνθρωπο ποὺ κάποιος τοὺς μίλησε γι’ αὐτόν, ν’ ἀκούσουν τί εἶχε νὰ πεῖ. Δὲν ἀπαντοῦσε σὲ καμία ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις τους, δὲν ἱκανοποιοῦσε καμία ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τους, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦν κάποιον ποὺ ἦταν ξεχωριστός, κάποιον μοναδικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἄκουσαν τὸν λόγο Του, ἀλλὰ δὲν τὸν κράτησαν μέσα τους, τὸν βρῆκαν ὄμορφο, ἀληθινὸ – ἀλλὰ δὲν πῆγαν πιὸ πέρα. Ἄκουσαν λόγια, δὲν ἄκουσαν τὴν κραυγὴ τῆς ψυχῆς τους ποὺ πεινοῦσε γιὰ λόγο ἀληθείας.
Ἔτσι ὅταν Ἐκεῖνος εἶχε διαβεῖ, ὅλοι ἐπέστρεψαν στὶς συνηθισμένες τους ἀσχολίες, στὴν κανονική τους ζωή. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν πάει στὸ σπίτι καὶ νὰ ἔχουν ἐπαναλάβει αὐτὰ τὰ λόγια, λέγοντας: «Δὲν ἦταν θαυμάσια; Δὲν μίλησε ὡραία;» – καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψαν στὴν συνηθισμένη, καθημερινὴ ζωή τους…
Ἄλλοι ποὺ στάθηκαν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, δέχτηκαν τὸ μήνυμα μὲ συγκίνηση, κάτι ἀναδεύτηκε στὴν καρδιά, στὸ μυαλό τους, τοὺς ἔδωσε ἀπάντηση σὲ κάτι. Καὶ τὸ δέχτηκαν, τὸ ἀγκαλίασαν, καὶ ἐπέστρεψαν στὴν οἰκία τους· ἀλλὰ τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν ἦταν πιὰ στὸν δρόμο, τοὺς κυρίευσαν οἱ ἀνησυχίες τοῦ σπιτιοῦ τους: ὑπῆρχαν τόσα πράγματα στὴν ζωή τους νὰ κάνουν, νὰ σκεφτοῦν, δὲν ὑπῆρχε καιρὸς νὰ συλλογιστοῦν ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ λόγια ποὺ εἶχαν ἀκούσει, δὲν ὑπῆρχε καιρὸς νὰ καθίσουν μὲ ἠρεμία καὶ νὰ φανταστοῦν τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχαν δεῖ, νὰ ξαναθυμηθοῦν τὴν φωνὴ ποὺ εἶχαν ἀκούσει.
Ὑπάρχει ἄλλη μία παραβολὴ ποὺ μιλᾶ γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν κληθεῖ στὸ Γαμήλιο Βασιλικὸ Δεῖπνο: ἄκουσαν τὸ κάλεσμα, ἤξεραν ὅτι εἶχαν κληθεῖ προσωπικὰ – ἀλλὰ μπόρεσαν νὰ πᾶνε; Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕναν ἀγρό, ἦταν ριζωμένος σ’ αὐτόν, δεμένος μὲ αὐτόν, φυλακισμένος· ἄλλοι εἶχαν ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια – ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσουν, ἔπρεπε κάτι νὰ κάνουν στὴ ζωή, ἕνα ἐπάγγελμα, μία ἐργασία- ἢ ἁπλὰ κάτι ποὺ ἐπειδὴ ἀφορᾶ τὴν προσωπική μας ζωή, ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία, ὅπως ἡ τελευταία περίπτωση ἐκείνου ποὺ εἶχε παντρευτεῖ- πῶς μποροῦσε νὰ ξοδέψει χρόνο γιὰ κάποιον ἄλλον;
Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν δέχονται ἀληθινὰ στὴν καρδιά τους, ἀλλὰ ὑπάρχουν τόσα πολλὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σημασία – θὰ τὸ κάνουμε αὔριο, ἤ, ἂν μπορούσαμε μοναχὰ νὰ ἀλλάζαμε τὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου μὲ ἕνα πιὸ ἐφικτό, πιὸ ἁπλό, νὰ μὴν εἶναι τόσο ἀπόλυτο ὅσο αὐτό.
Καὶ ἔπειτα, ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ πλούσια γῆ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ λάβει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας, δέχονται τὸν σπόρο καὶ καρποφοροῦν. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἦταν ἁπλὰ καλύτεροι ἄνθρωποι, πιθανὸν δὲν ἦταν καλύτεροι· ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἕνα ἐρώτημα στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν καημό, ποὺ ἡ καθημερινὴ ζωὴ τους ἦταν πολὺ περιορισμένη, μικρή, ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν συναίσθηση ὅτι ἡ ψυχὴ τους εἶναι ἀπέραντη, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ ἀσήμαντα τῆς καθημερινότητας- οὔτε κἄν ἀπὸ τὰ εὐγενικὰ καὶ καλὰ πράγματα τῆς ζωῆς: ἀποδέχτηκαν τὸ μήνυμα βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά τους, καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ ἔδωσε ἀπάντηση στὶς ἀνάγκες τους, ἡ ζωὴ τους καρποφόρησε.
Τώρα ἂς τὸ ἐφαρμόσουμε στὴν δική μας ζωή· πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ λόγια τοῦ κηρύγματος, μελετοῦν βιβλία ἐνδιαφέροντα μὲ βάθος καὶ τὰ διατηροῦν στὴ μνήμη τους, τὰ χαίρονται- ἀλλὰ μέχρι ἐκεῖ· μποροῦν νὰ τὰ ἐπαναλάβουν, νὰ τὰ μεταδώσουν στοὺς ἄλλους,- ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ὅλο.
Καὶ ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ ἔλαβαν τὸ μήνυμα μὲ ἐνθουσιασμό, μὲ πάθος, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι πράγματι ἡ ἀπάντηση στὴν λαχτάρα, τὴν πείνα, τὸ μεγαλεῖο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας· ἀλλ’ ὅμως ἡ ζωὴ εἶναι τόσο σύνθετη, ἔχουμε τόσα πράγματα νὰ κάνουμε! Καὶ σ’ ὅλη τούτη τὴν πολυπλοκότητα καὶ τὸ καθημερινὸ «γίγνεσθαι», τὰ λόγια ποὺ ἀκούσαμε, παραμερίζονται- γιὰ μιὰ ἄλλη μέρα, γιὰ μιὰ ἄλλη φορά, ὅταν θὰ εἶμαι ἀρκετὰ μεγάλος γιὰ νὰ ἔχω ὁποιεσδήποτε ἀνησυχίες: τότε θὰ μπορῶ νὰ στραφῶ πίσω καὶ νὰ θυμηθῶ ἐκείνη τὴν λαμπρὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ζωὴ ξεδίπλωσε ὅλο τὸ μεγαλεῖο της..- τὴν κρατῶ στὴν μνήμη μου!
Τί συμβαίνει μέ μᾶς, δεχόμαστε τὸ μήνυμα καὶ αὐτὸ καρποφορεῖ μέσα μας;
Πῶς μπορεῖ τὸ μήνυμα νὰ μᾶς ἀγγίξει; Θυμᾶμαι ἕναν Ρῶσο ἱερέα νὰ μοῦ λέει· «μελετῶ καθημερινὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πολὺ σπάνια ἡ ζωή μου ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτό. Ἀλλὰ τὸ μελετάω καθημερινὰ γιατί δὲν γνωρίζω ποτὲ κατὰ πόσο σήμερα, αὔριο ἢ κάποια ἄλλη ἡμέρα θὰ εἶμαι ἡ ἄγονη πλευρὰ τοῦ δρόμου ἢ τὰ ἀγριόχορτα, κατὰ πόσο τοῦτος ὁ λόγος θὰ πέσει σὲ ἕνα μικρὸ κομμάτι γῆς μέσα μου, ἱκανὸ νὰ τὸν δεχτεῖ καὶ νὰ φέρει καρπούς».
Δὲν εἶναι τόσο ἁπλό, τόσο ἐνθαρρυντικό; Ὅλοι μας βρισκόμαστε καὶ στὶς τρεῖς περιπτώσεις ποὺ περιγράφονται στὴν παραβολὴ τοῦ Εὐαγγελίου· ἀλλὰ ἐὰν δώσουμε μιὰ εὐκαιρία στὸν Κύριο ποὺ μιλάει, στὸν Κύριο ποὺ διαβαίνει ἀπὸ τὴν ζωή μας, ποὺ κρούει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας – ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ θὰ δεχτοῦμε τὸ μήνυμα μὲ χαρά· μὲ τὸν καιρό, θὰ φθάσει στὸ βάθος τῆς καρδιά μας, στὸν πυρήνα τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ τὴν ἀλλάξει.
Ἑπομένως, ἂς ἀκοῦμε μέρα μὲ τὴ μέρα τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου· ἂς ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς συνείδησής μας, ἂς ἀκοῦμε τί μᾶς λέει ὁ βαθύτερος ἐαυτός μας γιὰ τὴν ζωή, τὴν ἀλήθεια, τὴν πραγματικότητα· καὶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, θὰ ἔχουμε τὸ γόνιμο ἔδαφος ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρπούς.
Αὐτὴ ἡ παραβολή, ἡ τόσο ἁπλή, ἡ τόσο ξεκάθαρη, ἂν μοναχὰ τὴν ἐφαρμόσουμε, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ξεκίνημα μιᾶς νέας ζωῆς. Ἀμήν.
4.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ παρὰ μόνο μὲ παραβολές. Μιὰ τέτοια παραβολὴ εἶναι καὶ αὐτὴ τοῦ σπορέα. Οἱ παραλληλισμοὶ ἐξηγοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Γεωργὸς ὁ Θεός, σπόρος ὁ λόγος Του, ἀγρὸς-χωράφι ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐποχῆς καὶ τόπου, ἀγκάθια τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα ἐμπόδια τῆς καρποφορίας τοῦ κηρύγματος.
Ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου
Ὅπως ὁ σπόρος, αὐτὸ τὸ δυναμικὸ στοιχεῖο τῆς φύσης, κρύβει μέσα του τὸ μυστήριο τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ζωῆς, ἔτσι καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς μεταμορφώνει ἐσωτερικὰ καὶ μᾶς μεταγγίζει τὴν «ὄντως ζωή». Ὁ σπόρος εἶναι ἴδιος, πέφτει ὅμως σὲ διάφορα μέρη, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι διαφορετικό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προσφέρεται καὶ ἀπευθύνεται σὲ κάθε ἄνθρωπο ἀδιακρίτως. Δὲν εἶναι προνόμιο κάποιων, ἀλλὰ δικαίωμα καὶ δωρεὰ ὅλων. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «ἀεὶ σπείρων τὸν σπόρον τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ὅταν, λοιπόν, ὁ Θεὸς μᾶς μιλᾶ μὲ τὸ λόγο Του, καθὼς ἀκοῦμε τὴ φωνὴ Του μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, μέσα ἀπὸ τοὺς προφῆτες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς φανερώνει τὴν προσωπική Του ὕπαρξη. Μᾶς λέει ποιὸς εἶναι καὶ τί θέλει ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ τότε αἰσθανόμαστε τὴν ἀγάπη νὰ μᾶς ἀγγίζει καὶ νὰ μᾶς ἑλκύει. Μετέχουμε στὴ χάρη Του, ἡ ὁποία μᾶς γαληνεύει καὶ μᾶς σκεπάζει, νιώθουμε τὴ δύναμή Του νὰ μᾶς ἐνισχύει στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, εἶναι «ρήματα ζωῆς αἰωνίου», θεϊκὴ ἀποκάλυψη καὶ σοφία «ἄνωθεν κατερχομένη», ποὺ ὑπερβαίνει ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ ὁδηγεῖ στὴν πνευματικὴ ὁλοκλήρωση καὶ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τελικά, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐνεργεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ὅποια ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινηε ἐκφορᾶς Του, διεισδύει στὴν καρδιά μας καὶ σὲ χρόνο ἀνύποπτο βλαστάνει καὶ καρποφορεῖ.
Τὸ ἔδαφος τῶν ἀνθρώπων
Ἡ παραβολὴ τονίζει τὴν εὐθύνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀκοῦν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τοποθετηθοῦν ἀπέναντι σὲ αὐτόν. Ὑπογραμμίζει τὴν ποιότητα τῆς γῆς ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὁ καθέναs μαs. Πολλὲs φορὲς οἱ ἀτελείωτες καὶ ἀγχώδεις βιοτικὲς μέριμνεs δὲν ἀφήνουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσχωρήσει κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς μαs. Ἀναπόφευκτα, λοιπόν, ὁ σπόροs τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καταπατεῖται καὶ ἀφανίζεται ἀπὸ τὰ «πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ», τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ μεταβάλλουν τὸν ἐσωτερικό μαs κόσμο σὲ ἕνα σκληρὸ πεζόδρομο, ποὺ ἰσοπεδώνει τὶς πνευματικές μας εὐαισθησίες . Τὸ πετρῶδες ἔδαφος εἶναι ἡ εἰκόνα μιᾶς ἐπιφανειακῆς ζωῆς, ἑνὸs ἀνώριμου καὶ ἐπιπόλαιου ἐνθουσιασμοῦ, χωρὶς βαθειὲς ρίζες, χωρὶς σταθερὲς ἀξίες καὶ ἀρχές. Τὰ ἀγκάθια ἀντιπροσωπεύουν ὁτιδήποτε περιστασιακὸ καὶ φευγαλέο πνίγει τὴν ὕπαρξή μαs, καθὼς ἡ ζωὴ προχωρᾶ χωρὶς προτεραιότητες καὶ ἀξιολογήσεις, χωρὶς οὐσία καὶ ἀλήθεια.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιὰ νὰ καταλάβουμε τί μᾶs λέει ὁ Χριστός, πρέπει νὰ νιώσουμε ὅτι ὁ λόγοs Του ἀπευθύνεται στὸν καθένα μας προσωπικὰ καὶ ξεχωριστά. Κατακλυζόμαστε καθημερινὰ ἀπὸ ἐντυπώσεις, γεγονότα, ἰδέεs, εἰδήσεις, μὲ μιὰ πρωτοφανῆ ταχύτητα καὶ ἐναλλαγή, ποὺ ὅλο ἀκοῦμε καὶ συνεχῶς ξεχνᾶμε. Γι’ αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία νὰ μὴν ἀκοῦμε ἁπλῶς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ τὸν κατέχουμε, νὰ τὸν κατανοοῦμε βαθύτερα καὶ νὰ τὸν βιώνουμε ὅλο καὶ περισσότερο. Γιὰ νὰ γίνει, ὅμως, κάτι τέτοιο, ἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη ἐσωτερικὴ διάθεση, μιὰ ἀνοιχτὴ καὶ πρόθυμη καρδιὰ στὸ μήνυμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ γινόμαστε δεκτικοὶ στὴ χάρη Του. Αὐτὴ ἡ συναίσθηση αὐξάνει τὴν ἐσωτερικὴ μας ἀκοή, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε αὐτὸ ποὺ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόροs εἶπε μόλις στὰ βαθιά του γεράματα, ἂν καὶ μαθήτευσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ διδασκαλία: «νῦν ἄρχομαι μαθητὴs εἶναι», τώρα ἀρχίζω νὰ εἶμαι μαθητὴs τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς μαθητείας εἶναι προυπόθεση τῆς πνευματικῆς μας ἀνάπτυξηs καὶ ὠρίμανσηs. Εἶναι ἡ γῆ ἡ καλὴ καὶ ἀγαθή, ὥστε νὰ δεχόμαστε καὶ νὰ καρποφοροῦμε μὲ ὑπομονὴ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τοὺς φόβους καὶ τὶς προκαταλήψεις μας πρὸς κάθε τι καινούργιο. Γιὰ νὰ κάνουμε τὸ διαχρονικὸ καὶ ζωοποιὸ λόγο τοῦ Θεοῦ προσιτό, κατανοητό, ἐπίκαιρο καὶ λυτρωτικὸ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας. Ἀμήν.
5.
Οἱ ἀνωφελεῖς λόγοι καί τά ὠφέλιμα ἔργα
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Κυριακή τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου
Ἀπό τό τέλος τῆς πρός Τίτον ποιμαντικῆς ἐπιστολῆς εἶναι τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού διαβάζεται σήμερα Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ἐν Νικαίᾳ 7ης Οἰκουμενικῆς (787) Συνόδου. Ὁ Ἀπόστολος γράφει στόν μαθητή του, πού εἶναι ἐπίσκοπος Κρήτης τά ἑξῆς:
«Παιδί μου, Τίτε, αὐτά τά λόγια εἶναι ἀληθινά καί θέλω νά τά βεβαιώνεις μέ τήν προσωπική σου μαρτυρία, ὥστε ὅσοι ἔχουν πιστέψει στόν Θεό νά φροντίζουν νά πρωτοστατοῦν σέ καλά ἔργα. Αὐτά εἶναι τά καλά καί τά χρήσιμα στούς ἀνθρώπους.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος, νά ἀποφεύγεις τίς ἀνόητες ἀναζητήσεις γιά γενεαλογικούς καταλόγους, τίς φιλονικίες καί τίς διαμάχες γύρω ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι ἀνώφελα καί μάταια.
Τόν ἄνθρωπο πού ἀκολουθεῖ πλανερές διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μία δύο φορές, κι ἄν δέν ἀκούσει ἄφησέ τον, μέ τή βεβαιότητα πώς αὐτός ἔχει πιά διαστραφεῖ καί ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του.
Ὅταν θά σοῦ στείλω τόν Ἀρτεμᾶ ἤ τόν Τυχικό, ἔλα τό συντομότερο νά μέ συναντήσεις στή Νικόπολη, γιατί ἐκεῖ ἀποφάσισα νά περάσω τό χειμώνα. Τόν Ζηνᾶ τόν νομικό καί τόν Ἀπολλώ, νά τούς ἐφοδιάσεις πλουσιοπάροχα μέ ὅ,τι χρειάζονται γιά τό ταξίδι τους, ὥστε νά μήν τούς λείψει τίποτα. Ἄς μαθαίνουν καί οἱ δικοί μας νά πρωτοστατοῦν σέ καλά ἔργα, γιά ν’ ἀντιμετωπίζουν τίς ἐπείγουσες ὑλικές ἀνάγκες, ὥστε ἡ ζωή τους νά μήν εἶναι ἄκαρπη.
Σέ χαιρετοῦν ὅλοι ὅσοι εἶναι μαζί μου. Χαιρέτησε τούς πιστούς πού μᾶς ἀγαποῦν. Ἡ χάρη νά εἶναι μαζί μέ ὅλους σας. Ἀμήν».
Τό κύριο χαρακτηριστικό τοῦ χριστιανοῦ, ὅπως ἀναδύεται ἀπό τήν περικοπή αὐτή, εἶναι ἡ καρποφορία, τά καλά ἔργα, ἐνῶ οἱ διαμάχες καί οἱ ἀνωφελεῖς καί ἀνόητες συζητήσεις παρουσιάζονται σάν δεῖγμα ἀρρωστημένου χριστιανοῦ. Ἔτσι ὁ Ἀπόστολος μᾶς δίνει μία θεολογική θεμελίωση τῆς χριστιανικῆς πρακτικῆς ζωῆς καί μᾶς προσδιορίζει τή σημασία τῆς ἀγαθοεργίας. Χριστιανός ἄκαρπος δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει οὔτε σάν ἔκφραση οὔτε σάν πραγματικότητα, κι ἄν ὑπάρχει ἀποτελεῖ φαινόμενο ἀπογοητευτικό καί δυσάρεστο, καί πρέπει νά μᾶς ἐμβάλει σέ ἀνησυχία σάν σύμπτωμα μιᾶς ἐκ τῶν βαρυτέρων ἀσθενειῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γιατί πράγματι ἡ ἀκαρπία σημαίνει διάσπαση τῆς κοινωνίας τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Θεό ἀπό τή μία μεριά καί μέ τόν συνάνθρωπό του ἀπό τήν ἄλλη. Δέν εἶναι μάλιστα στήν προκείμενη περίπτωση παράξενο τό ὅτι ἡ ἀπουσία ὠφελίμων ἔργων συνοδεύεται ἀπό μία διάθεση ἀνωφελῶν συζητήσεων, θεολογικῶν διαμαχῶν καί ἐκκλησιαστικῆς κριτικῆς.
Τά καλά ἔργα φανερώνουν ὑγεία καί φυσιολογική κατάσταση τοῦ χριστιανοῦ πού ζεῖ ἔντονα τήν ἰδιότητά του αὐτή καί βρίσκεται σέ διαρκῆ κοινωνία μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού ζεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἐδῶ μιὰ καί μιλᾶμε γιά τά καλά ἔργα, κι ἐπειδή ὑπάρχει μία κάποια παρανόηση σέ ὁρισμένους χριστιανούς, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀκόλουθη διευκρίνιση πού συνάγεται ἀπό τή σωστή μελέτη τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀκοῦμε ἤ βλέπουμε πολλούς χριστιανούς νά ἐπιδίδονται πυρετωδῶς στήν ἐπιτέλεση ἀγαθῶν ἔργων, λέγοντας ὅτι τά κάνουν αὐτά γιά νά σωθοῦν. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅμως ὅτι τά καλά ἔργα δέν εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά ὁ καρπός της. Δέν κάνει δηλ. ὁ χριστιανός καλά ἔργα γιά νά σωθεῖ ἀλλά γιατί σώθηκε. Θά ἀποτελοῦσε ὑπερτίμηση τῆς σπουδαιότητας τοῦ ἀνθρώπου ἄν σωζόταν μέ τά ἔργα του, ὅπως δίδασκε ὁ Μωσαϊκός Νόμος. Ἡ σωτηρία του εἶναι ἔργο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκορύφωμά της εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Υἱοῦ Του στόν Σταυρό. Τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι παρά ὁ καρπός τῆς εὐγνωμοσύνης του γι’ αὐτήν τή δωρεά. Ὁ χριστιανός πού ἔχει ἐπίγνωση τῆς σωτηρίας του, εἴτε τῆς τωρινῆς μέσα στήν Ἐκκλησία, εἴτε τῆς μελλοντικῆς στόν νέο κόσμο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά μένει ἀργός καί ἄκαρπος, ἀλλά πάντα βρίσκει τρόπους νά διοχετεύει πρός τούς ἄλλους ἀδελφούς τό πλεόνασμα τῆς ἀγάπης του, δείχνοντας ἔτσι τήν εὐγνωμοσύνη του πρός τόν Σωτήρα Θεό.
Ἄνθρωποι ὄχι τῶν ἄσκοπων συζητήσεων ἀλλά τῶν καλῶν ἔργων, τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης, ἦταν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ὄχι μόνο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού τιμᾶ σήμερα τή μνήμη τους ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού τούς προβάλλει ἡ Ἐκκλησία στούς χριστιανούς, καλώντας τους νά γίνουν ὄχι μόνο θαυμαστές ἀλλά καί μιμητές τῶν ἔργων τους.
6.
Ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου καὶ τὸ ἔδαφος
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Ἡ παραβολὴ τοῦ Σπορέα, ἕνα ἀφυπνιστικὸ προσκλητήριο πρὸς αὐτοκριτικὴ καὶ αὐτογνωσία
Πολλὲς φορὲς ἀναρωτιοῦνται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀποροῦν γιὰ τὴ φαινομενικὴ ἀποτυχία τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα στὸν κόσμο ποὺ παρατηρεῖται ἀλλοῦ σὲ μικρὴ καὶ ἀλλοῦ σὲ μεγαλύτερη ἔκταση. Δὲν θὰ ἔπρεπε, ὕστερα ἀπὸ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ μέσα σ’ ἕναν ἀφιλόξενο κόσμο καὶ ἐν συνέχειᾳ τῶν μαθητῶν του μέσα στὴν οἰκουμένη καὶ κυρίως ὕστερα ἀπὸ προσπάθειες καὶ πειραματισμοὺς τόσων αἰώνων, νὰ βλέπαμε σήμερα μία μεγαλύτερη ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα στὴν ἀνθρωπότητα καὶ μία πιὸ ἐνθαρρυντικὴ ἐφαρμογή του; Τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ μᾶς δίνει ἡ παραβολὴ τῆς Δ΄ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ, στὴν ὁποία γίνεται λόγος γιὰ ἕνα σπορέα ποὺ τὸ ἔργο του δὲν ἀπέδωσε παντοῦ τὸν ἴδιο καρπό.
Τὸ ἔργο τοῦ σπορέα δὲν ὑπῆρξε ἐλαττωματικό. Οὔτε ὁ σπόρος χαλασμένος. Σκορπίστηκε παντοῦ πλουσιοπάροχα μὲ τὴν ἀφθονία ποὺ διακρίνει τὸν Θεό, τὸ χορηγὸ κάθε ἀγαθοῦ· κι ἀκόμη σκορπίσθηκε χωρὶς διακρίσεις ἢ προτιμήσεις. Ὡστόσο τὸ ἀποτέλεσμα δὲν ἦταν ἀνάλογο πρὸς τὴ γενναιοδωρία τῆς σπορᾶς. Ἐνῶ ὁ σπόρος δόθηκε πλούσια καὶ χωρὶς διακρίσεις, δὲν ἔγινε παντοῦ δεκτὸς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, τὴν ἴδια προθυμία, τὴν ἴδια ἀνταπόκριση. Ἔτσι, τὸ ἀποτέλεσμα δὲν ἦταν παντοῦ τὸ ἴδιο ἀλλ’ ἀνάλογο μὲ τὴ δεκτικότητα καὶ ἀποδοτικότητα τῆς γῆς ποὺ τὸν δέχθηκε.
Κι ἀκόμη πρέπει νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς: Πρῶτα-πρῶτα οἱ τρεῖς περιπτώσεις ἀποτυχίας τῆς σπορᾶς δὲν σημαίνουν τοπικὴ ἀναλογία σὲ σχέση πρὸς τὴν ὅλη ἐπιφάνεια τῆς γῆς σὲ τρόπο ὥστε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι κατὰ τὰ τρία τέταρτα τὸ ἔργο τῆς σπορᾶς ἀπέτυχε καὶ καρποφόρησε μόνο στὸ ἕνα τέταρτο· ἁπλῶς περιγράφονται ὁρισμένοι λόγοι ἀποτυχίας ποὺ πρέπει νὰ βάλουν σὲ σκέψεις τὸν ἀκροατὴ ὡς πρὸς τὴν τοποθέτηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Καὶ ἔπειτα, κάνει ἐντύπωση ἡ τεράστια καὶ θαυμαστὴ ἐπιτυχία τῆς τέταρτης περιπτώσεως: ἡ καλὴ γῆ ἀποδίδει καρπὸν «ἑκατονταπλασίονα», δηλ. ἑκατὸ φορὲς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι θὰ περίμενε κανεὶς σὲ μία κανονικὴ καρποφορία. Συχνὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τονίσουμε τὴν ἀποτυχία τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, ξεχνώντας τοὺς λόγους ποὺ τὴν προκάλεσαν καὶ κυρίως ξεχνώντας ὅτι σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἡ ἐπιτυχία του ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη καὶ πάνω ἀπὸ κάθε μέτρο καὶ κάθε προσδοκία.
Στὸ ἀπαισιόδοξο, πλὴν ὅμως πραγματικό, ἐρώτημα μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίσαμε, ἡ παραβολὴ αὐτὴ δίνει τὴν ἑξῆς ἀπάντηση:
Ἐὰν ὁ σπόρος τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν βλάστησε παντοῦ, ἂς μὴν ἀναζητοῦμε τὴν αἰτία οὔτε στὶς διαθέσεις τοῦ σπορέα οὔτε στὴν ποιότητα τοῦ σπόρου, ἀλλ’ ἂς στραφοῦμε ἀλλοῦ, στὸ εἶδος τοῦ ἀγροῦ ποὺ δέχτηκε τὸ σπόρο, στὸν τρόπο ποὺ ἀνταποκρίθηκαν οἱ ἄνθρωποι στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, στὴν ποιότητα τῆς γῆς ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὁ καθένας μας.
Οἱ τρεῖς κατηγορίες ἄγονου ἐδάφους ποὺ περιγράφονται στὸ κείμενό μας εἶναι δυνατὸ νὰ βρεθοῦν σὲ πολλὲς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας. Ἄλλοτε ἀπὸ ἀμέλεια, ἄλλοτε ἀπὸ ἐπιπόλαιη καὶ χωρὶς βαθιὲς ρίζες ἀντιμετώπιση οὐσιαστικῶν πραγμάτων ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή μας, ἄλλοτε ἀπὸ ἀδυναμία νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν εὐχαρίστηση τῆς στιγμῆς ἐμποδίζουμε τὴν καρποφορία τοῦ θείου λόγου μέσα μας.
Ἡ παραβολὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ ἕνα ἀφυπνιστικὸ προσκλητήριο πρὸς αὐτοέλεγχο, αὐτοκριτικὴ καὶ αὐτογνωσία. Ἐνῶ ἐμεῖς ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς φαίνεται νὰ ἀπέτυχε σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἐπιρρίψουμε τὴν εὐθύνη σ’ αὐτοὺς ποὺ κακῶς τὸν ἐκπροσωποῦν, νὰ κατακρίνουμε θεσμοὺς καὶ πρόσωπα, ἡ παραβολὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἐφιστᾶ τὴν προσοχή μας στὸ ἔδαφος ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ καθένας μας γιὰ τὸ σπόρο τοῦ θείου λόγου. Πέρα δὲ ἀπὸ αὐτὴν τὴν αὐτοεξέταση, μᾶς μεταδίδει κι ἕναν τόνο αἰσιοδοξίας: παρὰ τὴν ἀποτυχία ὁρισμένων περιπτώσεων, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τελικὰ καρποφορεῖ καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ καὶ θαυμαστό, ἀποδίδοντας καρπὸ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο ἀπὸ τὸ κανονικό. Γιὰ τὸ ἂν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ὄχι στὴν καρποφόρα γῆ ἀλλὰ στὸ πετρῶδες καὶ ἄγονο ἔδαφος δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορήσει κανέναν ἄλλον παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του.
7.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ (Λουκ. η΄5-15)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ»
Πολλὲς φορὲς συνήθιζε νὰ ὁμιλεῖ ὁ Κύριος μὲ παροιμίες καὶ παραβολές. Μιὰ ἀπ’τὶς σπουδαιότερες παραβολὲς Του εἶναι καὶ τοῦ σπορέως καὶ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀκούσθηκε σήμερα στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.Ἕνας γεωργὸς ἔσπειρε τὸν σπόρο του στὸ χωράφι κι ἀπ’ τὰ τέσσερα μέρη τοῦ σπόρου τὰ τρία ποὺ ἔπεσαν πάνω στὸ δρόμο, στὴν πέτρα καὶ στ’ ἀγκάθια χάθηκαν, ἐνῶ τὸ τελευταῖο ποὺ ἔπεσε πάνω στὴν καλὴ γῆ καρποφόρησε σὲ ἕνα μέρος τριάντα τοῖς ἑκατό, σ’ ἄλλο ἑξήντα καὶ σ’ ἄλλο ἑκατὸ (Μάρκ. 4,20). Ἂς δοῦμε πῶς καρποφορεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ:
Ἡ ἐπεξήγηση τῆς παραβολῆς. Ὁ Κύριος ἑρμήνευσε τὴν παραβολὴ καὶ εἶπε πὼς ἡ καλὴ γῆ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καλὴ καὶ ἀγαθὴ καρδιὰ (Λουκ. 8,15), εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ «συνιέντες» (Ματθ. 13,23), εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν μὲ σοβαρότητα τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «οἱ παραδεχόμενοι» (Μάρκ. 4,20). Ὅλοι αὐτοὶ δὲν ἀπορρίπτουν τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ πολλὴ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ καλλιέργησαν τὸ σπόρο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ κι εἶχαν πλούσια καρποφορία. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ καρποφορία; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἀνθρώπινος λόγος ποὺ κρύβει μέσα του μία θρησκευτικὴ εἴδηση, ἔστω καὶ τὴν μεγαλύτερη ἢ τὴν πιὸ συνταρακτική. Πίσω ἀπ’ τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λόγος Του. «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν» (Γαλ, 4,19), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Πράγματι ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, σὰν μικρὸ βρέφος ἀναπτύσσεται μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς εἶπε πὼς μητέρα Του καὶ ἀδέλφια Του εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν στὴν ζωὴ τους (Λουκ. 8,21). Ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ λόγου-ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδιάψευστη μαρτυρία πὼς ὁ Χριστὸς ἔχει μορφωθεῖ μέσα μας.
Πῶς καταλαβαίνουμε τὴν καρποφορία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ;
Ὁ ἅγιος Συμεών, ὁ Νέος Θεολόγος, φέρνει τὸ ἑξῆς παράδειγμα: Μία γυναίκα ποὺ κυοφορεῖ μέσα της βρέφος, ἔστω κι ἂν ἐξωτερικὰ δὲν ὑπάρχει κανένα σημεῖο τῆς κυοφορίας της ἢ ἔστω πὼς οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι δὲν ὑποψιάζονται πὼς μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιο παιδὶ στὰ σπλάγχα της, αὐτὴ ὅμως, ἐπειδὴ ἀκούει τὰ σκιρτήματά του, εἶναι ἀπόλυτα βέβαιη ὅτι ἔχει παιδί. Τὸ ἴδιο κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δέχθηκε μέσα του τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ· καταλαβαίνει πολὺ καλὰ ὅτι ἔχει μέσα του τὰ θρεπτικὰ σπέρματα τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ποῦμε μερικὰ παραδείγματα.Ἕνας ἄνθρωπος πρὶν νὰ πιστεύσει στὸ Χριστὸ ἦταν ἐγωιστής, ζηλιάρης, ἀνήθικος καὶ φίλαυτος. Τώρα ποὺ δέχεται μέσα του τὰ σπέρματα τοῦ κηρύγματος, ἀρχίζει νὰ παραδέχεται ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους. Ἁμαρτήματα ποὺ προηγουμένως τὰ θεωροῦσε ἀσήμαντα, τώρα τὰ πολεμάει. Ἀρχίζει νὰ κάνει ἐλεημοσύνες καὶ καταβάλει σκληρὲς προσπάθειες νὰ κρατήσει μέσα του, μὲ τὴ βοήθεια τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ φῶς καὶ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλάζει ριζικὰ καὶ κατὰ τρόπο θαυμαστό. Αὐτὸ εἶναι ἡ καρποφορία τοῦ θείου σπόρου. Ἡ πλήρης καρποφορία εἶναι νὰ δεῖ τὸ Θεὸ «καθὼς ἐστιν» (Α΄ Ἰω. 3,2).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ κάνει λόγο γιὰ τοὺς «καλὸν γευσαμένους Θεοῦ ρῆμα» (κεφ. 6,5). Δὲ μιλάει γιὰ κείνους ποὺ ἄκουσαν τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τοὺς γευσαμένους, αὐτοὺς ποὺ δοκίμασαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅποιος κοινωνήσει –«μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης»- τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, γεύεται καὶ αἰσθάνεται μέσα του τὴ χαρὰ καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος ἀκούει τὸ Εὐαγγέλιο νιώθει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἔντονα στὴ ζωή του. Ὅποιος καλλιεργεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ σώζεται. Συμπεραματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς καρποφορία εἶναι τὰ ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὰ ἐντάλματα τῆς ἀθανασίας, ἡ ἐπαγγελία τῆς παλινζωίας, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ αἴσθηση τοῦ Παραδείσου, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ πνευματικὴ ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία σπείρει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀνοίγει στοὺς πιστοὺς τὸ δρόμο γιὰ νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς μέσα μας. Κηρύσσει τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλὸς κόσμος ἔχει ἄλλα κηρύγματα. Μέσα στὴν πολεμοχαρῆ καὶ ἁμαρτωλὴ ἐποχή μας ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει νὰ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετανοήσουμε· «Μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας» (Πράξ. 3,19). Στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀκοῦνε τὰ πιὸ παράδοξα λόγια, ἀνήθικα, ἐμπαθῆ καὶ φιλάργυρα, φίλαυτα καὶ ἀντιχριστιανικά. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἁπλὸς καὶ συντετμημένος ἀπευθύνεται σ’ ὅλους μας καὶ μᾶς καλεῖ νὰ καρποφορήσουμε τὸ Χριστὸ μέσα μας. Ἂς μὴν παραβλέψουμε τὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας, ἀλλὰ ἂς ἐπιδείξουμε ὑπομονὴ καὶ ἂς προσφέρουμε ὅλες τὶς ψυχικὲς δυνάμεις, γιὰ νὰ τὸν αὐξήσουμε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο καὶ ἔτσι νὰ σωθοῦμε.
8.
Κυριακὴ Δ´Λουκᾶ (Λουκ. η´5-15)
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων πατέρων τῆς ἑβδόμης οἰκουμενικῆς Συνόδου. Στὰ 787 χρόνια μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ συνάχθηκαν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας γιὰ τὸ ζήτημα τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τότε καθώρισαν ἐπίσημα πὼς τὶς εἰκόνες δὲν τὶς λατρεύουμε, γιατί ἡ λατρεία μόνο στὸ Θεὸ ἀνήκει, μὰ τιμητικὰ τὶς προσκυνοῦμε, καὶ ἡ προσκύνηση δὲν εἶναι γιὰ τὴν ἴδια τὴν εἰκόνα, μὰ γιὰ τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἡ Σύνοδος εἶπε, παίρνοντας τὸ λόγο ἀπὸ τὸν ἅγιον Βασίλειο πὼς «ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Σήμερα λοιπὸν στὴ μνήμη τῶν ἁγίων πατέρων διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε καὶ ποὺ τὸ ξαναλέμε τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
Εἶπεν ὁ Κύριος ἐτούτη τὴν παραβολή. Βγῆκε ὁ γεωργὸς γιὰ νὰ σπείρη τὸ σπόρο του. Καὶ κεῖ ποὺ αὐτὸς ἔσπερνε, ἄλλα σπειριὰ πέσανε ἀπάνω στὸ δρόμο καὶ καταπατήθηκαν ἀπὸ τοὺς διαβάτες καὶ τὰ φάγαν τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ· κι ἄλλα σπειριὰ πέσανε ἀπάνω στὶς πέτρες καὶ μόλις φύτρωσαν ξεράθηκαν, γιὰ τὸ ποὺ δὲν εἶχ’ ἐκεῖ δροσιά· κι ἄλλα σπειριὰ πέσανε στ’ ἀγκάθια, καὶ τ’ ἀγκάθια φύτρωσαν μαζί τους καὶ τὰ ‘πνιξαν· κι ἄλλα σπειριὰ πέσανε στὴν καλὴ γῆ καὶ φύτρωσαν κι ἔδωκαν καρπὸ τὸ ἕνα ἑκατό. Κι ἀπάνω σ’ ἐτοῦτα τὸν ρωτοῦσαν οἱ μαθηταί του κι ἔλεγαν· Τί νὰ ἐννοῆ αὐτὴ ἡ παραβολή; Κι ἐκεῖνος εἶπε· Σὲ σᾶς εἶναι δοσμένο νὰ μάθετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στοὺς ἄλλους ἡ διδασκαλία γίνεται μὲ παραβολές, γιὰ νὰ κοιτάζουν καὶ νὰ μὴν βλέπουν καὶ νὰ ἀκοῦν καὶ νὰ μὴν καταλαβαίνουν. Κι ἀκοῦστε τώρα ἐσεῖς τί ἐννοεῖ ἡ παραβολή. Ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ δρόμος, ὅπου πάνω σ’ αὐτὸν ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶν’ ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν, ὕστερα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ παίρνει τὸ λόγο ἀπὸ τὴν καρδιά τους, γιὰ νὰ μὴν πιστέψουν καὶ σωθοῦνε. Καὶ πέτρες, ὅπου πάνω σ\’ αὐτὲς ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶν’ ἐκεῖνοι ποὺ ὅταν ἀκούσουν, δέχονται τὸ λόγο μὲ χαρά, μὰ αὐτοὶ δὲν ἔχουν βάθος γιὰ νὰ ριζώση ὁ λόγος· πιστεύουνε πρὸς ὥρας καὶ στὸν καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ τὰ παρατοῦν καὶ φεύγουν. Κι ἀγκάθια, ὁπού σ’ αὐτὰ ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶν’ αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὸ λόγο, μὰ πνίγονται ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ πλούτου καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου καὶ δὲν κάνουν προκοπή. Καὶ καλὴ γῆ, ὅπου μέσα της ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶν’ αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὸ λόγο, τὸν φυλᾶνε σὲ καλὴ κι ἀγαθὴ καρδιὰ καὶ καρποφοροῦνε μὲ ὑπομονή. Ἐτοῦτα λέγοντας, ἐτόνιζε· ὅποιος ἔχει ἀφτιὰ γιὰ ν’ ἀκούη, ἂς ἀκούη.
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ὁ γεωργός μας κι ἐμεῖς εἴμαστε τὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸ λέει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στοὺς μαθητάς του· «ὁ πατέρας μου εἶναι ὁ γεωργός». Ἔτσι τὸ γράφει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ μιά του ἐπιστολή· «εἴσαστε χωράφι τοῦ Θεοῦ». Καὶ σὲ τοῦτο τὸ χωράφι ὁ Θεὸς ἔστειλε Προφῆτες κι ἔστειλε τελευταῖα τὸν Υἱό του κι ἔσπειραν τὸ θεῖο λόγο. Κι ὕστερα οἱ Ἀπόστολοι κι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κι ἐκεῖνοι τὸ θεῖο λόγο ἔσπειραν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, κι ἐκεῖνοι γεωργοὶ καὶ καλλιεργητὲς ἔγιναν στὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, ποὺ συνεχίζουμε τὸ ἔργο τους, γεωργοὶ κι ἐμεῖς εἴμαστε καὶ σπέρνουμε στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ θεῖο λόγο.
Ὁ γεωργὸς ποὺ σπέρνει δὲν τὰ μετράει τὰ σπειριὰ ποὺ ρίχνει στὴ γῆ· κι ἀπὸ τοῦτα ἄλλα πᾶνε χαμένα κι ἄλλα πιάνουν τόπο. Κι ἐκεῖνο ποὺ πιάνει τόπο κανεὶς δὲν τὸ βλέπει πῶς ριζοβολάει καὶ πῶς φυτρώνει· τὸ κρατάει μὲ ὑπομονὴ στὰ σπλάχνα της ἡ γῆ, τὸ ζεσταίνει κάτω ἀπὸ τὰ χιόνια τοῦ χειμώνα κι ἄξαφνα τὴν ἄνοιξη ξεπετιέται τὸ φύτρο καὶ πρασινίζει ὁ κάμπος. Τὸ ἴδιο κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· δὲν τὸν βλέπεις τί κάνει μέσ’ στὸν ἄνθρωπο, τὸ πῶς τὸν ἀκούει ὁ ἄνθρωπος τὸ πῶς αἰχμαλωτίζει τὸν ἄνθρωπο, τὸ πῶς ριζοβολάει μέσα του, τὸ πῶς τὸν φέρνει σὲ μετάνοια. Μυστήριο, χριστιανοί μου, εἶν’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μυστήριο ζωῆς καὶ σωτηρίας.
Πολλά μᾶς λέει ἡ σοφία τῶν ἀνθρώπων· μᾶς λέει γιὰ ἐπιστῆμες, γιὰ τέχνες καὶ γιὰ γράμματα, μᾶς λέει γιὰ τὸ πῶς γίνονται οἱ μηχανὲς καὶ πῶς ταξιδεύουν γιὰ νὰ πᾶνε στ’ ἄστρα. Μὰ δὲν μᾶς λέει γιὰ τὴν ἁμαρτία μας καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Αὐτό μᾶς τὸ λέει μονάχα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς κηρύττει τὸ θεῖο λόγο. Γι’ αὐτὸ μᾶς κηρύττει, γιὰ νὰ νιώσουμε τὴν ἁμαρτία μας καὶ νὰ ‘ρθουμε σὲ μετάνοια. Σπέρνει μέσα μας ἡ Ἐκκλησία τὸ θεῖο λόγο, σὰν ποὺ τὸν ἀκούσαμε σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο. Κι ὁ καθένας τώρα, ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς τὸ θεῖο λόγο, πῶς τὸν δέχεσαι; Μὴν εἶσαι ὁ δρόμος, μὴν εἶσαι ἡ πέτρα, μὴν εἶσαι τ’ ἀγκάθια; Καὶ καλά, ἂν ἤσουν δρόμος κι ἂν ἤσουν πέτρα κι ἂν ἤσουν ἀγκάθια· δὲ θὰ ‘χες νὰ δώσης λόγο. Μὰ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ θὰ δώσης λόγο. Γιὰ δύο πράγματα θὰ δώσης λόγο· ἕνα γιατί περιφρόνησες τὸ θεῖο λόγο κι ἕνα γιατί ἀφῆκες τὴν ψυχή σου νηστική· γιατί ψωμὶ τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ θεῖος λόγος. Τὸ λέει ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, κι ἂς μὴ γελοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂν δὲν ἐρχόμουν, λέει, κι ἂν δὲν εἶχα λαλήσει στὸν κόσμο, δὲ θὰ ‘χαν ἁμαρτία οἱ ἄνθρωποι, μὰ τώρα δὲν ἔχουν πρόφαση γιὰ τὴν ἁμαρτία τους. Βουβοὶ κι ἀναπολόγητοι θὰ μείνουμε τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως γιατί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν ἀκοῦμε κάθε μέρα, ἐκεῖνος θὰ μᾶς κρίνη.
Ἐτοῦτο χριστιανέ μου, τὸ κήρυγμα, ποὺ τὸ ἀκοῦς κάθε Κυριακή, ἐτοῦτο ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ βρεθῆ μπροστά σου. Πρόσεξέ το λοιπόν, γιὰ νὰ μὴ γίνη ὁ κριτής σου κι ἡ καταδίκη σου ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τὸν καθένα, πού σοῦ λέει τὰ δικά του καὶ σοῦ σηκώνει τὰ μυαλά, τὸν ἀκοῦς. Τὴν Ἐκκλησία, ποὺ σοῦ λέει γιὰ τὴν σωτηρία σου, δὲν τὴν ἀκοῦς; Τὴν ἐφημερίδα καὶ τὸ κάθε παλιόχαρτο ποὺ σὲ γεμίζει ψέματα καὶ σοῦ βρωμίζει τὴν ψυχή, τὰ διαβάζεις. Τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶν’ ἀλήθεια καὶ ζωή, δὲν τὸ διαβάζεις; Ἔρχεται καιρὸς κι ὅλα περνοῦνε· κι οἱ ὀμορφιὲς κι ἡ σοφία τοῦ κόσμου. Καὶ μαζί τους περνᾶ καὶ φεύγει κι ὁ ἄνθρωπος. Μὰ ὅποιος καιρὸς καὶ νὰ ‘ρθῆ, ἕνα θὰ μένη, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μένει στὸν αἰώνα καὶ μαζί του καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τὸν ἀκούει καὶ τὸν φυλάει μέσα του.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Μακάρι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε τὸ καλὸ χωράφι· ἡ ἀγαθὴ καὶ καλὴ γῆ, ποὺ σὰν τὸ σπόρο πέφτει μέσα της ὁ θεῖος λόγος καὶ ριζοβολάει καὶ φέρνει καρπό, καρπὸ σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς ὅποιος ἔχει ἀφτιὰ γιὰ ν’ ἀκούη, ἂς ἀκούη. Ἂς ἀκοῦμε τὸ λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἂς ἀκοῦμε κι ἂς φυλᾶμε στὴν καρδιά μας τὸ θεῖο λόγο. Ἂς τὸν φυλᾶμε κι ἂς τὸν ζεσταίνουμ’ ἐκεῖ, σὰν τὸ καλὸ χωράφι ποὺ σκεπάζει καὶ ζεσταίνει τὰ σπέρματα. Γιὰ νὰ φυτρώση μέσα μας ἡ χάρη κι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θερίσουμε καρπὸ σωτηρίας. Ἀμήν.
9.
Κυριακή Δ΄ Λουκά (Λουκ. η΄4-15)
Η Παραβολή του Σπορέως
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου , συγγραφέα.
Ο ΣΠΟΡΕΑΣ ΚΥΡΙΟΣ: Ο Κύριος συχνά χρησιμοποιούσε παραβολὲς για να κάνει το λόγο πιο παραστατικό βοηθώντας να εντυπωθεί καλύτερα στις ανθρώπινες ψυχές και να φέρει στα μάτια τους εικόνες συμβολικές που συμβολίζουν παραστατικότερα τη διδασκαλία Του. Η Παραβολή του Σπορέα ξεκινά με τη φράση: “εξήλθε ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον”. Κατά το σύνολο των Πατέρων ο Σπορέας είναι ο Κύριος. Εξήλθε λοιπόν ο Κύριος όχι τοπικώς, αφού είναι πανταχού παρών, αλλά τροπικώς. ΄Έγινε πλησιέστερος σε μας με την ενανθρώπισή του. Επειδή εμείς, λόγω τον αμαρτημάτων μας, δε μπορούσαμε να τον προσεγγίσουμε, βγαίνει εκείνος σε μας. Βγαίνει να σπείρει το λόγο της Αληθείας. Κι όμως από τα μέρη του σπόρου αυτού, τρία χάνονται και ένα καρποφορεί!
ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΑΚΡΟΑΤΩΝ: Α΄ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ ΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ: Μέρος του σπόρου, λεει η περικοπή, έπεσε κοντά στο δρόμο. “Ποιος είναι ο δρόμος; Είναι ο υπερήφανος άνθρωπος, που η καρδία του είναι σκληρή, καταπατημένη από βιοτικές μέριμνες, και ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά πάσης χαράς, μα έχει λιγοστή ευλάβειαν στο Χριστό, και πηγαίνει με τον διάβολον, και μένει η πέτρα άκαρπη.”, λέει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Οι άνθρωποι που παρομοιάζονται με δρόμο είναι οι οκνηροὶ και οι αδιάφοροι. Όμως, πρώτη αιτία που δεν καρποφορεί ο λόγος του Θεού είναι η ανευλάβεια. Και την ανευλάβεια τη δημιουργεί κυρίως η εωσφορική υπερηφάνεια, η ιδέα οτι τα ανώτερα(;) πνεύματα, δεν έχουν ανάγκη τα απλά λόγια του εὐαγγελικού κηρύγματος. Σε αλαζόνες ανθρώπους τους φαίνονται μωρία! Αυτοὶ, “δοκούντες σοφοί είναι” θέλουν ν᾿ ακούν ρητορεία Δημοσθένους ή διαλεκτικὴ Σωκράτους!… Όμως ξεχνούν ότι το κήρυγμα, ο θείος λόγος, δεν είναι κοσμικὴ λογοτεχνία. Όπως, επί παραδείγματι, ο γιατρὸς συνιστώντας ένα φάρμακο δε ρητορεύει! Έτσι κι ο λόγος Θεού συμπυκνωμένος είναι απλά το: «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Μάρκ. α΄15). Δυστυχώς τα θέματα περὶ μετανοίας δε συγκινούν αυτοὺς που αρέσκονται σε φιλολογικά φληναφήματα. Ακούν αδιάφορα ή γελούν σαρκάζοντες, όπως οι “φιλοσοφούντες” ακροαταὶ του αποστόλου Παύλου όταν εκείνος τοὺς έλεγε ότι οι νεκροὶ θ᾿ αναστηθούν. Τέτοιοι ακροατές μοιάζουν με τον πατημένο δρόμο της παραβολής. Όπως δε βγαίνουν λουλούδια στη δημοσιά, που την πατούν άνθρωποι και οχήματα, έτσι και στην ψυχή του αλαζόνα δεν ανθεί ο λόγος του Θεού. Η υπερηφάνεια σκλήρυνε τὴ συνείδησή τους. Η σκληρή τους καρδιά έγινε πέρασμα των δαιμόνων, που δεν αφήνουν ούτε ένα σπόρο στὴν επιφάνειά της. Μόνο αν ταπεινωθούμε «ως παιδία » (Ματθ. 18,3), ο λόγος του Θεού θα ριζώσει. Ειδάλλως ακόμη κι αν κηρύττεται απὸ έναν Χρυσόστομο ἢ Μέγα Βασίλειο, στην καρδιά του υπερήφανου είναι ματαιοπονία.
Β΄ ΟΙ ΔΕΙΛΙΑΖΟΝΤΕΣ: Μέρος του σπόρου έπεσε στην πέτρα, όπου το χωμα ήταν λιγοστό. Έτσι αυτό φύτρωσε, αλλά επειδή δεν είχε ρίζα, γρήγορα ξεράθηκε. Με την πέτρα συμβολίζονται οι πιὸ ασθενείς χαρακτήρες. Τα πετρώδη μέρη που δέχτηκαν το σπόρο είναι αυτοὶ που ακούν το λόγο και τον δέχονται αμέσως με χαρά, δὲ ριζώνει όμως μέσα τους βαθιὰ αλλὰ είναι προσωρινός. Κι όταν έρθει θλίψη ή διωγμὸς εξ αιτίας του λόγου, σκανδαλίζονται αμέσως. Έτσι εκτὸς απὸ την υπερήφανη καρδιὰ υπάρχει και η δειλή. Οι δειλοί ακούν αρχικά με ευλάβεια και χαρὰ το κήρυγμα. Συγκινούνται ή και δακρύζουν. Όμως, όταν έρθουν περιστάσεις αποδεικνύεται, ότι τέτοιοι ακροατές δεν έχουν ρίζα και βάθος. Αν εξαιτίας τήρησης του θείου νόμου απειλούνται υλικά τους συμφέροντα, θα υποχωρήσουν, θα πουν ψέμα, θὰ καταπατήσουν την αργία της Κυριακής, θ᾽ αγνοήσουν φιλίες, υποχρεώσεις. Πόσο μάλλον σε περίπτωση διωγμού! Γι’ αυτούς ισχύει το: “Καλὴ η Θρησκεία, εφ᾿ όσον δε ζητάει θυσίες”. Μόλις προκύψει ο σταυρός-διωγμός, τότε τα “ωσαννὰ” σταματούν, ο ενθουσιασμὸς εκμηδενίζεται, ο ζήλος μαραίνεται, και ο δειλὸς γίνεται “ρίψασπις”. Αν, για παράδειγμα, συμβεί δυστύχημα στην οικογένεια, έρθει ο θάνατος, ο δειλός τότε ταράζεται, γογγύζει κατα της θείας πρόνοιας. Παύει να εκκλησιάζεται και να προσεύχεται(!), υπακούοντας στον εξής περίπου “εμπορικό” συλλογισμό: «Αφού ήμουν τόσο καλός, γιατί να μου έρθει το δυστύχημα;». Προφανώς πριν το ατύχημα ο ίδιος θα μπορούσε να προσευχόταν ως εξής: «Σε αγαπῶ, Κύριε! πρέπει να μου δώσεις όλα τ᾽ αγαθά. Έτσι θα σ᾽ αγαπώ περισσότερο!». Τέτοιος άνθρωπος είναι συμφεροντολόγος, λάτρης του “άλυπου βίου”, υπολογιστής θρήσκος. Αν ο Κύριος αφαιρέσει κάτι απὸ τὰ είδωλα που λατρεύει, τότε φεύγει πικραμένος απὸ κοντά του. Αν, όμως, αγαπούσε το Θεὸ ανιδιοτελώς, θὰ έμενε πιστὸς μέχρι τέλους. Αυτοὶ, λοιπόν οι “ακούσαντες” μοιάζουν με πετρώδη γη, στην οποία έπεσε ο σπόρος καὶ βλάστησε, αλλὰ με τις πρώτες καυστικὲς ακτίνες «εξηράνθη διά το μη έχειν ικμάδα » (Λουκ. η΄6).
Γ΄ ΟΙ ΤΡΥΦΗΛΩΣ ΣΧΟΛΑΖΟΝΤΕΣ: Μέρος του σπόρου έπεσε στ’ αγκάθια. Τα τελευταία όταν ψήλωσαν έπνιξαν τα μόλις φυτρωμένα φυτά. “Ποία είναι τα ακάνθια; Ακάνθια είναι ο πόρνος, που ακούει τον λόγον του Θεού και ύστερον όμως έρχονται τα πορνικά πάθη και τoν πνίγουν, και χάνεται και μένουν και τα ακάνθια άκαρπα”. [Α. Κοσμάς Αιτωλός] Άκαρποι οι υπερήφανοι, άκαρποι οι δειλοί, αλλ᾿ άκαρποι και όσοι κυριεύονται απὸ βιοτικές μέριμνες, απάτη του πλούτου και ηδονές. Απ᾽ το πρωὶ ως το βράδυ ο κόσμος κινείται πυρετωδώς σ᾽ ένα κύκλο μυρίων μεριμνών. Δεν είναι μόνο οι φροντίδες γιὰ τροφὴ και ρούχο. Σ΄ αυτὲς προσθέτει και νέες περιττὲς φροντίδες, συχνά κωμικές: Η γυναίκα για καλλυντικά, βαφὲς και αρώματα ξοδεύοντας χρήματα αλλὰ και ώρες πολύτιμες, ο ανδρας πάλι δε μπορεί χωρὶς χαρτοπαίγνιο, τυχερὰ παιχνίδια, απολαύσεις Βάκχου καὶ Ἀφροδίτης. Ψυχὴ που κυλιέται μέσα στὶς φροντίδες αυτὲς μοιάζει, κατὰ την παραβολὴ, με χωράφι, που δέχτηκε τον καλὸ σπόρο, αλλὰ μαζὶ με το σπόρο φύτρωσαν και αγκάθια, που μεγάλωσαν, απορρόφησαν τους χυμοὺς της γης κι έπνιξαν τα τρυφερὰ στάχυα. Συνεπώς, πρέπει να αφαιρεθούν απ᾽ το χωράφι τ᾽ αγκάθια, για ν᾽ αναπτυχθούν και να καρποφορήσουν τα στάχυα. Ανάλογα πρέπει να ξεριζωθούν από τις ψυχὲς οι μέριμνες για τα μάταια, η μανία του πλούτου και των ηδονών του βίου, για να αναπτύσσονται οι αρετὲς του Ευαγγελίου. Είναι όμως η τρυφή αγκάθια; Δεν το γνωρίζουμε όσοι παραφερόμαστε απὸ τὸ πάθος. Οι φρόνιμοι γνωρίζουν ότι η τρυφή προξενεί περισσότερο πόνο απὸ τ’ ἀγκάθια, κι ότι ακόμη η τρυφὴ περισσότερο από τη μέριμνα καταδαπανά την ψυχή. Ούτε τόσο βασανίζεται κάποιος απὸ τη φροντίδα, όσο απὸ την αφθονία. Κι όπως τ’ αγκάθια απ’ όπου κι αν τα κρατήσουμε ματώνουν τα χέρια, ομοίως και η τρυφὴ και όδια και χέρια και το κεφάλι και τα μάτια κι όλα τὰ μέλη γενικὰ τα καταστρέφει. “Και είναι ξηρὴ και άγονη. Φέρνει πρόωρα γηρατειά, αμβλύνει τις αισθήσεις, σκοτίζει το λογισμό, τραυματίζει την οξύτητα του νου, κάνει το σώμα πλαδαρό. Γι’ αυτὸ κι οι πτώσεις είναι αδιάκοπες και πυκνὰ τα ναυάγια. Τίποτα δεν είναι τόσο εχθρικὸ και βλαβερὸ στο σώμα, όσο η τρυφή. Τίποτα δεν οδηγεί στη διάρρηξη και τη διάλυση το σώμα, όσο η ασωτία” [άγιος Γρηγόριος Παλαμάς]. Όμως, ας μην ξεχνάμε πως λίγες λέξεις άκουσαν οἱ Νινευίτες απὸ τον Ιωνά κι έδειξαν μετάνοια. Λίγα είδε κι άκουσε ο εκατόνταρχος Λογγίνος τη Μεγάλη Παρασκευὴ κι οδηγήθηκε στην πίστη και στο μαρτύριο. Πρέπει λοιπόν να συντριβεί με την ταπείνωση ο βράχος της υπερηφάνειας, να καούν με τη φλόγα της προσευχής τ᾽ αγκάθια των μεριμνών, να οργωθεί βαθειὰ με το αλέτρι της αυταπάρνησης ο αγρός του βίου μας, να υψωθεί στο κέντρο η σημαία του σταυρού για να τη βλέπουν και νὰ φεύγουν τα εναέρια πνεύματα και να μην “κλέβουν” το θείο σπόρο. Φράκτης αυτού του αγρού ας είναι η αδιάλειπτος προσευχή, ενώ ο καρπός θα αναπτυχθεί ποτίζοντάς τα με δάκρυα μετανοίας. Έτσι ο αγρός εκείνος θα θυμίζει αυτόν που ψάλλει η Εκκλησία μας: “Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας.”
Δ΄ Η ΓΟΝΙΜΗ ΓΗ: Τέλος το τέταρτο μέρος του σπόρου έπεσε στην καλή, γόνιμη γη κι έδωσε καρπό τριάντα ως εκατό φορές περισσότερο. “Ποία είναι η καλή γη που έκαμε τα εκατόν, τα εξήκοντα και τα τριάκοντα; Εκατόν έκαμε ο τέλειος άνθρωπος, εξήκοντα ο μεσαίος και τριάκοντα ο κατώτερος”. [Α. Κοσμάς Αιτωλός]. Όμως δεν αρκεί να είμαστε μόνο καλοὶ ακροατὲς του Ευαγγελίου. Η «καλὴ γη» που φέρει πολλὴ καρποφορία, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, είναι αυτοὶ οι οποίοι «ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι καὶ καρποφορούσιν εν υπομονή». «Κατέχουσι», δηλαδή κρατούν μέσα τους το λόγο του Θεού και δεν αδιαφορούν, όπως εκείνοι που άφησαν το σπόρο να πέσει στο δρόμο. «Και καρποφορούσιν εν υπομονή», δηλαδή δείχνουν υπομονὴ στις θλίψεις και τους πειρασμούς, κι έτσι ο λόγος του Θεού ριζώνει βαθιά στις ψυχές τους και δε χάνεται, όπως στο πετρώδες έδαφος. Ακόμη, δεν αφήνουν τα αγκάθια να αναπτυχθούν γύρω τους, δεν τους απορροφούν δηλαδὴ οἱ βιοτικὲς μέριμνες κι οι κοσμικὲς επιθυμίες, αλλὰ επιμελούνται τον αγρὸ της ψυχής τους. Τον καθαρίζουν απὸ τα πάθη και φροντίζουν την καλλιέργεια των αρετών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Όπως ο πραγματικός σποριάς δεν ξεχωρίζει το χωράφι του, αλλά απλά ρίχνει το σπόρο παντού και χωρίς διάκριση, έτσι κι ο Κύριος δεν ξεχωρίζει τους ακροατές Του σε πλούσιους και φτωχούς, σοφούς ή μη, οκνούς ή εργατικούς. Μάλιστα, ο Κύριος λέγοντας την παραβολή αυτή δείχνει και στους Μαθητές Του να μην απογοητεύονται, ακόμη κι όταν χάνονται οι περισσότεροι από όσους δέχονται το λόγο. Ας θυμόμαστε, πάντως, πως δεν φτάνει ένα μέρος της αρετής για τη σωτηρία. Ο πιστός, σύμφωνα με την περικοπή, χρειάζεται πρώτα ακριβή ακρόαση [ή και μελέτη] και παντοτινὴ θύμηση κι έπειτα ανδρεία, έπειτα περιφρόνηση του πλούτου κι απελευθέρωση απ’ όλα τα βιωτικά. Αντιθέτως η τρυφή και η αδιαφορία οδηγούν στην πνευματική ακαρπία.
Konsatntinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon
10.
Εἰκόνες ζωντανές (Τίτ. γ΄8-15)
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Τὴ σημερινὴ Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἑβδόμης Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος 787 ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Ταρασίου. Τριακόσιοι πενῆντα ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, στοὺς ὁποίους προστέθηκαν ἄλλοι δεκαεπτὰ ἱεράρχες, μὲ τὴν ἔντονη παρουσία ἑκατὸν τριάντα ἕξι μοναχῶν ποὺ εἶχαν ὑποφέρει δεινοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες Λέοντα Γ’ Ἴσαυρο καὶ τὸν γιὸ του Κωνσταντῖνο Ε’, ἀναθεμάτισαν τοὺς αἱρετικούς, oἱ ὁποῖοι γιὰ περισσότερα ἀπὸ πενῆντα ἔτη ἀπαγόρευαν στοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ τιμοῦν τὶς σεπτὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του, διότι αὐτὸ ἀποτελοῦσε δῆθεν εἰδωλολατρία.
Ἡ πιὸ ἀξιόπιστη ἀλήθεια
Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται τελείως ἄσχετο μὲ τὸ γεγονός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρὸς τὸν Τῖτο δύο φορὲς τοῦ ἐπαναλαμβάνει τὴν προτροπή, oἱ πιστοὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐπιτελοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ προΐστανται σὲ καλὰ ἔργα. Μία προσεκτικότερη ὅμως ἀνάγνωση μαρτυρεῖ ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ παρότρυνση σὲ ἕναν ἄχρωμο ἀλτρουιστικὸ ἀκτιβισμό. Ἡ διπλὴ παραίνεση τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένα στηρίζεται σὲ ἕνα «πιστὸ λόγο», σὲ μία ἀξιόπιστη ἀλήθεια, γιὰ τὴν ὁποία καλεῖται ὁ Τῖτος νὰ μιλάει μὲ βεβαιότητα καὶ μὲ κύρος· καὶ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια κάθε ἄλλο παρὰ ἀόριστη ἠθικολογία εἶναι. Ὅπως φαίνεται στοὺς ἀμέσως προηγούμενους τρεῖς στίχους, πρόκειται γιὰ τὸ κατεξοχὴν «καλὸ ἔργο» τοῦ Θεοῦ, τὴ φιλανθρωπία τοῦ Σωτήρα μας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀναγέννησε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα σωτηρίας καὶ κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας του.
Ἔτσι τονίζεται ὅτι ἡ σωτηρία μας δὲν στηρίζεται στὶς ἀγαθοεργίες μας, ἀλλὰ μόνο στὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, ὁ ὁποῖος γιὰ μᾶς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καὶ θυσιάστηκε πάνω στὸν Σταυρό, γενόμενος ὑπήκοος στὸν Πατέρα του μέχρι θανάτου. Ἑπομένως, τότε μόνο τὰ καλά μας ἔργα εἶναι ὄντως θεάρεστα καὶ ἀποκτοῦν σωτηριολογικὴ ἀξία, ὅταν ἐντάσσονται σ’ αὐτὴ τὴν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὅταν στὸ πρόσωπο τοῦ ἀναγκεμένου ἀδελφοῦ μας βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν ἐνανθρωπίσαντα Χριστό. Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ -ὅσο κι ἂν «κατεφθάρη» ἢ κι ἂν «ἀπημαυρώθη»- εἶναι ὁ κάθε ἀδελφός μας, καὶ μάλιστα ὁ ἀνήμπορος καὶ ἐνδεὴς ἀδελφός μας.
Θεολογία τῶν εἰκόνων
Ὅλες αὐτὲς τὶς σωτήριες ἀλήθειες τὶς διετράνωσαν μὲ τὸν πιὸ ξεκάθαρο τρόπο οἱ θεοφόροι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γι’ αὐτό, τελικά, αὐτὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ καλύτερη ἐπιτομὴ τοῦ νοήματος τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς μνήμης τους. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν εἶπαν κάτι καινούργιο· δὲν «ἐφηῦραν» νέα θεολογία. Ἁπλῶς συγκεφαλαίωσαν τὰ δόγματα ὅλων τῶν προηγούμενων Ἁγίων Συνόδων, διατυπώνοντας μὲ σαφήνεια τὴν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια σχετικὰ μὲ τὸ θεανδρικὸ του Πρόσωπο.
Αὐτὸ τὸν θησαυρὸ πρῶτοι μᾶς τὸν παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ πρωτοκορυφαῖο τὸν Παῦλο. Καὶ «τῶν ἀποστολικῶν παραδόσεων ἀκριβεῖς φύλακες» οἱ ἅγιοι Πατέρες κήρυξαν ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς, μὲ τὸ νὰ ἑνωθεῖ στὸ ἕνα Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ θεία τοῦ φύση εἶναι ἄκτιστη, ἀόρατη, ἀπαθὴς καὶ ἀπερίγραπτη. Ἡ ἀνθρώπινη φύση του εἶναι κτιστή, ὁρατή, παθητὴ καὶ περιγραπτή. Καὶ ἀφοῦ ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς εἶναι περιγραπτὸς καὶ ὁρατός, μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν εἰκόνα του καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε ἐκφράζοντας τὴν ἀγάπη καὶ λατρεία μας πρὸς Αὐτόν. Λατρεία καὶ προσκύνηση ἀπονέμουμε ὄχι στὴν ὕλη τῆς εἰκόνας καὶ στὰ χρώματα, ἀλλὰ στὸ θεανθρώπινο πρόσωπό του. Ἀνάλογα προσκυνοῦμε καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων του, ὄχι βέβαια λατρευτικά, ἀλλὰ τιμώντας τους ὡς γνήσιους φίλους καὶ μιμητές του.
Γίνε εἰκόνα ζῶσα
Ζωντανή, ὅμως, καὶ -γιατί ὄχι- προσκυνητὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ κάθε πιστός, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ μοιάσει στὸν Χριστό, τηρώντας τὸν «πιστὸ λόγο», ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἔτσι δὲν μένει «ἄκαρπος», ἀλλὰ καρποφορεῖ τὶς ἅγιες ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ καρποφορία εἶναι ἐκείνη πού, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη «κοινωνικὴ προσφορά», μπορεῖ νὰ καλύψει τὶς ὄντως «ἀναγκαῖες χρεῖες» τοῦ πεινασμένου γιὰ ἀληθινὸ νόημα ζωῆς ἀνθρώπου. Νὰ γιατί ἐκεῖνος ὁ ἐπισκέπτης τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου δὲν τοῦ ἔκανε ἐρωτήσεις, ἀλλὰ δὲν χόρταινε νὰ τὸν κοιτάζει· «μοῦ ἀρκεῖ νὰ σὲ βλέπω, πάτερ», τοῦ εἶπε. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου οὐσιαστικὰ «προσκυνοῦσε» τὴν εἰκόνα τοῦ θεραπευμένου ἀπὸ πάθη ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε φθάσει στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
Κάθε ἀγώνας γιὰ τὴ στερέωση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας τῶν ἁγίων εἰκόνων τελικὰ στηρίζει καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καὶ σωτηριολογία. Μόνο ποὺ δὲν πρόκειται γιὰ «ἀγώvες» ἀκαδημαϊκῶν συζητήσεων, ἀλλὰ πρωτίστως γιὰ ἀγώνα κάθαρσης καὶ προσωπικοῦ ἁγιασμοῦ.