Ἡ ἀλήθεια τῆς πίστης ὡς ἀγώνας γιὰ τὴν ζωή.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἀδιάφορος καθώς εἶναι γιά πολλά, τό ἴδιο ἀδιάφορος εἶναι καί γιά θέματα πίστεως. Βεβαίως, τό φαινόμενο αὐτό σπεύδουν κάποιοι κοινωνιολόγοι ἤ ἀνθρωπολόγοι νά τό ἑρμηνεύσουν ὡς τό «τέλος τῆς πίστης», ἤ πάλι κάποιοι ἱστορικοί νά τό ἀναλύσουν ὡς «στροφή στή νεωτερικότητα» καί «ἀπόδειξη τοῦ καινούργιου» πού χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας. Ὅπως ὅμως θά φανεῖ παρακάτω, τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἰσχύει, τόσο γιατί οἱ θρησκευτικά ἀδιάφοροι ὑπῆρχαν σέ κάθε φάση τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καί γιατί οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, μόλις λίγο ζεσταθεῖ ἡ ψυχή τους, ἀναδεικνύονται θερμοί περί τήν πίστη, σέ σημεῖο πού νά ξεπερνοῦν πνευματικά πολλούς ἀπό ὅσους ἔχουν χρόνια στήν Ἐκκλησία.

Μία ἀπό τίς αἰτίες τῆς ἀδιαφορίας εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἐπάρκειας ὡς πρός τή γνώση τῆς πίστης πού ἔχουν πολλοί. Προσπαθοῦν ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, κληρικοί καί λαϊκοί, νά τούς ποῦν δύο λόγια καὶ εἰσπράττουν ὡς ἀπάντηση «τά ξέρουμε αὐτά». Ἐπικαλοῦνται, ἑπομένως, τίς ὅποιες θρησκευτικές γνώσεις τῆς παιδικῆς τους ἡλικίας γιά νά τεκμηριώσουν πλήρη γνώση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπαρκῆ γιά νά καλύψει τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες. Πολύ περισσότερο τώρα πού συνειδητοποιεῖται ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἀποτελεῖ μάθημα κατηχητικό ἤ ὁμολογιακό, ἀλλά ὅπως ὅλα τά ὑπόλοιπα, γνωσιολογικό, πολιτισμικό, μέ ἁπλό μόνο προβάδισμα στήν ὀρθόδοξη πίστη ὡς τήν κρατοῦσα πίστη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Σέ κάθε περίπτωση, ἡ πίστη καί ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι «γνωστικά ἀντικείμενα» πού μαθαίνονται ἀπό βιβλία, ἀλλά βιώματα πού πρέπει νά τά κατακτήσει ὁ ἄνθρωπος ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί ἀπαιτοῦν ὁλοπρόθυμη προσπάθεια καί ἀγώνα.

Ὁ σκοπός τῶν Παραβολῶν

Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή παρατίθεται ἡ γνωστή, ἐκφραστική καί παραστατική «Παραβολή τοῦ Σπορέως», καθώς ἐπίσης καί ἡ ἐξήγησή της ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Μεταξύ ὅμως τῆς διήγησης καί τῆς ἑρμηνείας της, παρεμβάλλεται ἡ καταγραφή τῆς εἰδικῆς ἀπορίας τῶν μαθητῶν γιά τήν ἐπεξήγηση τῆς παραβολῆς καί συνακόλουθα ἕνας λόγος τοῦ Κυρίου στηριγμένος σέ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα. Οἱ μαθητές ρώτησαν γιά τήν ἔννοια καί τή σημασία τῆς παραβολῆς τοῦ σπορέως πού μόλις ἄκουσαν, καί ὁ Κύρος ἀπάντησε: «Σέ σᾶς πού ἔχετε ἐνδιαφέρον καί καλή διάθεση, δόθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς χάρη νά μάθετε τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, στούς ὑπόλοιπους ὅμως μιλάω μέ παραβολές γιατί δέν ἔχουν ἐνδιαφέρον νά δεχθοῦν καί νά γνωρίσουν τίς πνευματικές ἀλήθειες, ὁ δέ νοῦς τους εἶναι παχυλός καί ἀνίκανος γιά πνευματική διδασκαλία, γι’ αὐτό καί διδάσκω μέ τρόπο ὥστε νά μήν μποροῦν νά δοῦν βαθύτερα καί καθαρότερα».

Ἤδη πολλοί προτεστάντες, καθώς καί κάποιοι θιασῶτες τῆς ἀποκλειστικά ἱστορικῆς «ἑρμηνείας τῆς Βίβλου», σπεύδουν νά παρερμηνεύσουν τά ἀνωτέρω, δεχόμενοι ὅτι ὁ Χριστός ἀποφασίζει νά μιλήσει συνεσκιασμένα, ὥστε τό κήρυγμά του νά μή γίνεται ἀπόλυτα κατανοητό καί, ἑπομένως, νά μήν προκαλεῖ τίς ὁμάδες τῶν Φαρισαίων καί τῶν Γραμματέων, ἀλλά καί τούς Ρωμαίους, πού τόν παρακολουθοῦσαν, προκειμένου ν’ ἀποφύγει τήν ἐναντίον του ὀργή τους. Τό πόσο ἑρμηνευτικά ἀνίσχυρα εἶναι ὄλ’ αὐτά, τό κατανοοῦμε ὅταν θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μας ἐλεύθερα «ἦλθεν ἐπί τό Πάθος τό ἑκούσιον», ὅσοι δέ προσπάθησαν νά τόν ἀποτρέψουν, ὅπως ὁ Πέτρος, εἰσέπραξαν αὐστηρές καί ἐπιτιμητικές ἀπαντήσεις (Ματθ. 16,23). Πῶς λοιπόν, μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ὁ Χριστός χρησιμοποιεῖ τίς παραβολές γιά νά κρυφθεῖ καί νά μήν προκαλέσει;

Πῶς ὅμως πάλι συμβιβάζεται τό ὅτι Ἐκεῖνος πού ἦλθε γιά νά μᾶς ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» δέν μιλᾶ ξεκάθαρα, ἀλλά χρησιμοποιεῖ τέτοια σχήματα; Ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά μᾶς ἐξηγήσει: «Σάν εἰκόνες εἶναι οἱ παραβολές πραγμάτων πού δέν βλέπονται, ἀλλά περισσότερο εἶναι νοητά καί πνευματικά. Γιατί αὐτό πού δέν εἶναι δυνατό νά δεῖ τό μάτι τοῦ σώματος, αὐτό δείχνει ἡ παραβολή στά μάτια τῆς διάνοιας, χρησιμοποιώντας αἰσθητά καί σχεδόν ἁπτά πράγματα, δίνοντας καλή μορφή στή λεπτότητα τῶν νοητῶν». Ὅμως, ὁ σκοπός τῶν παραβολῶν δέν εἶναι μόνο παιδαγωγικός.

«Γνῶναι τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ»

Ὁ Χριστός μας ἀναφερόμενος στίς παραβολές μιλᾶ γιά τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἄς μήν ἐξάπτεται ἡ φαντασία κανενός γιά τό τί μυστηριῶδες, συνωμοτικό ἤ ἀπόκρυφο ὑποκρύπτεται πίσω ἀπό τή φράση τοῦ Κυρίου. Τά πάντα ἐπεξηγοῦνται στή συνέχεια. Ἁπλῶς ὁ Χριστός μας ἐπιθυμεῖ νά χρησιμοποιήσει τή διπλή ἰδιότητα τῶν παραβολῶν, τοῦ νά ἀποκαλύπτουν καί ταυτόχρονα ν’ ἀποκρύπτουν, ὥστε ν’ ἀποσαφηνίζεται ἡ ἀλήθεια σέ ὅσους τή διεκδικοῦν στή ζωή τους, χωρίς ὅμως νά δηλοποιεῖται σέ ὅσους εἶναι ἀμελεῖς καί ἀπρόθυμοι, παρά τόν ὅποιον ἐντυπωσιασμό μπορεῖ νά τούς προκαλέσουν.

Ὁ Χριστός ἀναφέρεται στήν πνευματική κατάσταση τῶν σύγχρόνων του Ἰουδαίων καί τούς περιγράφει ὡς «ἐσκληρυμμένους», δηλαδή σκληρούς καί ἀνίκανους νά προσλάβουν τήν ἀλήθεια τῆς πίστης, χαρακτηριζόμενους ἀπό ἐπιφανειακή θρησκευτικότητα καί φοβερό ἐγωκεντρισμό. Γι’ αὐτό καί τούς χαρακτηρίζει ὡς «ἀπεριτμήτους τῇ καρδίᾳ» (Πράξ. 7,51). Πῶς λοιπόν νά ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια σέ λαό μέ τέτοια πνευματικά συμπτώματα, τά ὁποῖα διαχρονικά παρατηροῦνται σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα; Ἀλλά καί πάλι πῶς νά μήν ἀδικήσει τούς καλόπιστους ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας;

Ὁ Χριστός καθιερώνει τήν ἀλήθεια τῆς πίστης ὡς ἀγώνα ζωῆς. Ἡ ἀλήθεια ὑπάρχει καί ἐχεῖ ἀποκαλυφθεῖ, ἀλλά δέν εἶναι γιά τά μάτια ὅλων, ἰδίως ὅσων ὡς ἀμελεῖς καί ἀδιάφοροι θά τήν παρεξηγήσουν, θά τήν παρερμηνεύσουν, ἤ θά αἰσθανθοῦν ἐξαναγκασμό ἀπό τήν ὕπαρξή της. Ὁ Χριστός ἐπιθυμεῖ τήν ἐλεύθερη καί ὁλοκάρδια στροφή μας πρός Αὐτόν καί τήν ἀλήθειά του, γι’ αὐτό καί πρός διασφάλιση τῆς ἐλεύθερης καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης μας ἔχει θεσπίσει τό πνεῦμα μαθητείας πού κυριαρχεῖ ὡς χαρακτηριστικό ὅλων τῶν Ἁγίων. Ἔγκειται δέ αὐτό στή διαρκῆ μαθητεία στήν ἀλήθεια τῆς πίστης, ὄχι μέ διάβασμα βιβλίων, ἀλλά στήν ἐμπειρική βίωση μέσα ἀπό τόν πνευματικό μας ἀγώνα καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλήσιας. Ἡ σώζουσα ἀλήθεια τῆς πίστης, ὡς ἡ μόνη ἀλήθεια ἐπί τῆς γῆς, εἶναι τό πιό σπουδαῖο καί πολύτιμο πού προσφέρει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὅμως, γιά νά τήν ἀποκτήσει, πρέπει νά τήν κατακτήσει μέ τήν ὁλόψυχη ἀγάπη του καί τόν ὁλοπρόθυμο ἀγώνα του γιά νά διαπιστώσει ὅτι αὐτή δέν ἐξαντλεῖται, ἀλλά διαρκῶς τοῦ ἀποκαλύπτει ὁλοένα καί περισσότερα ἀπό τά ἀπόρρητα μυστήρια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.