1.

«Και έσεσθε υιοί υψίστου» (Λουκ.στ’35 )

Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Μέσα από την ηθική τελείωση να κατορθώσει να καταστεί «υιός του υψίστου». Να γίνει κατά χάριν παιδί του Θεού. Αυτή η «υιοθεσία», είναι δώρο του Θεού και προσφέρεταί ως δυνατότητα για όλους τους ανθρώπους, αλλά και στον καθένα ξεχωριστά, ως πράξη ελεύθερης επιλογής. Για τούτο και ο Απόστολος Παύλος υπογραμμίζει: «Ο Θεός, λοιπόν, αδελφοί μου, σας κάλεσε για να ζήσετε ελεύθεροι. Μόνο να μη γίνει η ελευθερία αφορμή για αμαρτωλή διαγωγή, αλλά με αγάπη να υπηρετείτε ο ένας τον άλλο. Άλλωστε όλος ο νόμος συνοψίζεται σε μια φράση, στο ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Αν, όμως, δαγκάνετε ο ένας τον άλλον, προσέξτε μήπως αλληλοεξοντωθείτε» (Γαλ. ε’13-15).

Όπως η υιοθεσία είναι προσφορά του Θεού και έκφραση της μέγιστης αγάπης Του προς εμάς τους αμαρτωλούς ανθρώπους, έτσι και η υλοποίησή της, περνά μέσα από την αγάπη και την προσφορά προς τον συνάνθρωπο. Αν αυτό το γεγονός αγνοηθεί ή και το χειρότερο υποτιμηθεί, τότε δεν θα υπάρχει η δυνατότητα της υιοθεσίας και κατ’ επέκταση και της αληθινής Θεογνωσίας. Και τούτο γιατί, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη: «Η αγάπη προέρχεται από τον Θεό. Όποιος αγαπάει δείχνει ότι έχει αναγεννηθεί από τον Θεό. Όποιος δεν αγαπάει δε γνώρισε τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Έτσι αποδείχθηκε η αγάπη του Θεού για μας. Απέστειλε τον Υιό Του το μονογενή στον κόσμο για να μας χαρίσει τη νέα ζωή, αν ενωθούμε μ’ Αυτόν. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αγάπης του Θεού. Όχι ότι εμείς τον αγαπήσαμε, αλλά ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον Υιό Του για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας. Αν ο Θεός, αγαπητοί μου, έτσι μας αγάπησε, οφείλουμε κι εμείς ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο» (Α’ Ιωάν.δ’7-11).

 Για να γίνουμε, λοιπόν, «υιοί του υψίστου», χρειάστηκε η Ενανθρώπηση και η Σταυρική θυσία του Χριστού. Με θεμέλιο αυτή τη συγκατάβαση, προσφορά και αγάπη του Θεού προς εμάς, μπορούμε να οδηγηθούμε στην κατά χάριν υιοθεσία, μέσα από μια διαρκή ενότητα με τον Χριστό, καθώς και ένα σταθερό αγώνα για την ηθική τελείωσή μας. Μόνο διά του Χριστού αποκτά αξία η οποιαδήποτε ηθική πρόοδος, καθώς και η ενάρετη ζωή. Ο Χριστός χάραξε τον δρόμο. Μας αποκάλυψε ότι: «Είναι στενή η πύλη και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στη ζωή, και λίγοι είναι εκείνοι που τη βρίσκουν», αλλά και μας προέτρεψε: «Μπείτε από τη στενή πύλη γιατί είναι πλατιά η πύλη και ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στον χαμό, και πολλοί μπαίνουν απ’ αυτήν» (Ματθ.ζ’13-14). Όμως, ο Ίδιος δεν περιορίστηκε μόνο στην αποκάλυψη των δυσκολιών, ούτε και σε απλές προτροπές. Πρώτος τον ακολούθησε. Μάτωσε. Με τις πληγές Του γιατρευτήκαμε (Α’ Πέτρ. β’ 24).

Ο Χριστός, λοιπόν, χάραξε τον δρόμο και τον ακολούθησε, όσο δύσκολος και ανηφορικός κι αν ήταν, έστω κι αν αυτός οδηγούσε στον Σταυρό. Το ομολόγησε ήδη στους Μαθητές Του, που επίμονα ζητούσαν την   πρωτοκαθεδρία, ότι: « όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος. Όπως κι ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να Τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή Του λύτρο για όλους» (Ματθ. κ’27- 28). Έδωσε ο Ίδιος ο Χριστός το παράδειγμα και κάλεσε όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν να τον μιμηθούν. Ζήτησε θυσίες και πρώτιστα τη θυσία του «εγώ». Όμως, δεν σταμάτησε ως εδώ. Προχώρησε, χαράσσοντάς τους την πορεία προς την τελείωση. Μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο πρόσφερε όλα τα αναγκαία εφόδια για να μπορεί να γίνει κατορθωτός αυτός ο στόχος.

 Ο Χριστός ξεκίνησε με μιαν προτροπή, που φαινομενικά είναι εύκολη και η οποία με την εφαρμογή της προσφέρει ένα τέλειο πρότυπο ζωής και συμπεριφοράς: «Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να τους συμπεριφέρεστε κι εσείς». Ένα πρότυπο κανόνα που ξεπερνά όλους τους ανθρώπινους νόμους και κανόνες και που οριοθετεί την έννομη τάξη και θεμελιώνει την ενάρετη ζωή. Και το σημαντικότερο, για την εφαρμογή του, δεν χρειάζεται εξαναγκασμός και επιβολή, αλλά μόνο η ελευθερία και η αγάπη. Για τούτο και ονομάστηκε «χρυσούς κανόνας».

Επειδή ο νόμος του Θεού δεν περιορίζεται μόνο στα εφήμερα, αλλά κινείται και στην προοπτική της αιωνιότητας, για τούτο και προετοιμάζει τους ανθρώπους για να γίνουν «υιοί του Υψίστου». Για την επίτευξη δε αυτού του στόχου, συνεχίζει σήμερα ο Χριστός με τριπλή προτροπή και που έχει σαν μοναδικό κίνητρο την ανιδιοτελή αγάπη, όπως την επιβεβαίωσε έμπρακτα ο Ίδιος: «Άγαπάτε τους εχθρούς υμών», «αγαθοποιείτε» και «Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ υμών οικτίρμων εστί». Μέσα από αυτό το τρίπτυχο, ο Χριστός χαράσσει την πορεία προς την τελείωση που έχει ως κατάληξη το «έσεσθε υιοί του Υψίστου».

 Αν για τους Ιουδαίους, το «αγαπήσεις τον πλησίον σου»,ήταν πράξη αρετής και ισοδύναμη με την αγάπη προς τον εαυτό τους ,το «άγαπάτε τους εχθρούς υμών», αποτελεί υπέρβαση αλλά και θυσία του εαυτού μας για χάρη των συνανθρώπων μας. Μια υπέρβαση και μια θυσία ,που μας εξυψώνει και μας κάνει μιμητές του Χριστού. Αυτή η υπέρβαση του εγωισμού, μέσα από τη συγχώρεση, θα ανοίξει διάπλατα την πόρτα στην ανιδιοτελή αγάπη και θα μας κάνει μιμητές του Θεού, «που είναι καλός ακόμα και με τους αχαρίστους και τους κακούς».

 Αδελφοί μου, αν ο πύργος της Βαβέλ, υπήρξε η απαρχή για τη σύγχυση των γλωσσών και κατ’επέκταση και του διαχωρισμού των ανθρώπων και των λαών, τότε η γλώσσα, που ένωσε και που ενώνει εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια τους ανθρώπους, συμπυκνώνεται στη λέξη «αγάπη». Γιατί, είναι ειλικρινής και ανιδιοτελής. Γιατί, αγκαλιάζει χωρίς διακρίσεις, όλους τους ανθρώπους, αλλά και χωρίς προϋποθέσεις όλους τους λαούς. Σε μιαν εποχή, που ο άνθρωπος αγωνίζεται να γίνει «γλωσσωμαθής»,την ίδια στιγμή καθίσταται «αμαθής» και κατ’ επέκταση. και «απαθής». Και τούτο γιατί αποξενώθηκε από τη γλώσσα της αγάπης, και κατά συνέπεια αποξενώθηκε από τον Θεό και τον συνάνθρωπο . Λοιπόν, «Στώμεν καλώς. Στώμεν μετά φόβου». Ιδιαιτέρως δε και μετά πάσης αγάπης. Αμήν.

Θεόδωρος Αντωνιάδης

2.

Ἡ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό (Λουκ. 6,31-36)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί»

Ἐὰν διαβάσουμε τὰ συγγράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σοφῶν, ἀλλὰ κι ὅλων τῶν σοφῶν τοῦ κόσμου, θὰ δοῦμε πὼς θέλοντας νὰ διατυπώσουν τὸ δίκαιο, τὸ πρέπον, τὸ νόμιμο καὶ τὸ καλὸ ἔγραψαν πάρα πολλοὺς λόγους καὶ κατασκεύασαν μακροὺς διαλόγους καὶ βιβλία. Μερικὲς φορὲς πέτυχαν νὰ ποῦν καὶ νὰ γράψουν σπουδαῖα πράγματα, ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς ἔφεραν τοὺς ἀνθρώπους σὲ σύγχυση. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ σοφοί, ἀντὶ νὰ διαφωτίσουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔκαναν νὰ σκοτισθοῦν περισσότερο.

Ἀντίθετα, ὁ θειότατος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦλθε πάνω στὴ γῆ καὶ ἐνσαρκώθηκε, ξανάφερε στὴν ἐπιφάνεια τὸν ἔμφυτο νόμο τοῦ ἀνθρώπου κι ἔκανε τὴ βούλησή μας αἰτία τοῦ καλοῦ ἢ τοῦ κακοῦ, τοῦ νόμιμου ἢ τοῦ παράνομου, τοῦ δίκαιου ἢ τοῦ ἀδίκου. Μὲ λίγα λόγια εἶπε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος. «Καὶ καθὼς θέλεται ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31) ἢ «γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (ὅπ.π. στίχ. 36). Πάνω στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου ἂς κάνουμε μερικὲς παρατηρήσεις.

Οἱ ἄνθρωποι ὁμοιάζουν μὲ τὸ Θεὸ

Ἕνας μεγάλος ἀσκητὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅσιος Νεῖλος, κάνει τὴν ἀκόλουθη παρατήρηση: Ὅπως τὰ παιδιὰ μὲ τοὺς γονεῖς τους ἔχουν κοινοὺς χαρακτῆρες, δηλ. ἔχουν ὁμοιότητες στὸ πρόσωπο καὶ στὸ σῶμα κι ἀπ’ αὐτὲς τὶς ὁμοιότητες καταλαβαίνουμε τίνος γιὸς εἶναι κάποιος, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ συμπεριφορὰ ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του καταλαβαίνουμε τίνος διδασκάλου εἶναι κάποιος μαθητής. Τὸ ἴδιο καὶ ἀκόμη περισσότερο συμβαίνει μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. τοὺς Χριστιανούς. Οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ εἶναι μαθητὲς τοῦ αἰώνιου Πατέρα· «ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν» (Ματθ. 12,50). Ἀλλοῦ πάλι λέγει· «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε… οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων» (ὅπ.π. 6,25 καὶ 32). Ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος, ἐφ’ ὅσον εἴμαστε παιδιά Του, θὰ μᾶς φροντίσει. Ἔχουμε συγγένεια καὶ οἰκείωση μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸς εἶναι πατέρας μας καὶ μεῖς παιδιά Του. Μέσα στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος μᾶς δείχνει τὰ σημάδια, γιὰ νὰ γίνουμε παιδιά Του, ἐφ’ ὅσον βέβαια τὸ θελήσουμε· «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Ἀφοῦ ὁ κύριος εἶναι πράος καὶ ταπεινὸς καὶ τὰ παιδιὰ Του ὀφείλουν νὰ εἶναι ἔτσι. «Έσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (ὅπ. π. 5,48). Ἢ αὐτὸ ποὺ μᾶς λέγει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα, δηλ. νὰ γίνουμε οἰκτίρμονες (εὔσπλαχνοι), γιατί καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τέτοιος (Λουκ. 6,36).

Σὲ ποιὰ μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸ Θεό;

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ πὼς δὲν καλούμαστε ἀπ’ τὸ Θεὸ νὰ Τὸν μιμηθοῦμε στὴν παντοδυναμία, στὴ σοφία ἢ στὰ θαύματα, ἀλλὰ στὴν ἀγάπη, στὴν καλοσύνη, στὴν εὐσπλαχνία. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόλυτα ἐλεήμων καὶ εὔσπλαχνος, ἀλλὰ καὶ ἡ εἰκόνα Του, ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμη ποὺ διαθέτει, δηλ. «συμμέτρως», μπορεῖ νὰ μιμηθεῖ τὸ Θεὸ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἐχθρούς μας κι ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔκαναν κακό. Ἡ συγγένειά μας μὲ τὸ Θεὸ φαίνεται σ’ αὐτὲς τὶς καταστάσεις. Μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸ Θεὸ στὴν εὐσπλαχνία. Ὁ Θεός, κατὰ τοὺς Πατέρες, ἐπειδὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σοφίας, «πᾶσιν ἀδέως ταύτην (τὴν χάριν) μεταδίδωσιν››, τὰ δίνει ὅλα χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς νὰ ἀδικήσει κανέναν. Αὐτὸ μεταφράζεται ὡς ἑξῆς γιά μᾶς: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μηδενὸς ἑξαιρουμένου, μποροῦμε νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸ Θεὸ ὡς πρὸς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία.

Ἡ ἁμαρτία ἐμπόδιο ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο

Ἡ ἁμαρτία μᾶς ἔκανε μεγάλη ζημιά. Τὴν μὲν ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας τὴν αὔξησε, ἐνῶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον τὴ μείωσε. Ἔτσι καταντήσαμε μισάνθρωποι. Τὸ κήρυγμα ποὺ ἔχει περιεχόμενο τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας, θεωρεῖται ἀφέλεια. Ἡ ἀγάπη εἶναι κατάσταση, σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τῶν πολλῶν, τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων. Ἐὰν δείξουμε ἀγάπη στοὺς ἄλλους, κινδυνεύουμε νὰ χαρακτηριστοῦμε χαζοὶ κι ἀσήμαντοι. Δὲν μποροῦν νὰ πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι πὼς προάγονται μὲ τὴν καλοσύνη καὶ τὴν εὐσπλαχνία. Ὅποιος ἔφθασε νὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς ἐχθρούς του, ἔφθασε στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. «Ἀγάπης ἀνυποκρίτου τεκμήριον, ἀδικημάτων συγχώρησις», θὰ τονίσει ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής.

Ἀδελφοί μου,

Ἀντὶ νὰ φροντίζουμε νὰ ἐπιβληθοῦμε μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐξουσίας καὶ τῶν ὅπλων, ἂς καλλιεργήσουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, γιὰ νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴ Βασιλεία Του, ποὺ εἶναι κοινωνία ἀγάπης.

3.

Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη (Λουκ.6, 31-36)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πολλές φορὲς ὁ Χριστὸς μᾶς μιλάει στὸ Εὐαγγέλιο Του γιὰ τὴν νέα ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε. Τί καινούργιο ὑπάρχει σὲ τούτη τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης; Εἶναι ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σπουδαιότητα της. Δὲν εἶναι καινούργιο ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· οἱ ἄνθρωποι πάντοτε ἀγαποῦσαν κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ εἶναι καινούργιο σ’ αὐτή τὴν ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα μας, νὰ συμμετέχουμε στὴν ἀγάπη Του. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀγαπᾶμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀγαπᾶ κι’ Ἐκεῖνος, – ποὺ δὲν ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ποὺ δὲν ξεχωρίζει ἐκείνους ποὺ εἶναι εὐγνώμονες καὶ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀχάριστοι, νὰ μὴν ἀναφέρω ἐκείνους ποὺ ἴσως γοητεύουν κάποιον. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθιὰ καὶ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα· αὐτὸ ποὺ διαφέρει σ’ αὐτή τὴν ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ποιότητα : ὁ Θεός μπορεῖ νὰ χαίρεται καὶ μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του ἐπάνω στὸν Σταυρό.

Καὶ καλούμαστε νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο· καλούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε χωρὶς διακριση – οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ ἔλεγαν ὅτι φερόμαστε ἀδιάκριτα, ἀνόητα, τρελά – καλούμαστε νὰ ἀγαπήσουμε ὁλόψυχα ἐκείνους ποὺ ἔχουν δίκιο καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἄδικο. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἴσως χαιρόμαστε μὲ τοὺς πρώτους καὶ πληγώνεται ἡ καρδιά μας μὲ τοὺς δεύτερους, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μας δὲν πρέπει νὰ παραπαίει. Ὅλοι γνωρίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ ἀγαπᾶμε λίγο αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε φυσικά, καὶ ἀναρωτιόμαστε πῶς μποροῦμε ἀπὸ τὴν μικρὴ ἀγάπη ποὺ ἔχουμε πρὸς τοὺς λίγους, νὰ καλλιεργήσουμε μιὰ ἀγάπη μεγαλύτερη, καὶ ἀγαπώντας ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀξιαγάπητοι, νὰ ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι.

Τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀγαπήσουμε ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα μ’ ἕνα καινούργιο τρόπο: νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε πάντα, καὶ ὄχι μόνο τὶς στιγμὲς ποὺ μᾶς εἶναι εὔκολο, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε δίχως νὰ περιμένουμε τίποτα ἄλλο παρὰ τὴν χαρὰ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὴν κάθε ἀγάπη σὲ ἀπάντηση τῆς δικῆς μας ἀγάπης σὰν ἕνα δῶρο τέλειο, ἅγιο, ποὺ εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι ἀνταμοιβή, δὲν εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο ἔχουμε δικαίωμα, ἀλλὰ κάτι ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐλεύθερα, τέλεια, κάτι ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά μας μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀνταμοιβή, ἁπλῶς νὰ χαιρόμαστε τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ χαιρόμαστε ὅταν συμβαίνει κάτι μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ χαροῦμε καὶ νὰ χαιρόμαστε ξανὰ ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαπᾶμε θὰ ἔχουν χάσει τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας, ποὺ θὰ τοὺς ἔχει τουλάχιστον ἀπομείνει, τουλάχιστον κάτι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τοὺς τὸ στερήσουμε.

Καὶ πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου: ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε τὸ καλὸ σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ σκεφτόμαστε ποιὸ εἶναι ἀληθινὰ καλὸ γιὰ ἕνα πρόσωπο. Δὲν μιλάω γιὰ τὸν σκληρὸ τρόπο ποὺ συνεχῶς ὁρίζουμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ τὸ καλὸ τους, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πιέζουμε, ἤ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ πιέσουμε προκειμένου νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἶναι. Ὄχι· σκέφτομαι κάποιον ἄλλο τρόπο προσεκτικῆς ἀναζήτησης γιὰ τὸ καλό τους: ποτὲ νὰ μὴν στηρίζουμε τὴν ἀδυναμία τους ἀφήνοντας τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται ὡς ἔχουν, ποτὲ νὰ μὴν κλείνουμε τὰ μάτια μας σὲ ὅ,τι εἶναι γι’ αὐτοὺς καταστροφικό, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια μὲ ἔλεος, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ἔτσι ὥστε νὰ οἰκοδομοῦνται καὶ ὄχι νὰ καταστρέφονται.

Ἄν ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε καλύτερα ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα καὶ φυσικά, ἡ καρδιὰ μας θὰ γίνει πιὸ καθαρή, πιὸ ἁγνὴ καὶ πιὸ μεγάλη, καὶ θὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους, ἴσως μονάχα ἕνα πρόσωπο, καὶ μετὰ ἕνα ἄλλο, καὶ ξανὰ ἕνα ἄλλο, μὲ μεγαλύτερο τίμημα, μὲ μεγαλύτερη ἁγνότητα, μὲ λιγότερο ἐγωϊσμό, μὲ μιὰ μακρόθυμη καρδιά.

Ἄς ξεκινήσουμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ μοιραστοῦμε, μιὰ ἀγάπη ποὺ εἶναι προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ εἶναι φῶς, χαρά, πίστη, ποὺ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς αἰωνιότητας ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀμήν.

4.

Κυριακὴ Β΄Λουκᾶ (Λουκ. 6, 31-36)

Δορμπαράκης Γεώργιος (Πρωτοπρεσβύτερος)

«Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως… Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».

α. Τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ (Ματθ. 5-7) ἀποτελεῖ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Β΄ Λουκᾶ, ἡ ὁποία κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ ἔγινε ἐπὶ τόπου πεδινοῦ. Μᾶλλον πρόκειται, ὅπως σημειώνουν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, περὶ δύο ὁμιλιῶν ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, δηλαδὴ τὴν ἴδια ὁμιλία ποὺ ἔκανε ἀρχικὰ σὲ πιὸ ἐκτεταμένη μορφὴ πάνω σὲ βουνό, τὴν ἴδια πιὸ περιληπτικὰ ἔκανε γιὰ δεύτερη φορὰ ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ αὐτὴν κατέγραψε ὁ Λουκᾶς. Ἡ πρώτη φράση τοῦ ἀναγνώσματος μάλιστα «καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς», ποὺ σημαίνει ὅτι μὲ αὐτὸν ρυθμίζονται ἔτσι οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ φανερώνεται ὁ Θεὸς στὴ ζωή τους.

β. 1. Θὰ πρέπει καταρχὰς βεβαίως νὰ θυμίσουμε ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς στὴν ἀρνητική του διατύπωση ἦταν κάτι ποὺ πρότεινε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπαντώμενος γιὰ πρώτη φορὰ στὸ βιβλίο τοῦ Τωβὶτ μὲ τὴ φράση «ὅ σὺ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς», αὐτὸ ποὺ ἐσὺ μισεῖς, μὴν τὸ κάνεις σὲ κανέναν ἄλλον. Ἐννοιολογικὰ καὶ μορφολογικὰ συναντᾶμε τὸν ἀρνητικὸ κανόνα αὐτὸ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἰουδαιοχριστιανικὴ ἀποκάλυψη, σὲ διαφόρους φιλοσόφους καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸν Κλεόβουλο τὸν Ρόδιο ἢ καὶ τὸν Κομφούκιο. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ ἕναν κανόνα ποὺ ρυθμίζει θετικὰ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ ποὺ βασίζεται στὰ καλὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν παγκόσμια καὶ πανθρησκειακὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία δὲν ἐπέφερε τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴ ζόφωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα του, ὅπως βεβαίως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄσαρκος μέχρι τὴν ἐνανθρώπησή Του, φώτιζε τὸν ἄνθρωπο (π.χ. μὲ τὸν σπερματικὸ λόγο ποὺ εἶπαν ὁρισμένοι Πατέρες), μὲ σκοπὸ τὴ διαπαιδαγώγησή του πρὸς μελλοντικὴ ἀποδοχὴ Ἐκείνου.

2. Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται τὸν κανόνα αὐτό. Ἀντιθέτως. Τὸν ἀποδέχεται καὶ τὸν ἐπεκτείνει, ἀνάγοντάς τον ὅμως σὲ ἐπίπεδο χαρισματικό, δηλαδὴ ἀντανάκλασης στὸν ἄνθρωπο τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι σὲ πρώτη φάση ὁ Κύριος διατυπώνει τὸν ρυθμιστικὸ αὐτὸν κανόνα τῆς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων συμπεριφορᾶς κατὰ τρόπο θετικό: «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Καὶ θέλει προσοχή. Ὁ Κύριος δὲν λέει «ὅ,τι σᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτὸ νὰ κάνετε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς», διότι τοῦτο ἴσχυε ὡς ὁ πυρήνας τῆς ἰουδαϊκῆς ἠθικῆς, μὲ τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Μπορεῖ γιὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ ἦταν κανόνας ὑπέρβασης τῆς ἄκρατης ἐκδίκησης, περιορίζοντάς την στὴν ἴση ἀνταπόδοση, γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔφερε ὅμως ὁ Ἴδιος λειτουργοῦσε ὡς ἁμαρτία.

Ὁ Κύριος λοιπὸν λέει «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν οἱ ἄνθρωποι», ὅ,τι θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς, ὅποια συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας θὰ θέλαμε, τὴν ἴδια συμπεριφορὰ πρὸς αὐτοὺς πρέπει καὶ νὰ ἐπιδεικνύουμε· μὲ ἄλλα λόγια: μὴν κοιτᾶμε, κατὰ τρόπο ἰουδαϊκό, ὅπως εἴπαμε, τὸ τί κάνει ὁ ἄλλος, ὥστε ἡ δράση μας νὰ εἶναι ἀντίδραση, δηλαδὴ μία ἀνώριμη συμπεριφορά, ἀλλὰ νὰ κοιτᾶμε τὸν βαθύτερο ἑαυτό μας, ἄρα μέτρο τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἄλλους νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη μας στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἔτσι, ὁ κανόνας αὐτός, θὰ λέγαμε, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», κάτι ποὺ φανερώνει τελικῶς ἀφενὸς ὅτι ὁ ἐαυτὸς μας εἶναι «ἀξεπέραστος» ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους – ὁ ἄνθρωπος κρίνει τὰ πάντα μὲ βάση τὸν ἑαυτὸ του – ἀφετέρου ὅτι οἱ ἄνθρωποι μεταξὺ μας εἴμαστε ἴδιοι. Ὁ χρυσὸς αὐτὸς κανόνας ἀνάγλυφα μᾶς δείχνει τὴν κοινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὸ πόσο ἡ αὐτογνωσία λειτουργεῖ ταυτόχρονα σ’ ἕνα μεγάλο ποσοστὸ καὶ ὡς ἐτερογνωσία.

3. Τί συνήθως λοιπὸν θέλουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὥστε αὐτὸ νὰ προσφέρουμε καὶ σ’ αὐτούς; Ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ πιὸ καίριες ἐπιθυμίες μας ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ἄλλων, εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσώπου μας, ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας μας, τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου μας, ἡ ἀπονήρευτη καὶ ἄδολη συμπεριφορά τους, ἡ διακριτικότητά τους, μ’ ἕνα λόγο ἡ ἀγάπη τους. Αὐτὸ λοιπὸν συνιστᾶ, κατὰ τὸν κανόνα, καὶ τὸ μέτρο τῆς ἀντίστοιχης δικῆς μας συμπεριφορᾶς: κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἄλλον, νὰ τὸν σεβόμαστε, νὰ εἴμαστε διακριτικοὶ ἀπέναντί του, νὰ μὴν κάνουμε ὑπερβάσεις μὲ καταστρατήγηση κυρίως τῆς ἐλευθερίας τους. Πράγματι, χρυσὸς κανόνας, ποὺ στὴν ἐφαρμογή του ἡ κοινωνία μας θὰ λειτουργοῦσε ὡς παράδεισος. Ἀλλ’ εἴπαμε: πρόκειται γιὰ κανόνα, ποὺ ἐκφράζει ὅ,τι καλύτερο εἶχε νὰ πεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, στηριγμένο στὰ καλὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ὅμως εἶναι: μὲ ποιὰ δύναμη ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ τὸν πραγματοποιήσει; Πῶς αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ ὀρθὴ νοητικὴ σύλληψη, καλὴ κοινωνικὴ διδασκαλία, μπορεῖ νὰ γίνει πράξη; Μὲ ἄλλα λόγια πῶς θὰ ξεπεραστοῦν οἱ δεσμεύσεις τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη της, στὸν διάβολο καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου;

4. Ὁ Κύριος λοιπὸν δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ εἶναι σαφής: ἡ ὑπέρβαση τῶν δεσμεύσεων τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τοποθετεῖται ὀρθὰ ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό του εἶναι χαρισματικὴ κατάσταση. «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;» Δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῶν σχέσεών του, ἀπὸ ἕνα «δοῦναι καὶ λαβεῖν»: δίνω γιατί παίρνω – ὅ,τι συνιστᾶ, εἴπαμε, τὴν ἰουδαϊκὴ καὶ τὴν κατὰ κόσμον γενικῶς ἠθικὴ – ἂν δὲν ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ μπορῶ νὰ ἀγαπῶ τὸν ἄλλον, χωρὶς νὰ περιμένω ἀνταπόδοση, νὰ τοῦ συμπεριφέρομαι καλά, χωρὶς ἡ δράση μου αὐτὴ νὰ εἶναι ἀντίδραση, συνιστᾶ ὑπὲρ φύσιν κατάσταση, ποὺ προϋποθέτει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς χάρης Του στὸν κόσμο τοῦτο.

Συνεπῶς ὁ Κύριος τονίζει τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ κανόνα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἀλλὰ μᾶς προσανατολίζει στὴν ὀρθὴ καὶ πραγματικὴ ἐφαρμογή του: μόνον ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, ὁ ἐνταγμένος στὸ Σῶμα Του, τὴν ἁγία Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει γίνει μέλος Του καὶ λειτουργεῖ σ’ αὐτὸν ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμή Του, αὐτὸς καὶ μόνον μπορεῖ νὰ στέκεται μὲ τρόπο ἀγαπητικὸ καὶ διακριτικὸ ἀπέναντι στὸν κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας ἔτσι τὴ στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ Πατέρα σὲ ὅλον τὸν κόσμο. «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστίν». Κι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο χωρὶς διακρίσεις – «Αὐτὸς (ὁ Θεὸς) χρηστὸς ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηροὺς» – γι’ αὐτὸ καὶ ὁ χριστιανὸς ἀντιστοίχως μπορεῖ πιὰ νὰ ἀγαπᾶ τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, χωρὶς νὰ προβληματίζεται γιὰ τὸ ἂν ἐκεῖνοι θὰ τοῦ ἀνταποδώσουν τὰ ἴσα. «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε, μηδὲν ἀπελπίζοντες». Ὁ χριστιανὸς δηλαδὴ ζεῖ καὶ κινεῖται σὲ ὑπὲρ τὰ κοσμικὰ καὶ πεσμένα στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινα ἐπίπεδα. Ἡ ἔγνοια καὶ ἡ μέριμνά του εἶναι νὰ ἀρέσει στὸν Θεό, Ἐκείνου τὸ ἅγιο θέλημα νὰ διακρατεῖ, προκειμένου νὰ Τὸν ἔχει ζωντανὸ μέσα στὴν ὕπαρξή του. Κι ἕνας τρόπος ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, γι’ αὐτό: νὰ ζεῖ σὰν τὸν Θεό, ἔχοντας καὶ αὐξάνοντας τὴ δύναμη Ἐκείνου.

γ. Τὸ πρόβλημα στὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη καλῶν λόγων, σπουδαίων κοινωνικῶν ἰδεῶν, «παραδείσιων» ὁραματισμῶν. Αὐτὰ πράγματι ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν στὸν κόσμο μας. Καὶ οἱ φιλοσοφίες καὶ οἱ θρησκεῖες, ὡραῖα πράγματα εἶπαν καὶ λένε. Μὲ πολλὴ πλάνη καὶ ψεῦδος ἀναμειγμένα τὰ ὡραῖα τους αὐτά, ὅμως καὶ πράγματι ὡραῖα. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι τὸ πῶς θὰ ἐφαρμοστοῦν τὰ ὡραῖα αὐτά. Γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη μας, ἡ λύση εἶναι μόνον ὁ Κύριος. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν Τὸν ἀποδεχτεῖ ὅπως ἀποκαλύφθηκε, ἂν δὲν γίνει μέλος Του μὲ ἄλλα λόγια, προκειμένου νὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἁγία χάρη Του, πάντοτε θὰ πελαγοδρομεῖ στὴν ἀντίφαση μεταξὺ ἴσως καλῶν λόγων καὶ δαιμονικοῦ τρόπου ζωῆς. Διότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία».

Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο ἀφενὸς νὰ φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν, προκειμένου νὰ Τὸν γνωρίσουν, ἀφετέρου νὰ ἐνισχύει τὴ θέληση ἡμῶν τῶν θεωρουμένων χριστιανῶν, ὥστε νὰ κάνουμε πράξη αὐτὰ ποὺ ἤδη μᾶς ἔχει δώσει καὶ ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς τὰ ἀφήνουμε γιὰ ἀργότερα. Δηλαδὴ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν συνάνθρωπό μας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ στάση ἐκείνων. Ἀλλὰ τὸ ἀργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

5.

Ὁ Χρυσοῦς κανὼν (Ματθ. 7, 7—12. Λουκ. 6, 31)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν Του ἐδίδαξε διδάγματα ὑψηλά, τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ φῶς καὶ δύναμιν. Ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ φῶς, ἵνα ἐννοήσωμεν αὐτά. Ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ δύναμιν ψυχικήν, ἵνα ἐφαρμώσωμεν αὐτά. Διὰ μὲν τὴν δύναμιν τῆς ἐφαρμογῆς ὁ Κύριος συνιστᾶ τὴν ἐπίμονον προσευχήν, διὰ δὲ τὴν κατανόησιν αὐτῶν δίδει φράσιν ἀνακεφαλαιώνουσαν τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν του. Ἰδοὺ ὁ χρυσοῦς κανὼν ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας.

Καὶ α) Ἡ προσευχή: «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Ὁ Κύριος χρησιμοποιῶν χρόνον ἐνεστῶτα εἰς τὸ «αἰτεῖτε καὶ ζητεῖτε» συνιστᾶ τὴν ἐπανειλημμένην αἴτησιν. Λέγων δὲ «κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται» δηλοῖ τὸ μετὰ ζήλου καὶ οὐχὶ τυπικῶς αἰτεῖσθαι. Καὶ συνεχίζει. «Πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐτόνισε τὴν κατ’ ἐπανάληψιν καὶ μετὰ ζήλου αἴτησιν, ἐνταῦθα διὰ τοῦ «πᾶς ὁ αἰτῶν» δηλοῖ, ὅτι ὄχι μόνον ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ πτωχός, ὄχι μόνον ὁ κληρικὸς ἀλλὰ καὶ ὁ λαϊκός, ὄχι μόνον ὁ μεγάλος ἀλλὰ καὶ ὁ μικρός, ὅταν ζητήσωσι κατ’ ἐπανάληψιν καὶ μετὰ ζήλου, θὰ λάβωσιν.

Ὁ Κύριος ὅμως, ἵνα δηλώση τὸ πρόθυμον τῆς δωρεᾶς του καὶ ποῖον πρέπει νὰ εἶναι τὸ περιεχόμενον τῆς προσευχῆς μας, λέγει τὰ ἑξῆς: «Τὶς ἐστὶν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὅν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς του ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; εἰ οὖν ὑμεῖς πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσα μᾶλλον ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;».

Ποῖος δηλαδὴ πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ υἱός του θὰ ζητήση ἄρτον ἢ ψάρι, θὰ ἀπατήση τοῦτον δίδων ἀντὶ ἄρτου τὸν ἐξωτερικῶς πρὸς αὐτὸν ὁμοιάζοντα ἀνωφελῆ λίθον ἢ ἐπιβλαβὲς φείδι τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ σχῆμα ὁμοιάζει πρὸς τὸν ἰχθύν;

Ἀφοῦ λοιπὸν σεῖς οἱ πατέρες, λέγει ὁ Κύριος, ὡς ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ μέτοχοι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶσθε πονηροὶ καὶ ὅμως παρέχετε «ἀγαθὰ» τὰ συμφέροντα δηλαδὴ εἰς τοὺς υἱούς σας, κατὰ μείζονα λόγον ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος θὰ δώσῃ ὠφέλιμα πράγματα εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὰ ζητοῦν. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιγραμματικώτατα λέγει: «ὃς γε τοῦ ἰδίου Υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, πῶς οὐχὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ὑμῖν χαρίσεται;».

Συμπέρασμα. Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται κατ’ ἐπανάληψιν, μετὰ ζήλου ὑπὸ οἱουδήποτε οὐχὶ διὰ πράγματα ἀνωφελῆ ἢ βλαβερὰ καὶ μὲ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν ὡς Πατέρα μας. Τότε εἰσακούεται. Ἐὰν δὲν εἰσακούεται, αἰτοῦμεν λίθους ἢ ὄφεις ἤτοι ἀνωφελῶς ἢ ἐπιβλαβῶς. Μετὰ ταῦτα ὁ Κύριος πρὶν τελειώση τὴν ἠθικὴν διδασκαλίαν προβαίνει εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ταύτης.

β) Ἡ ἀνακεφαλαίωσις. «Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γὰρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται». Ἡ φράσις αὕτη εἶναι σύντομος, σαφής, σοφή.

Εἶναι σύντομος διὰ νὰ εἶναι εὐμνημόνευτος καὶ ἵνα μὴ οἱ παραβᾶται προβάλλωσιν ἄγνοιαν νόμου.

Εἶναι σαφής, ὥστε δύναται νὰ ἐννοήση ταύτην ὄχι μόνον ὁ μορφωμένος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀμόρφωτος ἄνθρωπος. Καὶ πράγματι! Τὶς δὲν δύναται νὰ ἐννοήση τὸ «ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις ὁ ἄλλος νὰ κάμη εἰς σέ, αὐτὸ πρέπει νὰ κάμης καὶ σὺ εἰς αὐτόν;» Ἡ συντομία δὲν εἶναι εἰς βάρος τῆς σαφήνειας.

Ἡ ἐντολὴ αὕτη δὲν εἶναι μόνον σύντομος καὶ σαφὴς ἀλλὰ καὶ σοφὴ διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ σήμερον ἀκόμη θέτουσι θεωρητικῶς ὡς ὕψιστον κανόνα διαγωγῆς τὸ «ὅ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μηδενὶ ποιήσεις» ἤτοι ὅ,τι δὲν θέλεις νὰ σοῦ κάμουν, μὴ κάμης. Πρακτικῶς δὲ ἐφαρμόζουσι τὸ «ὅσα ἂν ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς αὐτοῖς ὁμοίως». Καὶ αἱ δύο αὐταὶ ἀρχαὶ τῆς ζωῆς, εἶναι πολὺ ἐλλειπεῖς ἔναντί τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ διατί. Ἐφαρμόζων τις τὸ «ὅ σὺ μισεῖς ἑτερῳ μὴ ποιήσῃς» ἐφαρμόζει ἐντολὰς ἀρνητικάς, αἱ ὁποῖαι μᾶς λέγουσι τί δὲν πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἡ ζωὴ ὅμως ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ θετικὰς ἐντολάς, πρέπει δηλαδὴ νὰ μάθωμεν τί πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἐφαρμόζων δὲ ὁ ἄνθρωπος τὴν δευτέραν ἀρχὴν «ὅσα ἂν ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς αὐτοῖς ὁμοίως» θὰ ἀναγκασθῆ νὰ κλωτσήση τὸν ἄλλον, ὅταν ὁ ἄλλος τὸν κλωτσᾶ, νὰ ἀπαντᾶ εἰς τὸ μῖσος τοῦ ἄλλου μὲ τὸ μῖσος τὸ ἰδικόν του. Ἀλλὰ τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν μεταβάλλεται εἰς κτῆνος; Καὶ ὅταν ἀγαπᾶ τὸν ἄλλον, διότι ἐκεῖνος πρῶτος τὸν ἀγάπησε, δὲν εἶναι δοῦλος τῆς ἀγάπης τοῦ ἄλλου;

Ἡ πλήρης ἑπομένως ἐντολή, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄρνησις ἀλλὰ θέσις, δὲν εἶναι κτηνώδης ἀλλὰ θεία, δὲν ἔχει δουλικότητα, ἀλλὰ ἐλευθερίαν, εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ὅσα ἂν θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς». Ἡ σοφία τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ Κυρίου δὲν φαίνεται μόνον, ὅταν συγκριθῆ πρὸς τὰς δύο ἀνωτέρω ἀναφερθείσας ἀρχὰς τῆς ζωῆς, θεωρητικὴν καὶ πρακτικήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πράγματα.

Καὶ συγκεκριμένως. Εἶσαι πλούσιος. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον πρέπει νὰ φέρεσαι πρὸς τὸν πτωχόν, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ ἐφέρετο ὁ πτωχὸς πρὸς σέ, ἐὰν σὺ ἦσο πτωχὸς καὶ ἐκεῖνος ἦτο πλούσιος. Εἶσαι σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἔχεις ἀνόητους μαθητάς. Πρέπει νὰ φέρεσαι πρὸς αὐτούς, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ ἐφέροντο αὐτοὶ πρὸς σέ, ἐὰν σὺ ἦσο μαθητὴς ἀνόητος καὶ ἐκεῖνοι σοφοὶ διδάσκαλοι. Κατακρίνεις; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ κατακρινομένου. Ψεύδεσαι; Σκέψου πόσον κακὸν εἶναι τὸ ψεῦδος, ὄχι ὅταν λέγης σὺ τὸ ψεῦδος πρὸς ἄλλους, ἀλλὰ ὅταν ἄλλοι ψεύδονται πρὸς σέ. Μισεῖς; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ μισουμένου. Εἶσαι προΐστάμενος; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑφισταμένου. Εἶσαι ἀρχιεργάτης; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τῶν ἐργατῶν. Εἶσαι μεγάλος; Δὲν πρέπει νὰ σκεφθῆς πῶς ἐφέροντο κατὰ τὸ παρελθὸν οἱ μεγαλύτεροί σου πρὸς σέ, ὥστε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ φέρεσαι καὶ σὺ σήμερον, πρὸς τοὺς μικρότερούς σου. Θὰ φερθῆς πρὸς τοὺς μικρότερούς σου ὄχι ὅπως σοῦ ἐφέρθησαν οἱ μεγαλύτεροί σου ἄλλοτε, ἀλλὰ ὅπως θὰ ἤθελες νὰ σοῦ ἐφέροντο.

Θέτων ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν συμπεριφορὰν του τὸν ἑαυτὸν του εἰς τὴν θέσιν τῶν ἄλλων κάμνει ἔργον δίκαιον καὶ σοφόν, διότι ὁ νόμος οὗτος εἶναι ὁ μόνος, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ γίνη παγκόσμιος, ὅπως λέγει ἕνας σοφὸς ὀνομαζόμενος Κάντιος. Ὁ νόμος οὗτος δὲν εἶναι μόνον δίκαιος καὶ σοφὸς ἀλλὰ καὶ ἐλεύθερος. Θὰ ἀγαπήσης τὸν ἄλλον ὄχι διότι σὲ ἀγαπᾶ, οὔτε διὰ νὰ σὲ ἀγαπήση ἀλλὰ διότι ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾶς.

Μία ἀπορία. Ἴσως εἴπῃ τις· ἐὰν δύο πρόσωπα διαφόρου φύλλου ἀγαπῶνται ἁμαρτωλῶς εἶναι νόμιμος ἡ ἀγάπη των, ἀφοῦ εἶναι ἀμοιβαία ἡ θέλησίς των;

Ἀπαντῶ. Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ πρὸς χριστιανούς. Ἑπομένως προϋποτίθεται, ὅτι οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχωσιν ἁμαρτωλὰς σχέσεις. Πλὴν αὐτοῦ συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο. Θέλεις σύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ἄνδρας νὰ ἔχη ἡ γυναῖκα σου, ἢ ἡ κόρη σου, ἢ ἡ ἀδελφή σου ἁμαρτωλὰς σχέσεις, ἔστω καὶ ἂν εἶναι μὲ τὴν θέλησίν των, πρὸς ἄλλον ἄνδρα;

Τέλος μεταξὺ δύο προσώπων ἀγαπωμένων ἀμοιβαίως καὶ ἁμαρτωλῶς, συγχέονται δύο διάφορα συναισθήματα: εὐχαρίστησις καὶ θέλησις. Καὶ κατ’ ἀρχὰς μὲν συγχέονται μέχρι συνταυτίσεως, κατόπιν ὅμως, ὅταν παρουσιασθῆ ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως καὶ πολὺ περισσότερον, ὅταν διὰ τοῦ κορεσμοῦ ἐπέλθη ὁ τραγικὸς χωρισμὸς των, βλέπομεν, ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θέλησις καὶ ἄλλο ἡ εὐχαρίστησις.

6.

Ἀγάπη στοὺς ἐχθρούς,πρόκληση ζωῆς(Λουκ.6,31-36)

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Μπροστὰ σ’ ἕναν καθρέπτη μᾶς τοποθετεῖ σήμερα ὁ Χριστός, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ νὰ ἐλέγχουμε τὸν ἑαυτὸ μας: «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως», δηλ. αὐτὸ ποὺ θέλετε νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι γιὰ σᾶς, αὐτὸ νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς σ’ ἐκείνους.

Μιὰ τέτοια στάση οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο ἀποφασιστικὸ βῆμα, γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴ χριστιανικὴ ζωή. Μιὰ τέτοια στάση δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας κανόνας καλῆς ἐξωτερικῆς καὶ τυπικῆς συμπεριφορᾶς, δὲν εἶναι ἀπλῶς ἕνα πλαίσιο, ὥστε νὰ οἰκοδομηθοῦν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας πάνω στὴν ἀμοιβαιότητα καὶ τὴ δικαιοσύνη. Ἡ ἀμοιβαιότητα τοῦ χρυσοῦ κανόνα (νὰ φέρεσθε πρὸς τοὺς ἀλλοὺς ὅπως θὰ θέλατε νὰ φερθοῦν σὲ ἐσᾶς ὑπαινίσσεται, ἀσφαλῶς, τὴ δικαιοσύνη, δὲν περιορίζεται, ὅμως, σὲ αὐτή. Καὶ ἐδῶ γεννιέται τὸ ἐρώτημα, πῶς συνυπάρχει στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία στὸ ἔσχατο ὅριό της φτάνει στὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς, μὲ τὴ δικαιοσύνη.

Ἡ περιχώρηση τῆς ἀγάπηs καὶ τῆs δικαιοσύνηs δὲν αἴρει τὴ μεταξὺ τουs ἔνταση. Χωρὶς δικαιοσύνη, οἱ ἀνθρώπινεs σχέσεις γίνονται σκληρὲs καὶ ἀδιάφορες καὶ χωρὶs ἀγάπη, γίνονται ἀποπνικτικὲς καὶ βάρβαρες. Ἡ ἀγάπη δὲν καταργεῖ τὴ δικαιοσύνη οὔτε τὴν ὑποκαθιστᾶ, ἀλλὰ τὴ διορθώνει καὶ ὑποδεικνύει τὴ σωστή της κατεύθυνση. Εἶναι ἡ ἀκατάλυτη δύναμη ποὺ ἔχει τὴ ρίζα της στὸν Θεό. Ὅταν ζητᾶμε, λοιπόν, ἀπὸ τὸν ἄλλο καλωσύνη, κατανόηση καὶ ἀγάπη, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸν βλέπουμε στὸ βάθοs τῆς ὑπαρξήs του. Ἐδῶ ἀκpιβῶs φαίνεται ὅτι ὅ καθένας μαs εἶναι ζωντανὴ εἰκόνα θεοῦ, ποὺ, ὅσο ἀμαυρωμένη, ὅσο σπιλωμένη καὶ ἂν εἶναι, ἔχει ὑπέρτατη ἀξία. Ἔτσι ὁδηγούμαστε φυσικὰ καὶ ἀβίαστα στὴν ἀγάπη.

Ἡ ἀγάπη στοὺς ἐχθροὺς

Ἡ ἀγάπη εἶναι γιὰ μᾶs γιὰ τοὺς πιστοὺς τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου, ἡ πεμπτουσία τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς, ὁ πυρήνας τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης. Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τὸ ἀπόθεμα καὶ ἡ ποιότητα τῆς πίστης μας. Μία ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται καὶ ἀγκαλιάζει ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ἀγαποῦμε μόνο ὅσους μᾶς ἀγαποῦν, ὅταν εὐεργετοῦμε μόνο ὅσους μᾶς εὐεργετοῦν, ὅταν βοηθᾶμε μόνο ὅσους μᾶς βοηθοῦν, τότε ἡ ἀγάπη μας γίνεται ψευδώνυμη, κίβδηλη καὶ ἰδιοτελής. Ὑποτάσεται στὸ καθημερινὸ παιχνίδι τῆς συναλλαγῆς- δίνω καὶ παίρνω-, ἐνῶ οἱ σχέσεις ποὺ διαμορφώνονται μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο στηρίζονατι πάνω στὸ πλέγμα τῆς ἀνταπόδοσης. Μία τέτοια συμπεριφορά, ὅμως, εἶναι ἐπιλήψιμη ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ γιατί ἔχει ὡς κίνητρό της τὸν ὑπολογισμὸ καὶ τὸ συμφέρον. Ἔτσι, μέτρο μὲ τὸ ὁποῖο ζυγίζουμε καὶ κάνουμε τὰ πάντα γύρω μας γίνεται τὸ ἐγώ μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βυθιζόμαστε στὴν ἀπομόνωση καὶ τὴ μοναξιά.

Ὁ ἄλλος εἶναι ἢ γίνεται ἐχθρός μας, τὸν ἀρνούμαστε, τὸν περιφρονοῦμε, τὸν ἀποφεύγουμε καί, κάποτε, στρεφόμαστε ἐναντίον του καὶ συγκρουόμαστε μαζί του μὲ μία ἀπίστευτη σκληρότητα. Κι ὅμως, ὁ ἀπέναντί μας δὲν εἶναι ἡ κόλασή μας, ἀλλὰ ὁ παράδεισός μας. Γίνεται ἡ κόλασή μας, ὅταν ἐμεῖς δὲν γινόμαστε γι’ αὐτὸν ὁ παράδεισός του. Ἂν ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα μας, τότε ἡ στροφή μας πρὸς τὸν ἄλλον εἶναι αὐτὸ ποὺ συντρίβει τὸν ἐγωισμό μας καὶ μᾶς ἀποκαθιστᾶ ὑγιεῖς μπροστὰ στὸν Θεό. Ὅσο πιὸ κακοὶ καὶ ἀπεχθεῖς μᾶς φαίνονται οἱ ἄλλοι, τόσο μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιὰ μας σ’ αὐτοὺς θεραπεύεται ἡ ἀρρώστια μας.

Γράφει ἕνας λόγιος Μητροπολίτης: “Καμιὰ μορφὴ ἀγάπης δὲν εἶναι πιὸ ἐλεύθερη ἀπὸ αὐτήν, καὶ καμιὰ μορφὴ ἐλευθερίας δὲν ταυτίζεται πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν (…) ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν περιμένει ἀνταπόδοση (…) εἶναι ἀληθινὰ χάρις, δηλαδὴ ἐλευθερία (…). Μόνο ὅταν συμπίπτει ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ἐλευθερία, ἔχουμε θεραπεία”.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ λέγοντας: “Οὐ γὰρ εἶπε, μὴ μισήσῃs, ἀλλά, ἀγάπησον”· καὶ συνεχίζει: «Πρόσεξε τώρα καὶ ἐσύ, καθὼς ἀνεβαίνεις πρὸs τὰ πάνω. Ὅταν σὲ ἀδικήσουν, νὰ μὴν ἀνταποδώσεις. Ἐπίσης, νὰ μὴν μισήσεις αὐτὸν ποὺ σὲ ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσεις. Ἀκόμη περισσότερο, νὰ τὸν εὐεργετήσεις καὶ νὰ παρακαλεῖς γι’ αὐτὸν τὸν Θεό». Σ’ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ σκάλα ἔχουμε μόχθο καὶ πολὺ ἀγώνα μπροστά μας, ἀλλὰ ἡ συνείδησή μας δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει νὰ ἡσυχάσουμε, ὥσπου νὰ βιώσουμε τὴν ἀγάπη ὡς δῶρο καὶ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

7.

Θέλεις νὰ γίνεις υἱὸς τοῦ Ὑψίστου;

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Στὴν «ἐπὶ τόπου πεδινοῦ» διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς παραδίδει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν ταυτίζεται μὲ τὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους» ὁμιλία ποὺ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἀκοῦμε μαθήματα γιὰ «προχωρημένους». Ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται βέβαια πρῶτα πρὸς τοὺς μαθητές του, μέσω αὐτῶν ὅμως διδάσκει ὅλους μας. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι κάποτε τοὺς εἶπε: «ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ ἀκούει».

Ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια στὴν ἀνιδιοτέλεια

Στοὺς προηγούμενους στίχους μᾶς ἔχει ζητήσει νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας, νὰ εὐχόμαστε γι’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς καταρῶνται, νὰ γυρίζουμε καὶ τὸ ἄλλο μάγουλο σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς χαστουκίζουν, νὰ δίνουμε καὶ τὸ πουκάμισό μας σ’ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ μᾶς πάρουν τὸ πανωφόρι μας καὶ ἄλλα παρόμοια κάπως δύσκολα. Καὶ ἐπειδή, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «εἶναι φυσικὸ ἀκόμη καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι νὰ τὰ θεωροῦν ὅλα αὐτὰ δυσκατόρθωτα», προσπαθεῖ κατ’ ἀρχὴν νὰ μᾶς βοηθήσει… χαϊδεύοντας λίγο τὸν ὑγιῆ ἐγωισμό μας. Ναί, μᾶς προτείνει τὸ πιὸ ἐγωιστικὸ γιὰ ἐμᾶς βραβεῖο: τὴν ἱκανοποίηση φιλαυτίας μας. «Βραβευτὴν δέχεται τὸν ἐν ἡμῖν φιλαυτίας νόμον». Μὲ ἄλλα λόγια μᾶς λέει: «Κάνετε ἕνα δῶρο στὸν ἑαυτό σας: Ἀγαπῆστε τοὺς ἄλλους, ὅσο ἀγαπᾶτε τὸν ἑαυτό σας! θέλετε οἱ ἄλλοι νὰ εἶναι ἀμνησίκακοι, μακρόθυμοι, πράοι, συμπάσχοντες μὲ ἐσᾶς; Τὸ ἴδιο νὰ εἶστε κι ἐσεῖς πρὸς ἐκείνους».

Μετὰ ὅμως μᾶς κεντρίζει τὸ φιλότιμο λέγοντας: «Προφανῶς δὲν θὰ θέλατε νὰ μείνετε μόνο σὲ ψευτοκατορθώματα, ποὺ καὶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἶναι αὐτονόητα: Κι αὐτοὶ ἀγαποῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀγαποῦν, βοηθοῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς βοηθοῦν καὶ δανείζουν σὲ ἐκείνους ποὺ ἐλπίζουν ὅτι θὰ τὰ πάρουν πίσω. Ἐγὼ σᾶς καλῶ σὲ ψηλότερες κορυφές: Ἀγαπᾶτε κι αὐτοὺς ποὺ ὄχι μόνο δὲν σᾶς ἀγαποῦν, ἄλλα καὶ σᾶς μισοῦν. Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας. Καὶ κάνετε καλὸ καὶ σ’ ἐκείνους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν περιμένετε οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ».

Τὸ ἀγώνισμα ποὺ θεοποιεῖ

Τὸ βραβεῖο καὶ ἡ ἀμοιβὴ ἐδῶ δὲν θὰ εἶναι ἁπλῶς μία φίλαυτη χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση ἀλλὰ κάτι ἀσύγκριτα ἀνώτερο: θὰ γίνετε υἱοὶ τοῦ Ὑψίστου Πατέρα μου, «τοῦ ἐν οὐρανοῖς», ποὺ κι Ἐκεῖνος, ὄχι μόνο δὲν μισεῖ ἀλλὰ καὶ εὐεργετεῖ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑβρίζουν. θὰ τοῦ μοιάσετε τόσο πολύ, ποὺ θὰ σᾶς ἀναγνωρίσει δικά του παιδιά, παρόλο ποὺ τὰ μεγέθη εἶναι ἀσύγκριτα: Ἐσεῖς περιφρονεῖσθε καὶ ἀδικεῖσθε ἀπὸ ὁμόδουλους συνανθρώπους σας· Ἐκεῖνος ὅμως ἀπὸ τὰ κτίσματά του, τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ φυσικά, δὲν συγκρίνονται οἱ εὐεργεσίες ποὺ Ἐκεῖνος κάνει σ’ ἐμᾶς, μὲ αὐτὲς ποὺ ἐσεῖς κάνετε στοὺς συνανθρώπου σας.

Ἐδῶ, σίγουρα, δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μία ἠθικὴ βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἁπλῶς λύνει κάποια κοινωνικὰ προβλήματα συνύπαρξης μὲ τοὺς ἄλλους. Ἐδῶ ὁ Θεὸς μᾶς χαρίζει μία ὀντολογικὴ μεταμόρφωση, τὴν κατὰ χάριν ὁμοίωση μὲ Ἐκεῖνον, τὴ θέωση. Καὶ ὑπέροχα ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν εἶπε ὁ Χριστός, ἂν νηστεύετε, παρθενεύετε ἢ προσεύχεσθε θὰ γίνετε ὅμοιοι μὲ τὸν ἐπουράνιο Πατέρα· ἀλλὰ ἂν γίνετε οἰκτίρμονες καὶ ἐλεήμονες ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς σας». Αὐτὰ τὰ λέει ἕνα κορυφαῖο πρότυπο νηστείας, παρθενίας καὶ προσευχῆς, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὄχι γιὰ νὰ ὑποτιμήσει τὶς θεοποιοὺς αὐτὲς ἀρετές, ἀλλὰ γιὰ νὰ τονίσει ὅτι οἱ ἠθικὲς ἀρετὲς δὲν εἶναι αὐτοσκοπὸς ἀλλὰ ἀπαραίτητα σκαλοπάτια, γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν κορυφὴ τῆς ἀγάπης: Τῆς ἀγάπης καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς.

Ἡ στρατηγική της τέλειας ἀγάπης

Ὁ Μάρτιν Νιμέλερ, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς ἥρωες τῆς Γερμανίας, διακριθεὶς ὡς διοικητὴς ὑποβρυχίου στὸν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τὸ 1924 ἄφησε τὴ στρατιωτική του καριέρα καὶ ἔγινε ἱεροκήρυκας. Ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ κατήγγειλε τὶς ἀντιχριστιανικὲς ἀρχὲς τοῦ ἐθνικοσοσιαλισμοῦ καὶ αὐτὸ τὸ «πλήρωσε» μὲ ἐγκλεισμὸ στὸ φρικτὸ Νταχάου μέχρι τὸ τέλος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλώντας γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς φυλακῆς του, εἶπε: «Δὲν φοβόμουν τόσο ὅτι κάποια μέρα θὰ μὲ κρεμοῦσαν στὴν ἀγχόνη ποὺ εἶχαν στήσει στὸ προαύλιο τῆς φυλακῆς μας. Περισσότερο φοβόμουν μήπως ἀντιδροῦσα λέγοντας: «Ὑπάρχει Θεὸς καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς δείξει!». Ὅμως, ἂν ὁ Χριστὸς πέθαινε ἔτσι, χωρὶς νὰ συγχωρήσει τοὺς σταυρωτές του, δὲν θὰ ὑπῆρχε γιὰ ἐμᾶς σωτηρία, οὔτε τρόπος νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει. Δὲν θὰ εἴχαμε ἐλπίδα Ἀνάστασης! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ δική μας σωτηρία προϋποθέτει τὸ ὅτι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας».

O ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι μᾶς στηρίζει σ’ αὐτὸ τὸ σωτήριο ἀγώνισμα μὲ τὶς πρακτικὲς συμβουλές του: «Ἄρχισε νὰ προσεύχεσαι γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σὲ στενοχώρησε μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ σου· πήγαινε μόνος σου νὰ τὸν βρεῖς, ὅταν δεῖς ὅτι ξεθύμανε ὁ θυμὸς του· δῶσε του καὶ κάποιο δωράκι· φέρσου του φιλόφρονα. Τότε μίλησέ του γιὰ συγχώρηση. Δεῖξε του ὅσο πιὸ πολλὴ ἀγάπη μπορεῖς. Τίποτε δὲν φέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ συναίσθηση τόσο, ὅσο τὸ νὰ μιλᾶς γι’ αὐτὸν μὲ καλοσύνη καὶ ταπείνωση. Καὶ τίποτε δὲν τὸν ἐξοργίζει τόσο, ὅσο τὸ νὰ τὸν κατηγορεῖς ὅτι σὲ πίκρανε, νὰ τὸν ἀποφεύγει καὶ νὰ τὸν κακολογεῖς σὲ ἄλλους. Μὴν τὸ ξεχνᾶς, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἀκούει, θὰ τοῦ τὰ μεταφέρει. Αὐτὸ εἶναι μεγάλο κακό. Καὶ ἰσχύει ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς λεγόμενους “πνευματικοὺς ἀνθρώπους”. Ὅμως ἀληθινὰ “πνευματικὸς ἄνθρωπος” εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ σώσει ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐχθρὸ του· αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὰ σοφός· ὁ τέλειος ἀγωνιστής».

8.

Εὐαγγέλιον Λουκᾶ, 6,31-36

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἡμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως.»

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀπείρως ἁπλὸ, ἄν τὸ δεχτοῦμε μὲ ἁπλότητα. Τὸ κύριο πρόβλημα μας ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἀναζητοῦμε σὲ αὐτὸ θεολογικὸ βάθος ἀντὶ νὰ βλέπουμε τὴν ἀμεσότητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἁπλότητα, ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς ὅπως σὲ φίλους, οὔτε κἄν σὰν σὲ μαθητές, ἀλλὰ ὅπως ἀπευθύνεται κάποιος σὲ φίλους· ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος εἶπε, πηγαίνοντας πρὸς τὰ Ἰεροσόλυμα, «Δὲν σᾶς καλῶ πλέον δούλους, ἀλλὰ σᾶς καλῶ φίλους ἐπειδὴ ὅ,τι ἔχω νὰ πῶ τὸ μοιράστηκα μαζί σας».

Κι ἔτσι ἄς ἐκλάβουμε τὰ λόγια ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μὲ τὴν ἀμεσότητα ποὺ εἰπώθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό : «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».

Εἶναι κάτι ποὺ ἔχετε δεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς, ἀλλὰ εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποίο ζοῦμε; Θέλουμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας κατανόηση, ὑπομονή, συμπόνοια, στήριξη, φιλία καὶ ὅλη τὴν ἁπλότητα τούτου τοῦ κόσμου. Δὲν περιμένουμε ἀπὸ ἐμᾶς ἠρωικὲς πράξεις, ἐπειδὴ δὲν ζοῦμε ἠρωικὲς στιγμὲς καὶ καταστάσεις. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ποὺ περιμένουμε νὰ λάβουμε. Καὶ ἄν ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας τὶ κάνουμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς περιβάλλουν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐκπληρώνουμε τούτη τὴν ἁπλὴ καὶ ἄμεση ἐντολή, αὐτὴ τὴ συμβουλὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἄν κάνετε αὐτὰ τὰ πράγματα θὰ εἶστε πραγματικὰ ἄνθρωποι;

Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ, ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ σκεφτόμαστε σπουδαῖα, ἠρωϊκὰ πράγματα, καὶ ὅταν κάνουμε αὐτὲς τὶς μεγάλες σκέψεις πρέπει νὰ βροῦμε τὰ πιὸ ἁπλὰ πράγματα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε. Ὅταν διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι θὰ πρέπει νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, νομίζουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε, ἐπειδὴ δὲν γίνεται καμμιὰ προσπάθεια νὰ ἐπηρεάσουμε τὴ ζωὴ τοῦ πλησίον μας, αὐτοῦ ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ μας. Κι ὅμως νὰ προσφέρει κάποιος τὴ ζωή του σημαίνει νὰ τὴν ἀφιερώσει, ν’ ἀφιερώσει ὅλη του τὴν ἐνέργεια, τὴν κατανόηση, τὴν ὑπομονή, τὴ μέριμνα, τὴ συμπάθεια σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται γύρω μας. Μὲ ἄλλα λόγια νὰ κάνουμε στοὺς ἄλλους ὅ,τι θέλουμε νὰ μᾶς κάνουν.

Ἄς σκεφτοῦμε σοβαρὰ αὐτὴν τὴν πολύ, πολὺ ἁπλὴ ἐντολή, καὶ ἄς δοῦμε ὅτι μᾶς ἀκολουθεῖ κάθε λεπτό, ἐπειδὴ περιμένουμε τὰ πάντα καὶ δίνουμε τόσο λίγα. Πραγματικὰ δίνουμε σ’ ἐκείνους ποὺ μᾶς εἶναι ἀγαπητοί, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτοὶ πρέπει τόσο συχνὰ νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὴν ἔλλειψη κατανόησης, ὑπομονῆς καὶ συμπόνοιας. Ἄς μᾶς προβληματίσουν αὐτὰ τὰ ἁπλὰ καὶ ἄμεσα λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄς σταθοῦμε κριτικὰ ἀπέναντι τους· ἄς ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας πῶς μπορῶ νὰ σταθῶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅταν θὰ μοῦ πεῖ, «Ἄκουσες αὐτὰ τὰ λόγια, τὰ κατανόησες, τὰ ἐπανέλαβες» – πράγματι, γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἱερεῖς-«τὰ κήρυξες καὶ τὶ ἔκανες;» Καὶ πόσο λυπηρὸ θὰ εἶναι νὰ κοιτάξουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ποῦμε, «Ἰσχυρίστηκα ὅτι εἶμαι μαθητής σου ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔκανα τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἤθελες· νὰ σώσω ἅλλους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ δυστυχία, τὴ μοναξιά, τὸ κακό». Ἀμήν.

9.

Ἡ πάλη ἐναντίον τῶν συμβιβασμῶν (Β΄Κορ. 6,16-7,1)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς, ἀπό τήν Β΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου, εἶναι σέ νεοελληνική μετάφραση τό ἀκόλουθο:

«Ἀδελφοί, μπορεῖ νά ὑπάρχουν στόν ἴδιο τόπο ὁ ναός τοῦ Θεοῦ καί ὁ ναός τῶν εἰδώλων; Ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: Θά κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους. Θά εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοί θά εἶναι λαός μου. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος: Φύγετε μακριά ἀπ’ αὐτούς καί ξεχωρίστε. Μήν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ. Θά εἶμαι γιά σᾶς ὁ Πατέρας, κι ἐσεῖς θά εἶστε γιοί καί θυγατέρες μου, λέει ἀκόμα ὁ παντοκράτορας Κύριος. Ἀφοῦ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε αὐτές τίς ὑποσχέσεις, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό καθετί πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή. Ἄς ζήσουμε μία ἅγια ζωή μέ φόβο Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 6,16-7,1).

Τά λόγια αὐτά ἀπευθύνονται στούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου, γιά τούς ὁποίους ἡ χριστιανική ἰδιότητα συνοδευόταν ἀπό ὁρισμένες βασικές θυσίες μέσα στήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς. Δέν ἦταν π.χ. αὐτονόητο ὅτι μποροῦσε κανείς νά ἀσπασθεῖ τόν Χριστιανισμό καί παράλληλα νά ἐξακολουθεῖ νά μετέχει στήν κοινωνική ζωή τῆς πόλης του, ἤ νά προάγεται ἐπαγγελματικά, χωρίς ἡ χριστιανική ἰδιότητά του νά τοῦ στέκεται ἐμπόδιο. Ἔπειτα, ὑπῆρχαν καί τά λεγόμενα «εἰδωλόθυτα», ὑπολείμματα δηλαδή κρεάτων ἀπό ζῶα θυσιασμένα στούς εἰδωλολατρικούς θεούς πού προσφερόταν σέ συνεστίαση. Ἦταν δυνατό νά λάβει μέρος ὁ χριστιανός σέ μία τέτοια ἐκδήλωση; Ἀλλά καί ἦταν εὔκολο νά ἀρνηθεῖ τή συμμετοχή του στούς συγγενεῖς ἤ φίλους ποὺ τόν καλοῦσαν; Κι ἄν ὁ προσκαλῶν ἦταν ὁ ἐργοδότης του, ἦταν τόσο αὐτονόητο γιά τόν νέο χριστιανό νά ἀρνηθεῖ θέτοντας σέ κίνδυνο τή θέση του; Τό πρόβλημα σέ μᾶς σήμερα φαίνεται λιγότερο ὀξύ, τότε ὅμως ἦταν ἕνα καυτό ὑπαρξιακό καί πρακτικό πρόβλημα.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Παύλου εἶναι αὐστηρή: Ὅπως τό φῶς δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τό σκοτάδι, ἔτσι καί ὁ χριστιανικός Θεός δέν ἔχει μέ τά εἴδωλα. Ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει μέ τό ψέμα. Ἐκείνη ὁδηγεῖ στή ζωή, αὐτό στόν θάνατο. Τά ἀσυμβίβαστα δέν συνταιριάζονται παρά μέ ζημία πάντοτε γιά τίς συνειδήσεις. Καί ὅμως πολλές φορές, ἰδίως σήμερα, φιμώνεται ἡ βαθύτερη διαμαρτυρία τῆς συνειδήσεως, κι ὁ συμβιβασμός γίνεται αὐτονόητη πραγματικότητα γιά τήν ὁποία κανείς δέν ἀνησυχεῖ. Θυσιάζονται ἰδανικά καί ἰδεολογίες γιά τήν ἐπίτευξη οἰκονομικῆς καί ἐπαγγελματικῆς ἀνόδου, γιά τήν ἐξασφάλιση μιᾶς κοινωνικῆς θέσης, γιά τήν τακτοποίηση γενικά μέσα στή ζωή. Ὅσο κι ἄν δέν εἶναι ἀρεστό νά τό ὁμολογοῦμε, ὁ συμβιβασμός μέ τίς διάφορες καταστάσεις τῆς ζωῆς παρατηρεῖται σέ μεγάλη κλίμακα, πολλές φορές μάλιστα εἶναι καί ἀναπόφευκτος. Κι ἄς μή νομίσει κανείς ὅτι αὐτό γίνεται πάντοτε συνειδητά καί σχεδιασμένα. Μπορεῖ νά παρεκκλίνει κανείς σέ μία γεμάτη συμβιβασμούς συμπεριφορά χωρίς νά τό καταλάβει, ἀνεπαίσθητα, μέ εὐσεβῆ καμιά φορὰ προσχήματα. Ἡ συνήθεια στόν χριστιανισμό ὑπάρχει κίνδυνος νά μεταφέρει τόν χριστιανό ἀπό τήν οὐσία στόν τύπο, ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης στό γράμμα τοῦ Νόμου. Πάνω ὅμως ἀπό τή συνήθεια βρίσκεται ἡ συνειδητή συμπεριφορά, ἡ ὁλοκληρωτική προσκόλληση στόν Θεό μακριά ἀπό συμβιβασμούς καί ψεύτικη ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεως, μακριά ἀπό προσκόλληση σέ εἴδωλα.

Τό μήνυμα τοῦ Παύλου πρός τούς Κορινθίους ἀποτελεῖ μία ἀφυπνιστική φωνή πρός τόν χριστιανό κάθε ἐποχῆς, φωνή ἐναντίον τοῦ εὔκολου συμβιβασμοῦ, τῆς «δίψυχης» συμπεριφορᾶς, τῆς ἀπαράδεκτης προσαρμοστικότητας. Ὁ πιστός δέν ζεῖ βέβαια ἐκτός τόπου καί χρόνου, καί δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀνεπηρέαστος ἀπό τίς ἑλκυστικές δυνάμεις τῆς ζωῆς. Ὡς ναός ὅμως τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ δέν πρέπει νά ἐπιτρέψει στόν ἑαυτό του τή φθορά καί τή συμμετοχή του σέ ναούς εἰδώλων. Ἡ ζωή του εἶναι μία πάλη σκληρή καί συνεχής, ἕνας ἀγώνας ἐναντίον τῶν ἀντιθέτων πρός τά ἰδανικά τοῦ δυνάμεων. Ἀλλά συγχρόνως καί ἀγώνας ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, πού χωρίς νά τό καταλάβει, μέ εὔλογες δικαιολογίες καί μέ φαινομενικά ὀρθές καί λογικές ἐνέργειες προσαρμόζει τόν Χριστιανισμό στά μέτρα του, δημιουργώντας μία ἐπιφανειακή ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεώς του. Ἡ ἀφυπνιστική φωνή τοῦ Παύλου συνίσταται στό ξεσκέπασμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, στήν τοποθέτησή του μπροστά στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει μέ τό ψέμα τῆς κοινωνικῆς συμβατικότητας, μέ τήν ὑποκρισία καί τόν συμβιβασμό. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὀδυνηρή, ἀλλά ἀπό τήν ὀδύνη γεννιέται ἡ ζωή, ἡ ζωή πού δέν χαρακτηρίζεται ἀπό τόν φόβο τοῦ βιολογικοῦ τερματισμοῦ της,

10.

Η αγάπη προς τους εχθρούς”

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

ΑΓΑΠΗ: Όταν οι άνθρωποι έχουν επίγνωση της θείας φιλανθρωπίας προς αυτούς, θα είναι φιλάνθρωποι κι ο ένας προς τον άλλον. Οι άνθρωποι, όμως, γίνονται ανελεήμονες γιατί περιμένουν από τους άλλους να τους ελεήσουν, ενώ και οι άλλοι περιμένουν το ίδιο απ’ αυτούς. Σ’ αυτήν την αμοιβαία ατέρμονη αναμονή, γινόμαστε άσπλαχνοι κι ανελεήμονες. Η ελεημοσύνη όμως είναι ενεργητική αρετή. Η φιλανθρωπία του Θεού, αποδεδειγμένη στο Γολγοθά, απαιτεί τη φιλανθρωπία των ανθρώπων. “Αν ο Θεός δεν είχε πρώτος δείξει τη φιλανθρωπία Του, ο κόσμος δε θα ήξερε τι ήταν.” (Α. Νικόλαος Βελιμίροβιτς). Ο άνθρωπος, κατανοώντας την ενεργητικότητα της φιλανθρωπίας κι αρχίζοντας να την εφαρμόζει, σύντομα θα διαπιστώσει, κατά τους Πατέρες, πως ο ουρανός κι η γη θα του αποκαλυφθούν με νέα χρώματα. Η φιλανθρωπία είναι όπως η θραύση πέτρας με πέτρα, που πάντα παράγει σπινθήρα. Και αυτός που παράγει το σπινθήρα κι ο άλλος που τον δέχεται, νιώθουν τη σπίθα της παρουσία του. Η ευσπλαχνία είναι ανώτερη από τη συμπόνια. Ο άνθρωπος ίσως νιώσει συμπόνια για έναν επαίτη, αλλά τον προσπερνάει. Ο φιλάνθρωπος όμως θα τον βοηθήσει. Όμως, σήμερα όλοι γίναμε φίλαυτοι, ιδιοτελείς, εγωπαθείς. Κέντρο της ζωής μας κατέστη ο ευατούλης, το σπίτι, η οικογένειά μας· πέραν τούτων, ουδέν. Μια σκέψη του μακαριστού επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου προβληματίζει για το αν έχουμε αγάπη μέσα μας: “Κάθεσαι το μεσημέρι και τρως. Σὲ ρωτῶ: την ώρα που έχεις στρωμένο το τραπέζι, σκέπτεσαι ότι υπάρχει στη γειτονιὰ ένας πεινασμένος; Πέντε πιάτα έχεις στο τραπέζι σου; Κάν᾿ τα έξι· θα τα ευλογήσει ο Θεός. Έρχεται βαρὺς χειμώνας, με κρύα, με πάγους, με χιόνια, κι εσὺ ἔχεις σπίτι σου σεντούκια με ρούχα, σκεπάσματα, βελέντζες, διπλά καὶ τριπλά. Για σκέψου· κάπου αλλού υπάρχουν άνθρωποι που τουρτουρίζουν!”. Συνεπώς, ο χρυσός κανόνας που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας είναι απλός: «Καθὼς θέλετεί ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Όμως, ακόμη ανώτερο είναι να δείξουμε αγάπη στους εχθρούς μας. Η ελεημοσύνη είναι ανώτερη από τη συχώρεση. Η συχώρεση είναι το πρώτο μισό του δρόμου προς το Θεό. Η τέλεση έργων αγάπης είναι το δεύτερο μισό, και χωρίς αυτή δεν αγγίζει κανείς τον Κύριο. Η αγάπη που ωθεί σε ανάλογα έργα, είναι ανώτερη της κοσμικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτό, λέει ο Σέρβος Πατέρας Νικόλαος Βελιμίροβιτς: “είναι καλύτερο στους ανθρώπους ν’ ασκούνται από τη παιδική ηλικία στη γνώση της γλυκύτητας που προσφέρει η αγάπη κι η φιλανθρωπία, παρά να μάθουν τη σκληρότητα του νόμου”. Πράγματι όταν ο άνθρωπος “ωριμάσει” στο κοινωνικό γίγνεσθαι και η καρδιά του σκληρύνει, είναι δύσκολο να γίνει σπλαχνική. Όταν οι άνθρωποι είναι ελεήμονες δε θ’ αμαρτήσουν ενάντια στο νόμο. Αντιθέτως, όταν τηρούν το νόμο μα τους λείπει η φιλανθρωπία, κινδυνεύουν να χάσουν το στόχο, το στεφάνι της υποσχεθείσας δόξας.

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ:  Η εντολή του Κυρίου, αυτή της αγάπης προς τους εχθρούς μας, τοποθετείται σε ύψιστη θέση. “Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοί­ως”. Τα λόγια του Ευαγγελίου μας εισάγουν στην αγάπη για τους εχθρούς μας. Αν δε θέλουμε να γίνουν εχθροί μας οι άνθρωποι, ας φροντίσουμε να μη γίνουμε εμείς εχθροί τους. Αν ο άνθρωπος έχει εχθρούς, αυτό σημαίνει πως είναι εχθρός κάποιου. Πώς απαιτεί τότε από έναν άνθρωπο να γίνει φίλος του, αφού ο ίδιος είναι εχθρός του; Πρώτα πρέπει να ξεριζωθεί η έχθρα από την καρδιά κι υστέρα να μετρήσει τους εχθρούς του στον κόσμο. Αν όμως ξεριζωθεί από την καρδιά αυτή η ρίζα θα βρεθούν όλο και λιγότεροι εχθροί να μετρήσει. Παύοντας ό ίδιος να είναι εχθρός αυτών που έχουν απομείνει ως εχθροί του, μπορεί να γίνει φίλος τους. Όσο γίνεται φίλος με τους άλλους, τόσο ο αριθμός των εχθρών του θα μειώνεται ώσπου θα μηδενιστεί. Το κυριότερο είναι πως σ’ αυτήν την περίπτωση θα έχουμε φίλο το Θεό. “Ας σκεφτόταν κάθε άνθρωπος τον αριθμό των ανθρώπων τους οποίους εχθρεύεται ο ίδιος, κι όχι εκείνους που είναι εχθροί του. Τότε το σκοτεινό πρόσωπο αυτού του κόσμου θα άστραφτε μέσα σε μια μέρα σαν τον ήλιο” [Α. Νικόλαος Βελιμίροβιτς]. Ακόμη, εφόσον κάθε άνθρωπος θέλει να του συγχωρούν τις αμαρτίες του, ας συγχωρεί κι αυτός τις αμαρτίες των άλλων. Κάθε άνθρωπος θέλει να συμπάσχουν οι άλλοι στις λύπες του και να χαίρονται στη χαρά του. Ας συμπάσχει κι αυτός με τις λύπες των άλλων κι ας χαίρεται με τις χαρές τους. Κάθε άνθρωπος θέλει ν’ ακούει καλά λόγια. Θέλει να τον τιμούν, να τον ταΐζουν όταν πεινάει, να τον επισκέπτονται όταν είναι άρρωστος και να τον προστατεύουν όταν τον κυνηγούν. Ας κάνει κι αυτός τα ίδια στους άλλους. Αν την εντολή αυτή την υιοθετούσαν όλες οι τάξεις, τα έθνη και τα κράτη, θα έπαυε αμέσως κάθε κακία και σύγκρουση ανάμεσά τους, θα εξαλείφονταν έχθρες και πόλεμοι. Λέγει ακόμη ο Κύριος: “Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι.” (Λουκ. στ’ 32-34). Αυτό πάει να πει: Αν περιμένετε από τους άλλους να σας κάνουν καλό και την καλοσύνη αυτή να την ανταμείψετε και σεις με καλό, δεν κάνετε κάτι επαινετό. Περιμένει ο Θεός ανταμοιβή για τη θερμότητα του ηλίου, για να δώσει εντολή στον ήλιο να λάμψει; Ή μήπως ενεργεί από ευσπλαχνία κι αγάπη; Η ευσπλαχνία αυτή η ενεργητική αρετή την κάνει σαφή ο Θεός από τότε που δημιούργησε τον κόσμο. Από την αρχή του κόσμου ο Κύριος μοίραζε απλόχερα τα πλούσια τα δώρα Του σ’ όλα τα πλάσματά Του. Αν περίμενε πρώτα από τα πλάσματά Του ανταπόδοση, ούτε ο κόσμος ούτε ο άνθρωπος θα υπήρχε σ’ αυτόν. Αν αγαπάμε μόνο αυτούς που μας αγαπάνε, σκεφτόμαστε εμπορικά κάνοντας ανταλλαγές. Όμως, η ευσπλαχνία δεν αποπληρώνει οφειλές της, αλλά πάντα δανείζει ατόκως. Η αγάπη, μάλιστα, δανείζει συνέχεια χωρίς να ελπίζει σε επιστροφή οφειλών. Η αγάπη προς τους “αγαπώντας ημάς” είναι μόνο το πρώτο “μάθημα” στο απέραντο βασίλειο της αγάπης. Η ανταπόδοση του καλού σ’ αυτούς που μας αγαπάνε, είναι στοιχειώδης αρετή, όπως και η ευγνομωσύνη, μπροστά στα καλά έργα. Άρα, έπαινος αξίζει στα έργα που, σε μικρή κλίμακα, μοιάζουν στα έργα της αγάπης του Θεού. Και συνεχίζει ο Κύριος: “Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς, γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί” (Λουκ. στ’ 35-36). Αυτά είναι τα ύψη στα οποία θέλει ο Θεός να εξυψώσει τους ανθρώπους. Αυτό είναι το ύψος της αξίας του ανθρώπου, η “κατά Θεόν υιοθεσία”, που ούτε κι ο μεγαλύτερος σοφός δεν είχε ποτέ ονειρευτεί. Ο Χριστός δεν λέει να τους ανέχεστε, όχι να είστε παθητικοί, αλλά να τους αγαπάτε.

ΑΦΥΣΙΚΗ Η ΠΡΟΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΓΑΠΗ;: Όμως, η αγάπη για τους εχθρούς δείχνει αφύσικη, σε πολλούς, κυρίως  μη χριστιανούς.  Όμως, η πίστη μας αναγνωρίζει δύο φύσεις: μία άφθαρτη, φωτεινή και άτρεπτη στο κακό, σαν αυτήν του Αδάμ προπτωτικά, κι άλλη μια διεστραμμένη, σκοτεινή κι επιρρεπή στο κακό, σαν κι αυτό που αντιμετωπίζουμε διαρκώς σ’ αυτόν τον κόσμο. Για την πρώτη φύση μας, η αγάπη για τους εχθρούς είναι απόλυτα φυσική. Στη φύση αυτή η αγάπη είναι σαν την αναπνοή. Αυτή είναι η αληθινή φύση που δημιούργησε ο Θεός και οτιδήποτε στη γη έχει αληθινή αγάπη, προέρχεται από την αγάπη αυτή. Στον κύκλο της δεύτερης, της επίγειας φύσης, η αγάπη για τους εχθρούς είναι σπάνια και θα μπορούσε να θεωρηθεί αφύσικη. Δεν είναι όμως. “Σε σχέση με την επίγεια φύση μας η αγάπη είναι στην ουσία υπερφυσική ή προ-φυσική, καθώς αυτή φτάνει στην αμαρτωλή φύση μας από την πρωταρχική, αναμάρτητη κι αθάνατη φύση που προϋπήρχε της δικής μας” [α. Νικόλαος Βελιμίροβιτς]. Σκεπτικιστές διατείνονται πως η αγάπη αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Είναι αλήθεια πως δεν είναι εύκολη, κυρίως για εκείνον που διδάσκεται την αγάπη μακριά από το Θεό, από τον οποίο τροφοδοτείται η αγάπη αυτή. Πώς όμως δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε αυτούς που αγαπάει ο Θεός; Ο Θεός δεν αγαπά περισσότερο εμάς απ’ όσο αγαπά τους εχθρούς μας και μάλιστα όταν είμαστε εχθροί άλλων. Ο Θεός όμως είναι αναμάρτητος κι άφοβος κι επομένως δεν υποπτεύεται κανέναν, αλλά τους αγαπά όλους. Μας αγαπά τόσο ώστε, όταν μας κυκλώνουν εχθροί χωρίς να φταίμε σε τίποτα, πρέπει να πιστεύουμε πως αυτό γίνεται σε γνώση Του και για το καλό μας.

ΕΧΘΡΙΚΟΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΙΚΟΙ ΕΧΘΡΟΙ: Όμως, πρέπει να παραδεχθούμε πως οι εχθροί μάς βοηθούν στην πνευματική μας πορεία. Αν δεν υπήρχε έχθρα στους ανθρώπους, πάρα πολλοί από εκείνους που ευαρέστησαν στο Θεό δε θα είχαν γίνει φίλοι Του. Ακόμα κι η έχθρα του σατανά μπορεί να βοηθήσει εκείνους που είναι ζηλωτές της Πίστης. Ο Απόστολος Παύλος υπήρξε ο μεγαλύτερος ζηλωτής. Ο ίδιος Απόστολος όμως λέει πως επέτρεψε ο Θεός στο διάβολο να τον πειράξει, όταν του αποκαλύφθηκαν πολλά μυστήρια: “Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρομαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρομαι” (Β’ Κορ. ιβ’ 7). Μάλιστα ο Απόστολος θεωρεί πως ο “σκόλοψ” τον βοήθησε ιδιαίτερα στην ύψιστη αρετή της ταπέινωσης, κι αυτή την έννοια έχει το “ίνα μην υπεραίρομαι”! Ίσως, όπως πιστεύει ο σύγχρονος Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Αχρίδος, οι φίλοι του ανθρώπου ζημιώνουν περισσότερο την ψυχή του από τους εχθρούς του. Ο ίδιος ο Κύριος είπε πως «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. ι’ 36). Εκείνοι που ζουν κάτω από την ίδια στέγη μαζί μας, που ενδιαφέρονται για τις σωματικές ανάγκες και τις ανέσεις μας, συχνά γίνονται εχθροί της σωτηρίας μας, γιατί η αγάπη κι η φροντίδα τους δε στοχεύει στην ψυχή αλλά στο σώμα μας. Αντιθέτως, οι τρόποι που χρησιμοποιούν οι εχθροί για να μας αναστατώσουν, μας βοηθούν. Το ότι μας απορρίπτουν, αυτό υπηρετεί τη σωτηρία μας! Πιέζοντάς μας στην κοσμική ζωή, ωθούμαστε ν’ αποσυρθούμε μέσα μας, να βρούμε την ψυχή μας και να ζητήσουμε από το Θεό να χαλυβδώσει την πίστη μας και να σώσει τους διώκτες μας! Οι εχθροί μας είναι πραγματικά εκείνοι που μας σώζουν από την καταστροφή που μας ετοιμάζουν, αθέλητα, οι οικείοι μας, που φροντίζουν το σώμα μας σε βάρος της ψυχής μας και χαλαρώνουν το χαρακτήρα μας!

ΕΥΕΡΓΕΣΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ: “Αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες”, λέει ο Κύριος σ’ όλους τους ανθρώπους αδιάκριτα, είτε σας αγαπούν είτε όχι. Ακολουθήστε το παράδειγμα του Θεού που ευεργετεί όλους, είτε φανερά είτε κρυφά. Αν η ευεργεσία σας δε θεραπεύει το μίσος του εχθρού σας, πολύ λιγότερο θα το θεραπεύσει η έχθρα σας. Λέει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: “Ελεήμων άνθρωπος είναι εκείνος που δίνει χαρά στους άλλους μ’ αυτά που ο ίδιος έλαβε από το Θεό: ψωμί, φαγητό, εξουσία, ένα λόγο προσευχής· που λογαριάζει τον εαυτό του οφειλέτη, αφού έλαβε παραπάνω απ’ όσα χρειάζεται. Μέσω του αδελφού του είναι σα να του ζητάει ο Θεός και γίνεται έτσι οφειλέτης του”. Αν ο εχθρός δε δεχτεί την ευεργεσία σου, δε σ’ εμποδίζει μ’ αυτό από το να συνεχίσεις να του δίνεις. Ο Κύριος είπε, “προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς” (Ματθ. ε’ 44). Ας κάνουμε λοιπόν προσευχή για τους εχθρούς μας, εας του ευεργετήσουμε. Αν ο εχθρός μου δε δεχτεί κάποιο είδος καλοσύνης ή εξυπηρέτησης από μέρους μου, ο Θεός θα δεχτεί την προσευχή που θα κάνω γι’ αυτόν. Ο Θεός θα μαλακώσει την καρδιά του και θ’ αλλάξει τη διάθεσή του για μένα. “Εκείνος που ξανακάνει την παγωμένη γη εύφορη κοιλάδα, όπου αναπτύσσονται πανέμορφα λουλούδια, μπορεί να λιώσει και τον πάγο της έχθρας της ανθρώπινης καρδιάς και να κάνει να ευδοκιμήσουν σ’ αυτήν τα ευωδιαστά λουλούδια της φιλίας” [Α. Νικόλαος Αχρίδος]. Όμως, το σπουδαιότερο είναι να μη χάσει ο “εχθρός “ μας την ψυχή του λόγω του μίσους του για εμάς. Περισσότερο πρέπει να προσεύχεται κανείς γι’ αυτό.

ΥΙΟΙ ΥΨΙΣΤΟΥ: Σε άλλα σημεία της Επί του όρους Ομιλίας Του ο Κύριος υπόσχεται τη Βασιλεία Του, την κληρονομία της γης και του ουρανού, τα ουράνια αγαθά του. Εδώ όμως ο Κύριος δίνει το μεγαλύτερο. Όποιος αγαπά τους εχθρούς του και τους ευεργετεί, θα φθάσει στο ανώτερο σημείο που μπορεί να κατακτήσει ο άνθρωπος. Με την αγάπη αυτή ο άνθρωπος θα γίνει κατά χάριν θεός, υιός του υψίστου Θεού. Θα αποκτήσει τα θεϊκά χαρακτηριστικά. Καμία άλλη αρετή δεν μας κάνει τόσο όμοιους με τον Θεό όσο η αγάπη και η ευσπλαχνία προς τους εχθρούς, προς τους πονηρούς και αχάριστους ανθρώπους. Αυτή η αγάπη μάς κάνει κατά χάριν θεούς. Θα μας πλουτίσει ο Θεός, διά της υιοθεσίας Του, με τα δικά του χαρακτηριστικά. Τι μεγαλύτερο μπορεί να ποθήσει κανείς; Αν τα κάνουμε όλα αυτά, η ανταπόδοση θα είναι μεγάλη: “Έσεσθε υιοί του Υψίστου”, θ’ αξιωθείτε ν’ αποκαλέσετε το Θεό «Πατέρα», «και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρύπτω, αποδώσει σοι εν τω φανερώ” (Ματθ. στ’ 6). Αν δε γίνει σήμερα ή αύριο αυτό, θα γίνει τότε στο τέλος του κόσμου, ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων. Ποιά μεγαλύτερη ανταπόδοση θα μπορούσαμε να περιμένουμε από το να κληθούμε παιδιά του Υψίστου, να ονομάζουμε τον Ύψιστο Πατέρα μας; Κι ενώ, ο ένας και μοναδικός Υιός του Υψί­στου είναι ο Κύριος Ιησούς, τώρα την ίδια τιμή υποσχέθηκε ο Θεός σ’ εμάς, τους αμαρτωλούς και παραστρατημένους. Τί σημαίνει η τιμή αυτή; Πως θα είμαστε μαζί Του στην αιωνιότητα, κοντά στη δική Του δόξα, όπου βασιλεύει χαρά χωρίς τέλος. Σημαίνει πως η αγάπη του Θεού Πατέρα θα είναι πάντα μαζί μας. Ακόμα κι όταν διερχόμαστε δοκιμασίες και δυσκολίες σ’ αυτή τη ζωή, όλα θ’ αντιστραφούν και θα καταλήξουν στο καλό μας. Σημαίνει πως όταν πεθάνουμε δε θα παραμείνουμε στον τάφο, αλλά θ’ αναστηθούμε, όπως Εκείνος αναστήθηκε εκ νεκρών. Σημαίνει πως σ’ αυτή τη γη τοποθετηθήκαμε προσωρινά. Στο σπίτι του ουράνιου Πατέρα μας όμως μας περιμένει κάλλος αθάνατο, τιμή και δόξα. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα ορφανό αν τον υιοθετήσει κάποιος βασιλιάς. Τότε, όλοι θα καταλάβουν πόσα αγαθά θ’ απολαύσει το ορφανό αυτό. Πόσο μάλλον η δική μας κατά Θεόν υιοθεσία!! Μας υιοθετεί ο Θεός όχι για χάρη μας, αλλά για χάρη του Μονογενούς Του Υιού, όπως λέει ο απόστολος: “Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε διά της πίστεως εν Χριστώ Ιησού” (Γαλ. γ’ 26). Ο Χριστός μας υποδέχεται σαν αδελφούς Του. Ο Θεός Πατέρας επομένως μας δέχεται σαν υιούς Του. Η εντολή της αγάπης για τον πλησίον επομένως, όσο δύσκολη κι αν φαίνεται, είναι ένα μικρό αντίτιμο που μας ζητάει ο Θεός για να μας φέρει πιο κοντά Του, στην υπέροχη και πανένδοξη βασιλεία Του. Στη Νέα Κτίση, ο Κύριος Ιησούς ζητάει από μας το ίδιο πράγμα που ζήτησε από τον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο: πίστη και υπακοή. Πίστη πως κάθε εντολή Του είναι για τη σωτηρία μας και απροϋπόθετη υπακοή σε κάθε μία από τις εντολές Του. Μας έδωσε κι αυτήν για ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας. Αν κάποια από τις εντολές Του δεν ήταν καλή και δεν υπηρετούσε τη σωτηρία μας, δε θα μας την έδινε. Εκείνος ήξερε πολύ καλύτερα αν η εντολή αυτή ήταν φυσική ή αφύσικη, δυνατή ή αδύνατη.

Η ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ: Ο πιστός, συνεπώς, ξεκινά από χαμηλά και με υπομονή και ζήλο φτάνει ψηλά. Ο Κύριος μέσα από τη σημερινή περικοπή παρουσίαζει τρεις βαθμίδες. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ: “Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείται αυτοίς ομοίως”. Στην Π. Διαθήκη η εντολή αυτή του Θεού παραδίδεται με αρνητική διατύπωση: “ο μισείς, μηδενί ποιήσης” [Τωβ. δ΄15]. Εδώ ο Κύριος τη διατυπώνει θετικά, όπως θετική πρέπει να είναι και η ενεργητική μας διάθεση προς τους συνανθρώπους μας. ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ: Μια αγάπη που θα αγκαλιάζει κι αυτούς που μας έβλαψαν, μας πίκραναν, μας αδίκησαν. Ο πιστός έτσι αναδεικνύεται ο χωρίς υστεροβουλία άνθρωπος της αγάπης. Μιας αγάπης που φτάνει στη θυσία και απλώνεται σε όλους. Προϋπόθεση αυτής της αγάπης είναι η ανεξικακία που έχει μέτρο τον ίδιο τον Κύριο, τον Κύριο πάνω στο Σταυρό, που είναι “χρηστός” και ευεργετικός και στους αχάριστους και τους κακούς. Γιατί Εκείνος: “ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους.” [Μτθ. Ε΄45]. Τέλος υπάρχει και η τρίτη και κορυφαία βαθμίδα: ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΤΙΡΜΟΙ: Και τι είναι έλεος; μα η αγάη στο μέγιστο βαθμό. Ο γρηγόριος Νύσσης το περιγράφει: “ιδίωμα του ελέους είναι η επίταση της αγαπητικής διαθέσεως”. Οικτιρμοί είναι η συμπάθεια, η ευσπλαχνία, ο καρδιακός πόνος για το συνάνθρωπο, αδελφό του Χριστού αλλά και δικό μας αδελφό. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει: “Μπορούμε να εξισωθούμε με το Θεό, με το ελεείν και το οικτίρειν. Δεν είπε ο Κύριος ότι μπορείτε να εξισωθείτε μαζί του εάν νηστέυετε, εάν ασκείτε παρθενία, δεν είπε εάν προσεύχεσθε… Αλλά τι είπε; Γίνεσθε οικτίρμονες.”!

ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ζούμε σε εποχές πλήρεις αντιφάσεων. Οικοδομούμε έναν ανάπηρο πολιτισμό, με τεχνολογία στα ύψη και κοινωνία αποθηριωμένη! Η απληστία σκοτώνει ισότητα και δικαιοσύνη, η φιλαυτία σκοτώνει την αγάπη, η μονομανία κι ο ατομισμός σβήνουν την ευσπλαχνία στον πόνο του διπλανού. Μόνη λύση, ο αναπροσανατολισμός της ανθρωπότητας και η ανακάλυψη στα ενδότερα της ψυχής μας του βαθύτερου νοήματος της ύπαρξής μας. Τότε ο στόχος και το βραβείο που προσφέρει ο Κύριος σε μας θα είναι κοντά μας: “εσόμεθα υιοί Υψίστου”!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία εις το «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι». Μητρ. Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη, Το κλειδὶ. Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Η τέλεια αγάπη.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon