ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ.
3 Οκτωβρίου, Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, πρώτου Επισκόπου, Μάρτυρος, Πολιούχου των Αθηνών.
«Χαῖρε, ὁ γνοὺς Χριστὸν διὰ Παύλου,
χαῖρε, πολλοὺς πρὸς Χριστὸν ἐπιστρέψας …
… Χαῖρε, ὅτι τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου κατεῖδες,
χαῖρε, ὅτι προθύμως δι’ Αὐτὸν σφαγιάζῃ…»
Παραδίδεται ότι, νέος βρέθηκε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου τη μέρα της Σταύρωσης του Χριστού, όπου ακούγοντας το μεγάλο σεισμό, και βλέποντας του ήλιου το σκοτασμό, αναφώνησε :
«Ή Θεός πάσχει ή το πάν απόλλυται»-«Ή ο Θεός υποφέρει ή χάνεται το παν» ! Έτσι, όντας κατά ένα τρόπο προϊδεασμένος, όταν αργότερα άκουσε το κήρυγμα του Απ. Παύλου στον Άρειο Πάγο, μέλος αυτού του Ανώτατου Δικαστηρίου πια, πίστεψε, βαπτίστηκε με την οικογένειά του, δίδαξε την Αλήθεια του Χριστού σε πολλά μέρη και τελειώθηκε με θάνατο μαρτυρικό.
Αρχές 51 μ. Χ. ο Απ. Παύλος φυγαδεύεται από χριστιανούς Θεσσαλονίκης και Βέροιας μέσω Μεθώνης της Πιερίας στην Αθήνα. Όπως και σε άλλα μέρη, συμπατριώτες του είχαν κινηθεί απειλητικά εναντίον του, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο της ζωή του. Αδυνατούσαν να συγχωρήσουν την «αποστασία» του βασικού διώκτη και πορθητή της Εκκλησίας-«καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν και επόρθουν αυτήν», Γαλ.13. Τους τον είχε πάρει θαυμαστά ο Χριστός έξω από τη Δαμασκό, και τον «είχε μεταλλάξει» χαρισματικά σε «Παύλο Απόστολο των εθνών»-των ειδωλολατρών !
«Τώρα, λοιπόν, ήταν στην πόλη του Θησέως και της Παλλάδος Αθηνάς, της θεάς της σοφίας… Όχι στην καλύτερη ώρα της … Αι Αθήναι ήταν σαν ένα δάσος από ναούς, βωμούς, αγάλματα … ανάμεσά τους και κάποιος ναΐσκος με ένα βωμό που είχε την επιγραφή: «Αγνώστω Θεώ»… Ο Παύλος έμεινε κατάπληκτος εμπρός σ’ αυτήν την επιγραφή, την εξήγησε όμως με άλλο τρόπο … στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο … που αποτελεί ένα θαυμάσιο κομμάτι αρχαίας ρητορικής»- Joseph Holzner «Παύλος»,μετ. Αρχιμ. Ιερώνυμου Κοτσώνη, σελ. 206κε
Μια ομιλία, πρώτη επίσημη συνάντηση-επαφή της Χριστιανικής Αλήθειας και του συνακόλουθου Μηνύματος και του Ελληνικού Πνεύματος, απανθίσματα της οποίας, σχολιασμένα από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο είναι όσα ακολουθούν, αποδοσμένα σε νεοελληνικό λόγο*.
1. Αναμονή, συζητήσεις και Άρειος Πάγος.
«Ενώ ο Παύλος τους περίμενε στην Αθήνα, αναστατωνόταν μέσα του -«παρωξύνετο το πνεύμα αυτού εν αυτώ»- που έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη είδωλα»-«θεωρούντι κατείδωλον ούσαν την πόλιν»-Πραξ.17,16-34. Με το δίκιο του αναστατωνόταν, δεν είχε δει σε άλλη πόλη τόσο πολλά είδωλα. Πρόσεξε όμως, πώς ταξινομεί τα πράγματα, πώς εξηγεί ότι μένει στην Αθήνα, και τους περιμένει, παρότι δεν του είναι ευχάριστο, όπως δείχνει και το, «αναστατωνόταν μέσα του». Που σημαίνει, ένιωθε … μια ιδιαίτερη ευαισθησία, πράγμα που είναι χάρισμα, όχι οργή, ούτε αγανάκτηση. Δεν υπέφερε απλώς, κυριολεκτικά έλιωνε μέσα του από τον πόθο να τους διδάξει, να τους βοηθήσει να αλλάξουν. Διό δεν έμενε αργός, προσπαθούσε να αρπαχτεί από κάπου. «Συζητούσε … κάθε μέρα στην αγορά με όποιους συναντούσε». Ήταν με όλους καταδεκτικός … ακόμα και όταν, όπως αυτοί, δεν μπορούσαν να καταλάβουν εκείνα που τους έλεγε …
Αυτές οι συζητήσεις στάθηκαν αφορμή να τραβήξει την προσοχή και κάποιων πιο καλλιεργημένων ανθρώπων …. «Μερικοί από τους Επικούρειους και Στωικούς φιλοσόφους συζητούσαν μαζί του, και κάποιοι απ’ αυτούς έλεγαν:
«Τι άραγε θέλει να μας πει ετούτος ο παραμυθάς»-«τι αν θέλοι ο σπερμολόγος ούτος λέγειν;». Και άλλοι έλεγαν:
«Φαίνεται πως κηρύττει τίποτα ξένους θεούς» … Τον άκουσαν να κάνει λόγο για κάποια άλλη διδασκαλία, κάποια άλλη θρησκεία… «Αυτό το έλεγαν, γιατί τους κήρυττε τον Ιησού και την Ανάσταση»-«ότι τον Ιησούν και την Ανάστασιν ευηγγελίζετο αυτοίς».
«Τον πήραν, λοιπόν, και τον έφεραν στον Άρειο Πάγο: «Δυνάμεθα γνώναι τις η καινή αύτη υπό σου λαλουμένη διδαχή ;»
-«Μπορούμε να μάθουμε, του έλεγαν, ποια είναι η καινούργια αυτή διδασκαλία που κηρύττεις»;
«Ξενίζοντα τινά εισφέρεις εις τας ακοάς ημών»
-«Φέρνεις στα αυτιά μας παράξενα πράγματα». Θέλουμε λοιπόν να μάθουμε σαν τι μπορεί να είναι αυτά. Γιατί όμως τον έφεραν στον Άρειο Πάγο; Προφανώς για να τον κάνουν να νιώσει δέος … ευρισκόμενος στο χώρο αυτού του ανώτατου Δικαστήριου της πόλης.
2. Αθηναίοι, οι ευλαβέστατοι κατά πάντα !
«Στάθηκε, λοιπόν. ο Παύλος στη μέση του Αρείου Πάγου, και είπε:
«Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ»-«Αθηναίοι. Σας βλέπω ευλαβέστατους από κάθε άποψη. Πράγματι ενώ περιδιάβαζα την πόλη σας, και έβλεπα τους ιερούς σας τόπους, βρήκα ανάμεσα σ’ αυτούς και ένα βωμό με την επιγραφή: «Στον Άγνωστο Θεό». Λοιπόν, αυτόν που εσείς λατρεύετε, χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ τώρα σας τον κάνω γνωστό». Δεν τους λέει «έβλεπα τους δαίμονές σας», αλλά «τους ιερούς τόπους σας». Δεν τους θίγει, δεν τους προσβάλλει, ανοίγει έτσι δρόμο, δημιουργεί έδαφος επαφής μαζί τους …
Πρόσεξε πόσο διακριτικά για το υψηλό πνευματικό επίπεδο των Αθηναίων, τους δίνει να καταλάβουν, ότι ουσιαστικά τον έχουν προλάβει ! Δε σας φέρνω, τους λέει, τίποτε το ξένο, το καινούργιο και άγνωστο. Πάνω-κάτω αυτό έλεγαν κι εκείνοι … Αλλά και πόσο επίσης διακριτικά προχωρεί στην αναίρεση της δικής τους αντίληψης !
3. Ένας Θεός Δημιουργός του κόσμου.
«Ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο, και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν». Ουσιαστικά με αυτή την πρόταση και μόνο κατέρριψε την ειδωλολατρική αντίληψη που είχαν για το Θεό και τη Δημιουργία. Είναι γνωστό ότι οι Επικούρειοι υποστήριζαν πως τα πάντα έγιναν αυτόματα και συναπαρτίζονται από άτομα, και οι Στωικοί, ότι τα πάντα προήλθαν από πυρακτωμένη ύλη. Εκείνος τους λέει ότι, ο κόσμος και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, είναι έργο του Θεού. Προσέχεις τώρα πόσο λιτά, και ξεκάθαρα τους εκθέτει την πρώτη βασική χριστιανική αλήθεια; Με άλλα λόγια, καταλαβαίνεις, γιατί παραξενεύτηκαν; Τους είπε ευθέως ότι υπάρχει ένας Θεός, και αυτός δημιούργησε τον κόσμο ! Τους είπε, αυτό που γνωρίζει και ο τελευταίος άνθρωπος σήμερα, άλλα δε γνώριζαν τότε οι Αθηναίοι, και οι σοφοί των Αθηναίων !
«Ούτος ουρανού και γης κύριος υπάρχων». Αφού, λοιπόν, αυτός δημιούργησε τον κόσμο, γίνεται φανερό ότι είναι και ο κύριος του κόσμου. Πρόσεξε τι ακριβώς τους λέει. Ότι γνώρισμα της θεότητας είναι, η δημιουργία και η κυριότητα, εμμέσως πλην σαφώς ανοίγει παράθυρο σ’ αυτά που θα πει πιο κάτω για τον Υιό … Ενώ εντελώς διαφορετική ήταν η δική τους αντίληψη, υποστήριζαν ότι ο δημιουργός δεν είναι και κύριος, γιατί όλα προέρχονταν από την αγέννητη ύλη. Φέρνοντας όμως στο επίκεντρο έστω αινιγματικά τη δική του θέση, κατά προέκταση καταρρίπτει ευδιάκριτα η δική τους αντίληψη περί αυτού …
Και, για να μη σπεύσουν να νομίσουν ότι αυτός είναι ένας από τους πολλούς θεούς που εκείνοι λάτρευαν ήδη, επανέρχεται και συμπληρώνει λέγοντας: «Ως κύριος του ουρανού και της γης δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς». Κατοικεί σε ναούς, όχι όμως υλικούς, κατοικεί στην ανθρώπινη ψυχή. Πρόσεξε τώρα, πώς με αυτά αναιρεί τη λατρεία τους στα αγάλματα των θεών… Και πώς ολοκληρώνει εξηγώντας πέρα για πέρα αυτό που θέλει να τους δώσει να καταλάβουν: «Ούτε υπηρετείται από ανθρώπινα χέρια σαν να ’χει ανάγκη από κάτι», τους λέει, αλλά και προσθέτει: «Αυτός διδούς πάσιν και ζωήν, και πνοήν, και τα πάντα»-«Αφού αυτός είναι που δίνει σε όλα ζωή και πνοή και τα πάντα». Ο Θεός, όχι μόνο δεν έχει ανάγκη από κάτι, αλλά και παρέχει σε όλα τα πάντα. Όλα όσα τους λέει ως εδώ είναι συμβατά με τη λογική, με τις δικές τους φιλοσοφικές αντιλήψεις, από τούτο τους είναι εύληπτα και αποδεκτά …
4. Ένας Θεός Δημιουργός του Ανθρώπου.
Πρόσεξε όμως πώς σιγά-σιγά και διακριτικά τους πάει στη χριστιανική Αλήθεια … Κρίνοντας ότι μπορεί να προχωρήσει στα σημεία αιχμής, και να φτάσει στο κορυφαίο, την Ανάσταση του Χριστού, αρχίζει :
«Και δημιούργησε από έναν άνθρωπο, όλα τα έθνη των ανθρώπων, και τους εγκατέστησε πάνω σε όλη τη γη» …. Όντας, τους λέει, ο Κύριος του ουρανού και της γης, πράγματα που εκείνοι-ουρανό και γη-θεωρούσαν θεούς, προσθέτει και τη δημιουργία του ανθρώπου … Και δεν είναι μόνο αυτό, συνεχίζει, είναι επίσης και το εξής αξιοθαύμαστο … ότι φύτεψε μέσα τους και τον πόθο:
«Ζητείν τον Θεόν, ει άραγε ψιλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν, και γε ου μακραν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα»-«Να αναζητούν τον Κύριο, και να προσπαθούν να τον βρουν ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αν και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας».
«Εν αυτώ γαρ ζώμεν, και κινούμεθα και εσμέν. Ως και τινές των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασιν»-«Γιατί μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως λένε και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές».
«Του γαρ και γένος εσμέν»-Και πιο συγκεκριμένα, μάλιστα, λένε. «Δική του γενιά είμαστε» ! Αυτό το είπε ο ποιητής Άρατος. Πρόσεξε πάλι ότι, και από αυτά που δέχονταν κι εκείνοι και είχαν πει δικοί τους, δηλαδή, ειδωλολάτρες ποιητές, τους φέρνει τις αποδείξεις.
5. Η ψηλάφηση ποιου Θεού.
Ασφαλώς δε θα ένιωθε κανείς την ανάγκη να γυροφέρνει και να αναζητεί το Θεό, αν δεν του είχε εμβάλλει ο ίδιος Θεός αυτή την τάση … Έμμεσα και διακριτικά με το τελευταίο τους ελέγχει, λέγοντάς τους εύσχημα ότι, εσείς τον αναζητήσατε, αλλά μέχρι τώρα δεν τον βρήκατε. Ιδιαίτερα όταν ολοκληρώνει με τη φράση, «αν και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας». Δηλαδή, παρότι ήταν τόσο φανερός, όσο ένα πράγμα που είναι εδώ μπροστά μας, και μπορεί να ψηλαφηθεί. Γιατί, βέβαια, δεν ήταν εδώ ο ουρανός, και αλλού δεν ήταν, ούτε αυτό τον καιρό ήταν, και τον άλλο δεν ήταν. Άρα σε κάθε εποχή, και σε κάθε τόπο μπορούσε κανείς να τον βρει. Οργάνωσε έτσι την πρόταση και θέση ότι, «θέλησε να ζητούν τον Κύριο», ώστε να καταλάβουν, πως κανένας δεν εμποδιζόταν, ούτε από τον τόπο, ούτε από το χρόνο να το πετύχει.
Δεν έδωσε, λοιπόν, στους ανθρώπους μόνο «ζωή και πνοή και τα πάντα». αλλά και το πιο σπουδαίο, τους άνοιξε το δρόμο για τη γνώση του παρέχοντας τα στοιχεία με τα οποία μπορούσαμε να τον βρούμε και να τον καταλάβουμε. Αλλά, εμείς δε θελήσαμε να τον αναζητήσουμε, αν και ήταν μπροστά στα πόδια μας. «αν και δεν είναι μακριά από τον καθένα μας». Αλίμονο, τι αστοχία ! Κοντά σε όλους τους ανθρώπους είναι, λέει, όπου κι αν βρίσκονται στην οικουμένη. Τι μεγαλύτερο από αυτό; Δες, πώς ανατρέπει βήμα-βήμα τις τυχόν αντιστάσεις τους …
Να διευκρινίσουμε όμως ότι, με το να προσθέσει ο Παύλος τη φράση, «όπως λένε και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές», και να παραπέμψει στο στίχο, «δική του είμαστε γενιά», δεν αναφέρεται στον ίδιο θεό, που και ο ποιητής. Αυτός έγραψε το στίχο έχοντας στο νου του το Δία, ενώ ο Παύλος τον αληθινό Θεό και Δημιουργό. Δε χρησιμοποιεί την αναφορά στους αρχαίους ποιητές ή το στίχο εννοώντας ό, τι κι εκείνος, μη γένοιτο, τα χρησιμοποιεί μόνο για να υπηρετήσει εκείνα που αυτός θέλει να πει. Όπως έκανε και με την αναφορά του στον «άγνωστο Θεό», που λάτρευαν … Όχι πες μου κι εσύ, για ποιον κυρίως μπορούσε να λεχθεί από τον Παύλο η αναφορά «στον άγνωστο Θεό», για τον αληθινό Θεό και Δημιουργό ή για έναν από τους πολλούς θεούς των αρχαίων; Είναι φανερό ότι για τον αληθινό Θεό και Δημιουργό, παρότι αυτόν τον αγνοούσαν, ενώ τον άλλο τον γνώριζαν … Τέλος με το, «δική του είμαστε γενιά», εννοεί ότι είμαστε οικείοι, κοντινοί, ή όπως θα έλεγε κάποιος πάροικοι και γείτονές του.
6. Χρόνια άγνοιας τα ειδωλολατρικά.
Πρόσεξε τώρα ότι, δεν τους κατακρίνει … ούτε τους αποκαλεί μιαρούς και πάρα πολύ μιαρούς. Απευθύνεται σ’ αυτούς και τους μιλάει με μετριοπάθεια και ταπείνωση. Χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, «δε θα πρέπει να νομίζουμε», όλοι δε θα πρέπει να έχουμε αυτή την αντίληψη, αλλά μια άλλη, ανώτερη. Και ποια είναι αυτή; Ότι ο Θεός δεν είναι όμοιος με κάτι υλικό και σωματικό. Στη γλώσσα που μπορούσαν να καταλάβουν, τη λογική και φιλοσοφική, τους περνάει διακριτικά την αλήθεια ότι ο Θεός είναι ασώματο, πνευματικό, ανώτερο ον … Με δεδομένο όμως ότι, «μέσα σ’ αυτόν ζούμε, και κινούμαστε και υπάρχουμε», όπως λένε και οι δικοί σας ποιητές, πώς δεν τον βρίσκουμε; Με άλλα λόγια τους δίνει να καταλάβουν ότι εδώ υπάρχει διπλό λάθος, αφού και δεν βρήκαν τον αληθινό Θεό, και βρήκαν θεούς που δεν είναι θεοί. Άρα από μόνη της η ανθρώπινη λογική και σκέψη, που για τον ελληνικό στοχασμό ήταν το άλφα και ωμέγα, δεν είναι αξιόπιστη.
Και, επειδή με αυτά τους ταρακούνησε εσωτερικά αρκετά, και με τον τρόπο του τους έδωσε να καταλάβουν, ότι είναι αναπολόγητοι, δες πόσο καθησυχαστικά συνεχίζει. «Τους μεν χρόνους της αγνοίας υπεριδών ο Θεός»-«Ο Θεός, τους λέει, παρέβλεψε τα χρόνια της άγνοιας». Θεώρησε αυτή την περίοδο απλά χρόνια άγνοιας. «Τα νυν παραγγέλλει τοις ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν»-
«Τώρα όμως απαιτεί απ’ όλους τους ανθρώπους σε κάθε τόπο να μετανοήσουν». Δηλαδή, κανένας τους δεν τιμωρείται; Κανένας από αυτούς που θέλουν να μετανοήσουν … Δεν απαιτεί, λέει, να λογοδοτήσετε. Δεν τους είπε απλώς, «Εκείνος παρέβλεψε», ούτε τους είπε «συγχώρεσε», τους είπε αρκετά ευδιάκριτα, «εσείς τα αγνοήσατε». Με το «παρέβλεψε», είναι σαν να είπε, ότι δεν απαιτεί, ούτε επιβάλλει τιμωρία, δε σας θεωρεί ένοχους και άξιους τιμωρίας … Με όλα αυτά θέλει να υπομνήσει και να διαμηνύσει «σε όλους τους ανθρώπους σε κάθε τόπο», κυρίως τούτο, ότι είναι ώρα, να μετανοήσουν …
7. Η κρίση του κόσμου και ο Κριτής.
Δες τώρα, πόσο ίσια και καθαρά τους παίρνει από αυτά τα μερικά και τους ανοίγει στα πιο γενικά ή καθολικά. «Καθότι έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη»-«Γιατί έχει καθορίσει μια μέρα, τους λέει, που θα κρίνει όλη την οικουμένη με δικαιοσύνη». Ήδη η περιέργεια, ανησυχία, και πιο πολύ η αμφισβήτηση των Αθηναίων μ’ αυτό που ακούνε έχει πάει στα ύψη. Αλλά ο Παύλος προχωρεί θαρρετά στο κορυφαίο σημείο, το σημείο αιχμής για τους Αθηναίους, και προσθέτει, «Εν ανδρί ω ώρισεν, πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών». Μέλλει να κρίνει την οικουμένη «μέσω ενός ανδρός που τον έχει ορίσει για αυτό το σκοπό. Και με ποιο τρόπο τον έχει ορίσει; Δίνοντας βέβαιη απόδειξη σε όλους ότι αυτός θα είναι ο κριτής, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς». Δες ότι αναφέρεται στο Πάθος, αλλά και μνημονεύει την Ανάσταση. Με άλλα λόγια, τους προσδιορίζει σαφέστατα ότι πρόκειται για μια μεγάλη, αληθινή, και πραγματική κρίση, και ότι αυτή επιβεβαιώνεται από την Ανάσταση του Χριστού. Αυτά τα δυο είναι αλληλένδετα… και από τούτο ουσιαστικά …
Και βέβαια, ο Απόστολος αυτά δεν τα απευθύνει μόνο στους Αθηναίους, αλλά και σε μας, συνεχίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αφού όλοι περιλαμβανόμαστε στη ρητή αποστροφή: «Τώρα όμως παραγγέλλει σε όλους τους ανθρώπους σε κάθε τόπο να μετανοήσουν». Δες, λοιπόν, πώς παρουσιάζει το Χριστό και δικαστή, και προνοητή του κόσμου, και φιλάνθρωπο, και συγκαταβατικό, και δυνατό, και σοφό, και γενικά ως έχοντα όλα τα γνωρίσματα του Δημιουργού ! Εγγυητική απόδειξη όλων είναι η Ανάστασή του από τους νεκρούς !
Ας μετανοήσουμε, λοιπόν, γιατί οπωσδήποτε θα κριθούμε όλοι. Αν δεν αναστήθηκε ο Χριστός, δεν κρινόμαστε, εάν όμως αναστήθηκε, και βέβαια αναστήθηκε, δε χωρεί αμφιβολία ότι κρινόμαστε. «Αυτός είναι άλλωστε ο σκοπός του έργου του Χριστού ,.. Πέθανε, και αναστήθηκε και ξανάζησε για να γίνει Κύριος και νεκρών και ζωντανών»-Ρω.14,9. Και πάλιν «Όλοι θα σταθούμε μπροστά στο Χριστό για να δώσουμε λόγο»-Ρω. 14.10. Μη νομίσετε λοιπόν ότι αυτά είναι μόνο λόγια …
******Πάνω στα δυο τελευταία χωρία πατάει ο Άγιος και προεκτείνει τη δική του ομιλία. Αποφεύγει με βαθύτατο σεβασμό να κάνει την παραμικρή μνεία και αναφορά στη δυσάρεστη για τον Παύλο, και ίσως πιο δυσάρεστη γι αυτόν, κατάληξη που είχε η ομιλία στον Άρειο Πάγο, μόλις οι Αθηναίοι τον άκουσαν να περνάει στο κορυφαίο σημείο, το σημείο αιχμής, την Ανάσταση του Χριστού και να υπογραμμίζει: «Και έδωσε βέβαιη απόδειξη σε όλους ότι αυτός θα είναι ο κριτής, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς».
Ο Μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας δε θέλει καθόλου να αναφερθεί σ’ αυτό που ακολούθησε, το οποίο όμως δε διστάζει να καταγράψει στις «Πράξεις των Αποστόλων» ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών, οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον, ακουσόμεθά σου περί τούτου και πάλιν. Και ούτως ο Παύλος εξήλθεν εκ μέσου αυτών»-«Όταν εκείνοι άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι κορόιδευαν, κι άλλοι έλεγαν. Θα μας τα πεις μια άλλη φορά. Τότε ο Παύλος έφυγε απ’ ανάμεσά τους».
Μόνο στην αρχή της επόμενης ομιλίας του-29η-ο ιερός Χρυσόστομος μας λέει ότι, «η ομιλία στον Άρειο Πάγο, ελάχιστα έπεισε τους Αθηναίους, ως φαίνεται από το ότι «κάποιοι άλλοι έλεγαν», κατά ένα τρόπο πιο κομψά ή κάπως πιο ευγενικά: «Θα μας τα ξαναπείς μιαν άλλη φορά». Αναφέρει λιτά τη φράση του Λουκά. «Τότε ο Παύλος έφυγε από ανάμεσά τους», αλλά και προσθέτει ότι, χωρίς να υπάρχει κανένας κίνδυνος ο Παύλος βιάζεται να φύγει από την Αθήνα. Ίσως γιατί κατάλαβε ότι δε θα είχε να κερδίσει τίποτα περισσότερο. Άλλωστε και το Άγιο Πνεύμα του διαμήνυε να πάει στην Κόρινθο».
Ωστόσο. «Τινές δε άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οις Διονύσιος Αρεοπαγίτης, και γυνή τις ονόματι Δάμαρις, και έτεροι συν αυτοίς»-«Μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν κι έγιναν χριστιανοί, ανάμεσά τους και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, επίσης ήταν και μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις, και άλλοι μαζί με αυτούς». Η μικρή Εκκλησία των Αθηνών είχε σχηματιστεί.
Αυτό είχε ευλογήσει η Αγάπη του Θεού για τούς Αθηναίους ! Βλέπετε- συνεχίζω από «Παύλο»-σελ.222-«ένα τεράστιο βουνό από ψυχικές δυσκολίες εμπόδιζε το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Χωρίς θαύμα της θείας Χάριτος αυτές οι αντιθέσεις δεν μπορούσαν να γεφυρωθούν. Ο Παύλος «κάλεσε τας Αθήνας, την ακρόπολη των θεών να καταθέσουν τα όπλα, να παραδοθούν, αλλά είδε ότι δεν ήταν δυνατόν να τις κυριεύσει»-Γρηγορόβιος. Είχε αποκτήσει μια ακόμα πείρα επί πλέον. Λίγο πιο ύστερα τη διατύπωσε με πετυχημένο τρόπο. «Ου πάντων η πίστις»-2Θες.3,2. Η πίστη προϋποθέτει μια ψυχική διάθεση, κάποια ειλικρίνεια, συχνά έναν ψυχικό συγκλονισμό. Άρχισε να νιώθει βαθιά περιφρόνηση προς την «σοφία του κόσμου τούτου», και πήρε την απόφαση, στη σοφία αυτή να αντιτάξει με περισσότερη ακόμα έμφαση το κήρυγμα του Σταυρού ….
… Αναρωτιέται κανείς, όταν ο Παύλος εκείνο το βράδυ ξάπλωσε να κοιμηθεί … τι εικόνες τάχα θα ήρθαν στο νου του ! Ασφαλώς η διάθεσή του θα ήταν, όπως του προφήτη Ηλία, όταν είπε: «Κύριε, πάρε τη ζωή μου». Ίσως πίσω από το Σαρωνικό, πάνω από τον Ακροκόρινθο, που τον έβλεπε από την Ακρόπολη να πρόβαλε ένα πρόσωπο λέγοντας: «Παύλε, έχεις ακόμα πολύ δρόμο, μεγάλο δρόμο εμπρός σου». Στην Αθήνα δεν μπόρεσε να συμπήξει μεγάλη Εκκλησία. Στις Επιστολές του ποτέ δεν την αναφέρει, ούτε έγραψε καμιά «προς Αθηναίους», και στην τρίτη περιοδεία δεν πέρασε από την Αθήνα. Ακόμα και στο 2ο αιώνα η Εκκλησία των Αθηνών είναι αδύνατη. Η Αθήνα ήταν μια από τις τελευταίες πόλεις που δέχτηκαν το Χριστιανισμό, το τελευταίο οχυρό της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας κατά του Χριστιανισμού»-Ρενάν.
Και όμως ! «Στα χρονικά της χριστιανικής ιεραποστολής δεν υπάρχει τολμηρότερο εγχείρημα από την ομιλία του Απ. Παύλου στην Αθήνα, την Ακρόπολη της ειδωλολατρίας, που εξακολουθούσε και τότε να την περιβάλει η αίγλη της Τέχνης και των Γραμμάτων … Ποιος όμως θα μπορούσε να φανταστεί τότε, ότι αυτή ακριβώς η νέα θρησκεία, που ο Παύλος έφερνε στους Αθηναίους, με το πέρασμα πολλών αιώνων, θα ήταν το μοναδικό παλλάδιο, που οι Έλληνες θα του χρωστούσαν τη σωτηρία του έθνους, της φιλολογίας, και της γλώσσας τους» !-Γρηγορόβιος.
Με «την αγάπην την πρώτην, ην ουκ αφήκα …»
Αθανάσιος Κοτταδάκης
·Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου: Ομιλιών Μικρή Φιλοκαλία», Νεοελληνική Απόδοση, Αθανάσιος Κοτταδάκης-Εκδόσεις «Ταώς»