Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))

Ἡ εὐλάβεια ποὺ δείχνει ἡ Ἐκκλησία στὴν Παναγία ριζώνει στὴν ὑπακοή της στὸν Θεό, στὴν ἑκούσια ἐπιλογή της νὰ δεχθεῖ μιὰ πρόσκληση ἀδύνατη στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέκαθεν τόνιζε τὴ σύνδεση τῆς Παναγίας μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ χαίρεται γι’ αὐτὴν καὶ τὴ θεωρεῖ ὡς τὸν καλύτερο, καθαρότερο καὶ πιὸ ὑπέροχο καρπὸ τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας καὶ τῆς ἀναζητήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἔσχατου νοήματος, τοῦ ἔσχατου περιεχομένου τῆς ζωῆς τοῦ ἄνθρωπου.

Ἂν στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία περιστράφηκε γύρω ἀπὸ τὴν ἀειπαρθενία της, ἡ καρδιὰ τῆς εὐλάβειας, τῆς σκέψεως καὶ τῆς ἀγάπης τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς πρὸς τὴν Παναγία, ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Μητρότητά της, ἡ σχέση σαρκὸς καὶ αἵματος ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἀνατολὴ χαίρεται ποὺ ὁ ρόλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βασικὸς στὸ θεῖο σχέδιο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴ γῆ, ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν κόσμο, γίνεται ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐνσωματώσει τὸν ἄνθρωπο στὴ θεϊκή του κλήση, καὶ σ’ αὐτὸ συμμετέχει ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα.

Ἂν ἀντιληφθοῦμε πὼς ἡ κοινὴ φύση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ δική μας εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο βάθος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι γνήσιος ἄνθρωπος κι ὄχι κάποιο φάντασμα ἢ κάποιο ἀσώματο φαινόμενο, ὅτι εἶναι κάποιος ἀπό μᾶς καὶ παραμένει αἰωνίως ἑνωμένος μαζί μας μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς Του, τότε ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία γίνεται κατανοητὴ, ἐπειδὴ αὐτὴ τοῦ προσέφερε τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα Του. Αὐτὴ δίνει τὴ δυνατότητα στὸν Χριστὸ νὰ ὀνομάζεται πάντοτε “Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου”.

Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου… ὁ Θεὸς ποὺ κατῆλθε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξαγιαστεῖ, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κοινωνὸς “θείας φύσεως” (Β’ Πέτρου 1, 4), ἤ, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, νὰ “θεωθεῖ”.

Ἀκριβῶς ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀποκάλυψη τῆς αὐθεντικῆς φύσεως καὶ κλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, βρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τρυφεράδας ποὺ περιβάλλει τὴ Θεοτόκο, ὡς σύνδεσμό μας μὲ τὸν Χριστό, καὶ μέσῳ Αὐτοῦ μὲ τὸν Θεό. Πουθενὰ δὲ ἄλλου δὲν ἀντικατοπτρίζεται αὐτὸ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι στὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου.

Σὲ κανένα ὅμως σημεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς δὲν ἀναφέρεται τίποτε γι’ αὐτὸ τὸ γεγονός. Γιατί ὅμως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρεται; Ὑπάρχει κάτι τὸ ἀξιόλογο, κάτι τὸ ἰδιαίτερα μοναδικὸ στὴ συνηθισμένη γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ, σὲ μία γέννα ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες; Ἂν ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ μνημονεύει τὸ γεγονὸς μὲ μιὰ ἰδιαίτερη ἑορτή, αὐτὸ δὲν ἔγινε ἐπειδὴ ἡ γέννα καθαυτὴ ἦταν κάτι τὸ μοναδικὸ ἢ θαυματουργικὸ ἢ ἀσυνήθιστο γεγονός. Τὸ ἀντίθετο, μάλιστα.

Τὸ ὅτι εἶναι τόσο συνηθισμένο γεγονὸς ἀποκαλύπτει μιὰ φρεσκάδα καὶ μιὰ λάμψη ὅσον ἀφορᾶ τὸ καθετὶ ποὺ ἀποκαλοῦμε “ρουτίνα” καὶ συνηθισμένο, καὶ δίνει νέο βάθος στὶς “ἀσήμαντες” λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Τί παρατηροῦμε στὴν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς, ὅταν τὴν ἀντικρίζουμε μὲ τὰ πνευματικά μας μάτια; Πάνω σ’ ἕνα κρεβάτι εἶναι ξαπλωμένη μιὰ γυναίκα, ἡ Ἄννα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ποὺ μόλις ἔχει γεννήσει μία κόρη. Δίπλα της εἶναι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, ὁ Ἰωακείμ, σύμφωνα πάλι μὲ τὴν ἴδια παράδοση. Λίγες γυναῖκες στέκονται ἐκεῖ κοντά, ποὺ πλένουν τὸ νεογέννητο γιὰ πρώτη φορά. Τὸ πιὸ συνηθισμένο, δηλαδή, καὶ ἀπαρατήρητο γεγονός.

Ἢ δὲν εἶναι ἔτσι; Μήπως ἡ Ἐκκλησία θέλει, μέσα ἀπ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, νὰ μᾶς πεῖ πὼς ἡ κάθε γέννα, ἡ εἴσοδος κάθε νέου ἀνθρώπου στὸν κόσμο καὶ στὴ ζωή, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἕνα θαῦμα ποὺ διαρρηγνύει κάθε ρουτίνα, ἐπειδὴ σημαδεύει τὴν ἀρχὴ κάποιου γεγονότος δίχως τέλος, τὴν ἀρχὴ μιᾶς μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης ζωῆς, τὴν ἀρχὴ ἑνὸς νέου προσώπου;

Μὲ κάθε γέννα ὁ κόσμος δημιουργεῖται, κατὰ μία ἔννοια, ἐξ ἀρχῆς, καὶ προσφέρεται ὡς δῶρο σ’ αὐτὸν τὸ νέο ἄνθρωπο γιὰ νὰ εἶναι ἡ ζωή του, ὁ δρόμος του, ἡ δημιουργία του.

Κατ’ ἀρχάς, αὐτὴ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας γενικὸς ἑορτασμὸς τῆς γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν θυμόμαστε πλέον τὴν ἀγωνία “διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον” (Ἰωαν. 16,21).

Δεύτερον, τώρα γνωρίζουμε αὐτὸν τοῦ ὁποίου τὴν ἰδιαίτερη γέννηση καὶ τὸν ἐρχομὸ ἑορτάζουμε: τὴν Παναγία. Γνωρίζουμε τὴ μοναδικότητα, τὴν ὀμορφιά, τὴ χάρη ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, τὸν προορισμό του, τὴ σημασία του γιά μᾶς καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Καὶ τρίτον, γιορτάζουμε ὅλους ὅσοι προετοίμασαν τὸν δρόμο τῆς Παναγίας, ποὺ συνέβαλαν στὸ νὰ κληρονομήσει τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιά. Σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι μιλοῦν γιὰ κληρονομικότητα, ἄλλα μόνο μὲ μία ἀρνητική, ὑποδουλωτικὴ καὶ αἰτιοκρατικὴ ἔννοια. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει σὲ μία θετικὴ καὶ πνευματικὴ κληρονομικότητα. Πόση πίστη, πόση καλωσύνη, πόσες γενιὲς ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίστηκαν νὰ ζήσουν τὴν ἁγιότητα, δὲν χρειάστηκαν πρὶν τὸ δένδρο τῆς ἱστορίας μπορέσει νὰ βγάλει ἕνα τέτοιο ὑπέροχο καὶ εὐωδιαστὸ λουλούδι -τὴν Παρθένο Παναγία! Γι’ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεώς της εἶναι ἕνας ἑορτασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἑορτασμὸς τῆς πίστεως στὸν ἄνθρωπο, ἕνας ἑορτασμὸς τοῦ ἄνθρωπου.

Δυστυχῶς ὅμως, ἡ κληρονομιὰ τοῦ κακοῦ εἶναι πολὺ πιὸ ὁρατὴ καὶ γνωστὴ σήμερα. Ὑπάρχει τόσο κακὸ γύρω μας, ὥστε αὐτὴ ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο, στὴν ἐλευθερία του, στὴ δυνατότητά του νὰ παραδίδει στὶς μελλοντικὲς γενιὲς μία φωτεινὴ κληρονομιὰ καλοσύνης ἔχει σχεδὸν ἐξατμιστεῖ κι ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸν κυνισμὸ καὶ τὴν ὑποψία…

Αὐτὸς ὁ ἐχθρικὸς κυνισμὸς καὶ ἡ ἀποθαρρυντικὴ ὑποψία εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι μᾶς κάνει ν’ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ γιορτάζει, μὲ τέτοια χαρὰ καὶ πίστη, τὴ γέννηση ἑνὸς κοριτσιοῦ, στὸ ὁποῖο συγκεντρώνεται ὅλη ἡ καλοσύνη, ἡ πνευματικὴ ὀμορφιά, ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τελειότητα, ποὺ εἶναι στοιχεῖα τῆς γνήσιας ἀνθρώπινης φύσεως.

Μέσα ἀπ’ αὐτὸ τὸ νεογέννητο κορίτσι, ὁ Χριστὸς -τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ συνάντηση μαζί Του – ἔρχεται ν’ ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο. Ἑορτάζοντας ἔτσι τὴ γέννηση τῆς Παναγίας, βρισκόμαστε ἤδη στὸν δρόμο πρὸς τὴ Βηθλεέμ, κινούμενοι πρὸς τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.

2.

Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου

Γκότσης Χρῆστος

Ὀλίγας ἡμέρας μετά τήν ἔναρξιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τήν 8ην Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας πανηγυρίζει «τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».

Διά τό γεγονός αὐτό τά Εὐαγγέλια σιγοῦν. Ἡ ἴδια ἄλλωστε σιγή ἁπλώνεται γύρω ἀπό τό μεγαλύτερον μέρος τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου. Ἐλάχιστοι εἶναι καί οἱ λόγοι της, πού διεσώθησαν. Ἀρκεῖ νά σημειωθῇ, ὅτι ἡ προτροπή πρός τούς ὑπηρέτας κατά τό θαῦμα ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἄν λέγῃ (ὁ Χριστός) ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω. 2, 5) εἶναι οἱ τελευταῖοι της λόγοι, πού ἀναφέρουν τά Εὐαγγέλια. Ἀπό τότε (τό θαῦμα ἔγινε κατά τάς ἀρχάς τοῦ πρώτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου) καί εἰς τό ἑξῆς ἡ Θεοτόκος παρακολούθησε μέ σιωπήν τήν δρᾶσιν τοῦ Υἱοῦ της καί σιωπηλή ἔπνιξε τόν πόνον της κάτω ἀπό τόν Σταυρόν Του.

Τά κενά τῶν Εὐαγγελίων περί τοῦ βίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συμπληρώνουν αἱ ἀπόκρυφοι διηγήσεις. Αὐταί, γραμμέναι ἀπό εὐσεβεῖς συγγραφεῖς καί πλουτισμέναι ἀπό τήν φαντασίαν των, δίδουν πληροφορίας διά τήν Γέννησίν της, τήν παιδικήν της ἡλικίαν, τήν Κοίμησίν της. Ἡ Ἐκκλησία ἐπῆρεν ἀπό τά κείμενα αὐτά τάς παραδόσεις, πού ἐθεώρησεν ἀληθινάς καί τάς διεφύλαξεν εἰς τάς ἑορτάς, τούς ὕμνους, τάς εἰκόνας, πού ἔγιναν μέ τό ὑλικόν των.

Μία ἀπό τάς ἀποκρύφους διηγήσεις εἶναι τό «Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου». Ἀνεφέρθη κατά τήν περιγραφήν τῶν εἰκόνων τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἱακώβου διηγεῖται μεταξύ ἄλλων καί τά τῆς Γεννήσεως τῆς Θεομήτορος. Ἀπό αὐτό μανθάνομεν τά ὀνόματα τῶν γονέων της, πού εἶναι Ἰωακείμ καί Ἄννα, τήν ἀτεκνίαν των, τήν καταγωγήν τοῦ Ἰωακείμ ἀπό τό βασιλικόν γένος τοῦ Δαβίδ κ. ἄ. Ἐδῶ βλέπομεν τήν θλῖψιν καί τά δάκρυα τοῦ ἀνδρογύνου διά τήν ἀτεκνίαν του, καθώς καί τάς προσευχάς καί τάς νηστείας του διά τήν ἀπόκτησιν τέκνου.

Ἐκτός ἀπό τό Πρωτευαγγέλιον, ἕνα ἄλλο ἀπόκρυφον Εὐαγγέλιον, τό λεγόμενον τοῦ Ψευδο-Ματθαίου, πού συμφωνεῖ βασικῶς μέ τό Πρωτευαγγέλιον, ὁμιλεῖ διά τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.

Διά νά κατανοήσωμεν τά εἰκονιζόμενα εἰς τήν παράστασιν τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, πρέπει νά παραθέσωμεν μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τήν διήγησιν τοῦ Ἰακώβου:

«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη λέγων αὐτῇ· Ἄννα Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς σου, καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ… Καί ἰδού ἦλθον ἄγγελοι δύο λέγοντες αὐτῇ· Ἰδού Ἰωακείμ ὁ ἀνήρ σου ἔρχεται μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ. Ἄγγελος γάρ Κυρίου κατέβη πρός αὐτόν λέγων· Ἰωακείμ Ἰωακείμ, ἐπήκουσε Κύριος ὁ Θεός τῆς δεήσεώς σου· κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἰδού γάρ ἡ γυνή σου Ἄννα ἐν γαστρί λήψεται… Καί ἰδού Ἰωακείμ ἧκε μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ, καί ἔστη Ἄννα πρός τήν πύλην καί εἶδε τόν Ἰωακείμ ἐρχόμενον, καί δραμοῦσα ἐκρεμάσθη εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ… Ἐπληρώθησαν δέ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δέ τῷ ἐνάτῳ μηνί ἐγέννησεν Ἄννα. Καί εἶπεν τῇ μαίᾳ· Τί ἐγέννησα; Ἡ δέ εἶπεν· Θῆλυ· Καί εἶπεν Ἄννα· Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρα ταύτῃ· καί ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δέ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καί ἔδωκεν μασθόν τῇ παιδί, καί ἐπωνόμασε τό ὄνομα αὐτῆς Μαριάμ».

Ὅπως βλέπομεν εἰς τήν ἀνωτέρω διήγησιν, ἡ Γέννησις τῆς Παναγίας ἀναγγέλλεται ὑπό τοῦ ἀγγέλου ὕστερα ἀπό μακράν περίοδον ἀτεκνίας τῶν γονέων της. Ἄγγελος ἀναγγέλλει τήν γέννησιν καί ἄλλων βιβλικῶν προσώπων: τοῦ Σαμψών, τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἡ Γέννησις ὅμως τῆς Παναγίας διαφέρει, διότι εἶναι «τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθηεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…» (Δοξαστικόν τῆς Λιτῆς τοῦ πλ. δ’ ἤχου).

Τήν σύγκρισιν μεταξύ τῆς μητρός τῆς Παναγίας καί ἄλλων ἀτέκνων γυναικῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς κάνει ὡραιότατα τό γ’ Στιχηρόν τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ πλ. β’ ἤχου:

«Εἰ καί θείῳ βουλήματι περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες ἐβλάστησαν, ἀλλά πάντων ἡ Μαρία τῶν γεννηθέντων θεοπρεπῶς ὑπερέλαμψεν· ὅτι καί ἀγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, ἔτεκεν ἐν σαρκί τῶν ἁπάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν ἐξ ἀσπόρου γαστρός…».

Ὅπως βλέπομεν εἰς ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Γενεθλίου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τονίζουν, παραλλήλως πρός τήν Γέννησιν τῆς Παναγίας, καί τόν ρόλον της ὡς Μητρός τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη εἰς τήν λύσιν τῆς στειρώσεως τῆς Ἄννης διαβλέπουν κατά τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τήν λύσιν τῆς στειρώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία θά ἀπολαύσῃ τούς καρπούς τῆς θείας Χάριτος. Ἡ Χάρις αὐτή «καρπογονεῖν λαμπρῶς ἀπάρχεται» μέ τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ «Ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου»

Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἀκολουθεῖ εἰς τήν ἔνταξιν τῶν σχετικῶν σκηνῶν τό ἀπόκρυφον Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου διά νά ὑπογραμμίσῃ τήν θαυματουργικήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου. Ταυτοχρόνως ὅμως μένει πιστός εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τήν βλέπομεν εἰς τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Διά τοῦτο ἐνῷ εἰκονίζει τήν Θεοτόκον ἐντός λίκνου, ὡς βρέφος ἐσπαργανωμένον, δέν παραλείπει νά ἐπιγράψῃ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της τά συνήθη συμπιλήματα ΜΡ- ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).

Εἰς ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσον τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅσον καί τῆς Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται ὅτι ἡ γεννηθεῖσα ἤ συλληφθεῖσα παιδίσκη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Εἰς τήν εἰκόνα, δεσπόζει ἡ μορφή τῆς Ἁγίας Ἄννης, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη εἰς τό κρεββάτι. Μέ τήν ἀριστεράν της χεῖρα, πού μόλις προβάλλει ἀπό τό ὁλοκόκκινον μαφόριόν της, στηρίζει τήν κεκλιμένην κεφαλήν της. Αἱ εὐσεβεῖς σκέψεις, εἰς τάς ὁποίας ἔχει βυθισθῆ λόγῳ τοῦ παραδόξου θαύματος, διαβάζονται εἰς τήν λυπηράν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου της.

Εἰς τό μέσον τῆς εἰκόνος εἰκονίζονται αἱ δοῦλαι, αἱ «παιδίσκαι», πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητόν εἰς τήν λεχώ καί νά τήν περιποιηθοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά εἶναι ἡ Ἰουδίθ, τήν ὁποίαν κατ᾽ ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τάς δούλας μέ ριπίδιον κάμνει ἀέρα εἰς τήν Ἄννα.

Ἡ σκηνή εἰς τό ἄνω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος ἔχει ἐμπνευσθῆ ἀπό τήν συνάντησιν τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης μετά τήν ἀναγγελίαν ὑπό τοῦ ἀγγέλου περί ἀποκτήσεως τέκνου. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἐναγκαλίζονται καί ἀσπάζονται εἰς τήν πύλην τοῦ σπιτιοῦ των (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖον εἰς τήν Χρυσῆν πύλην τῆς πόλεως). Ἡ Ἁγία Ἄννα λέγει εἰς τόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιον: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».

Εἰς τό δεξιόν μέρος τῆς εἰκόνος εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ εἰς στάσιν προσευχῆς. Εἰς αὐτήν τήν ἱεράν στιγμήν τόν εὑρῆκεν ὁ ἄγγελος, πού τοῦ μετέφερε τήν χαρμόσυνον εἴδησιν. Ὁ Ἰωακείμ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Θεοτόκον, ἔχει ἐστραμμένον τό βλέμμα του πρός αὐτήν καί συνομιλεῖ μαζί της.

Πλησίον τῆς νεογεννήτου Παναγίας κάθηται γνέθουσα μία παιδίσκη.

Εἰς τήν ὅλην εἰκόνα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς.

Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων καί τῶν ἀρχιτεκτονημάτων εἶναι ζωηρά, τά πρόσωπα φωτεινά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει εἰς τήν γέννησιν τέκνου ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.

Κλείομεν τήν ἀνάλυσιν τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μέ ἀπόσπασμα ἀπό τόν λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου:

«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶ σαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκάλαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».

3.

Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου καὶ οἱ στεῖρες καρδιές

Γέρων Ἐφραίμ Βατοπαιδινός (Καθηγούμενος Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου)

Αἰτία πνευματικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως -ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες- ἡ σημερινὴ ἡμέρα, γιατί σήμερα ἑορτάζομε τὴν γέννηση τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας, τοῦ εὐωδεστάτου ἄνθους ποὺ βλάστησε «ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί». Ἑορτάζομε «παγκοσμίου εὐφροσύνης γενέθλιον», ποὺ καθίσταται «ἡ εἴσοδος ὅλων τῶν ἑορτῶν καὶ τὸ προοίμιο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης. Γέννηση, ποὺ ἔγινε πρόξενος τῆς ἀναγεννήσεως, ἀναπλάσεως, ὡραιοποιήσεως καὶ ἀνακαινίσεως τῶν πάντων. Σήμερα γεννιέται Αὐτὴ ποὺ θὰ γεννήσει χρονικῶς, κατὰ ἀνερμήνευτο καὶ παράδοξο τρόπο, τὸν ἄχρονο καὶ προαιώνιο Θεὸ Λόγο, τὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου.

Ὅλες οἱ προεικονίσεις, προτυπώσεις καὶ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ Αὐτὴν ἀναφέρονται. Ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση, τὴν ὁλοκλήρωση τῆς παλαιοδιαθηκικῆς παιδαγωγικῆς προετοιμασίας τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος Θεοῦ. Τὴν Παναγία μας προεικόνιζαν ἡ ἄφλεκτος βάτος στὸ ὅραμα τοῦ Μωυσῆ, οἱ θεόγραφες πλάκες καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Νόμου, τὸ οὐράνιο μάννα καὶ ἡ χρυσῆ στάμνα, ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα, ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, ὁ πόκος τοῦ Γεδεών, τὸ ἀλατόμητον ὄρος τοῦ Δανιήλ, ἡ κάμινος ποὺ μὲ τὸ πῦρ δρόσιζε τοὺς Τρεῖς Παῖδες, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ μεταίχμιο μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Γιὰ τὴν Παλαιὰ ἀποτελοῦσε τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν, τὴν προσδοκία τῶν δικαίων· ἐνῶ γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων, ἡ δόξα τῶν ἀποστόλων, τὸ θάρρος τῶν μαρτύρων, τὸ ἐντρύφημα τῶν ὁσίων, τὸ καύχημα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γι᾽ αὐτὸ καὶ μακαρίζεται ἀπὸ «πᾶσα γενεά».

Ὅλη ἡ δημιουργία περίμενε τὴν γέννησή Της. Ἡ Παναγία μας εἶναι «ὁ καρπὸς τῶν κτισμάτων», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδὴ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο κατατείνει ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅπως τὸ δένδρο ὑπάρχει γιὰ τὸν καρπό, ἔτσι ἡ κτίση ὑπάρχει γιὰ τὴν Παρθένο καὶ ἡ Παρθένος γιὰ τὸν Χριστό. Ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὅλη ἡ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν ἄχραντο Παρθένο. Ὅταν ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων ἀτενίζοντας πρὸς τὰ δημιουργήματά Του, εἶπε ὅτι εἶναι «καλὰ λίαν», οὐσιαστικὰ ἔβλεπε μπροστά Του τὸν καρπὸ ὅλης τῆς δημιουργίας, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, καὶ ὁ ἔπαινός Του ἦταν στὴν πραγματικότητα «εὐφημία τῆς Παρθένου».

Κατὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα εὐεργετεῖται ὅλη ἡ κτίση ἀπὸ τὴν γέννηση τῆς πανάμωμης Δέσποινάς μας. «Τὸ καινότατον αὐτὸ δημιούργημα» δὲν ἦταν ἡ καλύτερη γυναίκα στὴν γῆ, οὔτε ἁπλὰ ἡ καλύτερη γυναίκα ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀλλὰ ἦταν Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κατεβάσει τὸν οὐρανὸ στὴν γῆ, νὰ κάνει τὸν Θεὸ ἄνθρωπο. Ὁ δημιουργὸς Θεὸς Λόγος ἔπλασε τέτοια τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε ὅταν θὰ χρειαζόταν νὰ γεννηθεῖ, νὰ λάβει ἀπὸ αὐτὴν τὴν Μητέρα Του. Ὁ ἀόρατος καὶ ἀθέατος Θεὸς πρὸ Αὐτῆς, τώρα δι᾽Αὐτῆς, ἔρχεται ἐπὶ γῆς καὶ γίνεται ὁρατός· ἑνώνεται καὶ κοινωνεῖ μὲ τὴν κτίση μὲ ἕναν οὐσιαστικότερο καὶ πιὸ ἐνοειδῆ τρόπο. Ἑνώνει διὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του ὅλη τὴν κτίση στὴν ὑπόστασή Του καὶ τὴν θεώνει. Ὁ ἀνείδεος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀνέστιος Θεὸς λαμβάνει «δούλου μορφὴν» (Φιλιπ. β´7), ἀνθρώπινη σάρκα καὶ λογικὴ ψυχή, συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ περπατᾶ πάνω στὴν γῆ. Ὁ «ἀχώρητος παντὶ» θὰ χωρέσει στὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Θεοτόκου, ὥστε ἡ Παναγία Μητέρα Του νὰ καταστεῖ ἡ «χώρα τοῦ Ἀχωρήτου».

Σήμερα λύνεται ἡ στειρότητα τῆς Ἄννας καὶ γεννᾶ «τὸ κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Παρόμοιο θαῦμα ἔκανε ὁ Θεὸς πολλὲς φορὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Σάρρα τὴν σύζυγο τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, στὴν Ρεβέκκα τὴν σύζυγο τοῦ Ἰσαάκ, στὴν Ἄννα τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, στὴν Ἐλισάβετ τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Προδρόμου. Ὅμως διαφέρει κατὰ πολὺ τὸ σημερινὸ θαῦμα. Μπορεῖ τὰ τέκνα τῶν παραπάνω μητέρων, τῶν ὁποίων ἡ μακροχρόνια στειρότητα λύθηκε θαυματουργικά, νὰ ἦταν ἐνάρετα καὶ ἅγια, ἀλλὰ μόνον ἡ Μαρία –τὸ τέκνο τῆς Ἄννας καὶ τοῦ Ἰωακεὶμ– ἦταν «ἡ κεχαριτωμένη» καὶ κατέστη –τὸ ἀκατάληπτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγγέλους– ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Παναγία μας δὲν γεννήθηκε ἀπὸ ἄσπιλη σύλληψη, ὅπως λανθασμένα πιστεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ συνάφεια τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Λύθηκε δὲ ἡ φυσικὴ στειρότητα τῆς Ἄννας χάρις στὴν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀπάντηση στὶς προσευχὲς τῶν δικαίων Θεοπατόρων. Οἱ γέροντες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα συνῆλθαν χωρὶς καμμία σαρκικὴ ἕλξη, ἡδονή, μόνο ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἐπεσφράγισαν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν πράξη τους τὴν σωφροσύνη τους. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως ἐν τῇ νηδύι τῆς Ἄννας ἐξ Ἰωακείμ». Τὸ ὅτι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως ἦταν ἁγνός. Γιὰ νὰ ἦταν ὅμως ἡ Παρθένος ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, δηλ. νὰ εἶχε ἄσπιλη σύλληψη, ἔπρεπε νὰ εἶχε γεννηθεῖ παρθενικῶς ὅπως καὶ ὁ Χριστός.

Οἱ δίκαιοι Θεοπάτορες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ὅμως τέτοιο τέκνο ἔδειξαν πίστη ἀδίστακτη, ὑπομονὴ ἀλύγιστη, ἔτρεφαν τὴν ἐλπίδα ποὺ δὲν καταισχύνει, εἶχαν μεγάλη καρτερία στὶς προσευχές τους, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά τους. Καὶ δὲν ὑπέμειναν τὴν ἀτεκνία τους γιὰ λίγο μόνο διάστημα. Ἡ παράδοση λέγει ὅτι μετὰ ἀπὸ πενήντα χρόνια στειρότητας ἀποκτᾶ ἡ Ἄννα τὴν Θεοτόκο.

Αὐτὴ ἡ στάση τῶν Θεοπατόρων πρέπει νὰ παραδειγματίζει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, ὅλους μας. Ὄχι μόνον ὅσους λαϊκοὺς ἀδελφούς μας δὲν μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν παιδιά, οἱ ὁποῖοι δὲν πρέπει νὰ χάνουν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο «τὰ ἀδύνατα τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ Αὐτῷ ἐστιν» (βλ. Λουκ. ιη´27), ἀλλὰ καὶ ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς καὶ ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγωνίζονται τὸν «καλὸν ἀγώνα».

Πολλὲς φορὲς ἀποδυσπετοῦμε, δυσφοροῦμε στὸν ἀγώνα μας καὶ λέμε ὅτι δὲν βρήκαμε ἀντίκρυσμα, δὲν ἔχουμε αἴσθηση τῆς Χάριτος, ἀδημονοῦμε. Καὶ ἔτσι λυπημένοι ποὺ εἴμαστε, μαραίνεται ὁ ζῆλος μας, χαλαρώνουμε τὴν ἀγωνιστικότητά μας, τὴν ἄσκησή μας. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ κάνομε ἔτσι ἀδελφοί μου. Μήπως οἱ Θεοπάτορες, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀπάντησε ἀμέσως στὶς προσευχές τους, σταμάτησαν νὰ Τὸν ἐπικαλοῦνται, νὰ πιστεύουν ὅτι θὰ λάβουν, σταμάτησαν νὰ κρούουν, νὰ ζητοῦν, νὰ ἐλπίζουν; Καὶ τί ἀδαμάντινη ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἔδειξαν γιὰ τόσα χρόνια!

Γιὰ νὰ βιωθοῦν τὰ πνευματικὰ «χρεία μεγάλης ὑπομονῆς». Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἔζησε τὴν συστολή, τὴν στέρηση τῆς θείας Χάριτος, τὶς θλίψεις τοῦ νοητοῦ πολέμου γιὰ τριάντα χρόινια. Ἔλαβε μόνιμα τὴν θεία Χάρη μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μακρὸ χρονικὸ διάστημα αἱματηροῦ ἀγώνα καὶ ὑπομονῆς. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρουμε ἰδιαίτερα γιὰ ἐμᾶς τοὺς μοναχούς, ποὺ κληθήκαμε γιὰ νὰ λάβουμε τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος. Χρειάζεται ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, πίστη στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, τέλεια ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλπίδα, ὥστε νὰ μὴν «ἐκκακοῦμε ἐν ταῖς προσευχαῖς» (βλ. Λουκ. ιη´1). Ὁ Θεός γνωρίζει πότε μᾶς συμφέρει νὰ μᾶς δώσει τὴν ἀνέκφραστη, τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἀνεκτίμητη θεοποιὸ δωρεά Του, τὴν θεία Χάρη ὡς ἐνδημοῦσα κατάσταση. «Τὰ πνευματικὰ ἀφ᾽ ἑαυτῶν ἔρχονται», τονίζει ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας, δὲν τὰ ρυθμίζομε ὅπως καὶ ὅποτε θέλομε ἐμεῖς.

Μάλιστα, πολλὲς φορές, πρὶν ὁ Θεὸς μᾶς δώσει κάποια εὐλογία, ἕνα χάρισμα, μᾶς δοκιμάζει μὲ ἕναν πειρασμό, τοῦ ὁποίου ἡ ἔκβαση καθορίζει καὶ τὸ ἂν ἀποδειχθοῦμε ἄξιοι νὰ δεχθοῦμε τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο. Αὐτὸ παρατηροῦμε καὶ στοὺς Θεοπάτορες, ποὺ ὅταν πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς τέκνο, παραχώρησε νὰ δοκιμασθοῦν ἀκόμη περισσότερο. Ἦταν ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας καὶ ὅταν πῆγαν στὸν ναὸ νὰ προσφέρουν δῶρα, ὁ ἱερεὺς Ρουβὶμ τοὺς ὀνείδισε λέγοντάς τους, ὅτι δὲν ἦταν ἄξιοι νὰ προσφέρουν δῶρα στὸν Θεό, ἀφοῦ δὲν ἔκαναν παιδιὰ γιὰ τὸν Ἰσραήλ. Οἱ Θεοπάτορες μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν λυπήθηκαν πάρα πολύ, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίσθηκαν. Κατέφυγαν σὲ «ἐκ βαθέων προσευχὴ» –ὁ Ἰωακεὶμ στὸ ὅρος καὶ ἡ Ἄννα στὸν κῆπο– ἡ ὁποία τελικὰ εἰσακούστηκε ἄμεσα, ἀφοῦ ἄγγελος Κυρίου πληροφόρησε καθέναν ξεχωριστὰ ὅτι θὰ γίνει ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση τέκνου ποὺ θὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, νὰ ἐπιδεικνύουμε ἀγόγγυστη ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς, ποὺ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν δική μας ὠφέλεια καὶ πνευματικὴ προκοπή. Εὐχόμεθα ἡ Κυρία μας Θεοτόκος καὶ ἡ Θεοπρομήτωρ Ἄννα, ποὺ ἔχουν τὴν εὐλογία νὰ θεραπεύουν τὴν φυσικὴ στειρότητα, νὰ θεραπεύσουν τὶς στεῖρες καρδιές μας ἀπὸ πνευματικὰ ἔργα, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ πέμψει στὶς ψυχές μας τὴν θεία καὶ γλυκυτάτη Χάρη Του, ἡ ὁποία ὀμορφαίνει, ἀνακαινίζει, ἀθανατίζει, ἀφθαρτίζει τὸν ἄνθρωπο.

Ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ Βατοπεδινοῦ εἰς τὴν Γέννησι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (στὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς Βατοπεδίου κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τὸ 2002)

4.

Στὸ Γενέσιον τῆς Κυρίας Θεοτόκου

Γεώργιος Καψάνης (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)

Ἑορτὴ παγκόσμιας χαρᾶς ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, τὴ Γέννηση τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Καὶ κάπου, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραῖα τροπάρια τῆς ἑορτῆς, τὴν ἀποκαλεῖ “ρίζα τοῦ γένους ἡμῶν” (β’ κανόνας ἑορτῆς, θ’ ὠδή). Καὶ ὄντως ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ νέα ρίζα, ἡ ὁποία μέσα σ’ ἕνα ἄγονο κόσμο, σ’ ἕνα στεῖρο κόσμο, σ’ ἕνα πνευματικὰ νεκρὸ κόσμο μπόρεσε νὰ μᾶς φέρει τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς, τὸν Σωτήρα Χριστό. Χωρὶς αὐτὴ τὴ νέα ρίζα ἡ ἀνθρωπότητα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τὸν γλυκύτατο καρπό, τὸν Σωτήρα Χριστό. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Γέννησή της, ὡς ἀρχὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους, εἶναι ὑπόθεση παγκόσμιας χαρᾶς.

Δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι, γιὰ νὰ ὑπάρξει αὐτὴ ἡ παγκόσμια χαρά, συνετέλεσαν δύο ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχές. Ὁ ἅγιος Ἰωακεὶμ καὶ ἡ ἁγία Ἄννα. Λάτρευαν τὸν Θεὸ μυστικὰ στὴν καρδιά τους. Ἄφηναν τὸν πόνο τους γιὰ τὴν ἀτεκνία τους μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ προσευχὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, τὴν ἀνάθεση τῆς ζωῆς τους στὸν Θεό, τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους, τὴν ἁπλότητά τους καὶ τὴν ταπείνωσή τους, ἔγινε τὸ μέγα θαῦμα. Ἀπὸ τοὺς πρώην στείρους γονεῖς νὰ προέλθει ἡ λύση τῆς ἀνθρώπινης στειρότητας. «Ὅπου Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Δὲν ἔλυσαν τὴ στειρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης οὔτε οἱ φιλόσοφοι οὔτε οἱ πολιτικοὶ οὔτε οἱ ἄλλοι διάσημοι ἡγέτες τῆς ἀνθρωπότητας. Τὴν ἔλυσαν δύο ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχές, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα.

Καὶ σκέπτεται κανείς, τί μεγάλα πράγματα μποροῦν νὰ συμβοῦν ἀπὸ ἁπλοὺς καὶ ταπεινοὺς ἀνθρώπους. Ὁ κόσμος δὲν τοὺς ἐκτιμᾶ, διότι δὲν ἔχει κριτήρια νὰ ἐκτιμήσει τέτοιου εἴδους πνευματικὰ κατορθώματα. Τοὺς ἀγνοεῖ πολλὲς φορὲς ἢ καὶ τοὺς περιφρονεῖ. Ὅταν ὅμως οἱ ψυχὲς δίνονται στὸν Θεό, ὅταν ἁγιάζονται καὶ καθαρίζονται καὶ προσεύχονται καὶ ζοῦν γιὰ τὸν Θεό, τότε ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχὲς νὰ βγάλει κάτι πολὺ μεγάλο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ὅπως συνέβη μὲ τὸν ἅγιο Ἰωακεὶμ καὶ τὴν ἁγία Ἄννα. Δὲν γνώριζαν ὁ ἅγιος Ἰωακεὶμ καὶ ἡ ἁγία Ἄννα, τί καρπὸ θὰ εἶχε ἡ ταπείνωσή τους, ἡ ἁγία συζυγία τους, ὁ σεμνὸς γάμος τους, ἡ ὑπακοή τους στὸν Θεό, ὁ πόθος τους καὶ ἡ πίστη τους πρὸς τὸν Θεό. Ἀλλ’ ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ Θεὸς βγάζει μεγάλα ἔργα, ὅπως εἶπα, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Μακαρίζουμε σήμερα τὸν ἅγιο Ἰωακεὶμ καὶ τὴν ἁγία Ἄννα καὶ τοὺς εὐγνωμονοῦμε, διότι ὁ σεμνός τους γάμος –ὁ ἐν προσευχὴ καὶ ἐν ἁγνότητι καὶ ἐν ἁγιασμῷ γάμος τους– ἔγινε αἰτία νὰ ἔλθει στὸν κόσμο τὸ ἄνθος τῆς παρθενίας, ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ.

Συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς μυστικά, καρδιακά, προσευχητικά, λατρευτικὰ σ’ αὐτὴ τὴν παγκόσμια χαρά. Προσκυνοῦμε, ὅπως λένε τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ σπάργανα μὲ τὰ ὁποῖα περιεβλήθη ἅμα τῇ γεννήσει της ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστοῦμε, διότι ἐκ κοιλίας μητρὸς δόθηκε στὸν Θεό. Καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν νηπιακῶν καὶ βρεφικῶν της ἐτῶν προσφέρθηκε ὁλόκληρη στὸν Θεό. Καὶ ἔτσι συνεχίζουσα τὴν ἁγιότητα τοῦ ἁγίου Ἰωακεὶμ καὶ τῆς ἁγίας Ἄννας, τῶν θεοπνεύστων καὶ θεοκηρύκων γονέων της, ἔγινε καὶ ἐκείνη ὁ «θεόβλαστος καρπὸς» τῆς παρθενίας, ἡ Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ.

Τὴν παρακαλοῦμε ἐν τῇ ἁγίᾳ Γεννήσει της, ὅπως ἐκείνη ἔλυσε τὴν ἀτεκνία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, νὰ βοηθᾶ καὶ μᾶς νὰ ὑπερβαίνουμε τὴν ἀτεκνία τῆς ἁμαρτίας. Διότι ὄντως τὸ ἀνθρώπινο γένος ἦταν ἄτεκνο. Ἔκαναν πολλὰ φυσικὰ παιδιά, ἀλλὰ τὸ μόνο παιδὶ ποὺ ἔπρεπε νὰ γεννήσουν οἱ ἄνθρωποι δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ γεννήσουν. Τὸν Θεὸ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν γεννήσουν. Καὶ γι’ αὐτό, ἂς εἶχε πολλὰ παιδιὰ ὁ κόσμος, ἦταν ἄτεκνος πνευματικά.

Ἡ Παναγία μας ἔλυσε τὴν ἀτεκνία τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ γέννησε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὅπως Ἐκείνη λοιπὸν γέννησε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ δική της πρεσβεία καὶ εὐλογία νὰ ἀξιώσει καί μᾶς, ποὺ ἀκολουθοῦμε ἐπὶ τὰ ἴχνη της καὶ ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ μονογενοῦς της Υἱοῦ, νὰ ὑπερβαίνουμε τὴν ἀτεκνία τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἄγονη ἐκτός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνθρώπινη φύση. Καὶ νὰ καθιστᾶ τὴ φύση μας, γονιμοποιουμένη ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἱκανὴ νὰ γεννᾶ τὶς ἅγιες ἀρετὲς καὶ νὰ εἶναι γόνιμη καὶ καρποφόρα καὶ πνευματική. Καὶ ἔτσι νὰ ἀξιοποιεῖται ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ὅπως ὁ Θεὸς τὴν ἔπλασε. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι νεκρὸς καὶ στεῖρος καὶ ἄγονος, ἀλλὰ τὸν ἔπλασε νὰ εἶναι ζωντανὸς καὶ γόνιμος καὶ δημιουργικός. Νὰ δημιουργεῖ τὴν ἁγιότητα καὶ νὰ γεννᾶ μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Κάθε ἄνθρωπος νὰ εἶναι Χριστοφόρος, ὅπως ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦταν ὁ πρῶτος Χριστοφόρος ἄνθρωπος ποὺ φάνηκε πάνω στὴ γῆ.

Μὲ τὶς πρεσβεῖες της λοιπὸν καὶ τὸν δικό μας ἀγώνα ἂς ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη της καὶ ἂς ἔχουμε τὴν ἐλπίδα ὅτι, ἂν ἔτσι καὶ ἐμεῖς ἀγωνισθοῦμε, δὲν θὰ μείνουμε στεῖροι καὶ ἄγονοι.