1.
Ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21,33-42)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἀπὸ εὐχάριστα ἀναγνώσματα, εἶναι, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τρομαχτικό: εἶναι ἡ ἱστορία τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος ποὺ γίνονται προδότες. Καὶ πράγματι τούτη ἡ παραβολὴ ἀντικατοπτρίζει ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀλλὰ στὸ πλαίσιο ὅλων τῶν κειμένων ποὺ προηγήθηκαν, μᾶς μιλάει ἐπίσης γιὰ τὴν τρομερὴ, μὲ ὅλη τὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἀγνωμοσύνη τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὸν Θεό. Ἀπέναντι στὴν ἀγάπη Του, τὰ θαύματα Του, σὲ ὅλα ὅσα ἔκανε γιὰ ἐμᾶς, παραμένουμε ἀσυγκίνητοι καὶ ἐγωκεντρικοί· σκεφτόμαστε τὸν ἑαυτό μας, δὲν σκεφτόμαστε τὸν πλησίον μας, ἀκόμα λιγότερο σκεφτόμαστε τὸν Θεό· ἀχαριστία, ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας, ἐγωκεντρισμός, συγκέντρωση σὲ αὐτὸ ποὺ θέλουμε, ποὺ μᾶς γοητεύει, σ’ ὅ,τι μᾶς φαίνεται ἀπαραίτητο.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἕναν ὄμορφο, ὑπέροχο κόσμο, τὸν περιέβαλλε μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν πρόνοια Του, προετοίμασε τὰ πάντα ὥστε νὰ γίνουν τόπος τῆς Βασιλείας Του, τοῦ Βασιλείου τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, τῆς χαρᾶς. Ἀλλὰ γνωρίζουμε τὶ κάναμε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο· φτιάξαμε ἕναν κόσμο ὅπου οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται νὰ ζήσουν, ὅπου ὑπάρχει αἱματοχυσία, ὅπου διαπράττονται ἀπάνθρωπες, σκληρὲς πράξεις ὄχι μόνο σὲ σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀλλὰ σὲ ἐπίπεδο οἰκογενειακό, ἐνοριακό, καὶ μεταξὺ τῶν πιὸ κοντινῶν φίλων.
Ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ὁ Κύριος ἔστελνε τοὺς ἀπεσταλμένους Του: πατριάρχες, προφῆτες, ἀγγέλους, κήρυκες, τὸν Πρόδρομο καὶ στὸ τέλος ἦλθε ὁ ἴδιος νὰ μᾶς θυμίσει ὅτι ὁ κόσμος πλάστηκε γιὰ τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅπως στὴν παραβολὴ ὁδήγησαν τὸν υἱὸ ἕξω ἀπὸ τὸν ἀμπελώνα καὶ τὸν σκότωσαν, ἔτσι τὸ ἀνθρώπινο γένος φέρθηκε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν μιλῶ γιὰ «ἀνθρωπότητα», δὲν ἀναφέρομαι στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ σ’ ἐμᾶς, ἐπειδὴ ὁ Κύριος μᾶς ἐμπιστεύτηκε τὴν ζωὴ γιὰ νὰ τὴν κάνουμε θρίαμβο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἁρμονίας, τῆς πίστης καὶ τῆς χαρᾶς, καὶ δὲν τὸ κάνουμε ἐπειδὴ σκεφτόμαστε τοὺς ἑαυτοὺς μας. Σὲ ἀνταπόδοση ὅσων ἔκανε γιὰ μᾶς, ποὺ μᾶς δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό Του, ποὺ μᾶς πρόσφερε ὅλη Του τὴν ἀγάπη καὶ στὸ τέλος τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του, μόλις καὶ μετὰ βίας προφέρουμε ἕνα «Εὐχαριστῶ» καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ξεχνᾶμε.
Στραφῆτε πίσω σὲ ὅ,τι ἀκούσατε στὴ διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, σὲ ὅ,τι εἴδατε τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης, σὲ ὅ,τι εἰπώθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὶς μετέπειτα ἑβδομάδες, τοὺς ἁγίους τῆς Ρωσίας, τοὺς ἁγίους αὐτῶν τῶν νησιῶν, ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς. Μελετῆστε τα ὅλα αὐτὰ καὶ ἀναρωτηθῆτε: «Εἶμαι ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀπωθεῖ μακρυὰ τὸν Χριστὸ κάθε φορὰ ποὺ ἔρχεται στὴν ζωή μου; Δὲν Τοῦ λέω: Βγὲς ἀπὸ τὸν δρόμο μου, βγὲς ἀπὸ τὴν ζωή μου – θέλω νὰ εἶμαι ὁ Θεὸς, ὁ ἀφέντης, θέλω νὰ διαχειρίζομαι τὰ πάντα.» Ἔτσι μιλάει ὁ καθένας μας, ἴσως ὄχι μὲ τέτοια ἀγένεια, τόσο βλάσφημα, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα μας, μὲ κούφιες λέξεις.
Πρέπει νὰ συνέλθουμε. Ἔχω πεῖ τόσες φορὲς ὅτι σωζόμαστε ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ἀλλὰ ὰπὸ τὴν ἀνταπόκριση μας σ’ αὐτὴν. Ἄν ἐπιθυμία μας εἶναι ἁπλῶς νὰ καρπωθοῦμε τοὺς καρποὺς τοῦ Σταυροῦ, τῆς σταύρωσης, τῶν ἡμερῶν τοῦ πάθους, καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψουμε κάτι στὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν προσφέρουμε κάτι στὸν πλησίον μας γιὰ τὸν ὁποῖο πέθανε ὁ Θεός, παρὰ μόνο μιὰ στιγμιαία σκέψη, εἴμαστε ἐχθρικοὶ πρὸς κάθε τι ποὺ ἔκανε γιὰ μᾶς.
Ἄς πάρουμε θέση ἐνώπιον αὐτῆς τῆς προειδοποίησης, τῆς ὑπενθύμισης τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἄς σκεφτοῦμε: «ποῦ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη μου, εὐγνωμοσύνη ὄχι μόνο στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη;» Ἄς κρίνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ ἄς ξεκινήσουμε μιὰ νέα ζωή. Εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ εἴμαστε ἡ χαρά Του, καὶ στήριγμα, σωτηρία καὶ χαρὰ πρὸς τὸν πλησίον μας. Ἄς ξεκινήσουμε σήμερα νὰ φέρουμε καρποὺς ἀπ’ ὅ,τι μόλις μάθαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα ὰπὸ τὴν ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Ἀμήν.
2.
Ἐγρήγορση καὶ σταθερότητα στὴν πίστη
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
«Ἀδελφοί, Ἀγρυπνεῖτε! Μένετε στέρεοι στὴν πίστη! Νὰ εἶστε γενναῖοι καὶ δυνατοί! Ὅλες τὶς πράξεις σας νὰ τὶς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη. Ἔχω νὰ σᾶς ζητήσω κάτι, ἀδερφοί: Γνωρίζετε τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ, ποὺ τὰ μέλη της ὑπῆρξαν ὁ πρῶτος καρπὸς τοῦ κηρύγματος στὴν Ἀχαΐα, κι ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτό τους στὴν ὑπηρεσία τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτὸ κι ἐσεῖς πρέπει νὰ ἀκοῦτε τέτοιους ἀνθρώπους καθὼς καὶ ὅποιον ἐργάζεται καὶ κοπιάζει μαζί τους. Εἶμαι πολὺ χαρούμενος ἀπὸ τὴν παρουσία κοντά μου τοῦ Στεφανᾶ, τοῦ Φουρτουνάτου καὶ τοῦ Ἀχαϊκοῦ, γιατί αὐτοὶ ἀναπλήρωσαν τὸ κενό τῆς ἀπουσίας σας. Μοῦ ξεκούρασαν τὴν ψυχή, ὅπως καὶ τὴ δική σας. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους ὀφείλετε ἀναγνώριση.
Σᾶς στέλνουν χαιρετισμοὺς οἱ ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας. Πολλοὺς χριστιανικοὺς χαιρετισμοὺς σᾶς στέλνουν ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησία ποὺ συναθροίζεται σπίτι τους. Σᾶς στέλνουν χαιρετισμοὺς ὅλοι οἱ ἀδερφοί. Χαιρετῆστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀδερφικὸ φίλημα.
Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς γράφεται ἀπὸ μένα τὸν Παῦλο μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι. Ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἂς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας. Μαρὰνα θὰ –ὁ Κύριος ἔρχεται! Ἡ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ νὰ εἶναι μαζί σας. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς ἑνώνει, ἡ ἀγάπη μου εἶναι μαζὶ μὲ ὅλους σας. Ἀμὴν» (A΄ Κορ.16,13-24).
Η Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, γραμμένη ἀπὸ τὴν Ἔφεσσο τῆς Μ. Ἀσίας τὸ ἔτος 55 μ.Χ., περιέχει ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ θεμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι κυρίως ἀπαντήσεις τοῦ Ἀποστόλου σὲ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ ἔθεταν οἱ χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου. Ἐὰν ἀκόμη καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἐρωτήματα τῶν χριστιανῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν καθημερινὴ πράξη, πολὺ περισσότερα, ὅπως εἶναι φυσικό, ἦταν τὰ ἐρωτήματα στὰ πρῶτα βήματα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν τὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου δὲν ὑφίστανται σήμερα, διότι ἀφενὸς μὲν οἱ ἱστορικὲς καὶ πολιτιστικὲς συνθῆκες εἶναι διαφορετικές, ἀφετέρου δὲ ἡ χριστιανικὴ πίστη ἔχει διατυπωθεῖ μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ διευκρινισθεῖ μὲ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Παύλου ἔχουν διαχρονικὴ σημασία, γιατί εἶναι ἐμπνευσμένες ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ διαβάζουμε εἴτε στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας εἴτε κατ’ ἰδίαν. Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴ σημερινὴ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς, στὸν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἀπευθύνει προτροπὲς πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, χρήσιμες ἐπίσης καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς. Ἂς δοῦμε ἀναλυτικότερα αὐτὲς τὶς προτροπές.
1. «Ἀδελφοί, Ἀγρυπνεῖτε!». Ἡ ἐπαγρύπνηση καὶ ἐγρήγορση, ποὺ κυριαρχοῦν στὴ διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλεῖ τόσο ὁ Παῦλος ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀποτελοῦν βασικὸ γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ ποὺ δὲν ἐπαναπαύεται σὲ ὅ,τι ἔχει ἐπιτύχει μέχρι σήμερα, ἀλλ’ ἀγρυπνεῖ συνεχῶς, ὥστε νὰ μὴν αἰφνιδιασθεῖ ἀπὸ τὶς ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν βιολογικὸ τερματισμό της. Ἡ ἐγρήγορση ἀποτελεῖ κεντρικὸ θέμα σὲ παραβολὲς τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως π.χ. αὐτῆς τῶν δέκα παρθένων, πέντε ἐκ τῶν ὁποίων χαρακτηρίζονται ὡς «φρόνιμοι», διότι γρηγοροῦσαν καὶ φρόντιζαν, ἐν ἀναμονῇ τοῦ νυμφίου, νὰ ἔχουν λάδι στὰ φανάρια τους, ἐνῶ οἱ ἄλλες πέντε χαρακτηρίζονται ὡς «μωραί», διότι δὲν φρόντισαν νὰ ἔχουν τὶς ἀπαραίτητες προμήθειες καὶ αἰφνιδιάστηκαν ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ ἔλευση τοῦ νυμφίου «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς» (Ματθ. 25,1-10. Οἱ εἰκόνες εἶναι παρμένες ἀπὸ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου τῆς ἐποχῆς). Ἡ προτροπὴ γιὰ ἐγρήγορση κυριαρχεῖ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες διδασκαλίες τοῦ Ἰησοῦ, καθὼς καὶ σὲ ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.
2. «Μένετε στέρεοι στὴν πίστη! Γενναῖοι καὶ δυνατοί!». Ἡ σταθερότητα στὴν πίστη εἶναι ἀπαραίτητη, ὥστε νὰ μὴν κλυδωνίζεται ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἄνεμο κάποιας αἱρετικῆς διδασκαλίας ἢ ἀπὸ ἀναπάντεχα γεγονότα τῆς ζωῆς του. Ἡ νηπιακὴ κατάσταση καὶ ἡ σχετικὴ νοοτροπία δικαιολογοῦνται στὰ πρῶτα βήματα τῆς βιολογικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Φυσιολογικὰ ὅμως ἀκολουθεῖ ἡ ὡρίμανση καὶ ἐνδυνάμωσή της. Ἡ ἀνοδικὴ πορεία εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, ἐνῶ ἡ στασιμότητα σημαίνει ἀπουσία ζωῆς καὶ παράδοση στὶς δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
3. «Ὅλες τὶς πράξεις σας νὰ τὶς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη»- («Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω», στὸ κείμενο). Ἡ ἀγάπη, τὸν ὕμνο τῆς ὁποίας συνέθεσε ὁ Ἀπ. Παῦλος στὸ 13ο κεφ. τῆς ἐπιστολῆς, κυριαρχεῖ καὶ στὶς τελικὲς προτροπὲς τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς. Σὲ ὁλόκληρη τὴν περικοπὴ ποὺ σχολιάζουμε ἔμμεσα ἐξυπακούεται:
α) στὴ δράση τῶν Στεφανᾶ, Φορτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ποὺ διακονοῦν τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου (χωρὶς νὰ προσδιορίζεται τὸ περιεχόμενο τῆς διακονίας, διότι προφανῶς εἶναι γνωστὸ στοὺς ἀναγνῶστες τῆς ἐπιστολῆς) καὶ ποὺ ἀναπληρώνοντας ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου πρόσφεραν κάποια (μὴ κατονομαζόμενη ἐπίσης) ὑπηρεσία στὸν Παῦλο ξεκουράζοντας ἔτσι τὴν ψυχὴ τοῦ ταλαιπωρημένου Ἀποστόλου ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τῶν Κορινθίων.
β) στὴν προτροπὴ γιὰ ἀναγνώριση τῶν ὑπηρεσιῶν τους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου.
γ) στοὺς ἀσπασμοὺς τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἰδιαίτερα τοῦ ζεύγους Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλας γνωστοῦ στοὺς Κορινθίους καὶ τῆς ἐκκλησίας ποὺ συγκεντρώνεται στὴν οἰκία τους.
δ) στὴν ἀνταλλαγὴ ἀσπασμοῦ τῶν μελῶν τῆς κοινότητας «μὲ ἀδελφικὸ φίλημα», χωρὶς νὰ ἀποκλείει ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸ αὐτὸ τὰ πρόσωπα ποὺ στὸ σῶμα τῆς ἐπιστολῆς (ἀνωνύμως) ἐπέκρινε γιὰ τὴ συμπεριφορά τους. καὶ τέλος
ε) στὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του («στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ») πρὸς ὅλους, χωρὶς πάλι νὰ ἑξαιρεῖ ἢ καὶ νὰ ὑπαινίσσεται τοὺς παρεκτραπέντες τῆς κοινότητας.
Στέλνει ἐπίσης ἀσπασμοὺς γραμμένους μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Παῦλος ὑπαγόρευε συνήθως τὶς ἐπιστολές του σὲ κάποιον συνεργάτη του, ἴσως γιατί ὁ ἴδιος καταπονημένος ἀπὸ τὶς πολλὲς ταλαιπωρίες, γιὰ τὶς ὁποῖες κάνει λόγο σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς καθὼς καὶ τῆς δεύτερης ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς Κορινθίους (βλ. Α΄ Κορ. 4, 9-13. Βλ.καὶ Β΄ Κορ. 11, 23-33), ἀδυνατοῦσε νὰ γράψει ἰδιοχείρως ἐπὶ τοῦ παπύρου. Στὸ τέλος πρόσθετε συνήθως ἰδιόχειρο χαιρετισμό.
Πέραν τῆς ἀγάπης τοῦ ἰδίου πρὸς ὅλους τοὺς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἴδιο τὸν Κύριο, φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ σημειώσει ὅτι «Ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἂς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας».
Λίγο πρὶν τελειώσει ἡ ἑνότητα τοῦ ἀναγνώσματος καὶ ὅλη ἡ ἐπιστολὴ θυμίζει ὁ Παῦλος τὴ βασικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται, ποὺ διασώζεται στὴν ἀρχική της ἀραμαϊκὴ μορφή: «Μαράνα θά», ποὺ εἶναι ὁμολογία πίστεως: Ὁ Κύριος ἔρχεται, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ καὶ ὡς προσευχή, ὅπως στὸν τελικὸ στίχο τῆς Ἀποκαλύψεως « Ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. 22,20).
3.
Δουλεύοντας στὸ ἀμπέλι (Ματθ. 21. 32-43)
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Στὰ πρῶτα αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, τῆς προσευχῆς ποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς παρέδωσε νὰ ἀπευθύνουμε στὸν Πατέρα του, περιλαμβάνεται τὸ «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια μᾶς φώτισε νὰ τὸν ζητᾶμε νὰ ἔλθει καὶ νὰ γίνει κύριος καὶ βασιλέας ὅλης τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς μας. Γι’ αὐτὴ τὴ βασιλεία ὁ Χριστὸς μίλησε ἐπανειλημμένα στὰ κηρύγματά του χρησιμοποιώντας διάφορες παραβολὲς καὶ εἰκόνες καὶ φωτίζοντας κάθε φορὰ ἀπὸ διαφορετικὴ ὀπτικὴ γωνία τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴ σχέση μας μὲ αὐτή. Σὲ ὅλες βέβαια τὶς εἰκόνες εἶναι ὁλοφάνερα δύο βασικὰ χαρακτηριστικά της: Πρῶτο, τὸ ὅτι εἶναι ἔκφραση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἀνθρωπο· καὶ δεύτερο -συνέπεια τοῦ πρώτου- τὸ ὅτι δὲν ἐπιβάλλεται τυραννικὰ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ προϋποθέτει τὴν ἐλεύθερη ἀποδοχή του.
«Μικρὸν ἐργασώμεθα»
Στὴ σημερινὴ παραβολή, τὴ βασιλεία ποὺ μᾶς χαρίζει, τὴν παρομοιάζει μὲ ἕνα ἀμπέλι. Γι’ αὐτὸ τὸ ἀμπέλι πρωτομίλησε ὁ Θεὸς στὸν προφήτη Ἠσαΐα: «Καὶ τί δὲν ἔκανα», λέει, «γι’ αὐτὸ τὸ ἀμπέλι μου. Τὸ ἔφραξα, τὸ ὄργωσα, τὸ φύτεψα, τοῦ ἔχτισα πύργο, τοῦ ἔφτιαξα πατητήρι» (5,2). Δὲν ἄφησε σὲ μᾶς βαριὲς δουλειές. «Μικρὸν ἡμῖν κατέλιπε», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ ὁ «ἐλαφρὸς ζυγὸς» ποὺ μᾶς ἀνέθεσε εἶναι «τὸ ἐπιμελεῖσθαι τῶν ὄντων καὶ διαφυλάξαι τὰ δοθέντα». Τὸ χρέος μᾶς ἦταν ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ διαφύλαξη τοῦ ἀμπελώνα, ὥστε στὸν κατάλληλο καιρὸ νὰ ἀποδώσει καρπούς.
Μετά, ὁ κύριος τοῦ ἀμπελώνα «ἀπεδήμησε». Δὲν κάθησε σὰν αὐστηρὸς ἐπιστάτης κρατώντας βούρδουλα καὶ «παραπόδας ἐπάγων τὰς τιμωρίας», ὁσάκις μᾶς ἔβλεπε νὰ τεμπελιάζουμε ἢ νὰ κάνουμε ζημιὲς στὸ ἀμπέλι του μὲ τὴν ἀμέλειά μας. «Ἀπεδήμησε» σημαίνει «μακροθύμησε», ἑρμηνεύει ὁ Χρυσορρήμων. Ἔδειξε τὴν πολλή του μακροθυμία καὶ τὸν ἀπέραντο σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης του καὶ τῆς τιμῆς του πρὸς τοὺς ἐργάτες τοῦ ἀμπελώνα. Μᾶς τίμησε δίνοντάς μας τὴ δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε τὴ χαρὰ καὶ τὴ «νηφάλια μέθη» ἀπὸ τὰ «σταφύλια» τῆς βασιλείας του· ἀλλὰ ὄχι τελείως δωρεάν. Μᾶς κάλεσε νὰ συνεργαστοῦμε, καταθέτοντας ἐλεύθερα καὶ τὸν κόπο τῆς δικῆς μας φροντίδας καὶ ἐπιμέλειας, δηλαδὴ τὴν ὑπακοή μας στὸ θέλημά του.
Ἀγκάθια ἀντὶ γιὰ σταφύλια
Ὅταν ὅμως ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ τρύγου καὶ ἔστειλε τοὺς δούλους του γιὰ νὰ λάβουν τοὺς καρπούς, διαπίστωσε -ὅπως μὲ πίκρα λέει στὸν προφήτη Ἠσαΐα – ὅτι τὸ ἀμπέλι του ἀντὶ γιὰ σταφύλια ἔβγαλε ἀγκάθια. Καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ φανερώνει ὅτι τὰ «ἀγκάθια» δὲν ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ παρακοὴ τοῦ περιούσιου λαοῦ του στὶς ἐντολές του, ἀλλὰ καὶ ἡ τελείως ἀδικαιολόγητη ἀγανάκτηση καὶ τὸ μίσος τους κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων του προφητῶν, ποὺ ἔφτασε σὲ βαθμὸ ἄλλους νὰ δείρουν καὶ ἄλλους νὰ σκοτώσουν. Ξανάστειλε ὁ Κύριος προφῆτες καὶ διδασκάλους γιὰ νὰ ἀφυπνίσουν τὸν λαό του, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτοὺς ἔκαναν τὰ ἴδια. Στὸ τέλος, τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὸν ντραποῦν καὶ νὰ συνέλθουν. Καὶ αὐτοί, νομίζοντας ὅτι ἦταν εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσουν πλήρη κυριότητα στὸ ἀμπέλι, σκότωσαν καὶ τὸν κληρονόμο.
Ὁ Χριστός, λέγοντας τὴν παραβολὴ αὐτὴ λίγο καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του, προσπαθεῖ νὰ κάνει τοὺς Ἰουδαίους νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι αὐτοὶ εἶναι οἱ κακοὶ ἐργάτες τοῦ ἀμπελώνα του· καὶ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος Υἱὸς τοῦ Κυρίου τοῦ ἀμπελώνα. Ἡ παραβολὴ βέβαια δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς τότε «ἐπίδοξους» σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ νομίζει ὅτι βγάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή του θὰ τὴν χαρεῖ καλύτερα καὶ πιὸ ἐλεύθερα.
Ἡ ἀπάτη τῆς ἀθεΐας
Σὲ κάποιο θεατρικὸ ἔργο, ὁ κεντρικὸς ἥρωας ξεσπάει στὴν πιὸ ἑωσφορικὴ ἐξαγγελία ἐκθρόνισης τοῦ Θεοῦ καὶ θεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ παρακάτω ξέσπασμα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ «σύμβολο τῆς πίστεως» τοῦ αὐτοθεοποιημένου ἀνθρώπου: «Ἐγὼ ὑπάρχω… μόνος ἐγώ. Βλέπεις αὐτὸ τὸ κενὸ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας; Εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ φάγωμα στὴν πόρτα; Εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιὰ τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸ εἶναι Θεός. Ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ δὲν ὑπῆρχα, παρὰ μόνον ἐγώ. Ἐγὼ μόνος μου βρῆκα τὸ καλό. Ἐγὼ ἀποφάσισα τὸ κακό. Ἐγὼ σήμερα κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, καὶ ἐγὼ μόνος μου μπορῶ νὰ τὸν συγχωρήσω. Ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος. Ἂν ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δὲν ὑπάρχει Θεός».
Ἡ κατάληξη αὐτοῦ τοῦ θεατρικοῦ μᾶς θυμίζει τὸ γνωστὸ ἀθεϊστικὸ σύνθημα, ποὺ εἶχε κατευθύνει ἐπίμονα σύγχρονος «κήρυκας» τῆς ἀθεΐας, καὶ τὸ εἶχαν βάλει στὰ λεωφορεῖα τῆς Ἀγγλίας: «Ὁ Θεὸς πιθανότατα δὲν ὑπάρχει. Ἑπομένως, σταμάτα νὰ ἀνησυχεῖς καὶ ἀπόλαυσε τὴ ζωή σου».
Ὁ Χριστὸς στὸ τέλος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἀπαντάει σ’ αὐτὲς τὶς κεvολόγους διακηρύξεις λέγοντας: «Μὴν πᾶτε νὰ χτίσετε τὴν εὐτυχία σας χωρὶς Ἐμένα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ ἀγκωνάρι τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τῆς γνήσιας χαρᾶς σας. Ὅποιος μὲ πετάει ἀπὸ τὴ ζωή του, δὲν ἀδικεῖ ἐμένα ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του». Τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ψάλλουμε τὸ ἰδιόμελο: «Ὁ τὸν ἀμπελώνα φύτευσας καὶ τοὺς ἐργάτας κάλεσας ἐγγὺς ὑπάρχει Σωτήρ». Ὁ Κύριος τοῦ ἀμπελώνα εἶναι πολὺ κοντά μας. Ἔρχεται γιὰ νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς κάνει υἱοὺς καὶ συγκληρονόμους του. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς «μικρὸν ἐργασάμενοι, κομισώμεθα τὸ τῆς ψυχῆς ἔλεος».
4.
Παραβολὴ ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος(Ματθ.21,33-46)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Παραβολὴ τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῶν κακῶν οἰκοδόμων.
Ματθ. 21, 33-46. Μάρκ. 12, 1 -12. Λουκ. 20, 9—19.
Εἰς τὴν προηγουμένην παραβολὴν τῶν δύο υἱῶν ὁ Κύριος ἐτόνισε τὴν ἀδιαφορίαν τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀρχόντων διὰ τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ θείου θελήματος. Εἰς τὰς παραβολάς ὅμως ταύτας τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῶν κακῶν οἰκοδόμων ὁ Κύριος ζωγραφίζει τὰς μεγάλας εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος, τὴν μεγάλην ἀχαριστίαν τούτου, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι χριστοκτονίας καὶ τὴν παραδειγματικὴν τιμωρίαν του ὡς καὶ τὴν κλῆσιν τῶν ἐθνῶν. Ἂς ἴδωμεν.
Πρῶτον. Αἱ θεῖαι εὐεργεσίαι. «Ἤρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγων τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα» καὶ πρὸς προφύλαξίν του ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ζῷα «φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε» κατεσκεύασε γύρω τοῖχον ἤ φράκτην. Πλὴν τοῦ φραγμοῦ τούτου «ὤρυξε ἐν αὐτῷ ληνὸν» ἔσκαψε καὶ ἄνοιξε ἐντός τῆς ἀμπέλου ληνὸν διὰ τὴν ἔκθλιψιν τῶν σταφυλῶν. Ἐπίσης πρὸς προφύλαξιν τοῦ ἀμπελῶνος «ᾠκοδόμηοε» ἔκτισε «πύργον» ὅθεν οἱ φύλακες τοῦ ἀμπελῶνος τούτου ἐφύλασσον τὸν ἀμπελῶνα. Τὸν ἀμπελῶνα τοῦτον «ἐξέδοτο γεωργοῖς» τὸν ἐνοικίασεν εἰς γεωργοὺς «καὶ ἀπεδήμηοε χρόνους ἱκανοὺς» καὶ ἀπεμακρύνθη διὰ πολὺ χρονικὸν διάστημα.
Ἐδῶ οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ Θεός. Ἀμπελών κατὰ τὸν Ἡσαΐαν 5, 1 εἶναι ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Φραγμὸς τοῦ ἀμπελῶνος εἶναι ὁ Ἑβραϊκὸς Νόμος, ὁ ὁποῖος προφυλάσσει τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρας. Ληνὸς εἶναι τὸ θυσιαστήριον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐθυσιάζοντο οἱ καρποὶ τῆς ἀμπέλου τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, φόβος Θεοῦ, μετάνοια καὶ ἄλλαι ἀρεταί ὡς θυσία εὐώδης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πύργος δὲ ἦτο ὁ Ναὸς ὑψούμενος ὑπεράνω τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν λόφον Μωριά. Γεωργοί, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνοικίασε τὸ ἀμπέλι Του ὁ Θεὸς ἐπὶ ἀποδόσει λογαριασμοῦ, εἶναι οἱ ἄρχοντες τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ καλλιεργήσωσι τὸν λαὸν θρησκευτικῶς. Ἀποδημία τοῦ οἰκοδεσπότου εἶναι ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ νὰ καρποφορήσωσιν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸ πᾶν δὶ’ αὐτούς. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ μετὰ τὴν χορήγησιν τοῦ Νόμου διὰ τοῦ Μωϋσέως ἀφῆκε νὰ ἐπιδράσῃ ἡ δωρεὰ αὕτη εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἰδοὺ αἱ εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους.
Δεύτερον. Ἡ Ἰουδαϊκὴ ἀχαριστία. «Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν» ὅταν ἐπλησίασεν ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς «ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν» ἵνα λάβωσι «τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες» συλλαβόντες «οἱ γεωργοί τούς δούλους αὐτοῦ, ὅν μὲν ἔδειραν» ἄλλον μὲν ἔδειραν «ὅν δὲ ἀπέκτειναν» ἄλλον ἐφόνευσαν «ὅν δὲ ἐλιθοβόλησαν» ἄλλον δὲ ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Ὁ οἰκοδεσπότης «καὶ πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων» περισσοτέρους τῶν πρώτων «καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως» ἔκαμον καὶ εἰς αὐτοὺς τὰ ἴδια. Ὁ Λουκᾶς λέγει : «Προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι ἕτερον δοῦλον. Οἱ δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἑξαπέστειλον κενόν. Καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες ἐξέβαλον». Δάρσιμον, ὕβριν, ἐπιστροφὴν μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τέλος τραυματισμόν, ἰδοὺ τί ἔδωκαν εἰς αὐτούς. Ἡ ἀποστολὴ τῶν δούλων πρὸς συγκομιδὴν τῶν καρπῶν εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῶν προφητῶν, ἵνα συλλέξωσι συγκομιδὴν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν ἀρετῶν. Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι ἄλλους μὲν προφήτας ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ, ἄλλους ἔδειραν, ἄλλους ἐφόνευσαν δὶ’ ἄλλου τρόπου.
Ὁ οἰκοδεσπότης «ὕστερον ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν» ἐρχόμενον «εἶπον ἐν ἑαυτοῖς» εἶπον μεταξὺ των : «Οὗτός ἐστιν» αὐτὸς εἶναι «ὁ κληρονόμος˙ δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν» ἐλᾶτε νὰ τὸν φονεύσωμεν «καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες αὐτὸν» συλλαβόντες αὐτὸν «ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν» ἐφόνευσαν αὐτόν. Ὁ υἱὸς οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσαν «οἱ γεωργοὶ» οἱ Ἑβραῖοι ἀρχηγοί. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται κληρονόμος, διότι εἶναι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Κατάσχεσις τῆς κληρονομίας ὑπὸ τῶν γεωργῶν εἶναι ἡ ἄρνησις τῆς μεσσιανικότητος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν Ἑβραίων καὶ ἡ ἰδιοποίησις τῆς κυριότητος ἐπὶ τῶν τοῦ ναοῦ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν. Ὁ φόνος ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος εἶναι ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ ἔξω τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἰδοὺ ἡ ἀχαριστία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους πρὸς τὸν Θεόν. Ἔρχεται καὶ ἡ τιμωρία.
Τρίτον. Ἡ Τιμωρία. Αὕτη εἶναι διπλῆ. Ἀπόρριψις Ἰουδαίων καὶ κλῆσις ἐθνῶν. Ἀπόρριψις Ἰουδαίων. Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τοὺς ἀκροατάς. «Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις;» τί θὰ κάμῃ εἰς τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους; «λέγουσιν αὐτῷ˙ κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτοὺς» ἐπειδὴ ἦσαν κακοὶ διὰ σκληροῦ τρόπου θὰ καταστρέψῃ αὐτούς˙ «καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς» καὶ τὸ ἀμπέλι θὰ ἐνοικιάσῃ εἰς ἄλλους γεωργοὺς «οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». Ἔλευσις τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ κατὰ τὸ 70 μ.Χ. καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐνοικίασις τοῦ ἀμπελῶνος εἰς ἄλλους γεωργοὺς εἶναι ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν εἰς τὴν πίστιν. Ἀπόδοσις τῶν καρπῶν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν σημαίνει, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν θὰ καρποφορήσωσι τὰς ἀρετάς. Ὁ Κύριος ἐγκρίνει τὴν γνώμην τῶν ἀκροατῶν Του καὶ λέγει: «Ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργούς τούτους» ναί, θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ τιμωρήσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς «καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις» καὶ θὰ ἐνοικίασῃ τὸ ἀμπέλι του εἰς ἄλλους. Οἱ ἀκροαταὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν τόνον τῆς φωνῆς Του ἀντελήφθησαν, ὅτι ὁμιλεῖ περὶ καταδίκης των καὶ εἶπαν «μὴ γένοιτο!»
Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας αὐτοῖς» παρατηρήσας αὐτοὺς καὶ ἐπιβεβαιῶν τὴν καταδίκην, τὴν ὁποίαν δὲν ἐπεθύμουν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ κακοὶ γεωργοί, ἀναφέρει τὴν παραβολὴν τῶν κακῶν οἰκοδόμων, ὅπου ἀναφέρεται ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν. «Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς» ψαλμ. ριζ «λίθον, ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγεννήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας;». Κατὰ τὴν προφητείαν ταύτην οἱ οἰκοδόμοι μιᾶς οἰκίας, οἱ ἄρχοντες δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἀπέρριψαν λίθον τινὰ ὡς ἄχρηστον, τὸν Ἰησοῦν. Ὁ λίθος, ὁ Χριστός, ὅμως οὗτος ἔγινε «κεφαλὴ γωνίας» θεμέλιος λίθος καὶ ἀγκωνάρι συνδέον δύο τοίχους ἤτοι Ἰσραηλίτας καὶ Ἐθνικοὺς εἰς ἕν οἰκοδόμημα, τὴν ἐκκλησίαν Του. «Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;» Ἡ τοποθέτησις τοῦ λίθου τούτου τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλόπετρας, ἐπὶ τῆς ὁποίας ᾠκοδομήθη ἡ ἐκκλησία, ἦτο θέλημα Θεοῦ καὶ προὐξένησε ἡ ἵδρυσίς της τὸν θαυμασμὸν τοῦ κόσμου!
Συνδέων ὁ Κύριος τὰς δύο αὐτάς παραβολάς τῶν κακῶν γεωργῶν καὶ κακῶν οἰκοδόμων λέγει ῥητῶς : «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό σᾶς, θὰ παύσετε νὰ εἶσθε περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ σεῖς «καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς». Ἔθνος εἰς τὸ ὁποῖον θὰ δοθῇ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ Ἔθνη, οἱ εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν καὶ θὰ γίνουν χριστιανοί. Τέλος ὁ Κύριος ἀναφερόμενος εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἀκρογωνιαίου λίθου τούτου, εἰς τὸν ἑαυτόν Του, λέγει: «πᾶς ὁ πεσών ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται». Έκεῖνος ὁ ὁποῖος θά θελήσῃ νά συγκρουσθῇ μετά τοῦ Ίησοῦ, θά συντριβῇ. «Ἐφ’ ὅν δ’ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν». Ἐκεῖνον ὅμως, ἐναντίον τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιτεθῇ ὁ Χριστὸς «λικμήσει αὐτόν», θὰ τὸν συντρίψῃ τόσον πολύ, ὥστε θὰ τὸν λιχνίσῃ εἰς τὸν ἄνεμον. Ὁ Χριστὸς ἀμυνόμενος, ὅταν πολεμῆται, ἐπιτιθέμενος, ὅταν πρόκειται νὰ τιμωρήσῃ, θὰ εἶναι πάντοτε θριαμβευτής!
Ἑπομένως ἡ καταστροφὴ τῆς Χριστοκτόνου Ἱερουσαλὴμ θὰ εἶναι τρομερά, διότι «λικμήσει» αὐτήν, θὰ τὴν λιχνίσῃ. « Ἀκούσαντες δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν» ἐνόησαν «ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει. Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ» ἤθελον νὰ Τὸν συλλάβωσιν ἀμέσως, διότι τὸ μῖσος των ἐκορυφώθη, ἀλλὰ «ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ ὡς προφήτην Αὐτὸν εἶχον. Καὶ ἀφέντες Αὐτὸν ἀπῆλθον». Ἰδοὺ ἡ προφητεία τῆς τιμωρίας.
Θέμα: Ἀδικία—Δικαιοσύνη.
Πολλάκις εὑρέθημεν εἰς τὴν θέσιν νὰ ἐξάρωμεν τὰ ἀθάνατα λόγια τοῦ Κυρίου. Ἐδῶ ὅμως τὰ λόγια Του εἶναι ὄχι μόνον θαυμαστά, ἀλλὰ καὶ τρομακτικά, διότι προφητεύουν τὴν τύχην τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται, διότι ἠδίκησαν. Τὴν τιμωρίαν ταύτην μαρτυρεῖ ἡ δισχιλιετὴς ἱστορία των.
Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ταύτην καὶ τὰ ἐκ ταύτης ὠφέλιμα.
Α. Ἡ δισχιλιετὴς τραγικὴ ἱστορία τῶν Ἰουδαίων. Ὅταν ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ διαπράξας τὸν πρῶτον φόνον κατὰ τοῦ πρώτου κατὰ χρονολογικὴν σειρὰν δικαίου, τοῦ Ἄβελ, ὁ Θεὸς ἐτιμώρησε τὸν φονέα μὲ δύο πράγματα : νὰ ζήσῃ ἐπ’ ἀρκετὸν καιρὸν καὶ «στένων καὶ τρέμων» νὰ εἶναι ἐπὶ τῆς γῆς. Ἂν τὸ ἀποδώσωμεν εἰς τὴν σημερινήν μας γλῶσσαν, αὐτὸ σημαίνει «νὰ ζῇ καὶ νὰ τίζεται». Κἄτι παρόμοιον κατηράσθη ὁ Θεὸς καὶ τοὺς Ἰουδαίους, οἵτινες ἐφόνευσαν τὸν πρῶτον κατ’ἀξίαν Δίκαιον Ἰησοῦν, διότι ὁ μὲν Κύριος λέγει, ὅπως εἴδομεν, «κακοὺς κακῶς ἀπολέσῃ» τοὺς Χριστοκτόνους Ἑβραίους, καὶ «λικμήσει», θὰ λιχνίσῃ αὐτούς, εἰς ὅλον τὸν κόσμον θὰ διασπείρῃ, ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος προφητεύει τὴν ὕπαρξιν των μέχρις ὅτου ὡς ἔθνος, ὁμαδικῶς ἐπιστρέψουν εἰς Χριστὸν «καὶ πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται». Ρωμ. 11, 26. Ἡ Ἱστορία μαρτυρεῖ ταῦτα περιτράνως.
Καὶ 1) Ὅταν ὁ Χριστὸς ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τοῦ πάθους Του ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν Του εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ εἶχεν ἔναντι τὸν λαμπρὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος, οἱ θαυμάζοντες μαθηταὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ : «ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί». Ὁ δὲ Κύριος ἀπαντᾷ.˙ «Οὐ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον». Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἔνιψε τὰ χέρια του ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ ἔλεγε «τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ’ ὑμᾶς», οἱ Ἰουδαῖοι ἐφώναζον: «Τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν». Μετὰ 40 περίπου χρόνια ἡ Ἱερουσαλὴμ ἐπολιορκεῖτο ὑπὸ τῶν Ρωμαίων. 1.200.000 ἦσαν οἱ ἐντός τῆς πόλεως. Πάντες οὗτοι πλὴν 100.000 περίπου οἱ ὁποῖοι ἐξηνδραποδίσθησαν, οἱ λοιποὶ ἀπέθανον ἐκ πείνης, μαχαίρας ἐχθρικῆς καὶ φιλίας. Μία μάλιστα Ἑβραία, Μαριὰμ ὀνόματι, κατὰ τὸν καιρὸν τῆς πολιορκίας λόγῳ πείνης ἔψησε τὸν ὑπομάστιον υἱόν της καὶ τὸ ἥμισυ προσφέρει εἰς τοὺς Ρωμαίους στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι εἰσέβαλον εἰς τὴν πόλιν, λέγουσα: «Μὴ γίνεσθε μαλθακώτεροι μητρός˙ δεῦτε ἀριστήσωμεν». Ὁ Κύριος δὲν εἶπε «οὐαὶ ταῖς θηλαζούσαις ταῖς ἡμέραις ἐκείναις»;
2) Μετὰ 300 περίπου χρόνια μ.Χ. ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς ἠθέλησε νὰ διαψεύσῃ τὴν προφητείαν τοῦ Κυρίου περὶ καταστροφῆς τοῦ ναοῦ τῶν Ἑβραίων καὶ δημοσίᾳ δαπάνῃ ἐπιχειρεῖ ν’ ἀνοικοδόμησῃ τὸν Ναὸν τοῦτον. Ἀλλὰ διὰ νυκτὸς σεισμὸς γενόμενος «ἀνέβρασε τοὺς λίθους τῶν παλαιῶν θεμελίων του Ναοῦ καὶ πάντας διέσπειρε. Πῦρ δὲ ἐξ οὐρανοῦ κατασκῆψαν τὰ τῶν οἰκοδόμων ἐργαλεῖα διέφθειρε, πριόνας κ.λ.π.».
3) Μετὰ ταῦτα ὑφίστανται οἱ Ἑβραῖοι πολλοὺς διωγμούς. Κατὰ τὸν IB αἰώνα ἔγινε τόση σφαγὴ τῶν Ἑβραίων, ὥστε τὸ αἷμα των ἔρρευσεν ἀφθόνως ἀπὸ τῆς Ἱσπανίας μέχρι τῆς Γερμανίας. Τὰ βασανιστήριά των διαρκοῦν καὶ σήμερον. Τὸ Γκέττο τῆς Βαρσοβίας, ἔνθα εὑρίσκονται οἱ περισσότεροι Ἑβραῖοι, κατεστράφη ὑπὸ γερμανικῶν ἀεροπλάνων καθέτου ἐφορμήσεως Stukas. Ὅταν τὸ 1940 ἔγινεν ἡ προσάρτησις τῆς Αὐστρίας εἰς τὴν Γερμανίαν, οἱ ἐκεῖ Ἰουδαῖοι ἐξεδιώχθησαν, εἰσήχθησαν ἐντὸς πλοίου καὶ ἀφέθησαν εἰς τὸν ποταμὸν τὸν Δούναβιν νὰ φύγουν ἐκ τῆς Αὐστρίας. Ἔπλευσαν τὸν ποταμὸν καὶ φθάνουν εἰς τὸ Βιδίνιον, πόλιν κειμένην ἐν τοῖς παραμεθορίοις Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Σερβίας. Οἱ ἐν τῷ πλοίῳ Ἑβραῖοι ἀπετάθησαν εἰς ἕν ἕκαστον ἐξ αὐτῶν τῶν κρατῶν, ἵνα ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτοὺς καὶ ἐξέλθωσιν. Οὐδεμία χώρα ἐπέτρεψε, διότι ἐφοβοῦντο τὸν Χίτλερ. Ἠγκυροβόλησαν καὶ ἔμειναν ἐκεῖ ἐπ’ ἀρκετὸν χρόνον. Ἐθεώρησαν τὸ πλοῖον ὡς νησίδα !
Ἀλλὰ καὶ κἄτι τὸ ὁποῖον διαρκεῖ ἐπὶ αἰῶνας. Οἱ ἐν Ἱερουσαλὴμ Ἑβραῖοι μεταβαίνουσιν ἑκάστην Παρασκευὴν εἰς ἕν τῶν νομιζομένων ὑπολειμμάτων τειχῶν τοῦ Σολομῶντος καὶ κτυπῶντες τὰς κεφαλάς των μέχρι αἵματος λέγουν : «Καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ». Τὸ ἀξιοσημείωτον δὲ εἶναι κἄτι ἄλλο. Θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς Παλαιστίνην, νὰ ἱδρύσουν κράτος, ἔχουν τὴν μεγαλυτέραν οἰκονομικὴν ἰσχὺν τοῦ κόσμου, ὑπεστηρίχθησαν πρὸς τοῦτο ὑφ’ ὅλων, ἰδίως ὑπὸ τῆς Ἀγγλίας (καὶ ἡ Ἑλλὰς ὑπέγραψε) καὶ ὑπὸ τῆς κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, ἀλλὰ δὲν δύνανται. Ἐκ τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον 15.000.000 Ἰουδαίων μόνον 200.000 κατώρθωσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν, διότι 700.000 Ἄραβες ἀντέστησαν. Τὸ ἔθνος τοῦτο τῶν Ἑβραίων οὔτε ἀφομοιοῦται μετὰ τῶν ἄλλων Ἐθνῶν, οὔτε ἐξαφανίζεται, οὔτε κράτος δύναται νὰ ἱδρύσῃ, παρ’ ὅλον τὸν πόθον του καὶ τὴν οἰκονομικὴν ἀντοχὴν καὶ τὴν ὑποστήριξιν, τὴν ὁποίαν ἔλαβε. Τί σημαίνουν αὐτά; Κατάρα! Νὰ ζῇ καὶ νὰ τίζεται, διότι ἠδίκησεν. Ὥστε δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι καὶ σήμερον ἀδικεῖται, διότι ἠδίκησε !
Β. Πόσα διδάγματα: Ἀδικοῦμεν ; θὰ ἀδικηθῶμεν. Ὅταν ἁμαρτήσῃς καὶ τιμωρηθῇς δὶ’ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἠμάρτησες, ἐξοφλεῖς ἕνα χρέος σου. Ὁσονδήποτε βαρεῖα καὶ ἂν εἶναι ἡ τιμωρία διὰ τὴν ἁμαρτίαν σου ἐλαφρώνεται τὸ βάρος τῆς τιμωρίας, ὅταν συναισθάνεσαι, ὅτι δικαίως πάσχεις. Ἠμάρτησες σαρκικῶς, ἐπῆρες ἀρρώστεια καὶ ὑποφέρεις. Τὸ βάρος τῆς νόσου ἐλαφρώνεται μὲ τὴν συναίσθησιν, ὅτι πταίεις καὶ δικαίως πάσχεις. Ὅταν ὅμως ἀδικῆσαι, τιμωρῆσαι δηλαδὴ χωρὶς νὰ πταίῃς, ὅσον ἐλαχίστη καὶ ἂν εἶναι ἡ ἄδικος τιμωρία σου, γίνεσαι ἀνάστατος ἀπὸ τὸν πόνον τῆς ἀδικίας.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν θέλων νὰ τιμωρήσῃ μερικοὺς ἀνθρώπους πολύ, διότι ἠδίκησαν, δὲν τοὺς τιμωρεῖ ἐκεῖ ὅπου πταίουν καὶ ὅταν πταίουν, ἀλλὰ ἐκεῖ ὅπου δὲν πταίουν, διότι τότε θὰ πονέσουν. Τοῦτο δὲν εἶναι ἀδικία ἀλλὰ δικαιοσύνη, διότι ὁ ἀδικῶν θὰ τιμωρηθῇ δικαίως, ὅταν καὶ αὐτὸς ἀδικηθῇ. Τότε θὰ πονέσῃ, ὅσον ἐπόνεσε καὶ ὁ ἄλλος, τὸν ὁποῖον ἠδίκησε. Ἠδίκησας κἄποιον εἰς τὴν κρίσιν σου κατακρίνων καὶ συκοφαντῶν αὐτόν.Θὰ ἀδικηθῇς καὶ σὺ ἀπὸ κἄποιον ἄλλον ἀδικοσυκοφαντούμενος. Ἠδίκησας τὸ κορίτσι ἑνὸς ἄλλου καταστρέφων αὐτὸ σωματικῶς ἤ ἠθικῶς. Θὰ ἀδικηθῇς καὶ σὺ εὑρίσκων τὸ ἴδιον κακὸν εἰς τὸ σπίτι σου. Ἔκλεψες κάποιον. Κάποιος ἄλλος θὰ σὲ κλέψῃ. Πικρὸν εἶναι νὰ ἀδικῆταί τις. Πόσον δίκαιον ὅμως εἶναι τοῦτο, ὅταν ἀδικῆται, διότι ἠδίκησε!
Ἑπομένως ὅταν ἀδικούμεθα, καλὸν εἶναι νὰ σκεπτώμεθα, μήπως καὶ ἡμεῖς ἠδικήσαμεν. Ὅταν συλλάβωμεν τὸν ἑαυτὸν μας ἀδικήσαντα κἄποιον ἄλλον, ἂς σκεφθῶμεν, ὅτι ὅπως πονοῦμεν ἡμεῖς, ὅταν ἀδικούμεθα, ἔτσι ἐπόνεσε καὶ αὐτός, ὅταν ἀπὸ ἡμᾶς ἠδικήθη. Ἐπειδὴ ἐκάμαμε νὰ πονέσῃ αὐτός, πονοῦμεν καὶ ἡμεῖς. Ἔτσι μόνον θὰ ἀνακουφίσῃς τὸν πόνον σου, ὅταν ἀδικῆσαι, ἐὰν σκεφθῇς καὶ σὺ τὰς ἀδικίας σου. Ἐὰν ὅμως εὕρῃς ὅτι οὐδένα ἠδίκησες—πρᾶγμα σπανιώτατον—δέν πρέπει νὰ στενοχωρῆσαι, διότι ἀδικῆσαι, ἀλλὰ νὰ δοξάζῃς τὸν Θεόν, διότι «πάσχεις ἀδίκως». Ὅταν πρόκειται νὰ ἀδικήσῃς διὰ τῶν λόγων σου καὶ τῶν ἔργων σου τοὺς ἄλλους, σκέψου, ὅτι θὰ ἀδικηθῇς. Ὁ ἐνθουσιασμός σου τὸν ὁποῖον ἔχεις, ὅταν ἀδικῇς, θὰ μεταβληθῇ εἰς πίκραν σου, ὅταν θὰ ἀδικῆσαι. Ἂς προσέχωμεν νὰ μὴ ἀδικῶμεν, ἵνα μὴ ἀδικηθῶμεν!
5.
Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀμπελῶνος
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Μὲ παρακινεῖ πρὸς λόγον ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπεχωρίσθη ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς καὶ μὲ τρόπον ἀνέκφραστον ἐκυοφορήθη στὴν μήτραν τῆς Παρθένου· αὐτὸς μολονότι ἔγινε πρὸς χάριν μου ὡσὰν ἐμένα, εἶναι ἀπαθὴς ὡς πρὸς τὴν Θεότητα, καὶ περιεβλήθη σῶμα ὁμοιοπαθὲς μὲ τὸ ἰδικόν μου· αὐτὸς ποὺ ἐπιβαίνει σὲ ἅρματα Χερουβικὰ καὶ ἀνέβη σὲ πῶλον ὄνου, ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, αὐτὸς ποὺ ἐπευφημεῖται ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ὡς ἅγιος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀποδέχεται τὰ ψελλίσματα τῶν παιδιῶν ἀπὸ τὴν ἄκακο γλώσσα τους. Αὐτός, ἐνῶ εἶναι Θεός, ἔλαβε τὴν μορφὴ τοῦ δούλου καὶ διατηρεῖ αὐτὴν τὴν μορφὴ τοῦ δούλου στὸ διηνεκὲς· ὡς Θεὸς εἶναι ἄϋλος καὶ ἀόρατος, ἀλλὰ ἐδέχθη νὰ λάβη σῶμα ὁρατὸν καὶ ψηλαφητὸν· ἦλθεν ἑκουσίως πρὸς τὸ Πάθος, γιὰ νὰ μᾶς χαρίση τὴν ἀπάθειαν. Διότι ἐπειδὴ εἶδε τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν του, τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖον ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί του, νὰ ἔχη δελεασθῆ ἀπὸ τὴν ἀπάτη τοῦ ὄφεως, νὰ ἔχη παραβῆ τὴν ἐντολήν του, νὰ εἶναι ὑποδουλωμένος στὴν φθορὰ καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὸν θάνατο, δὲν ἄντεξε ὁ φύσει συμπαθὴς τὴν στέρησι τοῦ ποθουμένου, ἀλλὰ μὲ πολλοὺς τρόπους τὸν ἐκάλεσε πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν. Τὸν ἐπαίδευσε ὡς δοῦλον ἀχάριστον, ὡς νηπιόφρονα «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» καὶ ἐμηχανεύθη κάθε τρόπον, ὥστε νὰ ἀποτινάξη τὴν δουλείαν τοῦ τυράννου καὶ νὰ ἐπανέλθη στὸν Πλαστουργόν του. Ἀλλ’ ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐπιστρέψη, ἀφοῦ μιὰ γιὰ πάντα εἶχεν ὑποδουλωθῆ πλήρως στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν εἶχε συζευχθῆ μὲ τὴν προαίρεσί του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ὑπεράγαθος Δεσπότης, ἀναλαμβάνει τὴν φύσι μας, ἐπειδὴ εἶδεν ὅτι εἶχεν ἐξασθενήσει.
Βλέποντας δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπειθῆ στὶς ἐντολὲς καὶ τὰ σωτήρια προστάγματα, τί λέγει; Πρέπει νὰ παιδαγωγήση μὲ ἔργα αὐτὸν ποὺ εὑρίσκεται σὲ ἄγνοια. Πρέπει νὰ τὸν χειραγωγήση στὶς ἀρετές, ὥστε νὰ τὶς συνηθίση καὶ νὰ τὶς ἐπιτελῆ μόνος του. Πρέπει νὰ γίνω ὁρατὸς καὶ ἔτσι νὰ θεραπεύσω τὸν ἀσθενῆ. Πρέπει νὰ ἐπαναφέρω κοντά μου τὸ πλανώμενον πρόβατον καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσω πρὸς τὴν ἀρχικήν του διαμονὴ στὸν Παράδεισο. Πῶς ὅμως θὰ τὸν ἐπιστρέψω ἂν δὲν μὲ ἰδῆ; Πῶς θὰ ὁδηγήσω αὐτὸ ποὺ δὲν παρακολουθεῖ τὰ βήματά μου;
Γι’ αὐτὸ ἔγινεν ἄνθρωπος, γιὰ νὰ διδάξη ἐμπράκτως μὲ αὐτὰ ποὺ ἔπραξε καὶ ἔπαθε αὐτὸν ποὺ τὸ ἀγνοοῦσε, μὲ ποῖον τρόπον νὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετὴν· ὥστε βλέποντάς τον νὰ κατεβαίνη κατ’ οἰκονομίαν πρὸς χάριν μας ἀπὸ τὶς πατρικὲς ἀγκάλες στὴν γῆ, νὰ ἔλθωμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν προαίρεσί μας ἀπὸ τὴν μητέρα μας γῆ πρὸς αὐτὸν· ἐφανέρωσε ἔτσι τὸν ὑπερβολικὸν πλοῦτον τῆς πρὸς ἐμᾶς ἀγάπης του. Διότι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ δείξη μεγαλυτέραν ἀγάπην ἀπὸ αὐτὸν ποὺ θυσιάζει «τὴν ψυχὴν του ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».
Πῶς ὅμως θὰ δείξη τὴν ἀγάπη του, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ψυχή; Γι’ αὐτὸ ἀναλαμβάνει σάρκα, γιὰ νὰ «ὀφθῇ ἐπὶ γῆς καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφῇ». Γι’ αὐτὸ ἀναλαμβάνει ψυχή, γιὰ νὰ τὴν θυσιάση ὑπὲρ τῶν φίλων του. Καὶ φίλους ἐννοῶ ὄχι αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ ἐκεῖνος ποθεῖ. Διότι ἐμεῖς τὸν ἐμισήσαμε, τὸν ἀπαρνηθήκαμε καὶ γίναμε δοῦλοι σὲ ἄλλον. Αὐτὸς ὅμως ἔμεινε σταθερός, ἔχοντας ἀμετάβλητον τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀγάπην του.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρεξε κοντά μας. Ἦλθε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμισοῦσαν. Κατεδίωξε αὐτοὺς ποὺ ἀπεμακρύνοντο, καὶ ὅταν τοὺς ἔφθασε δὲν τοὺς ἤλεγξε μὲ σκληρότητα, δὲν τοὺς ἐπανέφερε κοντά του μὲ μαστίγιον, ἀλλὰ ἔπραξε σὰν ἕνας ἄριστος ἰατρὸς ποὺ ἐνῶ ὑβρίζεται, ἐμπτύεται καὶ ραπίζεται ἀπὸ κάποιον μανιακόν, τοῦ προσφέρει τὶς θεραπευτικές του ὑπηρεσίες. Προσέφερε στὴν φύσι τῆς ἀνθρωπότητος τὴν πλέον ἀποτελεσματικὴν θεραπεία, τὸ δραστικώτερον καὶ παντοδύναμον φάρμακο, τὴν ἴδια τὴν θεότητά του. Αὐτὴ ἀνέδειξε τὸ ἀσθενικόν μας σαρκίον δυνατώτερον ἀπὸ τὶς ἀόρατες δυνάμεις.
Ὅπως δηλαδὴ ὁ σίδηρος εἶναι ἀπλησίαστος ὅταν ἑνωθῆ μὲ τὴν φωτιάν, ἔτσι καὶ τὸ χόρτο τῆς ἰδικῆς μας φύσεως ἐπειδὴ ἡνώθη μὲ τὸ πῦρ τῆς θεότητος ἔγινε ἀπλησίαστον ἀπὸ τὸν διάβολο. Καὶ ἐπειδὴ «τὰ ἐνάντια τῶν ἐναντίων ἰάματα», κάθε πάθος δηλαδὴ θεραπεύεται μὲ τὸ ἀντίθετό του, καθὼς λέγουν οἱ μαθηταὶ τῶν ἰατρῶν, καταβάλλει καὶ ὁ Θεὸς «τὰ ἐνάντια διὰ τῶν ἐναντίων»: Τὴν ἡδονὴ μὲ τὶς ὀδύνες, τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τὴν ταπείνωσι. Διότι ὄχι μόνον ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γίνη ἄνθρωπος ἐνῶ κατεῖχε τὸν πλοῦτον τῆς Θεότητος, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος ἔζησε μὲ ταπείνωσι.
Πράγματι: ποῖος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὑπῆρξε τόσον ταπεινός; Διότι «οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίναι». Δὲν εἶχεν ὑποζύγιον, οὔτε δεύτερον ὑποκάμισον, οὔτε ἄλλον χιτώνα. «Λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». «Ὡς ἀρνίον ἄκακον ἤγετο (ὡδηγεῖτο) τοῦ θύεσθαι, οὐκ ἐρίζων, οὐδὲ κραυγάζων»· τὸν ἐρράπιζαν καὶ ἔδιδε προθύμως τὴν σιαγόνα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκτυποῦσε· «οὐκ ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων». Ἐνῶ τὸν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καὶ δαιμονισμένον καὶ τὸν κατεδίωκαν, αὐτὸς τὰ ὑπέμενε, ὥστε νὰ ἀκολουθήσωμε κι ἐμεῖς τὰ βήματά του.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιτελοῦσε μὲ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Πατρός. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι Υἱὸς ἰδικὸς του μονογενὴς καὶ ὁμοούσιος, μᾶς ἐγνώρισε τὴν ἀγάπην τοῦ Πατρός. Διότι τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, ὥστε ἔδωσε τὸν μονογενῆ Υἱόν του ὡς λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν. Ὦ ἀγάπη ἀνυπέρβλητος! Τὸν Υἱὸν του τὸν μονογενῆ ἔδωσε, τὸν συμβασιλέα του, πρὸς χάριν δούλων παρηκόων, πρὸς χάριν τῶν ἐχθρῶν ποὺ τὸν ἐβλασφημοῦσαν, ἐλάτρευαν τὸν νοητὸν ἐχθρὸ καὶ αὐτὸν ἀνεκήρυτταν Θεόν. Ὦ βάθος πλούτου τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ! Δὲν προέβαλε ἀντίστασιν ὅμως ὁ μονογενὴς Υἱός, δὲν ἠθέτησε τὴν πατρικὴν βουλή. Διότι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ἡ βουλὴ καὶ ἡ θέλησις τοῦ Πατρός.
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἐπειδὴ ἦταν κοινωνὸς καὶ μέτοχός τῆς φύσεως ἐκείνου (μία εἶναι ἡ φύσις τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ), ὑπηρετεῖ τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς σὰν ἰδικό του καὶ γίνεται ἄνθρωπος, καὶ γίνεται ὑπήκοος στὸν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ, θεραπεύοντας ἔτσι τὴν ἰδικὴ μας παρακοήν. Ἐπείγεται λοιπὸν πρὸς τὸ Πάθος καὶ βιάζεται νὰ πιῆ τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, τὸ σωτήριον γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ἔρχεται πεινασμένος γιὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ δὲν εὑρίσκει σ’ αὐτὴν καρπὸν· διότι αὐτὴν ὑποδηλώνει παραβολικῶς τὸ δένδρον τῆς συκῆς… Σ’ αὐτὴν τὴν συκῆν, τὴν φύσι τῆς ἀνθρωπότητος, ἦλθεν ὁ Σωτὴρ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὴν πείνα του· καὶ ζητοῦσε ἀπὸ αὐτὴν τὸν γλυκύτατον καρπόν, δηλαδὴ τὴν γλυκυτάτη γιὰ τὸν Θεὸν ἀρετήν, ποὺ εἶναι ἡ προϋπόθεσις τῆς σωτηρίας. Δὲν εὑρῆκε ὅμως καρπόν, ἀλλὰ μόνον φύλλα, τὴν τραχυτάτην καὶ μοχθηροτάτην ἁμαρτίαν καὶ τὰ κακὰ ποὺ φυτρώνουν ἀπὸ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ τὴν ἐπιτιμᾶ λέγοντας «οὐκ ἔτι ἔκ σοῦ καρπὸς ἐλεύσεται». Διότι ἡ σωτηρία δὲν θὰ προέλθη ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε ἡ ἀρετὴ προέρχεται ἀπὸ ἀνθρωπίνην δύναμι. Ἐγὼ θὰ πραγματοποιήσω τὴν σωτηρίαν, χαρίζοντας διὰ τοῦ πάθους μου τὴν ἀνάστασι· σᾶς ἁπαλλάσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν τόσο σκληρὰ ζωήν. Πράγμα ποὺ βεβαίως ἔκαμε.
Ἔπειτα, ὁλοκληρώνοντας ἐμπράκτως τὴν παραβολήν, εἰσέρχεται στὸν ναόν, ἐπισκεπτόμενος τὸν πατρικὸν οἶκον, καὶ εὑρίσκει ἐκεῖ τοὺς κακοὺς γεωργούς, τοὺς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκάθισαν μὲν στὸν θρόνον τοῦ Μωϋσέως, ἀπεδείχθησαν ὅμως λύκοι μὲ ἔνδυμα προβάτου· αὐτοὶ ὁμοιάζουν μὲ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὸν γλυκύτατον καρπόν, ἀλλὰ μόνο τὴν τραχύτητα τῶν φύλλων. Πρόσεχε λοιπὸν τὴν τραχύτητα τῆς γλώσσης τους: «Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; Καὶ τὶς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην»; Βλέπεις ἀκαρπίαν ψυχῆς καὶ ἀπιστίας; Ἀντὶ νὰ εἰποῦν «εὖγε, διδάσκαλε ἀγαθέ, ποὺ ἀνέστησες τὸν Λάζαρο νεκρὸν τετραήμερον, ποὺ ἐδίδαξες τοὺς χωλοὺς νὰ βαδίζουν σωστά, ποὺ ἐδώρησες στοὺς τυφλοὺς τὴν δύναμη τῆς ὁράσεως, ποὺ ἐθεράπευσες τοὺς παραλυτικοὺς καὶ μᾶς ἀπήλλαξες ἀπὸ ὅλες τὶς ἀσθένειες, ποὺ ἐξεδίωξες τοὺς δαίμονες, ποὺ διδάσκεις τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, αὐτοὶ λέγουν «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς;» Ὦ ἀχάριστοι! Καὶ ἂν σᾶς εἰπῆ θὰ πιστεύσετε; Ἀφοῦ στὸν Ἰωάννην, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐτρέχατε σὰν ρεῦμα ποταμοῦ καὶ ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες σας ἐθεωρούσατε ὅτι ἐλαμβάνατε τὸ βάπτισμα, δὲν ἐπιστεύσατε, θὰ πιστεύσετε τώρα ἂν σᾶς εἰπῶ ἐγώ;
Ὦ γενεὰ πονηρὰ καὶ ἄπιστος! Σεῖς εἶσθε οἱ πονηροὶ γεωργοί, οἱ ὁποῖοι κατατρώγετε τὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ. Ποῖον ἀπὸ τοὺς Προφῆτες δὲν ἐφονεύσατε; Σᾶς ἔστειλεν ὁ Πατὴρ τοὺς δούλους μου τοὺς Προφῆτες, γιὰ νὰ σᾶς ζητήσουν τὸν καρπὸν τοῦ ἀμπελῶνος. Ἐξερρίζωσα τὸν ἀμπελώνα μου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, χρησιμοποιώντας τὸν Μωϋσῆ, καὶ τὸν ἐφύτευσα σὲ γόνιμον γῆν, ἀφοῦ ἐξέβαλα τὰ ἔθνη ποὺ τὴν ἐκατοικοῦσαν καὶ σᾶς τὴν ἐκληροδότησα, συμφώνως μὲ τοὺς κανόνες τῆς κληροδοσίας. Ἐφύτευσα τὶς ρίζες του μὲ τὸν νόμο καὶ τὸν λόγο τῶν Προφητῶν καὶ γέμισε ὅλη τὴν γῆ· τὰ κλήματά του ἔφθασαν ἕως τὴν θάλασσαν καὶ οἱ παραφυάδες του κατέλαβαν τοὺς ποταμοὺς τῶν ἐθνῶν. Ἐσεῖς ὅμως κατηδαφίσατε τὸν φράκτη του, τὴν βοήθεια τοῦ νόμου, καὶ τώρα τὸν τριγοῦν οἱ δαίμονες ποὺ βαδίζουν στὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς, ἀφοῦ τὸν εὑρίσκουν ἀφύλακτον· ὁ ληστής, ὁ ἀγροιόχοιρος τοῦ δάσους τὸν ἐλεηλάτησε καὶ τὸν κατέφαγε τὸ ἄγριο μοναχικὸ θηρίο.
Αὐτοῦ τοῦ καλοῦ ἀμπελῶνος ποὺ εἶχα φυτεύσει, τοῦ καρποφόρου καὶ ἀληθινοῦ, σᾶς ἐζητήθη ὁ καρπὸς ἀπὸ τοὺς δούλους μου, τοὺς Προφῆτες, καὶ σεῖς ἄλλον τὸν ἐρραπίσατε, ἄλλον τὸν κατεδικάσατε σὲ λάκκο γεμάτο βοῦρκο, καὶ ἄλλον τὸν ἐλιθοβολήσατε. Ἰδοὺ λοιπόν, ἦλθα ἐγὼ ὁ Ἴδιος ὁ Υἱὸς καὶ κληρονόμος: σεβασθῆτε τὴν ἰδιότητα τοῦ Υἱοῦ, ἐντραπῆτε τὸ ἀξίωμά μου, τὸ ὅτι ἔχω μίαν καὶ τὴν αὐτὴν φύσι μὲ τὸν Πατέρα. «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ» καὶ ὅμως κατῆλθα κοντά σας. Εὐσπλαγχνίζομαι τὸν ἀμπελώνα μου. Ἂν καὶ κατέβηκα στὴ γῆν, ὡστόσο παραμένω στὴν αὐλὴ τοῦ Πατρός μου. Ἀποδώσετέ μου τὸν καρπὸν τοῦ ἀμπελῶνος μου.
Ἀλλὰ ὄντως, ἐσεῖς σὰν κακοὶ γεωργοὶ θὰ ὁλοκληρώσετε τὸ ἔργο τῶν πατέρων σας. Ἐκεῖνοι ἔγιναν προφητοκτόνοι, σεῖς θὰ γίνετε θεοκτόνοι. Διότι στὴν κακίαν εἶσθε γενναιόδωροι. Ἐγὼ εἶμαι ὁ κληρονόμος, ὁ λίθος ὁ ἀκρωγωνιαῖος· ἂν καὶ σεῖς θὰ μὲ ἀπορρίψετε, θὰ συντριβῆτε, ἐνῶ ἐγὼ θὰ συνενώσω τοὺς δύο λαούς, τὰ διεστῶτα, τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ ἐπουράνια. Μὲ ἐμένα οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν μία Ἐκκλησία, καὶ ἐνῶ εἶσθε ἐχθροὶ μὲ τὸν Πατέρα μου, θὰ συμφιλιωθῆτε μαζί του. Θὰ σᾶς εἰρηνεύσω καὶ θὰ κάμω σπονδὲς εἰρήνης τὸ αἷμα μου, ποὺ θὰ χυθῆ γιὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου.
Ἐνῶ ὑπαινίσσετο αὐτὰ μὲ παραβολές, δὲν τοὺς ἔπειθε. Διότι προετίμησαν νὰ κλείσουν τοὺς ὀφθαλμούς τους, ὥστε νὰ μὴ βλέπουν καὶ τὰ ὦτα τους, ὥστε νὰ μὴν ἀκοῦν. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀνέτειλε γι’ αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὦ παράλογος πώρωσις τῶν ἀνιέρων ἱερέων! Οἱ ἴδιοι κατεδίκαζαν τοὺς ἑαυτοὺς των, μὴ γνωρίζοντας τί λέγουν.
Πράγματι οἱ ἴδιοι ὑπέγραψαν τὴν καταδίκη τους. Διότι ὅταν ἠρωτήθησαν «τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις», χωρὶς νὰ τὸ θέλουν ἀπεκρίθησαν ἀληθῶς: «Κακούς, κακῶς ἀπολέσει αὐτούς». Εἶναι ὄντως δίκαιον νὰ πάσχη ὅποιος ἔγινε κακὸς μὲ τὴν ἰδικὴ του προαίρεσι. «Τὸν δὲ ἀμπελώνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσι τὸν καρπὸν ἐν καιρῷ». Ὡς ἱερεῖς ποὺ ἦσαν καὶ εἶχαν τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, προφητεύουν καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὰ ἀληθινά. Πράγματι ὁ ἀμπελώνας, ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου, παρεχωρήθη στοὺς γεωργοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπέδωσαν στὸν Δεσπότην ἄφθονον καὶ πλούσιον καρπόν. «Εἰς γὰρ πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν». «Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά». Αὐτοὶ ἐπήγαιναν ὡς πρόβατα μεταξὺ τῶν λύκων καὶ μετέβαλαν τοὺς λύκους σὲ πρόβατα· τοὺς ἐθνικοὺς δηλαδὴ οἱ ὁποῖοι στὴν ἀρχὴ τοὺς κατεδίωκαν, τοὺς μετέτρεψαν σὲ πρόβατα Χριστοῦ καὶ ἐδημιούργησαν «τῷ Κυρίῳ λαὸν περιούσιον (ἐκλεκτόν), ζηλωτὴν καλῶν ἔργων».
Ἐλᾶτε λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσοι ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τῆς πίστεως, ὅσοι ἔχουμε ἀξιωθῆ νὰ ὀνομαζώμεθα λαὸς τοῦ Χριστοῦ, ἂς μὴν ἀθετήσωμε τὴν κλῆσι μας, ἂς μὴ καταρυπώσωμε τὴν πίστι μὲ ἄτοπα ἔργα. Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ ὀνομαζώμεθα πιστοί, ἀλλὰ ἂς δείξωμε τὴν πίστι μας μὲ ἔργα.
Ἕνας πατέρας εἶχε, λέγει, δύο υἱούς, καὶ εἶπε στὸν ἕνα «πορεύου, ἐργάζου εἰς τὸν ἀμπελῶνα» καὶ ἐκεῖνος ὑπεσχέθη μέν, ἀλλὰ δὲν ἐξεπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσι. Ἔπειτα λέγει καὶ πρὸς τὸν ἄλλον τὸ ἴδιο. Ἐκεῖνος ἠρνήθη μὲν μὲ τὰ λόγια, ἐξετέλεσε ὅμως τὴν προσταγή. Καὶ ἔτσι ὁ μὲν πρῶτος κατηγορεῖται, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἐπαινεῖται.
Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν ἂς ἐνθυμηθοῦμε ποῖον ἀποτασσόμεθα καὶ μὲ ποῖον συντασσόμεθα στὸ βάπτισμα. Ἀποταχθήκαμε τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ κάθε τρόπον προσκυνήσεώς του· ἂς τηρήσωμε τὴν ἀποταγὴν αὐτήν, ἂς μὴ ἐπιστρέψωμεν ὅπως ὁ σκύλος στὸν ἐμετόν μας. Ἔργα τοῦ διαβόλου εἶναι: μοιχεῖες, πορνεῖες, ἀκαθαρσίες, φθόνοι, ἔριδες, φιλονεικίες, ὑποκρίσεις, ὑποκρισίες, καταλαλιές, εἰρωνεῖες, θυμοί, μνησικακίες, κατακρίσεις, βλασφημίες, ἐπωδές, ἐπιλαλιές. Τὰ σημάδια τῆς ἀπιστίας εἶναι: ἀσπλαγχνίες, προσκολλήσεις στὰ κτίσματα, φιληδονίες, φιλαργυρίες, διασκεδάσεις καὶ μέθες. Ἡ πομπὴ τοῦ διαβόλου εἶναι: ὑπερηφάνειες, κενοδοξίες, ἡ οἴησις, ἔπαρσις, ἀλαζονεία, ἐπίδειξις, ὁ καλλωπισμὸς τοῦ σώματος.
Ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε κάθε σχέσι μὲ ὅλα αὐτά, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσι ποὺ ἐδώσαμε στὸν Χριστόν, ἂς ποθήσωμε τὶς ἀντίθετες πρὸς αὐτὰ ἀρετὲς· τὴν ἁγνείαν, τὴν σωφροσύνην, τὴν πτωχείαν, τὴν ὑπομονήν, τὴν εἰρήνην, τὴν ἀγάπην, τὴν συμπάθειαν, τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν προσφορὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκην, τὴν σεμνὴν ἐμφάνισι, τὴν συστολὴ καὶ τὸ κόσμιον βάδισμα, τὸν ἀληθινὸν λόγον, τὴν ταπείνωσι καὶ ἐπάνω ἀπ’ ὅλα τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ὥστε γινόμενοι κοινωνοὶ τῶν παθημάτων του, νὰ συμμετάσχωμε καὶ στὴν δόξαν του, προσφερόμενοι στὸν Θεὸν καὶ Πατέρα θυσία ζωντανὴ καὶ ἄμωμο, στὴν Ἐκκλησίαν τῶν πρωτοτόκων, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων.
Θὰ στρέψω τώρα πρὸς ἐσένα τὸν λόγον μου, νύμφη τοῦ Χριστοῦ ψυχή, ποὺ σὲ ἔχει ἀπὸ παλαιὰ ποθήσει ὁ Χριστός: πόθησε ἀξίως αὐτὸν ποὺ σὲ ἐπόθησε· ἄνοιξε διάπλατα σ’ αὐτὸν τὰ βάθη τῆς καρδίας σου γιὰ νὰ κατοικήση μέσα σου ὁ Χριστός, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα. Ἀπομάκρυνε ἀπὸ αὐτὴν ὁ,τιδήποτε χοϊκὸν καὶ γήϊνο γιὰ νὰ εὕρη χῶρον ὁ Θεὸς νὰ ἔλθη μέσα της. Διότι ἕνας οἶκος δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑποδεχθῆ συγχρώνως χῶμα καὶ πνοὴ τοῦ ἀέρος. Ὅσον χῶμα βάζεις μέσα, τόσον ἀέρα ἀπομακρύνεις· καὶ ὅσον ἐπιτρέπεις στὰ γήϊνα νὰ κατοικήσουν στὴν καρδιά σου, τόσον ἐκδιώκεις τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Ἀπὸ ποῦ προέρχονται οἱ πορνεῖες; ἀπὸ ποῦ οἱ μοιχεῖες; ἀπὸ ποῦ οἱ ἔριδες, οἱ φιλονεικίες, οἱ φθόνοι, οἱ φόνοι καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν κακῶν; ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τῶν γηΐνων; Ἀπομάκρυνε ἐντελῶς τὴν κενοδοξίαν, τὴν μητέρα τῆς ἀπιστίας. Ὁ Χριστὸς λέγει «οὐ δύνασθε πιστεύειν εἰς ἐμέ, δόξαν παρὰ ἀνθρώπων λαμβάνοντες». Ἐξόρισε ἀπὸ τὴν καρδιά σου κάθε οἴησιν, ὑπερηφάνειαν, ἔπαρσιν. Διότι «ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». «Ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται Κύριος, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Ἀπαρνήσου κάθε αὐθάδειαν καὶ αὐταρέσκειαν γιὰ νὰ ὑποτάσσεσαι στὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸς θὰ σὲ ὁδηγήση στὸν λιμένα τοῦ θελήματός του. Μὴ βάλης ἄλλον νυμφίον στὸν νυμφικὸν θάλαμον τῆς καρδιᾶς σου. Διότι ὁ νυμφίος σου Χριστός, ἂν εὕρη μέσα κάποιον ἄλλον, τὸν ζηλεύει, ὁ γλυκύτατος, ὁ μόνος ποθητός, ποὺ εἶναι ὅλος γλυκασμός, ὅλος ἐπιθυμία.
Μόνον σ’ αὐτὸν ἄνοιξε τὴν καρδία σου καὶ βόησέ του: «τετρωμένης καρδίας εἰμι ἐγώ», μὲ ἐξέβαλε ὁ πόθος σου ἀπὸ τὰ λογικά μου, Δέσποτα. Εἶμαι αἰχμάλωτος στὸν ἔρωτά σου. Εἴσελθε στὸν θάλαμόν σου· θὰ φιλήσω τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν σου. Διότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰπῶ «φίλησόν με ἀπὸ φιλημάτων στόματός σου». Κατοίκησε καὶ περιπάτησε μέσα μου, σύμφωνα μὲ τὴν ἀψευδῆ σου ἐπαγγελίαν καὶ κάνε με ναὸν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Κατακυρίευσε τὴν καρδία μου, Δέσποτα, γίνε σὺ ὁ μοναδικὸς κληρονόμος της καὶ «μονὴν παρ’ ἐμοὶ ποίησαι, ἅμα σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι». Πλάτυνε τὸ μερίδιόν σου μέσα μου, τὶς ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Πνεύματος. «Σὺ γὰρ Θεός μου καὶ δοξάζω σε, σὺν τῷ ἀνάρχω σου Πατρί, ἅμα τῷ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν.
6.
Κυριακή ΙΓ΄ Ματθαίου – Η παραβολή των κακών γεωργών
1. Ἄξιος νοικοκύρης, ἔργατικος καὶ δημιουργικὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς σημερινῆς παραβολῆς. Μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια «ἔφυτευσεν ἀμπελώνα» καὶ ἔκανε ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἐγκαταστάσεις γιὰ μία καλὴ συγκομιδή. Ἔβαλε δηλαδὴ φράχτη γύρω – γύρω γιὰ νὰ ἀποτρέψει τὶς φθορὲς ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ζῶα. Ἔσκαψε πάνω σὲ βράχο κατάλληλο χῶρο γιὰ νὰ πατηθοῦν τὰ σταφύλια. Ἐπιπροσθέτως ἀνοικοδόμησε καὶ «πύργον», ἕνα κτίριο ψηλὸ καὶ ἀσφαλὲς γιὰ τοὺς ἐργάτες καὶ ἔτσι ἕτοιμο τὸ παρέδωσε τὸ ἄμπελι σὲ ὁρισμένους γεωργούς, ἐνῶ αὐτος ὁ ἴδιος ἔφυγε σὲ ἄλλη χώρα.
Ὅταν ἐπλησίασε «ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν», ἔστειλε ὁ νοικοκύρης ἐκεῖνος «τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργούς», μὲ σκοπὸ νὰ παραλάβουν τὴν συγκομιδή. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι ἀπίστευτο. Οἱ γεωργοὶ ἔπιασαν τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ κυρίου τους καὶ «ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν». Τοὺς μεταχειρίσθηκαν μὲ ἀνήκουστη βαρβαρότητα καὶ κακία, μὴ θέλοντας νὰ παραδώσουν τοὺς καρπούς.
Ὁ νοικοκύρης ἀναγκάσθηκε νὰ στεὶλει πάλι «ἄλλους δούλους» καὶ μάλιστα περισσοτέρους, «πλείονας τῶν πρώτων». Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ ἀποτέλεσμα δὲν ἦταν καλλίτερο. Οἱ γεωργοὶ παράλογοι, ἄξεστοι καὶ ἀδίστακτοι ἔκαναν καὶ σ’ αὐτους τὰ ἴδια.
Μπροστὰ σὲ τέτοιο ἀδιέξοδο, ποὺ ἀντιμετώπιζε, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος ἔστειλε πιὰ τὸν γιό του. Σκέφθηκε: Θὰ αἰσθανθοῦν ἐντροπὴ τουλάχιστον μπροστὰ στὸ παιδί μου καὶ θὰ συνέλθουν οἱ γεωργοὶ αὐτοι. Καὶ ὅμως, κάθε ἄλλο. Οἱ γεωργοὶ τελείως ἐκτραχηλισμένοι πλέον εἶπαν: Αὐτος εἶναι ὁ κληρονόμος τοῦ πατέρα. Ἑπομένως «δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν», ὥστε νὰ γίνει ὁριστικὰ δικό μας τὸ ἀμπέλι. Καὶ χωρὶς κανένα δισταγμὸ «ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν».
Ἀπορεῖ ὁ καθένας μὲ τὴν νοοτροπία καὶ τὴν κακότητα τῶν γεωργῶν ἐκείνων. Ἀντὶ νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν κύριό τους, ποὺ τοὺς εἶχε τιμήσει τόσο πολύ, ἀντὶ νὰ συνδεθοῦν στενότερα μαζί του, αὐτοὶ ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα ἀπομακρύνθηκαν καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον. Ἔγιναν ἐχθροί του! Ἔφθασαν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν γιὸ του τὸν πολυαγαπημένο.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μεγάλο ἁμάρτημα εἶχαν κάνει καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τοὺς ὁποίους ἄλλωστε ἔλεχθη ἡ παραβολή. Καλλιεργοῦσαν τὸ ἀμπέλι τοῦ Θεοῦ, τὴν Συναγωγὴ τοῦ περιουσίου λαοῦ Του. Μελετοῦσαν, ἀνέλυαν καὶ δίδασκαν τὸν θεῖο Νόμο, καθὼς καὶ τὶς προφητεῖες γιὰ τὸν Μεσσία. Διαρκῶς μὲ τὰ θεία ἀσχολούνταν. Ἀλλὰ τί παράδοξο! Ἀντὶ νὰ εὐαισθητοποιοῦνται στὴν ψυχή, ἀντὶ νὰ ὑποδεχθοῦν πρῶτοι αὐτοὶ τὸν ἀναμενόμενο Σωτήρα τοῦ κόσμου, αὐτοὶ ὅλο καὶ περισσότερο σκληρύνονταν, ἀντιδροῦσαν καὶ τελικῶς δὲν δίστασαν νὰ ἐγκληματήσουν! Ἀπὸ κακή τους γνώμη ναυάγησαν καὶ πνίγηκαν μέσα στὸ ἴδιο τὸ λιμάνι!
Τὸ πάθημά τους ἂς γὶνει προειδοποίηση γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς σήμερα, ποὺ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ προσερχόμαστε τόσο συχνὰ στὸν Οἶκο Του, ν’ ἀκοῦμε πλούσιο τὸ κήρυγμα, νὰ πλησιάζουμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἂν δὲν προσέξουμε, μπορεῖ νὰ γίνουμε χειρότεροι κι ἀπ’ τοὺς ἀπίστους. Γι’ αὐτο ὅσο πιὸ πολύ μᾶς τιμᾶ ὁ Θεός, τόσο πιὸ ταπεινὰ κι ἔμφοβα πρέπει κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ὑπακοῦμε. Ὅσο πιὸ πολύ μᾶς καταδέχεται Ἐκεῖνος καὶ μᾶς πλησιάζει, τόσο περισσότερο νὰ συντριβόμαστε ἐμεῖς, νὰ ἐξαγνίζουμε τὴν ψυχή μας, νὰ ἐπαγρυπνοῦμε καὶ νὰ ἐργαζόμαστε φιλότιμα τὸ ἅγιο θέλημά Του.
Ἰδιαίτερα εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ προσέξουν αὐτό οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί, οἱ θεολόγοι, ποὺ διαρκῶς ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἱερά. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦν ἐπάνω στὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ φροντίζουν μ’ ἐπιμέλεια πολλὴ νὰ εἶναι πάντοτε στενώτατα συνδεδεμένοι μὲ τὸν Ἅγιο Θεό. Νὰ ἐνθυμοῦνται δὲ ὅτι θὰ κριθοῦν πολὺ αὐστηρά, ἐὰν ἀμελήσουν τὰ ἔργα, ποὺ τοὺς ἔχει ἀναθέσει, ἢ τυχὸν ὑπερηφανευθοῦν καὶ αὐθαδιάσουν πρὸς τὸν Κύριο τοῦ παντός. Αὐτὸ ἄλλωστε φαίνεται καθαρὰ καὶ στὴ συνέχεια.
2. Μετὰ τὴν διήγηση τῆς παραβολῆς ὁ Κύριος ρώτησε τοὺς ἴδιους τοὺς ἀκροατὲς Του: Ὅταν λοιπὸν ἔρθει στὸ ἀμπέλι του «ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει», τί εἶναι δίκαιο καὶ πρέπον νὰ κάμει μὲ τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους;
«Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς», ἔδωσαν αὐθόρμητη ἀπάντηση ὅλοι. Πρέπει νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει καὶ μάλιστα μὲ θάνατο πολὺ σκληρό, ἀντάξιο τῆς φρικτῆς κακίας τους. Κατόπιν δὲ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν ἀμπελώνα σ’ ἄλλους γεωργούς, οἱ ὁποῖοι «ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». Κάθε φορὰ ποὺ θά ‘ρχεται ἡ ἐποχὴ τῆς καρποφορίας, θὰ τοῦ δίνουν τὸν καρπὸ ποὺ τοῦ ἀνήκει.
Ἔ, λοιπόν, συνεπέρανε ὁ Κύριος, αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ συμβεῖ καὶ μέ σᾶς. Καὶ ἀπορῶ πῶς δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεσθε. Δὲν διαβάσατε στὰ ἱερά βιβλία τὸν προφητικὸ λόγο; «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας». Αὐτη ἡ πέτρα ποὺ περιφρόνησαν καὶ πέταξαν μακριὰ σὰν ἀκατάλληλη καὶ ἄχρηστη οἱ κτίστες, αὐτὴ ἔγινε τὸ θεμέλιο καὶ τὸ βασικὸ ἀγκωνάρι πάνω στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε ἡ οἰκία. «Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη», εἶναι ἔργο τοῦ Ἴδιου τοῦ Δικαίου Θεοῦ αὐτό. «Καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν». Καὶ μένουν ἔκπληκτα τὰ μάτια τῶν πιστῶν, ποὺ διαπιστώνουν τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐπέμβαση τοῦ Παντοδυνάμου καὶ Δικαίου Θεοῦ.
Ποιὰ ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων καὶ μὲ πόση ἀκρίβεια ἐκπληρώθηκαν τὰ λόγια αὐτά, σήμερα ὅλοι τὸ γνωρίζουμε.
Ὁ Κύριος ἀποδοκιμάσθηκε καὶ ἀποκηρύχθηκε ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τῆς ἐποχῆς Του ἔξω ἀπὸ τὸν «ἀμπελώνα» Του, τὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Δέχθηκε τὸν σταυρικὸ θάνατο, θάνατο ἐπονείδιστο καὶ φρικτό. Κι ὅμως Αὐτὸς ἐνίκησε, Αὐτὸς ἐπεκράτησε, Αὐτὸς θεμελίωσε τὸν νέο κόσμο, τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, τῆς λυτρώσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ. Αὖτος συνεκέντρωσε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀσφάλισε στὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτὸς λαμβάνει τώρα τοὺς καρποὺς καὶ δοξάζεται ἀπὸ ὅλους.
Τί καὶ ἂν ὕπαρχουν ὤρισμενοι θεληματικὰ τυφλοί, διεστραμμένοι στὴν ψυχὴ καὶ φανατικοὶ ἐχθροί Του; Τί καὶ ἂν προσπαθοῦν πάλι νὰ Τὸν «ἀποδοκιμάσουν», νὰ Τὸν δυσφημήσουν καὶ νὰ Τὸν συκοφαντήσουν; Τί καὶ ἂν θέλουν νὰ Τὸν ἐξορίσουν ἀπὸ κάθε τομέα τῆς ζωῆς καὶ νὰ καθιερώσουν οἰκογένειες χωρὶς Χριστό, Σχολεῖα χωρὶς Χριστό, κοινωνία χωρὶς Χριστό; Ματαιοπονοῦν!
Τελικὰ ὁ Χριστὸς θὰ ἐπικρατήσει. Ἡ Ἐκκλησία Του θὰ γίνεται τὸ καταφύγιο καὶ ἡ μόνη σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη καὶ τῶν ἴδιων τῶν σημερινῶν πολεμίων Του. Καὶ θὰ σώζονται οἱ καλοδιάθετες ψυχές. Θὰ τὸν πιστεύουν καὶ θὰ προσκυνοῦν μὲ θαυμασμὸ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”