1.

Ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης.

Πνευματικὴ πανήγυρις

Ὄντως λαμπρὰ καὶ θεϊκῆς χαρμοσύνης πλήρης ἡ σημερινὴ σύναξη, ποὺ μᾶς συγκέντρωσε ὅλους ἐμᾶς, ἀγαπητοὶ Χριστιανοί, γιὰ νὰ γιορτάσουμε σήμερα τὸ πνευματικὸ πανηγύρι. Καὶ δίκαια χαρακτηρίζεται λαμπρά, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἐπώνυμο τοῦ ἁγίου, τοῦ ὁποίου τελοῦμε τὴν μνήμη, μιὰ καὶ εἶναι καὶ θεωρεῖται «λύχνος φωτός». Χωρὶς ἀμφιβολία δὲν πρόκειται γιὰ λύχνο, ποὺ περιαυγάζει τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμοὺς μὲ γήϊνη ἀκτινοβολία. Γιατὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ λάμψη θὰ ἦταν παροδική, μὲ συνεχεῖς διακοπὲς ἀπὸ κάθε ἐμπόδιο, ποὺ θὰ παρεμβαλλόταν σὰν σκιά. Ἀντίθετα, πρόκειται γιὰ φῶς, ποὺ καταυγάζει μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς θείας Χάριτος τὶς καρδιὲς ὅλων ἐκείνων, ποὺ ἀνέκαθεν ἔχουν συναχθεῖ στὴν ἑορτή, γιὰ φῶς, ποὺ ἀνυψώνει τὸν νοῦ στὴ θεωρία τῆς ἀθλήσεως τοῦ δικαίου. Κι ἔτσι, καθὼς μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας θὰ ἀτενίζουμε τὸ μακάριο τοῦτο πάθος, θὰ δημιουργοῦμε παράλληλα καὶ τὴν προϋπόθεση τῆς προσωπικῆς μας εὐφροσύνης. Γιατὶ τὸ αἷμα ὁποιουδήποτε ἄλλου, ποὺ ἀπὸ ξίφος ἔρρευσε κάτω στὴ γῆ, οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ τέρψει τὴν ἀνθρώπινη ὅραση οὔτε ἡ διήγηση τοῦ γεγονότος νὰ καλύψει μὲ σεβασμὸ τὴν μνήμη τοῦ νεκροῦ. Γιατί, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἑλκύσει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του ἀγαπᾶ τὴ ζωή, μιὰ αἱματοχυσία ποῦ ὁδηγεῖ στὸ θάνατο; Μᾶλλον τὸ ἀντίθετο θὰ τὸν ὁδηγοῦσε μὲ τὴν ἀπέχθεια ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του σὲ συναισθήματα συμπαθείας καὶ ἐλέους γιὰ τὸ πάθημα, ἐκτὸς βέβαια ἐὰν κανεὶς βρίσκεται σὲ κατάσταση ἀλλοφροσύνης ἢ ἀποκτηνώσεως, μὴ μπορώντας νὰ ἀντιδράσει λογικὰ σὲ αὐτὰ ποὺ βλέπει, ὅπως κάνουν τὰ ἄγρια θηρία. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς πετεινούς, ποὺ ἐνῷ ἄλλοι σφάζονται, αὐτοὶ χαίρονται, λαλοῦν, πηδοῦν δεξιὰ – ἀριστερά, μένοντας μόνο σὲ αὐτὸ ποὺ βλέπουν καὶ χωρὶς νὰ συλλογίζονται, ὅτι θὰ ἔλθει καὶ ἡ δική τους ἡ σειρὰ νὰ πάθουν τὸ ἴδιο. Τὸ αἷμα, ὅμως, τοῦ δικαίου τὸ βλέπει κανεὶς καὶ τέρπεται, ἀκούει γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦ μεταφέρονται χαροποιὰ ἀγγέλματα, ἀξίζει νὰ τὸ ψαύει μὲ τὰ χείλη προσκυνηματικά. Γιατὶ ἡ προσφορὰ αὐτοῦ τοῦ αἵματος χαρίζει τὴν μετοχὴ στὴν ἀθάνατη καὶ ἀληθινὴ ζωή. Καὶ πιστεύω, ὅτι ὄχι μόνο ἡ σταγόνα τοῦ αἵματος, ἀλλὰ καὶ ὀ,τιδήποτε δικό του, εἴτε λείψανο εἴτε μία τρίχα εἴτε κάτι ἀπ᾿ ὅσα φοροῦσε ἢ ἄγγιζε, εἶναι περιζήτητο καὶ πολύτιμο σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει βάλει σκοπό του νὰ ζεῖ μὲ εὐσέβεια. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει κάτι τέτοιο στὸ σπίτι του ἣ στὴν ἐκκλησία, δηλαδὴ ὁλόκληρο λείψανο ἢ ἕνα μέρος ἢ κάτι ἀπειροελάχιστο, τὸ θεωρεῖ καύχημά του, σὰν νὰ κατέχει κάποιο θησαυρό, ποὺ τοῦ χαρίζει ἁγιασμὸ καὶ τοῦ ἐξασφαλίζει τὴν σωτηρία. Καὶ προσέρχεται μὲ εὐλάβεια στὴ λειψανοθήκη μὲ τὴν ἱερὴ σκόνη καὶ ἀσπάζεται μὲ ἅγιο φόβο τὰ ἄψαυστα ἅγια λείψανα.

Τίμιο τὸ αἷμα τῶν προφητῶν

Τέτοιο, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἦταν καὶ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἂν καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς στάθηκε τότε αἰτία ἀσυνήθιστου καὶ γοεροῦ θρήνου. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν, ἐνῷ μέχρι τότε δὲν εἶχαν ἐμπειρία τοῦ νεκροῦ, νὰ μὴν χάσουν τὰ λογικὰ τοὺς γιὰ τὴ σφαγὴ τοῦ υἱοῦ τους, νὰ μὴν θρηνήσουν καὶ νὰ μὴν ξεσπάσουν σὲ γοερὲς κραυγές, καθὼς ξαφνικὰ τὸν βλέπουν νὰ κείτεται κατὰ γῆς αἱμόφυρτος καὶ πεσμένος νεκρὸς ἀπὸ τὸ φονικὸ χέρι τοῦ ἀδελφοῦ; Τέτοιο στάθηκε γιὰ μᾶς καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτου Ἀμώς, ποὺ θανάτωσε μὲ ξίφος ὁ βασιλιὰς Ἀμασίας, ἀφοῦ συνέχεια τὸν βασάνιζε ἀνελέητα. Παραδίδει σὲ θάνατο τὸν δίκαιο, καθὼς τὸν πλήγωσε μὲ ρόπαλο στὸν κρόταφο, μιὰ κι ὁ ἴδιος πληγωνόταν μὲ τὰ προφητικὰ βέλη. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτου Μιχαίου, ποὺ τὸν σκότωσε γκρεμίζοντας τὸν ὁ Ἰωράμ, ὁ γυιὸς τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδὴ δίδασκε μὲ εἰλικρίνεια καὶ θάρρος τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ τὸν ἔλεγχε, καθὼς μαρτυρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ τὴν ἀσεβῆ συμπεριφορὰ τῶν προγόνων του. Τέτοιο ἦταν καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτου Ἡσαΐου. Τὸν χώρισε σὲ δυὸ μέρη μὲ πριόνι ὁ Μανασσῆς, ποὺ εἶχε παρασύρει στὴν εἰδωλολατρεία τὸν μανιώδη στὰ πάθη καὶ ἐπιπόλαιο στὴν πίστη Ἰσραηλιτικὸ λαό, ἐπειδὴ δὲν ἄντεχε νὰ ἀκούει τὶς προφητικὲς ἀποκαλύψεις. Τὸ ἴδιο ἅγιο στάθηκε καὶ τὸ αἷμα τοῦ γενναίου Ἐλεάζαρ, ποὺ μαρτύρησε μὲ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ καὶ τὴν θεοσεβῆ μητέρα τους· αἷμα, ποὺ σκόρπισε ἀσύστολα ὁ Ἀντίοχος μέσα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, μὴ ὑποφέροντας τὴν σθεναρὴ ἀντίσταση τῶν ἀκαταμάχητων γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοὺς σφράγισε ὁ θάνατος μέσα στὴν τέλεια πίστη τους. Τέτοιο στάθηκε γιὰ μᾶς καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτου Ζαχαρίου. Χύθηκε μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο ἀπὸ τὸ ἀφηνιασμένο καὶ ὠμότατο μαχαίρι τῶν Ἰουδαίων, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀκοῦνε τὰ προφητικὰ λόγια. Καὶ τί χρειάζεται νὰ ἀναφέρω περισσότερα παραδείγματα ἀπὸ τὸ νὰ μιλήσω συνοπτικὰ γιὰ τὸ ἅγιο αἷμα τῶν ἀποστόλων, τῶν προφητῶν καὶ τῶν μαρτύρων, αἷμα ποὺ πολλοὶ ἀλιτήριοι ἔκαναν νὰ ξεχυθεῖ ποικιλοτρόπως, σὰν νερὸ ἄφθονο ποὺ περικυκλώνει τὴ γῆ καὶ σβήνει τὴν ἀσέβεια;

Τὸ αἷμα ποὺ βοᾶ

Τέτοιο, λοιπόν, ἦταν καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ Προδρόμου τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ μιλήσουμε. Αὐτὸ χύθηκε σὰν πολυτελὲς μύρο ἀπὸ τὸν ἱερὸ τράχηλο καὶ εὐωδιάζει τὴν οἰκουμένη. Αἷμα, ποὺ σύναξε ὄχι ἡ γαστριμαργία οὔτε ἡ οἰνοποσία οὔτε ἡ τροφὴ κρεάτων ἢ κάποιου ἄλλου ἐδέσματος, ἀπὸ ὅσα συνηθίζουν νὰ λιπαίνουν καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ὀρέξεις, ἀλλὰ αἷμα, ποὺ σιγὰ – σιγά, ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ σπάργανα μέχρι τὸ τέλος, αὔξησε ἡ χάρη τῆς ἐγκρατείας. Γιατί, ὅπως λέει ὁ Κύριος, «ᾖλθε ὁ Ἰωάννης, ποὺ οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε». Αἷμα, ποὺ κενώθηκε, πρὶν ἀπὸ τὸ πανάγιο Αἷμα τοῦ Δεσποτικοῦ καὶ ἀθανάτου ποτηρίου. Γιατὶ ἔπρεπε ὁ πρόδρομός του φωτός, ὅπως ἀνέτειλε μὲ τὴ γέννησή του ἀπὸ στεῖρα μητέρα καταυγάζοντας αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν πάνω στὴ γῆ, ἔτσι νὰ λάμψει καὶ στοὺς νεκροὺς περνώντας μέσα ἀπὸ τὸ θάνατο ὡς φωτόμορφος κήρυκας. Αἷμα, ποὺ μὲ πολὺ περισσότερη παρρησία βοᾶ πρὸς τὸν Κύριο ἀπ᾿ ὅ,τι τὸ αἷμα τῆς σφαγῆς τοῦ Ἄβελ. Καὶ γίνεται τοῦ φόνου ἡ ἐκτέλεση ἀναβόηση μυστικῆς φωνῆς, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ φωνητικὰ ὄργανα, ἀλλὰ ποὺ γίνεται ἀντιληπτὴ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἴδιας της πράξεως. Αἷμα σεβασμιώτερο ἀπὸ αὐτὸ τῶν πατριαρχῶν, πολυτιμότερο τῶν προφητῶν καὶ ὁσιώτερο τῶν δικαίων. Ἀκόμη καὶ τῶν ἀποστόλων διαπρεπέστερο καὶ τῶν μαρτύρων ἐνδοξότερο, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ Λόγου. Αἷμα χαριέστατο, ποὺ καλλωπίζει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πιὸ ὄμορφο ἀπὸ κάθε ποικολόχρωμο καὶ σπάνιο ἀνθοστολισμό, αἷμα, ποὺ κενώθηκε κατὰ τὸ τέλος τοῦ παλαιοῦ νόμου ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης καὶ ἄνθος, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ προοίμιο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

Δίκαιος ἔλεγχος

Ἀλλὰ ἂς συνθέσουμε τὸν λόγο ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια γιὰ τὸ πῶς κενώθηκε αὐτὸ τὸ αἷμα, ἀπὸ ποιὸν καὶ γιὰ ποιὰ αἰτία. « Ὁ Ἡρῴδης, λοιπόν, λέει τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἀφοῦ συνέλαβε τὸν Ἰωάννη, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή, ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου. Γιατὶ τοῦ ἔλεγε ὁ Ἰωάννης: Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ συζεῖς μὲ αὐτήν. Καὶ ἐνῷ ἤθελε νὰ τὸν θανατώσει, φοβήθηκε τὸν λαό, γιατὶ ὅλοι τὸν θεωροῦσαν προφήτη». Κατ᾿ ἀρχὰς ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐξακριβώσουμε, ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ Ἡρῴδης, ἐπειδὴ ἡ συνωνυμία προξενεῖ ἀσάφεια γιὰ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο. Φανερὸ εἶναι, πὼς πρόκειται γιὰ τὸν τετράρχη. Γιατὶ ὁ πατέρας του ὁ Ἡρῴδης, ὁ φονέας τῶν νηπίων, εἶχε πεθάνει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Καὶ γιὰ ποιὸν λόγο τὸν ἤλεγχε ὁ Ἰωάννης; Γιατὶ ἔχοντας ἀπομακρύνει τὴ νόμιμη γυναῖκα του ὁ Ἡρῴδης, δηλαδὴ τὴν κόρη τοῦ βασιλιὰ Ἀρέτα, συνῆψε παράνομο δεσμὸ μὲ τὴν Ἡρῳδιάδα, τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου. Γιατὶ εἶχε τὴ δυνατότητα, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἂν ἐκείνη ἦταν ἄτεκνη, νὰ τὴν νυμφευθεῖ, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ ἀπόγονος στὸν ἀδελφό του. Παντελῶς, ὅμως, ἀπαγορευόταν, ἐφ᾿ ὅσον εἶχε μία κόρη, τὴν συνωνόματη Ἡρῳδιάδα (τὴν Σαλώμη), τὸ γέννημα τῆς ὀχιᾶς, τὸ διαβολικὸ ὄργανο τοῦ δικοῦ της ἀφανισμοῦ. Εὔλογος, λοιπόν,ὁ ἔλεγχος τοῦ Ἰωάννου. Καὶ ἔλεγχος ὄχι ὑβριστικός, ἀλλὰ συμβουλευτικός, χωρὶς νὰ δημιουργεῖ τραύματα, ἀλλὰ ἀπεναντίας, νὰ θεραπεύει πληγές. Γιατί, τί λέει; «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ τὴν ἔχεις». Τὸν ἐπαναφέρει στὴν τάξη τῆς θείας νομοθεσίας, μιλώντας κάπως ἔτσι: «Δὲς καὶ πληροφορήσου μὲ ἀκρίβεια, γιὰ τὸ τί σου παραγγέλλει ὁ μωσαϊκὸς νόμος. « Ἐὰν μένουν μαζὶ δυὸ ἀδελφοὶ καὶ πεθάνει ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς χωρὶς νὰ ἔχει ἀφήσει ἀπογόνους, δὲν ἐπιτρέπεται ἡ χήρα του νὰ παντρευθεῖ ξένον ἄνδρα. Θὰ τὴν νυμφευθεῖ ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἄνδρα της καὶ θὰ τὴν λάβει ὡς νόμιμη σύζυγο καὶ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθεῖ θὰ λάβει τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ καὶ ἔτσι δὲν θὰ σβήσει τὸ ὀνομά του ἀπὸ τὸ Ἰσραήλ». Αὐτὰ σοῦ παραγγέλλει ὁ νόμος. Ἐσύ, ἀντίθετα, συζεῖς μὲ τὴν γυναῖκα, ποὺ ἔχει ἤδη παιδὶ ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου. Μή, λοιπόν, παραβεῖς τὸν κανόνα τοῦ νομοθέτου. Κι οὔτε μὲ ἀνόσιο αἷμα νὰ μολύνεις τὴν βασιλικὴ πορφύρα. Κι οὔτε ἐσύ, ποὺ ὀφείλεις νὰ ἀποτελεῖς γιὰ τοὺς ἄλλους τὸ ὑπόδειγμα τῆς ὑποταγῆς στοὺς νόμους, ἐμφανισθεῖς ὡς αἴτιος παρανομίας στοὺς ὑπηκόους σου. Κι ἂν πέσεις σὲ αὐτὸ τὸ παράπτωμα, δίκαια θὰ κριθεῖς, «γιατὶ ἡ τιμωρία, γιὰ ὅσους βρίσκονται στὴν ἐξουσία, εἶναι ἄμεση».

Ὁ αἰχμάλωτος τῶν παθῶν φυλακίζει τὸν ἐλεύθερο

Αὐτός, ὅμως, κατέχοντας τὴν ἐξουσία καὶ λησμονώντας ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἐξεμάνη, ἄναψε ἀπὸ θυμὸ καὶ ἀπέσεισε ἀπὸ πάνω του τὸν ἔλεγχο. Δὲν μιμήθηκε τὸν Δαυΐδ, ποὺ ὅταν τὸν ἤλεγξε ὁ προφήτης Νάθαν ἐπὶ μοιχείη, ἐβόησε: «Ἁμάρτησα στὸν Κύριο». Καὶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν ταπείνωσή του αὐτή, τοῦ συγχώρησε τὸ ἁμάρτημα. Ἀντίθετα, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ἀφοῦ συνέλαβε τὸν Ἰωάννη, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν φυλάκισε. Αὐτὸν ποὺ μὲ τὸν ἀσκητικό του βίο ζοῦσε τὴν ὕψιστη ἐλευθερία, τὸν δέσμευσε ὁ αἰχμάλωτος στὸ πάθος τῆς ἀσελγείας. Ἔδεσε τὸν ἀπελευθερωμένο ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ σχέση ὁ ἤδη δεσμευμένος στὴ γοητεία τῆς ἀκολασίας. Ἔβαλε στὴ φυλακὴ τὸν φύλακα καὶ κήρυκα τῆς Ἐκκλησίας ὁ κατάδικος γιὰ τὴν πράξη τῆς ἀκαθαρσίας. «Ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου». Γιὰ τὴν Ἡρῳδιάδα, τὴν ὅμοια στοὺς τρόπους μὲ τὴν Δαλιδὰ καὶ συνεργὸ τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτή, τὸν συγκοιταζόμενο μαζί της, μᾶλλον δὲ παράνομο ἐραστή της, τὸν ἐξώθησε σὲ μανία κατὰ τοῦ Ἰωάννου. Δὲν ἀνέχομαι λέει, νὰ εἶμαι βασίλισσα καὶ νὰ χλευάζομαι ἀπὸ τὸ παιδὶ τοῦ Ζαχαρίου. Καθήλωσε στὴ φυλακὴ τὴ γλῶσσα, ποὺ μὲ στηλιτεύει. Σκότωσε ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται μὲ ξίφος αὐτόν, ποὺ μὲ λόγια σὰν βέλη μου πληγώνει τὴν ψυχή. «Καὶ θέλοντας νὰ τὸν σκοτώσει φοβήθηκε τὸν ὄχλο, γιατὶ θεωροῦσε τὸν Ἰωάννη ὡς προφήτη». Καὶ συμβαίνει, ὅταν θέλουν οἱ ἄρχοντες νὰ πράξουν κάτι παράνομο, νὰ μὴν κάνουν εὐθὺς ἀμέσως τὴν ὁρμητική τους διάθεση πράξη, ἀλλὰ ἀναβάλλουν ἀπὸ ντροπὴ καὶ φόβο στὸν λαὸ καὶ καραδοκοῦν, πότε θὰ βρεθεῖ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία νὰ ξεχύσουν τὴ μοχθηρία τους.

Οἱ ρίζες τῆς ἀνομίας καρποφοροῦν

«Στὴ γιορτὴ τῶν γενεθλίων του Ἡρῴδη, ἀνάμεσα στοὺς καλεσμένους, χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδας καὶ ἄρεσε στὸν Ἡρῴδη, γι᾿ αὐτὸ καὶ τῆς ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκο, πὼς θὰ τῆς χαρίσει, ὅ,τι κι ἂν τοῦ ζητήσει». Κι ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ ὄφειλε νὰ ἀναπέμπει δοξολογία στὸ Θεό, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ φῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἐκεῖνος προτίμησε τὸ ἔργο τοῦ σκότους. Γιατὶ ἡ περίσταση ἐκείνη ἦταν εὐκαιρία γιὰ χαρὰ πνευματικὴ καὶ ὄχι γιὰ χορὸ καὶ μάλιστα γυναικώδη ἐνώπιον ἀνδρῶν. Καὶ ποιὸ τὸ ἀποτέλεσμα; Ὁ ὅρκος. Καὶ ἀπὸ τὸν ὅρκο; Ὁ φόνος. Ξερρίζωσε τὶς ρίζες τῆς κακίας καὶ δὲν θὰ βλαστήσει καρπὸς ἀνομίας. Ἄν, ὅμως, φυτρώσουν οἱ πρῶτες, ἀσφαλῶς καὶ θὰ ἀποδώσουν τοὺς καρπούς τους. «Χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδας ἐν μέσῳ τῶν καλεσμένων καὶ ἄρεσε στὸν Ἡρῴδη». Καὶ σὲ τί ἄλλο μποροῦσε νὰ ἔχει ἐκπαιδευθεῖ ἀπὸ τὴν μητέρα της ἡ πρόξενος τῆς πορνείας κόρη ἀπὸ τὸ νὰ χορεύει ἀδιάντροπα καὶ μάλιστα μὲ τέτοια τέχνη καὶ ἐπιτήδευση στὸ χορό, ὥστε νὰ ἀρέσει στὸν Ἡρῴδη; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος μὲ ὅρκο δέθηκε νὰ τῆς χαρίσει, ὅ,τι τοῦ ζητήσει. Σὲ τέτοιο βαθμὸ φθάνει ἡ προπέτεια αὐτῶν, ποὺ βακχικὰ ὀργιάζουν στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, ὥστε νὰ ἀποφαίνονται ἀπερίσκεπτα γιὰ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα ἔρχεται στὸ νοῦ τους. Καὶ αὐτὴ δασκαλεμένη ἄριστα ἀπὸ τὴν μητέρα της ἄδραξε τὴν εὐκαιρία γιὰ τὸν ἀποτροπιαστικὸ θάνατο, ποὺ ἀπὸ καιρὸ πάσχιζε νὰ πραγματοποιήσει ἡ Ἡρῳδιάδα, ἡ μάννα τῆς ὀχιᾶς. Καὶ … ἐράσει τὸ ξίφος τὸν ἱερὸ τράχηλο τοῦ Προδρόμου, ἀλλὰ διαπραγματεύθηκες νὰ σοῦ δοθεῖ ἡ ἁγία κεφαλὴ καὶ ἐπὶ πίνακι. Ὢ ἀκόλαστη καὶ θηριωδέστερη καὶ ἀπὸ τὴν Ἰεζάβελ!

Συμπόσιο ἀνόσιο

«Καὶ λυπήθηκε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ βασιλιάς. Ἐπειδή, ὅμως, εἶχε ὁρκισθεῖ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐκτεθεῖ στοὺς καλεσμένους, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τῆς δοθεῖ ἡ κεφαλή. Καὶ ἔστειλε καὶ ἀποκεφάλισε τὸν Ἰωάννη στὴ φυλακή. Καὶ μεταφέρθηκε ἐπὶ πίνακι ἡ κεφαλὴ τοῦ Προδρόμου καὶ δόθηκε στὴν κόρη, κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν ἔδωσε στὴν μητέρα της». Φοβερὸς καρπὸς διαβολικῆς προμελέτης. Ποιὸς τόλμησε νὰ καταφέρει κατὰ τῆς θείας κεφαλῆς θανατηφόρο ξίφος; Ὁ δεύτερος Δωήκ, ὁ ἄνομος ὑπηρέτης, ποὺ δὲν μιμήθηκε ἐκείνους, ποὺ μὲ φρόνηση ἀντιτάχθηκαν στὸν βασιλέα Σαούλ, ὅταν αὐτὸς ἔδωσε διαταγὴ νὰ φονεύσουν τοὺς προφῆτες τοῦ Θεοῦ. «Καὶ προσφέρθηκε, λέει ἡ Γραφή, ἡ κεφαλὴ ἐπὶ πίνακι». Πῶς νὰ χαρακτηρίσουμε αὐτὸ τὸ γεῦμα; Συμπόσιο ἢ φονευτήριο; Καὶ πῶς νὰ ὀνομάσουμε αὐτοὺς τοὺς καλεσμένους; Συνδαιτυμόνες ἢ ἔκδοτους στὴ μέθη; Ὢ φοβερὸ θέαμα! Πονηρὸ ὅραμα! Ἐκεῖ παρετίθετο ὄρνιθα ὡς γεῦμα, ἐδῶ προσφερόταν προφητικὴ κεφαλή. Ἐκεῖ κερνοῦσαν καθαρὸ οἶνο, ἐδῶ κρουνηδὸν ἔρρεε τὸ αἷμα τοῦ δικαίου. Φοβερὴ ἡ ἀγγελία καὶ φρικτὴ ἡ ἀφήγηση: «Καὶ δόθηκε στὴν κόρη, κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν ἔδωσε στὴν μητέρα της». Ἀλλοίμονο, τί ἀτόπημα! Ἡ ἀτίμητη κάρα, ἡ ἁγνὴ καὶ ἄψαυστος καὶ στοὺς ἀγγέλους σεβάσμια, γιὰ μία ἄτιμη πράξη προσφέρθηκε στὴ μιαρὴ καὶ βέβηλο κόρη. Καὶ τὴν ἔδωσε στὴν μητέρα της σὰν νὰ παρέθετε γεῦμα σ᾿ αὐτήν, ποὺ ὀργίαζε ἀπὸ τὴν μανιώδη ἐπιθυμία τοῦ θανάτου τοῦ προφήτου. Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε: Φᾶγε, μητέρα, τὶς σάρκες αὐτοῦ ποὺ ἔζησε ὡς ἄσαρκος. Πιὲς τὸ αἷμα αὐτοῦ ποὺ θυσίασε τὸ αἷμα του στὴν ἄσκηση. Τώρα πιὰ ἀσφαλίσαμε μία γιὰ πάντα τὸ στόμα ἐκείνου, ποὺ μᾶς στηλίτευε.

Ἡ εἰκόνα τῆς ταφῆς

«Καὶ ἦλθαν, συνεχίζει τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ μαθητές του καὶ πῆραν τὸ σῶμα καὶ τὸ ἐνταφίασαν». Πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, σὺ ὁ φιλομαθής, ἁγιογραφημένη τὴν εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ δικαίου, καὶ τοὺς μὲν εἰκονομάχους μὴ σταματήσεις νὰ ἐπιπλήττεις ὡς ἐχθρούς της ἀληθείας, σὺ δὲ μελετώντας τὴν ἱστορία μὲ καθαρότητα ἀποκόμισε τὴν ὠφέλεια. Δές, πῶς σύρεται ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴν φυλακὴ σιδηροδέσμιος. Πῶς ὁ ἀποτρόπαιος δήμιος προτείνει ἀπάνθρωπα τὸ ξίφος κατὰ τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς. Πῶς μετὰ τὴν ἀποτομὴ ἡ μυρόβλυτη κάρα προσφέρεται στὴν μανιασμένη ἀπὸ ὄργια Ἡρῳδιάδα. Καὶ δές, πῶς θάπτεται τὸ ἱερὸ σῶμα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μαθητῶν του, ποὺ τὸν παραστέκουν ὁλογυρὶς μὲ θερμὰ δάκρυα καὶ βαθὺ πόνο ψυχῇς. Καὶ ἄλλος μὲν ἐναγκαλίζεται τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, ἄλλος πασχίζει νὰ συναρμόσει τὴν κεφαλὴ μὲ τὸ ὑπόλοιπο σκήνωμα, ἐνῷ κάποιος τρίτος θυμιάζει καὶ ψάλλει τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἐκεῖ βρίσκομαι κι ἐγώ, ἀκροατές, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου καὶ βλέπω τὴν ταφὴ τοῦ δικαίου νὰ γίνεται μὲ εἰρήνη, ὅπως ἀναφέρεται στὴν Γραφή. Θεωρῶ τὸ ἀγγελικὸ ἐκεῖνο πρόσωπο, ποὺ οἱ ὀφθαλμοί του σὰν δυὸ φωστῆρες βασίλεψαν καὶ ποὺ ἡ ὄψη του ἀντιφέγγιζε τὴν ἀκτινοβολία τῆς Χάριτος. Δὲν ἀναπνέει τῆς πρόσκαιρης ζωῆς τὴν ζωτικὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀναπνέει τῆς Θείας Χάριτος τὴν εὐωδία. Ἀσπάζομαι ἐκεῖνες τὶς ἱερὲς χεῖρες, ποὺ ἡ ἁφή τους στάθηκε ἀνέπαφη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ποὺ ὁ δάκτυλός τους καθυπέδειξε στοὺς ἀνθρώπους Αὐτόν, ποὺ πῆρε πάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Προσκυνῶ τοὺς ὡραίους ἐκείνους πόδας τοῦ εὐαγγελιζομένου τὰ ἀγαθὰ στοὺς ἀνθρώπους, τοῦ Προδρόμου, ποὺ προευτρέπισε τὴν ὁδὸ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἂς μοῦ παραχωρηθεῖ γιὰ προσκύνηση καὶ ἡ τιμία ἅλυσις, ποὺ μ᾿ αὐτὴν κρατήθηκε δέσμιος ὁ πολυτίμητος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἄγγελος. Ἂς μοῦ δοθεῖ καὶ τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο πινάκιο, ποὺ πάνω του κατατέθηκε ἡ πανσεβάσμια κάρα, ἡ πολυτιμότερη καὶ ἀπὸ τὸν χρυσό. Καὶ οὔτε τὴν μάχαιρα τοῦ στυγνοῦ φονιᾶ, ποὺ διαπέρασε τὸν ἱερὸ τράχηλο, ἂν εὕρισκα, θὰ ἄφηνα ἀπροσκύνητη καὶ οὔτε τὸ χῶμα, ἂν τύχαινε νὰ βρῶ, ὅπου ἐφυλακίσθηκε ὁ θησαυρός, θὰ δίσταζα νὰ καταφιλήσω, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ μοῦ μεταγγίσει Χάρη. Μακαριστὲ τάφε καὶ ἄπικρη πέτρα, ποὺ κρατᾷς μέσα σου κλεισμένο τὸ τρισευλογημένο ἐκεῖνο σκήνωμα, πολυτιμότερο ἀπὸ πολλὰ σμαράγδια καὶ μαργαριτάρια. Ἐκεῖ, λοιπόν, παρευρισκόταν ὀρατῶς ὅλη ἡ ὁμήγυρις τῶν μαθητῶν καὶ ἀοράτως πλῆθος ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποὺ ἐγκωμίαζαν, τιμοῦσαν, ἀνύψωναν στὸν οὐρανὸ καὶ μετέφεραν στὴν αἰώνια χαρὰ αὐτόν, τὸν ἔνσαρκο ἄγγελο, τὸν γνήσιο φίλο τοῦ Κυρίου, τὸν νυμφαγωγὸ τοῦ νυμφίου, τὸν ἄσβεστο λύχνο τοῦ ἀρρήτου φωτός, τὴν ζωντανὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὸν ὑπεράνω τῶν προφητῶν καὶ μεγαλύτερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τέτοια, λοιπόν, ὅπως εἰπώθηκε, εἰρηνική, ὑπῆρξε ἡ ταφὴ τοῦ δικαίου, πρόξενος ἀγαλλιάσεως καὶ σωτηρίας στὸν κόσμο.

Ὁ Πρόδρομος ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μᾶς ἀνταμείβει

Ἄραγε ὁ παράφρων Ἡρῴδης διέφυγε ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ; (τὴν δικαιοκρισία). Ὄχι βέβαια. Ἀντίθετα, ὅπως ἀναφέρεται, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ ἐγκλήματος κατασφάττεται ὕστερα ἀπὸ ἀνταρσία ὅλων τῶν ὑπηκόων του. Κι αὐτὸ συνέβη, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς συνετίζει παιδευτικὰ αὐτούς, ποὺ πρόκειται νὰ βασιλεύσουν στὸ μέλλον, ὥστε νὰ μὴν περιπέσουν στὰ ἴδια ἐγκλήματα. Ἀλλά, ἀφοῦ ἐπανέλθω στὸ προκείμενο, ἂς ἀναβοήσω μὲ φωνή, ποὺ ἁρμόζει στὴ σημερινὴ ἡμέρα. Ἡμέρα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων τιμᾶται γιὰ τὸ ἐλεγκτικό του κήρυγμα καὶ ὁ παράφρων Ἡρῴδης ἀπὸ ὅλους ὅσους ἔχουν φόβο Θεοῦ στηλιτευόμενος ἐπὶ μοιχείη περιφρονεῖται. Σήμερα ἡ κεφαλὴ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου προσφέρεται ὡς ἱερὸ σφάγιο ἐπὶ πίνακι καὶ ἡ μοιχαλίδα Ἡρῳδιάδα παρὰ τὴν θέλησή της καταδικάζεται αἰώνια. Σήμερα τὸ αἷμα Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου γιὰ τὴν φύλαξη τοῦ θείου νόμου χύνεται καὶ ὁ ἐχθρός του Προδρόμου διὰ τῆς παρανομίας (μὲ τὴν κάκιστη διαγωγή του) δίκαια διαπομπεύεται. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος γιὰ τὴν παρρησία του πρὸς τὸν Ἡρῴδη χάριν τῆς δικαιοσύνης φονεύεται καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς διδασκόμενοι νὰ μὴν χωρίζονται ἀπὸ τὶς νόμιμες γυναῖκες τοὺς τὸν ἤδη διαζευχθέντα βασιλέα ἀπεχθάνονται. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στήνει ὁρόσημο πάνω στὴ γῆ καὶ παραγγέλλει ν᾿ ἀρκεῖται κάθε ἄνθρωπος στὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ νὰ μὴν προχωρεῖ πάρα πέρα. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κατέρχεται στὸν Ἅδη καὶ οἱ νεκροὶ ἀφουγκράζονται (εὐαγγελίζονται) τὴν ἀνείπωτη χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα οἱ οὐρανοὶ μὲ πανευφρόσυνη ἀγαλλίαση ὑποδέχονται τὸν ἀποκεφαλισθέντα γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ ἀναπέμπουν ἑόρτιους ὕμνους. Καὶ μοῦ φαίνεται, πὼς μᾶς παρακολουθεῖ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ μέγας τοῦ Κυρίου Πρόδρομος καὶ πὼς θὰ μᾶς ἀνταμείψει σὰν ὑμνῳδούς του μὲ θεία χαρίσματα. Μεταξὺ τῶν προφητῶν σὰν πρωϊνὸς διάττοντας ἀστέρας ποὺ καταγαύζει ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους, σὰν ἥλιος μεταξὺ ἡλίων ποὺ προλάμπει καὶ ὑπερλάμπει, ἐν μέσῳ τῶν μαρτύρων σὰν οὐρανὸς κατάκοσμος μὲ τὰ ἄστρα τῶν θαυμάτων, μεταξὺ τῶν δικαίων ὑπέρτερος, ὑπερέχων γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης φαίνεται ψηλότερος καὶ ἀπὸ τοὺς ψηλόκορμους κέδρους τοῦ Λιβάνου αὐτὸς ποὺ χαροποίησε σήμερα τὴν οἰκουμένη. Γιατί, ἂν πολλοὶ θὰ χαροῦν, κατὰ τὰ εὐαγγελικὰ λόγια, μὲ τὴν γέννησή του, ἀνάλογη θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ πνευματικὴ εὐφροσύνη, γιὰ τὸ μαρτύριό του, τὸ ὁποῖον ἀξιωθήκαμε νὰ πανηγυρίσουμε ὅλοι ἐμεῖς, ἱερεῖς καὶ ἐρημῖτες, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, γιατί ὅλοι μετέχουμε στὴν ἀγαλλίαση, ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ μνήμη του. Ἰδιαίτερα, ὅμως, ἐμᾶς, ποὺ ἐγκαταβιώνουμε στὸν ἱερὸ τοῦτο οἶκο. Εἴθε νὰ τύχουμε ἐκτενέστερα ἀκόμη τῶν θείων πρεσβειῶν Του πρὸς τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, καθὼς καὶ στὸν Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, γιὰ σήμερα καὶ γιὰ πάντα καὶ αἰώνια. Ἀμήν.

2.

Ἀποκεφαλισμὸς Ἰωάννου Προδρόμου (Μάρκ.6,4—29)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ματθ. 14,1—12. Μάρκ. 6,14—29. Λουκ. 9,7—9.

Ἡ ἀποκεφάλισις τοῦ Ἰωάννου ἔχει ὡς ἑξῆς. Ὁ Κύριος εὑρίσκεται μετὰ τῶν μαθητῶν του ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. Τετράρχης, διοικητὴς δηλαδὴ τῆς Γαλιλαίας, ἦτο ὁ υἱὸς τοῦ Ἡρώδου τοῦ μεγάλου, τοῦ σφαγέως τῶν νηπίων, ὁ Ἡρώδης Ἀντύπας. Οὗτος «ἤκουσε τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ» ἐπληροφορήθη δηλαδὴ τὴν φήμην τοῦ Χριστοῦ, διότι λόγῳ τῶν πολλῶν θαυμάτων ἐν Γαλιλαίᾳ «φανερὸν ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ». Μετὰ ἕν ἔτος ἀπὸ τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ φθάνει ἡ φήμη τοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη, διότι οἱ μεγάλοι δὲν ἐνδιαφέρονται διὰ τὰς ἀρετὰς τῶν μικρῶν. Ζῶντες οὗτοι εἰς περιβάλλον θυμιαμάτων καὶ κολακείας εὑρίσκονται μακράν τῆς ἀληθείας.

Περὶ τοῦ Χριστοῦ ἐκυκλοφόρουν πολλαὶ φῆμαι. Ἄλλοι ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος «ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν» καὶ διὰ τοῦτο «αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ» γίνονται δηλαδὴ θαύματα ὑπ’ αὐτοῦ. «Ἄλλοι ἔλεγον, ὅτι Ἠλίας ἐφάνη» ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Μαλαχίαν θὰ ἤρχετο κατὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου «Ἄλλοι ἔλεγον, ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν ἀρχαίων προφητῶν ἀνέστη». Ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης κατ’ ἀρχὰς «διηπόρει» εὑρίσκετο δηλαδὴ ἐν ἀμηχανία, διότι δὲν ἐγνώριζε, ποίαν ἐκ τῶν γνωμῶν τούτων περὶ τοῦ Χριστοῦ νὰ προτιμήσῃ. Ἐπὶ ἀρκετὸν χρονικὸν διάστημα ἐν ἀμηχανίᾳ εὑρισκόμενος ἐχώριζε τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὸν Πρόδρομον καὶ ἔλεγεν˙ «Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα. Τὶς δὲ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἀκούω τοιαῦτα; Καὶ ἐζήτει ἰδεῖν αὐτὸν» τὸν Ἰησοῦν. Κατόπιν ὅμως ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς του διὰ τὸν ἄδικον ἀποκεφαλισμὸν τοῦ Προδρόμου εἶπεν «τοῖς παῖσιν αὑτοῦ˙ οὗτος εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, ὅν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα. Οὗτος ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν». Παῖδες, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνακοινώνει ὁ Ἡρώδης τὴν γνώμην του, εἶναι οἱ αὐλικοί του. Θεωρεῖ τὸν Πρόδρομον ὡς ἔχοντα θαυματουργικάς δυνάμεις, διότι ἐφονεύθη ὑπ’ αὐτοῦ ἀδίκως. Οἱ δίκαιοι καὶ νεκροὶ τρομάζουσι ζῶντας βασιλεῖς! Τὸν Ἡρώδην τὸν ὁποῖον οὐδεὶς ἐτόλμα νὰ κατηγορήσῃ διὰ τὸν φόνον τοῦ Προδρόμου ἐλέγχει αὐτὸν ἡ συνείδησις! Μετὰ ταῦτα ἐκτίθεται ὁ ἀποκεφαλισμὸς τοῦ Προδρόμου ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀνωτέρω. Ὁ ἀποκεφαλισμὸς οὗτος, ὁ ὁποῖος ἔγινε πρὸ τινος χρόνου, ἔχει ὡς ἑξῆς:

Ὁ Ἡρώδης οὗτος ὁ Ἀντύπας «ἀποστείλας» στρατιώτας «ἐκράτησεν» συνέλαβε τὸν Ἰωάννην καὶ «ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἐν τῇ φυλακὴ ἀπέθετο». Ἡ φυλακὴ αὕτη εὑρίσκετο εἰς τὴν Μαχαιροῦντα, φρούριον κείμενον, κατὰ τὸν Ἑβραῖον ἱστορικὸν Ἰώσηπον, πλησίον τῆς νεκρᾶς θαλάσσης. Ὁ λόγος τῆς συλλήψεως καὶ φυλακίσεως τοῦ Προδρόμου εἶναι, διότι οὗτος ἤλεγχε τὸν Ἡρώδην διὰ τὸν παράνομον γάμον του «μετὰ τῆς Ἡρωδιάδος, γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου». Καὶ ἔλεγεν ὁ Πρόδρομος πρὸς αὐτόν˙ «οὐκ ἐξεστὶν σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Ἡ Ἡρωδιὰς δηλαδὴ αὕτη ἦτo κόρη τοῦ Ἀριστοβούλου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀδελφός τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀντύπα. Αὕτη εἶχε γίνει σύζυγος τοῦ Φιλίππου, ὁ ὁποῖος ἦτο καὶ οὗτος ἀδελφός του Ἡρώδου, ἑπομένως ἡ Ἡρωδιὰς αὕτη ἦτο ἀνεψιὰ καὶ νύμφη τοῦ Ἡρώδου τούτου. Τώρα ἔγινε καὶ σύζυγος αὐτοῦ. Ὁ γάμος οὗτος ἀπηγορεύετο αὐστηρῶς ὑπὸ τοῦ νόμου, διότι ὁ σύζυγος τῆς Ἡρωδιάδος ἔζη καὶ τέκνον εἶχε. (1) Λόγῳ λοιπὸν τοῦ ἐλέγχου τούτου ἐπεθύμει νὰ φονεύσῃ ὁ Ἡρώδης αὐτὸν κατ’ ἀρχάς. «Θέλων δὲ αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον». Ἐπίσης καὶ ἡ Ἡρωδιὰς «ἐνεῖχεν αὐτῷ» εἶχε μῖσος ἐντός της ἐναντίον αὐτοῦ, διότι ἐφοβεῖτο, μήπως ἐκ τῶν ἐλέγχων τοῦ Προδρόμου χωρισθῇ ὑπὸ τοῦ Ἡρώδου καὶ παύσῃ νὰ εἶναι βασίλισσα. Καὶ αὕτη «ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἀλλ’ οὐκ ἠδύνατο», διότι εἰς τὰς φονικάς διαθέσεις της δὲν ὑπήκουεν ὁ Ἡρώδης.

Ὁ Ἡρώδης, ἐνῷ κατ’ ἀρχὰς ἐφοβεῖτο τν ὄχλον καὶ δὲν ἐφόνευε τὸν Ἰωάννην, κατόπιν ἐπισκεφθείς πιθανώτατα αὐτὸν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ πεισθείς διὰ τὴν ἁγιότητά του, «ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην εἰδώς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον». Ὄχι μόνον ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, ἀλλὰ «ἡδέως αὐτοῦ ἤκουεν» πολλάκις δηλαδὴ συνεβουλεύετο αὐτὸν «καὶ πολλὰ ἐποίει» καὶ πολλάς ἀπὸ τὰς συμβουλάς του ἐφήρμοζε. Διά τοῦτο «συνετήρει αὐτὸν» διετήρει αὐτὸν εἰς τὴν ζωὴν καὶ δὲν ἐφόνευεν αὐτόν. Ἑπομένως ὁ Ἡρώδης εἶχε μέσα του ἀλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα ἔναντι τοῦ Προδρόμου. Ἐφοβεῖτο τὸν λαόν, ἐσέβετο τὸν Πρόδρομον, ἠνωχλεῖτο ὑπὸ τῆς Ἡρωδιάδος νὰ φονεύσῃ αὐτόν. Διά ταῦτα «πολλὰ ἠπόρει» εὑρίσκετο δηλαδὴ ἐν ἀμηχανίᾳ ἔναντι αὐτοῦ. Τοιαῦτα ἀλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα εἶναι συνήθη εἰς ἀσταθεῖς χαρακτῆρας !

Ἦλθεν ὅμως ἡ κατάλληλος εὐκαιρία διὰ τὰς φονικάς διαθέσεις τῆς Ἡρωδιάδος. Αὕτη ἦτο ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ἡρώδου ἥτις «ἑωρτάσθη εἰς τὸ φρούριον Μαχαιροῦντος, ὅπου ἦτο ὁ Πρόδρομος, εἰς τὸ ἐκεῖ πολυτελὲς ἀνάκτορόν του. «Γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου» ὅτε ἦλθεν δηλαδὴ ἡ κατάλληλος ἡμέρα, ὁ ἑορτασμὸς τῶν γενεθλίων του, ὁ Ἡρώδης «δεῖπνον ἐποίησε τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας». Μεγιστᾶνες εἶναι αἱ πολιτικαί ἀρχαί, χιλίαρχοι εἶναι αἱ ἀνώτεραι στρατιωτικαὶ ἀρχαὶ καὶ οἱ πρῶτοι τῆς Γαλιλαίας τὰ ἄλλα ἐπίσημα πρόσωπα τῆς Γαλιλαίας. Αἱ γυναῖκες δὲν παρίσταντο εἰς τὰ συμπόσια ταῦτα. Μόνον αἱ δημόσιαι χορεύτριαι ἐνεφανίζοντο. Διά τοῦτο ἡ Ἡρωδιὰς καὶ ἡ κόρη της Σαλώμη δὲν παρευρέθησαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸ συμπόσιον τοῦτο. Κατὰ τὴν διεξαγωγὴν ὅμως τῆς οἰνοποσίας εἰσέρχεται ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος, ἡ Σαλώμη, παρὰ τὸν νόμον ἤ ὑπὸ τὸν τύπον τῆς δημοσίας χορεύτριας. «Γενεσίων ἀγομένων τοῦ Ἡρώδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος καὶ ἤρεσεν τῷ Ἡρώδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις». Ὅταν λοιπὸν ἑώρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ Ἡρώδης, ἐχόρευσεν ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἡ Σαλώμη. Ὁ χορὸς οὗτος ἦτο ἡδονικὸς χορός. Διά τοῦτο ἤρεσεν εἰς τὸν Ἡρώδην καὶ τοὺς συνδαιτυμόνας αὐτοῦ, ἐν τῷ μέσῳ τῶν ὁποίων ἡ Σαλώμη αὕτη χορεύουσα ἐλάμβανε διαφόρους θέσεις καὶ στροφάς ἠδονικάς. Ὁ Τετράρχης οὗτος, ὁ Ἡρώδης, ὁ κοινῶς λεγόμενος «βασιλεύς», λέγει πρὸς αὐτὴν ἐν ἐξάψει εὑρισκόμενος «αἴτησόν με, ὅ ἐὰν θέλῃς καὶ δώσω σοι. Καὶ ὤμοσεν αὐτῇ, ὅτι ὅ ἐὰν αἰτήσῃς δώσω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου».

Ἡ Σαλώμη «ἐξελθοῦσα» τοῦ συμποσίου μετέβη εἰς τὸ δωμάτιον τῆς μητρός της «καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς˙ τί αἰτήσωμαι; Ἡ δὲ» μήτηρ «εἶπεν: τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτίζοντος». Ἡ Σαλώμη «προβιβασθεῖσα» παρακινηθεῖσα «ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ εἰσελθοῦσα» εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ συμποσίου «εὐθὺς μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσαντο λέγουσα: Θέλω ἵνα ἐξαυτῆς» ἀμέσως δηλαδὴ «δῷς μοι ὧδε ἐπὶ πίνακι» εἰς τὸ πιάτον τὸ ὁποῖον ἐκράτει «τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ». Ἡ Σαλώμη κατὰ τὴν συμβουλὴν τῆς μητρὸς της κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ζητεῖ ἀμέσως, πρὶν συνέλθῃ ἐκ τῆς μέθης ὁ Ἡρώδης τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἐπὶ πίνακι. Ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης ἀκούσας ταῦτα «περίλυπος γενόμενος» ἐγένετο περίλυπος «διὰ τοὺς ὅρκους ὅμως καὶ τοὺς συνανακειμένους» ἵνα μὴ φανῇ δηλαδὴ ἐπίορκος καὶ ἀσταθὴς χαρακτὴρ εἰς τοὺς προσκεκλημένους «οὐκ ἠθέλησεν ἀθετῆσαι αὐτὴν» δὲν ἠθέλησε δηλαδὴ νὰ ἀρνηθῇ τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς αἰτήσεώς της. «Εὐθὺς» ἀμέσως «ἀποστείλας σπεκουλάτωρα» τὸν ἀνακτορικὸν δήμιον «ἐπέταξεν ἐνεχθῆσαι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ» διέταξε νὰ φέρωσι τὴν κεφαλὴν τοῦ Προδρόμου ἐπὶ πίνακι. Ὁ σπεκουλάτωρ, ὁ αὐλικὸς οὗτος δήμιος «ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι, ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς». Ὁποία φρίκη! Εἰς συμπόσιον κεφαλὴ ἀχνίζουσα! Εἰς συμπόσιον βδελυρὸν ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Προδρόμου! Ἐκ τῆς ἀμέσου προσφορᾶς τῆς κεφαλῆς φαίνεται, ὅτι τὸ συμπόσιον ἔγινεν ἐντός τοῦ φρουρίου τοῦ Μαχαιροῦντος, ὅπου εὑρίσκετο καὶ ἡ φυλακὴ τοῦ Προδρόμου. «Οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου ἀκούσαντες» μαθόντες τοῦτο καὶ ἔχοντες τὴν ἄδειαν νὰ ἐνταφιάσουν τὸν Πρόδρομον «ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα» ὄχι τὴν κεφαλὴν «καὶ ἔθηκαν αὐτὸν ἐν μνημείῳ. Ἐλθόντες δὲ ἀπήγγειλαν εἰς τὸν Ἰησοῦν τὸν ἀποκεφαλισμὸν τούτου». Ὁ θάνατος τοῦ Προδρόμου ἤνωσε τοὺς μαθητάς του μετὰ τοῦ Ἰησοῦ. Πόση οἰκονομία Θεοῦ !

Παρατήρησις: Ἐρωτᾶται : Ἦτο δυνατὸν ὁ Ἡρώδης νὰ παραβῇ τὸν ὅρκον του, ἵνα ἀποφύγῃ τὸν ἀποκεφαλισμὸν τοῦ Προδρόμου; Ὁ ὅρκος οὗτος ἠδύνατο νὰ μὴ ἐκτελεσθῇ, διότι ἐδόθη ὑπὸ τοῦ Ἡρώδου ἄνευ δεσμοῦ τινος πρὸς ὡρισμένον ἀντικείμενον καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ Προδρόμου ἤξιζεν ὄχι τὸ ἥμισυ ἀλλὰ περισσότερον τοῦ βασιλείου του. Ἄλλως τε εἶναι ἀντιφατικῶς ἀντίθετον νὰ ἐπικαλῆταί τις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὁρκιζόμενος, ἵνα ὑποχρεωθῇ νὰ ἁμαρτήσῃ. Πλὴν αὐτοῦ ὠρκίσθη τόσον ἀσυνέτως. Ἑπομένως ἠδύνατο διὰ τοὺς λόγους τούτους νὰ παραβῇ τὸν ὅρκον του καὶ νὰ μὴ ἀποκεφαλίσῃ τὸν Πρόδρομον. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν βλέπει ἐνώπιόν του παρὰ ἀνθρωπαρέσκειαν καὶ φιληδονίαν, διὰ τοῦτο ὑποπίπτει εἰς τὸ μεγάλον αὐτὸ ἔγκλημα, ὥστε ἐν μέσῳ τοῦ συμποσίου νὰ φέρῃ τὴν ἀχνίζουσαν κεφαλὴν τοῦ Προδρόμου.

Θέμα: Συνύπαρξις κακίας καὶ ἀρετῆς.

Καὶ πάλιν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν ἀναμιγνύονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὥστε νὰ χρωματισθοῦν καὶ τὰ δύο μεταξὺ των, ἵνα φανῇ ἡ κακία τοῦ κακοῦ καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ καλοῦ, καὶ οὕτω διδαχθῶμεν καὶ ἀπὸ τὰ δύο. Ἴδωμεν λοιπὸν τὴν πλοκὴν των καὶ κατόπιν τὴν διδαχὴν δὶ’ ἡμᾶς. Καὶ

Α) Ἡ πλοκὴ κακίας καὶ ἀρετῆς. Τρία πρόσωπα ἀντιπροσωπεύουν τὸ κακόν. Τρία πρόσωπα ἐκφράζουν τὴν ἀρετὴν ἐνταῦθα. Τὰ πρῶτα εἶναι ὁ Ἡρώδης, ἡ γυναῖκα του, ἡ Σαλώμη, ἡ κόρη του. Καὶ ἰδού! Ὁ Ἡρώδης ἑορτάζει τὰ γενέθλιά του. Ἀντὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεόν, διότι κατὰ ταύτην εἶδε τὸ φῶς, λυπεῖ τὸν Θεὸν μὲ τὴν μέθην. Ἀντὶ νὰ λύσῃ τὸν δέσμιον Πρόδρομον ἐπὶ τῆς γενεθλίοις του, προσθέτει εἰς τὰ δεσμὰ καὶ τὴν σφαγὴν τοῦ μεγαλυτέρου ἐν γεννητοῖς γυναικῶν. Ὁ σαρκικὸς χορὸς τῆς Σαλώμης ἄναψε τοῦ θείου καὶ πατρὸς τὰ σαρκικὰ ἔνστικτα, ὥστε νὰ ὑποσχεθῇ μεθ’ ὅρκου εἰς αὐτήν, ὅτι θὰ δώσῃ τὸ ἥμισυ τῆς βασιλείας του. Ἀλλὰ καὶ ἡ χορεύσασα κόρη; Δὶ’ αὐτὴν ἤλεγχεν ὁ Πρόδρομος τὸν Ἡρώδην, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ λάβῃ τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, διότι εἶχε παιδὶ ὁ ἀδελφός του, τὴν κόρην ταύτην. Διά τὴν ἀξιοπρέπειάν της ἠλέγχετο ὁ γάμος ὡς παράνομος. Ἀντὶ λοιπὸν αὕτη νὰ κρύπτεται ἀπὸ ἐντροπήν, χορεύει μὲ ἀναίδειαν καὶ χορὸν σαρκικόν!

Ἀλλὰ ἡ χειροτέρα ἐκδήλωσις τοῦ κάκου ἦτο εἰς τὴν μητέρα της «Δὸς μοι ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου», λέγει ἡ μήτηρ. Ἤκουσας ἀδιαντροπίαν; Ὀνομάζει τὸν Ἰωάννην μὲ τὸ ἀξίωμά του βαπτιστὴν καὶ δὲν σκεπάζει τὸ πρόσωπόν της! Θέλει τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ πιάτο, σὰν νὰ πρόκηται περὶ φαγητοῦ τινος! Διά ποίαν αἰτίαν τολμᾶ ταῦτα; Οὐδεμίαν. Ἤθελε μόνον νὰ τιμηθῇ μὲ τὴν συμφορὰν τοῦ ἄλλου, ἂν καὶ ὁ Πρόδρομος ἤλεγχε προσωπικῶς ὄχι αὐτήν, ἀλλὰ τὸν Ἡρώδην. Δὲν λέγει, φέρετε ἐδῶ αὐτὸν καὶ κατασφάξατε ἐνώπιόν μου, διότι ἐφοβεῖτο, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον, «κατασφαττομένου τῆς φρικτῆς ἀκοῦσαι φωνῆς», διότι ὁ Πρόδρομος καὶ σφαζόμενος δὲν ἐπρόκειτο νὰ σωπήση. Ἡ Ἡρωδιὰς «ἰδεῖν ἐπεθύμει τὴν γλῶσσαν σιγῶσαν!» Ποῖος δὲν θὰ ἔφριττε βλέπων τὴν μακαρίαν καὶ ἱερὰν ἐκείνην κεφαλὴν αἷμα στάζουσαν θερμὸν ἐν μέσῳ τοῦ δείπνου; Ἡ αἱμοβόρος ἐκείνη καὶ ἀγρία γυνὴ οὐδόλως συνεκινήθη ἐκ τῆς θεωρίας ἐκείνης, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐκαυχᾶτο. Ἰδοὺ ἡ κακία καὶ τῶν τριῶν προσώπων : πατρός, συζύγου καὶ κόρης.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν τριῶν ἄλλων: Θεοῦ, Προδρόμου καὶ Εὐαγγελιστοὺ τοῦ γράφοντος ταῦτα, λάμπει ὑπέροχα. Καὶ ἰδού! Ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε κεραυνὸν νὰ κάψῃ τὴν Ἡρωδιάδα, τὸν Ἡρώδη, τὸν δήμιον ποὺ ἐτόλμησαν νὰ σφάξουν τὸν ἁγιώτερον ἄνθρωπον. Πῶς δὲν ἄνοιξε τὴν γῆν νὰ καταπίῃ τὸ σατανικὸν ἐκεῖνον συμπόσιον μὲ ὅλους τούς παρισταμένους; Ὁ Θεὸς ἔχει ὑπομονήν! Ὁ Πρόδρομος, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἔκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ ἐβαπτίσθη ὁ Χριστός, κλίνει τὴν κεφαλὴν καὶ ἀποκεφαλίζεται ὑπὸ τῆς κόρης, τὴν ὁποία ὑπερήσπιζε καὶ μητρὸς καὶ συζύγου, τοὺς ὁποίους ἤλεγχεν. Ὁποία ὑπακοὴ εἰς τὸ Θεῖον θέλημα! Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς ὁ περιγράφων ταῦτα οὐδένα ἐκ τῶν τριῶν κακούργων ὑβρίζει, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι καὶ δικαιολόγει ἔν τινι μέτρῳ τὰς πράξεις των λέγων διὰ μὲν τὸν Ἡρώδη, ὅτι «διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους» διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθῇ ὁ Πρόδρομος, διὰ τὴν Σαλώμην λέγων, ὅτι «ὑπὸ τῆς μητρὸς προβιβασθεῖσα» ἔκαμε ὁ, τί ἔκαμε, τὴν δὲ Ἡρωδιάδα ὀνομάζων οὐχὶ κακοῦργον καὶ μιαιφόνον, ἀλλὰ μὲ τὸ τίμιον ὄνομα τῆς μητρὸς οὐχὶ ἅπαξ, ἀλλὰ δίς: «προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρός», «παρέδωκε τῇ μητρί». Ὥστε ἔχομεν ὑπομονὴν τοῦ Θεοῦ, ὑπακοὴν τοῦ Προδρόμου, ἀνεξικακίαν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ.

β) Διδάγματα: Εἴδομεν τὴν τριάδα τῶν κακῶν καὶ καλῶν. Ἕνας ζῶν τὴν ἐποχὴν καὶ ἡμέραν ἐκείνην τοῦ θανάτου τοῦ Προδρόμου πόσον θὰ ἐσκανδαλίζετο! Θὰ ἐγοητεύετο ἀπὸ τὸ κακὸν ποὺ ἐθριάμβευε, θὰ ἀπογοητεύετο ἀπὸ τὴν ἀρετήν, ἤτις ἐσφάζετο. Καὶ ὅμως!

Σήμερον ὁ Θεὸς θαυμάζεται διὰ τὴν ὑπομονὴν ποὺ ἔδειξε τότε, ὅταν ἐγίνετο τὸ κακόν, διὰ τὴν δικαιοσύνην τοῦ ἀργότερα, ποὺ ἐτιμώρησε καὶ τοὺς τρεῖς δὶ’ ἀναλόγων τιμωριῶν, ὡς θὰ ἴδωμεν. Ἀλλὰ θαυμάζεται καὶ διὰ τὴν ἀμοιβήν του πρὸς τὸν Πρόδρομον. Ἀπεκεφαλίσθη διὰ νὰ μή ὁμιλῇ. Καὶ ὅμως τώρα ὁμιλεῖ περισσότερον, διότι οἱ Εὐαγγελισταὶ πρὶν φυλακισθῇ ὁ Πρόδρομος οὐδὲν εἶχον γράψει περὶ τοῦ ἐλέγχου του κατὰ τῆς Ἡρωδιάδος. Ὅταν ἀπεκεφαλίσθη οὗτος, ἔγραψαν ἐκεῖνοι τὸν ἀποκεφαλισμὸν καὶ τὴν μιαιοφόνον αἰτίαν τῆς Ἡρωδιάδος. Ἀπεκεφαλίσθη διὰ νὰ ἐξαφανισθῇ. Καὶ ὅμως δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Iησοῦ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Βλέπομεν εἰς ἁγιογραφίας τὸν Ἰωάννην ἐν οὐρανῷ πλησίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου. Οἱαδήποτε ἐκκλησία θὰ ἔχη εἰς τὸ τέμπλον τὴν εἰκόνα τοῦ Προδρόμου. Οἱ δὲ Εὐαγγελισταί πόσον μᾶς γοητεύουσι μὲ τὸν ἁπλοῦν, ἀνώτερόν των τρόπον, ποὺ ἐκθέτουν τὰ ζητήματα αὐτά!

Ἀκούσωμεν λοιπὸν ὅσοι ζῶμεν ἐν ἀρετῇ καὶ δεινα πάσχομεν παρὰ πονηρῶν ἀνθρώπων. «Ὁ Θεὸς ἠνέσχετο τὸν ἐν ἐρήμῳ, τὸν ἐν τριχίνῳ ἰματίῳ, τὸν τῶν προφητῶν μείζονα, τὸν ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζονα κατασφαγῆναι ὑπὸ κόρης ἀκολάστου καὶ ταῦτα νόμους ἀμύνοντα θείους». Διατί λοιπὸν σὺ ταράττεσαι, ὅταν ἀδικῆσαι; O Εὐαγγελιστὴς περὶ πόρνης καὶ μιαιοφόνου γυναικὸς διαλεγόμενος φαίνεται εὐγενής. Σὺ δὲ ὑβρίζεις τὸν πλησίον καὶ οὐδόλως ὑπομένεις τὸν λυπήσαντά σὲ ἀδελφόν σου. Ὁμιλῶν δὲ περὶ αὐτοῦ ὀνομάζεις αὐτὸν κακοῦργον. ὕπουλον, βλάκα, πονηρὸν καὶ χαλεπώτερον τούτων. Ἀφοῦ εἶναι θὰ μοῦ πῆτε; Καὶ ἡ Ἡρωδιὰς ἦτο, ἀλλὰ ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴν ὠνόμασε μητέρα. «Τοῦτον καὶ ἡμεῖς μιμησώμεθα καὶ μὴ ἐπεμβαίνωμεν, ἀλλὰ ὅσον ἂν δέῃ συσκιάζωμεν ταῖς τῶν πλησίων ἁμαρτίαις». Οἱ Εὐαγγελισταὶ θρηνοῦσι μᾶλλον ἤ καταρῶνται τὰς τῶν ἄλλων ἁμαρτίας.

Φοβηθῶμεν τὴν διεφθαρμένην γυναῖκα ἄνδρες καὶ γυναῖκες, διότι αὕτη ἐδίψησεν ἀπὸ αἷμα προφητῶν. «Οὐκ ἀσελγεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ μιαιοφόνους ποιεῖ. Αἱ γοῦν μοιχευθῆναι ἐπιθυμοῦσαι καὶ πρὸς σφαγὴν εἰσι παρεσκευασμέναι» κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Αἱ γυναῖκες αὖται οὐχὶ ἕνα μόνον, οὐδὲ δύο, ἀλλὰ καὶ μυρίους εἶναι ἕτοιμαι νὰ διαπράξουν φόνους. Πόσαι γυναῖκες σήμερον ἀφίσασαι τὸν συζυγὸν των εἰσῆλθον εἰς τὴν συζυγικὴν ἑστίαν ἄλλου καὶ ἐτάραξαν τὴν εἰρήνην; Ἂς ἀκούσωσιν καὶ αἱ παρθένοι, αἱ ὁποῖαι μεταβαίνουσαι εἰς χοροὺς φροντὶζουσι νὰ διεγείρωσι τὰ σαρκικά τοῦ ἄλλου ἔνστικα διὰ τῆς ἐξώμου ἐσθῆτος, τοῦ καθαρῶς αἰσθησιακοῦ χοροῦ, ὑπὸ τὰ ὄμματα τῶν γονέων καὶ τὴν ἐντολὴν αὐτῶν εὐρωπαϊκοῦ χοροῦ. Τὸν χορὸν τοῦτον ἔχων ὓπ ὄψιν τοῦ ὁ Χρυσόστομος ἔλεγε «ἔνθα ὄρχησις ἐκεῖ ὁ διάβολος. Τοὺς πόδας ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, οὐχὶ ἵνα ἀσχημονῶμεν, ἀλλὰ ἵνα εὐτάκτως βαδίζωμεν, οὐχὶ ἵνα κατὰ τὰς καμήλους πηδῶμεν, ἀλλὰ ἵνα σὺν ἀγγέλοις χορεύωμεν. Εἰ γὰρ τὸ σῶμα αἰσχρόν ἐστί οὕτως ἀσχημονεῖν, πολλῷ μᾶλλον ἡ ψυχή».

Καὶ σὺ νέε μου, μὴ ἐνθουσιάζεσαι ἀπὸ τὸν χορὸν τῆς νέας. Ὁ Ἡρώδης ὑπεσχέθη νὰ δώσῃ τὸ ἥμισυ τῆς βασιλείας του. Εἶδες, τί ἔπαθε; Σὺ δίδεις τὸν ἑαυτόν σου ὁλόκληρον καὶ μόνον ἀπὸ τὸν χορόν. Χωρὶς νὰ ἐξέτασῃς ψυχικὰ χαρίσματα, τὴν νυμφεύεσαι. Ἀλλοίμονόν σου! Ἴσως νὰ μὴ ζητήσῃ ἀπὸ σὲ τὴν κεφαλὴν ἄλλου, θὰ πάρη ὅμως τὴν ἰδικήν σου. Ἴσως καὶ ἡ νέα αὐτή, τῆς ὁποίας τὸν χορὸν ἐθαύμασες, νὰ σοῦ ζητήσῃ κατ’ ἀπαίτησιν τῆς μητρὸς της τὴν ἀποπομπὴν τῆς μητρός σου. Προσοχή! Οἱ καιροὶ εἶναι οἱ ἴδιοι πάντοτε. Ὥστε εἶσαι κόρη καὶ χορεύεις καλὰ ἡ μάνα καὶ ἐκμεταλλεύεσαι τὸν χορὸν τῆς κόρης; Εἶσαι παράνομος Ἡρώδης καὶ ἐνθουσιάζεσαι ἀπὸ χορούς; Προσέξατε!

Ὁ Ἡρώδης διότι ἐνυμφεύθη τὴν Ἡρωδιάδα, ἥτις ὑπῆρξεν αἰτία τοῦ φόνου τοῦ Προδρόμου καὶ διεζεύχθη τὴν προηγουμένην του γυναῖκα, ποὺ ἦτο κόρη τοῦ Ἀρέτα, τοῦ βασιλέως τῶν Ἀράβων, πολεμεῖ ὁ Ἀρέτας τὸν Ἡρώδην καὶ θὰ τὸν ἐσκότωνεν, ἂν δὲν ἐπενέβαινον οἱ Ῥωμαῖοι. Ἀλλὰ τὸ τέλος αὐτῶν ἦτο ἀπαίσιον ! Ἡ Ἡρωδιὰς φιλόδοξος γυναῖκα οὖσα, ἐπειδὴ ὁ κουνιάδος της ἔλαβε τὸν τίτλον τοῦ βασιλέως, ἀπὸ ζήλεια της παρακινεῖ τὸν ἄνδρα της νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ῥώμη νὰ λάβῃ καὶ αὐτὸς τὸν τίτλον αὐτόν. Ἐκεῖνος δὲν ἤθελεν, ἐνέδωκεν ὅμως κατόπιν τῆς ἐπιμονῆς τῆς γυναίκας του. Ἀντὶ ὅμως νὰ λάβῃ τὸν τίτλον αὐτὸν χάνει καὶ τὴν τετραρχίαν καὶ ἀποστέλλονται Ἡρώδης καὶ Ἡρωδιὰς ἐξόριστοι, εἰς Ἱσπανίαν. Ἐκεῖ ἀφίνουν τὰ κόκκαλά των οἱ δύο προφητοκτόνοι, ἀφοῦ διῆλθον ζωὴν ἀθλιωτάτην ἐξορίας.

Ἡ Σαλώμη κατὰ τὸν ἱστορικὸν Νικηφόρον ἔκαμεν ἕνα ταξίδι ἀναψυχῆς καὶ διασκεδάσεως εἰς μίαν παγωμένην λίμνην. Αἴφνης ὁ πάγος τῆς λίμνης σπάζει καὶ ἡ Σαλώμη βυθίζεται μέχρι τοῦ λαιμοῦ, ὅστις κόπτεται, ἀφοῦ τὰ τμήματα τῶν πάγων ἠνώθησαν. Ἰδοὺ ἡ τύχη τῶν τριῶν κακῶν. Δυσφήμισιν ἔχει ἡ Ἡρωδιάς, ὀλέθριον τέλος Ἡρώδης καὶ Ἡρωδιάς, ὀλεθριώτατον ἡ Σαλώμη. Πόσον φοβερὰ εἶναι ἡ θεία δίκη !

(1) Λευιτικὸν 18. 16. 20-21.