1.

«Κύριε ἐλέησόν μου τόν υἱόν…….Προσήνεγκα αὐτόν τοῖς μαθηταῖς σου, καί οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτόν θεραπεῦσαι»

Συγκινημένος και παρακλητικός ο ταλαίπωρος πατέρας έφερε το παιδί του, που επικίνδυνα σεληνιάζεται, για να το θεραπεύσει ο Κύριος, αγαπητοί μου αδελφοί. Πλησίασε πρώτα τους μαθητές του Χριστού, ελπίζοντας να πετύχει την θεραπεία. Δεν τα κατάφεραν όμως, αν και ο Κύριος τους ανέθεσε, και προφανώς τους είχε διδάξει, τι να κάνουν.

Δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν, οι μαθητές Σου, θα συμπληρώσει παραπονούμενος ο δύστυχος πατέρας. Αυτό ήταν το αναμενόμενο παράπονο του πατέρα. Και το παράπονο και η απογοήτευση του Κυρίου: «ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη! Ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» Αποδίδει στους μαθητές Του ο Κύριος, απιστία αλλά και διαστροφή, που προκλήθηκε από την σχέση τους με την κακία του κόσμου. Αυτά τα δυο μειονεκτήματα, εμπόδισαν τους μαθητές να φανούν αποτελεσματικοί και άξιοι ακόλουθοι του Κυρίου. Για πόσο καιρό θα είμαι μαζί σας, να σας διδάσκω; Μέχρι πότε θα ανέχομαι την ολιγοπιστία σας; Η δίκαια επίπληξη του Κυρίου, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι μαθητές είχαν την δοσμένη από τον Κύριο, δυνατότητα, να θεραπεύουν. Κι όμως απέτυχαν. Ζουν με τον Χριστό. Παρακολουθούν την διδασκαλία Του. Διαπιστώνουν με τα ίδια τους τα μάτια την υπερφυσική θαυματοποιΐα! Μένουν και περιοδεύουν μαζί Του, για πολύ καιρό, πλησιάζει ήδη το τέλος, και όμως κάτι τους λείπει. Απουσιάζει η απόλυτη, ακράδαντη, χωρίς αμφιβολίες εμπιστοσύνη. Υπάρχει ακόμη μέσα τους η αναμονή του Ιουδαϊκού Μεσσία, με τις ανθρώπινες διαστάσεις ενός επιγείου άρχοντα. Δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι είναι ο Υιός του Θεού. Ότι αυτός, είναι ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός Κυρίου, που έρχεται να ιδρύσει μιαν πνευματική βασιλεία. Ωστόσο εκείνοι, όταν αναφέρει τη βασιλεία Του, σχηματίζουν στο μυαλό τους, μιαν εικόνα ενός βασιλιά του Ισραήλ και ζητούν μια θέση κοντά Του. Έπειτα, αρκεί η σύλληψη, η σταύρωση και η ταφή Του, για να σκορπιστούν και να κρυφτούν «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων».

Δύσκολη η έννοια «πίστη» και η απόκτησή της, αγαπητοί μου. Και αναφέροντας πίστη, δεν εννοώ απλώς, τη θρησκευτική πίστη. Υπάρχουν γεγονότα, που πιστεύουμε ότι συνέβησαν, αν και δεν τα είδαμε να συμβαίνουν. Ακούμε και εμπιστευόμαστε τους επιστήμονες, που μας εξηγούν φαινόμενα και σχέσεις και τους εμπιστευόμαστε, αν και δεν έχουμε ή δεν μπορούμε να έχουμε άμεση εποπτεία και απόδειξη των ισχυρισμών τους. Θα πίναμε, για παράδειγμα, ένα θανατηφόρο παρασκεύασμα, για να πιστέψουμε ότι προκαλεί τον θάνατο; Φυσικά και λογικά, όχι. Θα δοκιμάζαμε το ηλεκτρικό ρεύμα, να δούμε αν σκοτώνει; Κάποια από αυτά, που δεχόμαστε, μας είπαν ότι συνέβησαν σε κάποιους άλλους. Και εμείς δεχτήκαμε τη διαβεβαίωσή τους, χωρίς αντιρρήσεις, γιατί τους πιστεύουμε, εμπιστευόμαστε ότι μας λένε αλήθεια. Υπάρχουν τα χειροπιαστά που δεν απαιτούν πίστη, αλλά υπάρχουν τα μη χειροπιαστά, άυλες γνώσεις, που βασίζονται στην πίστη και εμπιστοσύνη μας.

Σ’ αυτά, τα τελευταία, αγαπητοί αδελφοί, που δεν είναι αισθητά από τις φυσικές μας αισθήσεις, συμπεριλαμβάνεται και η πίστη μας στον αόρατο, χωρίς μορφή, άυλο Θεό. Για την ανθρώπινη μας φύση όμως, που είναι απαραίτητα τα υλικά για συντήρησή της, την επιβίωσή μας, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε κάτι, που δεν το αντιλαμβανόμαστε με τις πέντε αισθήσεις μας.

Σκεφθείτε ότι οι μαθητές, ενώ έζησαν τόσο κοντά στον Χριστό, είδαν τα απίθανα θαύματα, χαρακτηρίστηκαν από τον Κύριο, «γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη». Διαλύθηκαν μετά τη σύλληψή Του. Ο πληθωρικός και θυρυβώδης Πέτρος αρνήθηκε τη σχέση του με τον συλληφθέντα Χριστό, τρεις φορές! Και ο αμφισβητίας άπιστος Θωμάς, θα δηλώσει: «ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν «ἥλων καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων καί βάλω τήν χεῖρα μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω». Δήλωσε πως αν δεν δει τα σημάδια των καρφιών στα χέρια και το σημάδι της λόγχης στο πλευρό, δεν πρόκειται να πιστέψει στην ανάσταση. Για να αναφωνήσει ωστόσο, «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου», μετανιωμένος βλέποντας τον Αναστάντα! Είναι λοιπόν, πολύ δύσκολη η πίστη, η σταθερή, χωρίς αμφιβολίες, όταν προσπαθούμε να τη συσχετίσουμε με τη λογική. Η πίστη στην απέραντη αγάπη του Θεού, η πίστη στις υποσχέσεις Του, για την κληρονομία της επουράνιας βασιλείας Του, είναι η πίστη στον Δημιουργό, που αγαπά και ενδιαφέρεται για τα πλάσματά Του.

Δίδαξε τους μαθητές Του, ο Διδάσκαλος, έμμεσα όταν παρακολουθούσαν το κήρυγμα της Καινής Διαθήκης στο ευρύ ακροατήριο και άμεσα, όταν έμενε μόνος, μαζί τους. Παρεχώρησε ο Χριστός στους μαθητές Του, την ικανότητα να θεραπεύουν. Γι’ αυτό αναφώνησε φανερά ενοχλημένος: « Ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» Πόσο καιρό ακόμη θα είμαι μαζί σας και να μαθητεύετε, για πόσο ακόμη καιρό θα ανέχομαι την έλλειψη εμπιστοσύνης, την ολιγοπιστία σας; Αν συνεπώς, ήταν τόσο δύσκολο για τους μαθητές, που είχαν την μοναδική θεία ευλογία, να είναι για τρία χρόνια κοντά στον Διδάσκαλο και Θεάνθρωπο Χριστό, να τον βλέπουν και να Τον ακούν, πόσο μάλλον για εμάς!

Γι’ αυτό η πίστη μας έχει μεγάλη αξία, αγαπητοί μου. Είναι ο συνδετικός κρίκος, που ενώνει τους πιστούς ακόλουθους του Χριστού. Όλη η ζωή του Χριστιανού στηρίζεται στην πίστη. Πίστη χωρίς αμφιβολίες, ζητά και από εκείνους, που προσέρχονται να θεραπευθούν. Τους ρωτά για να επιβεβαιωθεί για την πίστη τους. «Πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» ή «κατά τήν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω». Δηλώνει την δύναμη της πίστης: εάν έχετε «πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως». Διαπιστώνει την πίστη σε εκείνους που προσέρχονται και Τον ικετεύουν: «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», λέγει, ή «Ἰδών τἠν πίστιν αὐτῶν».

Πρώτο, ωστόσο, και βασικό στοιχείο της πίστης, η Ανάσταση του Κυρίου. Σημειώνει ο απόστολος Παύλος «εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται ματαία ἡ πίστις ἡμῶν». Αν δεν έχει αναστηθεί ο Χριστός, δεν έχει καμιά αξία η πίστη μας. Μ’ αυτήν συνδέεται και η δική μας μελλοντική ανάσταση! Μένει λοιπόν, χωρίς περιεχόμενο η πίστη μας, αν δεν πιστεύσουμε στην Ανάσταση του Χριστού. Νιώθουμε, όμως, την ύπαρξη του Θεού, καθημερινά με την ευεργετική Του παρουσία στις δύσκολες στιγμές, στις ανάγκες μας. Και τότε προσφεύγουμε σε Εκείνον. Γιατί εχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνούμε με την προσευχή μας. Αυτή είναι η δύναμή μας. Δύναμη, που την παίρνουμε από τον Θεό, που εμπιστευόμαστε όχι μόνο για τη δύναμή Του, από φόβο, αλλά γιατί Τον αγαπούμε ως Πατέρα. Προσευχόμαστε λοιπόν, με πίστη σ’ Αυτόν και ακολουθούμε και τις εντολές Του στη ζωή μας, γιατί με τον τρόπο αυτόν ευχαριστούμε τον Θεό.

Μεγάλη αξία, η πίστη. Αλλά δεν επαρκεί. «Πίστις χωρίς ἔργων νεκρά ἐστιν». Ζωντανή πίστη ακολουθείται από έργα αγάπης, έργα σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Αναφέρει η γραφή, «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι». Πιστεύουν τα δαιμόνια, αλλά αντιμάχονται το θείο θέλημα. Απαραίτητα λοιπόν, να συνοδεύεται η χωρίς αμφιβολίες, σταθερή πίστη μας και από πράξεις στις οποίες μας καθοδηγεί η ευαγγελική αλήθεια.

Δ.Γ.Σ

2.

«Έτι δε προσερχομένου αυτού έρρηξεν αυτόν το δαιμόνιον και συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ’ 42).

Του Κων/νου Οικονόμου, δασκάλου.

 Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επέτρεψε ο Θεός στο δαίμονα. Κι αυτό ώστε να δουν όλοι οι άνθρωποι το φόβο και τον τρόμο που μπορεί να προκαλέσει ο διάβολος στον άνθρωπο. Να καταλάβουν πόσο ανε­παρκής είναι η δύναμη των ανθρώπων, ακόμα και των καλλίτερων γιατρών του κόσμου, για να γλιτώσουν από το φόβο και τον τρόμο τη ζωή έστω και ενός μόνο άνθρωπου. Έτσι όταν οι άνθρωποι δουν τη δύναμη του διαβόλου και συνειδητοποιήσουν τη δική τους αδυ­ναμία, θα κατανοήσουν πόσο μεγαλειώδης και θεϊκή είναι η δύναμη του Χριστού. Ο ευαγγελιστής Μάρκος καταγράφει τα λόγια που είπε ο Κύριος στο πονηρό πνεύμα: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν» (Μάρκ. θ’ 25). Σοι επιτάσσω, είπε ο Κύριος. Είναι η πηγή της δύναμης και της εξουσίας. Δεν τη δανείζεται από κάποιον άλλο. «Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι» (Ιωάν. ιστ’ 15), είχε πει σε άλλη περίπτωση ο Κύριος Ιησούς. Και τώρα βλέπουμε πως το επιβεβαιώνει αυτό στην πράξη. «Σου μιλάω Εγώ· σε διατάζω με την εξουσία που έχω και σε διώχνω από το παιδί με τη δύναμή μου». Ας το καταλάβουν καλά οι άνθρωποι πως ο Χριστός δεν είναι ένας από τους προφήτες, που έκαναν κάποια θαυμαστά πράγ­ματα με τη βοήθεια του Θεού, αλλά είναι ο Υιός του Θεού, Εκείνος που προανήγγειλαν οι προφήτες και ανέμενε ο κόσμος.

     Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα και το δεύτερο σκέλος τής εντολής τού Χριστού προς το διάβολο: και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Ο Κύριος του έδωσε την εντολή όχι μόνο να φύγει, μα και να μην ξαναγυρίσει στον άνθρωπο που είχε τόσο πολύ ταλαιπωρήσει. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι όταν καθαριστεί και θεραπευ­τεί ο άνθρωπος, μπορεί να προσβληθεί ξανά από τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Ο διάβολος μπορεί να ξανάρθει στον άνθρωπο από τον οποίο διώχτηκε. Αυτό γίνεται όταν ο αμαρτωλός που μετάνιωσε και συχωρέθηκε από το Θεό, ξαναγυρίσει στην παλιά αμαρτία του. Τότε ο διάβολος βρίσκει ανοιχτή την είσοδο και ξαναμπαίνει στον άνθρωπο.

   Ο Κύριος εδώ διατάζει το διάβολο όχι μόνο να ελευθερώσει το παιδί, μα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Κι αυτό για δυο λόγους: πρώτο, ώστε το θεϊκό δώρο που του έδωσε να είναι ολοκληρωμένο και τέλειο· και δεύτερο, για να διδαχτούμε πως, αφού λάβουμε την άφεση από το Θεό, δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην αμαρτία, «ώσπερ κύων επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β’ 22), για να μην εκτεθούμε στον κίνδυνο κι ανοίξουμε πάλι την πόρτα στο πονηρό πνεύμα για να μπει μέσα μας και να μας κυριεύσει. 

3.

Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. ιζ΄ 14–23)

Γεώργιος ὁ Πάφου (Μητροπολίτης Πάφου)

Σὲ τρεῖς λόγους ἀποδίδει σήμερα ὁ Χριστὸς τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ θεραπεύσουν τὸ δαιμονιζόμενο νέο, νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Πρῶτα, στὴν ἐλλιπῆ τους πίστη: «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν», τοὺς λέει. Δεύτερον, στὴν ἐλαττωματική τους προσευχή. Καὶ τρίτον, στὴν ἀνυπαρξία νηστείας: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ», προσθέτει.

Πολὺ σύντομα θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς τρεῖς αὐτὲς χριστιανικὲς ἀρετές.

Μὲ τὸν ὅρο «πίστις» ἐννοοῦμε τὴν ἀποδοχὴ πραγμάτων ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς καὶ πού, χωρὶς νὰ εἶναι παράλογα, εἶναι ὑπέρλογα καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν μὲ τὴ λογική μας. Γίνονται ἀποδεκτὰ γιατί ἐμπιστευόμαστε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς διαβεβαιώνει γιὰ τὴν ὕπαρξή τους. Δείχνουμε πίστη π.χ. ὅταν ἀποδεχόμαστε τὴν ὕπαρξη ἀγγέλων, τὴν ὕπαρξη τοῦ παραδείσου, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Δείχνουμε πίστη ὅταν δὲν ἔχουμε καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ὅτι θὰ ὑπάρξει κρίση καὶ ἀνταπόδοση. Αὐτὸ τὸ κάνουμε γιατί ξέρουμε ὅτι εἶναι «πιστὸς ὁ ἐπαγγειλάμενος». Μὲ τὶς προηγούμενες ἐνέργειές του, ὁ Θεός, ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ἀληθὴς καὶ μπορεῖ νὰ ἐκπληρώσει ὅ,τι ὑπόσχεται.

Θὰ ’πρεπε οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἤξεραν ὅτι ὁ Θεὸς συντήρησε τοὺς προπάτορές τους στὴν ἔρημο γιὰ σαράντα χρόνια μὲ τὸ μάννα, ποὺ τοὺς πέρασε μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, νὰ μὴν εἶχαν καμιὰν ἀμφιβολία ὅτι μποροῦσε νὰ ἐκδιώξει καὶ ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ λέμε πίστη. Τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ κι ὄχι στὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη εἶναι μία ἕκτη αἴσθηση ποὺ μᾶς διευρύνει τὸν ὁρίζοντα.

Ὅσες φορὲς οἱ ἄνθρωποι ἐπέδειξαν πίστη, πέτυχαν τὸ θαῦμα. Ὅσες φορές, ὅμως, ταλαντεύτηκαν, ἀπέτυχαν. Ἀπόδειξη καὶ τώρα οἱ ἐννέα μαθητές: «Οὐκ ἠδυνήθησαν ἐκβαλεῖν αὐτό, διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν». Κι ἂν ἐλέγχονται δριμύτατα, ἂν χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸ Χριστὸ «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» εἶναι γιατί εἶχαν ὅλες τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ πιστέψουν. Εἶδαν νεκροὺς νὰ ἐγείρονται, λεπροὺς νὰ καθαρίζονται, παραλύτους νὰ συσφίγγονται. Πῆραν πολλὲς ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμη τῆς πίστης. Κι ὅμως γίνονται περίγελοι τοῦ σατανᾶ.

Μεγάλη εἶναι, ὅμως, καὶ ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, τῆς ἄμεσης ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Στὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος στέκεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μὲ τὸν Θεό, σὲ μία σχέση παιδιοῦ πρὸς πατέρα. Εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ ἐκδήλωση ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό. Εἶναι, ταυτόχρονα, καὶ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων μας, τῆς μεγάλης διαφορᾶς ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ Ἐκεῖνον. Μὲ τὴν προσευχὴ ἀναγνωρίζουμε τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀδυναμία μας καὶ ξανοιγόμαστε στὸ πέλαγος τῆς μεγαλοσύνης καὶ τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀβραάμ, προσευχόμενος στὸν Θεό, ἔπεσε κατὰ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ φώναξε: «Οἴμοι, ὅτι ἐγὼ εἰμὶ γῆ καὶ σποδός». Ἀλοίμονο! Μιλῶ μὲ τὸν Θεό, μὰ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἠσαΐας καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες καὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς, συναισθανόμενος τὴν ἀναξιότητά του καὶ τὴν ἀπόσταση ποὺ τὸν χώριζε ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ ψηλώσει στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε μόνο τὸ στῆθος του, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ὁ Χριστός, πολλὲς φορές, διαβεβαίωσε τόσο τοὺς ἀποστόλους ὅσο καὶ ὅλους τους ἀκροατές του, λέγοντάς τους: «Πάντα ὅσα ἂν αἰτήσησθε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε». Ὅσα ζητήσετε μὲ πίστη κατὰ τὴν προσευχή σας, θὰ σᾶς δοθοῦν.

Μὲ τὸ νὰ πεῖ σήμερα ὁ Χριστὸς ὅτι «τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ», ἤθελε νὰ καταστήσει σαφὲς ὅτι μὲ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις ἡ ἐκδίωξη τοῦ δαίμονος ἦταν ἀδύνατη. Μόνον ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ θερμὴ προσευχή, ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαλλάξει τὸ νέο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο.

Καὶ τῆς νηστείας εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε, σήμερα, ὁ Χριστός. Δηλώνει κι αὐτὴ τὴν ἀναγνώριση τῶν ὁρίων μας καὶ τὴν ὑποταγή μας στὸ θεῖο θέλημα. Κάποιος ποὺ δὲν ἔχει Κύριον, συμπεριφέρεται ὅπως θέλει. Ἕνας ποὺ ἔχει Κύριον, ὑπακούει στὸν Κύριό του. Κι ἐμεῖς μὲ τὸ νὰ μὴν τρῶμε ὅ,τι θέλουμε σὲ κάποιες περιόδους ἀλλὰ νὰ ὑπακοῦμε στοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, δηλώνουμε τὴν ὑποταγή μας στὸ Θεό. Κι εἶναι αὐτὴ ἡ ὑποταγή μας καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπιτελεῖ τὸ θαῦμα.

Ἡ πραγματικὴ νηστεία, βέβαια, δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα εἴδη φαγητῶν. Εἶναι μία ἄσκηση τῆς θέλησής μας ποὺ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες ἀρετές. «Ἀληθὴς νηστεία (εἶναι) ἡ τῶν παθῶν ἀλλοτρίωσις. Ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός…»

Πίστη, λοιπόν, καὶ προσευχὴ ποὺ ἐνισχύονται ἀπὸ τὴ νηστεία εἶναι οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἐπιτελεσθεῖ τὸ θαῦμα. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐνδυναμώσουμε τὴν πίστη μας στὸν Θεό, ἂς ἐπικοινωνοῦμε συνεχῶς διὰ τῆς προσευχῆς μὲ αὐτὸν κι ἂς προετοιμαζόμαστε μὲ τὴ νηστεία ὥστε ὅταν χρειαστεῖ, στὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του νὰ εἰσακουσθεῖ καὶ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ αἴτησή μας.

† Ὁ Πάφου Γεώργιος – Μητρόπολη Πάφου

4.

Ἡ δόξα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (Α΄Κορ. δ΄9-16)

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Διακεκριμένος κριτικὸς λογοτεχνίας μιλώντας κάποτε γιὰ σύγχρονο ποιητὴ εἶπε: «Ἡ βαθύτερη ἀρρώστια του εἶναι ἡ ἀρρώστια τῶν περισσοτέρων ἀπὸ τοὺς λογίους μας. Ἀπὸ ἐγωκεντρισμὸ πάσχουν ὅλοι. Καὶ δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν, πὼς ὁ κόσμος θὰ ἐξακολουθήσει νὰ ὑπάρχει καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτούς. Τὴν ἀφανὴ συμβολὴ στὴ ζωὴ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὴν ἀκούσουν. Καὶ ὅμως ἡ ζωὴ χρωστάει τὰ ἴδια, ἂν μὴ περισσότερα, στοὺς ἀφανεῖς καὶ ταπεινούς, ὅσα καὶ στὶς προσωπικότητες».

Θανατηφόρα οἰδήματα ὑψηλοφροσύνης

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ποὺ τιμοῦμε σήμερα, σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς «σοφούς τοῦ αἰῶνος τούτου», οὔτε πίστεψαν, οὔτε ἔνιωσαν ποτὲ ὅτι εἶναι «προσωπικότητες». Ἔχοντας ἐγκολπωθεῖ τὰ λόγια τοῦ Διδασκάλου τους «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος», καθὼς καὶ τὸ «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», μίσησαν τὸν ἐγωκεντρισμό. Γι’ αὐτό, πρώτιστη ἀγωνία τους ἦταν ἀφενὸς νὰ προλαβαίνουν τὴν ἀνάπτυξη οἰδημάτων ὑψηλοφροσύνης στὰ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀφετέρου νὰ τοὺς καλλιεργοῦν τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση. Φυσικὰ ἡ καλλιέργεια αὐτὴ δὲν γινόταν μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ φωτεινό τους παράδειγμα.

Τέτοια ἀνησυχητικὰ συμπτώματα εἶχαν ἐμφανιστεῖ σὲ χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, οἱ ὁποῖοι ἐκαυχῶντο ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ὁ καθένας γιὰ τὸν διδάσκαλό του καὶ γιὰ τὰ ὑπαρκτὰ ἢ μὴ χαρίσματά τους. Ἔτσι δημιουργοῦσαν προσωποπαγεῖς φατρίες, ποὺ τοὺς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴ σταυρικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ φαίνεται ὅτι τὰ «οἰδήματα» αὐτὰ εἶχαν τόσο ἐπικίνδυνα μεγαλώσει, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναγκάστηκε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν αἰχμηρὴ γλῶσσα τῆς εἰρωνείας, μήπως καταφέρει νὰ τὰ σπάσει. «Μπράβο σας», τοὺς λέει· «τώρα πιά, ὄχι μόνο εἴσαστε χορτάτοι καὶ πλούσιοι στὰ πνευματικά, ἀλλὰ καὶ -χωρὶς ἐμᾶς, τοὺς ἐξαρχῆς δασκάλους σας- κατακτήσατε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μὲ ἄλλα λόγια: «Ὄχι ἁπλῶς γίνατε προσωπικότητες, ποὺ χωρὶς ἐσᾶς ὁ κόσμος δὲν πάει πουθενά, ἀλλὰ γίνατε καὶ συμβασιλεῖς μὲ τὸν Χριστό».

«Οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι»

Καὶ ἀμέσως μετά, σὰν νὰ τοὺς λέει «ἐλᾶτε τώρα νὰ σᾶς δείξω ποιὰ βασιλεία ἀπολαμβάνουμε κι ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι», τοὺς «προσγειώνει» ἀπότομα μὲ τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ καθαρὴ καὶ ἀντικειμενικὴ εἰκόνα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων· σ’ αὐτὴν ἀποτυπώνεται ἡ ἀληθινὴ δόξα τους σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Πρόκειται βέβαια γιὰ μία δόξα καὶ γιὰ ἕνα μεγαλεῖο ποὺ περιγράφονται μὲ τὶς λέξεις: «ἔσχατοι, θανατοποινίτες, περιφρονημένοι, ἀσθενεῖς, γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, κουρασμένοι, κολαφιζόμενοι, ὑβριζόμενοι, συκοφαντούμενοι, σκουπίδια τοῦ κόσμου καὶ ἀκάθαρτα ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας» (Α’ Κορ. 4,10-13).

Καὶ «ἀπολαμβάνουν» ὅλες αὐτὲς τὶς «τιμές», τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ Κορίνθιοι καὶ οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὁμόφρovές τους θέλουν νὰ θεωροῦνται καὶ νὰ τιμῶνται ὡς «φρόνιμοι ἐν Χριστῷ, ἰσχυροὶ καὶ ἔνδοξοι». Ρίζα αὐτῆς τῆς φιλοδοξίας, ποὺ ὅλοι μας λίγο-πολὺ ἔχουμε, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, εἶναι ὅτι «κάναμε τὸν κόσμο καὶ τὴ γνώμη του ἀφεντικὸ μας· καὶ μάλιστα ἀφεντικὸ σκληρό, πραγματικὸ τύραννο. Δὲν χρειάζεται νὰ μᾶς διατάξει, γιὰ νὰ ὑπακούσουμε· ἀρκεῖ νὰ καταλάβουμε τί θέλει, κι ἀμέσως ὑποκύπτουμε χωρὶς διαταγή. Τόσο πολὺ τὸν ὑπολογίζουμε. Ὁ Θεὸς καθημερινά μᾶς νουθετεῖ καὶ δὲν τὸν ἀκοῦμε· τὸν κόσμο ὅμως τὸν ὑπακοῦμε σὲ ὅλα».

Προφανῶς αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ γιὰ τὸν κόσμο «δόξα» σημαίνει ἐπευφημίες καὶ χειροκροτήματα, ἔπαινοι καὶ τιμές, ἐνῶ γιὰ τὸν Χριστὸ «δόξα» εἶναι μόνο ἡ ἄκρα ταπείνωση τοῦ Σταυροῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὴν πρώτη λέξη στὴν περιγραφὴ τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων, τὴ λέξη «ἔσχατοι», ποὺ ἀποτελεῖ καὶ περίληψη ὅλων τῶν ἄλλων χαρακτηρισμῶν, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι τοὺς τὴ χάρισε ὡς «ἀπόδειξη» καὶ παράσημο δόξας ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· Ἐκεῖνος τοὺς ἀνέβασε στὸν θρόνο τοῦ «ἔσχατου». Χάριν Ἐκείνου ὑπέστησαν ὅλες τὶς ταπεινώσεις ποὺ ἀναφέρονται στὸν κατάλογο. Τὸ τονίζει καὶ ὁ Χρυσορρήμων: «Δὲν εἶπε ὅτι ἁπλῶς ἐμεῖς εἴμαστε ἔσχατοι, ἀλλὰ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔκανε ἔσχατους». Καὶ τὸ σπουδαιότερο καὶ -κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη- μεῖζον εἶναι ὅτι ὅλες τὶς ταπεινώσεις καὶ κακοπάθειες οἱ Ἀπόστολοι τὶς ὑπομένουν, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ὄχι δυσανασχετώντας ἀλλὰ «ἀγαλλόμενοι» καὶ ἀμείβοντας μὲ εὐεργεσίες τοὺς διῶκτες τους.

Πατέρες μὲ μητρικὲς ὠδίνες

Ἴσως δὲν θὰ ὑπῆρχε πιὸ ἀποτελεσματικὸ ἀντίδοτο γιὰ τὸ θανατηφόρα διογκωμένο καὶ «πεφυσιωμένο» φρόνημα τῶν Κορινθίων· καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἔμπειρος ἰατρὸς Παῦλος θέλει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ὡς φάρμακο καὶ ὄχι γιὰ νὰ τοὺς ἐξουθενώσει, διότι ἀμέσως μετὰ τὴ θεραπευτικὴ ὀξύτητα τῆς εἰρωνείας του, ἀφήνει νὰ ἐκδηλωθεῖ τὸ γεμάτο στοργὴ πατρικό του φίλτρο: «Δὲν θέλω μ’ αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω νὰ σᾶς ντροπιάσω», τοὺς λέει, «ἀλλὰ σὰν παιδιά μου ἀγαπητά σᾶς συμβουλεύω. Μπορεῖ νὰ ἔχετε πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ δασκάλους ἐν Χριστῷ· ἕναν ὅμως πατέρα ἔχετε: ἐμένα· ἐγὼ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σᾶς γέννησα πνευματικά».

Γιὰ τὸν τοκετὸ αὐτὸ θὰ μιλήσει καὶ ἀλλοῦ ὁ Παῦλος καὶ θὰ πεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ τοκετό, καὶ μάλιστα ἐπαναλαμβανόμενο τοκετὸ («πάλιν»), μὲ πραγματικὲς ὠδίνες «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς» στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν (Γαλ. 4,19). Πρόκειται δὲ γιὰ ὠδίνες πολὺ φοβερότερες τῶν φυσικῶν ὠδίνων, διότι «ἐκεῖ μὲν τῆς σαρκὸς ὁ πόνος», ἐνῶ ἐδῶ τὴν ἴδια τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς «καταξαίνουσι», ἐξηγεῖ πάλι τὸ χρυσὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ «γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλεις», συνεχίζει ὁ ἅγιος Πατήρ, «ποιός, ποτέ, χάριν τῆς σωτηρίας τῶν παιδιῶν του εὐχήθηκε νὰ ὑπομείνει ὁ ἴδιος γέεννα καὶ νὰ εἶναι ἀνάθεμα ἀπὸ Χριστοῦ;».

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ κατηγορήσει τὸν ἀπόστολο Παῦλο γιὰ ὑπερηφάνεια, ὅταν προτρέπει ἐμᾶς, τὰ παιδιά του, μὲ τὰ λόγια: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε»; Ποιὸ ἴχνος ἐγωκεντρισμοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει μείνει σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι πρῶτα ἐκεῖνος ἔχει γίνει «μιμητὴς Χριστοῦ»;

5.

Οἱ Ἀπόστολοι πρότυπα ἀγωνιστῶν γιὰ χριστιανοὺς

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

«Ἀδελφοί, μοῦ φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατί γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι’ ἀνθρώπους. Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸ Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! Ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας.

Δὲν σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ’ ἀγαπημένα του παιδιά. Γιατί κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴ ζωή σας μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Στὴ σωτήρια οἰκονομία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε» (Α΄ Κορ. 4,9-16).

Μὲ ἔντονες ἀντιθέσεις, ποὺ ἐγγίζουν πολλὲς φορὲς τὰ ὅρια τῆς ὑπερβολῆς ἢ καὶ τῆς ἀντιστροφῆς τῆς πραγματικότητας, περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπὴ τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του τὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο διακόνημα τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου μέσα στὸν κόσμο. Ἐνῶ οἱ καυχώμενοι γιὰ τὴ «σοφία» τους Κορίνθιοι, ἢ μᾶλλον μερικοὶ ἐξ αὐτῶν, εἶναι ἔνδοξοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ κόσμον ἄσημοι, ἀνίσχυροι, καταδιωκόμενοι καὶ ἀντιμετωπίζουν συνεχῶς τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴν κόπωση καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ μεγάλος Ἀπόστολος μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὶς δύο ἀκόλουθες σκέψεις:

1. Πρῶτα-πρῶτα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι ἐπιτυγχάνει τὸ ἐπιτυγχάνει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴ δύναμη τῶν ἡγετῶν της. Τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπινα στηρίγματα καὶ ἀπὸ κρατικὲς ἐξουσίες, οὔτε ἀπὸ δόξες καὶ τιμές. Ὁ Θεὸς διαλέγει ἄσημους ἀλλὰ ἁγνοὺς ἐργάτες γιὰ νὰ καταισχύνει τοὺς κατὰ κόσμον «σοφούς». Ὁ Ἀπ. Παῦλος ποὺ μετέφερε τὴ φλόγα τοῦ Εὐαγγελίου μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο γράφει μὲ συντριβὴ στὴν ἴδια ἐπιστολή: «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα αὐτὸ ποὺ ἔγινα· κι αὐτὴ ἡ χάρη πρὸς ἐμένα δὲν ὑπῆρξε ἄκαρπη: ἐργάστηκα περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συνοδεύει» (Α΄ Κορ 15,10).

Πολλὲς φορὲς ὑπερτονίζουμε τὴ θέση μας καὶ τὴν ἀξία μας, εἴτε ὡς ἁπλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς ἡγετικὰ στελέχη, μικρὰ ἢ μεγάλα, καὶ ξεχνοῦμε τὸν χορηγό τῆς δυνάμεώς μας, ποὺ ἐνδιαφέρεται περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὴ λύτρωση τῶν αἰχμαλωτισμένων στὰ δίκτυα τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς συνανθρώπους μας.

2. Καὶ ἡ δεύτερη σκέψη μας εἶναι ὅτι ἡ περικοπὴ τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ποὺ παραθέσαμε παραπάνω δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐγκώμιο τῶν ἀποστόλων ὅσο ὑπόμνηση πρὸς τοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο τότε μόνο βρίσκεται στὴ φυσιολογική της κατάσταση, ὅταν διώκεται καὶ ἀγωνίζεται, ὅταν στρατεύεται κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀποσυνθέσεως, γιὰ νὰ μεταδώσει τὸ ζωντανὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν κίνδυνο νὰ διωχθοῦν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ χάσουν τὴ θέση τους, νὰ γίνουν «θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι’ ἀνθρώπους».

Βέβαια αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους στὸ εὐαγγελιστικὸ ἔργο κήρυκες ἀλλὰ κατ’ ἐπέκταση καὶ γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, προϋποθέτουν δὲ τὴ νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνάστασή του σὲ μία νέα ζωή, ζωὴ τῆς χάριτος. Νέκρωση ὡς πρὸς τὶς νόμιμες προσωπικὲς φιλοδοξίες γιὰ κοινωνικὴ ἄνοδο, γιὰ οἰκονομικὴ τακτοποίηση, γιὰ ἐπικράτηση. Καὶ ἀνάσταση σὲ μία καινούργια κατάσταση ζωῆς, στὴν ὁποία δεσπόζει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, ἡ ἐλπίδα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ φθαρμένου κόσμου σὲ «καινὴ κτίση».

Οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἔφεραν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στὴν οἰκουμένη καὶ ποὺ τὸ ἔργο τους τόσο ζωντανὰ περιγράφει ὁ Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπή, δὲν εἶναι μόνο ἱστορικὲς μορφὲς ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος ἀλλὰ φωτεινοὶ καθοδηγητὲς τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς, πρότυπα ἀγωνιστῶν, ποὺ καλοῦν τοὺς χριστιανοὺς σὲ μία ἀφύπνιση καὶ δραστηριοποίηση, ὥστε νὰ γίνει πιὸ αἰσθητὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἡ παρουσία τους μέσα στὸν κόσμο.