Βασίλειος Γοντικάκης (Ἀρχιμανδρίτης)

Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Μᾶς πῆραν μωρὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸν μαστὸ τῆς μάνας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μᾶς ἔμαθαν ἄλλα. Μᾶς ἔδωσαν νὰ πιοῦμε γάλα κονσέρβας. Μᾶς ἔκοψαν ἀπὸ τὶς ρίζες. Μᾶς χώρισαν ἀπὸ τὴν Παράδοση. Μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸ σπίτι μας. Μᾶς ἔκαμαν ἀλλοδαποὺς στὸν τόπο μας. Βάλθηκαν νὰ μᾶς ξεμάθουν τὴ μητρική μας γλώσσα, τὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴ μητρικὴ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου.

Ποιοί; Ὅσοι θέλησαν διὰ τῆς βίας νὰ μᾶς σώσουν: οἱ διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι… μέχρι σήμερα. Μαζὶ μ΄ αὐτούς, ὅλοι ὅσοι θεωρήσαμε τὰ φῶτα τους φῶτα, τὸν πολιτισμὸ τους πρόοδο. Καὶ ἔτσι, στὰ τυφλά, χωρὶς διάκριση πνευματική, πήραμε τὸ καθετὶ ἀπ΄ αὐτούς, σὰν ἀνώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σὲ τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωῆς, ἀρχιτεκτονική, μουσική…). Καὶ βασανίζεται τὸ εἶναι μας. Ἀπορρίπτει ὁ ὀργανισμὸς μας ἕνα-ἕνα τὰ μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Καὶ συνέχεια μᾶς μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τὰ ὁποῖα ἀποβάλλονται, καὶ φανερώνεται μὲ τὴν προσωπική του συμπεριφορὰ (πόλεμος Γιουγκοσλαβίας, σεισμοὶ Τουρκίας) ποιὸς εἶναι ὁ βαθύτερος χαρακτήρας τοῦ λειτουργημένου λαοῦ μας.

Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ ποὺ νομίζουμε. Δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ χτυπᾶμε, αὐτὴ ποὺ βαλθήκαμε νὰ καταστρέψωμε. Δὲν ἔχει σχέση ἡ Ὀρθοδοξία μὲ «μεσαιωνισμούς», «μυστικισμούς», «κληρικαλισμούς», «σχολαστικισμοὺς» ποὺ ἀκοῦμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν ὅτι σὲ Δύση καὶ Ἀνατολὴ ὅλοι οἱ ὅροι ἔχουν τὸ ἴδιο περιεχόμενο. Καὶ προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ ἀρρώστιες ποὺ δὲν περάσαμε. Καὶ μᾶς ἀρρωσταίνουν μὲ τὶς θεραπεῖες τους. Καὶ μᾶς περιπλέκουν μὲ τὶς λύσεις τους.

Δὲν ἀρνούμαστε ὅτι ὑπῆρξαν ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν ἀδύνατοι, μὲ πτώσεις καὶ ἐλαττώματα. Αὐτὸ κάνει ἀκόμα πιὸ συμπαθῆ τὴν ἴδια τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ἀναδεικνύει τὴν ἀνοχὴ τῆς ἀγάπης της καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ μηνύματός της.

Τὸ θέμα τὸ μεγάλο εἶναι νὰ γνωρίσουμε τὴν Ἐκκλησία τὴν Ὀρθόδοξη, ποὺ ἀγνοοῦμε. Τὴ μία, ἀμόλυντη, ἄφθορη, ἄχραντη καρδιά της. Αὐτὴν ποὺ ἀποτελεῖ τὸ βαθύτατο καὶ πιὸ ἀληθινὸ εἶναι μας. Αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία ἔχομε πολὺ μεγαλύτερη σχέση ἀπ΄ ὅτι νομίζουμε. Αὐτὴ ποὺ ξέρομε βαθύτερα, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνωμε. Αὐτὴ ποὺ πᾶμε ἀσυνείδητα νὰ βροῦμε ἀρνούμενοί την, γιατί ἀγνοοῦμε τὴν ἀλήθειά της, τὴ θεανθρωπία της, τὴ δόξα τῆς ταπεινώσεώς της.

Ὅτι πολύτιμο ζητοῦν ὅλοι οἱ ἀληθινοὶ ἀναζητητὲς βρίσκεται μέσα ἐδῶ. Ὄχι ἀποσπασματικά, ἐπὶ μέρους ἢ φανταστικά, ἀλλὰ ἐν ὅλω ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ.

Αὐτὴ εἶναι κατάλληλη γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά, τὶς ἁπλὲς γριοῦλες καὶ τοὺς πιὸ ἀπαιτητικοὺς ἀναζητητές, ποὺ θέλουν νὰ δοῦν τὸν Θεὸ ὄχι ὅσο μποροῦν, ἀλλ’ ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι.

Ὑπάρχει μία θεολογία ποὺ φτάνει στὴν ἀπόφαση (ἀποφατικότητα), τὴν ἄρνηση, ποὺ δὲν πάει παραπέρα, ποὺ ἄνθρωπος στὴ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει. Καὶ μία χάρη ἄκτιστη, ἀόρατη, ἀκατάληπτη, ποὺ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο, στὴν κτίση. Καὶ νεουργεῖ καὶ θεουργεῖ τὸ ἀνθρώπινο.

Δὲν εἶναι ἡ θεολογία σχολαστικισμός, οὔτε ἡ πνευματικὴ ζωὴ πουριτανισμός.

Γνωρίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτὴ ποὺ εἶναι, ἰσορροποῦμε• μποροῦμε ὅλους νὰ δοῦμε μὲ στοργή. Ἀπὸ ὅλους νὰ βοηθηθοῦμε. Καὶ ὅλους μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσωμε.

Τὸ νὰ γίνωμε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει κάπου νὰ κλειστοῦμε, ἀλλὰ κάπου νὰ ἀναχθοῦμε: νὰ βγοῦμε στὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ τῆς ἀγάπης.

Ἂν ἦταν ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὴ ποὺ νομίζει ὁ πολὺς κόσμος, αὐτὴ ποὺ διδάχτηκε στὰ κρατικὰ πανεπιστήμια• ἢ ἂν ἦταν ἡ εὐσέβειά της ὁ ἔξωθεν εἰσαχθεὶς στεῖρος πιετισμός, σᾶς ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν θὰ σᾶς λέγαμε τίποτε. (Δὲν θὰ εἴχαμε καμιὰ ἐλπίδα• ἴσως οὔτε εὐθύνη.)

Τώρα μποροῦμε νὰ σᾶς ποῦμε λόγο παρήγορο καὶ σκληρὸ (λέγεται μόνος του):

Ἡ θέση μας εἶναι προνομιακὴ καὶ ἐπικίνδυνη. Ἔχει καθοριστεῖ ἀπ΄ αὐτοὺς ποὺ μᾶς γέννησαν, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κάνωμε ὅ,τι μᾶς κατέβει.

Δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες νὰ παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ΄ ὁποιαδήποτε δικαιολογία ἤ, περισσότερο, νὰ αὐθαδιάζωμε.

Ἂν αὐτοὶ ποὺ προηγήθηκαν ἡμῶν καὶ ἔζησαν καὶ τάφηκαν σὲ τοῦτα τὰ χώματα, αὐτοσχεδίαζαν κάνοντας τὸ κέφι τους, τότε θὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς νὰ συνεχίσωμε αὐτοσχεδιάζοντας.

Ἂν ὅμως ἔζησαν διαφορετικά• ἂν ἀποφάσισαν νὰ πεθάνουν, καὶ ἔτσι ἔζησαν• ἂν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους ἦταν ἀπόφαση θανάτου• ἂν ὅλη τους ἡ δημιουργία, τὸ ἦθος, ὁ λόγος, τὰ ἔργα, ἡ μορφή, ἡ χειρονομία, τὸ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο ἐξ αὐτῶν εἶναι γεννημένο ἐκ τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴ θυσία ὅλων, γιὰ νὰ γεννηθεῖ κάτι καλύτερο, ἄλλης φύσεως, ἄλλης ὑφῆς, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ μᾶς ὅλους• τότε δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ νὰ αὐτοσχεδιάζωμε, νὰ κάνωμε πρόβες, νὰ παίζωμεν ἐν οὐ παικτοῖς.

Ἂν δὲν ἔχτιζαν τὴν Ἅγια-Σοφιὰ ὅπως τὴν ἔχτισαν, νὰ χωρᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο καὶ τὴν οἰκουμένη.

Ἂν δὲν εἶχαν φτιάξει τὸ Ἅγιον Ὅρος ὅπως τὸ ἔφτιαξαν, γιὰ νὰ σώζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀδελφώνονται οἱ λαοί.

Ἂν δὲν εἶχε θεολογήσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅπως θεολόγησε, ἀνακεφαλαιώνοντας τὴν πείρα καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, σβήνοντας τὴ δίψα τοῦ σημερινοῦ βασανισμένου νέου ἀνθρώπου.

Ἂν δὲν εἶχαν ἀγωνιστεῖ, κλάψει, ὑπομείνει, προσευχηθεῖ, θυσιαστεῖ τόσοι ἄγνωστοι στὰ βουνά, στὰ νησιὰ καὶ στὶς πόλεις. Ἂν δὲν εἶχαν στὰ τραγούδια, στὴ ζωὴ καὶ στὰ ἤθη τους αὐτὴ τὴν ἀνθρωπιὰ ποὺ σὲ σφάζει.

Ἂν δὲν ἦσαν γενάρχες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς καὶ ἕνας Μακρυγιάννης.

Ἂν δὲν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτὰ στὸ αἷμα μας, τότε θὰ μπορούσαμε νὰ κάνωμε ὅ,τι μᾶς κατέβει.

Τώρα δὲν εἶναι ἔτσι. Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ ἁγίῳ. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δὲν ἀνήκομε στὸν ἑαυτό μας. Ἀνήκομε σ΄ αὐτοὺς ποὺ μᾶς γέννησαν, καὶ σ΄ ὅλο τὸν κόσμο. Εἴμαστε χρεωμένοι μὲ πνευματικὴ κληρονομιά. Δὲν μᾶς σώζει καμιὰ δικαιολογία. Καὶ ὅλα νὰ τὰ πετάξωμε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, τὰ ἀρχαῖα, τὰ νέα, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, δὲν μποροῦμε νὰ δικαιολογηθοῦμε σὲ κανέναν, νὰ ἀπαλλαγοῦμε, οὔτε νὰ ξεχάσωμε τὸ χρέος μας. Δὲν μποροῦμε νὰ στοιχειοθετήσωμε κανένα ἄλλοθι.

Θὰ ἔχωμε νὰ ἀντιμετωπίσωμε αὐτοὺς ποὺ προηγήθηκαν καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται.

Τὰ ψεύτικά μας καμώματα θὰ μᾶς πετάξουν κατὰ πρόσωπο. Γιατί κάποτε θὰ ξυπνήσουν αὐτοὶ οἱ μικροί, ποὺ θὰ ποῦνε ὄχι στὸ ψέμα, στὴν ἐπιπολαιότητα, στὴν παραχάραξη, στὴν πλαστογραφία, στὴν προδοσία, ποὺ χαλκεύεται ἐγκληματικὰ καὶ θρασύδειλα μὲ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα, ἀναγνωστικὰ βοηθήματα, ὀπτικοακουστικὲς ἐκπομπές.

Καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ποῦν ὄχι θὰ ἔχουν ἀπροσδιόριστες δυνάμεις ποὺ ξεπερνοῦν αὐτοὺς τοὺς ἴδιους. Θὰ εἶναι μαζί τους τὰ πνεύματα τῶν περασμένων καὶ τὰ διψασμένα παιδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου.

Αὐτὸ ποὺ ἐδῶ ὑπάρχει ἀνήκει σὲ ὅλους. Αὐτὸ ποὺ κληροδοτήθηκε καθορίζει τὴ συμπεριφορά μας.

Ἡ Ἀλήθεια, ποὺ ἐσαρκώθει διὰ τῆς παναχράντου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ποὺ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ συνανέστησε τὴν οἰκουμένη καὶ συνέστησε τὴν Ἐκκλησία σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Χάρις ποὺ ἁγιάζει ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ βαφτίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο εἰς τὰ ἀπύθμενα βάθη τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἁγιάζει ὅλες τὶς αἰσθήσεις.

Αὐτὴ ἡ Χάρις, ποὺ μπῆκε μέχρι μυελοῦ στὰ ὀστᾶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας, ποὺ ὑφαίνει τὴ ζωή μας καὶ τὴν κάνει ἄνωθεν ὑφαντὴ μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης…

Ὅλο τὸ πνευματικὸ σῶμα τῆς ζωῆς μας ἔχει μηνύματα ποὺ ἀνήκουν σ΄ ὅλους, ποὺ τὰ περιμένουν ὅλοι, μέχρις ἐσχάτου της γῆς. Καὶ εἴμαστε χρεῶστες πρὸς ὅλους. Καὶ μᾶς ἔχουν κατ΄ ἀνάγκη βάλει αὐτοὶ ποὺ μᾶς γέννησαν κατὰ σάρκα καὶ κατὰ πνεῦμα σ΄ ἕνα ὁρισμένο ἐπίπεδο. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ὑποστείλωμε τὴ σημαία, νὰ μετριάσωμε τὸ χρέος, νὰ ξεκουραστοῦμε σὲ ἄλλο χῶρο, μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μόνο πάνω σὲ σταυρὸ θυσίας.