1.
Ταπείνωση γνήσια.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Γαλ. γ΄ 23 – δ΄ 5
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ. θ΄ 27-35
«ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω».
Δύο ἄνθρωποι χωρίς φῶς κι ἐλπίδα, τυφλοί καί πονεμένοι, ἔτρεξαν μέ λαχτάρα πρός τόν Κύριο καί ἄρχιζαν νά φωνάζουν μέ ὅλη τους τήν δύναμη: «Υἱέ Δαβίδ ἐλέησον ἡμᾶς», λυπήσου μας καί θεράπευσέ μας.
Καί ὁ Κύριος τούς δέχεται κοντά του ἀγγίζει μέ τά δάκτυλά του τά νεκρά τους μάτια καί τούς λέγει. – Ἄς γίνῃ σύμφωνα μέ τήν πίστι σας. Καί τότε τά κλειστά ἕως τότε μάτια τῶν τυφλῶν ἄνοιξαν καί ἀντίκρυσαν τόν εὐεργέτη τους. Ἀλλά ὁ Κύριος ἐπειδή δέν ἤθελε νά γίνῃ τό θαῦμα γνωστό τούς λέγει: «Προσέξτε καλά, κανείς νά μή μάθῃ τό θαῦμα πού ἔγινε». Ἄλλες φορές βέβαια ὁ Κύριος ἐπιτελοῦσε τά θαύματά του μπροστά σέ πλήθη λαοῦ. Τώρα ὅμως θαυματουργεῖ μακριά ἀπό τά πλήθη ἀθόρυβα. Γιά νά μᾶς διδάξῃ ἔτσι μέ τό παράδειγμά του τήν μεγάλη ἀρετή τῆς ταπεινώσεως.
Ἄς δοῦμε λοιπόν σήμερα ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά τῆς γνήσιας ταπεινοφροσύνης καί πῶς ἐμεῖς θά μπορέσουμε νά τήν ἀποκτήσουμε.
1. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ
Ἄς στρέψουμε λοιπόν τόν φακό μέσα μας καί νά δοῦμε ἐάν ἔχουμε ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά τῆς γνήσιας ταπεινοφροσύνης. Διότι ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι νά ἔχουμε μία ἐξωτερική ταπεινοσχημία, γιά νά μᾶς θεωρήσουν ταπεινούς. Ταπείνωσι σημαίνει μιά εἰλικρινής ἀποδοχή τῆς ἁμαρτωλότητός μας, σημαίνει αὐτογνωσία. Ὁ ταπεινός ξέρει τά χαρίσματα ἄλλά καί τίς ἐλλείψεις του. Καί τά μέν χαρίσματα τά ἀναγνωρίζει ὡς δῶρα Θεοῦ, καί ὡς δικό του στοιχεῖο τίς ἀδυναμίες του. Γι’αὐτό ἀκόμη κι ὅταν παρουσιάζει πτώσεις δέν ἀπελπίζεται, διότι καταλαβαίνει πώς χωρίς τήν χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανός νά διαπράξῃ κάθε ἁμαρτία. Γι’αὐτό καί παραδέχεται μέ εὐκολία τά λάθη του, ἀγωνίζεται νά τά ἐπανορθώνῃ καί νά μήν ἐπανέρχεται σ’αὐτά. Καί στά λόγια του εἶναι προσεκτικός· δέν περιαυτολογεῖ, δέν προσπαθεῖ νά ἐντυπωσιάζῃ.
Ἐπιπλέον αὐτός πού ἔχει γνήσια ταπεινοφροσύνη γίνεται ἀγαπητός ἀπό τούς γύρω του ἀνθρώπους. Ὅλοι τόν ἀναγνωρίζουν. Διότι δέν προκαλεῖ τούς ἄλλους, δέν τούς ὑποτιμᾶ προβάλλοντας διαρκῶς τόν ἑαυτό του. Ἔχει ἀγάπη ἀκόμη καί πρός αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν τόν ἀγαποῦν. Διότι ὁ ταπεινός θεωρεῖ τούς ἄλλους «ὑπερέχοντας ἑαυτοῦ». Δέν ζηλεύει ὅταν ἀκούει ἐπαίνους γιά τούς ἄλλους. Εἶναι παράγοντας ἑνότητος, ἀγάπης καί εἰρήνης. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος φαίνεται ἰδιαίτερα σέ στιγμές ἐντάσεων, δυσκολιῶν καί πειρασμῶν. Ὅταν λοιπόν τόν προκαλοῦν τόν ἀδικοῦν ἤ τόν περιφρονοῦν οἱ ἄλλοι δέν ἀγανακτεῖ ἀλλά ἀντιδρᾶ μέ ἀγάπη καί καλοσύνη «μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, καί ἀγάπης».
Μᾶς φαίνονται ἴσως ὅλα αὐτά δύσκολα. Πῶς λοιπόν θά μπορέσουμε νά ἀποκτήσουμε ἐμεῖς τήν μεγάλη αὐτή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης;
2. ΠΩΣ ΘΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ
Ἄς ἀναφέρουμε μερικά πρακτικά στοιχεῖα. Γιά νά ἀποκτήσουμε τήν μεγάλη αὐτή ἀρετή θά πρέπει νά ἀποκτήσουμε αὐτογνωσία, νά ἀναγνωρίζουμε τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν μικρότητά μας. Ὄχι βέβαια γιά νά ἀπογοητευόμαστε ἀλλά γιά νά συναισθανόμαστε τό ποιοί εἴμαστε. Θά μᾶς βοηθήσῃ πολύ σ’αὐτό τό νά βρίσκουμε κάθε ἡμέρα κάποια ὥρα νά κοιτοῦμε κατάματα τόν ἑαυτό μας, νά κάνουμε τήν αὐτοκριτική μας. Ἀλλά καί νά ἀκοῦμε παρατηρήσεις καί συμβουλές ἀπό τά πρόσωπα πού μᾶς ἀγαποῦν χωρίς νά ἀντιδροῦμε, ἀγανακτοῦμε καί ταρασσόμαστε. «Μή δυσχεραίνομεν ἐλεγχόμενοι» συνιστᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Θά μᾶς βοηθήσῃ ἐπίσης καί ἡ ἀναστροφή μας μέ ταπεινούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἡ σύγκρισί μας μέ τούς ἁγίους τῆς ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ μᾶς λέγει: «Συναναστρέφου τοῖς ἔχουσι ταπείνωσιν καί μαθήσῃ τρόπους αὐτῶν». Ὅσο περισσότερο στόν ἀγῶνα δρόμου πρός τήν κατάκτησι τῆς ταπεινώσεως κοιτοῦμε μπροστά μας τούς καλύτερους ἀπό ἐμᾶς, τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, τόσο αὐξάνει ὁ ζῆλος μας καί ἡ διάθεσί μας γιά περισσότερη ἀγωνιστικότητα. Ἐνῷ ὅσο κοιτοῦμε αὐτούς πού ἔχουμε πίσω μας, τόσο ἐπαναπαυόμαστε καί χαλαρώνουμε.
Τέλος θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε πώς χωρίς τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας ταπείνωσι ἀληθινή καί γνήσια δέν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε. Ὅταν νομίζουμε ὅτι ὅλα μποροῦμε νά τά καταφέρουμε μόνοι μας, ἐπιτρέπει ὁ Θεός δοκιμασίες καί προβλήματα στήν ζωή μας γιά νά ταπεινωθοῦμε καί νά μάθουμε νά ἐξαρτοῦμε τήν ζωή μας ἀπό τή χάρι του. Γι’ αὐτό ἄς κλίνουμε τά γόνατα σέ προσευχή ἐπιζητῶντας καθημερινά τό ἔλεός τοῦ Κυρίου.
***
Ἀδελφοί, ὅλη ἡ ζωή τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς γῆς ἦταν μία καθοδική κίνηση ἐσχάτης ταπεινώσεως καί ἀφάτου κενώσεως. Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ Κύριος διάβηκε τή γῆ μας μέχρι καί τό «τετέλεσται» τοῦ Γολγοθᾶ, μᾶς ἄφησε τέλειο παράδειγμα ταπεινώσεως ἀληθινῆς. Ἄς μαθητεύουμε λοιπον στό παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας και ἄς ἀγωνιζόμαστε νά ἀποκτήσουμε τήν μεγάλη αὐτή ἀρετή. Καί ὁ Κύριος θά μᾶς ὑψώσῃ καί σ’αὐτήν τήν ζωή καί στήν αἰώνια μακαριότητα.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. 9, 27-35)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυίδ»
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος, ὅταν πήγαινε πρὸς τὸ πάθος Του, εἶπε: «Ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω» (Ἰωάν. 14,13). Ἐπίσης, ὅταν ἀναλαμβανόταν στοὺς οὐρανοὺς κι ἔδιδε τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες στοὺς μαθητές Του, πάλι τοὺς τόνισε: «Ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς…» (Μάρκ. 16,17). Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ θὰ ἔκαναν θαύματα οἱ Ἀπόστολοι. Πράγματι ἔτσι ἔγινε. Τὸν χωλὸ ποὺ καθόταν ἔξω ἀπ’ τὸ Ναό, οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης τὸν θεράπευσαν ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 3,6). Ἂς δοῦμε μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας.
Τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ
Σήμερα ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τοὺς δύο τυφλοὺς νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ζητοῦν ἀπ’ Αὐτὸν νὰ τοὺς ἐλεήσει (Ματθ. 9,27). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει πὼς δὲν πῆγαν ἁπλῶς νὰ συναντήσουν τὸ Χριστό, «ἀλλὰ μεγάλα βοῶντες καὶ οὐδὲν ἕτερον ἢ ἔλεον προβαλλόμενοι», δηλαδὴ φώναζαν πολὺ δυνατά, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τίποτε ἄλλο δὲ ζητοῦσαν παρὰ νὰ ἐπιδείξει ἔλεος σ’ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς. Τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ θεῖο καὶ οὐράνιο. Δὲ δόθηκε στὸ Χριστὸ ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἀπ’ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του (Ματθ. 1,21). Εἶναι τὸ γλυκὺ μελέτημα τοῦ νοῦ, τῆς γλώσσας καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ἀναφέρει πὼς κάποιος Χριστιανὸς πέθανε πάνω στὸν τάφο τοῦ Κυρίου φωνάζοντας «Ἰησοῦ Χριστέ, γλυκεῖα ἀγάπη». Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ φανερώνονται μέσα στὰ ὀνόματα, ὅπως π.χ. σοφία, εἰρήνη, χαρά, Κύριος, Βασιλεύς, Θεὸς κ. ἄ. Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀφηρημένη, ἀλλ’ ἀπευθύνεται σ’ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο ποὺ ἔχει ὄνομα κι εἶναι ζωντανὸ πρόσωπο, ποὺ μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει καὶ νὰ ἔλθει σ’ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ τὸ πρόσωπο εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἦλθε σ’ ἐπικοινωνία μαζί μας, μᾶς ἀγάπησε, ἔγινε ἄνθρωπος παρομοιοπρόσωπος μέ μᾶς.
Τὸ ὄνομά Του συνδέεται μὲ τὴ σωτηρία μας. Κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομα αὐτὸ θὰ βροῦμε τὴ σωτηρία μας, εἶπαν οἱ Ἀπόστολοι στοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ (Πράξ. α,ι΄ 2). Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς ἔχει περιεχόμενο ἀνεξάντλητο. Εἶναι ὀντολογικὰ συνδεδεμένο μ’Αὐτόν. Εἶναι ἕνα κανάλι μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔρχεται χάρη σέ μᾶς καὶ γεμίζει ὅλο τὸ εἶναι μας μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μᾶς μεταδίδει ζωὴ καὶ δύναμη.
Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ
Ἡ ἐπίκληση τῶν δύο τυφλῶν, δηλαδὴ «ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυίδ» (Ματθ. 9,27), εἶναι μιὰ παραλλαγὴ τῆς γνωστῆς προσευχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς» ποὺ συνηθίζουμε νὰ χαρακτηρίζουμε ὡς εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ εὐχὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐφεύρεση τῶν μοναχῶν, ἀλλ’ ὅπως εἴδαμε παραπάνω, τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴ συνέστησε ὁ Χριστὸς καὶ τὴ χρησιμοποίησαν οἱ Ἀπόστολοι. Εἶναι ἕνα μαστίγιο ἐναντίον τῶν δαιμόνων: «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ κρύβει μέσα της τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι Υἱὸς τοῦ Πατέρα καὶ τὸ ἔλεος καὶ ἡ χάρη ἔρχεται σὲ μᾶς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ εὐχὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ποὺ συνεχῶς τὴ χρησιμοποιεῖ, δύναμη, ἐγρήγορση, καθαρότητα νοῦ, τὸ χάρισμα τῶν ζωοποιῶν δακρύων, ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, πόθο γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ γενικὰ συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό.
Ἡ χρησιμοποίηση τῆς εὐχῆς
Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ καρποφορήσει ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, θὰ πρέπει νὰ ταπεινώσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ν’ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστό. Ἕνας ἁγιορείτης ἔλεγε πώς, ὅταν λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς», νὰ τονίζουμε τὸ ρῆμα, δηλαδὴ «ἐλέησον ἡμᾶς», ὅπως τὸ τόνιζαν οἱ σημερινοὶ τυφλοί τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ ταπεινώνουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ κλαῖμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ν’ ἀναγνωρίζουμε στὸ Θεὸ τὴν προτεραιότητα στὴ ζωή μας κι ἔτσι θὰ ἔχουμε καρποφορία μέσα μας. Ὅταν λέμε τὰ λόγια μὲ μιὰ πνευματικὴ ξηρότητα καὶ χωρὶς ν’ ἀγαπᾶμε Αὐτὸν ποὺ ἐπικαλούμεθα, τότε δὲν μποροῦμε νὰ καρποφορήσουμε πνευματικά. Ἡ χωρὶς προσοχὴ προσευχὴ ἀφήνει μέσα μας ἕνα κενό.
Ἀδελφοί μου,
Τὰ λόγια ποὺ εἶπαν οἱ τυφλοί, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ἦταν ἕνα θερμὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς» κι ὅμως βρῆκαν ἕνα ἀχανὲς πέλαγος σωτηρίας. Ἂς προσευχηθοῦμε κι ἐμεῖς λέγοντας τὴν εὐχὴ ζωντανά, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός.
3.
Τὰ θαύματα τοῦ θεοῦ καὶ ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Οἱ θαυματουργικὲς θεραπεῖες δύο τυφλῶν καὶ ἑνὸς κωφοῦ ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀντιπροσωπευτικὲς πολλῶν ἀνάλογων περιστατικῶν ποὺ συναντᾶμε πολὺ συχνὰ στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Θεμελιώδεις παράμετροι καὶ αὐτῶν τῶν θαυμάτων εἶναι ἡ ζωντανή, ἐπίμονη καὶ δυνατὴ πίστη τῶν ἀσθενῶν, ἡ μοναδικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δίψα τῆς σωτηρίας.
Πίστη καὶ θαῦμα
Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι μόνο ἕνα ἔκτακτο καὶ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς καταπλήσσει καὶ μᾶς ἐντυπωσιάζει. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ εὐεργετήσει, νὰ θεραπεύσει, νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ τονώσει τὸν πάσχοντα καὶ ἀδύνατο ἄνθρωπο. Τὸ πραγματικὸ θαῦμα εἶναι σημάδι καὶ γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς πίστης, ἀλλὰ καὶ ἐγγύηση τῆς ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ἀπαλλαγμένο ἀπὸ καθετὶ ἐγωιστικὸ καὶ ἰδιοτελές, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐπίδειξη καὶ τὴν ἐκμετάλλευση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴ γελοιοποίηση τῆς πίστης. Τὸ θαῦμα εἶναι καρπὸς τῆς πίστης καὶ συνέπεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκοδομεῖ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν στερεώνει στὴ δύσβατη χριστιανικὴ ζωή. Ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα καὶ ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἄρνηση τοῦ Κυρίου νὰ κάνει θαύματα στοὺς κατοίκους τῆς Ναζαρὲτ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα θαμπώνει τὸ βλέμμα, ξαφνιάζει, δημιουργεῖ ἀπορία καί, κάποτε, ἀντίδραση.
Γιὰ τὸν πιστό, ὅμως, κάθε θαῦμα εἶναι ἕνα παράθυρο ποὺ ἀνοίγει στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ὑπερβατικὸ κόσμο τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει μὲ μία ἀστραπὴ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς λογικῆς καὶ τῆς φθορᾶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε γιὰ λίγο αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργηθήκαμε καὶ αὐτὸ στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ φθάσουμε στὴν αἰωνιότητα. Τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μιὰ ὕπαρξη καὶ ζωὴ χωρὶς πόνο, δάκρυα, ἀρρώστια, φθορά, θάνατο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἀγωνία καὶ τὰ δάκρυα τῆς γῆς. Τὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ στερεώνει καὶ νὰ οἰκοδομεῖ τὴν πίστη, εἶναι, ὅμως, προσωρινό, γιατί, ἔστω καὶ ἂν θεραπευθοῦμε ἀπὸ μιὰ ἀρρώστια, ἔστω καὶ ἂν ὑπερνικήσουμε μιὰ δυσκολία, θὰ ἀρρωστήσουμε ξανὰ καὶ θὰ συναντήσουμε καὶ ἄλλη δυσκολία.
Ὅμως ἐμεῖς πήραμε δύναμη νὰ συνεχίσουμε. Συνειδητοποιήσαμε ὅτι τὸ κάθε θαῦμα στὴ ζωὴ μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε καὶ μιᾶς σοφίας ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ποὺ καλούμαστε, ὡστόσο, νὰ πιστεύσουμε, γιατί μόνο ἐκείνη ξέρει πότε καὶ τί πρέπει νὰ δίνει στὸν καθένα μας. Μιὰ τέτοια πίστη, ἕνα τέτοιο βίωμα ἐμπιστοσύνης στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγὴ δυνάμεως, ὅταν πρόσωπα, καταστάσεις καὶ γεγονότα μᾶς ἀπογοητεύουν, μᾶς πτοοῦν καὶ μᾶς λυγίζουν. Καὶ πορευόμαστε περιμένοντας νὰ ἀκούσουμε «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν», ἂς γίνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας.
Ὁ ἀρνητισμὸς ἀπέναντι στὸ θαῦμα
Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ συναντᾶ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, τότε δὲν πραγματώνεται μόνο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ἀλλὰ καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀντίδραση τῶν φαρισαίων ἀπέναντι στὸ θαῦμα εἶναι ἀξιοπρόσεκτη. Οἱ φαρισαῖοι δὲν ἀρνοῦνται τὸ θαῦμα, ἀλλὰ παραμορφώνουν ἐπικίνδυνα τὴν πραγματικότητα, διαστρεβλώνουν τὴν ἀλήθεια. Ἀναποδογυρίζουν τὴν πραγματικότητα, ποὺ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ταλαιπωρημένο καὶ ἀγνώριστο ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο, ἀποδίδοντας τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις· θὰ ἦταν, ὅμως, παιδαριῶδες καὶ ἁπλοϊκὸ νὰ δοῦμε στὴ συμπεριφορὰ τῶν φαρισαίων μόνο τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἀδίκησαν, κατηγόρησαν καὶ συκοφάντησαν ἀδίστακτα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ στάση τους ἀποκαλύπτει τοὺς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς οἱ ὁποῖοι ἔχουν μιὰ ἀντεστραμμένη συνείδηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκλωβισμένοι μέσα στὸν ὀρθολογισμὸ τους ἀπορρίπτουν ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ὀφθαλμοφανῆ καὶ ὁλοφάνερα θαύματα. Αὐτοὶ ποὺ σὲ κάθε θαῦμα βλέπουν ψυχολογικὰ αἴτια καὶ φαινόμενα, φαντασιώσεις καὶ αὐθυποβολές, φυσικὰ αἴτια, τυχαῖες συμπτώσεις καὶ ἀνεξήγητες συγκυρίες. Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν ἀποδείξεις «λογικῆς» γιὰ τὰ θαύματα. Τὰ θαύματα τὰ ἀναγνωρίζουν οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ τὰ δοῦν.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ἂν νεκρώσουμε τὴν ἀλαζονεία τῆς λογικῆς μας καὶ τὴν ἐμπάθεια τοῦ ἐγωισμοῦ μας, θὰ μπορέσουμε νὰ ἀναστηθοῦμε σὲ μία νέα ζωή, ὅπου θὰ βλέπουμε καὶ θὰ καταλαβαίνουμε τὰ συνεχῆ θαύματα τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
4.
Σχετικὰ μὲ τὴν θεραπεία (Ματθ 9, 27-35)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Ἀπόσπασμα ἀπο μιὰ ὁμιλία στὶς 22.11.1987
Ὑπάρχουν πολλὰ κείμενα στὸ Εὐαγγέλιο ὅπου ὁ Χριστὸς ἔχοντας στραφεῖ σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ εἶναι ἄρρωστο νοητικὰ ἤ σωματικὰ τοῦ κάνει μία ἐρώτηση, καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτηση εἶναι πάντα: Θέλεις νὰ γίνεις καλά; Καὶ νομίζω αὐτὴ ἡ φράση εἶναι σημαντικὴ ἐπειδὴ ὑπονοεῖ κάτι πιὸ μεγάλο, πιὸ ὁλοκληρωμένο ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἑνὸς ἀνθρώπου: σημαίνει τὴν ἐπιστροφὴ στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν ὁ ἄρρωστος πρὶν τὸν προσβάλλει ἡ ἀσθένεια. Ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ ἡ ἀσθένεια εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας, τῆς ἀφροσύνης μας, τῆς κληρονομικότητας, τῶν ἐξωτερικῶν καταστάσεων καὶ αὐτὸ ὅλο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν κατάσταση τῆς ζωῆς μας σ’ ἕνα κόσμο ποὺ ἀπὸ χριστιανικῆς ἀπόψεως εἶναι ἕνας κόσμος ἐκπεσμένος, ἐὰν προτιμᾶτε, ἕνας κόσμος διεστραμμένος, ἕνας κόσμος ποὺ ἔχει χάσει τὴν ἁρμονία του, τὴν ἀκεραιότητα του, ἤ ποὺ δὲν τὴν ἔχει προσεγγίσει. Ἀπὸ ὅποια πλευρὰ καὶ να τὸ δεῖτε ὁ κόσμος μας εἶναι ἕνας κόσμος θρυμματισμένος.
Κάτι ποὺ μ’ ἔχει προβληματίσει τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι αὐτό: γιατὶ ὁ Χριστὸς ρωτάει ἕναν ἄνθρωπο ἄν θέλει νὰ γίνει καλά. Δὲν εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος θὰ πεῖ: Φυσικὰ θέλω,- μὲ τὴ συνέπεια ποὺ ἔχει ἡ λέξη «φυσικά». Γιατὶ κάνετε μιὰ ἀνόητη ἐρώτηση; Ποιὸς ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος; Καὶ ὅμως νομίζω ὅτι εἶναι μιὰ πολὺ σημαντικὴ ἐρώτηση ἐπειδὴ κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴ ἔννοια, ἀποκτᾶμε ὑγεία δὲν σημαίνει ἁπλὰ ὅτι ἀπαλλασόμαστε ἀπὸ μιὰ σωματικὴ ἀσθένεια, ἀλλὰ ἐντασσόμαστε σὲ μιὰ ποιότητα ζωῆς ποὺ δὲν εἴχαμε πρὶν καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφερθεῖ ὑπὸ προυποθέσεις. Ἀποκτᾶμε ὑγεία ἔστω σωματικὰ, σημαίνει ὅτι πρέπει ν’ ἀναλάβουμε προσωπικὰ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν νοητικὴ καὶ τὴν σωματικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόμαστε κατὰ τρόπο που δὲν τὸ εἴχαμε κάνει πρὶν. Ἡ ἀνάκτηση τῆς σωματικῆς μας ὑγείας ἀποτελεῖ ἴσως μιὰ μικρὴ εἰκόνα τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ζωὴ ἀφοῦ φτάσαμε πρὶν στὸ χεῖλος τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ ποὺ θὰ συνεχιζόταν δίχως ἐμᾶς δίχως τὴν θεραπευτικὴ πράξη τοῦ Θεοῦ, θὰ ἦταν μιὰ ζωὴ ποὺ σταδιακὰ θὰ ἐπιδεινωνόταν ὁλοένα καὶ πιὸ πολὺ καὶ θὰ μᾶς ἔφερνε στὸ θάνατο, στὴ διάσπαση τῆς νοητικῆς καὶ σωματικῆς μας κατάστασης. Καὶ ἄν μᾶς προσφέρεται ξανὰ ἡ ἑνότητα ποὺ ἔχουμε χάσει ἤ ποὺ ἴσως ποτὲ πρίν δὲν εἴχαμε, σημαίνει ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ τώρα, μετὰ τὴν θεραπεία, εἶναι δική μας, δὲν δίνεται ἁπλὰ νὰ τὴν χρησιμοποιοῦμε μὲ ὅποιον τρόπο ἐπιλέγουμε, εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκει. Εἴμασταν νεκροὶ, πεθαίναμε, ἐπιστρέψαμε σὲ μιὰ πληρότητα ζωῆς καὶ αὐτὴ ἡ πληρότητα δὲν μᾶς ἀνῆκει, εἶναι χάρισμα. Ἔτσι, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅσο μπορῶ νὰ καταλάβω, ὅταν ὁ Χριστὸς λέει: «Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;», Ἐννοεῖ: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι σὲ κάνω καλά, εἶσαι ἕτοιμος νὰ ζήσεις μιὰν ἀκέραια ζωή ἤ θέλεις νὰ σὲ κάνω ὑγιῆ γιὰ νὰ ἐπιστρέψεις πίσω σὲ ὅ,τι κατέστρεψε αὐτὴν τὴν ἑνότητα, σ’ ὅ,τι σὲ κατέστρεψε σωματικὰ καὶ ψυχικὰ;» Καὶ αὐτὴ εἶναι μιὰ ἐρώτηση ποὺ τίθεται σὲ κάθε ἀσθενῆ, ἄν καὶ οἱ περισσότεροι, πρακτικὰ ὅλοι δὲν ἔχουν ἰδέα γι’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, καὶ τίθεται σίγουρα ἐνώπιον μας ὅταν θέλουμε νὰ θεραπευτοῦμε πέρα ἀπὸ μιὰ σωματική ἀσθένεια.
Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη διάσταση στο θέμα τῆς σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀποκατάστασης, ὅπως περιγράφεται σὲ ἄλλες περιπτώσεις στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν ὁ Χριστὸς λέει σὲ κάποιον: «Πήγαινε καὶ μὴν ἁμαρτήσεις ξανά». Πιστεύω πρέπει να καταλάβουμε ὅτι ὅταν μιλᾶμε γιὰ θεραπεία μὲ Χριστιανικοὺς ὅρους δὲν μιλᾶμε ἁπλὰ γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἁγίων Του ἥ γιὰ τὴν δύναμη ποὺ ἔχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἦταν μήτε ἅγιοι μήτε Θεοι, κατέχουν ὅμως ἕνα φυσικὸ χάρισμα νὰ μᾶς κάνουν ὑγιεῖς γιὰ νὰ συνεχίσουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζούσαμε πρίν, γιὰ νὰ παραμείνουμε ἴδιοι δίχως ν’ ἀλλάξουμε. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς θεραπεύει γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε ξανὰ στην ἁμαρτωλή μας κατάσταση. Μᾶς προσφέρει μιὰ νέα ζωή, ὄχι τὴν παλιὰ ποὺ ἔχουμε ἤδη χάσει. Καὶ ἡ νέα ζωὴ ποὺ μᾶς προσφέρεται δὲν εἶναι πλέον δική μας, εἶναι δική Του, εἶναι δική Του δωρεά, εἶναι δῶρο. Ἦταν δικό μου καὶ σοῦ τὸ δίνω, πάρτο. Καὶ ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ἐπειδὴ τὶ εἶναι ἁμαρτία; Προσδιορίζουμε συνεχῶς τὴν ἁμαρτία σὰν ἠθικὴ παράβαση, ἀλλά εἶναι κάτι περισσότερο ἀπο αὐτό: Εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦσα, εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς ὁλότητας. Ὅταν κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας: Εἶμαι διχασμένος – ὁ νοῦς εἶναι κόντρα στὴν καρδιά, ἡ καρδιὰ κόντρα στὴν θέληση, τὸ σῶμα ἐνάντια σ’ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα. Δὲν εἴμαστε μόνο σχιζοφρενεῖς, ἀλλὰ σχιζοφρενεῖς στὰ πάντα, εἴμαστε ὅπως ἕνας σπασμένος καθρέφτης και ἔτσι εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτίας: δὲν εἶναι τόσο ὅτι ὁ καθρέφτης δὲν ἀντανακλᾶ σωστὰ, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι εἶναι σπασμένος, αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα. Μπορεῖτε, φυσικὰ, νὰ προσπαθήσετε νὰ πάρετε ἕνα μικρὸ κομμάτι του καὶ νὰ δεῖτε ὅ,τι μπορεῖτε, ἀλλὰ παραμένει ἕνας σπασμένος καθρέφτης. Καὶ τοῦτο τὸ σπάσιμο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ σπάσιμο στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Τοὺς φοβόμαστε, τοὺς ζηλεύουμε, εἴμαστε ἄπληστοι. Ἔτσι αὐτὸ δημιουργεῖ μιὰν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀπευθύνεται κυρίως στὸν Θεό, ἐπειδὴ ὅλα ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι χάσαμε τὴν ἁρμονία μας μὲ τὸν Θεό. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἅνθρωποι ποὺ βρίσκονται σὲ ἁρμονική σχέση μ’ Ἐκεῖνον. Καὶ σὰν ἀποτέλεσμα τῆς σχέσης αὐτῆς μὲ τὸν Θεὸ, μποροῦν νὰ βρίσκονται σὲ ἁρμονία μέσα τους καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Καὶ θέλω να σᾶς προτείνω κάτι ποὺ ἴσως θὰ βρεῖτε δύσκολο νὰ δεχτεῖτε: εἴτε κάποιος θεραπεύεται σωματικὰ εἴτε ὄχι, αὐτὸ εἶναι δευτερεῦον, ὄχι γιὰ τοὺς συγγενεῖς μας, γιὰ τοὺς φίλους μας ἀλλὰ γιὰ τὸ ἐνδιαφερόμενο πρόσωπο. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι ν’ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου καὶ ὅταν γίνει αὐτὸ καὶ συμβεῖ μαζὶ νὰ θεραπευθεῖ σωματικὰ – εἶναι καλό, ἄν ὄχι, μπορεῖ νὰ εἶναι το ἴδιο καλό.
5.
Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει (Ματθ. 9,27—34)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει δύο τυφλοὺς καὶ ἕνα κωφὸν δαιμονιζόμενον. (Ματθ. 9,27—34)
Ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασιν τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Ἰαείρου, ἵνα μεταβῇ εἰς ἄλλην οἰκίαν. «Παράγοντι τῷ Ἰησοῦ ἐκεῖθεν» ἐνῷ ὁ Κύριος ἐπροχώρει ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἠκολούθησεν Αὐτὸν ὄχλος πολύς. Μετὰ τοῦ ὄχλου «ἠκολούθησαν δύο τυφλοὶ» πληροφορηθέντες, ὅτι διέρχεται ὁ Ἰησοῦς. Οἱ τυφλοὶ οὗτοι ὁδηγούμενοι ὑπὸ τοῦ θορύβου τοῦ πλήθους ἠκολούθουν τὸν Ἰησοῦν «κράζοντες καὶ λέγοντες ἐλέησον ἡμᾶς υἱὲ Δαυΐδ». Ὁ κοινὸς πόνος ἥνωσε τὰς καρδίας τῶν τυφλῶν καὶ προσευχόμενοι δὲν λέγουσιν ἐλέησόν με ἀλλὰ «ἐλέησον ἡμᾶς». Τὴν κοινὴν προσευχὴν δὲν παραβλέπει ὁ Κύριος. Οἱ τυφλοὶ οὗτοι ὀνομάζοντες τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ ἀναγνωρίζουσιν Αὐτὸν ὡς Μεσσίαν, διότι θὰ εἶχον ἀκούσει περὶ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς δοκιμάζων τὴν πίστιν των ἀφῆκεν αὐτοὺς νὰ φωνάζουσιν ἄνευ ἀπαντήσεως ἐκ μέρους Του, μέχρις ὅτου ἦλθεν καὶ εἰσῆλθεν εἰς οἶκόν τινα πιθανόν τοῦ Ματθαίου.
«Ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοὶ» προφανῶς, ἵνα ζητήσωσιν θεραπείαν. Ὁ Κύριος λέγει πρὸς αὐτοὺς «πιστεύετε, ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Ἡ ἐρώτησις αὕτη τοῦ Κυρίου ἦτο νέα δοκιμασία τῆς πίστεως τῶν τυφλῶν. Οἱ τυφλοὶ ἀπαντοῦν. «Ναί, Κύριε» πιστεύομεν. Ἡ ἀμοιβὴ τῆς πίστεως των ἦτο ἄμεσος. Ὁ Κύριος, «ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων: κατὰ τὴν πίστιν ἡμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί». Ὁ Κύριος ἵνα διδάξῃ ἀποφυγὴν ἐπιδείξεως καὶ ἀποφύγῃ τὴν ἐκ τοῦ θαύματος τούτου ζηλοτυπίαν τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀρχόντων, ἥτις ζηλοτυπία θὰ ἠμπόδιζε τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας, «ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς» αὐστηρῶς δηλαδὴ ἐτόνισεν εἰς τοὺς θεραπευθέντας τυφλοὺς λέγων «ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω», προσέξατε δηλαδή, ἵνα μὴ μάθῃ τὶς τι. Οἱ τυφλοὶ ὅμως ἀγνοοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀπαγορεύσεως ταύτης τοῦ Κυρίου καὶ ἀσυγκράτητοι εἰς τὴν εὐγνωμοσύνην πρὸς Αὐτὸν «ἐξελθόντες διεφήμισαν Αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ».
«Αὐτῶν δὲ ἐξερχoμένων» ἐκ τῆς οἰκίας «προσήνεγκαν αὐτῷ κωφὸν δαιμονιζόμενον» φέρουσι δηλαδὴ εἰς τὸν Ἰησοῦν κωφάλαλον οὐχὶ ἐκ φυσιολογικῆς παθήσεως, ἀλλ’ ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας. Τὸ δαιμόνιον τοῦτο ἐπιτιμηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἀναχωρεῖ. «Ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφὸς» ὁ κωφάλαλος ὁμιλεῖ καὶ ἀκούει.
«Οἱ ὄχλοι» oἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Ἰησοῦν βλέποντες τὰ θαύματα ταῦτα ἐθαύμασαν λέγοντες˙ οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ˙». Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως φθονοῦντες καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ ἀρνηθῶσι τὸ θαῦμα ἀποδίδουσι τοῦτο εἰς δαιμονικὴν ἐνέργειαν καὶ ἔλεγον «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια». Ὁ Κύριος δὲν φαίνεται ἐδῶ νὰ ἀπήντησεν εἰς τοὺς Φαρισαίους, εἰς ἄλλας ὅμως ὁμοίας πρὸς αὐτὴν περιστάσεις καὶ θεραπείας, ὅπου κατηγόρησαν Αὐτόν, ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια, ἀπήντα διὰ λογικῶν ἐπιχειρημάτων.
Θέμα: Συκοφαντία.
Τὸν Κύριον ὀνομάζουν ἀρχιδιάβολον οἱ Φαρισαῖοι. Ἡ πρᾶξις αὕτη λέγεται συκοφαντία. Οἱ Φαρισαῖοι λοιπὸν συκοφαντοῦν. Ὁ Κύριος συκοφαντεῖται! Θέμα περὶ συκοφαντίας. Οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι συκοφαντοῦν, μᾶς δίδουν τὴν μίαν ὄψιν καὶ ὁ συκοφαντούμενος Κύριος τὴν ἑτέραν. Ἴδωμεν.
1) Συκοφαντεῖς: Οἱ Φαρισαῖοι συκοφαντοῦν, διότι τὸν Θεὸν λέγουν ἀρχιδιάβολον. Ἑπομένως συκοφαντία εἶναι, ὅταν τὸ καλὸν ὀνομάσῃς κακὸν ἤτοι τὴν εὐσέβειαν ὑποκρισίαν, τὴν ἀρετὴν ἀδυναμίαν, τὴν εὐσυνειδησίαν βλακείαν, τὴν ἐπιτυχίαν ἁπλὴν σύμπτωσιν, τὴν προσπάθειαν ἐγωϊσμὸν κ.λ.π. Καὶ συγκεκριμένως. Βλέπεις μίαν κυρίαν, ἡ ὁποία ἀφῆκε τὸν δρόμον τῆς κακίας καὶ ἐπῆρε τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς συσχηματίσασα ἀναλόγως τὴν κόμμωσίν της καὶ τὸ φόρεμα. Ὑποκρισία φωνάζεις! Ἡ Α΄ δεσποινὶς βλέπει τὴν Β΄, ἡ ὁποία παρ’ ὅλην της τὴν πτωχείαν προτιμᾷ νὰ μὴ ἔχῃ τὸν φίλον της ἀγωνιζομένη, καὶ ὀνομάζει ταύτην περιφρονητικῶς ἀνίκανον! Ἡ μεγάλη ἀρετὴ λέγεται ἀνικανότης, ἀδυναμία. Βλέπει ὁ Α΄ τὸν Β ΄ ὑπάλληλον, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ δωροδοκηθῇ καὶ νὰ πατήσῃ τὴν συνείδησίν του. Αὐτὸ εἶναι βλακεία, φωνάζει! Βλέπομεν τὴν ἁγιωτέραν προσπάθειαν καὶ τὴν θεωροῦμεν σατανικώτερον ἐγωϊσμόν, διότι δὲν παίρνει τὴν ἰδικήν μας εὐλογίαν! Βλέπομεν τὴν λαμπροτέραν ἐπιτυχίαν καὶ εἰρωνικῶς λέγομεν «ἔτυχε καὶ ἐπέτυχε». Ὁ ἄκρος ἀριστερὸς ὀνομάζει τὸν πατριώτην προδότην, ὁ ἄκρος δεξιὸς τὸν μὴ θέλοντα ἐκδίκησιν, ἀριστερόν, ἐγκληματίαν.
Τὸ μυστικόν τῆς συκοφαντίας εἶναι βαθὺ καὶ μυστικόν. Ἐλέγχει, διότι ἐλέγχεται. Μάλιστα! Ἐλέγχει συκοφαντοῦσα ἡ νεαρὰ χήρα τὴν εὐσεβῆ νεαρὰν χήραν, διότι ἐλέγχεται ἡ κόμμωσις, τὸ ντύσιμό της ποὺ εἶναι ἄσεμνα ἀπὸ τὰ σεμνὰ ἐνδύματα τῆς εὐσεβοῦς χήρας. Ἐλέγχει ὁ Α΄ ὑπάλληλος τὸν Β΄ τὸν εὐσεβῆ εὐσυνείδητον ὡς βλάκα, διότι ἐλέγχεται ὑπὸ τῆς εὐσυνειδησίας του. Συκοφαντεῖ ἡ Α΄ τὴν Β΄ ὡς ὀπισθοδρομικήν, διότι δὲν ἔχει φίλον. Αὐτὸ γίνεται, διότι ἡ ἐλέγχουσα ἔχει τὸν ἰδικὸν της φίλον καὶ ἐλεγχομένη ὑπὸ τῆς ἄλλης σιωπηρῶς, συκοφαντεῖ, ἐλέγχει ταύτην ἐκφώνως. Συκοφαντεῖ ἄλλος ἄλλον ὡς ἐγωϊστὴν καὶ τὸ ἔργον του ὡς ἁπλῆν σύμπτωσιν, διότι ὄχι μόνον ἐλέγχεται ἀλλὰ καίεται ὑπὸ τῆς ζηλοτυπίας.
Εἴδομεν τὸ βάθος τῆς κακίας τῆς συκοφαντίας! Ἂς ἴδωμεν καὶ τὴν καμουφλαρισμένην ἐπιφάνειαν. Οἱ συκοφαντοῦντες λέγουν˙ Ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρήσῃ. Δὲν τὸ λέγω ἐγὼ αὐτό, ὁ κόσμος τὸ λέγει. Καὶ ὁ Χρυσόστομος ἀπαντᾷ, «τί οὖν λέγεις, εἰ οὐ πιστεύεις ; Τί πιστὸν αὐτὸ ἐργάζῃ τῇ πολλῇ φήμη; Τί διαπορθμεύεις; Ἤκουσας λόγον; Ἐναποθανέτω σοι. Θάρσει! Οὐ μὴ σὲ ῥήξῃ! Πόσα κακὰ ἐντεῦθεν ἐργάζει; Παροργίζεις τὸν Θεόν, λυπεῖς τὸν πλησίον, ὑπεύθυνον σαυτὸν τῇ κολάσει ποιεῖς». Ὄχι μόνον τὸ βάθος, ὄχι μόνον ἡ ἐπιφάνεια τῆς συκοφαντίας δεικνύουν τὴν κακίαν ταύτην ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις. Ὁ Σατανᾶς λέγεται διάβολος, διότι διαβάλλει, συκοφαντεῖ. Ἑπομένως καὶ σύ, ποὺ συκοφαντεῖς, εἶσαι καὶ λέγεσαι διάβολος. Δὲν συκοφαντῶ ἀλλὰ συκοφαντοῦμαι, θὰ εἴπῃς. Ἂς ἴδωμεν.
2) Συκοφαντοῦμαι. Ταράσσομαι! Ταράσσομαι δέ, διότι μοῦ ἐσυκοφάντησε τὸ πολυτιμότερον, τὴν ἠθικήν μου καὶ ἔγινε καὶ πιστευτός. Ἄκουσον! Δὲν εἶναι καιρὸς διὰ ταραχήν, ἀλλὰ διὰ σκέψιν, διὰ φιλοσοφίαν. Πράγματι! Καὶ ἰδοὺ ἡ πρώτη σκέψις ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν στενοχώρια. Στενοχωροῦμαι! Ἔτσι καὶ ὁ ἄλλος στενοχωρεῖται, ὅταν καὶ σὺ καμμιὰ φορά τὸν συκοφαντήσῃς. Ἡ στενοχώρια σου αὐτὴ εἶναι ὁ καλύτερος ἱεροκήρυξ, ὁ συγκινητικώτερος διὰ τὴν ἀποφυγὴν τῆς συκοφαντίας.
Πλὴν αὐτοῦ ποσάκις ἡ συκοφαντία τοῦ ἄλλου πρὸς ἡμᾶς εἶναι ἀντίλαλος τῆς ἰδικῆς μας φωνῆς τῆς συκοφαντίας, ἡ ὁποία ἠχηθεῖσα καὶ ἀντηχηθεῖσα ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς χαράδρας ἐπιστρέφει ἀγνώριστος εἰς τὰ αὐτιά μας ; Μὴ μοῦ λέγεις ὅτι σὺ δὲν ἐσυκοφάντησες, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν χάριν τοῦ Θεοὺ—καὶ πρέπει νὰ ἔχῃ μεγάλην χάριν—να μὴ συκοφαντῇ, θὰ ἔχῃ τὴν χάριν καὶ δύναμιν ὄχι νὰ μὴ συκοφαντῆται, ἀλλὰ νὰ ἠρεμῇ καὶ νὰ φιλοσοφῇ, ὅταν συκοφαντῆται. Ἰδοὺ ἡ πρώτη σκέψις, τὸ πρῶτο μυστικὸ ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἔχῃς γιὰ φυλαχτό.
Ἀλλὰ ἂς ὑποθέσωμεν, ὅτι εἶσαι ἐν τάξει. Δὲν συκοφαντεῖς, ἀλλὰ σὲ συκοφαντοῦν. Ὁ Χρυσόστομος λέγει. «Καὶ τί τοῦτο; τοῦ Θεοῦ ὄντος τοῦ μέλλοντος ἀπαιτεῖν εὐθύνας καὶ οὐκ ἐκείνων τῶν ἀκουσάντων ; Καὶ σὲ μὲν πρὸς ἀνθρώπους διέβαλε, αὐτὸς δὲ πρὸς Θεὸν διεβλήθη. Καὶ ὁ Δεσπότης σου διεβλήθη καὶ ὑπὸ Σατανᾶ καὶ ὑπὸ ἀνθρώπων. Καὶ οὐ διεβλήθη μόνον ἀλλὰ καὶ ἐπιστεύθη. Διέβαλε οὐ τὰ τυχόντα ἀλλὰ τὰ μέγιστα ὀνείδη. Καὶ γὰρ δαιμονιῶντα Αὐτὸν ἐκάλεσαν καὶ πλάνον καὶ ἀντίθεον. Εὐεργετήσας ἔπαθες κακῶς; Δία τοῦτο χαῖρε ὅτι τῷ Θεῷ γέγονας ὅμοιος τῷ ἀνατέλλοντι ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς». Ἰδοὺ τὸ δεύτερον φυλαχτὸ σοὺ˙ Ὁ Κύριός σου διεβλήθη, ἐσυκοφαντήθη. Σὺ τί εἶσαι;
Ἀλλά μοῦ εἶπες, ὅτι σοῦ ἔκαμε μεγάλα κακά. «Ὅσα γὰρ ἂν εἴπῃς τοσούτῳ μᾶλλον δεικνύεις αὐτὸν εὐεργέτην. Ὅρα ὅσα κερδαίνεις πρᾴως τῶν ἐχθρῶν φέρων τὰς ἐπηρείας. Πρῶτον ἁμαρτημάτων ἀπαλλαγήν, δεύτερον καρτερίαν καὶ ὑπομονήν, τρίτον ἡμερότητα καὶ φιλανθρωπίαν. Ὁ γὰρ τοῖς λυποῦσι μὴ ὀργιζόμενος πολλῷ μᾶλλον τοῖς φίλοις ἐπιτήδειος ἔσται. Πρὸς τούτοις αἰδέσιμος ἔσῃ καὶ τοῖς ἐχθροῖς, κἄν δαίμονες ὦσι. Μᾶλλον δὲ οὐδὲ ἐχθρὸν ἕξεις διακείμενος οὕτως. Τὸ δὲ πάντων μεῖζον τὴν τοῦ Θεοῦ κερδανεῖς φιλανθρωπίαν, κἄν ἠμαρτηκώς ᾖ τεύξῃ συγγνώμης, κἄν κατωρθωκώς πλείονα παρρησίαν λήψῃ» δηλαδὴ : ὅσα τυχὸν εἴπῃς, ὅτι σὲ ἐσυκοφάντησε, τόσον περισσότερον ἀναδεικνύεις αὐτὸν εὐεργέτην. Πρόσεξε πόσα κερδίζεις μὲ τὴν πρᾳότητα καὶ μὲ τὸ νὰ ὑπομένῃς τὰς συκοφαντίας τῶν ἐχθρῶν. Πρῶτον κερδίζεις τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα σου, δεύτερον τὴν καρτερίαν καὶ τὴν ὑπομονήν, τρίτον τὴν ἡμερότητα καὶ τὴν φιλανθρωπίαν. Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ὀργίζεται μὲ ἐκείνους, ποὺ τὸν συκοφαντοῦν καὶ στενοχωροῦν, πολὺ περισσότερον φίλος θὰ εἶναι εἰς τοὺς φίλους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ θὰ εἶσαι σεβαστὸς καὶ εἰς τοὺς ἐχθρούς, ἔστω κι’ ἂν εἶναι δαίμονες. Ἤ διὰ νὰ εἴπω καλύτερον οὕτω φερόμενος, δὲν θὰ ἔχῃς ἐχθρόν. Τὸ μεγαλύτερον ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι ὑπομένων τὰς συκοφαντίας θὰ κερδίσῃς τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἂν ἔχῃς ἁμαρτήσῃ, θὰ τύχῃς συγχωρήσεως, ἂν εἶσαι ἐνάρετος, θὰ λάβῃς περισσοτέραν παρρησίαν.
Τρομερὸν παράδειγμα τιμωρίας συκοφαντῶν εἶναι τὸ ἀκόλουθον. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων ὁ Ἅγ. Νάρκισσος εἶχεν ἐξεγείρει καθ’ ἑαυτοῦ τὸ μῖσος τῶν κακῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἤλεγχε πρὸς μετάνοιαν. Τρεῖς ἐξ αὐτῶν τὸν ἐσυκοφάντησαν δι’ ἔγκλημα φοβερὸν καὶ μεθ’ ὅρκου ἐβεβαίωνον τοῦτο. Ὁ μὲν πρῶτος ἔλεγεν˙ «νὰ καῶ, ἂν δὲν εἶναι ἀληθῆ αὐτὰ ποὺ λέγω». Ὁ δεύτερος προσθέτει˙ «Νὰ ἀποθάνω μὲ σκληράν ἀσθένειαν, ἂν ψεύδωμαι» καὶ ὁ τρίτος ἔλεγε «νὰ χάσω τὴν ζωήν μου». Ὅ,τι εἶπαν ἔγινε. Πυρκαγιὰ ἐξερράγη εἰς τὸν οἶκον τοῦ πρώτου καὶ ἐκάη οἰκογενειακῶς, ὁ δεύτερος προσεβλήθη ὑπὸ νόσου καὶ ἀπέθανε καὶ ὁ τρίτος συγκινηθείς ἐκ τῶν δυστυχημάτων τούτων ἔχυσε τόσα δάκρυα, ὥστε ἔχασε τὴν ζωήν του.
Ὥστε δὲν πρέπει νὰ ταράσσεσαι, ὅταν συκοφαντῆσαι, διότι οὔτε μόνος σου εἶσαι, ἔχεις σύντροφον τὸν Θεόν, οὔτε καὶ κακὸν δύναται τις νὰ σοῦ κάμῃ.
Ἰδοὺ πόσον κακόν, εἶναι ὅταν συκοφαντῇς, πόση ἡ ὠφέλεια, ὅταν συκοφαντῆσαι. Προσοχή, λοιπὸν καὶ ὑπομονή!
6.
Στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα (Γαλ. γ΄23-δ΄5)
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς (Γαλ.γ’ 23-δ’ 5)
α’ .Ὁ Ἀπόστολος ποὺ διαβάστηκε σήμερα εἶναι περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Σὲ κάποια περασμένη ὁμιλία εἶπα γιὰ τοὺς Γαλάτες καὶ γιὰ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ τοὺς ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γι’ αὐτὸ καὶ κρίνω πὼς δὲν θὰ πρέπει τώρα νὰ ξαναπῶ τὰ ἴδια. Ἀρχίζω λοιπὸν πρῶτα νὰ ἐξηγῶ στὴ γλώσσα μας τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Αὐτὴ τὴ μέθοδο ἀκολουθοῦμε πάντα· ἐξηγοῦμε πρῶτα γλωσσικὰ τὸ ἱερὸ κείμενο, κι ὕστερα ἑρμηνεύομε καὶ ἀναπτύσσομε ὅσο μποροῦμε τὰ νοήματα τοῦ θεόπνευστου λόγου. Ὁ Ἀπόστολος μιλάει γιὰ τὸ νόμο καὶ γιὰ τὴν πίστη· τί ἦταν ὁ νόμος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ τί εἶναι ἡ πίστη τώρα ποὺ ἦρθε ὁ Χριστός.
Μὰ ἂς ἀκούσουμε τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου· «Ἀδελφοί, πρὶν νὰ ‘ρθη ἡ πίστη μᾶς φύλαγε καὶ μᾶς προστάτευε ὁ νόμος κι ἤμαστε κλεισμένοι μέσα στὸ νόμο, περιμένοντας νὰ φανερωθῆ ἡ πίστη. Ὁ νόμος λοιπὸν ἦταν σὲ μᾶς παιδαγωγός, ὥσπου νὰ ‘ρθη ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε τότε μὲ τὴν πίστη. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἦρθε ἡ πίστη, δὲν εἴμαστε πιὰ στὰ χέρια παιδαγωγοῦ, ἐπειδὴ σὰν πιστοὶ εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· γιατί ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ Χριστό, ντυθήκατε τὸ Χριστό. Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα, γιατί ὅλοι ἐσεῖς εἴσαστε ἕνας ἄνθρωπος στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»1.
β’. Ὁ νόμος, γιὰ τὸν ὁποῖο πολὺς λόγος γίνεται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Παύλου, ὁ νόμος λοιπὸν εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συνθήκη, ποὺ ἔκαμε παλιὰ ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Μέσα σὲ ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα τῆς πτώσεως, στοὺς πρωτοπλάστους καὶ τὰ ἀνανέωσε ὕστερα στοὺς Πατριάρχες καὶ στοὺς Προφῆτες, μέσα στὴν παλιὰ ἐκείνη συνθήκη, ξεχωρίζει ὁ νόμος· ὄχι μόνο ὁ ἠθικός, δηλαδὴ οἱ δέκα ἐντολές, ἀλλὰ καὶ ὁ τελετουργικός, ὅλες οἱ διατάξεις ποὺ ἀναφέρονται στὶς θυσίες καὶ γενικὰ στὴ λατρεία. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἦσαν ὅ,τι ὁ Θεὸς εἶχε νὰ κάμη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶχαν μία προπαρασκευαστικὴ σημασία καὶ ὁ σκοπὸς τους ἦταν παιδαγωγικός· ἦσαν ἡ ρίζα καὶ ἡ βάση ἀπάνω στὴν ὁποία θὰ στηριζότανε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ νόμος ἦταν ἕνας ἅγιος τρόπος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φυλαχτοῦν καὶ νὰ προστατευτοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα δὲ καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦν, γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σὰν παροιμία καὶ σὰν ἀξίωμα ἔμεινε στὴ συνείδηση καὶ στὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου ὅτι «ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστὸν» (2). Μὲ τὸ νόμο ὁ Θεὸς χειραγώγησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἑτοίμασε νὰ δεχτοῦν τὸ Χριστό. Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς τὸ Εὐαγγέλιο τῆς χάρης εἶναι συνέχεια στὸ νόμο τῆς δικαιοσύνης, πὼς ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι συμπλήρωση καὶ ἐκπλήρωση τῆς Παλαιᾶς. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὅταν εἶπε πὼς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κατάργηση τὸ νόμο, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν συμπλήρωση. Τίποτα δὲν καταργεῖται στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πάντα τὸ παλιὸ εἶναι μέσα στὸ νέο, σὰν ὁ σπόρος μέσα στὸ φυτὸ καὶ σὰν ἡ ρίζα στὸ δέντρο.
γ’. Ὅταν ἦρθε ἡ πίστη, ὅταν «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (3), τότε ὁ νόμος, χωρὶς νὰ καταργηθῆ, ἔμεινε πίσω καὶ παραχώρησε τὴ θέση του στὴ νέα πραγματικότητα· αὐτὸ θὰ πῆ τὸ «ἐγένετο», ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἀλήθεια, πραγμάτωσε μία νέα κατάσταση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία. Τώρα δὲν χρειαζότανε πιὰ παιδαγωγός, τώρα οἱ ἄνθρωποι εἶδαν νὰ ἐκπληρώνωνται ὅσα ἐπροτύπωνε ὁ νόμος καὶ ἐπρόβλεπαν οἱ Προφῆτες. Τώρα, μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸ θεανθρώπινό του πρόσωπο καὶ στὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο, οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα οἱ πιστοὶ μὲ τὸ βάπτισμα, ὄχι ἁπλῶς πῆραν τὴν προσωνυμία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ σὰν ἕνα παλιὸ ἱμάτιο ξεφόρεσαν τὸν πρῶτο ἑαυτό τους καὶ ντύθηκαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἀκούσαμε ἀκριβῶς σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο τὰ πολὺ γνωστὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ τὰ πῆρε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ ἔκαμε ὕμνο στὶς μεγάλες Δεσποτικὲς ἐορτές· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (4).
δ’. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου κορυφώνεται στὴ μεγάλη διακήρυξη, ποὺ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο καὶ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Εἶναι ἡ διακήρυξη, ποὺ σπάζει τὰ δεσμὰ ὅλων τῶν διακρίσεων μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Τώρα δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ λαοὶ καὶ φυλές, δὲν ὑπάρχουν κοινωνικὲς τάξεις, δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα, γιατί ὅλοι, μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, εἴμαστε ἕνας ἄνθρωπος.
ε’. Ἄλλο κήρυγμα ἀληθινῆς ἐλευθερίας καὶ ἰσότητας, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ κατοικοῦν σ’ ὅλο τὸν πλανήτη τῆς γῆς, σὰν τὸ κήρυγμα τοῦτο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀκούστηκε οὔτε ὑπάρχει. Οἱ αἰῶνες τὸ ἐπαναλαμβάνουν σὲ διάφορες γλῶσσες, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν λαῶν καὶ οἱ κοινωνικοὶ ἀναμορφωτὲς τὸ οἰκειοποιοῦνται καὶ τὸ ἐξαγγέλλουν παραλλαγμένο γιὰ δικό τους κήρυγμα. Ὅμως αὐτὴ εἶναι ἡ διακήρυξη καὶ ἡ ἐξαγγελία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ πνευματοκίνητο στόμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
«Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα» (5), γιατί ὅλοι οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴμαστε ἕνας ἄνθρωπος. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ψάλη τώρα ἐπάξια τὸν ὕμνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς διακηρύξεως, μὰ καὶ ποιὸς νὰ κλάψη γοερὰ καὶ νὰ θρηνήση, γιατί χίλιες φορὲς μέχρι τώρα οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ καὶ οἱ κοινωνίες ἐπρόδωσαν τὴν πίστη τους καὶ ρήμαξαν τὸ πρόσωπο τῆς γῆς μὲ τυραννίες, μὲ δουλεμπόρια, μὲ πολέμους, μὲ κατακτήσεις, μὲ ἐπαναστάσεις; Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ εἴκοσι αἰῶνες ἔγιναν ἀπὸ τοὺς χριστιανικοὺς λαούς, κι ἀπὸ κείνους ποὺ τάχα ἀρνιοῦνται τὴ χριστιανική τους καταγωγὴ καὶ πολεμοῦν τώρα τὴ μητέρα τους Ἐκκλησία.
ς’. Μὰ ἂς προχωρήσουμε τώρα πιὸ κάτω στὴν ἐξήγηση τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς. Ὅσα θὰ πῆ στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος εἶναι τὸ συμπέρασμα σὲ ὅσα εἶπε παραπάνω. «Ἂν λοιπὸν ἐσεῖς εἴσαστε ἄνθρωποι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴσαστε ἄρα ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Λέω λοιπὸν πὼς ὅσον καιρὸ ὁ κληρονόμος εἶναι μικρὸ παιδί, δὲν ἔχει καμμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὸ δοῦλο, ἂν καὶ ὅλη ἡ πατρικὴ περιουσία εἶναι δική του, ἀλλὰ κηδεμονεύεται ἀπὸ ἐπιτρόπους καὶ διαχειριστές, ὡς τὴν ὥρα ποὺ προσδιώρισε ὁ πατέρας. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς, ὅταν ἤμαστε ἀνήλικοι, ἤμαστε ὑποταγμένοι στὶς συνθῆκες τοῦ ἐδῶ κόσμου, ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ καιρός, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν υἱό του, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ μία γυναίκα καὶ ὑποτάχτηκε στὸ νόμο, γιὰ νὰ ἐλευθέρωση ἐκείνους ποὺ ἦσαν δοῦλοι στὸ νόμο καὶ γιὰ νὰ ξαναγίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (6).
ζ’. Δὲν μπορεῖτε, μὰ δὲν μπορεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ καταλάβετε τί αἰσθάνεται καὶ ζῆ ἐκεῖνος ποὺ κηρύττει τὸ θεῖο λόγο. Δὲν θέλω νὰ πῶ οὔτε γιὰ τὴ χαρὰ οὔτε γιὰ τὸ φόβο ποὺ ἔχει ὁ ἱερὸς διδάσκαλος, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ κάνη τὴν πολὺ μεγάλη τιμὴ νὰ εἶναι ἑρμηνευτὴς καὶ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀνθρώπους.
Μὰ θέλω νὰ πῶ γιὰ τὴ λύπη καὶ γιὰ τὴ στενοχώρια ποὺ αἰσθάνομαι τώρα, γιατί δὲν μπορῶ νὰ ἁπλωθῶ στὴν ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου. Τὸ ξέρω πὼς πάντα λέω τὰ ἴδια, καὶ διαρκῶς παραπονοῦμαι πὼς δὲν μὲ παίρνει ὁ χρόνος. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὸ εἶναι μία ἀλήθεια, ποὺ ἐγὼ κάθε Κυριακὴ τὴν αἰσθάνομαι καὶ τὴ ζῶ. Βλέπετε πὼς δὲν σᾶς ὁμιλῶ προχειρα· βλέπετε πὼς ὅ,τι θέλω νὰ σᾶς πῶ τὸ μελετῶ καὶ τὸ γράφω, γιατί θαρῶ πὼς δὲν εἶναι σωστὸ καὶ δὲν ταιριάζει, οὔτε σὲ μένα οὔτε σὲ σᾶς οὔτε στὴν ἱερότητα τοῦ κηρύγματος, νὰ σᾶς πῶ πέντε πράγματα ὅπως-ὅπως. Πάντα ὅμως, μέσα στὴν ἄλλη μου προσπάθεια, μὲ κρατάει ὁ φόβος μήπως καὶ κουραστῆτε, καὶ ἐνῶ ἐγὼ θὰ ὁμιλῶ ἐσεῖς πιὰ δὲν θὰ μὲ ἀκοῦτε. Ἀλλὰ ἂς προσπαθήσω τώρα, πολὺ σύντομα νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω τὸ κομμάτι ποὺ ἐξήγησα γλωσσικά.
η’. Εἴπαμε παραπάνω πὼς τὸ δεύτερο τοῦτο μέρος τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς εἶναι τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο καταλήγει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἔπειτα ἀπὸ ὅσα εἶπε στὸ πρῶτο. Μὰ μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε κι ἀλλιῶς, πὼς εἶναι ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴ ζωή, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος, γιὰ νὰ ἔκφραση παραστατικὰ αὐτὸ ποὺ λέει. Εἶπε πὼς οἱ χριστιανοὶ τώρα κι ὄχι οἱ Ἑβραῖοι εἶναι οἱ ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τῶν ἐπαγγελιῶν, ποὺ ἔδωκε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ, κι ἀμέσως, μόλις εἶπε γιὰ κληρονόμους, ἔβαλε στὴ σκέψη του τὸ παράδειγμα τοῦ ἐπιτρόπου καὶ τῆς κηδεμονίας, ποὺ ὁρίζουν οἱ πολιτικοὶ νόμοι γιὰ τοὺς ἀνήλικους. Ὁ σκοπὸς πάντα τοῦ Ἀποστόλου εἶναι νὰ δείξη τὴν προσωρινότητα καὶ τὴν ἀτέλεια τοῦ νόμου, ποὺ τὸν διαδέχτηκε ἡ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου· τὴ δουλεία κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία κρατοῦσε ὁ νόμος τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός.
θ’. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς αὐτὰ τὰ γράφει πρὸς τοὺς χριστιανούς, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ Ἰουδαίους ἤ δέχονταν ἐπιρροὲς ἀπὸ ἰουδαϊκὲς διδασκαλίες. Οἱ ἰουδαΐζοντες αὐτοὶ χριστιανοὶ ἦσαν προσκολλημένοι στὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ νόμου, καὶ μάλιστα στὸ θεσμὸ τῆς περιτομῆς καὶ δὲν μποροῦσαν εὔκολα νὰ καταλάβουν τὴν παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ νέο πνεῦμα τῆς εὐαγγελικῆς διδαχῆς, ποὺ εἶναι πνεῦμα ἀγάπης καὶ πνευματικῆς ἐλευθερίας. Πρὶν λοιπὸν νὰ ἔρθη ὁ Χριστός, σὰν τὰ ἀνήλικα παιδιά, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν κάτω ἀπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ νόμου, μὰ στὸν προσδιωρισμένο καιρὸ ἦρθε ὁ Χριστός· ἦρθε καὶ ὑποτάχτηκε στὸ νόμο, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθέρωση ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ νόμου. Ἔτσι ξαναγίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ στὴ γλώσσα τῆς θείας Γραφῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας λέγεται δικαίωση καὶ σωτηρία στὴν οὐσία του εἶναι νὰ ξαναγίνουν οἱ ἄνθρωποι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (7).
ι’. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο στὴ μνήμη σήμερα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀκούσαμε καὶ προσπαθήσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ φράση ἀπὸ τὴ μεγάλη διακήρυξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (8). Αὐτὸ βέβαια δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ κεῖνα ποὺ στὸν καιρὸ μας φωνάζουν ὅσες καὶ ὅσοι ἔκαμαν ἔργο τοὺς τὸν «ἀγώνα τῆς γυναίκας». Μακάρι νὰ ἤξεραν οἱ γυναῖκες, ποὺ μολαταῦτα εἶναι χριστιανές, ποὺ τὶς ἀνέβασε καὶ πόσο τὶς ἐτίμησε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Μὰ θαρῶ πὼς εἶναι εὔκαιρο καὶ ἀρκετὸ νὰ ἐπαναλάβωμε τὰ λόγια τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ποὺ εἶπε ὅταν ἔκανε τὴν ἀπολογία της μπροστὰ στὸν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. «Ἡ καταγωγή μου εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλη τὴν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀπὸ τοὺς εὐγενέστερους τῆς αὐτοκρατορίας σου. Ἐπέρασα τὴ νεότητά μου ἀναζητώντας τὴν ἀλήθεια. Ὅσο μελετοῦσα ἔβλεπα τὴ ματαιότητα τῶν εἰδώλων. Ὅλη μου ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημά μου εἶναι νὰ φανῶ ἀντάξια χριστιανή…». Εἶναι λόγια γεμάτα πίστη καὶ χριστιανικὴ ἀξιοπρέπεια, τὰ ἴδια σὲ ἀτρόμητη ἀνδρεία, σὰν ἐκεῖνα ποὺ λένε πάντα ὅλοι οἱ μάρτυρες, καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅταν περιφρονοῦν τὰ ὅποια εἴδωλα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἔτσι βρίσκει γενικὴ ἐφαρμογὴ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ», καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνδρεία καὶ ὡς πρὸς τὴν προσωπικὴ καὶ πνευματικὴ ἀξία, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ». Ἀμήν.
Κοζάνη, 22 Νοεμβρίου 1979
† ὁ Σ.Κ.Δ.
* Ἐλέχθη ἐν τῷ ἱ. Ναῷ τοῦ ἁγ. Νικολάου [Κοζάνης] τῇ 25 Νοεμβρίου 1979.
Ὑποσημειώσεις
1. Γαλ. 3, 23-29.
2. Γαλ. 3,24.
3. Ἰω. 1,17.
4. Γαλ. 3,27.
5. Γαλ. 3,29.
6. Γαλ. 3,29 – 4,5.
7. Γαλ. 4,5.
8. Γαλ. 3,28.